ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2020:D209
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Πολιτική αίτηση αρ.70/20
1 Ιουλίου, 2020
[Τ.ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ]
ΕΠΙ ΤΟΙΣ ΑΦΟΡΩΣΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΚΑΙ
ΕΠΙ ΤΟΙΣ ΑΦΟΡΩΣΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 3 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ 33/1964, ΩΣ ΕΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΕΙ
ΚΑΙ
ΕΠΙ ΤΟΙΣ ΑΦΟΡΩΣΙ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΩΝ:
1. xxx GONCHAR
2. PARALLEL NOMINEES CYPRUS LTD
3. PARALLEL MANAGEMENT LTD
ΚΑΙ
EΠΙ ΤΟΙΣ ΑΦΟΡΩΣΙ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ 2911/2019 ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΜΕΣΟΥ
ΚΑΙ
ΕΠΙ ΤΟΙΣ ΑΦΟΡΩΣΙ ΤΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΜΕΣΟΥ ΗΜΕΡ. 3/1/2020
_ _ _ _ _ _
Μονομερής αίτηση ημερ.22.6.2020
Χρ. Μ.Τριανταφυλλίδη με Ευρ.Μάνουλλο, για τους Αιτητές.
_ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Οι αιτητές με την παρούσα αίτηση ζητούν Διάταγμα του Δικαστηρίου με το οποίο να επεκτείνεται η προθεσμία καταχώρησης Αίτησης για άδεια καταχώρησης αίτησης για έκδοση Διατάγματος certiorari, αναφορικά με το Διάταγμα του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού ημερ. 3/1/2020, για περίοδο 4 ημερών, και/ή οιανδήποτε άλλη εύλογη και/ή ορθή υπό τις περιστάσεις θεραπεία.
Αφορμή για την παρούσα αίτηση υπήρξε διαδικασία ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού. Συγκεκριμένα στις 18.12.2019 καταχωρήθηκε σε αγωγή αίτηση για έκδοση διαφόρων ενδιάμεσων διαταγμάτων από τους αντιδίκους των εδώ αιτητών. Επί της μονομερούς αίτησης εμφανίζεται ως ημερομηνία πρώτης εμφάνισης η 20.12.19. Επί της παρούσης δε επισυνάπτονται ως τεκμήρια το συνταχθέν διάταγμα ημερ.20.12.2019 και το συνταχθέν διάταγμα ημερ.3.1.2020 που αφορά και στρέφεται εναντίον όλων των αιτητών. Απουσιάζουν από το παρασχεθέν υλικό τα πρακτικά ημερ. 20.12.19, και 3.1.2020. (Μόνο τα συντεταγμένα διατάγματα επισυνάπτονται). Οι αιτητές ισχυρίζονται ότι «ουδέν αναφέρετο στο διάταγμα σε σχέση με τα αιτητικά 3 και 4». Όπως εξηγούν δε, η επέκταση της προθεσμίας είναι απαραίτητη γιατί το διάταγμα ημερ.3.1.2020 επιδόθηκε σ΄αυτούς στις 20.5.2020, γι΄αυτό «ήταν αδύνατο να καταχωρηθεί η αίτηση certiorari εκτός των 45 ημερών που ορίζει ο σχετικός Κανονισμός». Δεν διευκρινίζεται επίσης πότε ακριβώς και κατά πρώτον τους επιδόθηκε η ίδια η αίτηση με την οποία ζητούντο τα εν λόγω διατάγματα. Προκύπτει όμως ότι τους επιδόθηκε πριν να γίνει επιστρεπτέον το διάταγμα.
Συνεχίζουν δε ως εξής:
«Οι αιτητές δεν εμφανίσθηκαν εις το Δικαστήριο την 3/1/2020 σχετικά με το Διάταγμα που κατέστη επιστρεπτέο καθ΄ ότι δεν επηρεάζοντο αρνητικά τα νομικά των δικαιώματα πλην όμως αν γνώριζαν ότι ήσαν ορισμένα και τα αιτητικά ως αι παραγράφοι 3 και 4 θα εμφανίζοντο και θα ενίσταντο εις την έκδοση των.
Την 3/1/2020 το Δικαστήριο επελήφθηκε, μεταξύ άλλων του αιτητικού ως αι παραγράφοι 3 και 4 χωρίς οι Αιτητές να γνωρίζουν ότι ήτο ορισμένο και εξέδωσε Διάταγμα ως το ρηθέν αιτητικό και μάλιστα με απόλυτη μορφή αφού δεν το όρισε επιστρεπτέο για να μπορέσουν οι Αιτητές να εμφανιστούν και να δηλώσουν τη θέση των.
Τα παράξενα όμως δεν τελειώνουν εδώ και κατ΄επέκταση ούτε η νομιμότητα του Τεκμηρίου 2. Την 12/6/2020 επεδόθηκε εις τους Αιτητές η Αίτηση, Τεκμήριο 1 (!!) με ημερομηνία ορισμού την 15/6/2020 (!!!). Αντίγραφο επισυνάπτεται ως Τεκμήριο 3. Πως τότε εκδόθηκε το Διάταγμα Τεκμήριο 2 την 3/1/2020 αφού η Αίτηση ημερομηνίας 18/12/2019 παρέμεινε ορισμένη την 15/6/2020;!!»
(διατηρείται η ορθογραφία του κειμένου)
Αίτηση με ίδιες, ως η παρούσα, αιτούμενες θεραπείες καταχωρήθηκε ενώπιον αδελφού μου Δικαστή (Πολ.Αιτ. 66/20), ο οποίος στις 11.6.20 αποφάσισε ως εξής:
«Από τα γεγονότα τα οποία εκτίθενται στην ένορκη δήλωση του Ευριπίδη Μάνουλου, δικηγόρου, στο γραφείο των δικηγόρων των αιτητών και των επισυνημμένων στην αίτηση εγγράφων, καταφαίνεται ότι είχε υποβληθεί ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού στο πλαίσιο της αγωγής υπ' αρ. 2911/2019 από τους S. Tyulenev και Ninfa Holding Ltd μια αίτηση ημερ. 18 Δεκεμβρίου 2019 και εκδόθηκαν και διατάγματα στις 20 Δεκεμβρίου 2019. Την ημέρα που τα διατάγματα ήταν επιστρεπτέα και μετά την επίδοση στους εναγόμενους - νυν αιτητές - και ήταν απόντες, το επαρχιακό δικαστήριο κατέστησε τα διατάγματα ένα και δύο απόλυτα και επίσης, έκδωσε τα διατάγματα που αναφέρονται στις παραγράφους 3 και 4 της αρχικής μονομερούς αιτήσεως.
Αυτό τούτο το διάταγμα οριστικοποίησης των διαταγμάτων, ημερ. 3 Ιανουαρίου 2020, επιχειρούν να αμφισβητήσουν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου οι αιτητές. Στην ένορκη δήλωση αναφέρεται ότι ζητείται η επέκταση της προθεσμίας καταχώρισης, καθότι από την αρχική ημερομηνία, 3 Ιανουαρίου 2020, η ύπαρξη των διαταγμάτων ήταν άγνωστη σ' αυτούς και περιήλθε σε γνώση τους στις 20 Μαΐου 2020, που τους επεδόθη το εν λόγω διάταγμα, αντίγραφο του οποίου επισυνάπτεται στην αίτηση.
Οι αιτητές, συνεχίζει ο ενόρκως δηλών, έχουν «πάρα πολύ καλή υπόθεση για να τους δοθεί αφενός μεν η ζητούμενη παράταση και αφετέρου η ανατροπή του εκδοθέντος διατάγματος, ημερ. 3/1/2020». Το προβληθέν ελάττωμα εδράζεται στην παραβίαση των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης, καθότι τα διατάγματα κατέστησαν απόλυτα χωρίς να δοθεί η δυνατότητα στους αιτητές να προβάλουν τις θέσεις τους ενώπιον του δικαστηρίου.
Η αίτηση, όπως υποστήριξε η ευπαίδευτη συνήγορος των αιτητών, εδράζεται στον Κανονισμό 5 των περί Ανωτάτου Δικαστηρίου (Δικαιοδοσία Έκδοσης Ενταλμάτων Προνομιακής Φύσεως) Διαδικαστικών Κανονισμών του 2018. Σύμφωνα με την παράγραφο 1 του Κανονισμού 5, η αίτηση θα πρέπει να καταχωρηθεί το συντομότερο δυνατό, όχι όμως σε περίοδο που υπερβαίνει τις 45 ημέρες από την έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης ή διατάγματος. Στην παράγραφο (2) του εν λόγω Κανονισμού, επί του οποίου, μεταξύ άλλων, εδράζεται η αίτηση, αναφέρεται:
″Το δικαστήριο δύναται να επεκτείνει την προθεσμία που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος Κανονισμού, αν καταδειχθούν εξαιρετικές περιστάσεις που παρεμπόδισαν τον αιτητή να καταχωρίσει την αίτηση του εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας.″
Στην προκείμενη περίπτωση στους αιτητές είχαν επιδοθεί δεόντως και δεν υπάρχει αμφισβήτηση επί τούτου, τόσο η αίτηση όσο και η ένορκη δήλωση, όπως και τα εκδοθέντα διατάγματα ημερ. 18 Δεκεμβρίου 2019 και 20 Δεκεμβρίου 2019. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο υπήρχε η αναφορά και στα διατάγματα τα οποία ήταν επιστρεπτέα και στα διατάγματα για τα οποία δόθηκαν οδηγίες όπως επιδοθούν στους αιτητές για να εμφανιστούν ενώπιον του δικαστηρίου να αμφισβητήσουν την ύπαρξη των διαταγμάτων αυτών ή την έκδοση των νέων. Κάτι το οποίο παρέλειψαν να κάμουν. Συνεπώς, ουδεμία δικαιολογία υπάρχει σήμερα για να επικαλούνται τη χορήγηση άδειας και δεν έχουν καταδείξει οποιαδήποτε εξαιρετική περίσταση η οποία παρεμπόδισε τους αιτητές, όπως προνοεί ο Κανονισμός, να καταχωρίσουν αίτηση. Η αίτηση, ως εκ τούτου, θα πρέπει να απορριφθεί. Αφήνω που υπάρχει και εναλλακτική θεραπεία στους αιτητές, την οποία θα μπορούσαν να ασκήσουν. Η αίτηση απορρίπτεται".
Οι αιτητές επανέρχονται δια της παρούσης επικαλούμενοι πως το εκδικάσαν την πρώτη αίτηση Δικαστήριο είχε λάθος στην πιο πάνω προσέγγιση του και παρανόησε το περιεχόμενο της αίτησης ως και τα γεγονότα που τη στηρίζουν, ειδικά επί τω ότι αναφέρεται σε δύο διατάγματα ημερ. 18 και 20.12.20, ενώ κάτι τέτοιο δεν ισχύει. Η προηγούμενη αίτηση είχε καταχωρηθεί στις 9.6.20.
Είναι φανερό πως πρωταρχικά τίθεται θέμα δεδικασμένου και ευρύτερα ερώτημα κατά πόσον οι αιτητές εμποδίζονται ή όχι στην έγερση εκ νέου των ιδίων επιδίκων θεμάτων με την προηγούμενη αίτηση που επιλήφθηκε ο αδελφός μου Δικαστής στην πιο πάνω πολιτική αίτηση.
Οι αιτητές ισχυρίζονται πως συντρέχει νέο στοιχείο στα γεγονότα της υπόθεσης, το οποίο επεσυνέβη μετά την καταχώρηση της πρώτης αίτησης στις 9.6.20. Αυτό το νέο στοιχείο αφορά το ότι η ίδια η αίτηση ημερ.18.12.20 επιδόθηκε εκ νέου, όπως φαίνεται στους αιτητές στις 12.6.20 και αναγράφεται επ΄αυτής ως ημερομηνία δικασίμου η 15.6.20. Ρωτήθηκε ο κ.Τριανταφυλλίδης τι συνέβη ενώπιον του Δικαστηρίου στις 15.6.20, (αφού κάτι τέτοιο δεν περιλήφθηκε στη σχετική ένορκη δήλωση) και απάντησε πως ουσιαστικά υπήρξε «αδυναμία» του Δικαστηρίου να χειριστεί το θέμα, ενόψει της σύγχυσης που δημιουργήθηκε.
Στη Level Tachexcavs Ltd (Αρ.2) (1995) 1 Α.Α.Δ. 1105 αναφέρθηκα τα εξής:
«Ως προς τα προνομιακά εντάλματα είναι χαρακτηριστικές οι σελίδες 246,247 και 541 στο σύγγραμμα του Wade όπως και οι υποθέσεις Re Hastings (No. 2) [1959] 1 Q.B. 358 και Reg. v. Governor Pentonville Ex. P. Tarling [1979] 1 W.L.R. 1417, στις οποίες παραπέμπουν. Αναφέρονται στην εξουσία για άρνηση εκ νέου εξέτασης θεμάτων που εκδικάστηκαν ή που θα μπορούσαν να είχαν εκδικαστεί σε προγενέστερη διαδικασία εφόσον η επανέγερσή τους θα συνιστούσε κατάχρηση της διαδικασίας και, ακόμα, στην ανατροπή της αντίληψης πως στην περίπτωση των προνομιακών ενταλμάτων δεν εκδίδονται "αποφάσεις" ώστε να τίθεται ζήτημα δεδικασμένου, [βλ. επίσης Spencer - Bower and Turner, The Doctrine of Res Judicata, 2η έκδοση, σελ. 54 και 215].
Στην εν λόγω απόφαση ακριβώς επειδή οι ζητούμενες εκ νέου θεραπείες καλύπτονταν από δεσμευτική δικαστική κρίση, κρίθηκε ότι οι αιτητές κωλύονταν να επαναφέρουν το θέμα.
Επίσης βλ. Πολιτική αίτηση αρ.100/18 Λοϊζου, ημερ. 9.8.2018 και Πολιτική Αίτηση αρ.166/15 Στέλιος Καλλής ημερ. 18.12.2015, ECLI:CY:AD:2015:D850.
Είναι φανερό - και το δέκτηκε ο κ.Τριανταφυλλίδης - πως για να μην εμποδίζονται οι αιτητές στην προώθηση της νέας αίτησης, ενόψει της προηγούμενης δικανικής κρίσης, θα πρέπει να γίνει δεκτό πως συντρέχει εν προκειμένω, «νέο στοιχείο που θα διαφοροποιούσε τα πράγματα».
΄Εχω προσεκτικά μελετήσει την εισήγηση στην προσπάθεια να μη συντελεστεί οποιαδήποτε αδικία. Ενώπιον του αδελφού μου Δικαστή είχε τεθεί ότι το εν λόγω διάταγμα (που περιλάμβανε και τα επίμαχα παρακλητικά 3 και 4) είχε επιδοθεί στους αιτητές στις 20.5.2020. Συνεπώς, οι αιτητές είχαν, εν πάση περιπτώσει, λάβει γνώση της ύπαρξης του από τότε.
Με βάση δε το θεμελιακό αυτό γεγονός, δηλαδή της ύπαρξης γνώσης στις 20.5.20, προσήλθαν στο Δικαστήριο με την πρώτη αίτηση και το Δικαστήριο άσκησε την κρίση του με τον πιο πάνω τρόπο. Συνεπώς, το ερώτημα που θα πρέπει να απαντηθεί είναι εάν θα διαφοροποιείτο η κρίση του με οποιονδήποτε τρόπο εάν τίθετο και το στοιχείο της εκ νέου επίδοσης της αίτησης στις 12.6.20 με ημερ. εκδίκασης 15.6.2020.
Θεωρώ πως τα πράγματα δεν θα διαφοροποιούντο αφού το θεμελιακό είναι η ύπαρξη γνώσης με αποτέλεσμα η δικανική κρίση να παραμένει δεσμευτική. Εξάλλου, οι αιτητές δέχτηκαν ότι μαζί με το διάταγμα που περιείχε τα παρακλητικά 1 και 2 τους επεδόθη ευθύς εξ αρχής και η αίτηση που περιλάμβανε τα λοιπά παρακλητικά τα οποία δεν αποδόθηκαν μονομερώς. Η αίτηση ήταν ορισμένη στις 3.1.2020 ημερομηνία που θα έπρεπε να ενστούν επί της ευρύτερης αίτησης έστω και αν τα παρακλητικά 1 και 2 που δόθησαν μονομερώς δεν τους αφορούσαν.
Καταληκτικά, κρίνω ότι στην προκείμενη περίπτωση, η ύπαρξη της προηγούμενης αίτησης και η συναφής προηγούμενη κρίση, σαφώς και δημιουργεί ένα είδος «δεδικασμένου» και κωλύματος των αιτητών να επανέλθουν υπό τον μανδύα μάλιστα ενός «λάθους» του αδελφού Δικαστή που επιλήφθηκε της αίτησης, στις αναφερόμενες στην ένορκη δήλωση, ημερομηνίες, ή υπό το πρίσμα του επικαλούμενου νέου στοιχείου που δεν αλλοίωνε το θέμα της γνώσης.
Για τους λόγους που έχω εξηγήσει η αίτηση απορρίπτεται.
Τ.Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ.