ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2020:A260
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 319/2013)
22 Ιουλίου, 2020
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Π., ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
xxx xxx NEWTON,
Εφεσείων/Ενάγων,
ΚΑΙ
ΚΟΣΜΟΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΗΜΟΣΙΑ ΛΤΔ,
Εφεσίβλητη/Εναγόμενη.
_ _ _ _ _ _
Ε. Ερωτοκρίτου για Ε. Ερωτοκρίτου & Σία, για τον Εφεσείοντα.
Λ. Χρίστου (κα) για Νικολαϊδης, Στυλιανού ΔΕΠΕ, για την
Εφεσίβλητη.
_ _ _ _ _ _
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Π.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δοθεί από την Σταματίου, Δ.
_ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣTAMATIOY, Δ.: Ο εφεσείων, ενώ οδηγούσε το όχημα με αριθμό εγγραφής xxxx38, έπεσε σε λακκούβα που υπήρχε στην άσφαλτο, με αποτέλεσμα, σύμφωνα με την έκθεση απαίτησης, το όχημά του να υποστεί ζημιά. Το όχημα ήταν ασφαλισμένο από την εφεσίβλητη, με ασφάλεια περιεκτικής ευθύνης, που κάλυπτε την επίδικη περίοδο. Ο εφεσείων αξίωσε αποζημίωση στη βάση του εν λόγω ασφαλιστικού συμβολαίου για κάλυψη των ζημιών που υπέστη το όχημά του.
Η εφεσίβλητη στην υπεράσπιση της ισχυρίζεται ότι το όχημα του εφεσείοντα υπέστη μηχανική βλάβη λόγω έλλειψης λαδιού και η μηχανική βλάβη δεν καλύπτεται από το συμβόλαιο. Άνευ βλάβης αυτού του ισχυρισμού προβάλλει ότι, σε περίπτωση που ήθελε αποδειχθεί ότι η διαρροή του λαδιού οφείλετο στην πτώση στη λακκούβα, τότε η ζημιά επήλθε λόγω αμέλειας του εφεσείοντα, ο οποίος όφειλε μετά την πτώση να ακινητοποιήσει το όχημα και να αναμένει την επιδιόρθωσή του προτού το χρησιμοποιήσει.
Κατά την ακροαματική διαδικασία κατέθεσε ο ίδιος ο εφεσείων και εκ μέρους της εφεσίβλητης κατέθεσε ο xxx Αναστασίου, Μηχανολόγος Μηχανικός αυτοκινήτων, ο οποίος επιθεώρησε το όχημα.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού παρέθεσε την προσαχθείσα μαρτυρία και την αξιολόγησε, κατέληξε στα πιο κάτω συμπεράσματα ως προς τα γεγονότα:
«Ο Ενάγοντας στις 10.02.2007 οδηγούσε το όχημα του στον κύριο δρόμο Πέγειας - Πάφου και έπεσε σε λακκούβα. Ο καιρός ήταν βροχερός και από τον έντονο θόρυβο που προκλήθηκε ακινητοποίησε το όχημα και έλεγξε τα λάστιχα του οχήματος, δεν διαπίστωσε οποιαδήποτε ορατή ζημιά και οδήγησε το όχημα στην οικία του. Την επόμενη, 11.02.07, οδήγησε το όχημα στον αυτοκινήτοδρομο Λεμεσού -Πάφου παρά το χωριό Μανδριά άκουσε μεγάλο θόρυβο και ακινητοποίησε το όχημα. Το όχημα μεταφέρθηκε με ρυμουλκό σε γκαράζ όπου διαπιστώθηκε ότι η μηχανή καταστράφηκε ολοσχερώς λόγω έλλειψης λιπάνσεως.»
Με βάση τα συμπεράσματά του ως προς τα γεγονότα διαπίστωσε περαιτέρω ότι η πτώση του οχήματος του εφεσείοντα στη λακκούβα αποτελούσε τυχαίο γεγονός. Όμως, έκρινε πως αυτό που οδήγησε στην πλήρη καταστροφή της μηχανής του αυτοκινήτου δεν ήταν η οπή που ανοίχθηκε στο φίλτρο λαδιού κατά την πτώση του οχήματος σε λακκούβα, αλλά η διαφυγή του λαδιού από το φίλτρο, κάτι που ο εφεσίβλητος θα έπρεπε να το αντιληφθεί, γιατί αυτό ήταν ορατό από το ταμπλό του οχήματος. Συνακόλουθα, έκρινε πως η ζημιά ήταν «επακόλουθη ζημιά», η οποία ενέπιπτε σε μία από τις εξαιρέσεις που προνοείτο στο ασφαλιστικό συμβόλαιο για καταβολή της ζημιάς από την ασφαλιστική εταιρεία. Παρά την πιο πάνω διαπίστωση, το Δικαστήριο εξέτασε το θέμα των αποζημιώσεων σε περίπτωση που ο εφεσείων πετύχαινε την αγωγή και το καθόρισε στο ποσό των €3.340,32, πλέον νόμιμο τόκο. Για τους πιο πάνω λόγους απέρριψε την αγωγή με έξοδα υπέρ της εφεσίβλητης.
Ο εφεσείων, με την υπό κρίση έφεση, προβάλλει πως το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η αξίωσή του για την επιδιόρθωση της μηχανής του οχήματός του ενέπιπτε στις εξαιρέσεις του συμβολαίου που αφορούσαν «επακόλουθη ζημιά» και δεν καλύπτονταν από το ασφαλιστήριο έγγραφο (πρώτος λόγος έφεσης). Η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να μην αποδεχθεί το μεγαλύτερο μέρος της μαρτυρίας του εφεσείοντα θεωρείται από τον ίδιο εσφαλμένο, αφού στηρίζεται σε ευρήματα και συμπεράσματα που αντιστρατεύονται τη λογική και έρχονται σε αντίθεση με τη μαρτυρία που, εν τέλει, έγινε αποδεκτή από το Δικαστήριο (δεύτερος λόγος έφεσης). Με τον τρίτο λόγο έφεσης προβάλλει ως εσφαλμένο και αχρείαστο το συμπέρασμα του Δικαστηρίου ότι ο εφεσείων υπήρξε αμελής.
Σε συνάρτηση με τον πρώτο λόγο έφεσης, ο εφεσείων ισχυρίζεται πως ο όρος «επακόλουθη ζημιά», που περιλαμβάνεται στις εξαιρέσεις του επίδικου ασφαλιστικού συμβολαίου, αποτελεί νομικό όρο και έτσι θα έπρεπε να ερμηνευθεί από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Προς τούτο, παραπέμπει σε αποσπάσματα από τα συγγράμματα MacGillivray on Insurance Law, 10th edn, σελ. 277-286 και Birds' Modern Insurance Law, 5th edn, 2001, σελ. 197-235, καθώς και στο Γ. Χριστοφίδη, Ασφαλιστικό Ερμηνευτικό Λεξικό. Στη βάση αυτών εισηγείται πως, σε καμία περίπτωση, η εξαίρεση της επακόλουθης ζημιάς μπορούσε να επιτύχει, εφόσον ο εφεσείων αξίωνε να αποζημιωθεί για τις ζημιές που υπέστη το όχημά του και όχι οτιδήποτε άλλο. Άλλωστε, ο εφεσείων δεν προώθησε κατά την ακροαματική διαδικασία την αξίωσή του για το ποσό που κατέβαλε για ενοικίαση άλλου οχήματος που αφορούσε την απώλεια χρήσης του οχήματός του.
Αντίθετη επί του προκειμένου η θέση της εφεσίβλητης, η οποία επίσης παρέπεμψε στο σύγγραμμα MacGillivray on Insurance Law, 8η έκδοση, καθώς και στο σύγγραμμα The Law of Insurance - Raoul Golinvaux, 5η έκδοση. Στη βάση των αποσπασμάτων από τα πιο πάνω συγγράμματα που παρέθεσε προβάλλει πως η ασφαλισμένη ζημιά αποτελεί άμεση ζημιά, η οποία προκλήθηκε από ένα συμβάν και, νοουμένου ότι υπάρχει ρητή πρόνοια στο συμβόλαιο, η ασφαλιστική εταιρεία δικαιούται να μην καλύψει την επακόλουθη ζημιά, η οποία δεν είναι άμεση και αποτελεί ζημιά η οποία προκλήθηκε από ανθρώπινη παρέμβαση. Εν προκειμένω, θεωρεί πως ήταν η ανθρώπινη παρέμβαση και αμέλεια του εφεσείοντα που οδήγησαν στην καταστροφή της μηχανής του οχήματος του εφεσείοντα και όχι η πτώση του αυτοκινήτου στη λακκούβα, με βάση τα γεγονότα που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου.
Ο εφεσείων, με τον δεύτερο λόγο έφεσης, ισχυρίζεται ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο, είναι εσφαλμένη για τους πιο κάτω λόγους:
Ενώ το πρωτόδικο Δικαστήριο καταλήγει ότι στην υπό κρίση υπόθεση δεν εγείρεται άμεσα θέμα αξιοπιστίας των μαρτύρων που κατέθεσαν, καθότι σε πολλά σημεία της μαρτυρίας τους υπήρχαν αρκετές συγκλίσεις, στο τέλος αποφάσισε να απορρίψει το μεγαλύτερο μέρος της μαρτυρίας του εφεσείοντα. Ενώ απορρίπτει ως εκ των υστέρων σκέψη τη θέση του εφεσείοντα ότι την επόμενη του ατυχήματος και προτού οδηγήσει το όχημά του έλεγξε για τυχόν διαρροή του λαδιού και το Δικαστήριο διερωτήθηκε γιατί ο εφεσείων να προβεί σε τέτοια ενέργεια, αμέσως μετά του καταλογίζει αμέλεια, αφού δεν ενήργησε ως ο μέσος συνετός οδηγός, ο οποίος την επομένη θα έπρεπε να προχωρήσει τουλάχιστον σε πιο εμπεριστατωμένο έλεγχο του οχήματος πριν το οδηγήσει εκ νέου. Περαιτέρω, ενώ δέχεται ως ορθή τη θέση του εφεσείοντα ότι δεν είναι μηχανικός και ούτε κάποιος που οδηγεί όχημα «κάνει φουλ σέρβις» κάθε φορά που οδηγεί, μετά του καταλογίζει αμέλεια, καθότι μετά που έπεσε στη λακκούβα και άκουσε δυνατό θόρυβο, ενώ έλεγξε και δεν υπήρχε ορατή ζημιά στο όχημα, εν τούτοις, δεν θα έπρεπε να οδηγήσει, αλλά να ακινητοποιήσει το όχημά του και να ζητήσει βοήθεια ειδικού. Επίσης, η μαρτυρία του εφεσείοντα θα έπρεπε να κριθεί αξιόπιστη στην ολότητά της, καθότι ενισχύεται και από τη μαρτυρία του ΜΥ1, ο οποίος κατά την αντεξέταση δέχθηκε ότι, λόγω της θέσης του φίλτρου του λαδιού επί του σημείου που ενσωματώνεται στη μηχανή και τη μικρή οπή επί του φίλτρου που δημιουργήθηκε μετά την πτώση στη λακκούβα, ήταν λογικό να μην υπάρχει άμεση διαρροή λαδιού, η οποία διαρροή θα πρέπει να δημιουργείτο κατά τη διάρκεια που το όχημα βρισκόταν εν κινήσει και ότι η λυχνία θα μπορούσε να μην ανάψει άμεσα ή και καθόλου εάν για οποιοδήποτε λόγο ήταν ελαττωματική. Τέλος, προβάλλεται πως, ενώ αποτελεί σημαντικό στοιχείο στην απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η κόκκινη λάμπα στο ταμπλό του οχήματος του εφεσείοντα άναψε με την ελάττωση του λαδιού, κάτι που όφειλε να προσέξει ο εφεσείων, εν τούτοις, δεν υπάρχει εύρημα του Δικαστηρίου πότε άναψε η λυχνία, ούτως ώστε να δημιουργείται και η ανάλογη υποχρέωση προς τον εφεσείοντα να την αντιληφθεί.
Με τον τρίτο λόγο έφεσης ο εφεσείων προβάλλει πως, ενώ η αξίωσή του βασιζόταν σε συμβατική υποχρέωση της εφεσίβλητης, το Δικαστήριο, πέραν του ότι λανθασμένα κατέληξε ότι ήταν αμελής για τους λόγους που αναφέρονται στο δεύτερο λόγο έφεσης, ακόμη και αμελής να ήταν ο εφεσείων, η εφεσίβλητη όφειλε να αποζημιώσει.
Αντίθετα, η εφεσίβλητη υποστηρίζει την πρωτόδικη απόφαση, ισχυριζόμενη ότι, δυνάμει της σύμβασης ασφάλισης, εναποτίθετο στους ώμους του εφεσείοντα καθήκον επιμέλειας και υποχρέωση να λάβει όλες τις αναγκαίες και εύλογες προφυλάξεις για να προστατεύσει την ασφαλισμένη περιουσία και να τη διατηρήσει σε καλή, λειτουργήσιμη κατάσταση, έστω και μετά από ατύχημα. Ο εφεσείων δεν δικαιούται σε κάλυψη γιατί με δική του αμέλεια προκάλεσε περαιτέρω ζημιές στο όχημά του και είναι οι πράξεις του εφεσείοντα που οδήγησαν στην καταστροφή της μηχανής. Εάν ο εφεσείων δεν είχε ενεργήσει τοιουτοτρόπως, η μοναδική ζημιά που θα είχε το αυτοκίνητο ήταν η οπή στο φίλτρο του λαδιού.
Εξετάσαμε τους λόγους έφεσης υπό το φως των εκατέρωθεν ισχυρισμών που αναπτύσσονται στα περιγράμματα αγόρευσης των διαδίκων.
Το Τεκμ. 4 αποτελεί τους όρους ασφάλισης οχήματος από την εναγομένη και είναι παραδεχτό το περιεχόμενό του. Στο μέρος 3 του Τεκμ. 4 αναφέρει :
«Απώλεια ή ζημιά στο ασφαλιζόμενο όχημα εκτός από φωτιά ή κλοπή.
Το μέρος.
Θα σας αποζημιώσουμε για απώλεια ή ζημιά στο Ασφαλισμένο όχημα και στα εξαρτήματα και τα ανταλλακτικά του, εφόσον αυτά είναι προσαρτημένα σε αυτό και αποτελούν μέρος του που προκαλείται άμεσα από οποιαδήποτε τυχαία αιτία..»
Κάτω από την επικεφαλίδα «Εξαιρέσεις Μερών 2 και 13» αναφέρεται:
«Δεν θα έχουμε καμιά απολύτως ευθύνη να πληρώσουμε αποζημίωση για:
1. Επακόλουθη ζημιά
2. .
3. .
4. Φυσική φθορά, μηχανική ή ηλεκτρική βλάβη».
Αποτελεί γενικό κανόνα του Ασφαλιστικού Δικαίου ότι ο ασφαλιστής ευθύνεται μόνο για ζημιές οι οποίες προκαλούνται άμεσα από τον κίνδυνο ο οποίος καλύπτεται από το ασφαλιστικό συμβόλαιο.
Ως προς την ερμηνεία των προνοιών των ασφαλιστικών συμβολαίων, οδηγό αποτελούν οι αρχές που διέπουν την ερμηνεία εμπορικών συμβάσεων. Το Δικαστήριο, ερμηνεύοντας τους όρους της σύμβασης, εξετάζει την πρόθεση των μερών με αναφορά στα αμφισβητούμενα γεγονότα (ΜacGillivray on Insurance Law 12η έκδοση παράγραφος 11-001).
Στο ίδιο σύγγραμμα, στην παράγραφο 20-001, κάτω από τον τίτλο «Γενικός Κανόνας» «General Rule», αναφέρονται τα ακόλουθα:
«It is a fundamental rule of insurance law that the insurer is only liable for losses proximately caused by the peril covered by the policy. A proximate cause is not the first or the last or the sole cause of the loss; It is the dominant or effective or operative cause. The insurer is liable if such a cause is within the risks covered by the policy and is not liable if it is within the perils excepted»
Ο καθορισμός του ποια ήταν η κύρια αιτία της ζημιάς, είναι καθαρά θέμα γεγονότων και, συνεπώς, προηγούμενες αποφάσεις δεν είναι δεσμευτικές, παρά μόνο αποτελούν παραδείγματα.
Η επακόλουθη ζημιά, όπως ορθά υπεδείχθη από τον εφεσείοντα, στο κοινοδίκαιο μεταφράζεται ως consequential loss. Στο σύγγραμμα ΜacGillivray on Insurance Law, πιο πάνω, στην παράγραφο 20-014, αναφέρεται σχετικά: «An insurance policy will prima facie cover only loss of or damage to the property insured and not consequential damage».
Η πτώση του οχήματος σε λακκούβα αποτελούσε ένα τυχαίο γεγονός - καλυπτόμενο από το ασφαλιστήριο συμβόλαιο - το οποίο προκάλεσε την οπή που ανοίχθηκε στο φίλτρο λαδιού. Η δε ζημιά στη μηχανή ήταν αποτέλεσμα της διαφυγής λαδιού από το φίλτρο. Το Δικαστήριο δέχθηκε τη θέση του εφεσείοντα «ότι δεν υπήρχε εμφανής ζημιά ή ακόμη δεν θα μπορούσε κάποιος μη έχοντας ιδιαίτερες γνώσεις να εντοπίσει άμεσα την ζημιά». Ενόψει του ότι ο εφεσείων δεν διαπίστωσε οτιδήποτε στο αυτοκίνητο μετά την πτώση, παρά το ότι το έλεγξε κάτω μάλιστα από τις δύσκολες συνθήκες που επικρατούσαν λόγω βροχής, δεν θεωρούμε ότι εναποτίθετο στον οδηγό οποιαδήποτε περαιτέρω υποχρέωση να αφήσει το όχημα ακινητοποιημένο στο δρόμο και να καλέσει οδική βοήθεια, ούτε να ελέγξει το αυτοκίνητο την επομένη μέρα όταν θα οδηγούσε και πάλι το αυτοκίνητο. Αυτό που θα μπορούσε να εναποθέσει βάρος στον εφεσείοντα είναι εάν υπήρχε οποιαδήποτε ένδειξη ότι υπήρχε διαρροή λαδιού στο αυτοκίνητο, είτε γιατί διαπίστωνε λάδι στο έδαφος όταν οδήγησε το αυτοκίνητο την επόμενη μέρα, είτε γιατί άναψε ο φωτεινός σηματοδότης ότι δεν υπήρχε αρκετό λάδι στη μηχανή. Το συμπέρασμα του Δικαστηρίου ότι υπήρξε τέτοια ένδειξη δεν στηρίζεται σε θετική μαρτυρία, παρά μόνο σε εικασία και δεν θα έπρεπε να γίνει αποδεκτό. Ο ίδιος ο ΜΥ1 δεν μπορούσε να πει κατά πόσο άναψε ο φανός στο ταμπλό του αυτοκινήτου που δείχνει την ελάττωση του λαδιού. Ούτε στις λεπτομέρειες αμέλειας που προβάλλει η εφεσίβλητη περιέχεται τέτοιος ισχυρισμός. Δεν υπήρξε επίσης μαρτυρία ότι την επόμενη μέρα της πτώσης, όταν ο εφεσείων οδήγησε το αυτοκίνητο, υπήρχε λάδι στο έδαφος.
Στη βάση των πιο πάνω διαπιστώσεων, καταλήγουμε ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι η καταστροφή της μηχανής δεν ήταν το αποτέλεσμα της πτώσης του οχήματος στη λακκούβα συνεπεία της οποίας δημιουργήθηκε η οπή στο φίλτρο του λαδιού, με αποτέλεσμα να διαφύγει το λάδι και η μηχανή να καταστραφεί. Οι δε αποζημιώσεις που τελικά ζητήθηκαν αφορούν μόνο τις ζημιές στο αυτοκίνητο και όχι οποιαδήποτε άλλη αξίωση.
Για τους πιο πάνω λόγους, η έφεση επιτυγχάνει και η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Εκδίδεται απόφαση για το ποσό των €3.304,32, με νόμιμο τόκο. Τα έξοδα, τόσο πρωτοδίκως όσο και κατ΄ έφεση, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο, επιδικάζονται υπέρ του εφεσείοντα και εναντίον της εφεσίβλητης.
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Π.
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.
/ΧΤΘ