ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2020:A259
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική ΄Εφεση Αρ.309/2013)
22 Ιουλίου, 2020
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Π., ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εφεσείων
και
ΑΝΔΡΕΑΣ Μ. ΚΛΕΑΝΘΟΥΣ, υπό την ιδιότητα του ως διαχειριστής της περιουσίας του αποβιώσαντος Χαράλαμπου Ρούσου.
Εφεσίβλητος
_ _ _ _ _ _
Δ.Παπαστεφάνου, (κα), για τον εφεσείοντα
Α.Κλεάνθους, για τον εφεσίβλητο
_ _ _ _ _ _
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Π.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δοθεί από την Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ.
----------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Ο Χαράλαμπος Ρούσος, 59 ετών κατά τον ουσιώδη χρόνο και μόνιμος υπάλληλος/εργάτης στα Δημόσια ΄Εργα, (ο ενάγων) κίνησε αγωγή εναντίον του Γενικού Εισαγγελέα (εφεσείοντα/εναγόμενου) αξιώνοντας γενικές και ειδικές αποζημιώσεις λόγω τραυματισμού του στις 15.4.2005, ενώ εργαζόταν σε εργοτάξιο του τμήματος Δημοσίων ΄Εργων, κοντά στο στρατόπεδο της ΕΛΔΥΚ, στο χωριό Μαλούντα.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο ακολουθώντας ουσιαστικά, την εκδοχή του ενάγοντα και των μαρτύρων του, προέβη στα εξής ευρήματα:
«Ο Εναγόμενος για την εκτέλεση της συγκεκριμένης εργασίας δεν έλαβε τα αναγκαία ή αποτελεσματικά μέτρα για την ασφαλή εκτέλεση της εργασίας του Ενάγοντος. Για την εκτέλεση των συγκεκριμένων οικοδομικών εργασιών επί τοίχου αντιστηρίξεως δεν δόθηκαν οι κατάλληλες οδηγίες και/ή ο κατάλληλος εξοπλισμός ή εργαλεία ώστε ο Ενάγοντας να εκτελέσει την εργασία του με ασφάλεια. Ο εργοδότης γνώριζε και/ή όφειλε να γνωρίζει υπό τις περιστάσεις ότι υπήρχε προβλεπτός κίνδυνος για την πρόκληση του οποιουδήποτε ατυχήματος. Δεν υπήρξε καθόλου ή επιμελής επίβλεψη, επιτήρηση και εποπτεία των εργασιών από το προϊστάμενο του εργοταξίου ή από τον άμεσα υπεύθυνο του εργοταξίου. Δεν λήφθηκαν τα αναγκαία ή κατάλληλα μέσα ή κατάλληλος εξοπλισμός επί του τοίχου αντιστηρίξεως όπου ασχολείτο ο Ενάγοντας κατά τέτοιο τρόπο ώστε να παρεμποδίζεται η τυχόν πτώση του Ενάγοντα. Το ουσιαστικότερο, επέτρεψε και/ή ανέκτηκε τον Ενάγοντα να χρησιμοποιήσει πρόχειρο δάπεδο εργασίας, που δεν ήταν αναγκαίο σε σχέση με το ύψος της εργασίας που εκτελείτο ή δεν απέτρεψε τον Ενάγοντα να χρησιμοποιήσει πόντο για σκοπούς δαπέδου εργασίας με συνέπεια να εκτεθεί ο Ενάγοντας σε κίνδυνο και ακολούθως να πέσει κάτω στο έδαφος. Ως προϊστάμενος και/ή ως επιστάτης και/ή ως υπεύθυνος του έργου απέτυχε να επιβλέψει στο μέτρο της δέουσας φροντίδας ή να εξετάσει ή να εποπτεύει τον τρόπο εκτέλεσης της εργασίας του Ενάγοντα κατά πόσο αυτός ήταν κατάλληλος ή ασφαλής για τον Ενάγοντα».
(ο τονισμός είναι δικός μας - ως πόντο, η Μ.Ε.1 επιθεωρήτρια του Υπουργείου Εργασίας χαρακτήρισε δάπεδο εργασίας μη στερεωμένο κάπου, ο δε ενάγων το εξήγησε ως «σκαλωσιά»).
Απορρίπτοντας δε ισχυρισμό για συντρέχουσα αμέλεια το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε πως το ατύχημα συνέβη λόγω του γεγονότος ότι ο εφεσείων απέτυχε, σε ώρα εργασίας, να παρέχει οποιοδήποτε ασφαλές σύστημα τέλεσης της εργασίας και/ή χρησιμοποιήθηκε πρόχειρο δάπεδο για εκτέλεση εργασίας κατά μήκος του τοίχου αντιστήριξης, κάτι που δεν παρείχε ασφάλεια στο Χ. Ρούσο.
Ως συνέπεια της υιοθέτησης της μαρτυρίας της πλευράς του ενάγοντα, το πρωτόδικο Δικαστήριο επεδίκασε υπέρ του και εναντίον του εφεσείοντα το ποσό των €50,000 ως γενικές αποζημιώσεις, πλέον νόμιμους τόκους από την καταχώρηση της αγωγής, 2.11.2007 και έξοδα.
Οι λόγοι έφεσης που αφορούν την ευθύνη έχουν ως εξής:
Πλήττεται ως λανθασμένο το εύρημα του Δικαστηρίου στη σελ.5 της εκκαλούμενης απόφασης ότι πολλά στοιχεία συνηγορούν στο γεγονός ότι ο ενάγων μετακινείτο κατά τον ουσιώδη χρόνο σε «πόντο» στηρίζοντας το εύρημα τούτο στην παραγρ.6 της υπεράσπισης και στα τεκμήρια 1 και 2. (λόγος έφεσης 2). Ότι λανθασμένα και αναιτιολόγητα το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε την ενώπιον του μαρτυρία καταλήγοντας ότι υπάρχει αιτιώδης συνάφεια μεταξύ του «πόντου» (αν γίνει δεκτό ότι υπήρχε μαρτυρία που να αποδεικνύει την ύπαρξη πόντου) και της πτώσης του ενάγοντα. (λόγος έφεσης 3). Ότι η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι αναιτιολόγητη και/ή ότι δεν έλαβε υπόψη ορθά την ενώπιον του μαρτυρία. (λόγος έφεσης 4). Παρόμοιο περιεχόμενο έχει και άλλος λόγος έφεσης, ότι δηλαδή η απόφαση είναι εσφαλμένη αφού το Δικαστήριο δεν προέβη σε δέουσα αξιολόγηση επιλέγοντας μόνο ορισμένα σημεία της μαρτυρίας, χωρίς να αιτιολογήσει γιατί δεν επέλεξε το υπόλοιπο μέρος της μαρτυρίας (λόγος έφεσης 6). Επίσης πλήττεται το εύρημα/συμπέρασμα του Δικαστηρίου ότι ο ενάγων δεν ήταν υπεύθυνος συντρέχουσας αμέλειας (λόγος έφεσης 7). (O λόγος έφεσης 1 έχει αποσυρθεί).
΄Ολοι οι πιο πάνω λόγοι μπορούν να εξεταστούν σε ομοούσιο πλαίσιο αφού ο πυρήνας τους είναι το έργο της αξιολόγησης καθώς και τα ευρήματα και συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε σχέση με την ευθύνη.
Συγκεκριμένα, ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι δεν υπήρξε αναφορά στην παραγρ.6 της Υπεράσπισης και στο τεκμ.1 σε πόντο και ότι η ανάλυση του πρωτόδικου Δικαστηρίου περί πτώσης βασίζεται σε εννοιολογική ερμηνεία του ρήματος «πέφτω» και δεν ερείδεται σε μαρτυρία. Ούτε ο Μ.Υ.2 Σπανούδης (Γραμματειακός Λειτουργός στο Υπουργείο Συγκοινωνιών) πληροφόρησε τη Μ.Ε.1 Χρυσού (Επιθεωρήτρια στο Τμήμα Επιθεώρησης Εργασίας) για την ύπαρξη του πόντου, ως κατέγραψε το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφαση του, παρά μόνο οι πληροφορίες που έδωσε αφορούσαν το λόγο καθυστέρησης γνωστοποίησης του ατυχήματος. Παράλληλα, η ευπαίδευτη συνήγορος για τον εφεσείοντα αναφέρει ότι δεν προσκομίστηκε μαρτυρία ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου που να καταδεικνύει ότι τοποθετήθηκε πόντος και ή ότι η πτώση του ενάγοντα οφειλόταν στην πρόχειρη τοποθέτηση του τονίζοντας πως εν πάση περιπτώσει ο ενάγων δεν θυμόταν ποιος έβαλε τον πόντο. Προφανώς, καταλήγει, η πτώση του οφειλόταν στη ζάλη που αισθάνθηκε.
Στην αντίπερα όχθη, ο δικηγόρος του εφεσίβλητου, υπεραμύνεται πως ορθά κατέληξε στα συμπεράσματα του, το πρωτόδικο Δικαστήριο ειδικά περί της ύπαρξης πόντου, αλλά και των συνθηκών πτώσης του ενάγοντα από ύψος, ήτοι από τον πόντο-σκαλωσιά διαγράφοντας τις συγκρουόμενες εκδοχές και συνοψίζοντας περιεκτικά τη μαρτυρία που είχε ενώπιον του.
Eξετάζοντας τις επιμέρους εισηγήσεις ως προς την πρωτόδικη κρίση, δεν μπορούμε να μην σχολιάσουμε πως η πλευρά του εφεσείοντα απομόνωσε στοιχεία της αιτιολογίας η οποία συναρτάτο με μέρη της μαρτυρίας ή της δικογραφίας για να καταδείξει το εσφαλμένο της αξιολόγησης της μαρτυρίας και των συμπερασμάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου.
Αυτή η οδός απομόνωσης στοιχείων δεν είναι αφενός ασφαλής αλλά και αφετέρου αδικεί τη σφαιρική σκέψη του πρωτόδικου Δικαστή. Η μαρτυρία που προσφέρεται πρέπει να αιτιολογείται στο σύνολο της και όχι αποσπασματικά με αναφορά μόνο στα μέρη εκείνα που ενισχύουν την προώθηση μιας συγκεκριμένης θέσης. (Βλ. Mustafa v. Kακούρη κ.ά. (2002)1 Α.Α.Δ. 165).
Η εννοιολογικά εξήγηση του ρήματος «πέφτω» στην οποία προέβη το Δικαστήριο δεν έγινε αφηρημένα αλλά συσχετίστηκε με σημεία της αντεξέτασης του Μ.Υ.1 Γεωργίου (επιστάτη του έργου), ιδίως στη φράση ότι του φώναξαν ότι έπεσε ο Χαμπής (ο ενάγων) στο έδαφος. Επίσης, συσχετίστηκε επαρκώς με τη μαρτυρία της Μ.Ε.1 (επιθεωρήτρια) η οποία, αν και δεν επισκέφθηκε το τόπο του ατυχήματος, επεξήγησε πώς και γιατί ο πόντος τοποθετήθηκε πρόχειρα, χωρίς να είναι στηριγμένος κάπου. Τρόπος που δεν ικανοποιούσε τα μέτρα ασφάλειας. Η δε Μ.Ε.1 έδωσε πλήρεις λεπτομέρειες για το τι την πληροφόρησαν για το ατύχημα ο ίδιος ο ενάγων και ο Μ.Υ.2 Σπανούδης, σε συσχετισμό με τα τεκμήρια 1 και 2.
΄Ηταν δε απόλυτα θεμιτό στο πρωτόδικο Δικαστήριο να λάβει υπόψη το περιεχόμενο της παρ.6 της ΄Εκθεσης Υπεράσπισης του εφεσείοντα. Όπως βεβαίως και το περιεχόμενο των τεκμ.1 (έντυπο καταγραφής των συνθηκών του ατυχήματος το οποίο συμπλήρωσε ο Μ.Υ.2, στο οποίο αναγράφεται: «Ασχολείτο με ίσιωμα μπετόν που τοποθετείτο σε καλουπωμένο τοίχο ύψους 1.20m. από το έδαφος. ΄Oπως μετακινείτο κατά μήκος του τοίχου έχασε την ισορροπία του άγνωστο πώς και βρέθηκε στο έδαφος ...») καθώς και το τεκμ.2 (σημείωμα διερεύνησης του ατυχήματος), το οποίο ομιλεί σαφώς για πόντο. Στο τεκμ.1 όπως και στην παρ.6 της Υπεράσπισης, ενώ δεν αναφέρεται ο πόντος, προκύπτει σαφώς ότι ο ενάγων, κάπου στηριζόταν και έπεσε.
Το Δικαστήριο με απλή λογική που όμως είχε στέρεη βάση επιτέλεσε ορθά το έργο της αξιολόγησης και αιτιολόγησε επαρκώς τα ευρήματα του, αναφέροντας τις πιο πάνω μαρτυρίες από τις οποίες προέκυπτε αβίαστα η πτώση του ενάγοντα στο έδαφος καθώς και οι λοιπές συνθήκες του ατυχήματος.
Οι αρχές με βάση τις οποίες το Εφετείο επεμβαίνει σε συμπεράσματα αξιοπιστίας και γεγονότων καθορίζονται από τη νομολογία. Στη Vassos Ayiomamitis Devel. Ltd ν. ΄Ελληνα κ.ά. (2004) 1 Α.Α.Δ. 25, αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:
«Οι αρχές με βάση τις οποίες το Εφετείο επεμβαίνει σε συμπεράσματα αξιοπιστίας και γεγονότων είναι καλώς γνωστές, συνοψίζονται δε και στην υπόθεση Καννάουρου κ.ά. ν. Σταδιώτη (1990) 1 Α.Α.Δ. 35. Παραθέτουμε σχετικό απόσπασμα από τη σελ. 39 της απόφασης:
«Στο δικαστικό μας σύστημα ο χώρος για τη λήψη και την αξιολόγηση της μαρτυρίας είναι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Όπως εξηγείται στην Papadopoullos v. Stavrou (1982) 1 C.L.R. 321, το πρωτόδικο δικαστήριο είναι σε μοναδική θέση μέσα στη ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης να αξιολογήσει και να συνεκτιμήσει την μαρτυρία. Ευχέρεια για τον παραμερισμό ή ανατροπή ευρημάτων αξιοπιστίας παρέχεται μόνον όταν κρίνονται εξ αντικειμένου ανυπόστατα. (Βλ. μεταξύ άλλων Aristotelous v. General Insurance Co. (1981) 1 C.L.R. 582, και Kkaffa v. Kalorkotis (1982) 1 C.L.R. 372).
H απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου κρίνεται ως ενιαίο σύνολο. Οι αρχές που διέπουν την αιτιολόγηση της δικαστικής απόφασης δεν επιβάλλουν την επανάληψη του συνόλου της μαρτυρίας ή αναφορά σε κάθε πτυχή της. Ότι απαιτείται είναι ο ορθός προσδιορισμός των επίδικων θεμάτων, η σύνοψη του ουσιώδους μέρους της μαρτυρίας, ο συσχετισμός της με τα ευρήματα και συμπεράσματα καθώς και η συνάρτηση της ετυμηγορίας με τα επίδικα θέματα και τα ευρήματα του δικαστηρίου. (Βλ. μεταξύ άλλων xxx Ioannidou v. xxx Dikeos (1969) 1 C.L.R. 235 και Pioneer Candy Ltd v. Tyfon & Sons (1981) 1 C.L.R. 540)."
Όσον αφορά τις αρχές επέμβασης του Εφετείου στα συμπεράσματα στα οποία καταλήγει το πρωτόδικο Δικαστήριο, με βάση τη μαρτυρία, υπάρχει επίσης σωρεία αποφάσεων. Στη Koudellaris v. Christoforou and Others (1975) 1 C.L.R. 366 υιοθετήθηκαν απόσπάσματα από την Αγγλική υπόθεση Watt or Thomas v. Thomas [1947] A.C. 484, όπου λέχθηκε ότι το Εφετείο έχει δικαιοδοσία να εξετάζει το πρακτικό που περιέχει τη μαρτυρία για να αποφασίσει αν τα συμπεράσματα, στα οποία έφθασε αρχικά το Δικαστήριο, με βάση τη μαρτυρία, ευσταθούν. Πρέπει όμως, όπως τονίστηκε, αυτή η δικαιοδοσία να ασκείται με μεγάλη προσοχή. Επίσης λέχθηκε πως το Εφετείο θα πρέπει, προτού επέμβει για να ανατρέψει τα συμπεράσματα, να ικανοποιείται ότι, οποιοδήποτε πλεονέκτημα είχε ο πρωτόδικος Δικαστής για το λόγο ότι είχε δει και ακούσει ο ίδιος τους μάρτυρες, δεν είναι αρκετό για να εξηγήσει ή να αιτιολογήσει το συμπέρασμά του».
Κρίνουμε, πως η μαρτυρία, η ανάλυση και η αιτιολογία αποδοχής που έγινε από το πρωτόδικο Δικαστήριο επί των γεγονότων της υπόθεσης και τα συνακόλουθα συμπεράσματα του, δεν αφήνουν περιθώριο επέμβασης του Εφετείου, σύμφωνα με τα νομολογηθέντα. Συναφείς είναι και οι παρατηρήσεις μας στην Αlfa Concrete Public Co Ltd v. Γλυκύ, Πολ.εφ.316/13, 21.7.2020, ECLI:CY:AD:2020:A253.
Το αντικείμενο, πρωτοδίκως, ήταν κατά πόσο στοιχειοθετείται ευθύνη εκ μέρους του εφεσείοντα για αποτυχία του να παράσχει στον ενάγοντα ένα ασφαλές σύστημα εργασίας το αποτέλεσμα της οποίας οδήγησε στον τραυματισμό του και κατά πόσο βεβαίως υπήρξε αιτιώδης συνάφεια της παράλειψης και της αμέλειας που επεδείχθη με την πτώση και τον τραυματισμό του ενάγοντα.
Όπως προβάλλεται και από την πλευρά του εφεσίβλητου, το ανασφαλές σύστημα εργασίας προκύπτει από την παράλειψη του εφεσείοντα α) να λάβει αναγκαία και αποτελεσματικά μέτρα για την ασφαλή εκτέλεση της εργασίας του εφεσίβλητου/ενάγοντα, β) να επιβλέπει και να εποπτεύει τον τρόπο εκτέλεσης της εργασίας του ενάγοντα, κατά πόσον αυτή ήταν κατάλληλη ή ασφαλής για τον ίδιο, γ) να επιτρέψει και ή να ανεχτεί τον ενάγοντα να χρησιμοποιήσει πρόχειρο δάπεδο εργασίας, δ) να μην αποτρέψει τον ενάγοντα να χρησιμοποιήσει πόντο για σκοπούς δαπέδου εργασίας, και ε) να αποτύχει να επιβλέψει στο μέτρο της δέουσας φροντίδας ή να εξετάσει ή να εποπτεύσει τον τρόπο εκτέλεσης της εργασίας του ενάγοντα κατά πόσο αυτός ήταν ασφαλής και κατάλληλος. Η παράλειψη αυτή είχε ως συνέπεια να εκτεθεί σε κίνδυνο ο ενάγων, χρησιμοποιώντας πόντο, κάτι που δεν πληρούσε το ασφαλές σύστημα ασφάλειας εργασίας και ακολούθως να πέσει κάτω στο έδαφος. Η δε πτώση του επέφερε τους επίδικους τραυματισμούς την ύπαρξη των οποίων η πλευρά του εφεσείοντα ουδέποτε (κατά την ακρόαση) αμφισβήτησε. Είναι λοιπόν τουλάχιστον παράδοξο να ομιλούμε για μη στοιχειοθέτηση αιτιώδους συνάφειας του τρόπου εργασίας ως άνω, με την πτώση και τον τραυματισμό του ενάγοντα, ο οποίος αμέσως μετά το ατύχημα μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο για περίθαλψη.
Αστήρικτη μένει και η θέση για το λανθασμένο συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου για μη στοιχειοθέτηση συντρέχουσας αμέλειας εκ μέρους του ενάγοντα. Ο εφεσείων δεν έπεισε ούτε για αυτή την πτυχή.
Στη General Cleaning Contractors Ltd v. Christmas [1952]2 All E.R. 1110 τονίστηκε η αρχή του Κοινοδικαίου πως οι εργοδότες δεν εξαιρούνται του καθήκοντος για ένα λογικά ασφαλές σύστημα εργασίας ακόμη και αν οι εργάτες τους είναι έμπειροι, καταλήγοντας ως εξής: "workmen are not in the position of employers. Their duties are not performed in the calm atmosphere of a board room with the advice of experts. They have to make their decisions on narrow window sills and other places of danger, and in circumstances in which the dangers are obscured by repetition."
Τα τελευταία ισχύουν και στην κρινόμενη περίπτωση. Ο ενάγων όφειλε να εκτελέσει την εργασία του, για την οποία ουσιαστικά δεν ασκείτο έλεγχος και πραγματική επίβλεψη. Δεν θα μπορούσε λοιπόν ο ενάγων, ακόμη και ως έμπειρος εργάτης, να θεωρηθεί υπεύθυνος γιατί έπρεπε να εκτελέσει την ανατεθείσα σ΄αυτόν εργασία. (Κυριάκου ν. Caramondani Bros. Ltd (2001)1 A.A.Δ. 219, Larner v. British Steel Plc (1993) ICR 551).
Oι λόγοι έφεσης αναφορικά με την ευθύνη απορρίπτονται συλλήβδην.
Η πρωτόδικη κρίση πλήττεται και αναφορικά με το ύψος των αποζημιώσεων που δόθηκε, αφού σύμφωνα με το λόγο έφεσης 5, η απόφαση του Δικαστηρίου ως προς το ύψος των αποζημιώσεων (€50,000 ως γενικές αποζημιώσεις) είναι εσφαλμένη και δεν ερείδεται στη νομολογία, μη ανταποκρινόμενη στα περιστατικά της υπόθεσης.
Σύμφωνα με τα ευρήματα του Δικαστηρίου ο ενάγων υπέστη τα ακόλουθα τραύματα:
Κάταγμα κεφαλής κερκίδος αριστερού αγκώνος.
Οξείας κοιλίας και ενδοκοιλιακής αιμορραγίας
Ρήξη σπλήνας
Χειρουργική επέμβαση - έγινε ερευνητική λαπαροτομία και σπληνεκτομή
Ο ενάγων παρέμεινε στο Γ.Ν. Λευκωσίας μέχρι την 27.4.2005
Μετεγχειρητική ουλή
Πόνος και ταλαιπωρία
Παρέμεινε εκτός εργασίας από 15.4.2005 μέχρι την 31.5.2005
Παρακάτω δε το πρωτόδικο Δικαστήριο παρατήρησε πως οι πιο πάνω σωματικές βλάβες του ενάγοντα αναφέρονται στο ιατρικό πιστοποιητικό, τεκμ.4, το περιεχόμενο του οποίου δεν αμφισβητήθηκε.
Περαιτέρω ως προς τη νευροχειρουργική κατάσταση του ενάγοντα κατέγραψε τα ακόλουθα ευρήματα:
Μόνιμη αναπηρία κατά 12% ως η απόφαση του Ιατρικού Συμβουλίου, η οποία λήφθηκε στα πλαίσια αίτησης του ενάγοντα για παροχή επιδόματος στο Τμήμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων.
Μόνιμη μετεγχειρητική ουλή
Μόνιμη λήψη φαρμακευτικής αγωγής
Μόνιμος πόνος
Αναφορικά με την επιδίκαση του ποσού των γενικών αποζημιώσεων €50,000 το Δικαστήριο άντλησε καθοδήγηση από την υπόθεση Μεταξάς ν. Μεταξάς (2001)1 Α.Α.Δ. 773 όπου αποζημιώσεις ΛΚ28,000 για τραύματα των οποίων τα πιο σοβαρά ήταν σπληνεκτομή και αφαίρεση ενός νεφρού αυξήθηκαν από το Εφετείο σε ΛΚ40,000 (€70,000 περίπου).
Με αδιατάρακτες τις σωματικές βλάβες καθώς και τον πόνο και ταλαιπωρία που ο ενάγων βίωσε, δεν βλέπουμε κανένα απολύτως τρόπο επέμβασης μας στο ποσό που πρωτόδικα κρίθηκε ως το αρμόζον.
Με δεδομένη την ατέλεια του χρήματος να αποκαταστήσει τον ανθρώπινο πόνο, (βλ. Σύγγραμμα Φ. Νικολαϊδη, Αποζημιώσεις για σωματικές βλάβες και θανατηφόρα ατυχήματα, έκδ.2019), έχουμε την πεποίθηση ότι το Δικαστήριο ορθά εφάρμοσε τις αρχές και ορθά έκρινε ως καθοδηγητική, την Μεταξά, ανωτέρω, λόγω της προσομοίωσης των τραυμάτων (αν και όχι ταύτισης αφού στη Μεταξά τα τραύματα ήταν πιο σοβαρά). ΄Εχοντας δε υπόψη ότι η υπόθεση Μεταξάς δόθηκε το έτος 2001, ενώ η κρινόμενη 12 περίπου χρόνια μετά, το ποσό των €50,000 ήταν από όλες τις απόψεις εύλογο. Δεν πρέπει να μας διαφεύγει το αυτονόητο, ότι καμία περίπτωση δεν είναι ακριβώς η ίδια με οποιαδήποτε άλλη. Γι΄αυτό και προηγούμενες αποφάσεις ως προς το μέτρο της αποζημίωσης δεν δημιουργούν δεσμευτικό προηγούμενο (Georghiou v. Planet Shipping Co Ltd (1979)1 C.L.R. 188,). Εξάλλου, με την πάροδο του χρόνου η αγοραστική αξία του χρήματος μειώνεται και αυτό λαμβάνεται υπόψη. (Βλ. Jamal v. Aντωνίου κ.ά. (2014)1 , ECLI:CY:AD:2014:A107A.A.Δ. 347). Συνεπώς και ο σχετικός λόγος έφεσης ομοίως κρίνεται αβάσιμος.
Για τους λόγους που έχουμε εξηγήσει η έφεση απορρίπτεται. Ως προς τα έξοδα μας προβλημάτισε ότι η ιδιότητα του διαχειριστή της περιουσίας του ενάγοντα ο οποίος δυστυχώς απεβίωσε πριν ακόμη την καταχώρηση της έφεσης, ταυτίζεται με το δικηγόρο που έχει χειριστεί την έφεση. ΄Ηδη το υποδείξαμε στον κ. Κλεάνθους κατά την ακρόαση της έφεσης με την επισήμανση ότι η ταύτιση ιδιοτήτων δυνατόν να επηρεάσει τα έξοδα. ΄Εχοντας όμως όλα τα δεδομένα κατά νου αποφασίσαμε όπως τα έξοδα δοθούν, κατά τι όμως, μειωμένα. Επιδικάζονται έξοδα υπέρ εφεσίβλητου και εναντίον εφεσείοντα εκ ποσού €2,500, πλέον ΦΠΑ, εάν υπάρχει.
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Π.
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.