ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
public Ναθαναήλ, Στέλιος Σταύρου Σταματίου, Κατερίνα Ψαρά-Μιλτιάδου, Τάσια Ρ. Χ΄Αράπη, (κα), για τον εφεσείοντα Στ.Ερωτοκρίτου, (κα), για τον εφεσίβλητο CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2020-07-01 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ v. ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 279/2013, 1/7/2020 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2020:A208

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 279/2013)

 

1 Ιουλίου, 2020

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Π., ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ,  Δ/ΣΤΕΣ]

 

Μεταξύ:

xxx ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ

Εφεσείoντα/Ενάγοντα

και

xxx ΝΙΚΟΛΑΟΥ

Εφεσίβλητου/Εναγομένου

_ _ _ _ _ _

Ρ. Χ΄Αράπη, (κα), για τον εφεσείοντα

Στ.Ερωτοκρίτου, (κα), για τον εφεσίβλητο

_ _ _ _ _ _

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Π.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου

θα δοθεί από την Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ.

----------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.:  Όπως επισημαίνεται στο κείμενο της πρωτόδικης απόφασης, η διαδικαστική πορεία της υπόθεσης αυτής, υπήρξε όντως ιδιαίτερα βεβαρημένη, εφόσον το τροχαίο ατύχημα που αποτέλεσε το αγώγιμο δικαίωμα στην αγωγή 6920/2000 ενώπιον του Ε.Δ. Λεμεσού επεσυνέβη στις 23.9.2000.  Οι οδηγοί των εμπλεκομένων οχημάτων ήταν ο εφεσείων-ενάγων και ο εφεσίβλητος-εναγόμενος.  Είναι χαρακτηριστικό ότι η υπόθεση είχε ακουστεί από δύο προηγούμενα Επαρχιακά Δικαστήρια οι αποφάσεις των οποίων εφεσιβλήθηκαν και εν τέλει ακυρώθηκαν από το Ανώτατο Δικαστήριο.  (Πρόκειται, για τις υποθέσεις Παπαϊώάννου ν. Νικολάου, (2005)1 ΑΑΔ 800, Παπαϊώάννου ν. Νικολάου, (2008)1 Α.Α.Δ. 380, και Νικολάου ν. Παπαϊωάννου, (2011)1 Α.Α.Δ. 1798).  Με βάση την τελευταία απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου ημερ. 20.10.2011, η διαδικασία επανεκδίκασης για δεύτερη φορά έλαβε χώρα ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου, το οποίο και εξέδωσε απόφαση στις 26.6.2013.

 

Αντικείμενο αυτής της απόφασης αποτελεί η παρούσα έφεση.  Το μόνο επίδικο θέμα που είχε παραμείνει για εκδίκαση υπήρξε το θέμα της ευθύνης αφού οι γενικές και ειδικές αποζημιώσεις είχαν προ πολλού συμφωνηθεί στο ποσό των ΛΚ1,300.  Παρά το ότι το ποσό είναι μικρό, οι διαφορές επί της ευθύνης παραμένουν αγεφύρωτες και παρά την παρέλευση χρόνου και δημιουργία εξόδων δεν επιτεύχθη οποιοσδήποτε συμβιβασμός.

 

Με βάση την ως άνω εκκαλούμενη απόφαση ο πρωτόδικος Δικαστής κατέληξε στα ακόλουθα ευρήματα: 

«Στις 23.9.00 το πρωί ο Εναγόμενος οδηγούσε το αυτοκίνητο με αριθμούς εγγραφής xx 650 τύπου pajero επί της Λεωφόρου Αμαθούντος στην επαρχία Λεμεσού με ευθεία πορεία και κατεύθυνση ανατολική. Ενώ οδηγούσε εντός της λωρίδας κυκλοφορίας του αντιλήφθηκε να βγαίνει απότομα από τα δεξιά σύμφωνα με την πορεία του και παρά το ξενοδοχείο Ποσειδώνια ο Ενάγων οδηγώντας το αυτοκίνητο με αριθμούς εγγραφής xx 212 τύπου Isuzu και να εισέρχεται εντός της Λεωφόρου Αμαθούντος με διαγώνια πορεία και κατεύθυνση ανατολική. Ο Ενάγων βγήκε επί της εν λόγω λεωφόρου από σημείο δυτικότερα της εισόδου του ξενοδοχείου Ποσειδώνια το οποίο βρισκόταν στα δεξιά σύμφωνα με την πορεία του Εναγόμενου. Ακολούθως, ο Ενάγων εισήλθε απότομα εντός της λωρίδας κυκλοφορίας του Εναγόμενου αποκόπτοντας την πορεία του και, ακολούθως, και ενώ βρισκόταν σε απόσταση 8 με 10 μέτρα από τον Εναγόμενο, έστριψε απότομα αριστερά και εισήλθε εντός της οδού Προύσης.      Στην προσπάθειά του να αποφύγει την σύγκρουση με τον Ενάγοντα όταν ο τελευταίος εισήλθε εντός της Λεωφόρου Αμαθούντος από τα δεξιά του Εναγόμενου ο Εναγόμενος εφάρμοσε τα φρένα του οχήματος που οδηγούσε και κινήθηκε αριστερότερα πλην όμως δεν κατάφερε να αποφύγει την σύγκρουση με αποτέλεσμα να συγκρουσθεί με το αυτοκίνητο που οδηγούσε ο Ενάγων. Η σύγκρουση έλαβε χώρα εντός της οδού Προύσης και εντός της λωρίδας κυκλοφορίας για οχήματα που οδηγούνται επί της εν λόγω οδού με κατεύθυνση από βόρεια προς νότια, ήτοι από το ξενοδοχείο Caravel προς την Λεωφόρο Αμαθούντος. Από την εφαρμογή των φρένων του το αυτοκίνητο του Εναγόμενου άφησε επί της ασφάλτου ίχνη τροχοπέδησης.

Η οδός Προύσης είναι πάροδος της Λεωφόρου Αμαθούντος και βρίσκεται στα αριστερά της εν λόγω λεωφόρου με κατεύθυνση ανατολική. Είναι δρόμος διπλής κατεύθυνσης και οδηγεί στο ξενοδοχείο Caravel το οποίο βρίσκεται βόρεια της Λεωφόρου Αμαθούντος.

Η Λεωφόρος Αμαθούντος είναι δρόμος διπλής κατεύθυνσης με συνολικό πλάτος 7 μέτρα. Χωρίζεται με άσπρη διακεκομμένη γραμμή σε δύο λωρίδες κυκλοφορίας. Κάθε λωρίδα κυκλοφορίας έχει πλάτος 3,50 μέτρα και η μια χρησιμοποιείται από οχήματα που οδηγούνται με ανατολική κατεύθυνση και η άλλη από οχήματα που οδηγούνται με δυτική κατεύθυνση. Αριστερά της Λεωφόρου Αμαθούντος με κατεύθυνση ανατολική υπάρχει ασφάλτινο πακέτο και δίπλα από αυτό χωμάτινο πακέτο. Ασφάλτινο πακέτο υπάρχει και στα αριστερά της Λεωφόρου Αμαθούντος με κατεύθυνση δυτική πλάτους 3 μέτρων. Δίπλα και νότια από αυτό υπάρχει για κάποια απόσταση χωμάτινο πακέτο πλάτους 4 μέτρων. Η οδός Προύσης βρίσκεται απέναντι αν και ελαφρώς δυτικότερα από την είσοδο του ξενοδοχείου Ποσειδώνια.

Τα ίχνη τροχοπέδησης του αυτοκινήτου του Εναγόμενου έχουν μήκος, 13,40 μέτρα, του δεξιού τροχού, και, 16,40 μέτρα, του αριστερού. Τα ίχνη τροχοπέδησης του δεξιού τροχού του αυτοκινήτου του Εναγόμενου ξεκινούν εντός της λωρίδας κυκλοφορίας για οχήματα που οδηγούνται με ανατολική κατεύθυνση και η νοητή κάθετος από το σημείο που αρχίζουν επί της διακεκομμένης γραμμής που χωρίζει την εν λόγω λωρίδα από το ασφάλτινο πακέτο που βρίσκεται στα αριστερά της Λεωφόρου Αμαθούντος με κατεύθυνση ανατολική έχει μήκος 0,50 μέτρα. Καταλήγουν δε εντός του πιο πάνω ασφάλτινου πακέτου. Τα ίχνη τροχοπέδησης του αριστερού τροχού του αυτοκινήτου του Εναγόμενου ξεκινούν εντός του πιο πάνω ασφάλτινου πακέτου και η νοητή κάθετος από το σημείο που αρχίζουν επί της διακεκομμένης γραμμής που χωρίζει το πιο πάνω πακέτο από την λωρίδα κυκλοφορίας για οχήματα που οδηγούνται με ανατολική κατεύθυνση έχει μήκος 0,30 μέτρα. Καταλήγουν δε κι' αυτά εντός του εν λόγω ασφάλτινου πακέτου.

Ο Εναγόμενος συγκρούσθηκε με το αυτοκίνητο Ενάγοντα με την δεξιά μπροστινή γωνιά του αυτοκινήτου του. Από την σύγκρουση το αυτοκίνητο του Ενάγοντα υπέστη ζημία στην αριστερή του πλευρά. Αυτή συνίσταται σε βούλωμα πάνω από το αριστερό άνω άκρο του αριστερού πισινού τροχού και έχει κατεύθυνση προς την πόρτα του συνοδηγού. Από την σύγκρουση το αυτοκίνητο του Ενάγοντα έγειρε στην δεξιά του πλευρά η οποία ως εκ της πιο πάνω ανατροπής, επίσης, υπέστη ζημιές. Ο Ενάγων βγήκε από το αυτοκίνητό του διά του παραθύρου του συνοδηγού. Όταν ο Ενάγων βγήκε από το όχημά του ανέφερε στον Εναγόμενο ότι δεν τον είχε προσέξει και του ζήτησε συγνώμη. Πριν την άφιξη της Αστυνομίας στην σκηνή το αυτοκίνητο που οδηγούσε ο Ενάγων επαναφέρθηκε στους τέσσερεις τροχούς, γιατί από αυτό έτρεχαν πετρέλαιο και λάδια και υπήρχε ο κίνδυνος να πάρει φωτιά».

 

Στη βάση της εκδοχής του εφεσίβλητου/εναγόμενου το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε, ότι ο εφεσείων/ενάγων ήταν αποκλειστικά υπεύθυνος για το ατύχημα.

 

Ο ευπαίδευτος δικαστής είχε στηριχθεί στη μαρτυρία του εφεσίβλητου τον οποίο κατέταξε, με εκτεταμένη αιτιολογία, ως αξιόπιστο μάρτυρα.  Εν αντιθέσει, θεώρησε ως μη αξιόπιστο τον εφεσείοντα καθώς  και τον ΜΕ1 αστυφύλακα Π.Κ. 

 

Με την παρούσα έφεση ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε στα ακόλουθα σημεία:

 

Λανθασμένα ερμήνευσε το περιεχόμενο των τεκμηρίων 3 και 4 που είναι οι καταθέσεις των Κουμπαρή και Γαϊτάνη αντίστοιχα στην Αστυνομία, απορρίπτοντας τις θέσεις τους, καταλήγοντας στο λανθασμένο συμπέρασμα ότι ο ένας από τους δύο ψεύδεται  (1ος λόγος).  Λανθασμένα προέβη σε αξιολόγηση μη ουσιώδους και αχρείαστης μαρτυρίας η οποία ήταν άσχετη με τη γενεσιουργό αιτία του δυστυχήματος  (2ος λόγος έφεσης).  Αξιολόγησε λανθασμένα την εκδοχή του εφεσείοντα και έκρινε μεροληπτικά τον ΜΕ1 και τον εφεσείοντα (3ος λόγος έφεσης).  Λανθασμένα έκρινε αξιόπιστο τον εφεσίβλητο και μη υπεύθυνο για το ατύχημα.  (4ος λόγος έφεσης). Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε «μικροσκοπικά τις κινήσεις των διαδίκων» καταλήγοντας σε λανθασμένα συμπεράσματα.  Ακόμα κατέληξε σε ανασφαλή και αντιφατικά ευρήματα που δεν βασίζονται στη δοθείσα μαρτυρία  (5ος λόγος έφεσης).

 

Προκύπτει από απλή ανάγνωση των λόγων έφεσης ότι εκείνο που ουσιωδώς αμφισβητείται είναι το έργο που το πρωτόδικο Δικαστήριο επιτέλεσε σε σχέση με την αξιολόγηση της μαρτυρίας με προεξάρχουσα σημασία στην πτυχή βεβαίως που αφορά την αρνητική κατάταξη του εφεσείοντα ως μάρτυρα και την αντίστοιχα θετική του εφεσιβλήτου.

 

Κατ΄επανάληψη έχει αναφερθεί πως η αξιολόγηση της μαρτυρίας ανήκει στο πρωτόδικο Δικαστήριο και το Εφετείο δεν επεμβαίνει παρά μόνο εκεί όπου τα πρωτόδικα ευρήματα ή συμπεράσματα είναι αντίθετα με τη μαρτυρία που κρίθηκε αξιόπιστη ή όπου αυτά αντιστρατεύονται την κοινή λογική.

 

Χρήσιμο είναι να επαναλάβουμε τη σχετική καθοδήγηση που προσφέρει η νομολογία.

 

Στη Σολωμού ν. Εταιρείας Vineyard View Tourist Enterprises Ltd (1998) 1 AΑΔ 300, λέχθηκαν τα εξής:

Στο δικό μας σύστημα η αξιολόγηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων ανήκει κατ΄ εξοχή στο πρωτόδικο δικαστήριο το οποίο είχε την ευκαιρία να ακούσει τους μάρτυρες και να παρακολουθήσει τη συμπεριφορά τους στο εδώλιο του μάρτυρα. Κατά κανόνα το Εφετείο σπάνια επεμβαίνει στο να αποφασίσει περί της αξιοπιστίας ενός μάρτυρα. Ευχέρεια για τον παραγκωνισμό ευρημάτων περί της αξιοπιστίας παρέχεται μόνο όταν καταφαίνονται εξ αντικειμένου ανυπόστατα ή όταν είναι παράλογα ή αυθαίρετα ή δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία που το πρωτόδικο δικαστήριο έχει αποδεχθεί ως αξιόπιστη. Εάν ήταν εύλογα επιτρεπτό στο πρωτόδικο δικαστήριο να κάμει τα ευρήματα τα οποία έκαμε σε σχέση με την αξιοπιστία το Εφετείο δεν επεμβαίνει (Βλ. Kyriakou v. Aristotelous (1970) 1 C. L.R172, 176, Charalambides v. Hjisoteriou & Son and Others (1975) 1 C.L.R. 269, 277, Γιαννή κ.α. ν. Χριστοφόρου,(1995) 1 Α.Α.Δ. 340Σοφοκλή ν. Λεωνίδου, (1993) 1 Α.Α.Δ. 1003, Λοΐζου ν. Ρώσσου, Πολιτική Έφεση 8764/19.5.94, Αθανασίου κ.α. ν. Κουνούνη, (1997) 1(Β) Α.Α.Δ 614 και Χριστοδούλου ν. Αγαθοκλέους, (1997) 1(Α) Α.Α.Δ. 396).

 

 

Στην Baloise Ins.Co. Ltd v. Κατωμονιάτη (2008)1 ΑΑΔ 1275 αναφέρθηκε πως με βάση την καθιερωμένη νομολογία είναι αποδεκτό «ότι το πρωτόδικο δικαστήριο βρίσκεται σε πλεονεκτική θέση έναντι του Εφετείου να κρίνει την αξιοπιστία των μαρτύρων, που με τη ζώσα μαρτυρία τους προσφέρουν στο Δικαστήριο την αμεσότητα και την παραστατικότητα των εκατέρωθεν θέσεων τους και επομένως και τα ευρήματα που εξάγονται πρωτοδίκως, εμπεριέχουν κρίση που αφορά την εντύπωση που απεκόμισε το Δικαστήριο μέσα από την ανθρώπινη εμπειρία της παρακολούθησης της δίκης και των αντιπαραβαλλόμενων θέσεων που εκεί εκφράστηκαν.»

 

Δεν αμφιβάλλει κανείς πως συνήθως η μαρτυρία των ιδίων των διαδίκων, εν προκειμένω των εμπλεκομένων οδηγών, έχει βαρύνουσα σημασία. Ως εκ τούτου εύλογα μπορεί να θεωρηθεί πως οι σχετικοί λόγοι έφεσης πλήττουν τον πυρήνα της πρωτόδικης απόφασης και της αιτιολογίας της.  Ομοίως, πλήττεται η πρωτόδικη προσέγγιση ως προς τον τρόπο αντιμετώπισης της μαρτυρίας του Μ.Ε.1 Αστυφύλακα, εξεταστή του ατυχήματος, ο οποίος επίσης κατατάχθηκε αρνητικά. 

 

Πρέπει πρωτίστως να παρατηρήσουμε πως μας προκάλεσε εντύπωση το γεγονός ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ανάλωσε για την παράθεση μαρτυρίας του Μ.Ε.1 και τους λόγους απόρριψης της, 36 πυκνογραμμένες σελίδες.  Όπως δε, το ίδιο το Δικαστήριο σημείωσε η διάρκεια της αντεξέτασης του μάρτυρα αυτού κράτησε 4 ολόκληρες δικασίμους.

 

Η πορεία που ακολουθήθηκε δεν μας ικανοποιεί.  Η αντεξέταση ενός μάρτυρα συνήθως πρέπει να αποπερατώνεται σε μία δικάσιμο.  Η αντίθετη πρακτική πλήττει το δικαστικό χρόνο και την εύλογη διάρκεια εκδίκασης μιας υπόθεσης, με δυσμενή συνέπεια στον όλο προγραμματισμό του Δικαστηρίου. 

 

Εν προκειμένω βεβαίως, υπήρξε, εκ των ειδικών περιστάσεων, ανάγκη να τεθούν ερωτήσεις που αφορούσαν την προσπάθεια να αντιπαρατεθούν στο μάρτυρα προηγούμενες δηλώσεις του στις διαδικασίες που προηγήθηκαν.  Υπό αυτή την έννοια εξηγείται εν μέρει και το εύρος της αιτιολογίας που αφορά το συγκεκριμένο μάρτυρα. 

 

Παρά όμως τις πιο πάνω παρατηρήσεις και της πεποίθησης μας, ότι η αιτιολογία θα μπορούσε - και όφειλε - να είναι πιο συμπυκνωμένη και σύντομη, έχουμε πεισθεί πως στο έργο του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν παρείσφρησε σφάλμα αρχής στο πώς αξιολόγησε τον Μ.Ε.1.  Ο πρωτόδικος Δικαστής εξήγησε την αρνητική εντύπωση που άφησε ο μάρτυρας με λεπτομερείς αναφορές στα κενά και ιδιαίτερα στις αντιφάσεις του σε σχέση με προηγούμενες του δηλώσεις σε βασικά θέματα.

 

Δεν θα επαναλάβουμε το όλο εύρος των διαπιστώσεων του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Σημειώνουμε κάποιες από τις αντιφάσεις:

 

 - Μεταβαλλόμενες θέσεις του μάρτυρα για τις πορείες των ενεχομένων οχημάτων και το τι του υποδείχθηκε από τους οδηγούς.

 -   Αντιφάσεις και παλινδρομήσεις ως προς το ποίοι ήσαν παρόντες όταν έφθασε στη σκηνή του ατυχήματος.  Ένα θέμα που ήταν άρρηκτα συνδεδεμένο με την αμφισβήτηση ύπαρξης αυτoπτών μαρτύρων.

-     Ο Μ.Ε.1 ανέφερε πως ο εφεσίβλητος συμφώνησε με το τεκμ.1 ότι δηλαδή ακολουθούσε το όχημα του εφεσείοντα πριν τη σύγκρουση, ενώ στην προηγούμενη διαδικασία ο Μ.Ε.1 δέχθηκε πως η θέση του εφεσίβλητου ήταν ότι η πορεία του εφεσείοντα, πριν τη σύγκρουση, ήταν από το ξενοδοχείο Ποσειδώνια κάθετα απέναντι στην οδό Προύσης.

-              Η ανακολουθία των εξηγήσεων που έδωσε για παραλήψεις ή κενά στο σχέδιο που ετοίμασε.

 

Τις ίδιες παρατηρήσεις έχουμε και ως προς το πρωτόδικο έργο της αξιολόγησης των δύο διαδίκων.  Παρά το ότι - και πάλι - σημειώνεται πλατειασμός, ωστόσο η αιτιολογία είναι υπαρκτή και δεν παρουσιάζει ρήγματα που θα επέτρεπαν επέμβαση του Εφετείου με βάση τα νομολογηθέντα.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν παρέμεινε μόνο στο θέμα «εντύπωσης» αλλά σχολαστικά καταγράφει τα ψεύδη και τις αντιφάσεις του εφεσείοντα και αντιστοίχως έδωσε πλήρεις εξηγήσεις γιατί ο εφεσίβλητος κατατάχθηκε θετικά.

 

Όλα όσα αναφέρονται από την ευπαίδευτη συνήγορο του εφεσείοντα στις αγορεύσεις της περί του αντιθέτου αποτελούν μικροσκοπική θεώρηση μέρους της αιτιολογίας υπό το πρίσμα της εκδοχής της πλευράς του εφεσείοντα.

 

Σημασία έχει ότι το Δικαστήριο έδωσε συνολικά και επιμέρους πειστική αιτιολογία στην αποδοχή και στην απόρριψη της ως άνω μαρτυρίας.

 

Θα δώσουμε μέρος μόνο της πολυσέλιδης σχετικής αναφοράς του πρωτόδικου Δικαστηρίου:

«Υπό το φως της εντύπωσης που σχημάτισα για την ποιότητα της μαρτυρίας του Ενάγοντα αλλά και σε συνδυασμό με τα όσα κατωτέρω αναφέρονται και συγκεκριμένα την απάντηση που ο Ενάγων έδωσε στις αμέσως δύο επόμενες ερωτήσεις που του υποβλήθηκαν από την Υπεράσπιση κρίνω πως το πιο πάνω γεγονός, επίσης, δημιουργεί ερωτηματικά για την αξιοπιστία του. Ερωτηθείς ο Ενάγων γιατί στην γραπτή του κατάθεση δεν ανέφερε ότι είχε δει το αυτοκίνητο του Εναγόμενου ενώ ακόμα βρισκόταν επί της Λεωφόρου Αμαθούντος απάντησε ότι δεν είχε ρωτηθεί επί του προκειμένου από τον ανακριτή. Το βάσιμο, όμως, της απάντησής του αυτής αναιρείται από την απάντηση που έδωσε σε άλλη ερώτηση που, ακολούθως, του υποβλήθηκε από την Υπεράσπιση, αν, δηλαδή, τα υπόλοιπα που ανέφερε στην γραπτή του κατάθεση — Τεκμήριο 5 - τα είχε αναφέρει κατόπιν ερωτήσεων του ανακριτή. Η απάντησή του ήταν ότι δεν Θυμόταν. Κατά την αντεξέταση ο Ενάγων προσπάθησε επανειλημμένα να αποφύγει να παραδεχθεί ότι εκτός από την αρχική κατάθεση που έδωσε στην Αστυνομία τέσσερεις ημέρες μετά το επίδικο δυστύχημα, ήτοι στις 27.9.00, σε μεταγενέστερο στάδιο έδωσε και συμπληρωματική κατάθεση.      Ενδεικτικά αναφέρονται τα ακόλουθα. Όταν ρωτήθηκε από την ευπαίδευτη συνήγορο Υπεράσπισης αν στις 1 1.2.01 πήγε στην Αστυνομία και έδωσε συμπληρωματική κατάθεση δεν επιβεβαίωσε το γεγονός της λήψης της δεύτερης κατάθεσης. Η απάντησή του ήταν ότι δεν θυμόταν δίδοντας την εντύπωση ότι Θέση του ήταν ότι δεν θυμόταν καν αν είχε δώσει συμπληρωματική κατάθεση. Σε δεύτερη σχετική ερώτηση και αφού του επιδείχθηκε από την ευπαίδευτη συνήγορο Υπεράσπισης η συμπληρωματική του κατάθεση και πάλι η Θέση του ήταν ότι δεν Θυμόταν αν και αναγνώρισε την υπογραφή του επί της συμπληρωματικής του κατάθεσης. Χρειάσθηκε να του υποβληθεί τρίτη ερώτηση για να παραδεχθεί εν τέλει ότι είχε δώσει συμπληρωματική κατάθεση».

 

Αυτό είναι μόνο ένα μέρος της αιτιολογίας.  Είναι όμως χαρακτηριστικό της αναξιοπιστίας του εφεσείοντα που έκρινε πρωταρχικά την τύχη της αγωγής.  Σε κανένα δε σημείο της απόφασης δεν παρατηρήσαμε μεροληψία του Δικαστηρίου ως προς την αντιμετώπιση του εφεσείοντα ως μάρτυρα ή του Μ.Ε.1. 

 

Παραπονείται ακόμη ο εφεσείων ότι λανθασμένα το Δικαστήριο προέβη σε αξιολόγηση μη ουσιώδους και αχρείαστης μαρτυρίας.  Την κρίση μας για το αδικαιολόγητο σε όγκο της απόφασης τη διατυπώσαμε ήδη.  Όμως αυτό, όπως εξηγήσαμε, δεν επηρέασε το βάσιμο και το ισχυρό της αιτιολογίας.   

 

Στη βάση δε των ευρημάτων του, καθόλα εύλογα υπήρξαν και τα συμπεράσματα του Δικαστηρίου για τη στοιχειοθέτηση αμέλειας.

 

Είναι φανερό από τα πιο πάνω ότι ο πυρήνας της έφεσης απέτυχε (Λόγοι έφεσης 2-5).  Παρέμεινε το θέμα της πρωτόδικης αντιμετώπισης - πλημμελούς, κατά την κρίση του εφεσείοντα, ως προς τις καταθέσεις των Κουμπαρή και Γαϊτανή - τις οποίες το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε.

 

Επρόκειτο για καταθέσεις δύο ατόμων στην Αστυνομία που παρουσιάστηκαν από τον Μ.Ε.1 ως αυτόπτες μάρτυρες, θέμα που ήταν έντονα αμφισβητούμενο.

 

Δεν χρειάζεται να πούμε πολλά.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο συσχετίζοντας τις καταθέσεις αυτές με τη ζώσα μαρτυρία, κατέληξε να μην τους δώσει σημασία, κάτι το οποίο ήταν μέσα στα πλαίσια της εξουσίας του  (βλ. άρθ.27 του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ.9 και Λευκόνοικο Χρηματιστηριακή Λτδ ν. Χριστοδούλου, πολ.εφ.6/2011, 15.7.2016, ECLI:CY:AD:2016:A364).  Το σημαντικό ήταν πως αιτιολόγησε επαρκώς γιατί το έπραξε.  Εφόσον λοιπόν παρουσιάζεται αιτιολογία για την απόρριψη αφενός και αφετέρου προβλήθηκε ζώσα μαρτυρία που αποτέλεσε το έρεισμα των ευρημάτων του Δικαστηρίου, δεν παρέχεται πεδίο επέμβασης μας.

 

Για τους λόγους που έχουμε εξηγήσει, η έφεση απορρίπτεται με €3,000 έξοδα πλέον ΦΠΑ υπέρ του εφεσίβλητου και εναντίον του εφεσείοντα.

                                                          ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Π.

 

                                                          ΣΤΑΜΑΤΊΟΥ, Δ.

 

                                                          ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο