ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
public Παρπαρίνος, Λεωνίδας Σταματίου, Κατερίνα Στυλιανίδου-Πούγιουρου, Αντρούλα Ανδρέας Χαραλάμπους, για την Εφεσείουσα Μ. Χ"Λευτέρη (κα), για Γεώργιο Λ. Σαββίδη amp;amp;amp; Σία Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσίβλητο CY DOD Κύπρος Δευτεροβάθμιο Οικογενειακό Δικαστήριο 2020-07-28 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΑΝΤΡΕΟΥ v. ΤΣΙΡΟΥ, Έφεση Αρ. 26/2017, 28/7/2020 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:DOD:2020:29

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙO ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

Έφεση Αρ. 26/2017

 

28 Ιουλίου, 2020

 

[Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

 

 

xxx ΑΝΤΡΕΟΥ

 

Εφεσείουσα

ΚΑΙ

 

xxx ΤΣΙΡΟΥ

 

Εφεσίβλητος

---------

 

Ανδρέας Χαραλάμπους, για την  Εφεσείουσα

Μ. Χ"Λευτέρη (κα), για Γεώργιο Λ. Σαββίδη & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσίβλητο                                                    

-------------

ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.:  Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Α. Πούγιουρου, Δ.

---------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.:  Η εφεσείουσα και ο εφεσίβλητος είναι ιδιοκτήτες εξ αδιαιρέτου, κατά 1/3 και 2/3 μερίδια  αντίστοιχα, της κατοικίας στην οδό Ν. Χρ. αρ. x στη Λεμεσό, αντικείμενο της διαφοράς,  η οποία άρχισε να ανεγείρεται το 2001 και ολοκληρώθηκε το 2002.  Το οικόπεδο εντός του οποίου ανηγέρθηκε η κατοικία ανήκε προηγουμένως στη γιαγιά του εφεσίβλητου η οποία με τη σειρά της το μεταβίβασε στον εγγονό της, εφεσίβλητο,  ο οποίος στη συνέχεια μεταβίβασε το 1/3 μερίδιο στην εφεσείουσα, πρώην σύζυγο του, προς τον σκοπό εξασφάλισης κυβερνητικής βοήθειας ύψους Λ.Κ.7.000,00 που δικαιούτο η εφεσείουσα ως πρόσφυγας, κατά τον εφεσίβλητο, ως συνεισφορά της εφεσείουσας στην ανέγερση της κατοικίας, κατά την ίδια.  

 

 Ο γάμος των διαδίκων κατά τη διάρκεια του οποίου απέκτησαν δύο παιδιά, έληξε με την έκδοση στις 30/3/2009  από το Οικογενειακό Δικαστήριο Λεμεσού διαζυγίου ενώ από το 2007 βρίσκονταν σε διάσταση.  Όμως ό,τι εδώ ενδιαφέρει είναι η αίτηση που καταχωρήθηκε από πλευράς εφεσίβλητου στο Οικογενειακό Δικαστήριο Λεμεσού (στο εξής πρωτόδικο Δικαστήριο) με την οποίαν αξίωνε διάφορες θεραπείες κυρίως την επ' ονόματι του   μεταβίβαση του μεριδίου της εφεσείουσας  επί της κατοικίας, καθώς  και αποζημιώσεις για τη συνεισφορά του σε αύξηση της περιουσίας της  εφεσείουσας.

 

Η εφεσείουσα αντέδρασε στην αίτηση του συζύγου της με την καταχώρηση Υπεράσπισης με την οποίαν προώθησε  τη θέση ότι ο λόγος μεταβίβασης του 1/3 μεριδίου επ' ονόματι της από τον εφεσίβλητο ήταν όχι μόνο για την εξασφάλιση της κυβερνητικής βοήθειας αλλά και για την συνεισφορά της στην ανέγερση της κατοικίας μαζί με την ουσιαστική οικονομική βοήθεια που λάμβανε από τους γονείς της. Τα  δε χρήματα που  κατέβαλε ο εφεσίβλητος για την ανέγερση της κατοικίας ήταν για επιστροφή προσωπικού του δανείου από το κοινό τους λογαριασμό.  Υπέβαλε δε και Ανταπαίτηση με την οποίαν αξίωνε την επ' ονόματι της μεταβίβαση του ½ μεριδίου επί της κατοικίας.

 

Με την ολοκλήρωση των έγγραφων προτάσεων η αίτηση οδηγήθηκε σε ακρόαση, στα πλαίσια της οποίας κατέθεσαν αριθμός μαρτύρων και από τις δύο πλευρές.  

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο μετά από αξιολόγηση της προσαχθείσας μαρτυρίας, με την απόφαση του ημερ. 31/7/2017 εξέδωσε διάταγμα επί της Αίτησης όπως η εφεσείουσα μεταβιβάσει και εγγράψει επ' ονόματι του εφεσίβλητου το 1/3 μερίδιο της επί της  επίδικης κατοικίας.

 

Εξέδωσε επίσης  υπέρ της εφεσείουσας και εναντίον του εφεσίβλητου απόφαση στην Ανταπαίτηση  για το ποσό των €55.816,26 με νόμιμο τόκο από την έκδοση της απόφασης.  Διέταξε δε όπως το  διάταγμα  υπέρ του εφεσίβλητου  και η απόφαση υπέρ της εφεσείουσας να εκτελεστούν ταυτόχρονα.

 

Επιδικάστηκαν περαιτέρω υπέρ του εφεσίβλητου και εναντίον της εφεσείουσας τα  5/6 των εξόδων της αίτησης. 

 

Η πρωτόδικη απόφαση δεν ικανοποίησε την εφεσείουσα η οποία προχώρησε στην καταχώρηση της υπό κρίση έφεσης αρχικά με 22 λόγους έφεσης εκ των οποίων κατά την ακρόαση απέσυρε τους πρώτους δύο. 

 

Βασικά με τους λόγους έφεσης βάλλεται η αξιολόγηση της μαρτυρίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο και συνακόλουθα  των ευρημάτων  του ως λανθασμένα  (λόγοι έφεσης 5-15, 17, 18  και 20).

 

Με τους λόγους  έφεσης 3 και 4 προσβάλλεται ως εσφαλμένη η εφαρμογή από πλευράς  του πρωτόδικου Δικαστηρίου του περί Οικογενειακών Δικαστηρίων Νόμου και η απόδωση θεραπειών στη βάση αυτού.  Είναι εισήγηση της ότι  το εφαρμοστέο δίκαιο είναι το Κοινό Δίκαιο, που ήταν και η  διαπίστωση του Δικαστηρίου.  Με τον λόγο έφεσης 19 προβάλλεται ότι λανθασμένα δεν τέθηκε χρονοδιάγραμμα συμμόρφωσης με την απόφαση, με τον 21 προσβάλλονται ενδιάμεσες αποφάσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου,  με τον 16 η διαταγή για την επιδίκαση  των 5/6 των εξόδων  του εφεσίβλητου και τέλος με το λόγο έφεσης 22 προσβάλλεται η διαταγή για επιδίκαση τόκων από την έκδοση της απόφασης και όχι από την καταχώρηση της Αίτησης ή της Ανταπαίτησης.  

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφαση του  έκρινε ότι προείχε   η εξέταση του λόγου μεταβίβασης του 1/3 μεριδίου της κατοικίας επ' ονόματι της εφεσείουσας και μετά της συμβολής του κάθε ενός εκ των διαδίκων στην ανέγερση της κατοικίας.

 

Αφού εξέτασε τις εκατέρωθεν θέσεις και αξιολογώντας την ενώπιον του μαρτυρία κατέληξε ότι το 1/3 μερίδιο του οικοπέδου επί του οποίου ανεγέρθηκε η κατοικία μεταβιβάστηκε από τον εφεσίβλητο στην εφεσείουσα, προκειμένου η τελευταία να ενταχθεί στο σχέδιο αυτοστέγασης σε ιδιόκτητο οικόπεδο και να τύχει της σχετικής κρατικής βοήθειας ως πρόσφυγας. 

 

Ως προς το θέμα της συνεισφοράς έχοντας ως βάση τα παραδεκτά γεγονότα και ιδιαίτερα την αγοραία αξία της επίδικης κατοικίας κατά το χρόνο της διάστασης των πρώην συζύγων,  έκρινε ως προσφορότερη λύση την απόδοση στην εφεσείουσα του μέρους της αύξησης της περιουσίας του εφεσίβλητου, το οποίο προέρχεται από τη δική της συμβολή, με αποτέλεσμα να δικαιούται σε €55.816,26 για το οποίο ποσό εξέδωσε απόφαση.

 

Με τους λόγους έφεσης 3 και 4 προβάλλεται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο απέδωσε θεραπείες στη βάση του λόγου της υπόθεσης Kennedy Hotels Ltd v. Heig Indirijan (1992) 1 A.A.Δ 400 και των προνοιών του περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμου του 1991, εφόσον δεν υποστηρίζοντο από οποιαδήποτε σχετική μαρτυρία∙  εκείνη που προσφέρθηκε από πλευράς εφεσίβλητου, κατά την εισήγηση της εφεσείουσας,  ήταν στη βάση του Κοινού Δικαίου ενώ ό,τι ζητούσε με την Αίτηση του πρωτόδικα ήταν η ακύρωση της μεταβίβασης του 1/3 μεριδίου και του καταπιστεύματος. 

 

Εξετάσαμε την εισήγηση υπό το φως των επιχειρημάτων των δύο πλευρών  με την οποίαν δεν συμφωνούμε.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά, στην βάση του τρόπου απόκτησης του οικοπέδου, δωρεά προς τον εφεσίβλητο από τη γιαγιά του, εφαρμόζοντας τις πρόνοιες του άρθρου 14(3)(α) του περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμου του 1991 (Ν.232/1991) έκρινε ως προσφορότερη λύση την απόδοση στην εφεσείουσα του μέρους της αύξησης της περιουσίας του εφεσίβλητου που προέρχετο από τη δική της συμβολή αντί τον επαναπροσδιορισμό των μεριδίων. 

 

Παραθέτουμε αυτούσια τα εδάφια από  το άρθρο 14 που μας ενδιαφέρουν  για σκοπούς καλύτερης κατανόησης.

«Αξίωση συμμετοχής σε περιουσία

14.-(1) Σε περίπτωση που ο γάμος λυθεί ή ακυρωθεί, ή σε περίπτωση διάστασης των συζύγων, και η περιουσία του ενός συζύγου έχει αυξηθεί, ο άλλος σύζυγος, εφόσο συνέβαλε με οποιοδήποτε τρόπο στην αύξηση αυτή, δικαιούται να εγείρει αγωγή στο Δικαστήριο και να απαιτήσει την απόδοση του μέρους της αύξησης το οποίο προέρχεται από τη δική του συμβολή.

(2) ............................................................

(3) Στην αύξηση της περιουσίας των συζύγων δεν υπολογίζεται ό,τι αυτοί απέκτησαν:

(α) Από δωρεά, κληρονομιά, κληροδοσία ή άλλη χαριστική αιτία

(β) ...................................

 

 Από τη μαρτυρία που προσφέρθηκε από πλευράς εφεσίβλητου, την οποίαν αποδέχθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο και προέβη σε σχετικό εύρημα, η μεταβίβαση του 1/3 μεριδίου επί του οικοπέδου επιτεύχθηκε ώστε η εφεσείουσα να εξασφαλίσει την κρατική βοήθεια για αυτοστέγαση, την οποίαν κατέβαλε για την ανέγερση της επίδικης κατοικίας και υπολογίστηκε από το Δικαστήριο ως συνεισφορά της ίδιας.  Η εφεσείουσα δεν αμφισβήτησε τη θέση αυτή του εφεσίβλητου, προσθέτοντας ότι αυτός δεν ήταν ο μοναδικός λόγος μεταβίβασης.  

 

Όπως περαιτέρω διαπιστώνει το πρωτόδικο Δικαστήριο, η ίδια η εφεσείουσα εντάσσει στη συνεισφορά της για ανέγερση της κατοικίας το ποσό της κρατικής βοήθειας που έλαβε ως πρόσφυγας, άμεσα συνδεδεμένο γεγονός με τη μεταβίβαση του 1/3 μεριδίου του οικοπέδου επ' ονόματι της, σύμφωνα με τα ευρήματα του Δικαστηρίου.  Έχοντας κατά νου τα πιο πάνω δεδομένα ορθά ο εφεσείων ενέταξε τις απαιτήσεις του στον περί Οικογενειακών Δικαστηρίων Νόμο (Ν.23/1990) και Νόμο Αρ. 232/1991, που ήταν και η κύρια νομική βάση της αίτησης.  Στη βάση αυτής της νομοθεσίας προχώρησε η ακρόαση της αίτησης χωρίς καμιά αμφισβήτηση, σημειώνουμε, από πλευράς εφεσείουσας της νομικής βάσης της αίτησης.  Ούτε εξάλλου είναι επιτρεπτό να προβάλλονται στην έφεση θέματα που δεν ηγέρθησαν πρωτοδίκως, που αυτό ακριβώς συνιστά  η εισήγηση της εφεσείουσας.

 

Ενόψει των πιο πάνω πολύ ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο ενέταξε την περίπτωση στο Νόμο Αρ. 232/1991 και όχι στο Κοινοδίκαιο και απέδωσε τη θεραπεία της μεταβίβασης του 1/3 μεριδίου στον εφεσίβλητο, εφαρμόζοντας την αρχή που τέθηκε στην υπόθεση Kennedy Hotels (ανωτέρω)Η κρίση μας αυτή καθιστά τους λόγους έφεσης 3 και 4 έκθετους σε απόρριψη.

 

Ως προς τους λόγους  έφεσης που  προσβάλλουν  την αξιολόγηση από το πρωτόδικο Δικαστήριο της ενώπιον του μαρτυρίας ο εφεσείων προβάλλει ιδιαίτερα ότι λανθασμένα το Δικαστήριο έκρινε αξιόπιστους τον εφεσίβλητο και τον  πατέρα του, τη μαρτυρία των οποίων αποδέχθηκε αν και ήταν ψευδής.  Ειδικά  για τον πατέρα του εφεσίβλητου εισηγείται ότι  δεν έπρεπε να δεχθεί το μέρος της μαρτυρίας του που αφορούσε στο δάνειο που λήφθηκε από τον Οργανισμό Χρηματοδοτήσεως Στέγης  και να προβεί σε  εύρημα ότι αυτό αφορούσε τον ίδιο,  παρουσιάζοντας μάλιστα ως τεκμήρια ψευδή έγγραφα για δήθεν πληρωμές που έκαμε  προς εξόφληση του.   Εσφαλμένες επίσης θεωρεί τις  αναλύσεις λογαριασμών και τους συναφείς υπολογισμούς από πλευράς εφεσίβλητου, τους οποίους αφού αποδέχθηκε το Δικαστήριο,  προχώρησε στη συνέχεια να καθορίσει τη  συνεισφορά του εφεσίβλητου.   

 

Η εφεσείουσα προσβάλλει επίσης την αξιολόγηση σ' όσον αφορά τους εμπειρογνώμονες, εισηγούμενη ότι το Δικαστήριο έσφαλε στην αποδοχή εκείνης του ΜΑ4 αντί του ΜΥ1.   Ιδιαίτερα βάλλει κατά της αξιολόγησης της μαρτυρίας της ίδιας,  εισηγούμενη ότι θα έπρεπε το Δικαστήριο να  αποδεχθεί τη δική της εκδοχή όπως και εκείνη του ΜΥ4 xxx Αποστόλου, αντί του εφεσίβλητου.  Ειδικά αμφισβητεί το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο λόγος μεταβίβασης του 1/3 μεριδίου επί της κατοικίας επ' ονόματι της εφεσείουσας ήταν για να εξασφαλίσει η τελευταία τη χρηματική βοήθεια από την Υπηρεσία Μέριμνας.

 

Γενικά τα παράπονα της εφεσείουσας καλύπτουν όλο το εύρος της προσβαλλόμενης απόφασης που δεν κρίνουμε σκόπιμο να επεκταθούμε εφόσον κινούνται στα ίδια πλαίσια.  Περιοριζόμαστε μόνο να παρατηρήσουμε  ότι ουσιαστικά βάλλεται η ανάλυση από πλευράς πρωτόδικου Δικαστηρίου της συμβολής του κάθε ενός των πρώην συζύγων στην ανέγερση της κατοικίας, στη βάση της οποίας εξήγαγε τα συμπεράσματα του.

 

Από την άλλη η δικηγόρος του εφεσίβλητου υπεραμύνθηκε της ορθότητας της πρωτόδικης απόφασης τονίζοντας το παράλογο των εισηγήσεων και την αλλοπρόσαλλη ουσιαστικά στάση της εφεσείουσας κατά την πρωτόδικη διαδικασία, που ανάλογα με την μαρτυρία που προσφέρετο διαμόρφωνε  την εκδοχή και στάση της κατά τρόπο που  νόμιζε ότι εξυπηρετούσε την εκδοχή της.  

 

Μελετώντας  την πρωτόδικη απόφαση υπό το πρίσμα των εκατέρωθεν εισηγήσεων είναι φανερό ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ασχολήθηκε εν εκτάσει και επιμελώς με  την κάθε εισήγηση για πληρωμή διαφόρων ποσών από μέρους των πρώην συζύγων προς το σκοπό ανέγερσης της επίδικης κατοικίας.  Ανέλυσε το κάθε κονδύλι με περισσή λεπτομέρεια και κατέληξε στα ευρήματα του ως προς τη συνεισφορά του κάθε ενός.  Αποδέχθηκε από τη μαρτυρία των διαδίκων μόνο εκείνα τα σημεία που έκρινε ότι δικαιολογούντο από τα τεκμήρια και την υπόλοιπη αποδεκτή μαρτυρία.

 

Ακολουθώντας  την πορεία του πρωτόδικου Δικαστηρίου,  θα προχωρήσουμε στην εξέταση κατά προτεραιότητα της εισήγησης που βάλλει κατά της διαπίστωσης του   Δικαστηρίου ως προς το λόγο μεταβίβασης του 1/3 μεριδίου της κατοικίας επ' ονόματι της εφεσείουσας.  Η σημασία της διαπίστωσης αυτής είναι δεδομένη  εφόσον επ' αυτής το Δικαστήριο στηρίχθηκε για την έκδοση του διατάγματος μεταβίβασης.   

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού εντόπισε τις δύο εκδοχές των διαδίκων, για το θέμα,  όπου η  μεν εφεσείουσα υποστήριξε  ότι ήταν για τη συνεισφορά της στην ανέγερση της κατοικίας ο δε εφεσίβλητος ότι ήταν για σκοπούς εξασφάλισης κρατικής βοήθειας,  αποδέχθηκε εκείνη του εφεσίβλητου που έκρινε ότι επιβεβαιώνετο από τη ΜΥ3, υπάλληλο του Κτηματολογίου, και τον πατέρα του.  Έκρινε ότι η θέση του εφεσίβλητου ήταν σύμφωνη με την απόφαση 60.945 της 19/10/2004 του Υπουργικού Συμβουλίου, που καθόριζε τα κριτήρια παροχής βοήθειας για αυτοστέγαση, όπου θα έπρεπε τουλάχιστο το ¼ μερίδιο του οικοπέδου να μεταβιβαστεί επ' ονόματι του δικαιούχου από τον μη εντοπισθέντα εγγεγραμμένο ιδιοκτήτη του οικοπέδου.

 

Απέρριψε δε την εκδοχή της εφεσείουσας η οποία συνέδεσε τη μεταβίβαση του 1/3 μεριδίου επ' ονόματι της με την κατάθεση ποσού εκ  Λ.Κ.9.000 στον κοινό λογαριασμό των διαδίκων  στο Συνεργατικό Ταμιευτήριο Λεμεσού κυρίως γιατί δεν συμφωνούσε με τη μαρτυρία του ΜΑ4, εκτιμητή ακινήτων, την οποίαν το Δικαστήριο  αποδέχθηκε προβαίνοντας σε σχετικό εύρημα ότι η αγοραία αξία του οικοπέδου κατά τον χρόνο της μεταβίβασης ήταν Λ.Κ.40,169,00 και όχι Λ.Κ.34.291,00 ως η εκδοχή του ΜΥ1, την οποίαν απέρριψε για τους λόγους που επεξηγεί στην απόφαση του.

  Εξετάσαμε την εισήγηση σε συνάρτηση με την εκατέρωθεν επιχειρηματολογία και πρακτικά της πρωτόδικης διαδικασίας στα οποία έχουμε ανατρέξει.  Δεν εντοπίζουμε κατ' αρχάς οτιδήποτε το μεμπτόν  στον τρόπο  αξιολόγησης της ενώπιον του μαρτυρίας και εξαγωγή των συμπερασμάτων του για το υπό εξέταση θέμα.  Η πρωτόδικη απόφαση δικαιολογεί πλήρως ικανοποιητικά την επιλογή της εκδοχής του εφεσίβλητου ώστε να μην είναι δυνατή η επέμβαση μας.

 

Είναι γνωστή η νομολογία ότι το Ανώτατο Δικαστήριο κατ' έφεση δεν επεμβαίνει κατά κανόνα στην αξιολόγηση και τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, το οποίο έχει την ευκαιρία να παρατηρήσει και να εξετάσει τη μαρτυρία ενώπιον του στη ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης, με όλα τα συνακόλουθα ευεργετήματα (βλ. Μάρκαρη ν. Παρασκευά (2012) 1 (Β) ΑΑΔ 1493). Αυτό γίνεται όταν το Δικαστήριο διαπιστώσει ότι τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου για την αξιοπιστία των μαρτύρων, αντικειμενικά κρίνοντας, δεν είναι ευλόγως επιτρεπτά, αντιστρατεύονται την κοινή λογική, δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία, είναι εξ αντικειμένου ανυπόστατα ή όταν διαπιστώνονται αντιφάσεις ουσιαστικής μορφής (βλ. Σόλων Φανάρας ν. Περικλή Κυπριανίδη, Πολ. Έφεση 136/10, ημερ. 24/4/15, ECLI:CY:AD:2015:A287 και Σταύρος Αντωνίου ν. Α. Panayides Contracting Ltd, Πολ. Έφεση 259/11, ημερ. 4/10/17), ECLI:CY:AD:2017:A333

 

Μετά την πιο πάνω διαπίστωση το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε στην συνέχεια και αξιολόγησε τη μαρτυρία ως προς  τη συνεισφορά του κάθε ενός των πρώην συζύγων, σε συνάρτηση με τα εξής παραδεκτά γεγονότα που κρίνουμε σκόπιμο να καταγράψουμε αυτούσια για σκοπούς καλύτερης κατανόησης:

 

«κα Χ"Λευτέρη:

 ..........................................................................................

 

 (1)     Αποδεχόμαστε ως αξία ανέγερσης της επίδικης κατοικίας η οποία βρίσκεται στην οδό Ν. Χρ. στην ενορία Αποστόλων Πέτρου & Παύλου στη Λεμεσό το ποσό των Λ.Κ.120.000.  Κατά το έτος 2001 άρχισε  η επίδικη κατοικία και αποπερατώθηκε το έτος 2002.

(2)       Ως παραδεκτό γεγονός λέμε ότι η αξία της επίδικης κατοικίας κατά την ημέρα της διάστασης των διαδίκων η οποία είναι η 18.3.17 συμπεριλαμβανομένης της αξίας και του οικοπέδου ανέρχεται στο ποσό των €722,150.

(3)       Η οικοπεδική γη εντός της οποίας έχει κτιστεί η επίδικη κατοικία ανερχόταν κατά την 18.3.07 στις €362.700.»

 

κ. Χαραλάμπους:

Συμφωνώ.

 

Δικαστήριο:

Οι πάραπανω δηλώσεις καταγράφονται στο πρακτικό του Δικαστηρίου ως κοινά αποδεκτή μαρτυρία.»

 

Σημειώνεται ότι τα πιο πάνω παραδεκτά γεγονότα παρέμειναν παραδεκτά μέχρι τέλους της ακροαματικής διαδικασίας παρά την προσπάθεια της εφεσείουσας για απόσυρση τους, καταχωρώντας προς τούτο σχετική  ενδιάμεση αίτηση, η οποία όμως απερρίφθη από το Δικαστήριο με την απόφαση του ημερ. 5/11/2015.

 

Το Δικαστήριο για τον υπολογισμό της συνεισφοράς προέβη σε εκτενή ανάλυση των διαφόρων ποσών που διέθεσε ο κάθε διάδικος, αξιολογώντας το κάθε κονδύλι με πάσα λεπτομέρεια και  κατέληξε στα εξής ευρήματα:

 

«Κατά τα έτη 2001 - 2002 ανήγειραν στο οικόπεδο διώροφη κατοικία με δαπάνη ύψους £120.000.  Η δαπάνη αυτή προήλθε:

(α)     Ποσό £101.351,50 εκταμιεύτηκε από τον τρεχούμενο λογαριασμό.

(β)     Ποσό £18.648,50 ήσαν απευθείας πληρωμές και προήλθαν:

          (αα)  Ποσό £16.519,75 από το xxx Τσίρο και

          (ββ)  Ποσό £2.128 από τη σύζυγο.

 

         

          Οι πιστώσεις του τρεχούμενου λογαριασμού προήλθαν:

(α)     £40.000 από το δάνειο

(β)     £35,08 ήσαν τόκοι και

(γ)     £61.344,89 ήσαν εισροές:

          (αα)  £47.784,89 από τον xxx Τσίρο

          (ββ)  £3.000 από τον ΚΛ/ΤΚ

          (γγ)   £5.600 από την Υπηρεσία Μερίμνης, και

          (δδ)   £4.960 από τον πατέρα της συζύγου

         

Στην αποπληρωμή του δανείου η πλευρά του συζύγου συνέβαλε με το ποσό των £35.555,55 και η πλευρά της συζύγου με το ποσό των £4.444,44.

 

          Η ολική συμβολή του συζύγου στην ανέγερση της κατοικίας ήταν £101.360,19 ενώ της συζύγου περιορίστηκε στις £18.633,19.

 

          Η αγοραία αξία της επίδικης περιουσίας στο χρόνο της διάστασης ήταν, κατά την κοινή δήλωση της 25.09.14,  €722.150.   Η αγοραία αξία του οικοπέδου στον ίδιο χρόνο ήταν €362.700.   Συνεπώς η αγοραία αξία της επίδικης κατοικίας ήταν €359.450 [€722.150 - 362.700 = €359.450].

 

          Αντικείμενο του διαμοιρασμού είναι η αγοραία αξία της επίδικης κατοικίας, εφόσο η αγοραία αξία του οικοπέδου συνιστά αύξηση η οποία προέκυψε από δωρεά στη βάση του άρθρου 14(3)(α) του νόμου.   Γι΄ αυτό η λύση του επαναπροσδιορισμού των μεριδίων δεν ενδείκνυται.  Είναι προσφορότερη η απόδοση στη σύζυγο του μέρους της αύξησης της περιουσίας του συζύγου το οποίο προέρχεται από τη δική της συμβολή.   Στην προκειμένη περίπτωση η αύξηση ταυτίζεται με την αγοραία αξία της επίδικης περιουσίας στο χρόνο της διάστασης εξαιρουμένης της αγοραίας αξίας του οικοπέδου στον ίδιο χρόνο, ήτοι:

€722.150 - €362.700 = €359.450

 

          Ο λόγος της συμβολής του συζύγου προς τη συμβολή της συζύγου είναι:

£101.360,19  προς £18.633,19 ή  €173.184 προς  €31.836

 

          Η σύζυγος δικαιούται στο παρακάτω μέρος της αύξησης:

(31.836Χ359.450) ÷ (€173.184 + 31.836) =

11.443.450.200 ÷205.020  = €55.816,26

 

          Εννοείται ότι το υπόλοιπο μέρος της αύξησης θα παραμείνει στο σύζυγο δηλαδή:  

359.450-55.816,26 = €303.633,74

 

          Εννοείται περαιτέρω πως η σύζυγος θα μεταβιβάσει και εγγράψει στον σύζυγο το 1/3 μερίδιο του οικοπέδου.»

 

 

Τα ευρήματα του Δικαστηρίου σχετικά με τη συνεισφορά των διαδίκων στην ανέγερση της κατοικίας σε συνάρτηση με τα παραδεκτά γεγονότα βρίσκουν έρεισμα στη μαρτυρία που κρίθηκε αξιόπιστη και υποστηρίζετο από τα διάφορα τεκμήρια.  Η εφεσείουσα με την μαρτυρία που προσκόμισε δεν παρέθεσε οτιδήποτε ουσιαστικό που θα μπορούσε να ανατρέψει την πραγματική εικόνα ώστε να δικαιολογείται η παρέμβαση μας. 

 

Η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι στη βάση των πιο πάνω ευρημάτων  του η συνεισφορά  της εφεσείουσας ήταν €55.816,26 και του εφεσίβλητου  €303.633,74, με την προϋπόθεση ότι η εφεσείουσα θα μεταβίβαζε το 1/3 μερίδιο της επί της επίδικης κατοικίας στον εφεσίβλητο, ήταν ευλόγως επιτρεπτή.

 

Ενόψει των ευρημάτων του Δικαστηρίου, οι εισηγήσεις της εφεσείουσας ότι το Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αριθμό παραγόντων  όπως το υπόλοιπο του δανείου και τη συνεισφορά του κάθε ενός στην αποπληρωμή του, την ύπαρξη εγγυητών του δανείου, ότι δόθηκε από τους διαδίκους στον πατέρα του εφεσίβλητου Λ.Κ.3.000 για να επενδύσει στο Χρηματιστήριο, ότι δόθηκαν από την εφεσείουσα  Λ.Κ.9.000 από την πώληση οικοπέδου  και τη συνεισφορά της στη φροντίδα της συζυγικής κατοικίας και άλλα, δεν ευσταθούν.  Επαναλαμβάνουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο  ενδιέτρεψε επί του κάθε ποσού που κατ' ισχυρισμό συνιστούσε συνεισφορά είτε του ενός είτε του άλλου εκ των διαδίκων και ορθά κατέληξε στα ευρήματα του.  Ειδικά για την φροντίδα των παιδιών το πρωτόδικο Δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη την ημερομηνία γέννησης των δίδυμων  παιδιών των διαδίκων,   26/3/2003,  έκρινε ότι η όποια συμβολή της εφεσείουσας στη φροντίδα των παιδιών δεν συνδέετο ουσιωδώς με την ανέγερση της κατοικίας. 

 

Δεν βρίσκουμε οτιδήποτε το μεμπτόν στην πιο πάνω προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου. 

 

Ως προς το θέμα των εξόδων, αντικείμενο του λόγου έφεσης 16,  η επιδίκαση τους στον επιτυχόντα διάδικο αποτελεί τον κανόνα.  Εξαίρεση αποτελεί η περίπτωση διαδίκου ο οποίος συμβάλλει με τον χειρισμό της υπόθεσης σε αύξηση εξόδων (βλ. Ορφανίδου ν. Ορφανίδη (2001) 1 Α.Α.Δ. 1889).  Εδώ δεν συντρέχει τέτοια περίπτωση.    Ο εφεσίβλητος πέτυχε στη βασική του αξίωση που ήταν η επ' ονόματι του μεταβίβαση του μεριδίου της εφεσείουσας επί της επίδικης κατοικίας ενώ η εφεσείουσα απέτυχε στο μεγαλύτερο μέρος των αξιώσεων της στην Ανταπαίτηση όπου ζητούσε το ½ μερίδιο επί της κατοικίας και της επιδικάστηκαν μόνο €55.816,26.  Ενόψει των πιο πάνω σε συνάρτηση με την αγοραία αξία της κατοικίας, αφαιρουμένης της αξίας του οικοπέδου,  δεν βρίσκουμε λόγο παρέμβασης στην πρωτόδικη διαταγή για έξοδα. 

 

Η εφεσείουσα παραπονείται επίσης για την επιδίκαση νόμιμου τόκου από την έκδοση της απόφασης και όχι από την καταχώρηση της Ανταπαίτησης (λόγος έφεσης 22). Δεν τέθηκε οτιδήποτε ενώπιον μας που να υποστηρίζει την εισήγηση για λανθασμένη άσκηση της  διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου ως προς το θέμα του τόκου.   Στη βάση της διαταγής για εκτέλεση της απόφασης υπέρ της εφεσείουσας και του διατάγματος υπέρ του εφεσίβλητου ταυτόχρονα βρίσκουμε ότι η επιδίκαση τόκου από την ημερομηνία της απόφασης ήταν εύλογα ορθή. 

 

Με τον λόγο έφεσης 21 βάλλεται γενικά η απόρριψη διαφόρων αιτήσεων της εφεσείουσας για τροποποίηση του δικογράφου της.  Εισηγείται ότι οι ενδιάμεσες αποφάσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου εδέσμευσαν την εφεσείουσα με θέσεις που ήταν αντίθετες με τη μαρτυρία ενώπιον του, ιδιαίτερα σ' όσον αφορά το λόγο μεταβίβασης επ' ονόματι της του 1/3 μεριδίου επί της κατοικίας.

 

Εξετάσαμε την εισήγηση η οποία δεν ευσταθεί.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο με τις ενδιάμεσες αποφάσεις του επεξηγεί τους λόγους αποτυχίας των αιτήσεων, τονίζοντας  το προχωρημένο στάδιο που ηγέρθηκε το θέμα τροποποίησης.   Δεν τέθηκε οτιδήποτε που να καθιστά την απόρριψη των αιτήσεων τρωτή, ώστε να χρειάζεται η παρέμβαση μας.

 

Παρέμεινε τέλος να εξεταστεί ο λόγος έφεσης 19 που αναφέρεται στη λανθασμένη παράλειψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου να θέσει χρονοδιάγραμμα συμμόρφωσης.  Δεν συμφωνούμε με την εισήγηση.  Υπενθυμίζουμε  ότι σύμφωνα με τη διαταγή του Δικαστηρίου  η απόφαση επί της Ανταπαίτησης και το διάταγμα επί της Αίτησης θα πρέπει να εκτελεστούν ταυτόχρονα.  Εναπόκειται στους διαδίκους ο καθορισμός του ακριβούς χρόνου εκτέλεσης. 

 

Ενόψει των πιο πάνω η έφεση απορρίπτεται.

 

Τα έξοδα της έφεσης επιδικάζονται υπέρ του εφεσίβλητου και εναντίον της εφεσείουσας όπως υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

 

 

                     Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.

 

                                                                            Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.

 

                                                                            Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.

/Α.Λ.Ο.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο