ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:DOD:2020:32
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
(Έφεση Αρ. 23/2019)
28 Ιουλίου, 2020
[ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ., ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
Α.Μ.,
Εφεσείων,
ΚΑΙ
Μ.Ζ.,
Εφεσίβλητη.
_ _ _ _ _ _
Ν. Νικολάου, για τον Εφεσείοντα.
Μ. Χ»Κωνσταντή (κα) με Μ. Βασιλείου (κα), για Γ. Πιττάτζη ΔΕΠΕ.
_ _ _ _ _ _
ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δοθεί από την Σταματίου, Δ.
_ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣTAMATIOY, Δ.: Η υπό κρίση έφεση στρέφεται κατά της ενδιάμεσης απόφασης του Οικογενειακού Δικαστηρίου Αμμοχώστου στη δικαιοδοσία διατροφής, με την οποία καθορίστηκε ως συνεισφορά του εφεσείοντα για τη διατροφή του ανήλικου τέκνου των διαδίκων το ποσό των €430 μηνιαίως, από 13.5.2019. Καρπός της συμβίωσης και του δεσμού των διαδίκων υπήρξε η γέννηση στις 24.10.2016 της ανήλικης Ν.Ν.. Η σχέση των διαδίκων έληξε περί τις 23.2.2019 με την αποχώρηση της εφεσίβλητης και την εγκατάστασή της μαζί με το παιδί σε ιδιόκτητό της διαμέρισμα.
Με μονομερή αίτηση, η οποία καταχωρήθηκε στα πλαίσια εναρκτήριας αίτησης, η εφεσίβλητη αιτήθηκε την έκδοση προσωρινού διατάγματος, με το οποίο να καθορίζεται η συνεισφορά του εφεσείοντα στη διατροφή του παιδιού τους στο ποσό των €500 μηνιαίως. Διετάχθη η επίδοση της αίτησης στην οποία ο εφεσείων καταχώρησε ένσταση. Η εφεσίβλητη στην ένορκή της δήλωση ισχυρίστηκε ότι είναι ιδιωτική υπάλληλος με μισθό €850 μηνιαίως, ενώ ο εφεσείων είναι ιδιοκτήτης εταιρείας προγραμματισμού ηλεκτρονικών υπολογιστών με μισθό €2.200 μηνιαίως και, επίσης, ιδιοκτήτης δύο διαμερισμάτων, τα οποία ενοικιάζει και λαμβάνει περί τα €850 μηνιαίως. Διαθέτει, επίσης, ακίνητη περιουσία και καταθέσεις σε τραπεζικό ίδρυμα. Ως προς τα μηνιαία έξοδα της ανήλικης, η εφεσίβλητη ισχυρίζεται ότι απαιτούνται €350 για διατροφή και βρεφικά είδη, €100 για ένδυση και υπόδηση, €245 για βρεφοκομικό σταθμό, €100 μεταφορικά, €100 εμβόλια και παιδιάτρους, €80 για ψυχαγωγία και €50 αναλογία ρεύματος, νερού, κοινοχρήστων, σκυβάλων, ήτοι συνολικό ποσό €1.025 μηνιαίως.
Από την άλλη, ο εφεσείων ισχυρίστηκε ότι ο μισθός της εφεσίβλητης είναι €1.100 μηνιαίως, πλέον €100 μηνιαίως ως καύσιμα, πλέον 13ος μισθός, ενώ ως προς τα δικά του εισοδήματα ως αυτοεργοδοτούμενος, κατά το έτος 2018 είχε καθαρά εισοδήματα €10.108, ήτοι €842 μηνιαίως. Περαιτέρω, ισχυρίζεται ότι δεν είναι ιδιοκτήτης ακίνητης ιδιοκτησίας, ούτε διατηρεί καταθέσεις σε τραπεζικό ίδρυμα, ούτε διαθέτει διαμερίσματα προς ενοικίαση.
Ως προς τα έξοδα του παιδιού τους, ο ισχυρισμός του είναι ότι για τη διατροφή απαιτείται €200 μηνιαίως, καθότι όταν συζούσαν είναι ο ίδιος που ψώνιζε και, μετά τη διάσταση, επωμίζεται ο ίδιος μέρος των εξόδων του παιδιού. Ως προς τα μεταφορικά, το αξιούμενο ποσό είναι υπερβολικό, εφόσον το εν λόγω έξοδο καλύπτεται από τον εργοδότη της εφεσίβλητης. Υπερβολικό θεωρεί και το ποσό των εξόδων για εμβόλια και παιδίατρο, καθότι το παιδί δεν κάνει εμβόλια, ούτε επισκέπτεται παιδίατρο κάθε μήνα και, λόγω του ΓΕΣΥ, το κόστος αυτό εξανεμίζεται. Το ποσό των εξόδων ψυχαγωγίας είναι υπερβολικό, λόγω της μικρής ηλικίας του παιδιού και λόγω του ότι το κόστος επίσκεψης σε παιχνιδότοπο είναι €6 με €8, πράγμα που δεν γίνεται πάντοτε. Ως προς τα έξοδα ένδυσης και υπόδησης, η θέση του εφεσείοντα είναι ότι το ποσό αυτό δεν ξεπερνά τα €50 μηνιαίως.
Η εφεσίβλητη ισχυρίστηκε ότι η επικοινωνία του εφεσείοντα με το παιδί τους είναι σπάνια και ότι αυτός δεν κατέβαλε οποιοδήποτε ποσό για τη διατροφή του από τη διάσταση. Αντίθετα, ο εφεσείων ισχυρίστηκε ότι καλύπτουν εξ ημισείας τα έξοδα του παιδιού, ότι τις μισές μέρες της βδομάδας το παιδί βρίσκεται μαζί του και πως την περίοδο αυτή επιβαρύνεται τα σχετικά έξοδα του παιδιού. Προς επίρρωση των θέσεών του επισύναψε σχετικά τεκμήρια. Περαιτέρω, ο εφεσείων ισχυρίστηκε ότι έχει χρέος σε τράπεζα για το οποίο καταβάλλει ως δόση το ποσό των €530,16 μηνιαίως και, εκτός από τα έξοδα διαβίωσής του, καταβάλλει τα έξοδα του διαμερίσματος που ανήκει στη μητέρα του και στο οποίο διαμένει, που αφορούν φορολογίες, τέλη σκυβάλων, υδατοπρομήθεια, αποχετευτικά τέλη και ηλεκτρικό ρεύμα.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού εξέτασε τις αρχές που διέπουν τέτοιου είδους αιτήσεις, κατέληξε, εκ πρώτης όψεως, ότι και οι δύο διάδικοι δεν έχουν προβεί σε πλήρη και ειλικρινή αποκάλυψη των εισοδημάτων τους. Αναφορικά με την εφεσίβλητη, δεν προσκόμισε οποιοδήποτε αποδειχτικό στοιχείο για το μισθό της από τον εργοδότης της, ενώ αντίθετα τα ποσά τα οποία ισχυρίζεται ο εφεσείων ότι λαμβάνει, τεκμηριώνονται με τα Τεκμ. 1 και 2, τα οποία προέρχονται από τον εργοδότη της, ο οποίος τυγχάνει να είναι σύζυγος της αδελφής του. Με βάση τις αποδείξεις αυτές, τα εισοδήματά της ανέρχονται σε €1.291,60 μηνιαίως. Αναφορικά με τον εφεσείοντα, ο ισχυρισμός του ότι ο μισθός του ανέρχεται σε €842 μηνιαίως αντικρούεται από τη δική του μαρτυρία, εφόσον η θέση του είναι ότι καταβάλλει για δάνειο το ποσό των €530 μηνιαίως, καλύπτει το ήμισυ των εξόδων του παιδιού τους και, συγκεκριμένα, για τον Απρίλιο του 2019 κατέβαλε, σύμφωνα με τη δική του μαρτυρία, το συνολικό ποσό των €400. Στα πιο πάνω ποσά θα πρέπει να προστεθούν και τα έξοδα αυτοσυντήρησής του, για τα οποία δεν κάνει αναφορά στην ένορκή του δήλωση και, επιπλέον, τα διάφορα τέλη, φόρους και έξοδα του διαμερίσματος, στο οποίο διαμένει, έτσι ώστε να είναι προφανές ότι τα εισοδήματά του δεν είναι αυτά που ισχυρίστηκε.
Στη βάση των πιο πάνω διαπιστώσεων και με δεδομένο ότι η υποχρέωση για διατροφή ανηλίκου έχει προτεραιότητα όλων των άλλων υποχρεώσεων των γονέων του, εξέδωσε προσωρινό διάταγμα για το ποσό των €430.
Με τέσσερις λόγους έφεσης αμφισβητείται η ορθότητα της πιο πάνω απόφασης. Με τον πρώτο λόγο έφεσης, προβάλλεται πως λανθασμένα κατέληξε το Δικαστήριο στο ποσό των €430, ποσό υπέρμετρα ψηλό για τη συγκεκριμένη περίπτωση, αφού το Δικαστήριο πουθενά δεν προβαίνει σε εύρημα και δεν προσδιορίζει τις ανάγκες της ανήλικης και το χρηματικό ποσό που αποδέχεται ως αιτιολογημένο, ενώ περιορίζεται μόνο στην καταγραφή των εισοδημάτων τόσο του εφεσείοντα όσο και της εφεσίβλητης. Λανθασμένη, επίσης, θεωρεί με το δεύτερο λόγο έφεσης την απόφαση του Δικαστηρίου ότι ο εφεσείων δεν προέβη σε πλήρη και ειλικρινή αποκάλυψη των εισοδημάτων του, επειδή, με βάση τα ευρήματα του Δικαστηρίου, οι ανάγκες που καταγράφει ο εφεσείων ότι ικανοποιεί μηνιαίως συμποσούνται σε μεγαλύτερο χρηματικό ποσό από το ποσό των απολαβών του. Με τον τρίτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε και δεν αξιολόγησε τα τεκμήρια που κατέθεσε ο εφεσείων και δεν έχουν αμφισβητηθεί από τον εφεσίβλητη, αφού δεν ζητήθηκε και δεν αντεξετάστηκε επί οποιουδήποτε θέματος ο εφεσείων. Με τον τέταρτο λόγο έφεσης, προβάλλεται ότι λανθασμένα το Δικαστήριο δεν εφάρμοσε τη γενική αρχή του Νόμου και της νομολογίας σε σχέση με την υποχρέωση αμφοτέρων των γονέων για συνεισφορά στην κάλυψη των αναγκών του παιδιού τους και δεν προσδιόρισε τη συνεισφορά της εφεσίβλητης στη διατροφή της ανήλικης.
Το άρθρο 33(1) του περί Σχέσεων Γονέων και Τέκνων Νόμου του 1990, Ν.216/90, επιβάλλει στους γονείς υποχρέωση για από κοινού διατροφή του ανήλικου τέκνου τους, ανάλογα με τις δυνάμεις του καθενός.
Το άρθρο 37 του ιδίου Νόμου προνοεί τα ακόλουθα:
«37.-(1) Η διατροφή προσδιορίζεται με βάση τις ανάγκες του δικαιούχου, όπως αυτές προκύπτουν από τις συνθήκες της ζωής του και τις οικονομικές δυνατότητες που υπάρχουν για διατροφή προσώπου.
(2) Η διατροφή περιλαμβάνει όλα όσα είναι αναγκαία για τη συντήρηση και ευημερία του δικαιούχου και επιπλέον, ανάλογα με την περίπτωση, τα έξοδα για την εν γένει εκπαίδευση του.
(3) Σε περίπτωση που ο γονέας εναντίον του οποίου έχει εκδοθεί διάταγμα διατροφής λαμβάνει 13ο ή και 14ο μισθό ή το Δικαστήριο κρίνει εύλογο, το διάταγμα διατροφής δυνατόν να περιλαμβάνει και αντίστοιχη επιπρόσθετη 13η ή και 14η καταβολή, ως το Δικαστήριο ήθελε ορίσει.»
Όπως ορθά αναφέρθηκε στην πρωτόδικη απόφαση, το Δικαστήριο σε τέτοιου είδους υποθέσεις δε δεσμεύεται από τη μαρτυρία των διαδίκων, αλλά έχει καθήκον να εντοπίσει το εύλογο των κονδυλίων που απαιτούνται για την ικανοποίηση των αναγκών διατροφής και συντήρησης (Μαρκουλίδης ν. Μαρκουλίδη (1998) 1 ΑΑΔ 1386). Η δε κοινή πείρα και η πείρα της ζωής είναι παράγοντες που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τις ανάγκες των συγκεκριμένων ενώπιον του Δικαστηρίου ατόμων (Παναγιώτου ν. Σφικτού (2001) 1Α ΑΑΔ 625).
Σύμφωνα με τα λεχθέντα στην υπόθεση Δημητρίου ν. Περδίου (2005) 1Β ΑΑΔ 1418, που επίσης έκανε αναφορά το πρωτόδικο Δικαστήριο, οι δύο γονείς έχουν την υποχρέωση να προβαίνουν σε πλήρη και ειλικρινή αποκάλυψη των εισοδημάτων τους.
Περαιτέρω, με δεδομένο ότι η υπό κρίση διαδικασία αφορούσε ενδιάμεση διαδικασία, το Δικαστήριο ορθά αναφέρθηκε στις προϋποθέσεις που πρέπει να συντρέχουν με βάση το άρθρο 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960, Ν.14/60 και στη νομολογία που το αφορά και δε θεωρούμε σκόπιμο να επαναλάβουμε. Στην υπόθεση Αποστόλου ν. Ιωάννου (2012) 1Α ΑΑΔ 604 αναφέρθηκαν τα ακόλουθα σε σχέση με τα όσα ισχύουν σε ενδιάμεσες διαδικασίες, όπως εν προκειμένω:
«Εκείνο το οποίο πρέπει ξανά εδώ να υπενθυμισθεί είναι η πραγματική φύση της υπό εξέταση ενδιάμεσης διαδικασίας. Με αυτή δεν κρίνονται τελικά και ουσιαστικά δικαιώματα των διαδίκων έτσι με αυστηρούς κανόνες απόδειξης να αξιολογηθεί η εκατέρωθεν προσκομισθείσα μαρτυρία, να εξαχθούν τελικά ευρήματα και να κατανεμηθούν δικαιώματα και υποχρεώσεις.»
Δεν αμφισβητείται με την παρούσα έφεση η πρωτόδικη κρίση ότι συντρέχουν όλες οι προϋποθέσεις του άρθρου 32. Ως προς το ύψος του ποσού που διατάχθηκε, έχοντας διεξέλθει τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου και των εισηγήσεων του εφεσείοντα, δεν διαπιστώνουμε σφάλμα το οποίο θα απαιτούσε την παρέμβασή μας. Το Δικαστήριο έχει υποχρέωση να προβεί σε σφαιρική αντίκριση των θέσεων των δύο πλευρών προς καθορισμό της εισοδηματικής κατάστασής τους ως γονέων με γνώμονα τον επιμερισμό της διατροφής (Δημοσθένους ν. Δημοσθένους, Έφεση Αρ. 21/2019, ημερομηνίας 29.6.2020) και αυτό έπραξε. Η διαπίστωση ότι ο εφεσείων δεν προέβη σε πλήρη και ειλικρινή αποκάλυψη έχει αιτιολογηθεί πλήρως και στηρίζεται ουσιαστικά στους δικούς του ισχυρισμούς ως προς τα ποσά που κατέβαλε σε συγκεκριμένο χρόνο. Την ίδια βέβαια διαπίστωση έκανε και για την εφεσίβλητη και το ποσό της συνεισφοράς του εφεσείοντα καθορίστηκε σε αυτή τη βάση. Ως προς τα έξοδα της ανήλικης, όπως προαναφέραμε, καθορίζονται αφού το Δικαστήριο προβεί σε μία σφαιρική αντίκριση των δεδομένων. Δεν πρέπει να διαφεύγει της προσοχής ότι πρόκειται για ενδιάμεσο διάταγμα, το οποίο εκδίδεται γιατί υπάρχει η υποχρέωση και των δύο γονέων να συνεισφέρουν στη διατροφή του ανήλικου από τη διάσταση και πως αυτό περιορίζεται μέχρι την τελική εκδίκαση της εναρκτήριας αίτησης, όπου το Δικαστήριο θα αποφασίσει επί της ουσίας της αίτησης με βάση τα πραγματικά εισοδήματα των διαδίκων και των αναγκών του ανηλίκου και θα προβεί σε καταμερισμό στον κάθε γονέα. Είναι, βεβαίως, λυπηρό που οι δύο γονείς δεν μπορούν, ούτε στο ενδιάμεσο αυτό στάδιο, να καθορίσουν το ποσό της διατροφής που έκαστος θα επωμίζεται φιλικά και απαιτείται η παρέμβαση του Δικαστηρίου.
Η υπό κρίση αίτηση καταχωρήθηκε από τη μητέρα, με την οποία διαμένει η ανήλικη, και ζητήθηκε συνεισφορά για τη διατροφή της από τον πατέρα και αυτό είναι που καθόρισε το Δικαστήριο. Με δεδομένο ότι η ανήλικη διαμένει με τη μητέρα και στα πλαίσια της αίτησης εξετάστηκε και η δική της εισοδηματική ικανότητα, δεν απαιτείτο από το Δικαστήριο να καθορίσει τη δική της συνεισφορά.
Ενόψει των πιο πάνω, κρίνουμε ότι οι λόγοι έφεσης δεν ευσταθούν και η έφεση είναι έκθετη σε απόρριψη.
Προτού ολοκληρώσουμε, υιοθετούμε την παρατήρηση που έχει γίνει από το Εφετείο στην υπόθεση Δημοσθένους ν. Δημοσθένους (πιο πάνω), ως προς τον τρόπο προσέγγισης τέτοιου είδους ενδιάμεσων αιτήσεων:
«Ούτε ο Νόμος αρ. 216/90, ούτε και οι σχετικοί Διαδικαστικοί Κανονισμοί, προνοούν, πόσο μάλλον επιβάλλουν, την οποιαδήποτε ενδιάμεση διαδικασία, ειδικά με σκοπό την παροχή ενδιάμεσης διατροφής. Τέτοιες διαδικασίες αποτελούν απόκλιση από την ορθή πορεία των πραγμάτων. Μία αίτηση διατροφής θα έπρεπε να υποβάλλεται, αυτή να εκδικάζεται τάχιστα προς πλήρη και τελικό διακανονισμό της συνεισφοράς εκάστου, χωρίς υπερβολική ανάλυση επί των γεγονότων. Το Δικαστήριο με την εισαγωγή της αίτησης, θα μπορούσε να καθορίζει εξ ιδίων του ενδιαμέσως ένα ποσό γύρω στο 50%-75% του ύψους της διατροφής (κατ΄ αναλογία της πρόνοιας που υπάρχει στο άρθρο 8 του περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμου αρ. 232/91), για να καλύπτεται στο μεσοδιάστημα επαρκής διατροφή και η τελική απόφαση του να ανατρέχει, με τις αναγκαίες διαφοροποιήσεις, στο χρόνο καταχώρησης της αίτησης.
Είναι ανεπίτρεπτο να τεμαχίζονται τέτοιες διαδικασίες, να γίνονται εφέσεις επί των ενδιαμέσων αποφάσεων και να μην εκδικάζονται οι καθ΄ αυτό αιτήσεις, όπως ακριβώς συμβαίνει εδώ. Τα Οικογενειακά Δικαστήρια ενθαρρύνονται να χρησιμοποιούν το δικαίωμα που τους παρέχει ο Κανονισμός 8 του περί Οικογενειακού Δικαστηρίου Διαδικαστικού Κανονισμού του 1990, για έκδοση των αναγκαίων οδηγιών προς το συμφέρον της δικαιοσύνης επιταχύνοντας την ενώπιον του διαδικασία.»
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον του εφεσείοντα, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.
/ΧΤΘ