ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Ναθαναήλ, Στέλιος Σταύρου Παμπαλλής, Κώστας Σταύρου Σταματίου, Κατερίνα ΔΕΠΕ, για την Εφεσείουσα. Συνεργάτες ΔΕΠΕ, για την Εφεσίβλητη. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2020-07-13 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο C.L.R. STOCKBROKERS LIMITED v. N. K. SHAKOLAS (HOLDINGS) LTD, Πολιτική Έφεση Αρ. 209/2013, 13/7/2020 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2020:A239

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Πολιτική Έφεση Αρ. 209/2013)

 

 13 Ιουλίου, 2020

                                                        

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Π., ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

C.L.R. STOCKBROKERS LIMITED,

 

Εφεσείουσα/Ενάγουσα,

ΚΑΙ

 

N. K. SHAKOLAS (HOLDINGS) LTD,

 

Εφεσίβλητη/Εναγόμενη.

_ _ _ _ _ _

 

Γ. Κολοκασίδης με Μ. Μιχαήλ για Κολοκασίδη, Χατζηπιερή & Σία

 ΔΕΠΕ, για την Εφεσείουσα.

Μ. Ηλιάδης με Στ. Μαξούτη (κα), για Τάσσο Παπαδόπουλο &
 Συνεργάτες ΔΕΠΕ,
για την Εφεσίβλητη.

 

_ _ _ _ _ _

 

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Π.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου

 θα δοθεί από την Σταματίου, Δ.

­­­_ _ _ _ _ _

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΣTAMATIOY, Δ.: Η εφεσείουσα, με αγωγή της ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας αξίωσε εναντίον της εφεσίβλητης - εναγομένης το ποσό των ΛΚ3.000.000 ως αποζημιώσεις για ψευδείς και/ή δόλιες παραστάσεις και/ή δόλια απόκρυψη ουσιώδους γεγονότος αναφορικά με την εταιρεία Euroinvestment and Finance Ltd με αποτέλεσμα την αγορά εκ μέρους της εφεσείουσας από την εφεσίβλητη 1.500.000 μετοχών της Euroinvestment and Finance Ltd και/ή το ίδιο ποσό ως αποζημιώσεις για παράβαση συμφωνίας και/ή ως αποζημίωση για ποσά που η εφεσείουσα κατέβαλε στην εφεσίβλητη με βάση συμφωνία ημερομηνίας 14.1.2001, που ήταν άκυρη, λόγω παράβασης του άρθρου 17 του περί Τραπεζικών Εργασιών Νόμου, Ν.66(Ι)/1997, και/ή που κατέστη αδύνατη η εκτέλεση και/ή ως αντάλλαγμα που απέτυχε και/ή άλλως πως.

 

Στην υπόθεση κατέθεσαν δύο μάρτυρες εκ μέρους της εφεσείουσας, ήτοι ο Γ. Χατζηπιερής, δικηγόρος, ο οποίος ήταν εσωτερικός νομικός σύμβουλος στο συγκρότημα εταιρειών CLR Financial Services Ltd, από τον Απρίλιο του 2000 μέχρι τον Ιούλιο του 2004 (ΜΕ1), ο Κ. Τουμπουρής, ο οποίος υπήρξε διοικητικός σύμβουλος στο συγκρότημα εταιρειών της CLR Financial Services Ltd από την ημερομηνία ίδρυσής της και αδειούχος χρηματιστής της εν λόγω εταιρείας (ΜΕ2). Από πλευράς εφεσίβλητης έδωσε μαρτυρία ο Γ. Μιτσίδης, νομικός και εσωτερικός νομικός σύμβουλος του συγκροτήματος εταιρειών Σιακόλα, καθώς επίσης και γραμματέας των εταιρειών του συγκροτήματος. Πολλά γεγονότα, καθώς και τα περισσότερα τεκμήρια, δεν αμφισβητήθηκαν.

 

Η εφεσείουσα, κατά τον ουσιώδη χρόνο, ήταν χρηματιστηριακή εταιρεία, μέλος του Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου (ΧΑΚ) και ανήκε στον ίδιο όμιλο εταιρειών στον οποίο ανήκαν και οι εταιρείες CLR Financial Services LtdCLR Financial), CLR Investment Fund LtdCLR Investment») και Europrofit Capitalinvestors LtdEuroprofit»), η δε σχέση που υπήρχε μεταξύ των τεσσάρων εταιρειών του ομίλου ήταν ως ακολούθως: η εφεσείουσα ήταν θυγατρική της CLR Financial, η CLR Financial διαχειρίστρια και μέτοχος της CLR Investment και η Europrofit θυγατρική της CLR Investment.

 

Στην πρωτόδικη απόφαση καταγράφονται τα μη αμφισβητούμενα γεγονότα της υπόθεσης. Θα παραθέσουμε συνοπτικά αυτά που είναι απαραίτητα για την εξέταση της παρούσας έφεσης.

 

Περί το Νοέμβριο του 2000, η CLR Financial διεξήγαγε διαπραγματεύσεις με την Τράπεζα Πειραιώς («ΤΠ») και την Κυπριακή Τράπεζα Αναπτύξεως («ΚΤΑ») για την ανάπτυξη στρατηγικής συνεργασίας με άμεση προοπτική την αναβάθμιση της Euroinvestment Finance LtdE & F»). Στα πλαίσια αυτά διαμορφώθηκε ένα στρατηγικό πλάνο (το στρατηγικό πλάνο) που προνοούσε όπως η CLR Financial αποκτήσει ένα σημαντικό ποσοστό στην E & F και όπως η ΚΤΑ σταδιακά αυξήσει το ποσοστό της στην εν λόγω εταιρεία με την ταυτόχρονη μείωση του  ποσοστού της εφεσίβλητης, έτσι που στο τέλος η CLR Financial, η ΤΠ και η ΚΤΑ να έχουν ισότιμο ποσοστό στην E & F. Εκείνο το διάστημα η ΤΠ, η οποία λειτουργούσε στην Ελλάδα, κατείχε ποσοστό της τάξης του 45% στην E & F και θα έπρεπε να το μειώσει για να έχει ισότιμο ποσοστό με τη CLR Financial και την ΚΤΑ. Η δε ΚΤΑ ήταν ήδη μέτοχος στην E & F με μικρό ποσοστό, ενώ η εφεσίβλητη κατείχε το 20%.

Ο λόγος που οι εταιρείες CLR Financial, ΤΠ και ΚΤΑ ήθελαν να αποκτήσουν ένα σημαντικό ποσοστό στην E & F ήταν για να την καταστήσουν ένα όχημα για προσφορά νέων χρηματοοικονομικών προϊόντων στην Κυπριακή αγορά.

 

Στα πιο πάνω πλαίσια, η CLR Financial άρχισε διαπραγματεύσεις με την εφεσίβλητη και στις 27.11.2000 υπεγράφη συμφωνία μεταξύ CLR Investment και εφεσίβλητης για πώληση από την εφεσίβλητη προς τη CLR Investment 1.400.000 μετοχών της E & F για συνολικό ποσό ΛΚ3.640 (Τεκμ. 2). Η συμφωνία αυτή τελούσε υπό τον όρο ότι η ΤΠ θα αναλάμβανε γραπτώς να διαθέσει στη CLR Investment άλλες 2.200.000 μετοχές της E & F.

 

Ακολούθησαν διαπραγματεύσεις, με αποτέλεσμα η συμφωνία Τεκμ. 2 να ακυρωθεί, και στις 14.12.2000 να υπογραφεί νέα συμφωνία για πώληση από την εφεσίβλητη προς τη CLR Financial 1.200.000 μετοχών με τίμημα το ποσό των ΛΚ2.20 ανά μετοχή (Τεκμ. 3). Στο διάστημα που μεσολάβησε μεταξύ των δύο πιο πάνω συμφωνιών (Τεκμήρια 2 και 3) η CLR Financial επέμενε όπως η δεύτερη συμφωνία, Τεκμ. 3, εξακολουθεί να τελεί υπό την αίρεση της απόκτησης από τη CLR Financial και των μετοχών της ΤΠ, όρο τον οποίο περιείχε και η πρώτη συμφωνία, Τεκμ. 2. Ετοιμάστηκε προς τούτο και σχετικό έγγραφο, που φέρει ημερομηνία 4.1.2001 (Τεκμ. 17), για υπογραφή. Ωστόσο, λόγω επιμονής του κ. Σιακόλα ότι δεν ήθελε με κανένα τρόπο να συνδέσει την πράξη της ΤΠ με τη δική του πράξη, η διεύθυνση της CLR Financial υποχώρησε και υπεγράφη η συμφωνία Τεκμ. 3, ενώ το Τεκμ. 17 ουδέποτε υπεγράφη, παρά την αντίθεση γνώμη του ΜΕ1, ως νομικού συμβούλου της CLR Financial, περί του αντιθέτου.

 

Στις 4.1.2001 υπογράφηκε ανάληψη υποχρέωσης από την εφεσείουσα για να αγοράσει από την εφεσίβλητη επιπρόσθετα 1.500.000 μετοχές της E & F στην τιμή των ΛΚ2 ανά μετοχή (Τεκμ. 4). Σημειώνεται ότι η ημερομηνία που αναγράφεται στο κείμενο είναι λανθασμένη με την ορθή ημερομηνία να είναι 4.1.2001. Παρατίθεται αυτούσιο το περιεχόμενο του Τεκμ. 4 το οποίο αποτελεί την επίδικη συμφωνία:

 

«4 Ιανουαρίου 2000

 

N.K. Shacolas (Holdings) Limited,

Λευκωσία.

 

Αγαπητοί Κύριοι,

 

Σε αντάλλαγμα του ποσού της ΛΚ1 που πληρώθηκε προς εμάς, με την παρούσα επιστολή παραχωρούμε προς την N.K. Shacolas (Holdings) Limited (NKS) το δικαίωμα (Put Option) να διαθέσει προς την CLR Stockbrokers Limited (CLR), με αποκλειστικό σκοπό την περαιτέρω διάθεση από την CLR σε πελάτες της, από την 30.4.2001 μέχρι 7.5.2001 αριθμό 1.500.000 μετοχών της E & F. Η CLR αναλαμβάνει και δεσμεύεται να πληρώσει σε μετρητά προς την N.K. Shacolas (Holdings) Limited το ποσό των ΛΚ2.00 ανά μετοχή, ανεξάρτητα αν θα διατεθούν ή όχι εντός της πιο πάνω προθεσμίας και ανεξάρτητα από την τιμή διάθεσης των εν λόγω μετοχών σε πελάτες της, εντός πέντε ημερών από την ημερομηνία εξάσκησης του πιο πάνω δικαιώματος εκ μέρους της NKS.

 

Με υπόληψη,

 

xxx Παναγιωτίδης,

Εκτελεστικός Διευθυντής.

 

Συμφωνούμε με τα πιο πάνω,

 

N.K. Shacolas (Holdings) Limited»

 

Στις 23.4.2001 η εφεσίβλητη απέστειλε επιστολή προς την εφεσείουσα με την οποία την πληροφόρησε για την πρόθεσή της να εξασκήσει το δικαίωμα πώλησης των 1.500.000 μετοχών της E & F. Στις 30.4.2001 η εφεσίβλητη άσκησε το δικαίωμα που προνοείτο στη συμφωνία, ενώ την ίδια ημέρα η Κεντρική Τράπεζα Κύπρου απέστειλε επιστολή προς την E & F ότι πριν από την απόκτηση του 19.88% από τη Europrofit θα έπρεπε να ληφθεί άδεια της Κεντρικής Τράπεζας με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 17 του περί Τραπεζικών Εργασιών Νόμου.

 

Στις 2.5.2001 η E & F εξέδωσε ανακοίνωση με την οποία ανακοίνωνε δημόσια τη λήψη της πιο πάνω επιστολής από την Κεντρική Τράπεζα. Ακολούθησε στις 3.5.2001 αίτηση προς την Κεντρική Τράπεζα για παραχώρηση άδειας για απόκτηση των 2.280.000 και 1.200.000 μετοχών της E & F, η οποία απερρίφθη στις 4.5.2001, στη βάση ότι δεν παραχωρείται άδεια απόκτησης άνω του 10% του μετοχικού κεφαλαίου σε εταιρεία που έχει τραπεζική άδεια, εκτός εάν και η αποκτώσα εταιρεία έχει και αυτή τραπεζική άδεια.

 

Στις 9.5.2001 η εφεσίβλητη παρέδωσε στην εφεσείουσα με 15 λευκά μεταβιβαστήρια έγγραφα, 100.000 μετοχών έκαστο, τις 1.500.000 μετοχές της E & F, μαζί με τους σχετικούς τίτλους μετοχών και τις σχετικές ανακοινώσεις των πωλητών, ως εμφαίνεται στο Τεκμ. 12 και πληρώθηκε το ποσό των ΛΚ3.000.000.

 

Η εφεσείουσα κατέβαλε για ένα χρόνο προσπάθειες για να μεταπεισθεί η Κεντρική Τράπεζα, χωρίς αποτέλεσμα, και στις 4.6.2002 η εφεσείουσα αιτήθηκε εκ νέου με επιστολή της την παραχώρηση έγκρισης, η οποία και πάλι απερρίφθη στις 28.6.2002. Οι μετοχές έκτοτε δεν έχουν μεταβιβαστεί.

 

Η απαίτηση της εφεσείουσας στη βάση δόλου και/ή ψευδών παραστάσεων που προέβαλε με την έκθεση απαίτησής της στηριζόταν στον ισχυρισμό ότι η εφεσίβλητη και οι αξιωματούχοι της, οι οποίοι ήταν ταυτόχρονα και αξιωματούχοι της E & F, ενώ γνώριζαν ότι η E & F ασκούσε τραπεζικές εργασίες που διέπονταν από τις πρόνοιες του Ν.66(Ι)/1997 απέκρυψαν το γεγονός αυτό από την εφεσείουσα και τον όμιλο, με σκοπό να τους εξαπατήσουν για να προβούν στην αγορά των εν λόγω μετοχών.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού αξιολόγησε την προσαχθείσα μαρτυρία και αποδεχόμενο τη μαρτυρία του ΜΥ και αφού ανέλυσε τη νομική πτυχή της υπόθεσης, έκρινε πως δεν υπήρξε από πλευράς εφεσίβλητης ενεργός απόκρυψη γεγονότων με σκοπό την εξαπάτηση της εφεσείουσας. Απέρριψε, επίσης, τον ισχυρισμό περί ψευδών παραστάσεων από πλευράς εφεσίβλητης. Επιπρόσθετα, δεν θεώρησε ότι η εφεσίβλητη είχε καθήκον να αποκαλύψει ρητά το θέμα της άδειας και των όρων της στην εφεσείουσα κατά τις διαπραγματεύσεις ούτε να υποδείξει σ΄ αυτή τις πρόνοιες της σχετικής νομοθεσίας.

 

Παρά την πιο πάνω κατάληξή του, το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε και εξέτασε κατά πόσο υφίστατο η υπεράσπιση που προνοείται από το άρθρο 19(3), του Κεφ. 149, και θεώρησε ότι, σε περίπτωση που είχε αποδειχθεί απάτη, η υπεράσπιση αυτή θα ήταν επιτυχής. Η εφεσείουσα είχε τον τρόπο να διαπιστώσει τα γεγονότα τα οποία επικαλείται ότι της απεκρύβησαν και δεν προέβη στις ορθές ενέργειες για να τα διαπιστώσει.

 

Έκρινε, περαιτέρω, ότι δεν τίθετο θέμα ματαίωσης (frustration) της συμφωνίας στη βάση των δεδομένων της υπόθεσης και ότι υπεισέρχονταν και οι πρόνοιες του άρθρου 56(3), του Κεφ. 149, και η υπεράσπιση της εύλογης επιμέλειας.

 

Τέλος, έκρινε ότι δεν έχει αποδειχθεί παράβαση συμφωνίας έτσι ώστε να ευθύνεται η εφεσίβλητη για το γεγονός ότι οι μετοχές δεν μεταβιβάστηκαν στην εφεσείουσα και απέρριψε την αγωγή.

 

Με τους ακόλουθους έξι λόγους έφεσης αμφισβητείται η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης:

 

(α) Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα κατέληξε ότι δεν υπήρξε δόλος ή και ψευδείς παραστάσεις με βάση τα επίδικα γεγονότα,

 

(β) Παρέλειψε να αιτιολογήσει επαρκώς ή και καθόλου την απόφασή του,

 

(γ) Ερμήνευσε ή και εφάρμοσε λανθασμένα τις αρχές του δόγματος της ματαίωσης (frustration),

 

(δ) Ερμήνευσε εσφαλμένα τη συμφωνία, Τεκμ. 4,

 

(ε) Εσφαλμένα έκρινε ότι δεν υπήρξε παράβαση της συμφωνίας, Τεκμ. 4, ότι η εφεσίβλητη δεν φέρει ευθύνη για τη μη μεταβίβαση των μετοχών ότι δεν υπήρξε αποτυχία ανταλλάγματος και ότι δεν ήταν επιστρεπτέο το καταβληθέν από την εφεσείουσα ποσό,

 

(στ) Προέβη σε λανθασμένα και συγκρουόμενα πραγματικά ευρήματα.

 

Ο πρώτος λόγος έφεσης περιστρέφεται γύρω από την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν υπήρξε δόλος ή και ψευδείς παραστάσεις εκ μέρους της εφεσίβλητης στη βάση των επίδικων γεγονότων.

 

Η εφεσείουσα προβάλλει πως η εφεσίβλητη δεν αποκάλυψε κατά τη σύναψη της Συμφωνίας ότι η E & F κατείχε άδεια από την Κεντρική Τράπεζα για άσκηση ορισμένης φύσεως τραπεζικές εργασίες παρά την οποιαδήποτε περί τούτου ανακοίνωση πλέον του ενός έτους προηγουμένως. Η μη αποκάλυψη είχε ως αποτέλεσμα η εφεσείουσα να μη γνωρίζει ότι εγειρόταν ζήτημα άδειας της Κεντρικής Τράπεζας για σκοπούς ολοκλήρωσης της επίδικης συμφωνίας και τελικά να ζημιώσει το ποσό της αξίωσης. Περαιτέρω εισηγείται πως στη βάση του γεγονότος ότι ο ΜΥ γνώριζε ότι η εταιρεία είχε άδεια για τραπεζικές εργασίες λόγω του ότι ήταν ο γραμματέας της και ο ίδιος αναγνώρισε στη γραπτή του δήλωση περί ανάγκης λήψης της εγκρίσεως της Κεντρικής Τράπεζας για απόκτηση ελέγχου στην  Ε & F, εξάγεται το συμπέρασμα ότι η εφεσίβλητη κατά τη σύναψη της συμφωνίας γνώριζε ότι προαπαιτείτο η έγκριση της Κεντρικής Τράπεζας και δεν ανέφερε τίποτε στην εφεσείουσα. Επιπλέον, υπήρχαν γεγονότα που καταδεικνύουν γνώση από πλευράς εφεσίβλητης και δεν λήφθηκαν υπόψη από το Δικαστήριο. Ως τέτοια προβάλλονται (α) η αποστολή επιστολής από την εφεσίβλητη προειδοποιώντας για την άσκηση του δικαιώματος, η οποία εστάλη, κατά την εφεσείουσα γιατί η εφεσίβλητη γνώριζε περί του προβλήματος της μεταβίβασης και ήθελε να προκαταλάβει οποιαδήποτε αντίδραση της εφεσείουσας και (β) η διατύπωση στην επιστολή που απεστάλη από την εφεσίβλητη στις 30.4.2001 «Αναφερόμαστε στη μεταξύ μας συμφωνία ημερομηνίας 4.1.2001 με την οποία μας παραχωρήσατε το δικαίωμα (put option) να διαθέσουμε σε πελάτες σας μέσω σας 1.500.000 μετοχές.». Με αυτό τον τρόπο η εφεσίβλητη προσπάθησε να στρεβλώσει το περιεχόμενο της επίδικης συμφωνίας ώστε να φαίνεται ότι η μεταβίβαση θα γινόταν όχι στην εφεσείουσα αλλά σε τρίτα πρόσωπα.

 

Απόλυτα συναφής με τον πιο πάνω λόγο έφεσης είναι ο τέταρτος λόγος που αφορά στην ερμηνεία της επίδικης συμφωνίας. Η εφεσείουσα καταλογίζει θεμελιώδη σφάλματα στο πρωτόδικο Δικαστήριο κατά την ερμηνεία της εν λόγω συμφωνίας. Κεντρικός άξονας της επιχειρηματολογίας είναι η ερμηνεία της λέξης «διάθεση» που καταγράφεται στη συμφωνία σε δύο σημεία. Σύμφωνα με την εισήγηση, θα πρέπει να δοθεί στη λέξη «διάθεση» η συνήθης έννοια της λέξης η οποία είναι, η μεταβίβαση κυριότητας. Με τον τρόπο που ερμήνευσε τη συμφωνία το πρωτόδικο Δικαστήριο, συνεχίζει η εισήγηση, ουσιαστικά διαγράφεται το μέρος εκείνο της συμφωνίας που αφορά στην πρώτη διάθεση. Σύμφωνα με τους κανόνες ερμηνείας, όροι που αναφέρονται πέραν της μίας φοράς στο ίδιο κείμενο, πρέπει να ερμηνεύονται κατά τον ίδιο τρόπο. Εν προκειμένω, δεν μπορεί παρά η διάθεση να εκληφθεί ως μεταβίβαση κυριότητας. Αν πρόθεση των μερών ήταν να μην γίνει μεταβίβαση στην εφεσείουσα, αλλά μόνο σε πελάτες της, υπήρχαν άλλες διατυπώσεις πολύ πιο σαφείς προς αποτύπωση μίας τέτοιας διάθεσης. Η αναφορά σε πελάτες μπορεί να υποδηλώνει την πρόθεση της εφεσείουσας ότι δεν θα κρατούσε επ΄ αόριστο τις μετοχές στο όνομά της, ίσως για να κρατήσει χαμηλά τα ποσοστά της στην E & F αλλά δεν αλλάζει την ουσία της συναλλαγής, ότι δηλαδή θα αποκτούσε τουλάχιστον στην πρώτη φάση την κυριότητά τους. Περαιτέρω, η εφεσείουσα σημειώνει τη λανθασμένη κατά την κρίση της αναφορά του Δικαστηρίου ότι σε περίπτωση ασάφειας του κειμένου, αυτό θα πρέπει να ερμηνευθεί προς όφελος της εφεσίβλητης, η οποία έχει πάρει ως αντάλλαγμα το ποσό των ΛΚ3.000.000 και καταλήγει να κατέχει και τις μετοχές.

 Διαφορετική είναι η αντίκριση του θέματος από την εφεσίβλητη, σύμφωνα με την οποία, ορθά ερμηνεύθηκε ο όρος «διάθεση» από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Ο όρος «διάθεση», σύμφωνα με την εισήγηση, αποτελεί ένα αρκετά ευρύ όρο, ενώ ο όρος «μεταβίβαση» συνιστά το αποτέλεσμα και/ή το επόμενο και/ή την πράξη συνεπεία της διάθεσης. Εάν η πρόθεση της εφεσείουσας ήταν η ερμηνεία του όρου «διάθεση» να είναι μεταβίβαση, τότε η συμφωνία θα μετέθετε το βάρος της εγγραφής της μεταβίβασης από την εφεσείουσα στην εφεσίβλητη και είναι άξιο απορίας γιατί δεν χρησιμοποιήθηκε η λέξη «μεταβίβαση». Με τις ενέργειές της όμως η εφεσείουσα σιωπηρά παραδέχεται ότι την ευθύνη για την εγγραφή της μεταβίβασης δεν την είχε η εφεσίβλητη, αλλά η ίδια. Η έκδοση των λευκών μεταβιβαστηρίων εγγράφων εκ μέρους της εφεσίβλητης σήμαινε την εκπλήρωση των υποχρεώσεών της που απορρέουν από τη συμφωνία. Η εφεσίβλητη παρέπεμψε, επίσης, στην ερμηνεία του όρου «διάθεση» και «μεταβίβαση», που δόθηκε στην υπόθεση Γιωργαλλίδου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Διευθυντή Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων Yπόθεση Αρ. 132/2004 ημερομηνίας 17.2.2006, σε συνάρτηση με τον περί Φορολογίας Κεφαλαιουχικών Κερδών Νόμο. Λεξιλογικά, δε, παρέπεμψε στο Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, του Γ. Μπαμπινιώτη.

 

Ο τρόπος ερμηνείας όρων εγγράφων αναλύθηκε ορθά από το πρωτόδικο Δικαστήριο.

 

Με παραπομπή στην Glory Worldwide Holdings Ltd v. Αθλητικού Συλλόγου Ομόνοια Λευκωσίας (2012) 1(Β) ΑΑΔ 1633, τονίστηκε η καθιερωμένη αρχή ότι, η ερμηνεία ενός εγγράφου είναι θέμα νομικό και γίνεται από το Δικαστήριο, το οποίο περιορίζεται στους όρους της συμφωνίας, μέσα από την οποία αναζητεί την πρόθεση των μερών. Το δε ερμηνευτικό έργο του, δεν επεκτείνεται σε εξωγενείς παράγοντες και υποθέσεις, ενώ κριτήριο είναι η έννοια την οποία μεταδίδει το κείμενο της συμφωνίας στο μέσο λογικό άνθρωπο (βλ. Λάμπρου ν. Παράσχου (1993) 1 ΑΑΔ 397, Οικονόμου κ.α. ν. Ττοφινή κ.α. (1993) 1 ΑΑΔ 436). Επίσης, έγινε αναφορά στις Θεολόγου κ.α. ν. Κτηματικής Εταιρείας Νέμεσις Λτδ (1998) 1(Α) ΑΑΔ 407, Χ"Σωτηρίου ν. Κυπριακές Αερογραμμές Δημόσια Εταιρεία Λτδ (2011) 1(Β) ΑΑΔ 1406, στις οποίες κρίθηκε ότι για την ερμηνεία όρων εγγράφου, το Δικαστήριο μπορεί να λάβει υπόψιν το υπόβαθρο της συμφωνίας, εξαιρουμένων πάντοτε των διαπραγματεύσεων, των μονομερών δηλώσεων και υποκειμενικών προθέσεων των συμβαλλομένων.

 

Εξετάσαμε τις θέσεις των δύο πλευρών υπό το φως της νομολογίας που διέπει το θέμα.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο ως προς την ερμηνεία της συμφωνίας, κατέληξε ως ακολούθως:

 

«Στην παρούσα περίπτωση, δεν υπάρχει μαρτυρία που να ικανοποιεί το Δικαστήριο ότι η Ενάγουσα είχε εκδηλώσει προς την Εναγόμενη την πρόθεσή της για το πού είχε σκοπό να διαθέσει τις μετοχές. Ούτε από το κείμενο μεταδίδεται σαφώς η έννοια ότι οι μετοχές θα μεταβιβάζονταν πρώτα επ΄ ονόματι της Ενάγουσας και μετέπειτα σε πελάτες. Το γεγονός ότι στο Τεκμήριο 4 αναφέρεται ο όρος «διάθεση», δεν μπορεί να εκληφθεί ως δεδομένο ότι εννοείται μεταβίβαση. Θεωρώ ότι η ασάφεια αυτή επενεργεί υπέρ της Εναγόμενης. Εξάλλου, με τα μεταβιβαστήρια που είχαν δοθεί στην Ενάγουσα (Τεκμήριο 26), μεταβίβαση θα μπορούσε να γίνει σε οποιοδήποτε πρόσωπο, τηρουμένων όμως των προνοιών της νομοθεσίας και της πολιτικής της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου.»

 

Η ερμηνεία που δίδεται στον όρο «διάθεση» στο λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας του Γ. Μπαμπινιώτη, μεταξύ άλλων, είναι «η παραχώρηση της δυνατότητας χρήσεως (πράγματος) σε άλλον», και «η προώθηση στην αγορά και η κατανάλωση.».

 

Η υπόθεση Γιωργαλλίδου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (πιο πάνω), στην οποία παρέπεμψε η εφεσείουσα, αφορά μεν διαφορετική υπόθεση που κρίθηκε στη βάση του περί Φορολογίας Κεφαλαιουχικών Κερδών Νόμου, πλην όμως, μπορεί να προσφέρει σχετική καθοδήγηση ως προς την έννοια του όρου «διάθεση». Σε εκείνη την υπόθεση διαχωρίστηκε η έννοια «διάθεση» από την έννοια του όρου «μεταβίβαση», σε συνάρτηση με τον περί Κεφαλαιουχικών Κερδών Νόμο του 1980, Ν.52/80, ως ακολούθως:

 

«Ο όρος "ιδιοκτησία" εννοιολογικά υποδηλώνει την κυριότητα επί ακινήτου ή κινητού αντικειμένου και εξυπακούει τη δυνατότητα διάθεσης του (Δέστε την απόφαση του Δικαστή Πική (όπως ήταν τότε) στην Ορφανίδης ν. Δημοκρατίας (1994) 4(Γ) Α.Α.Δ. 1779).

 

Η διάθεση ιδιοκτησίας και η εξ αυτής πραγματοποίηση κεφαλαιουχικού κέρδους υπόκειται σε φορολογία με βάση το σχετικό περί Φορολογίας Κεφαλαιουχικών Κερδών Νόμο (Αρ. 52/80), όπως τροποποιήθηκε.

 

Το άρθρο 10 του Νόμου εκείνου προνοεί τα ακόλουθα:

 

«10. Δια τους σκοπούς του παρόντος Νόμου διάθεση ιδιοκτησίας περιλαμβάνει πώλησιν, συμφωνίαν πωλήσεως, ανταλλαγήν, μίσθωσιν, ήτις ενεγράφη συμφώνως προς τα διατάξεις του εκάστοτε εν ισχύι περί Ακινήτου Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμησις) Νόμου και δωρεάν ιδιοκτησίας ως και εγκατάλειψιν χρήσεως ή εκμεταλλεύσεως οιουδήποτε σχετικού δικαιώματος, αλλά δεν περιλαμβάνει..».

 

 Οι πρόνοιες του άρθρου 10 του Νόμου είναι σαφείς και επιβάλλουν φορολογία επί του συνόλου του κέρδους που πραγματοποιείται από την ημερομηνία διάθεσης της ιδιοκτησίας. Ουσιώδης λοιπόν ή κρίσιμος χρόνος για σκοπούς επιβολής φορολογίας κεφαλαιουχικών κερδών επί ιδιοκτησίας είναι η ημερομηνία διάθεσης της.» 

 

Εν προκειμένω, ο όρος «διάθεση», πέραν των όσων αναφέρονται πιο πάνω, δε θα μπορούσε να έχει την περιορισμένη έννοια της μεταβίβασης, με βάση την έννοια που μεταδίδει το κείμενο της συμφωνίας στο μέσο λογικό άνθρωπο. Ο όρος «διάθεση» χρησιμοποιείται δύο φορές στο κείμενο. Εάν είχε το νόημα της μεταβίβασης θα σήμαινε ότι η εφεσίβλητη είχε υποχρέωση να μεταβιβάσει τις μετοχές στη CLR με αποκλειστικό σκοπό η CLR να μεταβιβάσει σε πελάτες της. Από την άλλη η CLR είχε υποχρέωση να καταβάλει το ποσό των ΛΚ2.00 ανά μετοχή, ανεξάρτητα αν οι μετοχές θα διατίθεντο εντός της προθεσμίας που τίθεται στη συμφωνία και ανεξάρτητα από την τιμή διάθεσης των εν λόγω μετοχών στους πελάτες της. Με αυτά τα δεδομένα δεν είναι αντιληπτό γιατί η πληρωμή να μην σχετίζεται άμεσα με τη μεταβίβαση των μετοχών στη CLR με την οποία έγινε η σύμβαση και δεν υπάρχει λογική εξήγηση για ποιο λόγο προσετέθη ο σκοπός για τον οποίο οι μετοχές θα μεταβιβάζοντο στη CLR.

 

Ως εκ των ανωτέρω, θεωρούμε ότι ορθά κρίθηκε ότι ο όρος «διάθεση» στο κείμενο της συμφωνίας δεν είχε την έννοια της «μεταβίβασης». Επιπρόσθετα, θα λέγαμε ότι το γεγονός και μόνο ότι δόθηκαν εν λευκώ 15 μεταβιβαστήρια έγγραφα μαζί με τους σχετικούς τίτλους μετοχών συνηγορεί προς αυτή την ερμηνεία. Η εφεσίβλητη με την παράδοση των μεταβιβαστηρίων εγγράφων, τα οποία δόθηκαν κατόπιν αιτήματος της CLR, ουσιαστικά «διέθεσαν» τις μετοχές στην εφεσείουσα.

 

Επιστρέφοντας στην εξέταση του πρώτου λόγου έφεσης, κρίνουμε ότι αυτός δεν ευσταθεί για τους ακόλουθους λόγους:

 

Με βάση την ερμηνεία της συμφωνίας, η υποχρέωση της εφεσίβλητης ήταν να διαθέσει προς την εφεσείουσα τις μετοχές, με στόχο τη διάθεσή τους στους πελάτες τους. Η υπογραφή των 15 μεταβιβαστηρίων εγγράφων συνηγορούσε προς αυτή την κατεύθυνση. Ως αποτέλεσμα η εφεσίβλητη δεν μπορούσε να προβλέψει σε ποιους και σε ποιο ποσοστό θα κατέληγαν οι μετοχές για να γνωρίζει κατά πόσο θα τίθετο θέμα εξασφάλισης έγκρισης της Κεντρικής Τράπεζας.

 

Περαιτέρω, τα ευρήματα του Δικαστηρίου ότι η εφεσίβλητη δεν ήταν ενήμερη για την ύπαρξη του στρατηγικού πλάνου και για τις ενέργειες που γίνονταν για την υλοποίησή του, ούτε γνώριζε για τις ακριβείς προθέσεις της εφεσείουσας αναφορικά με τις 1.500.000, δεν αμφισβητούνται με την παρούσα έφεση.

 

Ως προς την κατ΄ ισχυρισμόν υποχρέωση της εφεσίβλητης να θέσει το γεγονός ότι η E & F είχε άδεια για τραπεζικές εργασίες και πως η παράλειψη της να το πράξει συνιστούσε απάτη, θεωρούμε ότι οι αρχές που διέπουν το θέμα ορθά διατυπώθηκαν στην πρωτόδικη απόφαση.

 

Ο ορισμός της «απάτης» καθώς και των «ψευδών παραστάσεων» περιλαμβάνεται στα άρθρα 17 και 18 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149[1]. Στην υπόθεση Frederickou Schools Co. Ltd κ.ά. ν. Acuac Inc. (2002) 1 ΑΑΔ 1527 αναφέρθηκε ότι «η ενεργός απόκρυψη ή αποσιώπηση αληθινού γεγονότος από πρόσωπο που το γνωρίζει συνιστά, κατά το άρθρ. 17(1)(β), μορφή απάτης, και ελκύει τις συνέπειες του άρθρ. 19.  Όμως η απλή σιωπή, κατά το ίδιο άρθρο, δεν αρκεί, εκτός αν οι περιστάσεις επιβάλλουν στο πρόσωπο αυτό να δηλώσει το γεγονός ή αν η σιωπή του μπορεί από μόνη της να εκληφθεί ως δήλωση ή αν ισοδυναμεί με δήλωση.  Αποδίδοντας στο επίθετο "ενεργός" τη φυσική του σημασία, για να είναι νομικά επιλήψιμη ή απόκρυψη, πρέπει να εκδηλώνεται με συγκεκριμένη πράξη, συμπεριφορά ή στάση».

 

Με δεδομένο ότι η εφεσείουσα ήταν χρηματιστηριακή εταιρεία, η οποία ετοίμασε στρατηγικό σχέδιο για την απόκτηση και διάθεση των επίδικων μετοχών θα αναμένετο να γνώριζε τα χαρακτηριστικά στοιχεία της εταιρείας που ήθελε να αποκτήσει τις μετοχές της. Η δημοσιοποίηση στο ΧΑΚ, έστω ένα χρόνο προηγουμένως, ότι η εταιρεία είχε άδεια για τραπεζικές εργασίες σήμαινε πως το γεγονός αυτό είχε καταστεί γνωστό στο επενδυτικό κοινό.

 

Μετά την υπογραφή του Τεκμηρίου 4 ακολούθησε η αποστολή από την εφεσίβλητη επιστολής ημερομηνίας 23.4.2001 (Τεκμ. 5) με την οποία πληροφορούσε την εφεσείουσα περί της πρόθεσής της να ασκήσει στις 30.4.2001 το δικαίωμα (put option). Παραθέτουμε αυτούσιο το περιεχόμενό της:

 

«Αναφερόμαστε στη μεταξύ μας συμφωνία 4.1.2001 με την οποία μας παραχωρήσατε το δικαίωμα (put option) να διαθέσουμε σε πελάτες σας μέσω σας 1.500.000 μετοχές της Euroinvestment and Finance Ltd με δική σας υποχρέωση να μας πληρώσετε σε μετρητά το ποσό των ΛΚ2.00 ανά μετοχή, ανεξάρτητα αν οιμετοχές διατεθούν ή όχι και ανεξάρτητα από τη τιμή διάθεσης των εν λόγω μετοχών, και να σας πληροφορήσουμε ότι δια της παρούσας εξασκούμε το εν λόγω δικαίωμα (Put Option) και παρακαλούμε όπως μέσα στις προθεσμίες που προβλέπει η συμφωνία μας (ήτοι εντός 5 ημερών) προβείτε στις δέουσες διευθετήσεις και καταβάλετε σ΄ εμάς το συμφωνηθέν αντίτιμο.

 

Τα έγγραφα μεταβιβάσεως και ο σχετικός τίτλος είναι στη διάθεσή σας ώστε η συναλλαγή να διεκπεραιωθεί σύμφωνα με τις διαδικασίες του Χρηματιστηρίου, πάντοτε βέβαια υπό την προϋπόθεση ότι θα καταβληθεί σε μας μέσα στην καθορισμένη προθεσμία ποσό £2.- ανά μετοχή. Προς τούτο είμαστε στη διάθεσή σας να υπογράψουμε παν σχετικό έγγραφο προς υλοποίηση των πιο πάνω.»

 

 

Ακολούθησε επιστολή ημερομηνίας 30.4.2001, με την οποία ασκήθηκε το δικαίωμα το περιεχόμενο της οποίας παρατίθεται αυτούσιο:

 

 

 

«Αναφερόμαστε στη μεταξύ μας συμφωνία ημερομηνίας 4.1.2001 με την οποία μας παραχωρήσατε το δικαίωμα (put option) να διαθέσουμε σε πελάτες σας μέσω σας 1.500.000 μετοχές της Euroinvestment and Finance Ltd με δική σας υποχρέωση να μας πληρώσετε σε μετρητά το ποσό των ΛΚ2.00 ανά μετοχή, ανεξάρτητα αν οι μετοχές διατεθούν ή όχι και ανεξάρτητα από τη τιμή διάθεσης των εν λόγω μετοχών, και να σας πληροφορήσουμε ότι πρόθεσή μας είναι να εξασκήσουμε στις 30 Απριλίου 2001 το εν λόγω δικαίωμα (Put Option) και παρακαλούμε όπως μέσα στις προθεσμίες που προβλέπει η συμφωνία μας προβείτε στις δέουσες διευθετήσεις και καταβάλετε σ΄ εμάς το συμφωνηθέν αντίτιμο.

 

Από πλευράς μας είμαστε έτοιμοι να μεταβιβάσουμε τις υπό διάθεση μετοχές όπως εσείς μας υποδείξετε. Σε περίπτωση που συναλλαγές, λόγω του ύψους τους, δέον όπως γίνουν μέσω Χρηματιστηρίου (στο πάτωμα) θα σας δώσουμε, υπό την ιδιότητά σας ως Χρηματιστηριακό γραφείο, εντολή να προβείτε στα αναγκαία, πάντοτε υπό την προϋπόθεση ότι θα καταβληθεί σε μας μέσα στην καθορισμένη προθεσμία ποσό £2.- ανά μετοχή. Προς τούτο είμαστε στη διάθεσή σας να υπογράψουμε παν σχετικό έγγραφο προς υλοποίηση των πιο πάνω.»

 

Η διατύπωση των πιο πάνω επιστολών συνάδει με τη διατύπωση της επίδικης συμφωνίας και δεν κρίνουμε ότι με αυτές υπήρξε προσπάθεια στρέβλωσης του περιεχομένου της επίδικης συμφωνίας ως ισχυρίζεται η εφεσείουσα.

 

Περαιτέρω, έστω και αν ο ΜΥ γνώριζε ότι η εταιρεία είχε άδεια για τραπεζικές εργασίες και πως απαιτείτο η άδεια της Κεντρικής Τράπεζας για απόκτηση ελέγχου της E & F, ως εισηγείται η εφεσείουσα, το γεγονός ότι δεν το ανέφερε στην εφεσίβλητη, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ενέργεια απόκρυψης που συνιστά μορφή απάτης.

 

Το γεγονός ότι η εφεσίβλητη ήταν χρηματιστηριακή εταιρεία που στόχο είχε την υλοποίηση του στρατηγικού σχεδίου που αναφέρθηκε πιο πάνω και στα πλαίσια αυτού αποφάσισε να επενδύσει το ουχί ευκαταφρόνητο ποσό των ΛΚ3.000.000, θα ανέμενε κάποιος να προβεί σε όλες τις δέουσες έρευνες, προτού καταλήξει στην επίδικη συμφωνία. Συνακόλουθα, δεν κρίνουμε ότι υπήρξε σφάλμα στην κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν αποδείχθηκε δόλος ή και ψευδείς παραστάσεις με βάση τα επίδικα γεγονότα.

 

Ενόψει της πιο πάνω κατάληξής μας, παρέλκει η εξέταση των υπολοίπων λόγων έφεσης, καθότι δεν τίθεται θέμα ματαίωσης της συμφωνίας ούτε παράβασής της. Στο σημείο αυτό θα ηθέλαμε να προβούμε σε μία παρατήρηση. Είναι επιτρεπτό ένας διάδικος να υποβάλλει με το δικόγραφό του διαζευκτικές αιτίες αγωγής, όμως στο τέλος θα πρέπει να προωθήσει μία εξ αυτών. Εν προκειμένω, προωθήθηκαν τόσο πρωτοδίκως, όσο και κατ΄ έφεση, όλες οι αιτίες αγωγής.

 

Ως εκ των ανωτέρω, η έφεση απορρίπτεται με €2.500 έξοδα, πλέον ΦΠΑ εναντίον της εφεσείουσας.

 

 

                                                     ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Π.

 

 

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.

 

 

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.

 

 

/ΧΤΘ



[1] 17.-(1) "Απάτη" περιλαμβάνει οποιαδήποτε από τις πιο κάτω πράξεις οι οποίες διαπράττονται από κάποιο από τους συμβαλλόμενους, ή με τη συγκατάθεση αυτού, ή από τον αντιπρόσωπο του, με σκοπό εξαπάτησης άλλου συμβαλλόμενου ή του αντιπροσώπου του, ή εξώθησης αυτού στη σύναψη σύμβασης-

(α) την παράσταση αναληθούς γεγονότος ως αληθούς, από πρόσωπο που δεν πιστεύει ότι αυτό είναι αληθές~

(β) την ενεργό απόκρυψη γεγονότος από πρόσωπο που γνωρίζει το γεγονός ή πιστεύει αυτό~

(γ) υπόσχεση που δόθηκε χωρίς πρόθεση εκπλήρωσης της~

(δ) κάθε άλλη πράξη επιτήδεια προς εξαπάτηση~

(ε) κάθε πράξη ή παράλειψη που ορίζεται ειδικά από το νόμο ως απάτη.

(2) Απλή σιωπή ως προς γεγονότα, τα οποία ενδέχεται να επηρεάσουν τη βούληση προσώπου προς σύναψη σύμβασης, δεν συνιστά απάτη, εκτός αν οι περιστάσεις είναι τέτοιες ώστε, λαμβανομένων αυτών υπόψη, το πρόσωπο που σιωπά να έχει υποχρέωση να δηλώσει αυτά ή εκτός αν η σιωπή αυτού ισοδυναμεί από μόνη της με δήλωση.

18. "Ψευδής παράσταση" περιλαμβάνει-

(α) τη θετική βεβαίωση κατά τρόπο που δεν δικαιολογείται από τις πληροφορίες του προσώπου που βεβαιώνει, γεγονότος αναληθούς παρόλο ότι το πρόσωπο που βεβαιώνει πιστεύει ότι είναι αληθές~

(β) κάθε παράβαση καθήκοντος, η οποία, χωρίς πρόθεση εξαπάτησης, επιφέρει όφελος στον υπαίτιο ή σε οποιοδήποτε ο οποίος αξιώνει μέσω αυτού, με την παραπλάνηση άλλου προς βλάβη αυτού ή προς βλάβη οποιουδήποτε που αξιώνει μέσω αυτού~

(γ) την πρόκληση, έστω και ανυπαίτια, πλάνης ως προς την ουσία του αντικειμένου της συμφωνίας σε μέρος αυτής.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο