ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:

Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
public Ψαρά-Μιλτιάδου, Τάσια Στυλιανίδου-Πούγιουρου, Αντρούλα Μαλαχτός, Χάρης CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2020-07-15 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ALTIUS INSURANCE LTD v. ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Aγωγή αρ. 2/18, 15/7/2020 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2020:A240

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

 (Aγωγή αρ. 2/18)

 

15 Ιουλίου, 2020

 

[ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, ΜΑΛΑΧΤΟΣ,  Δ/ΣΤΕΣ]

 

Μεταξύ:

ALTIUS INSURANCE LTD

Ενάγουσα

και

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Εναγόμενος.

_ _ _ _ _ _

 

Αχ.Δημητριάδης για Λ.ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗ ΔΕΠΕ, για ενάγουσα

Μαρ.Τσαγγάρη, (κα),  δικηγόρος της Δημοκρατίας, για εναγόμενο

_ _ _ _ _ _

ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από εμένα.

----------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.:  Η ενάγουσα είναι ασφαλιστική εταιρεία δεόντως εγγεγραμμένη σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Εταιρειών Νόμου, με άδεια να διεξάγει ασφαλιστικές εργασίες στην Κύπρο.  Η ενάγουσα ονομαζόταν Alpha Ασφαλιστική Λτδ. και στη συνέχεια, περί τον Ιούλιο του 2015, άλλαξε το άνομα της σε ΑΙtius Insurance Ltd. Σχετική Αίτηση για τροποποίηση του τίτλου της έφεσης, όπου καταδεικνύεται η αλλαγή ονόματος, έγινε αποδεκτή από το Ανώτατο Δικαστήριο στις 18/10/2016.

 

Ο εναγόμενος ενάγεται υπό την ιδιότητα του ως το αρμόδιο να ενάγεται πρόσωπο σε αγωγές που στρέφονται εναντίον της Κυπριακής Δημοκρατίας, σύμφωνα με το άρθρο 57 του Περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60 και σύμφωνα με το άρθρο 10 του περί Αποτελεσματικών Θεραπειών για Παραβίαση του Δικαιώματος σε Διάγνωση Αστικών Δικαιωμάτων και Υποχρεώσεων σε Εύλογο Χρόνο Νόμου του 2010 (Ν.2(Ι)/2010).

 

Την 06/05/2004 καταχωρήθηκε Γενικώς Οπισθογραφημένο Κλητήριο Ένταλμα στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, με την αγωγή να λαμβάνει αριθμό 4099/2004.  Η ενάγουσα στην παρούσα αγωγή ήταν η εναγόμενη στην ως άνω αγωγή.

 

Πρόκειται για αγωγή με την οποία οι ενάγοντες δηλ. οι PROLIFIC INSURANCΕ CONSULTANTS LTD (εφεξής «Prolific») ζητούσαν συγκεκριμένα ποσά προμηθειών, δυνάμει συμφωνίας η οποία τερματίστηκε.  Επρόκειτο για αξίωση ως προς αποζημιώσεις-προμήθειες για μεγάλο χρονικό διάστημα.

 

Η  διαδικαστική πορεία της αγωγής αυτής αφορά τα έτη 2004 έως και την τελική απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου στις 6.12.10 με την οποία απέρριψε την αγωγή με έξοδα υπέρ της εδώ ενάγουσας. Στις 17/01/2011 καταχωρήθηκε έφεση από την Prolific, στην απόφαση ημερ.06/12/2010, η οποία έλαβε αριθμό Πολιτικής Έφεσης 28/2011.  Στις 23/11/2011 η έφεση ορίστηκε για Προδικασία όπου δόθηκαν οδηγίες για καταχώρηση περιγραμμάτων αγόρευσης.  Στις 05/01/2012 η Prolific καταχώρησε το περίγραμμα αγόρευσης της.  Στις 16/02/2012 η ενάγουσα, εφεσίβλητη στην ως άνω έφεση, καταχώρησε το δικό της περίγραμμα αγόρευσης. Στις 18/10/2016 ξεκίνησε και ολοκληρώθηκε η ακρόαση της έφεσης και ακολούθως επιφυλάχθηκε απόφαση. Στις 20/12/2017 δόθηκε η απόφαση στην έφεση. Με την απόφαση του Εφετείου (πλειοψηφίας) ανατράπηκε η πρωτόδικη κρίση και εξεδόθη απόφαση υπέρ της "Prolific" και εναντίον της εδώ ενάγουσας για το ποσό των €1,823.767. 

 

Η απόφαση ημερ.20/12/2017 δεν έκανε οποιαδήποτε αναφορά σε τόκο και ή νόμιμο τόκο.  Μετά από επιστολή ημερ.04/01/2018 της Prolific προς το Ανώτατο Δικαστήριο, στις 09/01/2018 η απόφαση ημερομηνίας 20/12/2017 επανασυντάχθηκε με τρόπο που περιλάμβανε νόμιμο τόκο από την καταχώρηση της αγωγής. Στις 11/01/2018 η ενάγουσα καταχώρησε Αίτηση που έλαβε αριθμό 2/2018, με την οποία ζητούσε άδεια του Δικαστηρίου για την καταχώρηση Αίτησης δια κλήσεως για έκδοση προνομιακού εντάλματος certiorari, για ακύρωση της τροποποίησης και/ή αλλαγής και/ή επανασύνταξης της απόφασης ημερ.20/12/2017 καθώς και αναστολή ισχύς της εν λόγω απόφασης. Στις 16/01/2018 πραγματοποιήθηκε η ακρόαση της προαναφερόμενης αίτησης. Στις 25/01/2019 δόθηκε η απόφαση αναφορικά με την ανωτέρω Αίτηση, απορρίπτοντας τα αιτήματα της ενάγουσας. Στις 14/02/2018 η ενάγουσα καταχώρησε Αίτηση στο Ανώτατο Δικαστήριο, μέσω επιστολής της, για να ξανανοίξει η έφεση.  Στις 26/03/2018 η Αίτηση της ενάγουσας ημερ.14/02/2018 απορρίφθηκε.

 

Ενώπιον μας κατέθεσε ως μοναδικός μάρτυρας ο xxx Γρηγορίου, Διευθυντής της ενάγουσας, ο οποίος και αναφέρθηκε στις διαδικαστικές διαδρομές της υπόθεσης αναλύοντας λεπτομερώς τις απαιτήσεις της ενάγουσας όπως δικογραφούνται και στην ΄Εκθεση Απαιτήσεως.  Να θέσουμε ευθύς εξ αρχής ότι δεν υπήρξε θέμα αμφισβήτησης σε επίπεδο γεγονότων του μάρτυρα αυτού.  Απλώς υπήρξε αμφισβήτηση της νομικής πτυχής των αξιώσεων του.  Κρατούμε πάντως από τη μαρτυρία του πως στις 16.4.2018 η ενάγουσα κατέβαλε στην Prolific το ποσό των €1,350.000, ως πλήρη και τελική εξόφληση όλων των τόκων.  (τεκμ.1).  Ακόμη είναι αποδεκτό πως υπήρξε μια αβεβαιότητα για το αποτέλεσμα που επηρέασε το σχεδιασμό της ενάγουσας ως ασφαλιστικής εταιρείας (δείκτες αφερεγγυότητας).  Η εμβέλεια όμως της απαίτησης όπως ξεδιπλώνεται από το μάρτυρα, θα αξιολογηθεί πιο κάτω. 

 

Η παρούσα αγωγή έχει εγερθεί δυνάμει του περί Αποτελεσματικών Θεραπειών για Παραβίαση του Δικαιώματος σε Διάγνωση Αστικών Δικαιωμάτων και Υποχρεώσεων σε Εύλογο Χρόνο Νόμου του 2010 (Ν.2(Ι)/2010).  Το άρθ.3(1) και (4) του Νόμου αναφέρουν τα εξής:

«3. (1) Ο παρών Νό΅ος εφαρ΅όζεται αναφορικά ΅ε την παραβίαση του δικαιώ΅ατος προσώπων σε διάγνωση αστικών δικαιω΅άτων ή υποχρεώσεών τους σε εύλογο χρόνο σε υποθέσεις επαρχιακoύ δικαστηρίου ή σε υποθέσεις του Ανωτάτου ∆ικαστηρίου είτε αυτές εκκρε΅ούν σε οποιοδήποτε στάδιο πρωτόδικα ή κατ' έφεση είτε αυτές περατώθηκαν.

 

4. Το δικαίω΅α σε διάγνωση αστικών δικαιω΅άτων και υποχρεώσεων σε εύλογο χρόνο σε υπόθεση στην οποία εφαρ΅όζεται ο παρών Νό΅ος είναι αγώγι΅ο και το πρόσωπο που ισχυρίζεται ότι είναι θύ΅α παραβίασής του δύναται να προσφύγει στο αρ΅όδιο δικαστήριο ΅ε αγωγή κατά της ∆η΅οκρατίας, δυνά΅ει του παρόντος Νό΅ου, αξιώνοντας για την παραβίαση τις θεραπείες που προβλέπονται στον παρόντα Νόμο».

 

 

Είχαμε θέσει στους ευπαίδευτους συνηγόρους της ενάγουσας, το ερώτημα πώς είναι δυνατόν, με δεδομένες τις πρόνοιες του Νόμου δια μιας και μόνης διαδικασίας (δηλ. της παρούσας αγωγής), να επιδιώκεται θεραπεία για όλο το διάστημα από την έγερση της πρώτης αγωγής μέχρι την έκδοση απόφασης, αφενός και της έγερσης της έφεσης και αποπεράτωσης αυτής αφετέρου.

 

Η ενάγουσα θεωρεί ότι όφειλε έτσι να πράξει ώστε το Δικαστήριο συνολικά να εξετάσει το θέμα της καθυστέρησης,  και αυτό παρά τη σαφή νομοθετική περί του αντιθέτου πρόνοια αλλά και την αντίθετη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

 

Με βάση το ίδιο το Νόμο γίνεται διαχωρισμός του σταδίου που βρίσκεται η διαδικασία και εάν είναι πρωτόδικη ή κατ΄έφεση που επιδιώκεται θεραπεία.

 

Αυτό συνάγεται με απλή ανάγνωση και απλό συσχετισμό των σχετικών άρθρων μεταξύ τους.  Πρόκειται για τα άρθρα 5-10 του ως άνω Νόμου.

 

Βάσει του περιεχομένου τους γίνεται η εξής κατάταξη:

(α)  καθυστέρηση στην πρωτόδικη διαδικασία πριν την έκδοση τελεσίδικης απόφασης,

(β) καθυστέρηση στην πρωτόδικη διαδικασία μετά την έκδοση τελεσίδικης απόφασης,

(γ) καθυστέρηση στην εκδίκαση της έφεσης πριν την έκδοση απόφασης του Εφετείου,

(δ)  καθυστέρηση στην αποπεράτωση της έφεσης, όταν εκδοθεί η απόφαση του Εφετείου.

 

Η κατάταξη αυτή είναι τόσο σημαντική αφού προσδιορίζει τόσο τον τρόπο που υποβάλλεται η αξίωση όσο και την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου.

 

Όπως παρατήρησε το Εφετείο στην Πρωτογενή Αίτηση αρ.1/2018, ΖΙΑ κ.ά. ημερ. 9.9.2019, στην οποία ετέθη παρόμοιο θέμα:

«Δύο είναι οι τρόποι αξίωσης με βάση το Νόμο:

 

(α) Με καταχώρηση αγωγής, εάν η υπόθεση περατώθηκε με τελεσίδικη απόφαση. Αυτό ισχύει είτε πρόκειται για υποθέσεις που περατώθηκαν με τελεσίδικη απόφαση Επαρχιακού Δικαστηρίου είτε με τελεσίδικη απόφαση Εφετείου. Όπως αναφέραμε προηγουμένως και κατ΄επίκληση της Καούλα  ν. Γενικού Εισαγγελέα, αρ. αγωγής 1/2017, 4.7.2018,  και της προηγηθείσας νομολογίας, ο όρος τελεσίδικη απόφαση έχει την έννοια της τελικής απόφασης χωρίς να συναρτάται με το δικαίωμα έφεσης.

 

Μάλιστα εάν η αξίωση εμπίπτει σε αυτή την κατάταξη του Νόμου, αυτή πρέπει να εγερθεί εντός ενός έτους από την ημερομηνία περάτωσης της υπόθεσης με τελεσίδικη απόφαση. Ομοίως η δικαιοδοσία ως προς την εκδίκαση γι΄αυτού του είδους τις αξιώσεις καθορίζεται να είναι ο Πρόεδρος Επαρχιακού Δικαστηρίου (με κάποιες επιμέρους διαφοροποιήσεις, που δεν χρειάζεται να αναφερθούν εν προκειμένω) εφόσον πρόκειται για περατωθείσα τελεσίδικη απόφαση Επαρχιακού Δικαστηρίου. Εάν δε η αξίωση αφορά περατωθείσα έφεση η δικαιοδοσία εκδίκασης ανήκει σε τρία μέλη του Ανωτάτου Δικαστηρίου (με τις διευκρινίσεις που δίδονται στο Νόμο).

 

(β) Με καταχώρηση πρωτογενούς αίτησης. Με αυτό τον τρόπο δέον να εγείρονται με βάση το Νόμο, οι αξιώσεις που αφορούν μη περατωθείσα υπόθεση, όπου ακριβώς δεν υφίσταται τελεσίδικη απόφαση (υπό την ως άνω έννοια της τελικής απόφασης) σημειωτέον ότι για αυτή την αξίωση δεν υπάρχει προθεσμία. Αναφορικά δε με τη δικαιοδοσία γίνεται ο εξής διαχωρισμός:

 

(α) σε σχέση με εκκρεμείς υποθέσεις Επαρχιακού Δικαστηρίου στο διοικητικό Πρόεδρο,

 

(β) σε σχέση με υπόθεση Επαρχιακού Δικαστηρίου που εκκρεμεί σ΄εκείνο το στάδιο στο Ανώτατο Δικαστήριο ή με υπόθεση του Ανωτάτου Δικαστηρίου που εκκρεμεί στο Ανώτατο Δικαστήριο σε τρεις Δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

 

Η δομή και η φιλοσοφία του Νόμου όπως προκύπτει από την ενιαία ανάγνωση των άρθρων αυτών αλλά και κάτω από το πρίσμα της θεώρησης που δόθηκε στη Δημητρίου ν. Γεν. Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, Αίτηση αρ.2/13, 27.3.2014 , δεν μπορούν να οδηγήσουν σε άλλη λογική ερμηνεία, όπως εισηγείται ο ευπαίδευτος συνήγορος των αιτητών. Διαχωρίζονται σαφώς οι θεραπείες και οι προϋποθέσεις αυτών αφενός σε υπόθεση Επαρχιακού ή Ανωτάτου Δικαστηρίου κατόπιν τελεσίδικης απόφασης, όπου μόνο αγωγή μπορεί να γίνει και αφετέρου σε υπόθεση που δεν αποπερατώθηκε ως άνω, όπου η αξίωση καταχωρείται με την μορφή πρωτογενούς αιτήσεως, με ξεχωριστό πάντα πλαίσιο μεταξύ πρωτόδικης και εφετειακής δικαιοδοσίας».

 

 

Ο κ.Δημητριάδης εισηγήθηκε πως η παρούσα διαφοροποιείται από τη Δημητρίου και ΖΙΑ, ανωτέρω, επειδή πρωτοδίκως η αγωγή του 2004 απορρίφθηκε εναντίον της εδώ ενάγουσας και η δικαστική απόφαση με χρηματική μορφή λήφθηκε εναντίον της μόνο με την ανατροπή της πρώτης απόφασης και την επιδίκαση εναντίον της, του ποσού της αξίωσης πλέον €1,350.000 ποσού - τόκων -  που καταβλήθηκε ως πιο πάνω αναφέραμε (το ποσό αυτό υπολογίστηκε λαμβάνοντας υπόψη το συνολικό χρονικό διάστημα των 162 μηνών από την καταχώρηση της αγωγής μέχρι την απόφαση του Εφετείου).

 

Δεν θα συμφωνήσουμε με την εισήγηση.  Δεν υπάρχει κάτι στο Νόμο ή στη νομολογία υπέρ τέτοιου συνειρμού σκέψης. Πρόκειται για αυτοτελείς αξιώσεις που αφορούν αποζημιώσεις για καθυστερήσεις πρωτοδίκως και κατ΄έφεση και αυτό δεν συναρτάται με το περιεχόμενο της πρώτης απόφασης.

 

Η εισήγηση απορρίπτεται.  Ως συνέπεια δε τούτου το Δικαστήριο μπορεί να θεωρήσει ως σχετικό χρόνο και σχετικές αξιώσεις ή μαρτυρία, όσα εντάσσονται χρονικά στο πλαίσιο της έφεσης και μόνο.  Το ίδιο ακολουθήθηκε και στη ΖΙΑ ανωτέρω, με τις εξής παρατηρήσεις που ισχύουν και εν προκειμένω:

«Δεν θα συμφωνήσουμε με την πιο πάνω εισήγηση. Ο νομοθέτης θέλησε να προβεί σε αυτό το διαχωρισμό και οι δύο ξεχωριστές διαδικασίες υφίστανται για να κριθεί ο εύλογος χρόνος εκδίκασης πρωτόδικα και δευτεροβάθμια. Η κείμενη νομοθεσία αποκλείει την εκδίκαση ενιαίας υπόθεσης για την πρωτόδικη και τη δευτεροβάθμια διαδικασία. Όμως αυτό δεν σημαίνει ότι δεν συντρέχει αποτελεσματική θεραπεία για τους αιτητές. Τέτοια θεραπεία υφίστατο εφόσον ασκείτο αγωγή εντός ενός έτους μετά την έκδοση της πρωτόδικης τελεσίδικης απόφασης και η αξίωση αυτή θα αφορούσε παραβίαση του εύλογου χρόνου εκδίκασης της αγωγής. Οι αιτητές δεν επέλεξαν να το πράξουν. Αυτό δεν σημαίνει ότι το νομοθετικό πλαίσιο είναι ελλιπές.

 

Ακόμη και με βάση την ευρωπαϊκή νομολογία η εισήγηση αυτή δεν θα μπορούσε να επιτύχει. Στο Σύγγραμμα Ι. Σαρμά «Η δίκαιη ισορροπία», εκδόσεις Σάκκουλα 2018, σελ.112, στο Κεφάλαιο «Η εύλογη προθεσμία εκδίκασης» αναφέρεται πως «κάθε βαθμός δικαιοδοσίας μπορεί να κριθεί ξεχωριστά» (βλ. Stefanou 2954/07, 22.4.2010, para.67).

 

Σύμφωνα με τα πιο πάνω είναι φανερό πως, αποκλειομένης της αξίωσης για το χρόνο εκδίκασης που αφορά την αγωγή, παραμένει μόνο για εξέταση η θεραπεία για την εφετειακή διαδικασία από την ημερομηνία καταχώρησης της έφεσης μέχρι σήμερα».

 

 

Δεν έχει, κρίνουμε, σημασία ο ισχυρισμός πως η ενάγουσα μετά την αποπεράτωση της αγωγής δεν γνώριζε τις ζημιές της, όπως το έθεσε ο κ.Δημητριάδης.  Ο νόμος είναι σαφής και ο κάθε διάδικος πρέπει να προχωρεί με βάση τα υφιστάμενα δεδομένα του. 

 

Στη συνέχεια θα πρέπει να εξεταστεί εάν υπήρξε παραβίαση του εύλογου χρόνου εκδίκασης αναφορικά με την εφετειακή διαδικασία.

 

Η έφεση, όπως ήδη αναφέραμε  εγέρθηκε στις 17.1.2011.  Για προδικασία ορίστηκε 10 μήνες αργότερα.  Από δε την καταχώρηση του περιγράμματος της εφεσίβλητης-ενάγουσας πέρασε διάστημα 4 χρόνων και 8 μηνών ώστε να δοθεί ημερομηνία ακρόασης.  Η ακρόαση της έφεσης έλαβε χώραν στις 18.10.2016 ημερομηνία που επιφυλάχθηκε η απόφαση.  Τελικά εδόθη απόφαση, 14 μήνες μετά, ήτοι στις 20.12.2017.  Υπήρξαν διαφορετικές προσεγγίσεις των μελών του εκδικάσαντος Εφετείου και ως εκ τούτου εκδόθηκαν δύο αποφάσεις, μία της πλειοψηφίας και μία της μειοψηφίας.

 

Συνολικά κρινόμενο το διάστημα από την καταχώρηση της έφεσης (17.1.2011) μέχρι την έκδοση απόφασης  (20.12.2017), σχεδόν 7 έτη πρέπει να θεωρεί μη εύλογος χρόνος.  Υπό τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υπόθεσης η έφεση θα έπρεπε να εκδικασθεί και να εκδοθεί απόφαση σε ένα χρονικό διάστημα μέχρι τριών ετών.   Κατά το υπόλοιπο χρονικό διάστημα υπήρξε παραβίαση.  Πρόκειται για μια όχι ιδιαίτερα πολύπλοκη υπόθεση, τουλάχιστον στα νομικά της σημεία και οι δύο διάδικοι δεν συνέβαλαν με ενέργειες ή παραλείψεις τους για την καθυστέρηση.  Παρά την ύπαρξη και απόφασης μειοψηφίας, η όλη διαδικασία θα μπορούσε να ολοκληρωθεί εντός 3 ετών.

Θα συμφωνήσουμε με τον κ.Δημητριάδη πως ενδεικτική του μέσου χρόνου διεκπεραίωσης αστικών υποθέσεων είναι η έρευνα του Συμβουλίου της Ευρώπης CEPEJ (European Judicial Systems - Efficiency and quality of Justice CEPEJ STUDIES No.26, έκδοση του 2018) (δεδομένα του 2016).  Στο διάγραμμα 5.8 σελ.250 παρουσιάζονται οι χρόνοι διεκπεραίωσης αστικών και εμπορικών υποθέσεων πρωτόδικα και στο Διάγραμμα 5.17, σελ.264 παρουσιάζονται οι χρόνοι διεκπεραίωσης αστικών και εμπορικών υποθέσεων κατ΄έφεση.

 

Είναι επίσης σωστή η παρατήρηση του κ.Δημητριάδη πως δεν πρόκειται αυστηρά για ευθύνη των δικαστικών αρχών αλλά γενικότερα της Δημοκρατίας που οφείλει και εφοδιάζει τις δικαστικές αρχές με τα μέσα για σύντομη εκδίκαση των υποθέσεων.  Δεν είναι ανάγκη να υπεισέλθουμε σε στατιστικές και αριθμούς εκκρεμουσών εφέσεων.  Είναι γνωστός ο όγκος των υποθέσεων και ο ευπαίδευτος συνήγορος ορθώς τα θέτει ως δεδομένα.

 

Ακόμη και με το σκεπτικό της κας Τσαγκάρη προκύπτει παραβίαση του εύλογου χρόνου, στα ίδια περίπου στεγανά της σκέψης του κ.Δημητριάδη.  Με βάση τα πιο πάνω καταλήγουμε ότι ο εύλογος χρόνος εκδίκασης της έφεσης θα ήταν 3 έτη, ενώ εν προκειμένω χρειάστηκαν σχεδόν 7 έτη για ολοκλήρωση της έφεσης με την έκδοση της απόφασης (20.12.2017) και της τροποποίησης αυτής (9.1.2018).  Τα μετά της έκδοσης της τροποποίησης της απόφασης (αίτηση για certiorari κ.ά.) δεν μπορεί να έχουν σημασία.  ΄Αλλωστε, αφορούν χρονικό διάστημα κάποιων εβδομάδων.

 

Με βάση λοιπόν τα πιο πάνω, η έφεση εκδικάστηκε κατά παράβαση του εύλογου χρόνου κατά περίπου 4 έτη και η ενάγουσα δικαιούται επ΄αυτής της πτυχής γενικές αποζημιώσεις.  Δεν έχουμε βεβαίως καμιά αμφιβολία  ότι η ενάγουσα ως εταιρεία μπορεί να είναι θύμα παραβίασης ατομικού δικαιώματος, όπως εν προκειμένω του ευλόγου χρόνου της δίκης.  (βλ. Ανώνυμος Τουριστική Εταιρεία Ξενοδοχεία Κρήτης κατά Ελλάδας, προσφυγή αρ.35332/05, 21.2.2008, M.D.Cyprus Soya Ltd κ. Γενικός Εισαγγελέας, αρ.αγωγής 1/2018, 25.2.2019, Case of Comingersoll S.A. v. Portugal, applic.no. 35382/97, 6.4.2000).  (Βλεπίσης το Σύγγραμμα The Human rights of Companies, M.Emberland, Oxford, σελ.122 κ.επ.).

 

Είναι πάντοτε όμως θέμα βαθμού και περιστάσεων, όπως καθορίζεται και από το άρθ.11 του Νόμου.  Δεν διαφωνεί κανείς πως επρόκειτο για αυστηρά οικονομικής φύσεως διαφορά και θα αναμενόταν πρόβλεψη κινδύνου αφού ήταν υπαρκτό το ενδεχόμενο, είτε πρωτόδικα είτε δευτεροβάθμια να επιδικασθεί το ποσό ή μέρος της απαίτησης εναντίον της ενάγουσας.

 

Το σημαντικό όμως ερώτημα που γεννάται περαιτέρω είναι κατά πόσο έχει στοιχειοθετηθεί και μπορεί να επιτύχει το  μέρος της αξίωσης που αφορά τους νόμιμους τόκους που η ενάγουσα καλείται να πληρώσει για 4 χρόνια (ενδιαφέρει ο χρόνος παράβασης και όχι ο χρόνος που ζητείται). Αυτό δε ενόψει της ιδιομορφίας της πρωτόδικης απόρριψης αγωγής και της μετέπειται επιτυχίας της αξίωσης ενόψει της εκδίκασης της έφεσης.

 

Τέσσερα περίπου χρόνια παραβίασης του ευλόγου χρόνου ισοδυναμούν με 47 μήνες, όπως ρητά δηλώνει ο κ.Δημητριάδης στην παρα.146 της αγόρευσης του.  Με συνδυασμό δε με τη μαρτυρία του Μ.Ε ο κ.Δημητριάδης εισηγείται τα κάτωθι:

«143. Όπως αναφέρεται στις παραγράφους 97 με 99 ανωτέρω, η Ενάγουσα με την ολοκλήρωση της Αγωγής, δεν όφειλε οποιοδήποτε ποσό λόγω της απόρριψης της Αγωγής από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Ως εκ τούτου η υποχρέωση καταβολής του οφειλόμενου ποσού μετά τόκων δημιουργήθηκε με την Απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου στην ΄Εφεση την 20/12/2017.

 

144.  Ωστόσο, η υποχρέωση καταβολής τόκων επί του ποσού της αποζημίωσης υπολογίστηκε από την καταχώρηση της Αγωγής την 06/05/2004.

 

145.    Σε συνάρτηση με τον καθορισμό του εύλογου χρόνου ανωτέρω, η Αγωγή ολοκληρώθηκε στους 79 μήνες, άρα η καθυστέρηση στην Αγωγή ανέρχεται σε 43 μήνες, αφού αφαιρεθούν οι 36 μήνες του εύλογου χρόνου.

 

146.    Η Έφεση ολοκληρώθηκε στους 83 μήνες, άρα η καθυστέρηση στην Έφεση ανέρχεται σε (47 μήνες, αφού αφαιρεθούν οι 36 μήνες του εύλογου χρόνου.

 

147. Ο συνολικός χρόνος της καθυστέρησης και/ή του χρόνου που διήρκησε η δικαστική διαδικασία σε Αγωγή και ΄Εφεση ανέρχεται στους 162 μήνες και δεν προσμετρά τις επακόλουθες διαδικασίες ούτε τον χρόνο που μεσολάβησε μεταξύ της Απόφασης στην Αγωγή και την καταχώρηση της Έφεσης.

 

148.    Η Ενάγουσα έχει υποστεί χρηματική ζημιά για τουλάχιστον τους ανωτέρω 43 μήνες στην Αγωγή που ανέρχεται στον επιπρόσθετο νόμιμο τόκο που κλήθηκε να καταβάλει λόγω της καθυστέρησης και ο οποίος ανέρχεται σε 43/162 του συνόλου του προαναφερόμενου τόκου, που ισούται με το ποσό των €362.812,50.

 

149.    Η Ενάγουσα έχει υποστεί χρηματική ζημιά για τουλάχιστον τους ανωτέρω 47 μήνες στην Έφεση που ανέρχεται στον επιπρόσθετο νόμιμο τόκο που κλήθηκε να καταβάλει λόγω της καθυστέρησης και  ο οποίος ανέρχεται σε 47/162 του συνόλου του προαναφερόμενου τόκου, που ισούται με το ποσά των €396.562,50».

 

Η πιο πάνω συλλογιστική βεβαίως παραγνωρίζει πως η ενάγουσα εφόσον δεν ήταν υπόλογη για το ποσό λόγω της πρωτόδικης απόφασης νομίμως δεν όφειλε κανένα ποσό και συνεπώς ήταν σε θέση να διαθέσει το ποσό των τόκων για ίδιο όφελος ή να το τοκίζει μέσω καταθέσεων ή άλλως πως.  Συνεπώς δεν μπορεί να αποκατασταθεί αυτό το ποσό ως πραγματική ζημιά.

 

Το ζήτημα θα πρέπει να τύχει μιας πιο ορθολογιστικής προσέγγισης από αυτή της ενάγουσας. Η έφεση καταχωρίστηκε την 17.1.2011 και εφόσον η εφετειακή απόφαση εκδιδόταν μέχρι τον Ιανουάριο του 2014 η Ενάγουσα δεν θα μπορούσε να διατηρεί οιονδήποτε παράπονο σχετικά με την διαδικασία της έφεσης.  Ποία ήταν όμως η συνέπεια του γεγονότος ότι η εφετειακή απόφαση δεν εκδόθηκε τον Ιανουάριο του 2014 αλλά τρία χρόνια και έντεκα μήνες μετά, την 20.12.2017;  Η εφετειακή απόφαση, όποτε και αν αυτή εκδιδόταν θα είχε το ίδιο περιεχόμενο, δηλαδή την επιδίκαση εναντίον της Ενάγουσας του ποσού των €1.823.767 πλέον νόμιμο τόκο από 6.5.2004 που καταχωρίστηκε η αγωγή.  Το αποτέλεσμα της καθυστέρησης για την οποία παραπονείται η Ενάγουσα ήταν ότι αντί να κληθεί να πληρώσει το ποσό πλέον τους τόκους τον Ιανουάριο του 2014 κλήθηκε να το πληρώσει τον Δεκέμβριο του 2017.  Έλαβε αφενός πίστωση χρόνου 47 μήνες, αφετέρου όμως επιβαρύνθηκε τον νόμιμο τόκο επί του ποσού των €1.823.767 για περίοδο 47 μηνών, από τον Ιανουάριο του 2014 μέχρι τον Δεκέμβριο του 2017.  Έχει η ίδια υπολογίσει το ποσό αυτό σε €396.562,50 το οποίο εκλαμβάνουμε ως ορθό. 

 

Για να διαπιστωθεί η χρηματική της ζημιά, θα πρέπει να αποτιμηθεί σε χρήμα η πίστωση χρόνου που έλαβε ως όφελος και αφού αφαιρεθεί από το ποσό των €396.562,50, να διαπιστωθεί εάν παραμένει υπόλοιπο.  Tέτοια μαρτυρία δεν προσφέρθηκε και συνεπώς δεν καταδείχθηκε χρηματική ζημιά.

 

Όμως η όλη εξέλιξη των γεγονότων καταδεικνύει πως μπορεί - και πρέπει - να ενταχθεί το θέμα στο πλαίσιο των γενικών αποζημιώσεων ως μη αυστηρώς υλική ζημιά για την γενική ταλαιπωρία αναμονής της τελικής απόφασης.   

 

Mε τον ίδιο τρόπο κρίνουμε πως πρέπει να μεταχειριστούμε το μέρος της απαίτησης το οποίο προσπάθησε να αποδώσει ο Μ.Ε. σε συνάρτηση με την αβεβαιότητα της εκκρεμοδικίας και πώς αυτό επηρέασε τους δείκτες αφερεγγυότητας και τις δυνατότητες αναπτυξιακής δραστηριότητας της εταιρείας.  Δεν μπορούμε να θεωρήσουμε πως η μη έγκαιρη καταβολή των οφειλόμενων (που κρίθηκαν ως τέτοια με δικαστική κρίση από το Ανώτατο Δικαστήριο) θα έπρεπε να λειτουργήσει με τέτοιο τρόπο ώστε η πρόβλεψη τους και όχι η πληρωμή τους να συνιστά έρεισμα αποζημίωσης. 

 

Θα δεκτούμε όμως ότι η αβεβαιότητα ως προς την οφειλή συνιστά ένα στοιχείο που θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ειδικά έχοντας κατά νου το ύψος του ποσού καθώς και το είδος της εργασίας της ενάγουσας ως ασφαλιστική εταιρεία.

 

Θα ακολουθήσουμε ακριβώς αυτό που ελέχθη στην υπόθεση Comingersoll S.A. v. Portugal (2000) (Αρ.αίτησης 35382/97), ημερ. 6.4.2000:

"Among the matters which the Court takes into account when assessing compensation are pecuniary damage, that is the loss actually suffered as a direct result of the alleged violation, and non pecuniary damage, that is reparation for the anxiety, inconvenience and uncertainty caused by the violation, and other non-pecuniary loss.

In addition, if one or more heads of damage cannot be calculated precisely or if the distinction between pecuniary and non-pecuniary damage proves difficult, the Court may decide to make a global assessment (see the B. v. the United Kingdom (Article 50) judgment of 9 June 1988, Series A no. 136-D, pp.32-33, para10-12, and the Dombo Beheer B.V. v. the Netherlands judgment of 27 October 1993, Series A no.274, pp.20-21 para 40)."

 

Υπό το πρίσμα όλων των περιστάσεων της παρούσης,  κρίνουμε ότι το συνολικό ποσό των €5.000 συνιστά εν προκειμένω δίκαιη και εύλογη αποζημίωση. 

 

Συνεπώς εκδίδεται απόφαση υπέρ της ενάγουσας και εναντίον του εναγομένου για ποσό €5.000 πλέον νόμιμους τόκους από την καταχώρηση δηλαδή της παρούσης αγωγής και έξοδα ως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

                                                                   ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.

 

                                                                   ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.

 

                                                                   ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο