ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2020:A244
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 150/2019)
15 Ioυλίου, 2020
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Π., ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/στές]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 27-29 ΤΗΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ, ΚΕΦ. 155, ΤΑ ΑΡΘΡΑ 9 ΚΑΙ 10 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑΣ ΣΕ ΠΟΙΝΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ ΝΟΜΟΥ, Ν.23(Ι)/2001 ΚΑΘΩΣ ΕΠΙΣΗΣ ΚΑΙ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΓΙΑ ΑΜΟΙΒΑΙΑ ΑΡΩΓΗ ΣΕ ΠΟΙΝΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ ΚΥΡΩΤΙΚΟΝ ΝΟΜΟ ΤΟΥ 2000, Ν.2 (ΙΙΙ)/2000
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΩΝ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ 1. PETER KRAEMER HOLDINGS LIMITED, 2. MARINE SERVICE SHIPPING (GIBRALTAR) LIMITED KΑΙ 3. CHEMIKALIEN SEETRANSPORT CYPRUS LIMITED, ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΧΩΡΗΣΗ ΑΔΕΙΑΣ ΓΙΑ ΥΠΟΒΟΛΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ CERTIORARI
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗ ΤΟΥ Ε. Δ. ΛΕΜΕΣΟΥ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 10/2/16 ΜΕ ΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΕΝΤΑΛΜΑ ΕΡΕΥΝΑΣ ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΓΡΑΦΕΙΑ ΤΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ CHEMIKALIEN SEETRANSPORT CYPRUS LIMITED, ΠΟΥ ΒΡΙΣΚΟΝΤΑΙ ΣΤΗΝ ΟΔΟ ΧΡΙΣΤΟΥ ΣΑΜΑΡΑ ΑΡ. 2, 4001, ΜΕΣΑ ΓΕΙΤΟΝΙΑ, ΣΤΗ ΛΕΜΕΣΟ
________________________
Ανδρέας Χαραλάμπους, για Chrysses Demetriades & Co LLC, για τους εφεσείοντες.
Λούης Μάρκου, μαζί με Παναγιώτη Κωνσταντινίδη, για τον εφεσίβλητο, Γενικό Εισαγγελέα.
________________________
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τη Δικαστή Τ.Ψαρά-Μιλτιάδου.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Τ.ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Στις 10.2.2016 υποβλήθηκε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού, αίτημα με ένορκη δήλωση του αρχιαστυφύλακα Οντέτση εκ μέρους της Αστυνομίας, με το οποίο ζητείτο έκδοση εντάλματος έρευνας σε υποστατικό των εφεσειόντων, στη βάση δικαστικής εντολής του Γερμανικού Δικαστηρίου του Αμβούργου σε ποινική διερεύνηση εναντίον Γερμανού υπηκόου σε συγκεκριμένη υπόθεση.
Το ένταλμα εξεδόθη αυθημερόν. Εκτελέστηκε δε στη συνέχεια, στις 23.2.2016, στην παρουσία Γερμανών ανακριτών. Παρελήφθησαν 26 κιβώτια με έγγραφα τα οποία προσκομίσθηκαν ακολούθως στο Επαρχιακό Δικαστήριο για την περαιτέρω μεταχείριση τους σύμφωνα με το Νόμο.
Οι εφεσείοντες επεδίωξαν με ex parte αίτηση στις 18.3.2016 να λάβουν άδεια για καταχώρηση αίτησης certiorari με σκοπό την ακύρωση του πιο πάνω εντάλματος έρευνας. (Πολ.αίτ.40/16).
Αδελφός μας Δικαστής έκρινε πως δεν συνέτρεχε λόγος για να εγκρίνει την αίτηση. Ειδικά θεώρησε πως δεν προέκυπτε από τη στηρικτική ένορκη δήλωση του Α/Α Οντέτση πως ήταν γνωστή σ΄αυτόν η «λήξη» της ισχύος του εντάλματος, ώστε να λεχθεί ότι το απέκρυψε από το Δικαστήριο. Να σημειωθεί ότι ο κύριος λόγος που προέβαλαν οι εφεσείοντες ήταν η μη νομιμότητα του εν λόγω εντάλματος ενόψει του ότι σύμφωνα με την γερμανική έννομη τάξη το εκδοθέν στη Γερμανία ένταλμα είχε εκπνεύσει εντός 6 μηνών από την έκδοση του και όταν η Αστυνομία αιτήθηκε την έκδοση του εγχώριου εντάλματος το γερμανικό είχε ήδη λήξει.
Επί της απορριπτικής απόφασης καταχωρήθηκε η Πολ.εφ.153/16 και η Ολομέλεια έκρινε κατά πλειοψηφία πως λανθασμένα δεν εδόθη η σχετική άδεια αποφασίζοντας στις 30.1.2018, ECLI:CY:AD:2018:A48 ως εξής:
«Κατά την εξέταση της νομιμότητας της ενέργειας του Επαρχιακού Δικαστηρίου ως προς την έκδοση εντάλματος έρευνας, που περικλείει και το στάδιο της αναθεώρησης του με Certiorari, στο Ανώτατο Δικαστήριο, δεν μπορεί να αγνοηθεί ένα αντικειμενικό γεγονός το οποίο προϋπήρχε της έκδοσης, όπως ισχυρίζεται η εφεσείουσα. Αν αυτό το γεγονός πιστοποιηθεί, τότε το Επαρχιακό Δικαστήριο ενδεχομένως να υπέπεσε σε σφάλμα νόμου, ενεργώντας επί εσφαλμένων γεγονότων.
Συνεπώς, το πρωτόδικο δικαστήριο έσφαλε στο να αρνηθεί την άδεια. Το ζήτημα της δικαιοδοσίας το οποίο στα ιδιάζοντα γεγονότα της υπόθεσης περικλείει και το θέμα της καθυστέρησης και της μη αποκάλυψης, αφορά πρωτίστως το εκδώσαν το ένταλμα Επαρχιακό Δικαστήριο και όχι το Γερμανικό Δικαστήριο το οποίο θα κληθεί εκ των υστέρων να ενεργήσει επί Δικαστικής απόφασης άλλης χώρας, της Δημοκρατίας της Κύπρου εν προκειμένω, θεωρώντας την βεβαίως εκ προοιμίου νομότυπη και ορθή. Αν πιστοποιείται πρόβλημα δικαιοδοσίας του Επαρχιακού Δικαστηρίου, αυτό το πρόβλημα δεν πρέπει να αφεθεί να μεταφερθεί ενώπιον των Γερμανικών Δικαστηρίων. Το ζήτημα, επομένως, πρέπει να εξεταστεί από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Ως προς το λόγο έφεσης που σχετίζεται με το ταυτόχρονο της παρουσίασης του όρκου και της έκδοσης του εντάλματος, αυτός κρίνεται αβάσιμος στα όλα δεδομένα της υπόθεσης.
Η έφεση επιτυγχάνει. Χορηγείται άδεια προς καταχώρηση αιτήσεως διά κλήσεως για την έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari. Η αίτηση να καταχωρηθεί εντός 21 ημερών από σήμερα και να τεθεί ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου για τα περαιτέρω».
Όπως και έγινε. Το πρωτόδικο Δικαστήριο στη by summons πλέον αίτηση και αφού άκουσε τους εφεσείοντες και την πλευρά της Δημοκρατίας αποφάσισε πρωτίστως πως το γεγονός της ισχύος ή μη της δικαστικής εντολής ως άνω, δεν έχει αποδειχθεί ως ένα αντικειμενικό γεγονός.
Η δικαιοδοσία του Δικαστηρίου, με βάση την πρωτόδικη θεώρηση, ασκείται μόνο στη βάση αναμφισβήτητων γεγονότων, ακόμη και εάν τίθενται ενώπιον του ενόρκως, με επίκληση της R v. Northon [1952]1 All E.R. 122. Aφού, κατέληξε, οι ένορκες δηλώσεις των δύο πλευρών περιείχαν εκ διαμέτρου αντίθετες θέσεις, αυτό άνευ ετέρου οδηγούσε στην απόρριψη της αίτησης.
Παρά την πιο πάνω διαπίστωση, το Δικαστήριο ασχολήθηκε και με άλλα θέματα, τα οποία εκπηγάζουν από την εμβέλεια των αρθ.27 και 28 της Ποινικής Δικονομίας, Κεφ.155, ή την ισχύ στη προκείμενη περίπτωση του περί Διεθνούς Συνεργασίας σε Ποινικά Θέματα Νόμου του 2001 (Ν.23(Ι)/2001).
Είναι σαφές ότι τα παρεμφερή θέματα θα μας απασχολήσουν μόνο εάν το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε επί του πρωταρχικού λόγου απόρριψης της αίτησης. Εξάλλου, και οι λόγοι έφεσης είναι δομημένοι με βάση την ως άνω διεργασία της σκέψης του Δικαστηρίου.
Ο ευπαίδευτος πρωτόδικος δικαστής προέβη στα εξής ευρήματα-συμπεράσματα (σελ.6 της απόφασης του):
«Στην υποστηρικτική της παρούσας αίτησης ένορκη δήλωση, αναφέρεται και αποτελεί αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι το ένταλμα έρευνας εκδόθηκε οκτώ και πλέον μήνες μετά την παραλαβή, από την αρμόδια αρχή της Δημοκρατίας, του προαναφερθέντος αιτήματος για δικαστική συνδρομή. Είναι δε μέσα στο διάστημα αυτό που η δικαστική εντολή είχε, κατ' ισχυρισμό, λήξει. Δεν υπάρχει, όμως, απόδειξη ότι ο Αρχιαστυφύλακας Οντέτση γνώριζε περί της ύπαρξής της· πόσο μάλλον ότι γνώριζε πως αυτή θα ίσχυε για συγκεκριμένη χρονική περίοδο. Οι εν λόγω διαπιστώσεις εξηγούν, ακριβώς, την παρατήρηση στο απόσπασμα, ανωτέρω, ότι ο πιο πάνω ισχυρισμός πρέπει να «πιστοποιηθεί», και, μάλιστα, ως «ένα αντικειμενικό γεγονός», το οποίο να μην επιδέχεται οποιασδήποτε αμφισβήτησης».
Το βάθρο της αίτησης και των επιχειρημάτων της πλευράς των εφεσειόντων, τόσο πρωτοδίκως όσο και ενώπιον μας, προσδιοριζόταν στα εξής:
Α. Ο Αρχιαστυφύλακας Οντέτση γνώριζε πολύ καλά για την ύπαρξη της Δικαστικής Εντολής. Σημαντικό είναι το Τεκμήριο 2 της ένορκης δήλωσης xxx Χαραλάμπους ημερομηνίας 13/02/2018 που επισυνάφθηκε στην Δια Κλήσεως Αίτηση με αριθμό 7/2018 και αποτελεί την ένορκη δήλωση τον Αρχιαστυφύλακα Οντέτση ημερομηνίας 10/02/2016. Σύμφωνα με τον Αρχιαστυφύλακα Οντέτση στη σελίδα 3 αναφέρεται «Στο αίτημα των αρχών της Γερμανίας περιλαμβάνεται δικαστική εντολή (court order) δικαστηρίου (Αmtsgericht (Local court) Hamburg) υπόθεση με αρ. 167 Gs407/15 5100 Js 106/15 που αφορά ποινική διερεύνηση που διενεργείται εναντίον του Burgemeister ημερ. γέννησης τόπος γέννησης για το αδίκημα της φοροδιαφυγής».
Συνεπώς το Πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε στο να θεωρήσει ότι δεν υπήρχε απόδειξη ότι ο Αρχιαστυφύλακας Οντέτση γνώριζε περί της ύπαρξης της Δικαστικής Εντολής εφόσον από το πιο πάνω απόσπασμα προκύπτει ξεκάθαρα ότι ο εν λόγω αστυνομικός γνώριζε για την ύπαρξη της.
Β. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο ερμήνευσε αυθαίρετα τα συμπεράσματα στην Πολιτική Αίτηση 7/2018 ημερομηνίας 15/04/2019 (Παράρτημα 1) και τα σχετικά ευρήματα της Ολομέλειας στη σελίδα 7 με αποτέλεσμα να θεωρήσει ότι για να γινόταν αποδεκτή η θέση των Εφεσειόντων ότι υπήρξε απόκρυψη από τον Αρχιαστυφύλακα Οντέτση του γεγονότος ότι το Γερμανικό ένταλμα είχε περιορισμένη ισχύ, τότε οι Εφεσείοντες Θα έπρεπε να παρουσιάσουν ανάλογη μαρτυρία με την οποία να «πιστοποιούσαν ως ένα αντικειμενικό γεγονός το οποίο να μη επιδέχεται οποιασδήποτε αμφισβήτησης» ότι όντως ο Αρχιαστυφύλακας Οντέτση γνώριζε περί της ύπαρξης του Γερμανικού εντάλματος και επίσης ότι γνώριζε πως αυτό ίσχυε για συγκεκριμένη χρονική περίοδο. Εφόσον το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε εσφαλμένα ότι δεν υπήρχε απόδειξη πως ο Αρχιαστυφύλακας Οντέτση γνώριζε περί της ύπαρξης της Δικαστικής Εντολής, τότε δεν μπορούσε να «πιστοποιηθεί ως ένα αντικειμενικό γεγονός που να μην επιδέχεται οποιασδήποτε αμφισβήτησης», ότι ο εν λόγω Αστυφύλακας γνώριζε επιπρόσθετα ότι Δικαστική Εντολή έληξε.
Στηριζόμενοι στα πιο πάνω οι εφεσείοντες υποστήριξαν ότι υπήρχε καθήκον αποκάλυψης που η Δημοκρατία δια της Αστυνομίας δεν τίμησε.
Μας υποδείχθηκε από τον κ. Χαραλάμπους ως σημαντική η θέση του εν λόγω αστυνομικού στην ένορκη δήλωση επί της ένστασης στην αίτηση ως εκφράζεται στην παρ.32. Την παραθέτουμε αυτούσια:
«Σύμφωνα με την εν λόγω απάντηση (γνωμάτευση) των αρχών της Γερμανίας την οποία υιοθετώ πλήρως για σκοπούς της παρούσας ένορκης δήλωσης μου, μεταξύ άλλων ο κ. Geis αναφέρει, ότι, η όποια πρόνοια για την εκτέλεση ενταλμάτων έρευνας εντός έξι μηνών αφορά καθαρά την Ομοσπονδία της Γερμανίας, περιορίζεται σε εντάλματα που εκτελούνται εντός του εδάφους της Γερμανίας και σε καμιά περίπτωση δεν επεκτείνεται η πρόνοια αυτή σε εντάλματα που θα εκτελεστούν στο εξωτερικό. Ως επίσης μας πληροφόρησε το συνημμένο έγγραφο στο αίτημα των αρχών της Γερμανίας είναι δικαστική εντολή το οποίο παρέχει την νομική βάση και όχι ένταλμα έρευνας που να διατάσσει αρχές άλλων χωρών να προβούν σε σχετική έρευνα ή να θέτει χρονικά όρια στις αρχές άλλων χωρών για το πότε και πώς θα εκτελέσουν το οποιοδήποτε ένταλμα έρευνας θα εκδοθεί στην οποιαδήποτε χώρα στην βάση δικαστικής εντολής.»
Υπήρξε κύρια συνισταμένη των θέσεων των εφεσειόντων πως ο εν λόγω αστυνομικός όφειλε εκ των προτέρων να προβεί σε δέουσα έρευνα πως η γερμανική δικαστική εντολή βρίσκεται σε ισχύ.
Η πλευρά των εφεσειόντων βεβαίως το συσχέτισε με την καθυστέρηση που παρουσιάστηκε εκ μέρους της Κυπριακής Δημοκρατίας για την προώθηση του αιτήματος δικαστικής συνδρομής.
Σημασία έχει η στηρικτική του αιτήματος ένορκη δήλωση του αστυφύλακα Οντέτση ο οποίος παρέθεσε τα γεγονότα ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου. Η ένορκη δήλωση, εκτός εάν ανατραπεί ως ψευδής ή παραπλανητική, αποτελεί το βάθρο για να κριθεί εάν τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου τα ουσιώδη στοιχεία ώστε να ενεργοποιηθεί η εξουσία του Δικαστηρίου για να εκδώσει το ένταλμα. (βλ. Ανδρέου κ.ά. πολ.εφ.348/15, 9.6.2017), ECLI:CY:AD:2017:A216. Ο όρκος αυτός αποτελεί το τεκμήριο 1 και συνοδεύει το Ποινικό ΄Εντυπο 6 (τεκμ.2) επί της πρωτόδικης διαδικασίας.
Θεωρούμε σημαντικό να παραθέσουμε τον κύριο κορμό του όρκου αυτού με τονισμένα κάποια σημεία που ενδιαφέρουν εν προκειμένω.
«...ότι υπάρχει εύλογη υποψία βασιζόμενη σε μαρτυρία ότι στα γραφεία της εταιρείας Chemicalian Seetransport Cyprus Ltd (ΗΕ 141177) που βρίσκονται στην οδό Χρίστου Σαμάρα αρ. 2 πολυκατοικία Μόρφω κωρτ γραφείο 31, 3ος όροφος Μέσα Γειτονιά Λεμεσός φυλάσσονται τεκμήρια που σχετίζονται με υπόθεσή πού διερευνάται από τις Γερμανικές αρχές σε συνεργασία με τις αρχές της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Τα αδικήματα που διερευνούν οι Γερμανικές αρχές στην νομοθεσία της Κυπριακής Δημοκρατίας αντιστοιχούν σε αδίκημα κατά παράβαση του άρθρου 50 του περί Βεβαίωσεως και Εισπράξεως Φόρων Νόμου 4 τον 1978.
Συγκεκριμένα την 27 Μαϊου 2015 το Υπουργείο Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης παρέλαβε αίτημα δικαστικής συνδρομής των Γερμανικών αρχών με, αριθμό αναφοράς 1053 ΑR. 181/15 ημερ. 22 Μαϊου 2015.
Με επιστολή του ημερομηνίας 29 Ιουλίου 2015 το Υπουργείο Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης διαβίβασε το αίτημα για εκτέλεση στον Αρχηγό Αστυνομίας
(Διευθυντή Δ.Ε.Ε. & Δ.Α.Σ.)
Με επιστολή τον ημερομηνίας 02 Σεπτεμβρίου 2015 ο Αρχηγός Αστυνομίας διαβίβασε το αίτημά για εκτέλεση στον Αστυνομικό Διευθυντή Λεμεσού (για Υπεύθυνο Τ.Α.Ε.).
Στην συνέχεια το αίτημα διαβιβάστηκε για εκτέλεση στο. Γραφείο Διεθνούς Αστυνομικής Συνεργασίας του Τ.Α.Ε. Λεμεσού.
Στο αίτημα μεταξύ άλλων ζητείται η διενέργεια έρευνας στην παρουσία Γερμανών ανακριτών στην επιχείρηση, γραφείο και υποστατικά των εταιρειών: 1. Peter Κramer Holding Ltd 2. Μarine Service Shipping (Gibraltar) Ltd και 3. Chemikalien Seetransport Cyprus Ltd που βρίσκονται στην οδό Χρίστου Σαμάρα αρ. 2, 4001 Μέσα Γειτονιά Λεμεσός Κύπρος στα πλαίσια διερεύνησης της πιο πάνω αναφερόμενης υπόθεσης.
Διενεργήθηκαν εξετάσεις και διαπιστώθηκε ότι η εταιρεία Chemikalien Seetransport Cyprus Ltd ενοικιάζει το γραφείο, με αριθμό 31 (3ος όροφος) στην πολυκατοικία Μόρφω Κωρτ στην οδό Χρίστου Σαμάρα αρ.2 Μέσα Γειτονιά Λεμεσός».
Στη συνέχεια καταγράφονται στοιχεία του Εφόρου Εταιρειών για τις εγγεγραμμένες διευθύνσεις, μετόχους και διευθυντές και άλλα που δεν ενδιαφέρουν για τα κρινόμενα θέματα. Επίσης εξειδικεύονται τα έγγραφα που ζητούνται. Στις σελ.3 και 4 ο ενόρκως δηλών συνεχίζει ως εξής:
«Τα γεγονότα της υπόθεσης όπως αναφέρονται στο αίτημα των Γερμανικών αρχών έχουν ως ακολούθως:
Το υπό κατηγορία πρόσωπο xxx xxx Nuza ήταν εγγεγραμμένος διευθυντής και ως εκ τούτου νόμιμος εκπρόσωπος της επιχείρησης. Μarine Service Shipping (Gibraltar) Ltd (MSSG Gigraltar) κατά την περίοδο, μεταξύ 30/01/1989 μέχρι 01/01/2009.
Εντούτοις παρέλειψε υπό αυτή την ιδιότητα του. να υποβάλει εμπορικούς φόρους, εταιρικές φορολογικές δηλώσεις για την εταιρεία MSSG Gibraltar για τις οικονομικές περιόδους 2001 έως 2007 παρόλο που η εταιρεία είχε κέρδη πού είναι φορολογητέα στην Γερμανία. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα το τμήμα φορολογίας του Αμβούργου την περίοδο από 01/01/2003 έως 01/01/2009 να μην εκδώσει φορολογικές αποτιμήσεις για εμπορικούς και εταιρικούς φόρους για την MSSG Gibraltar για τις φορολογικές περιόδους μεταξύ 2001-2007.
Στο αίτημα των αρχών της Γερμανίας περιλαμβάνεται δικαστική εντολή (court order) Δικαστηρίου (Amtsgericht (Local court) Hamburg) υπόθεση με αρ. 167 Gs 407/15 5100 Js 106/15 που αφορά ποινική διερεύνηση πού διενεργείται εναντίον τον xxx Burgemeister ημερ. γέννησης xx/xx/xxxx τόπος γέννησης xxx για το αδίκημα της φοροδιαφυγής.
Η δικαστική εντολή αφορά έρευνα στην επιχείρηση, γραφείο και υποστατικά των εταιρειών: 1. Peter Κramer Holding Ltd 2. Μαrίne Service Shipping (Gibraltar) Ltd και 3. Chemikalien Seetransport Cyprus Ltd που βρίσκονται στην οδό Χρίστου, Σαμάρα αρ. 2, 4001 Μέσα Γειτονιά Λεμεσός Κύπρος.
Μεταξύ άλλων στην δικαστική εντολή αναφέρονται τα ακόλουθα:
Η έρευνα στην επιχείρηση, γραφείο και υποστατικά των εταιρειών: 1. Peter Κramer Holding Ltd 2. Μαrίne Service Shipping (Gibraltar) Ltd και 3. Chemikalien Seetransport Cyprus Ltd που βρίσκονται στην οδό Χρίστου Σαμάρα αρ. 2, 4001 Μέσα Γειτονιά Λεμεσός Κύπρος εξυπηρετεί τον σκοπό του εντοπισμού και φύλαξης των επαγγελματικών εγγράφων της εταιρείας ΜSSG Gibraltar που εντοπίζονται εκεί.
Είναι γνωστό, όπως αναφέρεται στην δικαστική εντολή, από αλληλογραφία διαθέσιμη στις αρχές που διεξάγουν τις ανακρίσεις ότι τα προαναφερόμενα έγγραφα μεταφέρθηκαν από την εταιρική έδρα της ΜSSG Gibraltar στο Γιβραλτάρ στην Κύπρο.
Στην δικαστική εντολή συνεχίζεται αναφέροντας ότι, θεωρείται ότι τα προαναφερόμενα επαγγελματικά έγγραφα πιθανόν να εντοπίζονται στις εμπορικές διευθύνσεις των εταιρειών 1. Peter Κramer Holding Ltd 2. Μαrίne Service Shipping (Gibraltar) Ltd και 3. Chemikalien Seetransport Cyprus Ltd επειδή αυτές οι εταιρείες είναι συνδεδεμένες μέσω των εταιρικών οργάνων τούς, με την ΜSSG Gίbraltar η οποία αποτελεί το αντικείμενο τη φορολογίας καθώς και με το υπό κατηγορία πρόσωπο.
Στην ίδια δικαστική εντολή αναφέρεται ότι ο Burgemeίster είναι εγγεγραμμένος ο μέλος της εταιρικής διαχείρισης για την εταιρεία Chemίkalien Seetranspοrt Cyprus Ltd. Παράλληλα ήταν επίσης διευθυντής της ΜSSG Gibraltar για αρκετά χρόνια».
Εξετάζοντας εξονυχιστικά ένα προς ένα τα γεγονότα που ο ενόρκως δηλών αναφέρει, παρατηρούμε πως παρουσιάζονται λεπτομέρειες τόσο σε σχέση με τα αναφερόμενα αδικήματα όσο και αναφορικά με το χρόνο αφετηρίας εξέτασης της υπόθεσης στη Γερμανία και κυριότερα της έκδοσης του αιτήματος δικαστικής συνδρομής των γερμανικών αρχών προς την Κύπρο στις 22.5.2015, καθώς και την επιμέρους διακίνηση του αιτήματος έως την ημέρα που ο ενόρκως δηλών παρουσιάζεται ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου. Γίνεται δε περαιτέρω αναφορά σε συνάρτηση με το αίτημα δικαστικής συνδρομής στη δικαστική εντολή των γερμανικών αρχών (court order με την πιο πάνω αναφορά) για ένταλμα έρευνας το οποίο εντάσσεται στα συνολικά δεδομένα που δίδονται ενόρκως ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου.
Μετά την παραχώρηση αδείας από την Ολομέλεια οι εφεσείοντες είχαν την ευκαιρία να παραθέσουν πλήρως τα επιχειρήματα και τις θέσεις τους στο κατά πόσο η λήψη του εντάλματος έρευνας της Γερμανίας είχε τη νομική επίπτωση που ισχυρίζονται επί του εντάλματος έρευνας που εκδόθηκε στην Κύπρο. Αντίστοιχα, η πλευρά του εφεσίβλητου αναφέρθηκε στο νόημα και στη σημασία των ιδίων γεγονότων, επικαλούμενη αφενός άγνοια επί της θέσης για τη λήξη της ισχύος της δικαστικής εντολής και αφετέρου ότι η «λήξη» αυτή δεν επηρεάζει το βάσιμο της έκδοσης εντάλματος έρευνας στο εξωτερικό και αφορά μόνο τα εγχώρια στη Γερμανία εντάλματα.
΄Εχουμε εξετάσει τις εκατέρωθεν θέσεις υπό το πρίσμα της πρωτόδικης απόφασης και των λόγων έφεσης όπως εμπεριστατωμένα έχουν αναπτυχθεί από τους ευπαιδεύτους συνήγορους.
Θα συμφωνήσουμε με τον πρωτόδικο δικαστή ως προς την ορθότητα της ενέργειας του να απορρίψει την αίτηση αφού ορθά θεώρησε «τη διαμάχη των δύο πλευρών» επί της πτυχής της ισχύος του εντάλματος ως αμφισβητούμενο θέμα που δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο εξέτασης σε αίτημα certiorari.
Οι θέσεις της πλευράς του εφεσιβλήτου στη νομική τους κυρίως διάσταση ότι δηλαδή δεν χωρούσε η έννοια της λήξης της γερμανικής δικαστικής εντολής σαφώς και έρχονταν σε αντίφαση με τις θέσεις των εφεσειόντων, οι οποίοι είχαν το βάρος στην δια κλήσεως πλέον αίτηση να καταδείξουν όχι απλώς συζητήσιμη υπόθεση παρανομίας, αλλά να τη θεμελιώσουν.
Μπορεί να μην υπήρξε τω όντι αμφισβήτηση επί της πραγματικής υφής των δεδομένων. Όμως, επρόκειτο για διαφορετική νομική ερμηνεία επί ενός επιμέρους θέματος που αφορούσε την εμβέλεια της γερμανικής δικαστικής εντολής. Συνεπώς υπ΄ αυτή την έννοια ήταν «αμφισβητούμενο θέμα» το οποίο παρέμεινε μέχρι τέλους ως τέτοιο.
Προβλήθηκε από τους εφεσίβλητους πως ουσιαστικά η δικαστική εντολή εντασσόμενη στο αίτημα συνδρομής μιας χώρας προς άλλη χώρα διαφοροποιεί τα δεδομένα και δεν μπορεί η διαμορφούμενη πιο πάνω κατάσταση να εξισωθεί με ένα απλό ένταλμα έρευνας που εκδίδεται και εκτελείται εντός του Γερμανικού εδάφους. Ακριβώς, στην Κυπριακή Δημοκρατία η ύπαρξη του Γερμανικού εντάλματος είναι απλώς ένα από τα ερείσματα που ο επαρχιακός Δικαστής έλαβε υπόψη για να εκδώσει το επίδικο ένταλμα το οποίο, μπορούσε να εκτελεσθεί στην Κύπρο, όπως και έγινε.
Με βάση αυτά τα δεδομένα λοιπόν, ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε πως το γεγονός παρέμεινε «αντικρουόμενο» αφού δεν υπήρξε αποκρυστάλλωση της ισχύουσας νομικής κατάστασης και συνεπώς δεν μπορούσε το Δικαστήριο να παρέμβει με προνομιακό ένταλμα. Συνεπώς, δεν πιστοποιήθηκε το «αντικειμενικό γεγονός» στο οποίο αναφέρθηκε η Ολομέλεια δίδοντας άδεια για καταχώρηση της δια κλήσεως αίτησης.
Υπό αυτή την έννοια η προσβαλλόμενη καθυστέρηση της Αστυνομίας να ζητήσει το ένταλμα δεν έχει εντέλει σημασία παρά το γεγονός ότι, όπως διαφαίνεται από το πιο πάνω απόσπασμα του όρκου, ο αστυφύλακας ως όφειλε, παρέθεσε ένα προς ένα τα διαβήματα από την ημερομηνία της έκδοσης του αιτήματος από τις γερμανικές αρχές μέχρι την παρουσίαση του στο Επαρχιακό Δικαστήριο.
΄Εχοντας λοιπόν κατά νου τα πιο πάνω, θεωρούμε ότι η πρωτόδικη κατάληξη υπήρξε ορθή.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα €2,500 υπέρ του εφεσιβλήτου και εναντίον των εφεσειόντων.
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Π.
ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.