ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2020:A177
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. E140/2014
2 Iουνίου, 2020
[Π. ΠΑΝΑΓΗ, Γ. Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, X. MAΛΑΧΤΟΣ, Δ/Δ]
ΜΕΤΑΞΥ:
DELINCYP COMPANY LTD,
Εφεσείουσας
- ΚΑΙ -
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΤΑΙΡΕΙΑ
FIRST UKRANIAN DEVELOPMENT LIMITED
(ΣΕ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΗ)
Eφεσιβλήτων.
----------------------
Λουκής Γ. Λουκαίδης, για την Εφεσείουσα.
Άθως Δημητρίου, για τους Εφεσίβλητους.
----------------------
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Π. Παναγή, Δ.
----------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΝΑΓΗ, Δ.:- Στις 27.11.2009 εκδόθηκε διάταγμα εκκαθάρισης της εταιρείας First Ukranian Development Ltd («FUD») στην Αίτηση Αρ.6/08 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, αφού το Δικαστήριο ικανοποιήθηκε ότι με την προσκομισθείσα μαρτυρία αποδείχθηκαν όλες οι τυπικές και ουσιαστικές προϋποθέσεις που απαιτούνται από τα άρθρα 211(ε) και 212(α) του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ.113 («ο Νόμος»).
Ακολούθως, στις 7.7.2010 η εφεσείουσα εταιρεία, Delincyp Company Ltd, υπέβαλε επαλήθευση χρέους στον εκκαθαριστή της FUD («ο εκκαθαριστής»), την οποία αυτός αποδέχτηκε στις 27.7.2012. Στις 14.4.2014, σχεδόν δύο χρόνια μετά, το Επαρχιακό Δικαστήριο διέγραψε την επαλήθευση κατόπιν σχετικής αίτησης του εκκαθαριστή. Με την παρούσα έφεση αμφισβητείται η ορθότητα της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου.
Οι λόγοι που επικαλέστηκε ο εκκαθαριστής προς υποστήριξη της αίτησής του εκτίθενται σε ένορκη δήλωση του ιδίου. Σε αυτήν ισχυρίζεται, παραθέτοντας σχετικές λεπτομέρειες, ότι δέχτηκε αφόρητες πιέσεις, προφορικώς και γραπτώς, από τους τότε δικηγόρους της εφεσείουσας για να αποδεχθεί την επαλήθευση του χρέους της εφεσείουσας. Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του, οι δικηγόροι της εφεσείουσας διατείνονταν, παραπλανητικά, με σκοπό να τον πείσουν να αποδεχτεί την επαλήθευση χρέους, ότι αυτό ήταν εξ αποφάσεως. Ο δικηγόρος της εφεσείουσος, προκειμένου να τον πείσει ότι ο Επίσημος Παραλήπτης αποδέχτηκε την επαλήθευση χρέους, του υπέδειξε την παράγραφο 4 της έκθεσης απαίτησης στην αγωγή 5994/10 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, που καταχώρησε η εφεσείουσα εναντίον της FUD και άλλων, για την ύπαρξη της οποίας δεν γνώριζε τότε. Σημειώνουμε, ότι στην παράγραφο 4 του εν λόγω δικογράφου της, η εφεσείουσα ισχυριζόταν ότι είχε προβεί σε «απόδειξη/επαλήθευση» των συνολικών ποσών της απαίτησης της, η οποία έγινε αποδεκτή από τον Επίσημο Παραλήπτη. Κατά τον εκκαθαριστή, ο δικηγόρος, απέκρυψε εσκεμμένα πως στην υπεράσπιση του ο Επίσημος Παραλήπτης αρνείτο ρητά τόσο την επαλήθευση όσο και την ύπαρξη του χρέους. Σε αίτημα του δε, να του αποσταλεί φωτοαντίγραφο της «εικαζόμενης» δικαστικής απόφασης, οι δικηγόροι της εφεσείουσας τον παρέπεμψαν σε συγκεκριμένη παράγραφο της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού ημερομηνίας 27.11.2009 με την οποία διατάχθηκε η εκκαθάριση της FUD. Αργότερα την ίδια μέρα, όμως, και αφού παρέλαβε το φάκελο από τον Επίσημο Παραλήπτη και τον μελέτησε προσεκτικά, αντιλήφθηκε ότι είχε παραπλανηθεί και πως η επαλήθευση του χρέους θα μπορούσε να εξεταστεί μόνο μετά από την εκδίκαση της αγωγής 5994/10, εφόσον αυτή τελούσε υπό «ένσταση» και το χρέος δεν ήταν εξ αποφάσεως. Ακολούθως, ο Εκκαθαριστής με επιστολή του ημερομηνίας 3.8.2012 προς την εφεσείουσα, ανακάλεσε την επαλήθευση του χρέους αναφέροντας, μεταξύ άλλων, ότι αν γνώριζε τη θέση του Επίσημου Παραλήπτη και την ύπαρξη της αγωγής 5994/10 όταν του ζητήθηκε να αποφασίσει αναφορικά με την επαλήθευση του χρέους, οπωσδήποτε δεν θα την αποδεχόταν «έστω και μερικώς».
Η εφεσείουσα ενιστάμενη στην αίτηση αμφισβήτησε, κυρίως, την αξιοπιστία του εκκαθαριστή, αρνούμενη ότι ασκήθηκαν οποιεσδήποτε πιέσεις σε αυτόν για να ενεργήσει αντίθετα με τη θέλησή του. Παράλληλα αυτή επεσήμανε πως ο εκκαθαριστής δεν παράθεσε οποιοδήποτε στοιχείο που να αποδεικνύει πίεση δυνάμενη να τον οδηγήσει στην υποβολή της επαλήθευσης παρά τη θέλησή του. Επέμενε δε στη θέση της ότι η επαλήθευση από τον εκκαθαριστή έγινε θεληματικά, ενσυνείδητα και εν γνώσει των συνεπειών της.
Η αίτηση προχώρησε σε ακρόαση κατά την οποία αντεξετάστηκε ο εκκαθαριστής. Δεν χρειάζεται να γίνει ειδική μνεία στη δια ζώσης μαρτυρία του για τους σκοπούς της παρούσας απόφασης.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού ανέλυσε τη νομική πτυχή της υπόθεσης με αναφορά σε σχετική νομολογία και τον Κανονισμό 33 των περί Εταιρειών (Εκκαθαρίσεις) Κανονισμών 1933-1938, κατέγραψε τα γεγονότα που παρέμειναν αναντίλεκτα ή προέκυπταν από το φάκελο της διαδικασίας και στη συνέχεια έστρεψε την προσοχή του στη μαρτυρία του εκκαθαριστή. Θεώρησε υπερβολικό τον ισχυρισμό του για «αφόρητες πιέσεις». Δέχτηκε, ωστόσο, ότι αυτός είχε αποδεχτεί μέρους της επαλήθευσης χωρίς να έχει όλα τα δεδομένα ενώπιον του. Επισήμανε, επίσης, ότι εφόσον με την εκκρεμούσα αγωγή 5994/2010 η εφεσείουσα απαιτούσε αποζημιώσεις οι οποίες φαινόταν να ταυτίζονται με την κατ' ισχυρισμό συμβατική οφειλή που αποτελούσε αντικείμενο της επαλήθευσης, δεν ενδεικνυόταν η αποδοχή της επαλήθευσης. Κατέληξε, ότι ακόμη και αν ο εκκαθαριστής δεν αντιλήφθηκε το λάθος του κατά το χρόνο αποδοχής της επαλήθευσης, διαφάνηκε μεταγενέστερα πως η αποδοχή της ήταν εσφαλμένη και είχε γίνει, συνεπώς, αντικανονικά. Θεωρούμε κατάλληλο το σημείο να αναφέρουμε, ότι εκκρεμούσης της έφεσης η αγωγή 5994/2010 έχει εκδικαστεί και απορριφθεί.
Η εφεσείουσα, αμφισβητεί την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης σε όλη της την έκταση, με έξι λόγους έφεσης. Οι λόγοι 1,2, 5 και 6 μπορούν να εξεταστούν μαζί. Κατά την εφεσείουσα, διαγράφοντας την επαλήθευση, ο πρωτόδικος δικαστής παραγνώρισε πως άλλος δικαστής στην ίδια υπόθεση (Αίτηση 6/08), με προηγούμενη απόφαση του ημερομηνίας 27.11.2009, είχε διαπιστώσει πως το ποσό για το οποίο έγινε η επαλήθευση, μεταγενέστερα, παρέμεινε ανεξόφλητο από την FUD. Η διαπίστωση αυτή, εισηγείται, αποτελούσε επαρκή βάση για την επαλήθευση, η οποία δεν επηρεαζόταν από την επανάληψη της απαίτησης της για το ποσό τούτο στην αγωγή 5994/2010 «για συνωμοσία» και την αμφισβήτηση της απαίτησης από την FUD στην υπεράσπιση της. Εσφαλμένα επηρεάστηκε το Δικαστήριο από το γεγονός της απαίτησης της στην αγωγή για να καταλήξει στην απόφασή του, αφού τούτο δεν ήταν ασυμβίβαστο με την ορθότητα της επαλήθευσης. Θεωρεί εσφαλμένη, εξάλλου, και την αποδοχή από το πρωτόδικο Δικαστήριο της ακύρωσης της επαλήθευσης στη βάση ότι ο εκκαθαριστής δεν είχε ενώπιον του όλα τα δεδομένα, επισημαίνοντας πως ο ίδιος είχε προβάλει ότι δέχτηκε την επαλήθευση λόγω πιέσεων. Έχοντας δε κρίνει τον εκκαθαριστή αναξιόπιστο για τον πυρήνα των θέσεων του, εσφαλμένα το Δικαστήριο στηρίχθηκε σε λεγόμενα του.
Ως προς τις εφαρμοστέες αρχές, και οι δύο πλευρές παρέπεμψαν το πρωτόδικο Δικαστήριο στην αγγλική απόφαση Re Globe Legal Services Ltd [2002] B.C.C. 858. Σύμφωνα με αυτές, για να επιτύγχανε η αίτηση του εκκαθαριστή, αυτός έπρεπε (1) να αποδείξει ότι η επαλήθευση έγινε αποδεκτή αντικανονικά ή ότι το ποσό για το οποίο έγινε η επαλήθευση έπρεπε να μειωθεί ('the proof has been improperly admitted, or ought to be reduced'), και (2) να ικανοποιήσει το Δικαστήριο ότι έπρεπε να ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια προς διαγραφή της επαλήθευσης ή μείωση του ποσού. Το βάρος απόδειξης το έφερε ο εκκαθαριστής στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων (Re Allard Holdings Ltd [2001] 1 BCLC 404).
Στην προκειμένη περίπτωση, ως έχει αναφερθεί, το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η επαλήθευση έγινε αποδεκτή αντικανονικά στη βάση συγκεκριμένων αναντίλεκτων γεγονότων που απαριθμούνται στην εκκαλούμενη απόφαση. Η μη αποδοχή από το πρωτόδικο Δικαστήριο της δικαιολογίας που πρόβαλε ο εκκαθαριστής για την αποδοχή της επαλήθευσης - ότι δέχτηκε αφόρητες πιέσεις από τους δικηγόρους της εφεσείουσας - δεν αναιρούσε τα γεγονότα αυτά και την αντικανονικότητα της αποδοχής της επαλήθευσης. Σημειώνουμε, ιδιαίτερα, το γεγονός ότι η επαλήθευση έγινε αποδεκτή ενώ η εφεσίβλητη είχε καταχωρήσει υπεράσπιση στην αγωγή 5994/10 στην οποία αρνείτο την όποια οφειλή προς την εφεσείουσα, γεγονός που ο εκκαθαριστής δεν είχε υπόψη κατά το χρόνο της αποδοχής της επαλήθευσης. Ο Εκκαθαριστής επικαλέστηκε τα γεγονότα αυτά στην επιστολή του ημερομηνίας 3.8.2012 προς την εφεσείουσα, η οποία συμπεριλαμβανόταν στο υποστηρικτικό υλικό της αίτησης του ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, για να ανακαλέσει την αποδοχή της επαλήθευσης, τονίζοντας ότι αν γνώριζε τη θέση του Επίσημου Παραλήπτη και την ύπαρξη της αγωγής δεν θα αποδεχόταν την επαλήθευση έστω και μερικώς.
Τα συμπέρασμα του Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού, με άλλη σύνθεση, στην απόφαση του ημερομηνίας 27.11.2009, ότι το ποσό των $4.950.542 «παραμένει χωρίς διαφοροποίηση και χωρίς εξόφληση» δεν αποτελούσε δεδικασμένο ή κώλυμα για την εξέταση της αίτησης για διαγραφή της επαλήθευσης στη βάση των αρχών που διέπουν το ζήτημα. Όπως ορθά επισημάνει η εφεσίβλητη, με την απόφαση αυτή, δεν επιδικάστηκε οποιοδήποτε ποσό υπέρ της εφεσείουσας και εναντίον της FUD. Τα ευρήματα και συμπεράσματά του Δικαστηρίου σκοπό είχαν την επίλυση των επίδικων ζητημάτων της αίτησης διάλυσης, δηλαδή κατά πόσο ικανοποιούνταν ή όχι οι προϋποθέσεις έκδοσης διατάγματος εκκαθάρισής της. Αυτό ήταν το μόνο ζήτημα που τίθετο προς απόφανση με την αίτηση διάλυσης. Το εκδοθέν από το Δικαστήριο διάταγμα εκκαθάρισης δεν επέλυσε ούτε μπορούσε να επιλύσει οποιοδήποτε ζήτημα αναφορικά με την κατάσταση οποιουδήποτε χρέους της FUD προς πιστωτή. Άλλωστε, κατ΄ ουσίαν το ποσό αυτό αποτέλεσε μέρος της αξίωσης στην αγωγή 5994/2010 και απορρίφθηκε.
Η εφεσείουσα προβάλλει, εξάλλου, με τον 4ο λόγο έφεσης, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα απέρριψε το επιχείρημα της ότι υπήρξε αδικαιολόγητη καθυστέρηση από τον εκκαθαριστή στην καταχώρηση της αίτησης για ακύρωση της επαλήθευσης, η οποία καταχωρίστηκε στις 6.9.2013, σχεδόν 14 μήνες μετά την αποδοχή της επαλήθευσης. Παραγνώρισε δε ότι ο κ. Ιακωβίδης, ως έμπειρος εκκαθαριστής, όφειλε να είχε αποταθεί στο Δικαστήριο για ακύρωση της επαλήθευσης από τότε που ανακάλεσε την αποδοχή της.
Ο εκκαθαριστής, πρωτοδίκως, πρόβαλε ως δικαιολογία για την καθυστέρηση, ότι η προσοχή του στράφηκε σε αίτηση που καταχώρισε η εφεσείουσα στις 9.8.2012 επιδιώκοντας, μεταξύ άλλων, δήλωση του Δικαστηρίου ότι δεν μπορούσε να ανακαλέσει την επαλήθευση που αυτός είχε αποδεχτεί. Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε πως η καθυστέρηση δεν ήταν τέτοια που να αποτελεί κώλυμα στην προώθηση της αίτησης αφού σημείωσε πρώτα τα ακόλουθα:
«Η θέση της Delincyp είναι ότι ενόψει της καθυστέρησης αυτής επηρεάστηκαν τα δικαιώματά της σε εκκρεμούσες διαδικασίες και ειδικότερα σε συνεχιζόμενη διαιτησία στην Ελβετία.
Δεν αποδέχομαι τον ισχυρισμό αυτό. Η Delincyp γνώριζε από τις 3/8/2012, μόλις 6 μέρες μετά την αποδοχή της επαλήθευσης στις 27/7/2012, ότι ο κ. Ιακωβίδης ανακάλεσε την απόφαση του. Μάλιστα καταχώρισε την προαναφερόμενη αίτηση ημερομηνίας 9/8/2012 ακριβώς για να ανατρέψει την απόφαση του αυτή»
Ο παράγοντας της καθυστέρησης δεν είναι καθοριστικός στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου αλλά συνεκτιμάται με όλους τους υπόλοιπους παράγοντες. Στην προκειμένη περίπτωση, η εφεσείουσα είχε προβάλει με την ένσταση της ότι η επαλήθευση είχε καταστεί μέρος της διαδικασίας που ξεκίνησε ο εκκαθαριστής για διαιτησία στη Γενεύη και αποτέλεσε ένα από τα ουσιαστικά στοιχεία προώθησης της θέσης της εναντίον της έναρξης της διαιτησίας. Αποτελούσε μέρος των θέσεων της και σε άλλες διαδικασίες που εκκρεμούσαν. Επομένως, ισχυρίστηκε, οποιαδήποτε ανάκληση θα ήταν υπό τις περιστάσεις άδικη και αντίθετη με τα νόμιμα συμφέροντα της. Η εφεσείουσα παραπονείται με την έφεση ότι, ενώ το επιχείρημα της αυτό ήταν ανεξάρτητο, προσεγγίστηκε εσφαλμένα από το πρωτόδικο Δικαστήριο ως συναρτώμενο με την καθυστέρηση στην καταχώρηση της αίτησης του εκκαθαριστή και δεν εξετάστηκε με βάση όλες τις συνθήκες της υπόθεσης (3ος λόγος έφεσης).
Το σαφές σκεπτικό του πρωτόδικου Δικαστηρίου προσδιορίζεται στον μη επηρεασμό των όποιων δικαιωμάτων της εφεσείουσας σε εκκρεμούσες διαδικασίες και ειδικότερα σε συνεχιζόμενη διαιτησία στην Ελβετία, λόγω της αίτησης για διαγραφή της επαλήθευσης, δεδομένης της γνώσης της λίγες μέρες μετά την αποδοχή της επαλήθευσης ότι αυτή είχε ανακληθεί. Τα γεγονός της ανάκλησης σήμανε την αμφισβήτηση της κανονικότητας της αποδοχής της επαλήθευσης βάσει της οποίας η εφεσείουσα προωθούσε τις θέσεις της σε άλλες διαδικασίες, ενώ η εφεσείουσα γνώριζε τη σημασία της ανάκλησης της επαλήθευσης, όπως υποδηλοί η επιδίωξή της να την ανατρέψει καταχωρώντας αίτηση έξι μέρες αργότερα για δήλωση του Δικαστηρίου ότι ο εκκαθαριστής δεν μπορούσε να ανακαλέσει την επαλήθευση. Η καταχώρηση δε αίτησης από τον εκκαθαριστή για διαγραφή της επαλήθευσης, μετά την ανάκληση, ήταν πλέον ένα ενδεχόμενο. Υπό το φως των πιο πάνω, τυχόν έγκριση της αίτησης δεν επηρέαζε τα όσα η εφεσείουσα προωθούσε ως δικαιώματα της στις εν λόγω διαδικασίες, ενώ η καθυστέρηση στην καταχώρηση της αίτησης του εκκαθαριστή ορθά κρίθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι, υπό τις περιστάσεις, δεν αποτελούσε κώλυμα στην προώθησή της. Έπειτα, η προώθηση της επαλήθευσης ως μέρος των θέσεων της εφεσείουσας στη διαιτησία και άλλες εκκρεμούσες διαδικασίες, κατά την άποψη μας δεν συνιστά στοιχείο ο επηρεασμός του οποίου θα μπορούσε να δικαιολογήσει την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου προς απόρριψη της αίτησης.
Οι αιτιάσεις της εφεσείουσας κρίνονται αβάσιμες και απορρίπτονται.
Η έφεση απορρίπτεται με €2.500 έξοδα πλέον ΦΠΑ υπέρ του εφεσιβλήτου και εναντίον της εφεσείουσας.
Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ
Γ. Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ
Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ
/ΣΓεωργίου