ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2020:A172
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 80/2014)
1 Ιουνίου 2020
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ/στές]
1. xxx JURGEN,
2. CYPRUS HIRE RISKS POOL/ΚΟΙΝΟΠΡΑΞΙΑ
ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΟΧΗΜΑΤΩΝ,
Εφεσείοντες/Εναγόμενοι
- ΚΑΙ -
xxx ΣΤΑΥΡΙΝΟΥ,
Εφεσίβλητης/Ενάγουσας
---------------------------------------------
Α. Ζαχαρίου, για τους Εφεσείοντες.
Καμιά εμφάνιση για την Εφεσίβλητη.
-----------------------------------------------
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του
Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Ναθαναήλ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Αίτηση παραμερισμού απόφασης που εκδόθηκε εναντίον των εφεσειόντων-εναγομένων 2 πρωτοδίκως απορρίφθηκε με απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας ημερ. 10.1.2014.
Τα δεδομένα που οδήγησαν στην αίτηση και συνακόλουθα στην υπό εξέταση έφεση έχουν σε συντομία ως εξής: Για τροχαίο ατύχημα που επισυνέβη στις 21.9.2009, καταχωρήθηκε κλητήριο ένταλμα γενικώς οπισθογραφημένο στις 10.2.2011 και επιδόθηκε στους εφεσείοντες-εναγομένους 2 την 1.3.2011. Η ενάγουσα και νυν εφεσίβλητη, ήταν επιβάτιδα σε όχημα που οδηγούσε ο σύζυγος της και είχε συγκρουστεί με όχημα που οδηγούσε ο πρώην εναγόμενος 1, αλλοδαπός εκ Γερμανίας, ο οποίος και αναχώρησε από τη Δημοκρατία μετά το δυστύχημα και στον οποίο δεν επιδόθηκε η αγωγή.
Μετά την επίδοση της αγωγής στους εφεσείοντες, αυτοί επικοινώνησαν γραπτώς με τους δικηγόρους της εφεσίβλητης δηλώνοντας προθυμία να διαπραγματευθούν με στόχο την επίτευξη εξώδικης διευθέτησης και χωρίς παραδοχή ευθύνης. Ζήτησαν όμως γραπτή διαβεβαίωση από αυτή ότι δεν θα προχωρούσε με περαιτέρω δικαστικά μέτρα, οι δικηγόροι της οποίας απάντησαν με επιστολή ημερ. 3.3.2011, επιβεβαιώνοντας την προθυμία τους για διαπραγμάτευση και προσθέτοντας ότι: «Ασφαλώς και ενόσω διαρκούν οι διαπραγματεύσεις δεν πρόκειται να λάβουμε περαιτέρω δικαστικά μέτρα.». Στις 18.3.2011 οι εφεσείοντες ενημερώθηκαν από το συνήγορο της εφεσίβλητης ότι αυτή θα υποβαλλόταν σε εξετάσεις MRI και στη συνέχεια θα διευθετείτο εξέταση της από τους εφεσείοντες. Η εφεσίβλητη καταχώρησε έκθεση απαίτησης ως αποτέλεσμα ειδοποίησης από το Πρωτοκολλητείο ημερ. 4.4.2012 ότι η αγωγή θα υπόκειτο σε απόρριψη λόγω μη προώθησης της, το δε γεγονός της καταχώρησης αυτής κοινοποιήθηκε στους εφεσείοντες. Αυτό αποτέλεσε και εύρημα του Δικαστηρίου σύμφωνα με τα αδιαμφισβήτητα ενώπιον του γεγονότα και επ΄ αυτού δεν υπάρχει συγκεκριμένος λόγος έφεσης. Οι εφεσείοντες ειδοποίησαν με επιστολή 31.5.2012 ότι ζητούσαν τη διευθέτηση ιατρικής εξέτασης της εφεσίβλητης από δικό τους γιατρό. Οι διαπραγματεύσεις φαίνονταν να είχαν σταματήσει μετά από επικοινωνία των συνηγόρων της εφεσίβλητης με τους εφεσείοντες ότι η εφεσίβλητη αντιμετώπιζε σοβαρά ιατρικά προβλήματα, ήταν στο εξωτερικό και δεν μπορούσε να ταξιδέψει στην Κύπρο για ιατρικές εξετάσεις. Έκτοτε δεν υπήρξε περαιτέρω επικοινωνία μεταξύ των διαδίκων. Εν τέλει στις 17.6.2013 εκδόθηκε απόφαση ερήμην των εφεσειόντων.
Κατά τη διάρκεια της εξέτασης της αίτησης για παραμερισμό δόθηκε μαρτυρία από τη δικηγόρο Ειρήνη Κλεάνθους η θέση της οποίας βασικά ήταν ότι οι εφεσείοντες είχαν ενημερωθεί από το γραφείο τους περί της αδυναμίας της εφεσίβλητης να εξεταστεί στη Δημοκρατία από γιατρό της επιλογής των εφεσειόντων, οι οποίοι και κατέστησαν σαφές ότι χωρίς την ιατρική αυτή εξέταση δεν ήταν σε θέση να διαπραγματευθούν για διευθέτηση της υπόθεσης. Θεωρήθηκε, επομένως, από την πλευρά των συνηγόρων της εφεσίβλητης ότι δεν υπήρχε πλέον περιθώριο εξώδικου συμβιβασμού και δεν υπήρχε περαιτέρω δέσμευση από τη βεβαίωση που είχαν δώσει με την επιστολή ημερ. 3.3.2011.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε τη μαρτυρία της Ειρήνης Κλεάνθους (δεν ζητήθηκε η αντεξέταση της ενόρκως δηλούσας στην αίτηση για παραμερισμό), κρίνοντας στη συνέχεια ότι η θέση των εφεσειόντων ότι παραπλανήθηκαν από τους δικηγόρους της εφεσίβλητης από την εν λόγω διαβεβαίωση στην επιστολή και τη μετέπειτα μεταστροφή τους, δεν μπορούσε να γίνει αποδεκτή ενόψει του γεγονότος ότι οι εφεσείοντες όφειλαν εν πάση περιπτώσει να είχαν καταχωρήσει σημείωμα εμφάνισης ως ήταν η υποχρέωση τους με βάση τους Διαδικαστικούς Κανονισμούς, με δεδομένο περαιτέρω ότι οι οποιεσδήποτε διαπραγματεύσεις μεταξύ των διαδίκων δεν ακυρώνουν ούτε αναστέλλουν τις υποχρεώσεις των διαδίκων έναντι του Δικαστηρίου. Η υποχρέωση εμφάνισης ήταν αναγκαία για να υπαχθούν οι εφεσείοντες στη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου και ήταν δική τους επιλογή να μην εμφανιστούν όταν έπρεπε. Περαιτέρω, αδράνησαν και δεν καταχώρησαν εμφάνιση ούτε και μετά τη διακοπή των διαπραγματεύσεων που είχε ως αποτέλεσμα να μην υπήρχε καμία επικοινωνία μεταξύ των διαδίκων για 14 περίπου μήνες. Οι εφεσείοντες αδιαφόρησαν και δεν φρόντισαν έστω και μετά από πάροδο χρόνου να καταχωρήσουν εμφάνιση ώστε να αναχαιτίσουν τις όποιες επιπτώσεις θα μπορούσε να είχε η μη καταχώρηση εξ αρχής σημειώματος εμφανίσεως. Σημειώθηκε πρόσθετα ότι είχαν περάσει 28 περίπου μήνες από την ημερομηνία επίδοσης της αγωγής, χωρίς οι εφεσείοντες να επιδιώξουν την καταχώρηση εμφάνισης.
Το Δικαστήριο παρά την πιο πάνω κατάληξη εξέτασε και την προταθείσα εκ μέρους των εφεσειόντων υπεράσπιση. Έκρινε ότι η συντρέχουσα αμέλεια εκ μέρους του οδηγού του οχήματος στο οποίο επέβαινε η εφεσίβλητη δεν μπορούσε να αποτελέσει υπεράσπιση, αλλά μόνο λόγο προς μετριασμό της ζημιάς. Ούτε και εντόπισε νομολογία ότι σε αιτήσεις παραμερισμού ο ισχυρισμός περί αμέλειας ή συντρέχουσας αμέλειας ικανοποιεί την προϋπόθεση για ύπαρξη εκ πρώτης όψεως υπεράσπισης.
Οι εφεσείοντες προτείνουν πέντε λόγους προς ανατροπή της πρωτόδικης κρίσης. Θεωρούν ότι το Δικαστήριο λανθασμένα προέβηκε σε ευρήματα σε σχέση με την προσκομισθείσα μαρτυρία εκφεύγοντας έτσι του ρόλου του να εξετάσει και αποφασίσει την αίτηση εντός του ορθού πλαισίου της διαδικασίας. Λανθασμένα το Δικαστήριο εξέλαβε ότι οι διαπραγματεύσεις σταμάτησαν, ενώ δεν είχε αμφισβητηθεί η καλόπιστη, τουλάχιστον, εντύπωση που είχαν οι εφεσείοντες ότι η παγοποίηση της διαδικασίας επί της αγωγής συνεχιζόταν. Υπό το φως της λανθασμένης αξιολόγησης, παραγνωρίστηκε πρόσθετα από το Δικαστήριο ότι ουδέποτε αναιρέθηκε, ιδιαίτερα γραπτώς όπως δόθηκε, η δέσμευση των δικηγόρων της εφεσίβλητης ότι δεν θα προχωρούσαν με δικαστικά μέτρα ενόσω υφίσταντο οι διαπραγματεύσεις. Όταν έλαβαν γνώση ότι εκδόθηκε εναντίον τους απόφαση, ενήργησαν τάχιστα καταχωρώντας την αίτηση παραμερισμού. Επομένως, ο χρόνος που είναι κρίσιμος για την επιτυχία της αίτησης, δεν ήταν το χρονικό σημείο έγερσης της αγωγής, αλλά ο χρόνος πληροφόρησης για την απόφαση που ενεργοποίησε την επιδίωξη της θεραπείας παραμερισμού.
Συνεχίζοντας οι εφεσείοντες θεωρούν ότι είχαν καλή υπεράσπιση με δεδομένο ότι το κλητήριο ήταν παράτυπο και αντικανονικό αφού δεν σημειώθηκε επ΄ αυτού ότι δεν δύνατο να επιδοθεί εκτός δικαιοδοσίας στον πρώην εναγόμενο 1, χωρίς την άδεια του Δικαστηρίου, ότι οι αποζημιώσεις που δόθηκαν ήταν υπερβολικές και αδικαιολόγητες, δόθηκαν δε και κονδύλια διαφορετικά από τα αξιούμενα, ενώ ο οδηγός του οχήματος είχε επιδείξει κατά την οδήγηση μεγάλη αμέλεια και δεν ήταν τρίτο ή ανεξάρτητο πρόσωπο αφού καλυπτόταν από την ασφάλεια των εφεσειόντων.
Η εφεσίβλητη στο δικό της περίγραμμα, παρόλο που δεν εμφανίστηκε κατά την ακρόαση της έφεσης, απορρίπτει όλες τις θέσεις των αντιδίκων της. Αποτελούσε, κατά την εισήγηση, υποχρέωση τους να καταχωρήσουν εμφάνιση, και η όποια δέσμευση αυτονόητα σταμάτησε όταν οι ίδιοι οι εφεσείοντες κατέστησαν σαφές ότι δεν θα μπορούσαν να διαπραγματευτούν προς εξώδικο συμβιβασμό όταν ειδοποιήθηκαν ότι η εφεσίβλητη για απρόβλεπτο χρόνο δεν μπορούσε να μεταβεί στην Κύπρο για ιατρική εξέταση. Οι εφεσείοντες έδειξαν παρελκυστική τακτική αφού μόλις στις 31.5.2012 απαίτησαν την ιατρική εξέταση της εφεσίβλητης, ενώ οι διαπραγματεύσεις άρχισαν από τις 3.3.2011, όταν εφοδιάστηκαν με όλα τα στοιχεία. Αλλά ακόμη και μετά τη διακοπή ή σιγή επί των διαπραγματεύσεων, ουδέν έπραξαν, ούτε και εκδήλωσαν οποιοδήποτε ενδιαφέρον μέχρι και την έκδοση της απόφασης.
Επί της υπεράσπισης, το Δικαστήριο, άλλο από αυτό που απέρριψε την αίτηση παραμερισμού, διεξοδικά, αλλά και με αυστηρότητα είχε εξετάσει τις απαιτήσεις της εφεσίβλητης περιορίζοντας μάλιστα την απαίτηση της για μόνιμη ανικανότητα εργασίας και μόνιμη απώλεια εισοδημάτων στους έξι μήνες, η δε ευθύνη αποδόθηκε εξ ολοκλήρου στον πρώην εναγόμενο 1. Οι εφεσείοντες ουδέποτε προέβαλαν τη δυνατότητα τριτοδιάδικου, ούτε και αμφισβήτησαν την ευθύνη του άλλου οδηγού.
Η νομολογία που λαμβάνεται στο ζήτημα που παραμερισμού νομοτύπων αποφάσεων που έχουν εκδοθεί ερήμην είναι πολύ γνωστή και επαρκώς θεμελιωμένη. Το Δικαστήριο, όπως λέχθηκε στην Evans v. Bartlam (1937) 2 All E.R. 646 και επαναλήφθηκε σε πλείστες όσες αποφάσεις όπως τη Bush κ.ά. ν. Γιαννή (2001) 1 Α.Α.Δ. 1342 και Αργυρού ν. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας (Χρηματοδοτήσεις) Λίμιτεδ (2005) 1 Α.Α.Δ. 229, κατευθύνει την προσοχή του σε δύο παράγοντες, ο πρώτος εκ των οποίων αφορά στο κατά πόσο έχει εξηγηθεί η καθυστέρηση στην καταχώρηση εμφάνισης και στην υποβολή της αίτησης για παραμερισμό και ο άλλος σχετίζεται με το κατά πόσο έχει διαφανεί εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπεράσπιση στην αγωγή με αναγκαία επί τούτου υποστήριξη της αίτησης με ένορκη δήλωση επί της ουσίας, (Annual Practice 1970 σελ.. 117, παρ. 13/9/4). Οι δύο αυτοί παράγοντες εντάσσονται στο ευρύτερο πλαίσιο εξέτασης μιας αίτησης για παραμερισμό, της αρχής, δηλαδή, να υπάρχει οριστική λήξη της αντιδικίας το συντομότερο δυνατό («interest repuplicae ut sit finis litium») και από την άλλη να μην αποστερείται διάδικος με ευκολία της δυνατότητας να ακουστεί, (Milouca Motor Trading Ltd v. Κούρτης (1997) 1 Α.Α.Δ. 941 και Phylactou v. Michael (1982) 1 C.L.R. 204).
Πέραν των ανωτέρω αρχών δεν υπάρχουν στεγανά στην εξέταση μιας αίτησης της φύσεως αυτής, δεδομένου ότι ανακύπτουν διαφορετικά δεδομένα και γεγονότα στην κάθε υπόθεση. Στην υπό κρίση περίπτωση κρίνεται ότι ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ενέκρινε την αίτηση παραμερισμού με προεξάρχουσα τη θέση ότι η μη καταχώρηση εμφάνισης εκ μέρους των εφεσειόντων δεν είχε επαρκώς εξηγηθεί. Η διαπίστωση του Δικαστηρίου ότι οι όποιες διαπραγματεύσεις μεταξύ των διαδίκων δεν αναχαιτίζουν τις υποχρεώσεις τους έναντι του Δικαστηρίου, είναι απόλυτα ορθή. Η παρούσα δεν ήταν περίπτωση όπου ο αιτούμενος τον παραμερισμό της απόφασης δεν ήταν πρόσωπο που γνώριζε το τι έπρεπε να πράξει ώστε να προβάλει άγνοια περί των ορθών διαδικαστικών διαδικασιών. Αντίθετα, ήταν και είναι οργανισμός που υπερασπίζεται αγωγές και καταβάλλουν, καθηκόντως, αποζημιώσεις σε περιπτώσεις που άλλως οι ενάγοντες θα παρέμεναν χωρίς οποιαδήποτε αποζημίωση. Παρέλειψαν συνεπώς να εκπληρώσουν το καθήκον της καταχώρησης σημειώματος εμφανίσεως κατά το δέοντα τρόπο και στον πρέποντα χρόνο.
Το περιεχόμενο της επιστολής που δόθηκε από τους συνηγόρους της εφεσίβλητης και ιδιαίτερα στο μέρος που ενδιαφέρει και που καταγράφηκε αυτούσιο προηγουμένως, με κανένα τρόπο δεν θα μπορούσε να εκληφθεί ότι ισοδυναμούσε με δικαιολογία μη καταχώρησης, τουλάχιστον, του σημειώματος εμφάνισης. Η καταχώρηση σχετικού σημειώματος εμφάνισης είναι κατά τη Δ.16 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας επιτακτική, ορίζεται δε προς τούτο συγκεκριμένος τύπος και χρόνος. Οι επιπτώσεις από τη μη εμφάνιση περιέχονται εξαντλητικά στη Δ.17 και οι δύο αυτοί Θεσμοί είναι βεβαίως πασίγνωστοι σε όλους όσους ασχολούνται με αγωγές, ή υπερασπίσεις, όπως οι εφεσείοντες.
Οι διαπραγματεύσεις μεταξύ των μερών δεν αφορούν το Δικαστήριο το οποίο οφείλει να επιλαμβάνεται των υποθέσεων που είναι στο πινάκιο του μαζί με τις σχετικές επ΄ αυτού αιτήσεις και γι΄ αυτό το Δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση ερήμην των εφεσειόντων το έπραξε καθηκόντως μετά από την αίτηση που υπέβαλε η εφεσίβλητη για απόφαση όταν το Πρωτοκολλητείο του Δικαστηρίου, επίσης καθηκόντως, απέστειλε τη νενομισμένη ειδοποίηση στη βάση της Δ.17 θ.14(1) ότι η αγωγή θα απορριπτόταν σε περίπτωση που η εφεσίβλητη δεν προχωρούσε να επιδιώξει περαιτέρω θεραπεία στην αγωγή της. Σύμφωνα με τα δεδομένα της υπόθεσης οι συνήγοροι της εφεσίβλητης ενημέρωσαν σχετικά τους εφεσείοντες ως προς την καταχώρηση έκθεσης απαίτησης, πλην, όμως, οι εφεσείοντες σε ουδεμία περαιτέρω ενέργεια προέβησαν παραγνωρίζοντας, και στην ουσία αδιαφορώντας, για τις συνέπειες που θα προέκυπταν, ενώ κατά τη θ.7 της Δ.16 είχαν τη δυνατότητα σε οποιοδήποτε χρόνο πριν την έκδοση απόφασης να καταχωρήσουν σημείωμα εμφάνισης με μοναδική επίπτωση την εκ μέρους τους πληρωμή των εξόδων προς τον αντίδικο.
Οι εφεσείοντες προσπάθησαν να προωθήσουν τη θέση ότι εξαπατήθηκαν στην ουσία από τους συνηγόρους της εφεσίβλητης και ότι θα έπρεπε τουλάχιστον να ειδοποιούνταν εγγράφως ότι είχαν διακοπεί οι διαπραγματεύσεις όπως εγγράφως είχαν ειδοποιηθεί και για το γεγονός ότι δεν θα προχωρούσαν οι δικαστικές διαδικασίες κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων. Όπως όμως εξηγήθηκε ανωτέρω, το νόημα της επιστολής που αποστάληκε από τους συνηγόρους της εφεσίβλητης δεν ήταν ότι οι εφεσείοντες απαλλάσσονταν ακόμη και από την υποχρέωση να καταχωρήσουν σημείωμα εμφάνισης ως αυτονόητη και πρωταρχική ασπίδα έναντι της αγωγής. Εκείνο στο οποίο η επιστολή παρέπεμπε ήταν ότι η εφεσίβλητη ως ενάγουσα δεν θα λάμβανε από πλευράς της περαιτέρω δικαστικά μέτρα προωθώντας την αγωγή με οποιοδήποτε τρόπο. Πρόσθετα, δεν εξηγήθηκε από τους εφεσείοντες πώς και για ποιο λόγο μετά την καταχώρηση της έκθεσης απαίτησης δεν θεώρησαν πρέπον να καταχωρήσουν εμφάνιση παρά το ότι αντιλήφθησαν και οι ίδιοι ότι προχώρησε η δικαστική διαδικασία έστω με την καταχώρηση της έκθεσης απαίτησης. Επομένως από εκείνη την ώρα το δεδομένο ως προς τη συναντίληψη των διαδίκων ότι δεν θα λαμβάνονταν περαιτέρω μέτρα στη διαδικασία, είχε στην ουσία καταρρεύσει. Εν τέλει οι εφεσείοντες έπρεπε επίσης να θεωρήσουν ότι κατέρρευσαν οι όποιες διαπραγματεύσεις όταν οι ίδιοι ενημέρωσαν την αντίδικο, μέσω των συνηγόρων της, ότι δεν μπορούσαν να προχωρήσουν οι διαπραγματεύσεις εάν δεν είχαν την ευκαιρία να εξετάσουν την εφεσίβλητη από δικό τους γιατρό.
Συνάγεται ότι η πρωταρχική υποχρέωση των εφεσειόντων να καταχωρήσουν εμφάνιση αδικαιολόγητα δεν εκπληρώθηκε και ως εκ τούτου το πρώτο σκέλος των δύο αρχών ή παραγόντων που λαμβάνονται υπόψη για παραμερισμό απόφασης δεν εκπληρούται. Όπως ήδη λέχθηκε, κάθε υπόθεση αντιμετωπίζεται αναλόγως των γεγονότων της. Για παράδειγμα στην πρόσφατη υπόθεση Κοστανιάν ν. Βασιλείου, Πολ. Έφ. αρ. 168/2013, ημερ. 25.2.2020, ECLI:CY:AD:2020:A73, λέχθηκε ότι «... τυχόν επιπόλαιοι χειρισμοί ενός εναγομένου, που οδηγούν στην έκδοση απόφασης εναντίον του, δεν θεωρούνται, χωρίς άλλο, από τη νομολογία ως καταφρόνηση της δικαστικής διαδικασίας, οποιασδήποτε μορφής•». Εκεί η εφεσείουσα όταν παρέλαβε κλητήριο ένταλμα που αφορούσε διαφορά επί διαμερισμάτων σε πολυκατοικία και χωρίς να γνωρίζει οτιδήποτε περαιτέρω για τη συγκεκριμένη συναλλαγή παρέδωσε το κλητήριο στο συνεναγόμενο της, ο οποίος την προέτρεψε να του δώσει το κλητήριο ένταλμα για να ενεργήσει, όπως και ο ίδιος, παραδίδοντας το στο δικηγόρο του για διευθέτηση. Όμως ο συνεναγόμενος δεν ενήργησε όπως αντιλήφθηκε η εφεσείουσα και εκδόθηκε απόφαση λόγω μη καταχώρησης εμφάνισης, η οποία όμως παραμερίστηκε από το Εφετείο.
Η παρούσα περίπτωση όμως είναι διαφορετική, δεδομένου ότι οι εφεσείοντες γνώριζαν περί των διαδικασιών και η ιδιότητα τους ενέχει τη δική της σημασία. Στη Sokollow S.A. Oddzial Zaklady Miesne W Kole v. Lope Enterprises Ltd (2014) 1 Α.Α.Δ. 2555, ECLI:CY:AD:2014:A884, θεωρήθηκε αδικαιολόγητη η ενέργεια των αλλοδαπών δικηγόρων των εφεσειόντων να επιλέξουν να αποστείλουν κάποια έγγραφα που θεώρησαν σχετικά για την υπεράσπιση τους στο αρμόδιο Πρωτοκολλητείο χωρίς να λάβουν συμβουλή από συναδέλφους τους στην Κύπρο ως προς τον τρόπο χειρισμού του κλητηρίου εντάλματος που είχε επιδοθεί στους εφεσείοντες.
Η νομολογία αποκαλύπτει ότι για την παράλειψη καταχώρησης εμφάνισης πρέπει να δίδονται ικανοποιητικοί λόγοι, όπως, για παράδειγμα, ότι η αγωγή δεν περιήλθε σε γνώση των εναγομένων δίδοντας προς τούτο συγκεκριμένες και εύλογες εξηγήσεις, (Iason Travel & Tours Ltd n. L. Pashias Travel Ltd (2013) 1 Α.Α.Δ. 402). Επίσης, όμως, ότι η άνευ επαρκών εξηγήσεων παράλειψη καταχώρησης εμφάνισης αποτελεί καλό λόγο για μη παραμερισμό. Στην Κάτια Χριστοφόρου ν. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ (2000) 1 Α.Α.Δ. 86, η εφεσείουσα όχι μόνο καθυστέρησε αδικαιολόγητα στην καταχώρηση εμφάνισης επικαλούμενη άγνοια της δυνατότητας αυτής, θέση που δεν έγινε αποδεκτή, αλλά καθυστέρησε να λάβει και μέτρα για παραμερισμό μετά την επίδοση σ΄ αυτή αίτησης παρακοής. Εδώ οι εφεσείοντες παρέλειψαν να εμφανιστούν σε πέραν της μιας των ευκαιριών που είχαν, όπως ήδη εξηγήθηκε πιο πάνω.
Συνάγεται ότι ήταν ορθή η θέση του Δικαστηρίου και δεν ήταν τόσο ζήτημα αξιολόγησης της μαρτυρίας, όπως διατείνονται οι εφεσείοντες, όσο θέμα αντικειμενικών δεδομένων. Δεν ενέχει σημασία η «εντύπωση» με την οποία αφέθηκαν οι εφεσείοντες, κατά το δικό τους ισχυρισμό, ότι οι διαπραγματεύσεις συνεχίζονταν ή ότι δεν θα λαμβάνονταν περαιτέρω μέτρα. Τα αντικειμενικά και πραγματικά γεγονότα δεν υποστήριζαν, άλλωστε, αυτή τη θέση. Υπήρξε αδιαφορία εκ μέρους τους να ενδιαφερθούν για την καταχώρηση εμφάνισης.
Η νομολογία θέλει τους δύο παράγοντες προς παραμερισμό απόφασης να είναι σωρευτικοί, (Τρύφωνος Τρύφων Κύπρος ν. Συνεργατικής Πιστωτικής Εταιρείας Αλληλεγγύης (2014) 1 Α.Α.Δ. 1080, ECLI:CY:AD:2014:A363) . Ως εκ τούτου δεν παρίσταται ανάγκη να συζητηθεί η συζητήσιμη υπεράσπιση σε έκταση. Αρκεί να λεχθεί ότι, όπως υπέδειξε η εφεσίβλητη στο δικό της περίγραμμα, η ευθύνη του πρώην εναγομένου 1 δεν αμφισβητήθηκε, ενώ η τυχόν συντρέχουσα αμέλεια τρίτου προσώπου, εν προκειμένω του οδηγού-συζύγου της δεν αποτελεί υπεράσπιση στην αγωγή με δεδομένο ότι η εφεσίβλητη ήταν επιβάτιδα.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον των εφεσειόντων και υπέρ της εφεσίβλητης όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Δ.
Δ.
Δ.