ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2020:D194
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΙΤΗΣΗ Αρ. 55/20
[Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.]
16 ΙΟΥΝΙΟΥ 2020
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964 ΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ 2018
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ xxx ΑΝΔΡΕΟΥ ΜΕ Α.Δ.Τ. xxx, ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERΤΙORARI
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΕΝΤΑΛΜΑ ΣΥΛΛΗΨΗΣ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ
03ΗΝ ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2020 ΚΑΙ ΩΡΑ 00:40 ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΣΤΗ ΒΑΣΗ ΤΗΣ ΕΝΟΡΚΗΣ ΔΗΛΩΣΗΣ ΤΟΥ ΑΣΤ. 3xx9 Α. Ξ. ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΝΟΜΟΥ, ΚΕΦΑΛΑΙΟ 155,
ΑΡΘΡΑ 18, 19, 20 ΚΑΙ 21
---------------------
Αίτηση ημερ. 18.5.2020
Δ. Τσολακίδης, για τον Αιτητή
Καμία εμφάνιση, για την Καθ' ης η Αίτηση
---------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ. Μετά από άδεια που δόθηκε στον Αιτητή, ακολούθησε η υπό εξέταση δια Κλήσεως Αίτηση του για έκδοση εντάλματος Certiorari για μεταφορά στο Ανώτατο Δικαστήριο για σκοπό ακύρωσης του Εντάλματος Σύλληψης που εξεδόθη από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας στις 3.4.2020, εναντίον του Αιτητή.
Δυστυχώς ο Καθ' ου η Αίτηση, αν και έτυχε της δέουσας επίδοσης, δεν ενεφανίσθη στο Δικαστήριο και συνεπώς η αίτηση προχώρησε σε ακρόαση εν τη απουσία του. Τα γεγονότα, σύμφωνα με τα όσα τέθησαν ενώπιον μου είναι τα ακόλουθα:
Στις 3.4.2020 και ώρα 00.30 ο Αστυφ. Α.Ξ. ενεφανίσθη ενώπιον της Επαρχιακού Δικαστού Λευκωσίας και αιτήθηκε την έκδοση εντάλματος Σύλληψης εναντίον του Αιτητή. Το αίτημα του αστυφύλακα συνοδεύετο από ένορκη δήλωση βάσει της οποίας η Δικαστής εξέδωσε το αιτούμενο ένταλμα σύλληψης. Το περιεχόμενο του εντάλματος σύλληψης έχει το ακόλουθο περιεχόμενο (αυτούσιο):
"Προς τον Αρχηγό Αστυνομίας
Και πάντα άλλον Αστυνομικόν εν Κύπρω
Εντέλλεσθε δια του παρόντος όπως προβείτε εις την σύλληψη του Α. Α. @ Κ. Αρ. Δ.Τ.: .., εναντίον του οποίου υπάρχει μαρτυρία ότι: 1) Παράνομα είχε στην κατοχή του ελεγχόμενο φάρμακο τάξεως Β' δηλαδή κάνναβη βάρους 2,5 κιλών περίπου, Νόμος 29/77 Άρθρο 6(1)(2), 2) Παράνομα είχε στην κατοχή του Ελεγχόμενο Φάρμακο Τάξεως Β', δηλαδή κάνναβη βάρους 2,5 κιλών περίπου με σκοπό την προμήθεια σε άλλα πρόσωπα, Νόμος 29/77, Άρθρο 6(3) και 30(Α) και 3) Συνωμότησε με άγνωστο πρόσωπο για να διαπράξει κακουργήματος, Άρθρο 371 Κεφ. 154, αδικήματα τα οποία διαπράχθηκαν στις 2.4.2020 στη Λευκωσία.
Και προσαγάγητε τούτον ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου πάραυτα (ή την ημέρα του ... 2020, και ώραν ..... προ μεσημβρίας) ίνα απαντήσει εις την ως άνω κατηγορίαν και τύχη μεταχειρίσεως συμφώνως προς τον νόμον.
Έχω ικανοποιηθεί λογικά για την ύπαρξη ανάγκης έκδοσης του εντάλματος.
Εξεδόθει υπ' εμού σήμερον την 3ην ημέραν του Απριλίου 2020. 00.40.
(Υπογραφή) ......
Δικαστής"
Παρενθετικά θα πρέπει να πω ότι δυστυχώς παρά τις επανειλημμένες εγκυκλίους του Ανωτάτου Δικαστηρίου για υπογραφή των ενταλμάτων σύλληψης με πλήρη υπογραφή και αναγραφή του ονόματος του Δικαστή που εξέδωσε το ένταλμα σύλληψης, η Δικαστής του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας υπέγραψε αυτό με ιερογλυφική μονογραφή μη διακριτή του ονόματος της.
Το ένταλμα σύλληψης εκτελέστηκε στις 10.30 π.μ., ο αιτητής παρουσιάστηκε ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας σε διαδικασία αιτήματος της Αστυνομίας προσωποκράτησης του για περίοδο 8 ημερών. Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας απέρριψε το αίτημα και ο Αιτητής αφέθηκε ελεύθερος.
Στον Αιτητή δόθηκε άδεια για καταχώρηση της υπό εξέταση αίτησης για δύο λόγους:
"Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, στερείτο δικαιοδοσίας και/ή εξουσίας να εκδώσει το επίδικο ένταλμα, ή/και έκδωσε τούτο καθ" υπέρβαση των προνοιών των Άρθρων 18 και 19 του Κεφ. 155 και του Άρθρου 11.2(γ) του Συντάγματος ή/και έκδηλη πλάνη νόμου, αφού δεν πληρούνται σωρευτικά οι δύο προϋποθέσεις για την έκδοση εντάλματος σύλληψης. Συγκεκριμένα δεν στοιχειοθετείται η προϋπόθεση της ύπαρξης εύλογης υπόνοιας. Τούτο, ειδικότερα γιατί:
Α] Εξέδωσε το ένταλμα σύλληψης στην βάση της μαρτυρίας που ήθελε τον Αιτητή να βρίσκεται στον χώρο στάθμευσης της εκκλησίας του Αγίου Μάμαντος και να περπατάει εκεί κατά ή περί της 16.00μμ ενώ τα επίδικα ναρκωτικά εντοπίστηκαν στις 18.20μμ, ήτοι δύο και πλέον ώρες μετά, στο χώρο στάθμευσης του σταδίου του ΘΟΙ Λακατάμιας, ο οποίος απέχει 2 χιλιόμετρα από το μέρος όπου βρισκόταν πεζός ο Αιτητής, χωρίς να υπάρχει ίχνος μαρτυρία ως προς το πότε αφέθηκαν στο συγκεκριμένο σημείο και από ποιον. Σημαντικό είναι να τονισθεί ότι ουδείς είδε τον Αιτητή να προσεγγίζει το μέρος όπου εντοπίστηκαν τα ναρκωτικά σε οποιοδήποτε χρονικό σημείο.
Β) Εξέδωσε το ένταλμα σύλληψης στηριζόμενο στον ισχυρισμό περί ύπαρξης νέας πληροφορίας ότι ο Αιτητής ήταν το πρόσωπο που θα παρέδιδε τα ναρκωτικά στην μοτοσυκλέτα, χωρίς όμως να αναλογιστεί ότι οι ενέργειες των αστυνομικών στο μέρος καταδείκνυαν ότι τέτοια πληροφορία δεν υπήρχε. Και τούτο αφού ενώ σύμφωνα με την μαρτυρία του ο Αιτητής περπατούσε ύποπτα στο χώρο στάθμευσης της εκκλησίας Αγίου Μάμαντος και σύμφωνα με την αρχική πληροφορία στην εκκλησία του Αγίου Μάμαντος θα γινόταν συναλλαγή μεγάλης ποσότητας ναρκωτικών και ενώ λήφθηκε νέα πληροφορία ότι ο Αιτητής ήταν το πρόσωπο που θα παρέδιδε τα ναρκωτικά, επομένως ήταν ο κάτοχος ο ναρκωτικών, τα μέλη της ΥΚΑΝ άφησαν στον Αιτητή να φύγει από το μέρος
χωρίς να ανακόψουν, αφού περιήλθε εις γνώση τους η νέα πληροφορία, και χωρίς να ερευνήσουν το όχημα του. Ευσεβάστως εισηγούμαστε ότι οι ενέργειες των μελών της ΥΚΑΝ καταδεικνύουν ότι τέτοια νέα πληροφορία δεν υπήρχε.
Το Δικαστήριο που εξέδωσε το επίδικο ένταλμα σύλληψης καθ' υπέρβαση εξουσίας καθώς ως προκύπτει και από το ίδιο το υπό κρίση ένταλμα στην όψη του το Δικαστήριο ενήργησε μηχανικά και δεν είχε ικανοποιηθεί το ίδιο για την ύπαρξη εύλογης υπόνοιας και ουδεμία αναφορά γίνεται στο ίδιο το ένταλμα ότι το εκδώσαν το ένταλμα Δικαστήριο ικανοποιήθηκε για την ύπαρξη εύλογης υπόνοιας."
Ενώπιον μου κατά την ακροαματική διαδικασία όπως και με την γραπτή του αγόρευση ο ευπαίδευτος συνήγορος για τον αιτητή προώθησε τον δεύτερο πιο πάνω λόγο και συνεπώς θεωρώ ότι εγκαταλήφθη ο πρώτος λόγος. Συνεπώς η αίτηση θα εξεταστεί ανάλογα.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος για τον Αιτητή με αναφορά στη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου υποστήριξε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο κατά την έκδοση του προσβαλλόμενου εντάλματος σύλληψης ενήργησε μηχανικά χωρίς να ικανοποιηθούν όλες οι προϋποθέσεις έκδοσης του εντάλματος σύλληψης. Ουσιαστικά το ένταλμα σύλληψης στην όψη του δεν αποκαλύπτει δέουσα αιτιολογία ότι το ίδιο το Δικαστήριο ικανοποιήθηκε ότι υπάρχει "εύλογη υπόνοια να πιστεύεται" ως προϋποθέτει το άρθρο 18 του Περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου ΚΕΦ. 155 και το Άρθρο 11(2)(γ) του Συντάγματος.
Παρέχεται στους Δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου από το Άρθρο 155.4 του Συντάγματος και Άρθρα 3 και 9 του Περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμου του 1964 η δικαιοδοσία έκδοσης προνομιακών διαταγμάτων, μεταξύ των οποίων Διάταγμα Certiorari με το οποίο ελέγχονται και επιτηρούνται τα κατώτερα Δικαστήρια ακυρώνοντας οποιαδήποτε απόφαση τους όπου αυτό επιβάλλεται από το Νόμο και Νομολογία.
Η έκδοση εντάλματος σύλληψης συνιστά δικαστική πράξη κατόπιν δικαστικής έρευνας η οποία ικανοποιεί τον Δικαστή ότι οι προϋποθέσεις για την έκδοση του ικανοποιούνται σύμφωνα με το Νόμο.
Το ακόλουθο απόσπασμα από την Πολυκάρπου (1991) 1 Α.Α.Δ.207
σκιαγραφεί την ακολουθητέα από τον Δικαστή διαδικασία:
"Αναφορικά με τα καθήκοντα του Δικαστή του Επαρχιακού Δικαστηρίου που επιλαμβάνεται αιτήσεων για την έκδοση ενταλμάτων συλλήψεως θα ήθελα να υποδείξω ότι οφείλει εν πρώτοις να εξετάσει κατά πόσον οι λόγοι για τους οποίους ζητείται το ένταλμα, όπως διατυπώνονται στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση για την έκδοσή του σύμφωνα με το άρθρο 18 του Κεφ. 155, αποκαλύπτουν ή όχι εύλογη υπόνοια ότι το πρόσωπο εναντίον του οποίου θα εκδοθεί διέπραξε αδίκημα, όπως απαιτείται από το άρθρο 11.2(γ) του Συντάγματος. Αν η απάντηση στο βασικό αυτό ερώτημα είναι καταφατική, τότε και μόνο τότε το Δικαστήριο θα προχωρήσει στο δεύτερο στάδιο της έρευνας η οποία θα αποσκοπεί στη διαπίστωση κατά πόσο τα ιδιαίτερα περιστατικά της υπόθεσης -καθιστούν ή όχι την έκδοση του αναγκαία ή επιθυμητή. Θα προχωρήσει δε στην έκδοση του αιτούμενου εντάλματος αν η απάντηση στο δεύτερο αυτό ερώτημα είναι επίσης καταφατική. Θα ήθελα επί του προκειμένου να τονίσω ιδιαίτερα ότι η γνώμη του προσώπου που υπογράφει την ένορκη δήλωση, η οποία γνώμη συνηθίζεται να περιλαμβάνεται στο κείμενο της γραπτής ένορκης δήλωσης, ότι υπάρχει εύλογη υποψία ότι ο καθ' ου η αίτηση διέπραξε συγκεκριμένο αδίκημα, δεν αρκεί για τη νόμιμη· έκδοση του εντάλματος. Το Δικαστήριο οφείλει να εξάξει το δικό τον συμπέρασμα επί του προκειμένου από τα γεγονότα που θα περιέχονται στην ένορκη δήλωση. Αναφέρω ενδεικτικά την απόφαση της Βουλής των Λόρδων στην υπόθεση J.R.C. v. Ross- minster Ltd, (ανωτέρω) στη σελ. 87 (d-e) και σελ. 102(d), η οποία αφορά την έκδοση εντάλματος ερεύνης. Είναι το συμπέρασμα αυτό του Δικαστηρίου και όχι εκείνο της Αστυνομίας που συνιστά τη νόμιμη βάση για την έκδοση του εντάλματος συλλήψεως σε όλες ανεξαίρετα τις περιπτώσεις. Ο Δικαστής πρέπει να ενεργεί επί του προκειμένου πάντοτε κατά τρόπο δικαστικό."
Συναφώς ο Δικαστής θα πρέπει:
(α) να ικανοποιηθεί από την Ένορκη Δήλωση (συνήθως αστυφύλακα) που συνοδεύει την αίτηση ότι οι λόγοι που προβάλλονται αποκαλύπτουν ή όχι εύλογη υπόνοια ότι το πρόσωπο εναντίον του οποίου θα εκδοθεί το ένταλμα σύλληψης διέπραξε αδίκημα, συμφώνως του Άρθρου 11.2(γ) του Συντάγματος. Εάν η απάντηση είναι καταφατική τότε και μόνο θα προχωρήσει.
(β) να διαπιστώσει κατά πόσο τα ιδιαίτερα περιστατικά της υπόθεσης καθιστούν ή όχι αναγκαία ή επιθυμητή την έκδοση του αιτούμενου εντάλματος σύλληψης.
Στα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης το περιεχόμενο του προσβαλλομένου εντάλματος σύλληψης έχει ήδη αναφερθεί νωρίτερα στην απόφασή μου. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αρκέστηκε να αναφέρει: "Έχω ικανοποιηθεί λογικά για την ύπαρξη ανάγκης έκδοσης του εντάλματος." Προχώρησε στο δεύτερο στάδιο χωρίς να προηγηθεί η ικανοποίηση του από την Ένορκη Δήλωση του Αστυφύλακα που συνόδευε την αίτηση κατά πόσο αποκαλύπτεται εύλογη υπόνοια ότι ο Αιτητής ενέχεται στα εξεταζόμενα αδικήματα. Προχώρησε δηλαδή στη δεύτερη προϋπόθεση χωρίς να εξετάσει την πρώτη. Το θέμα δεν είναι τυπικό αλλά ουσιαστικό. Η συνταγματική διάταξη του Άρθρου 11(2)(γ) δεν αφήνει περιθώριο. Οφείλει ο Δικαστής να προβεί σε δικαστική έρευνα και μόνο αν ικανοποιείται ότι υφίσταται εύλογη υπόνοια ότι το πρόσωπο εναντίον του οποίου υποβάλλεται η αίτηση για έκδοση εντάλματος σύλληψης διέπραξε αδίκημα για το οποίο σκοπείται η προσαγωγή του στο Δικαστήριο προχωρεί στο επόμενο στάδιο διερεύνησης κατά πόσο ικανοποιείται και η δεύτερη προϋπόθεση. Εάν δεν ικανοποιηθεί ότι πληρούται η πρώτη προϋπόθεση, τότε δεν έχει δικαιοδοσία για οτιδήποτε περαιτέρω. (βλ. Πολυκάρπου (άνω), Παναγιώτου (Αρ.2) (2002) 1 Α.Α.Δ. 1957, Χαραλάμπους (Αρ. 1) (2001) 1 Α.Α.Δ. 282, Πουργούρη (2012) 1 Α.Α.Δ. 2604)
Δια τους πιο πάνω λόγους η αίτηση εγκρίνεται και εκδίδεται Διάταγμα τύπου Certiorari και ακυρώνεται το επίδικο δικαστικό ένταλμα σύλληψης του Αιτητή.
Καμία διαταγή για έξοδα.
Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.
/γκ