ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2020:D193
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Aίτηση Αρ. 48/2020)
16 IOYNIOY 2020
[Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964 (Ν. 33/1964)
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΤΟΥ 2018
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ xxx xxx MALOUL ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ HABEAS CORPUS
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ ΝΟΜΟ 14/60, ΤΩΝ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΩΝ ΤΟΥ 1964 ΜΕΧΡΙ 1991, ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΣΥΜΒΑΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΑΣΠΙΣΗ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ, ΤΟΝ ΧΑΡΤΗ ΘΕΜΕΛΙΩΔΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ Ε.Ε., ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ ΝΟΜΟ ΚΑΙ ΤΗΝ ΟΔΗΓΙΑ 2013/33/ΕΕ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΙΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΟΔΟΧΗ ΤΩΝ ΑΙΤΟΥΝΤΩΝ ΔΙΕΘΝΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ
Αιτητής
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ:-
1. ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ
2. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ
ΔΙΑ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΟΙ ΟΠΟΙΟΙ ΠΑΡΑΝΟΜΑ ΣΥΝΕΧΙΖΟΥΝ ΝΑ ΕΧΟΥΝ ΥΠΟ ΚΡΑΤΗΣΗ ΤΟΝ xxx xxx MALOUL ΚΑΤΑ ΠΑΡΑΒΑΣΗ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 11 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 5(1) ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΑΣΠΙΣΗ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ, ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 6 ΤΟΥ ΧΑΡΤΗ ΘΕΜΕΛΙΩΔΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ Ε.Ε., ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 9ΣΤ ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ ΝΟΜΟΥ ΚΑΙ ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ 8 ΚΑΙ 9 Της ΟΔΗΓΙΑΣ 2013/33/ΕΕ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΙΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΟΔΟΧΗ ΤΩΝ ΑΙΤΟΥΝΤΩΝ ΔΙΕΘΝΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ
Καθ΄ων η Αίτηση
--------------
Ν. Καλλής για τον Αιτητή.
Π. Χαραλάμπους (Κα) για τη Δημοκρατία
------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.: Ο Αιτητής αιτείται την έκδοση προνομιακού εντάλματος Habeas Corpus Ad Subjiciendum με το οποίο να κηρύσσεται η διάρκεια της κράτησης του υπό την ιδιότητα του ως αιτητή ασύλου από τις 21.8.2019, όπως αναφέρεται στην Αίτηση, μέχρι σήμερα ως παράνομη. Είναι η τρίτη φορά που ο Αιτητής επικαλείται την εξουσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου για την έκδοση τέτοιου προνομιακού εντάλματος (βλ. άρθρο 9ΣΤ(7)(α)(ii)). Η Αίτηση υποστηρίζεται με ένορκη δήλωση ημερ. 7.5.2020 του Αιτητή. Η Δημοκρατία καταχώρησε Ειδοποίηση Πρόθεσης Ένστασης που υποστηρίζεται με ένορκη δήλωση ημερ. 21.5.2020 λειτουργού στο Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης.
Ο Αιτητής είναι υπήκοος Συρίας. Την 7.5.2019 αφίχθηκε στην Κύπρο από την Τουρκία μέσω των κατεχομένων και την επομένη πέρασε στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές. Συνελήφθηκε την ίδια ημέρα από την Αστυνομία και διαπιστώθηκε ότι τα στοιχεία του ήταν καταχωρημένα στον κατάλογο Stop-list για λόγους τρομοκρατίας από 22.12.2014. Αυθημερόν εκδόθηκε εναντίον του διάταγμα κράτησης δυνάμει του άρθρου 9ΣΤ(2)(ε) του περί Προσφύγων Νόμου για λόγους εθνικής ασφάλειας. Δύο ημέρες μετά, την 10.5.2019, ο Αιτητής υπόβαλε αίτηση για χορήγηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας. Έκτοτε κρατείται στο Κέντρο Κράτησης Μεννόγειας.
Την 3.7.2019 ο Αιτητής προσέφυγε, δυνάμει του άρθρου 9ΣΤ(6)(α) του Νόμου, στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας με την προσφυγή 18/2019, επιδιώκοντας την ακύρωση του διατάγματος κράτησης του. Η προσφυγή του απορρίφθηκε την 31.7.2019. Η απόφαση δεν έχει εφεσιβληθεί.
Όπως έχει σημειωθεί, της παρούσας έχουν προηγηθεί άλλες δύο αιτήσεις για την έκδοση προνομιακού εντάλματος Habeas Corpus από μέρους του Αιτητή. Η πρώτη, που καταχωρίστηκε την 10.6.2019 (Πολιτική Aίτηση Αρ. 98/2019), αποσύρθηκε και απορρίφθηκε, ενώ η δεύτερη, που καταχωρίστηκε την 2.9.2019 (Πολιτική Aίτηση Αρ. 159/2019) εκδικάστηκε και απορρίφθηκε με απόφαση αδελφού Δικαστή ημερ.23.9.2019. Έτσι, η κράτηση του συνεχίστηκε.
Το ζήτημα της κράτησης του Αιτητή επανεξετάστηκε την 14.2.2020, την 24.3.2020 και την 16.4.2020. Έχει παρουσιαστεί και επιστολή της Υπηρεσίας Αλλοδαπών και Μετανάστευσης της Αστυνομίας, ημερ.19.5.2020, στην οποία αναφέρεται ότι σε σχέση με τον Αιτητή διαπιστώνεται ότι ο βαθμός επικινδυνότητας για την εθνική ασφάλεια της Δημοκρατίας εξακολουθεί να υφίσταται και ως εκ τούτου, η περαιτέρω κράτηση του κρίνεται αναγκαία και επιβεβλημένη.
Την 16.9.2019 πραγματοποιήθηκε η πρώτη συνέντευξη του Αιτητή στα πλαίσια της εξέτασης του αιτήματος του για χορήγηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας. Μετά την καταχώρηση της παρούσας αίτησης, την 18.5.2020, διενεργήθηκε και δεύτερη συνέντευξη του Αιτητή και δύο ημέρες μετά, την 20.5.2020, εκδόθηκε η απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου με την οποία αυτός αποκλείστηκε από τη χορήγηση καθεστώτος πρόσφυγα και από τη χορήγηση καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας. Σύμφωνα με την πολυσέλιδη έκθεση της Υπηρεσίας Ασύλου, ο Αιτητής δεν δικαιούται το καθεστώς του πρόσφυγα, ενώ, παρά την διαπίστωση ότι θα δικαιούτο σε συμπληρωματική προστασία, έχει αποκλειστεί από το καθεστώς αυτό με βάσει τις πρόνοιες του άρθρου 5(2)(α) και (δ) του Ν.60(Ι)/2000, εφόσον διαπιστώθηκε ότι «έχει διαπράξει έγκλημα κατά της ειρήνης, έγκλημα πολέμου ή έγκλημα κατά της ανθρωπότητας, όπως τα εγκλήματα αυτά ορίζονται στις διεθνείς συμβάσεις που έχουν καταρτιστεί με σκοπό την αντιμετώπισή τους .» και ότι «συνιστά κίνδυνο για την κυπριακή κοινωνία ή την ασφάλεια της Δημοκρατίας».
Ο Αιτητής έχει το δικαίωμα να καταχωρίσει προσφυγή κατά της απόφασης αυτής μέσα σε περίοδο 75 ημερών, που ακόμα δεν έχει εκπνεύσει.
Η διερεύνηση ποινικών αδικημάτων σε σχέση με τον Αιτητή από το Γραφείο Καταπολέμησης της Τρομοκρατίας περατώθηκε την 3.2.2020. Αναφέρεται στην ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την ένσταση ότι θα παρουσιαζόταν κατά την ακρόαση της Αίτησης το απόρρητο υλικό που κατέχει το Γραφείο, ωστόσο τέτοιο εγχείρημα δεν εκδηλώθηκε παρά μόνο στο στάδιο των τελικών αγορεύσεων και αφού ο δικηγόρος του Αιτητή είχε ολοκληρώσει την αγόρευση του. Και, όπως θα αναμενόταν, δεν επιτράπηκε η καταχώρηση του σε τέτοιο αργοπορημένο στάδιο, που θα εμπόδιζε τη πλευρά του Αιτητή από του να προβεί σε παραστάσεις για να αποκαλυφθεί και σε αυτή το υλικό ή άλλα διαβήματα για την προάσπιση των συμφερόντων του Αιτητή. Το Δικαστήριο θα προχωρήσει στην εξέταση της Αίτησης στη βάσει των στοιχείων όπως προκύπτουν από τις εκατέρωθεν ένορκες δηλώσεις.
Στη Χ"Σάββα (1993) 1 Α.Α.Δ. 102, 106-107, αναφέρθηκε ότι:
«Το Ανώτατο Δικαστήριο έχει ΅ε βάση την παράγραφο 4 του ’ρθρου 155 του Συντάγ΅ατος αποκλειστική δικαιοδοσία να εκδίδει προνο΅ιακά εντάλ΅ατα, ΅εταξύ των οποίων συγκαταλέγονται και τα εντάλ΅ατα της φύσεως Habeas Corpus.
. . . . . . . . . . .
Το Habeas Corpus Ad Subjiciendum είναι προνο΅ιακή διαδικασία για την εξασφάλιση της ελευθερίας του πολίτη, παρέχει αποτελεσ΅ατικό ΅έσο ά΅εσης απελευθέρωσης από παράνο΅η ή αδικαιολόγητη κράτηση, είτε στη φυλακή, είτε σε ιδιωτικό χώρο, από αρχή ή ιδιώτη. Με το ένταλ΅α αυτό διατάσσεται η προσαγωγή του κρατού΅ενου στο Δικαστήριο και η έρευνα αναφορικά ΅ε την αιτία της φυλάκισης ή της κράτησης του. Εάν δεν υπάρχει νό΅ι΅η δικαιολογία για την κράτηση διατάσσεται η απόλυση του κρατού΅ενου.»
Πιο πρόσφατα, στη Αναφορικά με την Αίτηση του Κυριάκου Ζάνα (2013) 1(Β) Α.Α.Δ. 1156, 1162-3 αναφέρθηκε ότι:
«Η ελευθερία του ατό΅ου είναι το ύψιστο αγαθό που πρέπει να διασφαλίζεται σε κάθε δη΅οκρατική κοινωνία, διεπό΅ενη από το κράτος δικαίου. Σε περίπτωση παράνο΅ης κράτησης ή περιορισ΅ού προσφέρεται η δυνατότητα στον πολίτη να α΅φισβητήσει τη νο΅ι΅ότητα της τοιαύτης κράτησης, ΅έσω του προνο΅ιακού εντάλ΅ατος Habeas Corpus Ad Subjiciendum.
Το ένταλ΅α Habeas Corpus είναι ά΅εσο δραστικό ΅έτρο για την απελευθέρωση ατό΅ου από παράνο΅η ή αδικαιολόγητη κράτηση, είτε αυτή ενεργείται από δη΅οσία αρχή, ή ιδιώτη. Είναι ΅ια θεραπεία η οποία επικεντρώνεται στο πρόσωπο που τελεί υπό κράτηση.»
Η νομιμότητα του διατάγματος κράτησης αποφασίστηκε τελεσίδικα εφόσον η απόφαση στη προσφυγή 18/2019 δεν έχει εφεσιβληθεί και δεν αποτελεί αντικείμενο της παρούσας διαδικασίας, που αφορά στον έλεγχο της νομιμότητας της διάρκεια της κράτησης του Αιτητή (άρθρο 9ΣΤ(7)(α)(i)). Ωστόσο, η νομιμότητα του διατάγματος δεν καθιστά τη μετέπειτα κράτηση εκ προοιμίου και χωρίς άλλο νόμιμη. Διαφορετικά θα αφαιρείτο από το Δικαστήριο η δυνατότητα ελέγχου της διάρκειας της κράτησης που είναι η πεμπτουσία του προνομιακού εντάλματος Habeas Corpus (Haghilo (2011) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2219, 2224). Παρά λοιπόν τη νομιμότητα του αρχικού διατάγματος κράτησης, η διάρκεια της κράτησης μπορεί να κριθεί παράνομη αν διαπιστωθεί αδικαιολόγητα παρατεταμένη ή και εάν οι λόγοι κράτησης έχουν εκλείψει. Σημειώνεται πως η κράτηση του Αιτητή μέχρι τον Σεπτέμβριο του 2019 έχει κριθεί νόμιμη με την απόφαση που εκδόθηκε την 23.9.2019 στην δεύτερη αίτηση για Habeas Corpus (Αίτηση Αρ.159/2019) που ο Αιτητής είχε καταχωρίσει. Ούτε η απόφαση αυτή έχει εφεσιβληθεί.
Το Δικαστήριο είχε την ευκαιρία στη Αναφορικά με την Αίτηση του Mhammedi, Πολ. Αίτηση Αρ.4/2020, ημερ.24.2.2020 να αναφερθεί στη πρόσφατη νομολογία όπου εξετάστηκαν αιτήσεις για Habeas Corpus από αιτητές διεθνούς προστασίας που κρατούνταν για λόγους ασφάλειας της Δημοκρατίας.
Στην Αναφορικά με την αίτηση του Yusuf, Υπόθ. Αρ. 91/2019, ημερ. 20.6.2019, ECLI:CY:AD:2019:D237, αναφέρθηκε ότι:
«Το παρόν Δικαστήριο υπό την προνο΅ιακή του δικαιοδοσία, όπως προβλέπεται στο άρθρο 7(α)(i) του περί Προσφύγων Νό΅ου 6(Ι)/2000, εξετάζει τη «διάρκεια της κράτησης» και όχι τη νο΅ι΅ότητα του διατάγ΅ατος κράτησης, που τεκ΅αίρεται νό΅ι΅ο. Συνεπώς, δεν τίθεται θέ΅α α΅φισβήτησης ότι η κράτηση του αιτητή, είναι νό΅ι΅η.
Τα στοιχεία που έθεσε ενώπιον ΅ου η ευπαίδευτη συνήγορος, εμπιστευτικής φύσεως, έχουν μελετηθεί. Η ε΅βέλεια τους και αν συνηγορούν υπέρ της νομιμότητας της κράτησης, ξεφεύγουν της εξέτασης της παρούσας. Το Δικαστήριο δεν ΅πορεί να υπεισέλθει στην εξέταση των πληροφοριών ως προς τα θέ΅ατα ασφάλειας του κράτους, αλλά προσφέρεται εξουσία ελέγχου της νομιμότητας της διαδικασίας αυτής. Η διοίκηση δεν έχει υποχρέωση παροχής οποιωνδήποτε εξηγήσεων για την έκδοση διατάγματος κράτησης για σκοπούς ασφάλειας. Είναι κατ' εξοχήν έργο της εκτελεστικής εξουσίας τα θέματα κρατικής ασφάλειας. Στις περιπτώσεις που η διοίκηση επικαλείται λόγους ασφαλείας, η διακριτική αυτή ευχέρεια, καθίσταται πιο πλατιά. Ο οποιοσδήποτε κίνδυνος που δημιουργείται για την εσωτερική τάξη και εθνική ασφάλεια, επιτρέπει και αποτελεί έναν από τους βασικούς λόγους για τους οποίους δικαιολογείται η κράτηση ενός ατόμου. Η εκτίμηση των στοιχείων ή πληροφοριών που ευλόγως προκαλούν ανησυχία για τη δημόσια ασφάλεια αυτών γίνεται από τη διοίκηση, το έργο του Δικαστηρίου περιοριζόμενο στον έλεγχο της νομιμότητας της. (Βλ. Α.Ε. 42/2013 κ.ά., Bekefi a.o. ν. Δημοκρατίας, ημερ. 30 Ιουνίου 2016).
Στην Αναφορικά με την Αίτηση του Moatasem, Πολ. Αίτηση αρ. 182/2019, ημερ.6.12.2019, ECLI:CY:AD:2019:D510, αναφέρθηκε ότι:
«Το δικαίωμα του αιτητή σε αποτελεσματική δικαστική προστασία δεν μπορεί παρά να εξεταστεί σε συνάρτηση με την προστασία της εθνικής ασφάλειας του κράτους. H νομολογία του ΔΕΕ επί του θέματος καθορίζει ότι η προστασία της εθνικής ασφάλειας και της δημόσιας τάξης αποτελεί το σκοπό του άρθρου 8 της Οδηγίας 2013/33. Όταν διακυβεύεται η εθνική ασφάλεια ή η δημόσια τάξη, η κράτηση ενός προσώπου είναι πρόσφορο μέτρο που στοχεύει στην προστασία του κοινού από ενδεχόμενο κίνδυνο που η συμπεριφορά του συγκεκριμένου ατόμου επιβάλλει. (J.N v. Staatssecretaris van Veilingheid en Justice 15.2.2016).
Στην υπόθεση C-584/10, Ευρωπαϊκή Επιτροπή ν. Kadi, 18.7.2013, τονίστηκε ότι η ύπαρξη προσβολής των δικαιωμάτων άμυνας και του δικαιώματος επί αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, πρέπει να εκτιμάται σε συνάρτηση με την επιταγή που αφορά τη διατήρηση της διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας.»
Στην Αναφορικά με την Αίτηση του Yazen, Πολ. Αίτηση αρ. 202/2019, ημερ.30.1.2020, αναφέρθηκε ότι, κατά τον έλεγχο της νομιμότητας της διάρκειας κράτησης που διατάχθηκε ως απαιτούμενη για την προστασία της δημόσιας ασφάλειας ή της δημόσιας τάξης:
« . είναι αναγκαίο να εξισορροπείται το δικαίωμα του κράτους να προστατεύει την εθνική ασφάλεια και τη δημόσια τάξη, με τα δικαιώματα και
ελευθερίες που αναγνωρίζονται κατά το άρθρο 52 παράγραφος (1) του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εφαρμόζοντας, κατά την αρχή της αναλογικότητας, περιορισμούς επιτρεπόμενους μόνο εφόσον είναι αναγκαίοι και ανταποκρίνονται πραγματικά στους σκοπούς γενικού συμφέροντος που αναγνωρίζει η Ένωση και στην ανάγκη προστασίας των δικαιωμάτων και ελευθεριών τρίτων, (J.N. v. Staatssecretaris van Veiligheid en Justitie, C-601/15/PPU του ΔΕΕ, σκέψεις 49-50). Παρόμοια, στη νομολογία του ΕΔΑΔ στην υπόθεση A and Others v. The United Kingdom, Application no. 3455/05, ημερ. 19.2.2009, η σχετική πρόνοια στη Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Συμβουλίου της Ευρώπης του άρθρου 5 παράγραφος (1), έχει επίσης ερμηνευθεί αναλόγως ούτως ώστε να διασφαλίζεται αφενός στον κρατούμενο το δικαίωμα πρόσβασης στο Δικαστήριο και το δικαίωμα δίκαιης δίκης, σε συνάρτηση πάντοτε με την ανάγκη προστασίας του εθνικού συμφέροντος, οπότε και είναι δυνατόν να τεθούν, παρά το αντιπαραθετικό σύστημα, περιορισμοί στη διεξαγωγή της δίκης.
Στο σύγγραμμα των Jacobs, White & Ovey: The European Convention of Human Rights, 5η έκδ., σελ. 236 κ.ε., σε σχέση με το δικαίωμα ελέγχου της κράτησης κάτω από το ’ρθρο 5(4), αναφέρεται ότι δεν διασφαλίζεται δικαίωμα σε «judicial review» τέτοιας έκτασης που να δίδει στο Δικαστήριο την ευχέρεια να υποκαταστήσει τη δική του ευχέρεια γι΄ αυτή της διοίκησης. Πρέπει όμως να είναι ευρεία ώστε να εξετάζονται εκείνες οι συνθήκες που καθιστούν την κράτηση νόμιμη («lawful») σύμφωνα με το ’ρθρο 5(1), (E. v. Norway (1990) 17 EHRR 30, παρ. 50). Η δυνατότητα ελέγχου κάτω από το ’ρθρο 5(4) έχει χαρακτηρισθεί από τους Harris, O'Boyle & Warbrick: Law of the European Convention of Human Rights, 2η έκδ., σελ. 182, ως το «habeas corpus» της Σύμβασης. Το υλικό το οποίο κατά το κράτος δικαιολογεί την κράτηση πρέπει να παρέχεται στο Δικαστήριο ώστε να αξιολογείται και πρέπει να υπάρχει μια ορθή ισορροπία μεταξύ των διαφόρων δικαιωμάτων. Αν και αναγνωρίζεται ότι στο πλαίσιο της εξέτασης, η αποκάλυψη διαβαθμισμένου ή εμπιστευτικού υλικού πρέπει να γίνεται με προσοχή, αυτό δεν σημαίνει ότι οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να παραμένουν χωρίς αποτελεσματικό έλεγχο από τα εθνικά Δικαστήρια, (Chahal v. U.K. (1996) 23 EHRR 413).»
Αναφέρθηκε ακόμα πως:
« . σε υποθέσεις αφορούσες σε θέματα εθνικής ασφάλειας, το Δικαστήριο δεν μπορεί να υπεισέλθει στους λόγους που η διοίκηση αποφάσισε ότι τίθεται ζήτημα κρατικής ασφάλειας από την άποψη ότι αυτά είναι ζητήματα για τα οποία το κράτος έχει ευρεία διακριτική ευχέρεια. Το Δικαστήριο μπορεί βεβαίως να ελέγξει τις πληροφορίες και την όλη διαδικασία ως προς το νόμιμο αυτής, αλλά δεν υπεισέρχεται στην ουσιαστική εκτίμηση των πληροφοριών, (Bekefi v. Δημοκρατίας, Αναθεωρητική Έφεση αρ. 42/2013, ημερ. 30.6.2016, ECLI:CY:AD:2016:C317 και Stoyanov v. Δημοκρατίας, υπόθ. υπ΄ αρ. 718/12, ημερ. 26.2.2014).».
Στη Stoyanov v. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 718/12, ημερ. 26.2.2014, ECLI:CY:AD:2014:D151, όπου εξετάστηκε η ευχέρεια των αρχών να επιβάλουν περιορισμούς στο δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής των πολιτών της Ευρωπαϊκής Ένωσης για λόγους δημόσιας τάξης, δημόσιας ασφάλειας ή δημόσιας υγείας (άρθρο 29 του περί Δικαιώματος των Πολιτών της Ένωσης και των Μελών των Οικογενειών τους να Κυκλοφορούν και να Διαμένουν Ελεύθερα στη Δημοκρατία Νόμου, Ν.7(Ι)/2007) αναφέρθηκε ότι:
« . κάθε τέτοιο μέτρο που λαμβάνεται πρέπει να θεμελιώνεται αποκλειστικά στην προσωπική συμπεριφορά του ατόμου η οποία « . πρέπει να συνιστά πραγματική, ενεστώσα και επαρκώς σοβαρή απειλή, στρεφόμενη κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας.». Δεν επιτρέπεται κατά την επιφύλαξη του άρθρου 29(3)(α), η επίκληση λόγων γενικής πρόληψης ή λόγων που δεν συνδέονται με τα στοιχεία της εκάστοτε ατομικής περίπτωσης. .
Στα πλαίσια της κυριαρχίας του κράτους και στη βάση της εξέτασης κατά πόσο συμπεριφορά συνιστά πραγματική, ενεστώσα και επαρκώς σοβαρή απειλή, υποδείχθηκε στην απόφαση Dichev v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 309/2012, ημερ. 15.11.2013, ότι η συμπεριφορά αυτή μπορεί να διαπιστωθεί και χωρίς καταδικαστική απόφαση από Δικαστήριο. Αρκεί να υπάρχουν πληροφορίες και αξιόπιστες πηγές οι οποίες να προκαλούν ανησυχίες αναφορικά με την παρουσία του αλλοδαπού στη Δημοκρατία. Συναφώς στην Eddine v. Δημοκρατία (2008) 3 Α.Α.Δ. 95, αποφασίστηκε ότι «το κράτος δεν έχει την υποχρέωση να υποστηρίξει την απορριπτική του θέση με στοιχεία που θα δικαιολογούσαν με θετικό τρόπο τη μη συνέχιση της παραμονής του στην Κύπρο.». Αρκεί να παρέχεται επαρκώς πραγματικό έρεισμα για την αρνητική απόφαση εφόσον υπάρχουν και συγκεντρώνονται από κατάλληλες βέβαια πηγές πληροφορίες που προκαλούν ανησυχία. Ακόμη και γενικές ενδείξεις μπορούν δικαιολογημένα να αιτιολογήσουν αρνητική απόφαση, η όποια δε αμφιβολία επενεργεί υπέρ της Δημοκρατίας, στα πλαίσια του προεξάρχοντος κυριαρχικού της δικαιώματος να ελέγχει ποιοι διακινούνται και διαμένουν στο έδαφος της, (Moyo v. Republic (1988) 3 C.L.R. 1203 και Ananda Marga Ltd v. Republic (1985) 3 C.L.R. 2583).
. Η ενεργός διοίκηση είναι κατ΄ εξοχήν το όργανο στο οποίο εναποτίθεται η ευθύνη για εκτίμηση των γεγονότων και δεν θα ήταν δυνατό να αναθεωρείται από το Ανώτατο Δικαστήριο η εκτίμηση αυτή στη βάση των γενικών αρχών του διοικητικού δικαίου, ιδιαιτέρως όταν υπεισέρχονται στην εικόνα εμπιστευτικές πληροφορίες από πρόσωπα τα οποία τις δίδουν στην αστυνομία. Το Δικαστήριο δεν μπορεί να ασκήσει ιδίαν κρίση περί της επικινδυνότητας του αιτητή. Ελέγχει μόνο τη νομιμότητα της όλης διαδικασίας.».
Αναφέρθηκε ακόμα πως:
«Στην Eddine v. Δημοκρατίας - πιο πάνω - [(2008) 3 Α.Α.Δ. 95], η Ολομέλεια θεώρησε ακόμη και γενικές ενδείξεις περί ενδεχόμενου προβλήματος στη βάση πληροφοριών που ευλόγως προκαλούν ανησυχία, ως επαρκείς. Και, όπως λέχθηκε και στην Kapsaskis κ.ά. ν. Δημοκρατίας, συνεκδ. υποθ. αρ. 290/2012, 291/2012 και 203/2012, ημερ. 20.2.2013, η διοίκηση δεν έχει υποχρέωση παροχής οποιωνδήποτε εξηγήσεων για την έκδοση διατάγματος απαγόρευσης εισόδου αλλοδαπού για σκοπούς ασφάλειας. Το Δικαστήριο δεν ερευνά τους λόγους που συνάπτονται με θέματα κρατικής ασφάλειας που είναι κατ΄ εξοχήν έργο της εκτελεστικής εξουσίας. Τα ίδια λέχθηκαν και στην Kolomoets v. Δημοκρατίας (1999) 4 Α.Α.Δ. 443, στο ότι η διοίκηση έχει ευρεία διακριτική ευχέρεια και εξουσία για απέλαση αλλοδαπών, εξουσία η οποία όταν συναρτάται προς κίνδυνο στην εσωτερική τάξη και την εθνική ασφάλεια, είναι ακόμη πιο πλατειά, (Mushtag v. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 1479).».
Στην Bekefi κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Πολ. Εφέσεις 42-45/2013, ημερ. 30.6.2016, και πάλι στα πλαίσια εξέτασης της δυνατότητας επιβολής περιορισμών στο δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής των πολιτών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους, για λόγους δημόσιας τάξης, δημόσιας ασφάλειας ή δημόσιας υγείας, αναφέρθηκε ότι:
«Η έννοια της δημόσιας τάξης και της δημόσιας ασφάλειας δεν ορίζονται στην Οδηγία 2004/38/ΕΚ, ούτε στη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ). Η δε έκταση της διακριτικής ευχέρειας των κρατών μελών στον τομέα αυτό, επίσης παραμένει αόριστη και αδιευκρίνιστη. Προφανώς γιατί πρόκειται για ευαίσθητα ζητήματα εμπίπτοντα στη σφαίρα του κυριαρχικού δικαιώματος των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης να ρυθμίζουν και να ελέγχουν τα περί της εισόδου και παραμονής ξένων υπηκόων στο έδαφος τους και που χρήζουν, συνήθως, καθορισμού σε ad hoc βάση. Όπως έχει τονιστεί επανειλημμένα από το ΔΕΕ, τα κράτη μέλη είναι ελεύθερα κατ' ουσία να καθορίζουν τις απαιτήσεις της δημόσιας τάξης και της δημόσιας ασφάλειας σύμφωνα με τις εθνικές τους ανάγκες και αξίες (36/75 Rutili), οι οποίες ενδέχεται να διαφέρουν ανάλογα με το κράτος και τη χρονική περίοδο. Οι απαιτήσεις αυτές πρέπει, όμως, να ερμηνεύονται συσταλτικώς στο πλαίσιο της Ένωσης, αν χρησιμοποιούνται ως δικαιολογητικός λόγος για παρέκκλιση από τη θεμελιώδη αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των προσώπων. Η έννοια της δημόσιας τάξης προϋποθέτει, εν πάση περιπτώσει, εκτός της διασάλευσης της κοινωνικής τάξης, την οποία συνιστά κάθε παράβαση του νόμου, την ύπαρξη πραγματικής, ενεστώσας και αρκούντως σοβαρής απειλής κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας (βλ.C-434/10, Petar Aladzhov v. Zamestnik director na Stolichna direktsia na vatreshnite raboti kam Ministerstvo na vatreshnite raboti, ημερομηνίας 17.11.2011), η οποία να θεμελιώνεται αποκλειστικά στην προσωπική συμπεριφορά του ενδιαφερόμενου πολίτη της Ένωσης.».
Ο έλεγχος της διάρκειας της κράτησης διενεργείται υπό το φως των διατάξεων του άρθρου 9ΣΤ(4)(α) του Νόμου που προνοεί ότι: «Η κράτηση αιτητή έχει τη μικρότερη δυνατή διάρκεια και διαρκεί μόνο για όσο διάστημα ισχύει λόγος κράτησης που προβλέπεται στο εδάφιο (2).» Ακόμα, στο άρθρο 9ΣΤ(4)(β) προβλέπεται ότι: «Οι διοικητικές διαδικασίες που συνδέονται με λόγο κράτησης που προβλέπεται στο εδάφιο (2) εκτελούνται χωρίς περιττές καθυστερήσεις. Καθυστερήσεις των διοικητικών διαδικασιών που δεν μπορούν να αποδοθούν στον αιτητή δεν δικαιολογούν την συνέχιση της κράτησης.». Στην Αναφορικά με την Αίτηση του Khoshorauli, Πολιτική Αίτηση Αρ.1/2019, ημερ.24.1.2019, επαναλαμβάνοντας το Δικαστήριο ότι η κράτηση δεν είναι αυτοσκοπός, αλλά διενεργείται με σκοπό την απέλαση, σημειώνεται ότι ο σκοπός αυτός περιλαμβάνει και προϋποθέτει την εξέταση και απόρριψη του αιτήματος για πολιτικό άσυλο. Αναφέρεται ακόμα πως και όταν η νομιμότητα της αρχικής κράτησης είναι δεδομένη, η κράτηση μπορεί να καταστεί στη συνέχεια παράνομη όταν διαπιστώνεται υπέρβαση του εύλογου χρόνου που απαιτείται για το σκοπό της κράτησης, που προσδιορίστηκε ως η διευθέτηση της απέλασης εάν απορριπτόταν το αίτημα για πολιτικό άσυλο.
Η μαρτυρία που εμπλέκει τον Αιτητή ως μέλος τρομοκρατικής οργάνωσης έχει ουσιαστικά αποκαλυφθεί. Αφορά κατάθεση του αδελφού του Αιτητή προς την Αστυνομία που δόθηκε την 11.9.2014. Στην έκθεση της αρμόδιας λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου ημερ.19.5.2020 που αποκαλύπτεται με την ένσταση καταγράφεται ότι ο αδελφός του, το οποίο κατονομάζει και που διαμένει μόνιμα στη Κύπρο, εμπλέκει τον Αιτητή σε ενέργειες που τείνουν να τον χαρακτηρίσουν ως υποστηριχτή της τρομοκρατικής οργάνωσης DAESH (ISIS). Ο Αιτητής που βρισκόταν ξανά στην Κύπρο την περίοδο 2007-2014, είχε το 2014 αναχωρήσει για τη Συρία. Ο αδελφός του στην κατάθεση του ανάφερε ότι όταν ο Αιτητής πήγε στη Συρία, έγινε μέλος της οργάνωσης DAESH. Αναφερόταν ακόμα στη κατάθεση του αδελφού του ότι ο Αιτητής είχε αναρτήσει στο Facebook φωτογραφία μαχητών της DAESH. Ο Αιτητής δεν παραδέχεται ότι έχει σχέση με την DAESH, έχει όμως σε γραπτή του κατάθεση σε ανάκριση παραδεχτεί ότι είχε εμπλοκή με την οργάνωση Ahrar al Sham, η οποία αν και δεν έχει χαρακτηριστεί ως τρομοκρατική από την Ευρωπαϊκή Ένωση, τα Ηνωμένα Έθνη ή τις Η.Π.Α, συνεργάζεται με τρομοκρατικές οργανώσεις και πράξεις που διενήργησε θεωρούνται εγκλήματα πολέμου. Στην έκθεση αποκαλύπτονται και άλλες λεπτομέρειες και καθορίζεται με αναφορά στις σχετικές κατευθυντήριες γραμμές της Ύπατης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες η ατομική ευθύνη του Αιτητή. Ο Αιτητής έδωσε άλλη εκδοχή για την μετάβαση του στη Συρία το 2014 και δικαιολόγησε την ανάρτηση της φωτογραφίας αναφέροντας πως δεν απεικόνιζε τρομοκράτες αλλά ενόπλους που αντιτίθενται στο καθεστώς στη Συρία.
Το Δικαστήριο δεν αξιολογεί τα στοιχεία για να αποφανθεί κατά πόσο η απόφαση της διοίκησης ήταν ορθή ή έστω η ενδεδειγμένη. Η απόφαση της διοίκησης δεν αναθεωρείται από το Ανώτατο Δικαστήριο. Κατά την διαδικασία αίτησης για Habeas Corpus το Δικαστήριο δεν υπεισέρχεται στην ουσιαστική εκτίμηση των πληροφοριών, όμως ελέγχει τις πληροφορίες και την όλη διαδικασία ως προς το νόμιμο αυτής. Προκύπτει ότι υπάρχουν τα στοιχεία που παρέχουν επαρκώς πραγματικό έρεισμα και θα δικαιολογούσαν τη διοίκηση, εκτιμώντας τα και ασκώντας την ευρεία ευχέρεια της, νόμιμα να καταλήξει ότι η κράτηση του Αιτητή εξακολουθεί να είναι επιβεβλημένη καθότι αυτός συνιστά πραγματική, ενεστώσα και σοβαρή απειλή για την εθνική ασφάλεια.
Εφόσον δεν έχει ακόμα εκπνεύσει ο χρόνος για την καταχώριση προσφυγής κατά της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου ο Αιτητής εξακολουθεί να θεωρείται αιτητής διεθνούς προστασίας και εφόσον καταχωρήσει προσφυγή μέχρι την αποπεράτωση της (Αναφορικά με την Αίτηση του Abdelmogeeth, Πολιτική Αίτηση 183/2019, ημερ.12.11.2019, ECLI:CY:AD:2019:D465). Στο μεσοδιάστημα και εφόσον συνιστά κίνδυνο για την ασφάλεια της Δημοκρατίας η κράτηση του θα είναι επιβεβλημένη, εκτός και αν τυχών άλλες διαδικασίες καθυστερήσουν σε βαθμό που η παράταση της κράτησης του Αιτητή να καθίσταται αδικαιολόγητη ή και καταχρηστική και ως εκ τούτου παράνομη.
Σε σχέση με τις μέχρι σήμερα διαδικασίες το Δικαστήριο δεν διαπιστώνει ότι έχει παρουσιαστεί τέτοια καθυστέρηση σε σχέση με την εξέταση του αιτήματος του Αιτητή για διεθνή προστασία που θα συνιστούσε παραβίαση των προνοιών του άρθρου 9ΣΤ(4) του Νόμου, της Ε.Σ.Δ.Α. ή της Οδηγίας 2013/33/ΕΕ και που θα καθιστούσε τη διάρκεια της κράτησης του παράνομη. Η απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου έχει ήδη εκδοθεί και από το περιεχόμενο της σχετικής έκθεσης που παρουσιάστηκε, διαφαίνεται ότι επρόκειτο για διαδικασία που απαιτούσε χρόνο για να διεκπεραιωθεί. Επεκτείνεται η απόφαση, στη βάσει των στοιχείων που παρατίθενται, σε κρίση ότι ο Αιτητής συνιστά κίνδυνο για την κυπριακή κοινωνία ή την ασφάλεια της Δημοκρατίας, ζήτημα που θα απασχολήσει το αρμόδιο Δικαστήριο στην περίπτωση προσβολής της απόφασης με προσφυγή.
Κατά συνέπεια η Αίτηση απορρίπτεται.
Χ. Μαλαχτός, Δ.