ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Δεν έχει εντοπιστεί νομοθεσία ή απόφαση ή δικονομικός θεσμός στον οποίο να κάνει αναφορά η απόφαση αυτή
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:DOD:2020:22
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
(Έφεση Αρ. 21/2019)
29 Ιουνίου 2020
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Π/ρος, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ/στές]
xxx ΔΗΜΟΣΘΕΝΟΥΣ,
Εφεσείων
- ΚΑΙ -
xxx ΔΗΜΟΣΘΕΝΟΥΣ,
Εφεσίβλητης
----------------------------------------------
Λ. Βραχίμης, για τον Εφεσείοντα.
Γ. Τσαρδελλής για Η. Νεοκλέους & Σια ΔΕΠΕ, για την Εφεσίβλητη.
----------------------------------------------
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του
Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Ναθαναήλ, Π.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Π.: Η έφεση αφορά ενδιάμεση απόφαση του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λευκωσίας στη Δικαιοδοσία Διατροφής με την οποία καθορίστηκαν ως συνεισφορά του εφεσείοντος προς την εφεσίβλητη τα ποσά των €700 και €500 μηνιαίως από 1.7.2019, προς διατροφή των δύο ανηλίκων τέκνων των εν διαστάσει διαδίκων.
Η απόφαση του Δικαστηρίου λήφθηκε μετά από την παράθεση των δεδομένων που τέθηκαν ενώπιον του στις ένορκες δηλώσεις της εφεσίβλητης-αιτήτριας και του εφεσείοντος-καθ΄ ου η αίτηση. Το Δικαστήριο απέφυγε να προβεί σε καταληκτικά ευρήματα αναφορικά με το ύψος των εισοδημάτων των διαδίκων ή τις ανάγκες των δύο ανηλίκων έχοντας υπόψη ότι ασχολείτο με το θέμα ενδιαμέσως. Περαιτέρω αναφέρθηκε στις προϋποθέσεις ενός ενδιαμέσου διατάγματος στη βάση του άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου αρ. 14/60, υπό το φως και των ουσιωδών διατάξεων των άρθρων 33(1) και 37 του περί Σχέσεων Γονέων και Τέκνων Νόμου αρ. 216/90.
Στην απόφαση του το Δικαστήριο σημείωσε ότι η δήλωση της εφεσίβλητης ότι τα έξοδα αμφοτέρων των ανηλίκων καλύπτονταν αποκλειστικά από την ίδια μετά τις 22.12.2018, όταν ο σύζυγος της αποχώρησε από τη συζυγική οικία μετά την έκδοση προσωρινού διατάγματος αποκλειστικής χρήσης προς όφελος της ιδίας, δεν μπορούσε να ήταν αληθής με δεδομένο ότι ο δικός της μισθός ανερχόταν, όπως η ίδια ανέφερε, στα €1.000 μηνιαίως χωρίς να έχει άλλα εισοδήματα, ενώ τα έξοδα των ανηλίκων συμποσούνταν στο ποσό των €2.562 μηνιαίως όπως η ίδια τα ανέλυσε στην ένορκη δήλωση της. Το Δικαστήριο σημείωσε όμως ταυτόχρονα ότι δημιουργείτο εύλογο ερώτημα για το πώς ο ίδιος ο εφεσείων μπορούσε να καλύπτει το σύνολο των αναγκών των ανηλίκων τέκνων του όταν στη βάση των αναφορών στην ένορκη δήλωση του ιδίου, τα έξοδα τους ανέρχονταν σε €2.914 μηνιαίως, έχοντας υπόψη ότι ο δικός του μισθός περιοριζόταν στις €2.500 μηνιαίως.
Το Δικαστήριο αφού παρέθεσε σε αναλυτικούς πίνακες τα διάφορα έξοδα των ανηλίκων σύμφωνα με τις θέσεις εκατέρου των διαδίκων και αφού τόνισε ότι το καθήκον του Δικαστηρίου είναι να εντοπίσει το εύλογο των κονδυλίων που απαιτούνται για την ικανοποίηση των αναγκών διατροφής και συντήρησης των ανηλίκων χωρίς να δεσμεύεται από τη μαρτυρία των διαδίκων και χωρίς να είναι υποχρεωμένο να υπεισέρχεται σε λεπτομέρειες και μικροσκοπικούς υπολογισμούς, προχώρησε να καθορίσει τα προαναφερθέντα στην αρχή του παρόντος σκεπτικού ποσά ως την αναγκαία συνεισφορά του εφεσείοντος για διατροφή εκάστου των ανηλίκων.
Τρεις είναι οι λόγοι έφεσης που εναντιώνονται στη θέση του Δικαστηρίου ότι η εφεσίβλητη δεν μπορούσε από μόνη της να καλύπτει τις ουσιώδεις ανάγκες των ανηλίκων τέκνων από τις 22.12.2018, ώστε οι ανάγκες αυτές να καλύπτονταν και από τον εφεσείοντα, ενώ ήταν ανεδαφικό και το συμπέρασμα του Δικαστηρίου ότι η συνεισφορά του πατέρα μπορούσε να διακοπεί ανά πάσα στιγμή, χωρίς να υπάρχει προς τούτο οποιαδήποτε σχετική μαρτυρία. Το Δικαστήριο περαιτέρω εσφαλμένα στηρίχθηκε στη μαρτυρία της εφεσίβλητης για να καταλήξει ότι πληρούνταν οι προϋποθέσεις του άρθρου 32 και, πέραν του ότι αυτή δεν είχε προσέλθει στο Δικαστήριο αποκαλύπτοντας πλήρως την αλήθεια, ήταν πρόδηλο ότι ο εφεσείων κατέβαλλε ποσά για τις ανάγκες των τέκνων του έχοντας μεγαλύτερα εισοδήματα από την ίδια και, επομένως, η εφεσίβλητη δεν είχε αποσείσει το βάρος απόδειξης που είχε κατά το ενδιάμεσο εκείνο στάδιο.
Η αντίθετη θέση της εφεσίβλητης βασίζεται στην από κοινού υποχρέωση διατροφής των ανηλίκων τέκνων από τους γονείς. Με δεδομένο ότι η εφεσίβλητη είχε την προσωρινή επιμέλεια και φύλαξη των ανηλίκων, προέκυπτε η αδήριτη ανάγκη για συνεισφορά και από τον πατέρα για τη διατροφή, συντήρηση και κάλυψη των τρεχουσών αναγκών. Ως προς τη μη αποκάλυψη των ορθών δεδομένων ή ότι η εφεσίβλητη δεν είχε προσέλθει στο Δικαστήριο με καθαρά χέρια, η εισήγηση της εφεσίβλητης είναι ότι το Δικαστήριο δεν εξέδωσε το ενδιάμεσο διάταγμα διατροφής επί μονομερούς βάσεως, αλλά είχε διατάξει την επίδοση της στον εφεσείοντα, η δε εφεσίβλητη απέσεισε πλήρως το βάρος που είχε έχοντας υπόψη τον ιδιαίτερο σκοπό που αναζητήθηκε το ενδιάμεσο διάταγμα.
Η έφεση δεν έχει περιθώρια επιτυχίας. Αναμφίβολα, η διαπίστωση του Δικαστηρίου ότι η εφεσίβλητη «δεν προέβη σε πλήρη και αληθινή αποκάλυψη των πραγματικών της εισοδημάτων ως ώφειλε» και ότι η εισοδηματική της ικανότητα των €1.000 μηνιαίως από τα οποία κάλυπτε και δικές της προσωπικές ανάγκες, δεν επαρκούσε να καλύψει τις ανάγκες των ανηλίκων, ήταν ορθή. Αυτό βεβαίως σήμαινε ότι οι ανάγκες των ανηλίκων καλύπτονταν και από τον πατέρα, όχι όμως στο σύνολο τους όπως στην ουσία διατείνετο ο ίδιος, εφόσον θα μπορούσε να παρέδιδε προς τούτο σχετικές αποδείξεις, κάτι που δεν έπραξε. Ούτε όμως και τα εισοδήματα του εφεσείοντος επαρκούσαν για την ολική κάλυψη των αναγκών των ανηλίκων, τις οποίες και ο ίδιος αποδέχθηκε ότι ήταν αυξημένες.
Το ζητούμενο για το Δικαστήριο ήταν η σφαιρική αντίκρυση των θέσεων αμφοτέρων των διαδίκων προς καθορισμό της εισοδηματικής κατάστασης τους ως γονέων με γνώμονα τον επιμερισμό της διατροφής. Η μη αποκάλυψη των αληθών εισοδημάτων εκάστου δεν εξουδετερώνει την ανάγκη διατροφής από τον έτερο των συζύγων διότι το άρθρο 33(1) καθορίζει ως απόλυτη την υποχρέωση διατροφής με μόνο μέτρο τις εισοδηματικές δυνάμεις των γονέων. Η υποχρέωση αυτή είναι διαρκής. Η πιθανότητα διακοπής της συνεισφοράς του εφεσείοντος ανά πάσα στιγμή και για οποιοδήποτε λόγο δεν τίθεται στη βάσανο μαρτυρίας προς τούτο. Από τη στιγμή που η εφεσίβλητη διεκδίκησε δικαστική συνεισφορά υπό το φως της απομάκρυνσης του εφεσείοντος από τη συζυγική οικία, παραμένει αυτονόητο ότι είτε συναινετικά, είτε διά αποφάσεως μετά από ακρόαση, ένα διάταγμα μέσω Δικαστηρίου, είναι απαραίτητο, προς διασφάλιση των βασικών αναγκών των ανηλίκων.
Σύζυγοι που διαζεύγονται ή τελούν υπό διάσταση, παραμένουν υπόχρεοι για τη διατροφή των τέκνων τους. Όπου η λογική και η έμφυτη μητρική ή πατρική αγάπη πρυτανεύουν οι σύζυγοι δεν διασταυρώνουν τα ξίφη τους, ούτε αναλώνουν τις δυνάμεις τους στα Δικαστήρια, αλλά αντίθετα τις ενώνουν χάριν της ευημερίας των παιδιών. Αυτό στην ουσία ως θέμα κοινής λογικής, σημείωσε και το Δικαστήριο, στην απόφαση του ότι η επιμονή των διαδίκων να λύνουν τις διαφορές τους δικαστικώς αντί φιλικώς, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι «ανά πάσα στιγμή εν απουσία σχετικού διατάγματος, δυνατόν να οδηγήσει τον Καθ΄ ου η αίτηση, να σταματήσει να καταβάλλει τα έξοδα διατροφής των ανηλίκων» με τραγικές συνέπειες. Ακόμη και η υποβολή και επιμονή στην παρούσα έφεση υποδεικνύει εγγενώς την εν δυνάμει αμφισβήτηση της υποχρέωσης συνέχισης της διατροφής χωρίς δικαστικό διάταγμα.
Τα πιο πάνω επιλύουν και τα όσα ο εφεσείων αναφέρει αναφορικά με την τρίτη προϋπόθεση ότι είναι αδύνατο χωρίς δικαστικό διάταγμα να αποδοθεί πλήρης δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο. Ακόμη και με δεδομένο ότι ο εφεσείων όντως συνεισφέρει ήδη στη διατροφή, τι θα τον εμπόδιζε να διαφοροποιήσει τη θέση του ή να μειώσει δραστικά το ποσό το οποίο συνεισφέρει. Υπενθυμίζεται ότι η φύση της παρούσας διαφοράς είναι πολύ διαφορετική από τα συνηθισμένα άλλα προσωρινά διατάγματα που αφορούν συμβατικές, κατά κανόνα, σχέσεις μεταξύ των διαδίκων. Υπερίπταται εδώ η νομοθετική υποχρέωση συνεισφοράς προς όφελος των ανηλίκων.
Κλείνοντας πρέπει να τονιστεί με τον πλέον εμφαντικό τρόπο το εξής: Ούτε ο Νόμος αρ. 216/90, ούτε και οι σχετικοί Διαδικαστικοί Κανονισμοί, προνοούν, πόσο μάλλον επιβάλλουν, την οποιαδήποτε ενδιάμεση διαδικασία, ειδικά με σκοπό την παροχή ενδιάμεσης διατροφής. Τέτοιες διαδικασίες αποτελούν απόκλιση από την ορθή πορεία των πραγμάτων. Μία αίτηση διατροφής θα έπρεπε να υποβάλλεται, αυτή να εκδικάζεται τάχιστα προς πλήρη και τελικό διακανονισμό της συνεισφοράς εκάστου, χωρίς υπερβολική ανάλυση επί των γεγονότων. Το Δικαστήριο με την εισαγωγή της αίτησης, θα μπορούσε να καθορίζει εξ ιδίων του ενδιαμέσως ένα ποσό γύρω στο 50%-75% του ύψους της διατροφής (κατ΄ αναλογία της πρόνοιας που υπάρχει στο άρθρο 8 του περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμου αρ. 232/91), για να καλύπτεται στο μεσοδιάστημα επαρκής διατροφή και η τελική απόφαση του να ανατρέχει, με τις αναγκαίες διαφοροποιήσεις, στο χρόνο καταχώρησης της αίτησης.
Είναι ανεπίτρεπτο να τεμαχίζονται τέτοιες διαδικασίες, να γίνονται εφέσεις επί των ενδιαμέσων αποφάσεων και να μην εκδικάζονται οι καθ΄ αυτό αιτήσεις, όπως ακριβώς συμβαίνει εδώ. Τα Οικογενειακά Δικαστήρια ενθαρρύνονται να χρησιμοποιούν το δικαίωμα που τους παρέχει ο Κανονισμός 8 του περί Οικογενειακού Δικαστηρίου Διαδικαστικού Κανονισμού του 1990, για έκδοση των αναγκαίων οδηγιών προς το συμφέρον της δικαιοσύνης επιταχύνοντας την ενώπιον του διαδικασία.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον του εφεσείοντος και υπέρ της εφεσίβλητης όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Π.
Δ.
Δ.
/ΕΘ