ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2020:A188
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 206/2014)
12 Ιουνίου 2020
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ/στές]
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ ΑΛΛΟΔΑΠΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ (ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ, ΕΓΓΡΑΦΗ ΚΑΙ ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΔΥΝΑΜΕΙ ΣΥΜΒΑΣΕΩΣ) ΝΟΜΟ 121(Ι)/2000
ΚΑΙ
Μεταξύ:
VTB BANK (OPEN JOINT-STOCK COMPANY),
Εφεσείουσα/Αιτήτρια
ΚΑΙ
1. xxx xxx ALEKSEYEVICH, ΑΛΛΩΣ
xxx xxx xxx,
Εφεσίβλητου/Καθ΄ ου η Αίτηση 1,
2. ARROWCREST LTD,
Εφεσίβλητης/Ενδιαφερομένου Μέρους
--------------------------------------------
Στ. Παύλου με Χρ. Νικολάου και Ελ. Χριστοφή (κα), για
Π. Παύλου και Συνεργάτες ΔΕΠΕ, για την Εφεσείουσα.
Σ. Πίττας, για τον Εφεσίβλητο 1.
Καμιά εμφάνιση για την Εφεσίβλητη 2.
-----------------------------------------------
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του
Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Ναθαναήλ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Με Γενική Αίτηση ημερ. 16.5.2014 που εισήχθηκε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, επιδιώχθηκε η αναγνώριση, εγγραφή και εκτέλεση αποφάσεως Δικαστηρίου της Μόσχας στη Ρωσία με την οποία ο εφεσίβλητος με άλλο πρόσωπο είχαν διαταχθεί να καταβάλουν στην αιτήτρια τράπεζα της Ρωσίας το ποσό των 30.000.000 δολαρίων ΗΠΑ, καθώς και άλλα μικρότερα ποσά που οφείλονταν προς την τράπεζα κεχωρισμένα από έκαστο των εν λόγω προσώπων δυνάμει της εν λόγω απόφασης η οποία είχε ληφθεί ερήμην των οφειλετών παρά την προς αυτούς δέουσα επίδοση. Η εν λόγω Ρωσική απόφαση είχε εκδοθεί στις 28.2.2014.
Στο πλαίσιο της διαδικασίας εγγραφής καταχωρήθηκαν και δύο ενδιάμεσες αιτήσεις για την έκδοση προσωρινών διαταγμάτων, μια την ίδια ημερομηνία καταχώρησης της γενικής αίτησης και η δεύτερη λίγο μεταγενέστερα στις 23.5.2014. Και στις δύο αιτήσεις εκδόθησαν αντίστοιχα δραστικά ενδιάμεσα διατάγματα ημερ. 20.5.2014 και 23.5.2014. Μέρος των διαταγμάτων αυτών αφορούσαν την εταιρεία Arrowcrest Ltd, εφεσίβλητη, στην οποία ο εφεσίβλητος σύμφωνα με την ένορκη δήλωση που υποστήριζε τη Γενική Αίτηση προς εγγραφή και εκτέλεση είχε ιδιοκτησιακό συμφέρον εφόσον ήταν κατά 100% ιδιοκτήτης της, ενώ κατείχε και άλλες μετοχές σε άλλη εταιρεία, αμφότερες με εγγεγραμμένο γραφείο στη Λευκωσία, δηλαδή, εντός της Δημοκρατίας.
Ηγέρθηκε εξ αρχής τόσο από τον εφεσίβλητο, όσο και από την Arrowcrest Ltd, ζήτημα δικαιοδοσίας όσον αφορούσε τη δυνατότητα του Δικαστηρίου να αναλάβει το εγχείρημα στη βάση του ότι τόσο η αιτήτρια τράπεζα, όσο και οι καθ΄ ων η αίτηση, περιγράφονταν από τον τίτλο και μόνο, αλλά και στην υποστηρικτική ένορκη δήλωση της Γενικής Αίτησης, ως μόνιμοι κάτοικοι Ρωσίας. Συνεπώς το Δικαστήριο όρισε κατά προτεραιότητα το ζήτημα της δικαιοδοσίας προς εξέταση αποφασίζοντας ότι πράγματι δεν είχε δικαιοδοσία να επιληφθεί οποιουδήποτε σχετικού ζητήματος και, επομένως, απέρριψε με την απόφαση του ημερ. 27.6.2014, τόσο την κυρίως αίτηση προς εγγραφή και εκτέλεση της Ρωσικής απόφασης, όσο και τις ενδιάμεσες αιτήσεις με συνακόλουθη και την παύση ισχύος των ήδη εκδοθέντων διαταγμάτων.
Η κατάληξη του Δικαστηρίου βασίστηκε στις εξής παραμέτρους: Η αιτήτρια τράπεζα - τώρα εφεσείουσα - είχε το βάρος να αποδείξει τουλάχιστον προσωρινή διαμονή στη Δημοκρατία με βάση το άρθρο 27 της Συνθήκης μεταξύ της Κυπριακής Δημοκρατίας και της Ένωσης Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών για Παροχή Νομικής Συνδρομής σε Θέματα Αστικού και Ποινικού Δικαίου Νόμου αρ. 172/1986, (εφεξής «η Συνθήκη»). Το βάρος αυτό δεν το απέσεισε με δεδομένο ότι ουδέν διαφορετικό είχε θέσει ενώπιον του Δικαστηρίου σε σχέση με τη διαμονή των διαδίκων πέραν των όσων καταγράφονταν στο υλικό το οποίο η ίδια έθεσε ενώπιον του. Αντίθετα εκείνο που προέκυπτε σαφέστατα ήταν ότι η Ρωσική τράπεζα δεν είχε διαμονή στη Δημοκρατία και δεν ήταν δυνατό να της δοθεί ευκαιρία να παρουσιάσει άλλη μαρτυρία υπό τύπο συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης όπως είχε ζητήσει, δεδομένου ότι τέτοια συμπληρωματική μαρτυρία αφενός σήμαινε την παραδοχή εκ μέρους της τράπεζας της ύπαρξης κενού ως προς τα πραγματικά δεδομένα κατά την εισαγωγή της Γενικής Αίτησης για εγγραφή και, αφετέρου, τα γεγονότα τα οποία η ίδια πρόκρινε να εισαγάγει στη Γενική Αίτηση δεν μπορούσαν εκ των υστέρων να διαφοροποιηθούν εφόσον στη βάση τους είχαν ήδη εκδοθεί προσωρινής φύσεως δραστικότατα διατάγματα.
Κατά δεύτερο λόγο, οι πρόνοιες της Συνθήκης και ιδιαίτερα του άρθρου 27 ήσαν σαφείς και αποτελούσαν μια επιτακτική ρύθμιση ως προς τον τρόπο με τον οποίο υποβάλλεται μια αίτηση της φύσεως αυτής. Δεδομένου μάλιστα ότι πρόκειται περί Συνθήκης που έχει αυξημένη ισχύ κατά το Άρθρο 169 του Συντάγματος, οι πρόνοιες της ενέχουν και το στοιχείο της διακρατικής δέσμευσης εφόσον το κείμενο της αποτέλεσε την κωδικοποίηση της σαφούς βούλησης δύο κυρίαρχων κρατών. Επομένως, η Γενική Αίτηση είχε καταχωρηθεί κατά παράβαση της Συνθήκης και οποιαδήποτε ανάληψη δικαιοδοσίας ή συνέχιση αυτής, θα παραβίαζε τις πρόνοιες της. Περαιτέρω, το Δικαστήριο έκρινε επίσης, κατά λιτό τρόπο διότι η διαπίστωση του ότι η Συνθήκη δεν μπορούσε να εφαρμοστεί καθιστούσε αχρείαστη την ενδελεχή ενασχόληση και με τις πρόνοιες του περί Αποφάσεων Αλλοδαπών Δικαστηρίων (Αναγνώριση, Εγγραφή και Εκτέλεση δυνάμει Συμβάσεως) Νόμου αρ. 121(Ι)/2000, που ήταν η έτερη βάση της εισαγωγής της Γενικής Αίτησης, ότι εν πάση περιπτώσει η Γενική Αίτηση για εγγραφή ήταν τρωτή, ακόμη και αν εξεταζόταν δυνάμει αυτού του Νόμου εφόσον οι πρόνοιες του καθόριζαν την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου με κριτήριο τη διαμονή του καθ΄ ου η αίτηση ή του αιτητή αναλόγως, κριτήριο το οποίο δεν υφίστατο στην υπό εξέταση αίτηση.
Η έφεση θέτει προς αναθεώρηση όλο το σκεπτικό του πρωτόδικου Δικαστηρίου με τρεις σχετικούς λόγους που στην ουσία αφορούν την παρερμηνεία ή εσφαλμένη εφαρμογή των προνοιών της Συνθήκης, αλλά και του Νόμου, ενώ ταυτόχρονα θεωρείται ότι εσφαλμένα και αδικαιολόγητα το Δικαστήριο έκρινε ότι υπήρχαν ενώπιον του όλα τα αναγκαία στοιχεία και/ή μαρτυρία και/ή παραδεκτά γεγονότα ώστε να εξετάσει το θέμα της δικαιοδοσίας. Αυτό, πρόσθετα, οδήγησε το Δικαστήριο σε περαιτέρω σφάλμα εφόσον αποδέχθηκε να εξετάσει την προδικαστική ένσταση περί δικαιοδοσίας αποκλείοντας το δικαίωμα της εφεσείουσας να παρουσιάσει ή να συμπληρώσει ή να διορθώσει την εκδοχή της ως προς τα σχετικά με την κρίση του Δικαστηρίου πραγματικά περιστατικά.
Οι λόγοι έφεσης αναπτύσσονται με επάρκεια στο κατατεθέν περίγραμμα της εφεσείουσας τράπεζας το οποίο υποστηρίζεται και από ικανό αριθμό αυθεντιών. Η βασική σκέψη που προβάλλει τόσο από το περίγραμμα, όσο και από την προφορική αγόρευση των ευπαιδεύτων συνηγόρων της, είναι ότι το άρθρο 27 είναι διαδικαστικής και όχι δικαιοδοτικής φύσεως δεδομένου ότι το μόνο αρμόδιο Δικαστήριο που θα μπορούσε να επιληφθεί αξίωσης για εγγραφή και εκτέλεση αλλοδαπής απόφασης είναι το Επαρχιακό Δικαστήριο. Δεν τίθετο συνεπώς ζήτημα αρμοδιότητας ή δικαιοδοσίας, διαφορετικά ο αιτούμενος την εγγραφή αλλοδαπής ρωσικής απόφασης θα αποστερείτο παντελώς του οποιουδήποτε δικαιώματος. Άλλωστε, όλες οι προϋποθέσεις εξέτασης και εγγραφής απόφασης που εκδόθηκε στη Ρωσία πληρούνταν στη συγκεκριμένη υπόθεση ιδιαίτερα έχοντας υπόψη τα άρθρα 23, 24 και 26(2) της Συνθήκης. Στις προϋποθέσεις αυτές ουδόλως αναφέρεται οτιδήποτε το οποίο παραπέμπει στις πρόνοιες του άρθρου 27. Το Δικαστήριο συνεπώς έσφαλε με το να περιορίσει την αρμοδιότητα των Επαρχιακών Δικαστηρίων της Κύπρου να εγγράψουν απόφαση Ρωσικού Δικαστηρίου ερμηνεύοντας αυστηρά τις πρόνοιες του άρθρου 27, θέτοντας έτσι σε δυσμενέστερη μοίρα ένα αιτητή που θα ήθελε να εγγράψει απόφαση στην επικράτεια της Δημοκρατίας χρησιμοποιώντας το μηχανισμό της παραπομπής της απόφασης για εγγραφή στην αρμόδια αρχή του κράτους κατά το άρθρο 27(1), από εκείνον που χρησιμοποιεί την κατευθείαν δυνατότητα που δίνει το άρθρο 27(2) για να εγγράψει την απόφαση του στη Δημοκρατία.
Περαιτέρω, εάν οι πρόνοιες του άρθρου 27 ήταν, καθώς κρίθηκαν πρωτοδίκως, επιτακτικές και δικαιοδοτικού χαρακτήρα, τότε δεν θα μπορούσε να εξηγηθεί η πρόνοια που εισήχθηκε με το Νόμο αρ. 121(Ι)/2000, με την οποία επεκτάθηκε η δικαιοδοσία του Δικαστηρίου και στο χώρο όπου διαμένει ο καθ΄ ου η αίτηση. Η επέκταση αυτή δυνάμει του Νόμου είναι φανερό ότι έγινε ακριβώς διότι το άρθρο 27 δεν είναι δικαιοδοτικού χαρακτήρα, αλλά μόνο διαδικαστικού. Άλλωστε ένα νομικό πρόσωπο που όντως έχει την έδρα του σε μια χώρα είναι δυνατό, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τράπεζες, να έχει και διαμονή σε άλλη χώρα. Ενώ το Δικαστήριο αποδέχθηκε αυτή την αρχή, εν τούτοις δεν επέτρεψε να δοθούν περαιτέρω στοιχεία και ο λόγος που η εφεσείουσα τράπεζα δεν έδωσε εξ αρχής οποιεσδήποτε σχετικές πρόσθετες πληροφορίες ήταν διότι δεν θεωρήθηκαν σχετικές με τα επίδικα θέματα. Ως εκ τούτου δεν είχε το βάρος να αναφερθεί εκ προοιμίου στην παρουσία της στη Δημοκρατία και ούτε θα έπρεπε να θεωρηθεί αντιφατική η προσπάθεια της να καταχωρήσει συμπληρωματική ένορκη δήλωση για να απαντήσει τους ισχυρισμούς των αντιδίκων της όσον αφορά τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου στη βάση της προϋπόθεσης της διαμονής.
Τέλος, εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ορθό να εξετάσει θέμα δικαιοδοσίας κατά προτεραιότητα και εν σπουδή, χωρίς να έχει ενώπιον του ολοκληρωμένη και σαφή εικόνα ως προς τα δεδομένα ή τουλάχιστον να έχει ενώπιον του παραδεκτά γεγονότα ως προς το θέμα της διαμονής.
Ο εφεσίβλητος, αντίθετα, (η Arrowcrest Ltd δεν εμφανίστηκε ούτε καταχώρησε περίγραμμα), έθεσε τα πράγματα διαφορετικά. Κατά την άποψη του, η ερμηνεία που πρέπει να δοθεί στο άρθρο 27 απορρέει από το ίδιο το σαφές λεκτικό του και ορθά αποφάσισε προς τούτο το Δικαστήριο. Ίχνος μαρτυρίας δεν υπήρχε αναφορικά με άλλο τόπο διαμονής της εφεσείουσας τράπεζας από αυτόν που αναφερόταν στην ίδια την Γενική Αίτηση και τα υποστηρικτικά αυτής έγγραφα, εάν δε οι εργασίες της επεκτείνονταν ή ασκούνταν και στη Δημοκρατία, τότε θα έπρεπε να λειτουργεί αδειούχο Παράρτημα («Branch») και/ή Γραφείο Εργασιών («Establishment»), έχοντας προς τούτο τη σχετική άδεια της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου. Καμιά πρόνοια της Συνθήκης δεν περιορίζει ή διαφοροποιεί τις πρόνοιες του άρθρου 27, για την ερμηνεία του οποίου, καθώς και ολόκληρης της Συνθήκης θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη και οι συνθήκες που επικρατούσαν στην τότε Σοβιετική Ένωση όταν υπογράφηκε η Συνθήκη, τη δεκαετία του 1980, περίοδο κατά την οποία οι Ρώσοι πολίτες δεν δικαιούνταν να έχουν συναλλαγές με το εξωτερικό, εκτός μέσω του Κράτους.
Ούτε οι πρόνοιες του Νόμου ισχύουν ή είναι βοηθητικές προς την εφεσείουσα, εφόσον είναι αδιαμφισβήτητο ότι ούτε ο εφεσίβλητος έχει τη διαμονή του στη Δημοκρατία. Η δικαιοδοσία ενός Δικαστηρίου εξαντλείται σε συνάρτηση με τα δικόγραφα ή το περιεχόμενο των εγγράφων που υποστηρίζουν την προτεινόμενη θεραπεία, εν προκειμένω, την εγγραφή και εκτέλεση της Ρωσικής απόφασης.
Έχοντας εξετάσει όλα τα δεδομένα της έφεσης πρέπει να λεχθούν τα ακόλουθα: Αποτελεί κοινό τόπο ότι η δικαιοδοσία ενός Δικαστηρίου είναι προαπαιτούμενο για ανάληψη οποιασδήποτε ενασχόλησης του με ορισμένο αντικείμενο ή θεραπεία. Η ανυπαρξία δικαιοδοσίας εκθεμελιώνει εξ υπαρχής τη νόμιμη ανάμειξη του Δικαστηρίου προς επίλυση διαφοράς. Ταυτόχρονα, η ύπαρξη δικαιοδοσίας οριοθετεί το εύρος της δικαστικής ενασχόλησης, κατά τόπον και καθ΄ ύλην, επιφέροντας και ανάλογες, καταλυτικές, τις πλείστες φορές, επιπτώσεις εφόσον με την ανάληψη δικαιοδοσίας, η αρμοδιότητα του Δικαστηρίου εκτείνεται και στη λήψη ενδιαμέσων μέτρων, όπως εδώ, αλλά και στην εκτέλεση αποφάσεων κατά τον τρόπο που επιτρέπει η εκάστοτε νομοθεσία.
Κατά κανόνα, η δικαιοδοσία συναρτάται προς τη διαμονή εντός της τοπικής αρμοδιότητας του Δικαστηρίου. Αυτό διότι τα μέτρα εκτέλεσης δεν θα μπορούσαν να εφαρμοστούν διαφορετικά. Έτσι, το άρθρο 21 του περί Δικαστηρίων Νόμου αρ. 14/60, καθορίζει τη δικαιοδοσία κάθε Δικαστηρίου υπό το φως της τοπικής αρμοδιότητας με πρόνοιες όπως ότι η βάση της αγωγής πρέπει να έχει προκύψει καθ΄ ολοκληρίαν ή εν μέρει εντός των ορίων της επαρχίας στην οποία το Δικαστήριο καθιδρύθη ή ότι ο εναγόμενος ή οιοσδήποτε εξ αυτών κατά το χρόνο έγερσης της αγωγής διαμένει ή ασκεί επάγγελμα εντός της επαρχίας όπου λειτουργεί το Δικαστήριο. Είναι σαφές επομένως ότι το nexus μεταξύ διαδίκων ή διαδίκου με το Δικαστήριο συγκεκριμένης επαρχίας, έχει υπόβαθρο την απόδοση αποτελεσματικής θεραπείας.
Από την ώρα που το Δικαστήριο έχει δικαιοδοσία, αυτή μπορεί να επεκταθεί και εκτός της επικράτειας του, ακόμη και εκτός Δημοκρατίας, κατ΄ επίκληση της Δ.6 για επίδοση αγωγής στο εξωτερικό ώστε να κληθεί ακόμη και κάτοικος εξωτερικού να υπαχθεί στη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου.
Ως προς το ζητούμενο της παρούσας έφεσης, η δικαιοδοσία πρέπει να αναζητηθεί μέσα από τις πρόνοιες των συγκεκριμένων νομοθεσιών που η ίδια η εφεσείουσα τράπεζα επικαλέσθηκε. Η διακρατική Συνθήκη ήταν το κύριο εργαλείο προώθησης της αίτησης για εγγραφή. Η Συνθήκη (η οποία λανθασμένα αναφέρεται ως Νόμος 172(Ι)/86, εφόσον το ορθό είναι Νόμος 172/86), υπογράφτηκε μεταξύ της Δημοκρατίας και της τότε Σοβιετικής Ένωσης στις 18.1.1984 σε δύο αντίγραφα στην Αγγλική και Ρωσική γλώσσα, αμφότερες αποδίδουσες αυθεντικά κείμενα, και τέθηκε σε ισχύ 30 ημέρες μετά την ανταλλαγή στη Λευκωσία των εγγράφων επικύρωσης. Η Συνθήκη κυρώθηκε με το Νόμο 172/86 ο οποίος δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα στις 14.11.1986, παραθέτοντας τόσο το Ελληνικό κείμενο, όσο και το Αγγλικό, με πρόνοια ότι σε περίπτωση διαφοράς ή αντίθεσης μεταξύ των δύο κειμένων, θα υπερισχύει το Αγγλικό κείμενο που είναι και το αυθεντικό.
Η Συνθήκη πρέπει να διαβαστεί στην ολότητα της ώστε να διαγνωστεί ο σκοπός της και κατά τρόπο ώστε σε συγκεκριμένο άρθρο που χρήζει ερμηνείας να του δίνεται εκείνη η έννοια που επιτελεί το σκοπό για τον οποίο συνομολογήθηκε η ίδια η Συνθήκη. Σκοπός της Συνθήκης αυτής ήταν και παραμένει η ανάπτυξη των δεσμών φιλίας και συνεργασίας μεταξύ των δύο κρατών, όπως αναφέρεται στο Προοίμιο, και η παροχή, με βάση την αρχή της αμοιβαιότητας, νομικής συνδρομής σε θέματα αστικού και ποινικού δικαίου. Κατά το άρθρο 1, με υπότιτλο «έννομη προστασία», οι πολίτες του ενός των συμβαλλομένων μερών θα απολαμβάνουν στο έδαφος του άλλου συμβαλλόμενου μέρους της ίδιας έννομης προστασίας αναφορικά με τα προσωπικά και περιουσιακά τους δικαιώματα όπως και οι πολίτες του άλλου αυτού συμβαλλόμενου μέρους. Πρόσθετα, οι πολίτες κάθε συμβαλλόμενου μέρους θα δικαιούνται ελεύθερα και ανεμπόδιστα να προσφεύγουν στα Δικαστήρια, μεταξύ άλλων, «... που έχουν αρμοδιότητα σε θέματα αστικού και ποινικού δικαίου και θα μπορούν να εμφανίζονται ...». Τα άρθρα 2-6 αφορούν την παροχή αμοιβαίας νομικής συνδρομής που περιλαμβάνει την αποστολή και επίδοση εγγράφων, την παροχή πληροφοριών για το ισχύον δίκαιο και τη δικαστική πρακτική, τη λήψη μαρτυρίας διαδίκων, κλπ. Ενώ, για την παροχή αυτής της νομικής συνδρομής οι αρχές των συμβαλλομένων μερών «.. θα επικοινωνούν μεταξύ τους μέσω της διπλωματικής οδού.».
Το Κεφάλαιο V που ιδιαίτερα ενδιαφέρει στην προκείμενη περίπτωση τιτλοφορείται «Αναγνώριση και Εκτέλεση Δικαστικών Αποφάσεων», και περιλαμβάνει τα άρθρα 23-34. Το άρθρο 23 ορίζει την έννοια των δικαστικών αποφάσεων, το άρθρο 24 αναφέρεται στις προϋποθέσεις αναγνώρισης και εκτέλεσης των δικαστικών αυτών αποφάσεων και το άρθρο 26 αναφέρεται στη διαδικασία αναγνώρισης και εκτέλεσης δικαστικών αποφάσεων. Είναι κυρίως στο άρθρο 24, αλλά και στο άρθρο 26(2), που βασίζεται η θέση της εφεσείουσας τράπεζας ότι είναι περιορισμένο το έργο του Δικαστηρίου το οποίο καλείται να αναγνωρίσει την αλλοδαπή απόφαση κατά τρόπο ώστε να μην υπεισέρχονται στην άσκηση αυτή με οποιοδήποτε τρόπο τα όσα προνοούνται από το άρθρο 27.
Είναι γεγονός ότι το άρθρο 24 προϋποθέτει για την αναγνώριση και εκτέλεση, το τελεσίδικο και εκτελεστέο της απόφασης δυνάμει του δικαίου του συμβαλλόμενου μέρους στο έδαφος του οποίου αυτή εκδόθηκε, ότι ο διάδικος παρέλειψε να εμφανιστεί, ενώ είχε κλητευθεί κανονικά και εμπρόθεσμα και ότι η υπόθεση δεν εμπίπτει στην αποκλειστική αρμοδιότητα κάποιας άλλης αρχής του συμβαλλόμενου μέρους στο έδαφος του οποίου πρόκειται να αναγνωριστεί και εκτελεστεί η απόφαση. Επιπρόσθετα, ότι δεν έχει εκδοθεί προηγουμένως για το ίδιο επίδικο αντικείμενο άλλη τελεσίδικη δικαστική απόφαση στο έδαφος του συμβαλλόμενου μέρους στο οποίο σκοπείται να αναγνωριστεί η επίδικη δικαστική απόφαση και ότι ενώπιον του παραγγελλόμενου συμβαλλόμενου μέρους δεν εκκρεμεί ενώπιον δικαστικής αρχής, άλλη διαδικασία μεταξύ των ιδίων διαδίκων για το ίδιο επίδικο αντικείμενο.
Κατά το άρθρο 26, τα Δικαστήρια του συμβαλλόμενου μέρους στο οποίο καλείται να εκτελεστεί η δικαστική απόφαση θα εκδίδουν απόφαση που να επιτρέπει τέτοια εκτέλεση, κατά δε τη χορήγηση της άδειας εκτέλεσης το Δικαστήριο «.. θα περιορίζεται στο να διαπιστώσει κατά πόσο ικανοποιούνται οι προϋποθέσεις των άρθρων 24 και 25 καθώς και οι απαιτήσεις του άρθρου 28.». Το άρθρο 25 αφορά την αναγνώριση και εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων που έχουν εκδοθεί μετά την έναρξη ισχύος της Συνθήκης και δεν υπεισέρχεται περαιτέρω στο προσκήνιο προς εξέταση. Το άρθρο 28 όμως, το οποίο παραπέμπει στο άρθρο 26(2), εισάγει ρητά το άρθρο 27, εφόσον προνοεί ότι η αίτηση που αναφέρεται στο άρθρο 27 θα πρέπει να συνοδεύεται από συγκεκριμένα έγγραφα που περιλαμβάνουν το πρωτότυπο ή ένα πιστοποιημένο αντίγραφο της δικαστικής απόφασης.
Συνάγεται ότι το άρθρο 27 έχει ιδιαίτερη σημασία εφόσον μνημονεύεται στο άρθρο 28, ως ένα από τα προαπαιτούμενα που πρέπει να τηρηθούν κατά τη διαδικασία αναγνώρισης και εκτέλεσης δικαστικών αποφάσεων με βάση το άρθρο 26(2). Η θέση επομένως της εφεσείουσας τράπεζας ότι ο νομοθέτης αν ήθελε θα ενέτασσε και το άρθρο 27 στις προϋποθέσεις του άρθρου 24, δεν μπορεί να γίνει δεκτή κατά απόλυτο τρόπο εφόσον όλα τα μνημονευθέντα άρθρα 24, 25, 26, 27 και 28, πρέπει να ιδωθούν και αναγνωσθούν ως μια ενότητα.
Το άρθρο 27 είναι λοιπόν ένα ιδιαίτερο άρθρο, εφόσον το εδάφιο (1) αυτού καθορίζει το βασικό τρόπο εισαγωγής αίτησης για εκτέλεση δικαστικής απόφασης που συνάδει με το σκοπό της Συνθήκης για την παροχή νομικής συνδρομής μεταξύ των συμβαλλομένων κρατών όπως ήδη καταγράφηκε προηγουμένως. Ο βασικός τρόπος αυτός προδιαγράφει ότι για την εκτέλεση δικαστικής απόφασης θα υποβάλλεται αίτηση σε δικαστική αρχή του τόπου έκδοσης της, η οποία με τη σειρά της θα διαβιβάζει την αίτηση «στο αρμόδιο δικαστήριο του άλλου Συμβαλλόμενου Μέρους.». Επομένως, η πρόνοια για την παροχή συνδρομής μέσω της διπλωματικής οδού που προνοείται στο άρθρο 4 εμπεριέχεται ουσιαστικά και στο άρθρο 27(1) και συνάδει με όσα αναφέρονται στο άρθρο 23(1) ότι οι δικαστικές αποφάσεις θα αναγνωρίζονται «κάτω από τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στη Συνθήκη αυτή.». Προδήλως δε στο άρθρο 27(1) υπεισέρχεται και η αρμοδιότητα του Δικαστηρίου το οποίο καλείται να αναγνωρίσει και να εκτελέσει τη δικαστική απόφαση. Αυτό συνάδει επίσης με τα προνοούμενα στο άρθρο 26(3), ότι:
«Η διαδικασία εξασφάλισης της άδειας για εκτέλεση, καθώς και η διαδικασία της εκτέλεσης θα διέπεται από το δίκαιο του συμβαλλόμενου μέρους στο έδαφος του οποίου επιδιώκεται η εκτέλεση της δικαστικής απόφασης.»
Ως εξαίρεση ή ως επιπρόσθετη δυνατότητα στη βασική πρόνοια του άρθρου 27(1) για τη συνδρομή της μιας δικαστικής αρχής προς το αρμόδιο Δικαστήριο του άλλου συμβαλλόμενου μέρους, προνοείται κατά το εδάφιο (2), ότι εάν το πρόσωπο που υποβάλλει την αίτηση για εκτέλεση:
«.. διατηρεί μόνιμη ή προσωρινή διαμονή στο έδαφος του συμβαλλόμενου μέρους όπου επιδιώκεται να εκτελεστεί η δικαστική απόφαση, η αίτηση μπορεί επίσης να υποβάλλεται απ΄ ευθείας στο αρμόδιο Δικαστήριο του συμβαλλόμενου τούτου μέρους.».
Και πάλι προνοείται ότι το Δικαστήριο το οποίο θα εξετάσει την αίτηση για εκτέλεση πρέπει να είναι «αρμόδιο» υπό την έννοια, όπως αναφέρθηκε προηγουμένως που καθορίζεται στο περί Δικαστηρίων Νόμο αρ. 14/60, ώστε πέραν της διαδικασίας που πρέπει να τηρείται και που είναι αυτή που λαμβάνεται στο συμβαλλόμενο μέρος όπου θα εκτελεστεί η απόφαση κατά το άρθρο 26(3), να υπάρχει και αρμοδιότητα κατά τόπο και καθ΄ ύλην.
Η θέση της εφεσείουσας ότι δεν υπάρχει άλλο Δικαστήριο εκτός από το Δικαστήριο της Δημοκρατίας στο οποίο μπορεί να εκτελεστεί μια Ρωσική απόφαση είναι μεν ορθή, αλλά υπό τον περιορισμό και την αίρεση ότι το Δικαστήριο είναι και αρμόδιο. Δεν θα ήταν δυνατό ένα Δικαστήριο να λειτουργήσει in abstracto χωρίς να συντρέχει κάποιο αποδεδειγμένο στοιχείο ή γεγονός που να του προσδίδει αρμοδιότητα. Όπως κατά κόρον σημειώθηκε προηγουμένως, η αναγνώριση και εγγραφή οδηγεί στο τελικό ζητούμενο που είναι η εκτέλεση, ώστε η εγγραφή να μην είναι χωρίς ουσιαστικό αντίκρισμα.
Η γραμματική ερμηνεία κάθε νόμου περιλαμβανομένης και μιας διμερούς ή πολυμερούς σύμβασης είναι η πρωταρχική ερμηνεία που χρησιμοποιείται και αποτελεί στην ουσία τον χρυσό κανόνα ερμηνείας των νομοθετημάτων. Σύμφωνα με αυτή τη γραμματική ερμηνεία αποδίδεται στο νομοθετικό κείμενο η αυθεντική ερμηνεία που το Δικαστήριο θεωρεί ότι αναδύεται από το λεκτικό που χρησιμοποιήθηκε ως η αντικειμενική θεώρηση του πράγματος ανεξάρτητα από την όποια υποκειμενική πρόθεση του νομοθέτη. Αυτό ισχύει και στη βάση του Άρθρου 31(1) της Σύμβασης της Βιέννης περί του Δικαίου των Συνθηκών του 1969, στην οποία αναφέρθηκαν αμφότεροι οι διάδικοι, σύμφωνα με το οποίο μια σύμβαση πρέπει να ερμηνεύεται καλή τη πίστει και σύμφωνα με τη συνήθη έννοια που πρέπει να αποδίδεται στους όρους που χρησιμοποιεί η σύμβαση, έχοντας υπόψη το αντικείμενο και το σκοπό της. Μόνο εάν υφίσταται λόγος μπορεί να προσφύγει κάποιος και στα συμπληρωματικά μέσα ερμηνείας, όπως προνοείται στο Άρθρο 32, (Re Deep Vein Thrombosis and Air Travel Group Litigation (2006) 1 AC 495).
Με βάση τα πιο πάνω, το άρθρο 27(2) δεν μπορεί να ερμηνευθεί κατά τον τρόπο που εισηγείται η εφεσείουσα εφόσον αρμόδιο Δικαστήριο της Δημοκρατίας μπορεί να είναι μόνο εκείνο το οποίο έχει κατά τόπο αρμοδιότητα, η οποία με τη σειρά της εξαρτάται από τη μόνιμη ή προσωρινή διαμονή του προσώπου που υποβάλλει την αίτηση για εκτέλεση. Αυτή είναι η απλή γραμματική ερμηνεία του άρθρου 27, χωρίς να χρειάζεται άλλο ερμηνευτικό βοήθημα. Η απλή αυτή γραμματική ερμηνεία δεν θέτει, όπως εισηγήθηκε η εφεσείουσα, σε δυσμενέστερη θέση ένα αιτητή που χρησιμοποιεί τη διαδικασία του εδαφίου (2) του άρθρου 27, έναντι εκείνου που χρησιμοποιεί τη διαδικασία του εδαφίου (1) του ιδίου άρθρου, διότι και στην περίπτωση αυτή η δικαστική αρχή του τόπου έκδοσης της απόφασης διαβιβάζει την αίτηση για εκτέλεση και πάλι στο «αρμόδιο Δικαστήριο» του έτερου συμβαλλόμενου μέρους, το οποίο βέβαια εάν δεν έχει αρμοδιότητα δεν θα την αναλάβει.
Άλλωστε, η προσφερόμενη από το άρθρο 27(2) διαδικασία αποτελεί μια ταχύτερη ρύθμιση στην προσπάθεια εγγραφής υπό το δεδομένο όμως ότι ο αιτούμενος την αναγνώριση και εγγραφή διαμένει ήδη στη Δημοκρατία. Σε τέτοια περίπτωση δεν υπάρχει λόγος για διαβίβαση από αρχή του συμβαλλόμενου μέρους στο έδαφος του οποίου εκδόθηκε η απόφαση στο αρμόδιο Δικαστήριο της Δημοκρατίας αφού ο εξ αποφάσεως πιστωτής βρίσκεται ήδη στο έδαφος της.
Το τι παραγνωρίζει η εφεσείουσα, με όλο το σεβασμό στα επιχειρήματα της, είναι η αρμοδιότητα του Κυπριακού Δικαστηρίου. Εστιάζοντας στη δυνατότητα Ρώσου πολίτη να εισαγάγει την αίτηση εγγραφής παρά το ότι δεν διαμένει στη δημοκρατία κατά το άρθρο 27(1) και ότι δεν γίνεται διάκριση μεταξύ των πολιτών ενός συμβαλλόμενου κράτους που διαμένουν στο άλλο συμβαλλόμενο κράτος και αυτούς που δεν διαμένουν, η εφεσείουσα μετατοπίζει την ερμηνεία που αβίαστα προκύπτει ότι σε κάθε περίπτωση είναι το Δικαστήριο στο οποίο εισάγεται η αίτηση που έχει σημασία, το οποίο απαραιτήτως πρέπει να είναι αρμόδιο.
Το εγχείρημα της εφεσείουσας ουδόλως διασώζεται από τις πρόνοιες του Νόμου αρ. 121(Ι)/2000. Κατ΄ αρχάς δεν είναι ορθή η προωθηθείσα θέση ότι ο Νόμος διαφοροποιεί ή επεκτείνει τις πρόνοιες της Συνθήκης. Η Συνθήκη είναι διακρατική και στοχευμένη ως προς την παροχή νομικής συνδρομής μεταξύ των συγκεκριμένων δύο κρατών που τη συνομολόγησαν. Ενδεχομένως οι πρόνοιες της να χρήζουν αναθεώρησης, όπως αναγνωρίζει και ο εφεσίβλητος, αλλά αυτό δεν μπορεί να γίνει με τη γενικότητα που έχει θέσει ο Νόμος αρ. 121(Ι)/2000, στον οποίο δεν μνημονεύεται καν η Συνθήκη. Η πρόνοια του άρθρου 3(1) ότι απόφαση αλλοδαπού Δικαστηρίου σημαίνει απόφαση Δικαστηρίου ξένης χώρας με την οποία η Δημοκρατία έχει συνομολογήσει συνθήκη για αμοιβαία αναγνώριση δεν εξουδετερώνει τις πρόνοιες της Συνθήκης επί των οποίων η ίδια η εφεσείουσα στηρίχθηκε και επιχειρηματολόγησε εκτενώς. Αν ο Νόμος μπορούσε να χρησιμοποιηθεί αυτοτελώς για την εγγραφή της Ρωσικής απόφασης, τότε δεν θα χρειαζόταν η καταφυγή στη Συνθήκη. Ο λόγος που η εφεσείουσα στηρίχθηκε τόσο στη Συνθήκη, όσο και στο Νόμο είναι διότι αναγνωρίζει στην ουσία την αδυναμία να εντάξει την υπόθεση της αποκλειστικά στις πρόνοιες της Συνθήκης.
Ο Νόμος όμως, που η ίδια η εφεσείουσα χαρακτηρίζει ως υποδεέστερο ιεραρχικά της Συνθήκης, δεν επεκτείνει την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου εφόσον και πάλιν η όλη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου στηρίζεται στη διαμονή, είτε του αιτητή, είτε, αυτή τη φορά, του καθ΄ ου η αίτηση. Η διαμονή είναι φανερό ότι είναι η βάση της δικαιοδοσίας. Η εφεσείουσα όμως δεν έχει διαμονή στη Δημοκρατία, ούτε και ο εφεσίβλητος. Άρα η επιχειρηματολογία ότι με το Νόμο επιτρέπεται η εισαγωγή της αίτησης ακόμη και αν ο αιτητής είναι στο εξωτερικό, δεν διαφοροποιεί το δικαιοδοτικό του άρθρου 27 της Συνθήκης. Μάλλον, ο Νόμος επιβεβαιώνει την αναγκαιότητα της διαμονής, την οποία αν δεν έχει ο αιτητής πρέπει απαραιτήτως να έχει τουλάχιστον ο καθ΄ ου. Γι΄ αυτό και το άρθρο 5(3) του Νόμου αναφέρεται ρητά στο ότι, έστω περιοριστικά, ο καθ΄ ου μπορεί να στηρίξει την ένσταση του, μεταξύ άλλων, και στη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου. Δικαιοδοσία η οποία, όπως ήδη εξηγήθηκε, στηρίζεται στην διαμονή ενός ή αμφοτέρων των διαδίκων στη Δημοκρατία.
Η εφεσείουσα δεν έχει δίκαιο ούτε ως προς το διαδικαστικό ζήτημα. Χωρίς αμφιβολία ήταν η ίδια που όφειλε να θέσει τα δεδομένα ως προς τη διαμονή της. Ιδιαιτέρως εφόσον η εφεσείουσα αιτήθηκε την έκδοση κατ΄ επείγον τρόπο δραστικών διαταγμάτων, με πρωταρχική τη δική της υποχρέωση να θέσει ενώπιον του Δικαστηρίου όλα τα γεγονότα, μεταξύ άλλων, και αυτών που του προσέδιδαν δικαιοδοσία. Οι εκ των υστέρων προσπάθειες της εφεσείουσας να παρουσιαστεί ως έχουσα διαμονή και στη Δημοκρατία ορθά δεν έγιναν δεκτές πρωτοδίκως. Αυτό θα ισοδυναμούσε με αιτιολόγηση των εκδοθέντων διαταγμάτων με προσθήκη γεγονότων, ανεπίτρεπτη εξέλιξη σύμφωνα με πάγια νομολογία. Είναι δε ενδιαφέρον να καταγραφεί ότι εφόσον η εφεσείουσα διατείνετο ότι το Κυπριακό Δικαστήριο είχε αρμοδιότητα στη βάση του ότι είχε και αλλού εργασίες εκτός, δηλαδή, της Ρωσικής επικράτειας, παραμένει άξιον απορίας ο λόγος που δεν τέθηκε αυτή η ουσιώδης παράμετρος εξαρχής. Ιδιαιτέρως εφόσον η ίδια έθετε ζήτημα ότι ήταν δυνατόν να είχε, ως νομική οντότητα, διαμονή σε πέραν της μιας χώρας. Αν όμως είχαν πράγματι τέτοια πρόσθετη διαμονή στη Δημοκρατία γιατί δεν το εισήγαγαν από την αρχή και γιατί η εγγύηση, που δόθηκε προς έκδοση των προσωρινών διαταγμάτων, προήλθε από την RCB Bank Ltd "by order and for the account of VTB Bank (Open Joint-Stock Company)", όπως αβίαστα αποκαλύπτεται από το περιεχόμενο του πρωτόδικου φακέλου.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε οποιοδήποτε λάθος. Πράγματι το βάρος απόδειξης των ισχυρισμών ότι υφίσταται έλλειψη δικαιοδοσίας είναι στους ώμους του εγείροντος το ζήτημα, αλλά εδώ τα πράγματα ομιλούσαν αφ΄ εαυτών. Ο τίτλος και η περιγραφή της εφεσείουσας ήταν αυτόδηλοι. Στην υποστηρικτική ένορκη δήλωση αναμενόταν τυχόν επεξήγηση ότι η εφεσείουσα δραστηριοποιείτο με κάποιο τρόπο και στη Δημοκρατία. Τέτοια δεδομένα δεν υπήρχαν και δεν ήταν ορθό να συμπληρωθούν εκ των υστέρων. Η αίτηση αποτελούσε το μόνο δικονομικό μηχανισμό για προσδιορισμό της δικαιοδοσίας, (Μούρτζινος ν. Global Cruises S.A. (1992) 1 Α.Α.Δ. 1160, Παπακόκκινου ν. Landbroke Group (1999) 1 Α.Α.Δ. 8398 και Demstar Ltd v. Zim Israel Navigation Co Ltd (1996) 1 Α.Α.Δ. 597).
Η έφεση απορρίπτεται με €3.000 έξοδα εναντίον της εφεσείουσας και υπέρ του εφεσίβλητου.
Δ.
Δ.
Δ.
/ΕΘ