ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Oρφανίδης Aνδρέας Στέλιου ν. Nίκης Aνδρέα Oρφανίδη (1998) 1 ΑΑΔ 179
Ντίνα Παπαϊωάννου ν. Γιάννης Παπαϊωάννου (2000) 1 ΑΑΔ 656
Κτηματικές Επιχειρήσεις Ανδρέα Ευριπίδη Διογένους Λτδ (2007) 1 ΑΑΔ 224
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:DOD:2020:18
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
(Έφεση Αρ. 18/2017)
7 Μαΐου, 2020
[ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
A. ΣΤΑΥΡΙΝΟΥ,
Εφεσείουσα/Καθ΄ης η Αίτηση,
ΚΑΙ
H. ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ,
Εφεσίβλητος/Αιτητής.
_ _ _ _ _ _
Στ. Στυλιανού, για την Εφεσείουσα.
Σ. Χριστοφόρου, για τον Εφεσίβλητο.
_ _ _ _ _ _
ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δοθεί από την Σταματίου, Δ.
_ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Το Οικογενειακό Δικαστήριο Λεμεσού, ασκώντας τη δικαιοδοσία περιουσιακών διαφορών, εξέδωσε απόφαση εναντίον της εφεσείουσας - καθ΄ ης η αίτηση για το ποσό των €34.000, με νόμιμο τόκο από 24.1.2013, πλέον €5.000 έξοδα, πλέον ΦΠΑ ως συνεισφορά του εφεσίβλητου - αιτητή στην αύξηση της περιουσίας της εφεσείουσας.
Με αίτησή του ο εφεσίβλητος, η οποία καταχωρήθηκε στις 13.3.2013, αξίωσε συνεισφορά του που ανέρχεται στο ποσό των (α) €55.000 επί της οικίας που διέμενε με την εφεσείουσα και ευρίσκεται στα Κάτω Πολεμίδια στη Λεμεσό και (β) €46.496,78 επί της οικίας που βρίσκεται στο χωριό Αγία Μαρίνα Κελοκεδάρων στην Επαρχία Πάφου ή την κατά νόμο τεκμαρτή συνεισφορά του επί των εν λόγω ακινήτων (θεραπείες Α - Δ). Με τη θεραπεία Ε ζητούσε όπως του αποδοθεί η συνεισφορά ή συμβολή του στην αύξηση της περιουσίας της εφεσείουσας, τόσο κινητής όσο και ακίνητης, η οποία αποκτήθηκε κατά τη διάρκεια του γάμου τους. Με τη θεραπεία Ζ αξίωσε ποσό €22.000 ή οποιοδήποτε άλλο ποσό ήθελε αποδειχθεί ότι ο εφεσίβλητος κατέθεσε επ΄ ονόματι της εφεσείουσας καθ΄ όλα τα χρόνια της συμβίωσής τους και τα οποία αποτελούν μέρος των γραμματίων στο Συνεργατικό Ταμιευτήριο Λεμεσού. Αξίωσε, επίσης, €400 έξοδα εκτιμητή.
Σύμφωνα με τα γεγονότα που παρατίθενται στην αίτηση, οι διάδικοι τέλεσαν το γάμο τους στις 6.10.1985, από τον οποίο δεν απέκτησαν τέκνα. Ο εφεσίβλητος είχε επτά ενήλικα τέκνα από τον πρώτο του γάμο. Μετά το γάμο διέμεναν σε ιδιόκτητη οικία της εφεσείουσας στα Κάτω Πολεμίδια, στη Λεμεσό, για την οποία ο εφεσίβλητος ισχυρίστηκε ότι κατέβαλε €55.000, εξοφλώντας το στεγαστικό δάνειο που αφορούσε στην ανέγερση και ολοκλήρωσή της, καθώς επίσης και διάφορα έξοδα για οικοδομικές εργασίες, ποσό που αποτελεί τη συνεισφορά ή συμβολή του στην αύξηση της εν λόγω περιουσίας.
Κατά τη διάρκεια του γάμου τους, ο εφεσίβλητος, ο οποίος ήταν οικοδόμος, ανήγειρε κατοικία στο ιδιόκτητο ακίνητο της εφεσείουσας, στο χωριό Αγ. Μαρίνα Κελοκεδάρων, στην Επαρχία Πάφου, για την οποία η εφεσείουσα κατέβαλε το ποσό των ΛΚ12.000 (€20.503,22) και ο εφεσίβλητος κατέβαλε το υπόλοιπο ποσό που απαιτείτο, καθώς και με προσωπική του εργασία, ποσό που συνυπολογίζεται σε €46.496,78, συμπεριλαμβανομένης και της προσωπικής του εργασίας.
Μετά την τέλεση του γάμου τους, η εφεσείουσα εργάστηκε για μικρό χρονικό διάστημα ως ράπτρια με χαμηλά εισοδήματα και τα εισοδήματά της προέρχονταν κυρίως από γεωργικές εργασίες που ασχολείτο με τον εφεσίβλητο και από καταθέσεις του εφεσίβλητου επ΄ ονόματί της. Ο εφεσίβλητος εργαζόταν ως οικοδόμος και είχε αρκετά εισοδήματα από την εργασία του ενώ, κατά το χρόνο της διάστασης, λάμβανε ποσό €443,04 μηνιαίως ως σύνταξη και η εφεσείουσα το ποσό των €352,86 ως σύνταξη και διατηρούσαν ξεχωριστούς λογαριασμούς σε τραπεζικό ίδρυμα. Περαιτέρω, η εφεσείουσα διατηρούσε επ΄ ονόματί της στο Συνεργατικό Ταμιευτήριο Λεμεσού δύο γραμμάτια, συνολικού ύψους €34.000, εκ του οποίου το ποσό των €22.000 αποτελεί χρήματα που ο εφεσίβλητος κατέθεσε επ΄ ονόματί της κατά τη διάρκεια της έγγαμης συμβίωσής τους.
Επήλθε διάσταση στις 24.1.2013 όταν η εφεσείουσα εγκατέλειψε τη συζυγική τους οικία «επηρεαζόμενη από τα αδέλφια της, χωρίς να δίδει εξηγήσεις.»
Η εφεσείουσα καταχώρησε υπεράσπιση και ανταπαίτηση. Η ανταπαίτηση τελικά δεν προωθήθηκε και απορρίφθηκε από το Δικαστήριο. Στο δικόγραφό της η εφεσείουσα αρνείται τις αξιώσεις και ισχυρίζεται ότι αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την κατοικία της λόγω της καταπιεστικής και βίαιης συμπεριφοράς του εφεσίβλητου. Η ημερομηνία της διάστασης είναι αποδεκτή. Η ίδια, κατά τη σύναψη του γάμου, ήταν ιδιοκτήτρια της οικίας στα Κ. Πολεμίδια και του ακινήτου επί του οποίου ανεγέρθη η εξοχική κατοικία στην Αγ. Μαρίνα. Είχε, επίσης, κατατεθειμένα χρήματα σε τραπεζικό λογαριασμό ύψους ΛΚ40.000 περίπου, ενώ δεν είχε κανένα χρέος. Εργαζόταν ως ράπτρια και οικοκυρά ενώ, εκτός από τα εισοδήματα που είχε από την εργασία της, είχε και επιπρόσθετα εισοδήματα από ενοικίαση ακινήτου, καθώς και από καλλιέργεια και εκμετάλλευση περιβολιών και αγροτικές εργασίες.
Αναφορικά με την κατοικία στα Κ. Πολεμίδια ισχυρίστηκε ότι αυτή κατασκευάστηκε το 1978, αποκλειστικά με έξοδα του πατέρα της και της ίδιας, και αρνείται κατηγορηματικά ότι υπήρχαν οποιαδήποτε δάνεια σε συνάρτηση με την εν λόγω οικία ή ότι ο εφεσίβλητος έκαμε σ΄ αυτήν οποιοδήποτε έξοδο ή οικοδομικές ή άλλες εργασίες συμβάλλοντας, με άμεσο ή έμμεσο τρόπο, στην αύξηση ή δημιουργία της εν λόγω οικίας.
Αναφορικά με την οικία στην Αγ. Μαρίνα, ισχυρίζεται πως, κατόπιν συμφωνίας των διαδίκων, ανήγειραν στο ακίνητο που ανήκε στην ίδια μία μικρή οικοδομή, η οποία ήταν προορισμένη να παραχωρηθεί στην αδελφότεκνη της εφεσείουσας και βαφτιστικιά των διαδίκων. Προς τούτο, ο εφεσίβλητος προσέφερε την εργασία του για την ανέγερσή της και η ίδια ανέλαβε και πλήρωσε τα έξοδα και τα σχετικά υλικά. Αρνείται, τόσο την ισχυριζόμενη αξία της οικοδομής, όσο και την ισχυριζόμενη χρηματική ή άλλη συνεισφορά του εφεσίβλητου.
Η εφεσείουσα προβάλλει, επίσης, ότι σύντομα μετά το γάμο τους ο εφεσίβλητος κατέστη συνταξιούχος. Τα δε ισχυριζόμενα γραμμάτια και τραπεζικές καταθέσεις αποτελούσαν μέρος των εισοδημάτων και της σύνταξης της ίδιας και χωρίς τη συμβολή ή συνεισφορά του εφεσίβλητου. Προβάλλονται και διάφοροι άλλοι ισχυρισμοί που αφορούν τα περιουσιακά στοιχεία του εφεσίβλητου και πως αυτά δόθηκαν στα παιδιά του, για τα οποία δεν χρειάζεται να επεκταθούμε για σκοπούς της παρούσας έφεσης.
Η εφεσείουσα καταχώρησε ένορκη δήλωση ημερομηνίας 12.6.2013 προς συμμόρφωση με διάταγμα του Δικαστηρίου, το οποίο εκδόθηκε σύμφωνα με το άρθρο 14Α του Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμου του 1991 (Ν.232/1991), με στόχο να καταγράψει την περιουσία στην οποία είχε οποιοδήποτε άμεσο ή έμμεσο συμφέρον από την ημερομηνία του γάμου μέχρι την ημερομηνία της διάστασης. Σ΄ αυτήν αναφέρει ότι, κατά την 24.1.2013, ημερομηνία διακοπής της συμβίωσης της με τον εφεσίβλητο, δεν είχε οποιαδήποτε κινητή ή ακίνητη περιουσία στην οποία είχε άμεσο ή έμμεσο συμφέρον. Κατά τη σύναψη του γάμου της ήταν εγγεγραμμένη ιδιοκτήτρια τριών ακινήτων, ήτοι του ακινήτου στα Κάτω Πολεμίδια και δύο στην Αγία Μαρίνα Κελοκεδάρων, τα οποία απέκτησε από δωρεά του πατέρα της και τα είχε μεταβιβάσει πριν τη διάσταση, από τον Ιούνιο του 2012 σε συγγενικά της πρόσωπα. Περαιτέρω, αναφέρει ότι δημιούργησε δύο καταθέσεις σε δύο λογαριασμούς και είχε δύο γραμμάτια προθεσμίας στο Συνεργατικό Ταμιευτήριο Λεμεσού, το συνολικό ποσό των οποίων ανερχόταν σε €34.883,11, το οποίο παρεχώρησε δια δωρεάς προς δύο αδελφές της.
Σημειώνεται ότι ζητήθηκε η αντεξέταση της εφεσείουσας κατά την ακρόαση της υπόθεσης και, παρά το ότι παρουσιάστηκαν ιατρικές εκθέσεις ότι αυτή έπασχε από άνοια, το Δικαστήριο επέτρεψε την αντεξέτασή της, για να έχει ιδίαν αντίληψη. Όμως, όπως ανέφερε στη συνέχεια, η διαδικασία «εξελίχθηκε σε κωμικοτραγική με αποτέλεσμα τη διακοπή της, εφόσο η συγκεκριμένη μάρτυρας είναι πρόσωπο που δεν μπορεί ν΄ αντιληφθεί το περιεχόμενο των ερωτήσεων που της τίθενται και δεν μπορεί ν΄ αντιδράσει σύμφωνα μ΄ αυτές.»
Από τη μαρτυρία λειτουργών του Κτηματολογικού Γραφείου Λεμεσού και Πάφου προέκυψε, μεταξύ άλλων, ότι η εφεσείουσα μεταβίβασε την οικογενειακή στέγη στις 26.6.2012, δια πληρεξουσίου αντιπροσώπου, και την ίδια ημερομηνία μεταβίβασε την εξοχική κατοικία στην ανιψιά της, Σ. Αδάμου, διά δωρεάς. Μεταβίβασε, επίσης, στις 26.6.2012 ένα τρίτο ακίνητο που κατείχε ως δωρεά από τον πατέρα της στα ίδια πρόσωπα που μεταβίβασε και την οικογενειακή κατοικία, ήτοι σε έξι ανίψια της.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε αρχικά κατά πόσο υπήρξε αύξηση της περιουσίας της εφεσείουσας. Προς τούτο, αναφέρθηκε στην περιουσία που κατείχε κατά το χρόνο του γάμου και κατά το χρόνο της διάστασης. Στη βάση της αξιόλογησης της μαρτυρίας στην οποία προέβη, κατέληξε πως, κατά το χρόνο τέλεσης του γάμου, η εφεσείουσα ήταν εγγεγραμμένη ιδιοκτήτρια της οικογενειακής στέγης και δεν είχε καμία άλλη κινητή ή ακίνητη περιουσία. Ως προς το χρόνο της διάστασης, το Δικαστήριο έκρινε πως η καθαρή αξία της τελικής περιουσίας της αποτελείται από μετρητά ύψους €15.000 και €34.200,96 που εκταμιεύθηκαν στις 23.5.2012 και 9.10.2012, αντίστοιχα, και η αξία της εξοχικής κατοικίας, η οποία, μετά την αφαίρεση της αξίας της γης η οποία ήταν δωρεά από τον πατέρα της, ανέρχεται στο ποσό των €53.000. Το Δικαστήριο κατέληξε σε αυτά τα στοιχεία αφού έλαβε υπόψη ότι οι μεταβιβάσεις των περιουσιακών στοιχείων της εφεσείουσας πριν τη διάσταση ήταν δόλιες και είχαν σχεδιαστεί από τα αδέλφια της, με στόχο να ματαιώσουν την αξίωση του εφεσίβλητου.
Περαιτέρω, κατέληξε ότι ο εφεσίβλητος είχε συνεισφέρει στην αύξηση της περιουσίας της. Ως προς τον καθορισμό του ύψους της συνεισφοράς, στη βάση της αξιολόγησης της μαρτυρίας, έκρινε ότι ο αιτητής δεν απέδειξε συνεισφορά μεγαλύτερη του ενός τρίτου, ούτε η εφεσείουσα ότι ήταν μικρότερη του ενός τρίτου. Εφόσον η μαρτυρία δεν ήταν καταληκτική ως προς την έκταση της συνεισφοράς, έκρινε ότι υπεισέρχεται το τεκμήριο που δημιουργεί το άρθρο 14(2) του Νόμου και απέδωσε στον εφεσίβλητο το ποσό των €34.000.
Με τέσσερεις λόγους έφεσης αμφισβητείται η ορθότητα της εν λόγω απόφασης.
Με τον πρώτο λόγο έφεσης η εφεσείουσα προβάλλει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο «αυθαίρετα, λανθασμένα και αδικαιολόγητα και κατά παράβαση των νομικών αρχών που διέπουν τις έγγραφες προτάσεις και/ή τα δικόγραφα, βρήκε (σελ. 20 και 21 της απόφασης) ότι, οι διαθέσεις της ακίνητης περιουσίας της Καθ΄ης η αίτηση/Εφεσείουσας και των δύο τραπεζικών καταθέσεων της που έγιναν κατά τη συμβίωση των διαδίκων, συνιστούσαν δόλιες διαθέσεις και μεταβιβάσεις και ότι η οικογενειακή στέγη, η εξοχική κατοικία, το τρίτο ακίνητο και τα γραμμάτια της ή και ότι η περιουσία που η Καθ΄ης η αίτηση διέθεσε ή μεταβίβασε σε συγγενικά της πρόσωπα κατά την συμβίωση, εντάσσοντο ή και αποτελούσαν μέρος της τελικής περιουσίας της, για σκοπούς εξέτασης της αξίωσης του Αιτητή ή και ότι η μείωση της περιουσίας της Καθ΄ης η αίτηση οφειλόταν σε σκόπιμα μέτρα που τ΄ αδέλφια της πήραν για να ματαιώσουν την αξίωση του Αιτητή και/ή βρήκε ότι το Δικαστήριο μπορούσε να συνυπολογίσει αυτές στην αξία της τελικής περιουσίας της Καθ΄ ης η αίτηση και/ή ότι υπήρξε αύξηση στην περιουσία της Καθ΄ ης η αίτηση.»
Με το δεύτερο λόγο προβάλλεται ότι λανθασμένα το Δικαστήριο παρέλειψε να εξετάσει κατά πόσο υπήρξε αύξηση στις τραπεζικές καταθέσεις της εφεσείουσας και κατά πόσο ο εφεσίβλητος συνέβαλε ή όχι στην αύξηση των χρημάτων που εκταμιεύθηκαν στις 23.5.2012 και 9.10.2012.
Με τον τρίτο λόγο η εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι λανθασμένα το Δικαστήριο παρέλειψε να εξετάσει κατά πόσον επήλθε αύξηση στην περιουσία του εφεσίβλητου, τη συμβολή της εφεσείουσας σ΄ αυτήν και να επιδικάσει προς όφελός της το ποσοστό της συνεισφοράς της. Στα πλαίσια αυτά όφειλε να εξετάσει τα ποσά χρημάτων που κατ΄ ισχυρισμό διέθεσε στα παιδιά του.
Με τον τέταρτο λόγο προβάλλεται ως αυθαίρετη και λανθασμένη η επιδίκαση νόμιμου τόκου από την 24.1.2013, ημερομηνία της διάστασης, αντί από την καταχώρηση της εναρκτήριας αίτησης.
Αναφορικά με τον πρώτο λόγο έφεσης, όπως διευκρινίζεται στο περίγραμμα αγόρευσης, ο εφεσίβλητος, τόσο στην εναρκτήρια αίτηση, όσο και στην απάντηση στην υπεράσπιση, δεν προέβαλε ισχυρισμό ότι η εφεσείουσα διέθεσε ή μεταβίβασε ακίνητη περιουσία σε συγγενικά της πρόσωπα, η οποία αποτελούσε μέρος της τελικής της περιουσίας, ούτε ότι προέβη σε δόλια ή δόλιες μεταβιβάσεις ή διαθέσεις της ακίνητής της περιουσίας και των δύο τραπεζικών γραμματίων της.
Από την άλλη, η πλευρά του εφεσίβλητου ισχυρίζεται ότι στην παράγραφο 3 της Αίτησης προβάλλεται πως «η διάσταση επήλθε στις 24.1.2013 όταν η Καθ΄ ης η Αίτηση εγκατέλειψε την συζυγική εστία επηρεαζόμενη από τα αδέλφια της χωρίς να δίδει εξηγήσεις». Αυτό σε συνδυασμό με τη μαρτυρία του εφεσίβλητου, όπου διεφάνη ότι ο ίδιος δε γνώριζε κατά το χρόνο καταχώρησης της αίτησης ότι η εφεσείουσα προέβη σε αποξένωση του συνόλου της περιουσίας της και τη μαρτυρία των υπολοίπων μαρτύρων, όπου διεφάνη ότι επρόκειτο περί ενός κακοστημένου σεναρίου από τα αδέλφια της εφεσείουσας, τα οποία ασκούσαν επιρροή επί των αποφάσεών της, ορθά οδήγησαν το Δικαστήριο στην απόφασή του ως προς την αρχική περιουσία της εφεσείουσας και την τελική της αξία, η οποία αποξενώθηκε με τον τρόπο που το Δικαστήριο έχει εντοπίσει.
Το άρθρο 14 του περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμου του 1991 (Ν.232/1991), όπως τροποποιήθηκε, καθορίζει τις προϋποθέσεις αξίωσης συμμετοχής σε περιουσία ως ακολούθως:
«14.-(1) Σε περίπτωση που ο γάμος λυθεί ή ακυρωθεί, ή σε περίπτωση διάστασης των συζύγων, και η περιουσία του ενός συζύγου έχει αυξηθεί, ο άλλος σύζυγος, εφόσο συνέβαλε με οποιοδήποτε τρόπο στην αύξηση αυτή, δικαιούται να εγείρει αγωγή στο Δικαστήριο και να απαιτήσει την απόδοση του μέρους της αύξησης το οποίο προέρχεται από τη δική του συμβολή.
(2) Η συνεισφορά του ενός συζύγου στην αύξηση της περιουσίας του άλλου τεκμαίρεται ότι ανέρχεται στο ένα τρίτο της αύξησης, εκτός αν αποδειχθεί μεγαλύτερη ή μικρότερη συνεισφορά.
(3) Στην αύξηση της περιουσίας των συζύγων δεν υπολογίζεται ό,τι αυτοί απέκτησαν:
(α) Από δωρεά, κληρονομιά, κληροδοσία ή άλλη χαριστική αιτία
(β) με διάθεση περιουσίας που αποκτήθηκε με τις αναφερόμενες στην παράγραφο (α) αιτίες.»
Στην παρούσα περίπτωση ενδιαφέρουν, επίσης, τα άρθρα 14Δ και 14Ε του Νόμου, στα οποία αναφέρθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο, με στόχο να καθορίσει την τελική περιουσία της εφεσείουσας. Τα παραθέτουμε αυτούσια:
«14Δ. Σε περίπτωση δόλιας διάθεσης ή μεταβίβασης περιουσίας, εφαρμόζονται κατ' αναλογία οι διατάξεις του περί Δολίων Μεταβιβάσεων (Ακύρωση) Νόμου.
14Ε. Το Δικαστήριο έχει την εξουσία να εκδίδει διατάγματα για μεταβίβαση στον αιτητή περιουσίας του καθ' ου η αίτηση που συνιστά αντικείμενο της διαδικασίας που ακολουθείται δυνάμει του παρόντος Νόμου.»
Στην υπόθεση Παπαϊωάννου κ.ά. ν. Παπαϊωάννου κ.ά. (2000) 1 ΑΑΔ 656, η πλειοψηφία της Πλήρους Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου ανέφερε τα ακόλουθα, σε συνάρτηση με το άρθρο 14Ε του Νόμου:
«Δεν πρέπει να μας παραπλανήσει η διατύπωση. ΄Οταν αναφέρεται σε περιουσία που "συνιστά το αντικείμενο της διαδικασίας" σαφώς δεν εννοεί πως η διαδικασία αφορά στην κυριότητα την ίδια οποιασδήποτε περιουσίας. Υπάρχει και περιουσία που δεν μπορεί να υπολογιστεί στο πλαίσιο του νόμου. [βλ. συναφώς το άρθρο 14(3)]. Το διάταγμα για μεταβίβαση τέτοιας περιουσίας δεν εκδίδεται για απόδοση περιουσιακού στοιχείου που ανήκει στον αξιούντα. Αποτελεί πρόσθετη δυνατότητα, άλλη από εκείνη για επιδίκαση ποσού, προς ικανοποίηση της ενοχικής αξίωσης που θεμελιώνεται. Δεν αναιρεί το άρθρο 14Ε ούτε βέβαια και οι πρόνοιες των άρθρων 14Γ και 14Δ που στοχεύουν στη διατήρηση των περιουσιακών στοιχείων, στην αλλοίωση της φύσης του δικαιώματος που αναγνωρίζεται και της δικαιοδοσίας που δημιουργείται.»
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε στο πιο πάνω απόσπασμα και στα άρθρα 14Δ και 14Ε του Νόμου. Παραθέτουμε απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση όπου φαίνεται το σκεπτικό του Δικαστηρίου:
«Η αναφορά στα άρθρο 14Δ και 14Ε έγινε με την έννοια ότι η περιουσία που η Καθ΄ ης η αίτηση διέθεσε ή μεταβίβασε σε συγγενικά της πρόσωπα, κάτω από τις περιστάσεις που εξήγησα, αποτελούν μέρος της τελικής περιουσίας της για σκοπούς εξέτασης της αξίωσης του Αιτητή. Εάν κατά το άρθρο 14Ε παρέχεται η εξουσία στο δικαστήριο να εκδώσει διάταγμα μεταβίβασης στον αιτητή-σύζυγο περιουσίας του καθ΄ ου η αίτηση - συζύγου που συνιστά αντικείμενο της διαδικασίας, εάν κατά το άρθρο 14Δ παρέχεται εξουσία στο δικαστήριο ν΄ ακυρώσει δόλια διάθεση ή μεταβίβαση περιουσίας και όντως παρέχεται, [Βλ. Κτηματικές Επιχειρήσεις Ανδρέα Διογένους Λτδ (2007) 1 ΑΑΔ 224 και Χ΄Κυπρή ω. Γιωργαλλή (2007) 1 (Β) ΑΑΔ σ.1239], τότε το δικαστήριο δύναται για σκοπούς διαπίστωσης καταπόσο ο αιτητής-σύζυγος θεμελίωσε την ενοχική αξίωση του άρθρου 14 του Νόμου, να συνυπολογίζει στην αξία της τελικής περιουσίας του καθ΄ ου η αίτηση-συζύγου ό,τι ο τελευταίος διέθεσε ή μεταβίβασε αμέσως πριν από τη γέννηση της αξίωσης, δηλαδή τη διάσταση ή τη λύση ή ακύρωση του γάμου. Είναι γι΄ αυτό που απέρριψα το επιχείρημα του ευπαίδευτου συνηγόρου της Α. ότι στην τελική περιουσία της εντασσόταν μόνο το ποσό των €1.033,80. Η μείωση της περιουσίας της ήταν μεν προτού επέλθει διάσταση στη σχέση της με τον Η., συντελέστηκε όμως, αφού είχε σχεδιαστεί η εκδίωξή του. Η μείωση οφείλεται σε σκόπιμα μέτρα που τ΄αδέλφια της πήραν για να ματαιώσουν την αξίωση του Η.. Γι αυτό ο Η. ως προς το πότε έλαβε γνώση απάντησε: «Μετά τα έμαθα τούτα ούλλα, μετά τα έμαθα».
Είναι προφανές από το πιο πάνω απόσπασμα ότι το Δικαστήριο έλαβε υπόψη την περιουσία που η εφεσείουσα, σύμφωνα με τα ευρήματά του, είχε μεταβιβάσει σε συγγενικά της πρόσωπα, με στόχο να καθορίσει την τελική της περιουσία. Το γεγονός ότι υπήρξαν μεταβιβάσεις των περιουσιακών στοιχείων της εφεσείουσας προέκυψε από την ένορκη δήλωση που η ίδια κατέθεσε στις 12.6.2013 προς συμμόρφωση με διάταγμα που εκδόθηκε δυνάμει του άρθρου 14Α του Νόμου[1].
Τα δικόγραφα στοχεύουν στο να εμποδίσουν την έγερση κατά τη δίκη νέων ζητημάτων που να καταλαμβάνουν τον αντίδικο εξαπίνης. Εδώ το ζήτημα των μεταβιβάσεων τέθηκε από την ίδια την εφεσείουσα στην ένορκή της δήλωση. Το Δικαστήριο εξέτασε τα στοιχεία αυτά με στόχο να καθορίσει την τελική περιουσία. Στα πλαίσια αυτά αξιολόγησε την προσαχθείσα μαρτυρία στη βάση και του δικογραφημένου ισχυρισμού ότι η διάσταση επήλθε λόγω του ότι η εφεσείουσα επηρεάστηκε από τα αδέλφια της.
Ως εκ των ανωτέρω, δεν βρίσκουμε έρεισμα στο λόγο έφεσης και απορρίπτεται.
Με το δεύτερο λόγο έφεσης η εφεσείουσα παραπονείται ότι εκτός δικογράφων και μόνο με τον ισχυρισμό του εφεσίβλητου ότι κατέβαλε χρήματα για τα δύο γραμμάτια που κατείχε, το Δικαστήριο κατέληξε ότι ο εφεσίβλητος δικαιούτο από το λογαριασμό όψεως, χωρίς να λάβει υπόψη ότι το ποσό των €15.000 του εν λόγω λογαριασμού αποτελούσε στο μέγιστο βαθμό κρατική σύνταξη και άλλες χορηγίες και επιδόματα, τα οποία αποκτήθηκαν χωρίς τη συνεισφορά του εφεσίβλητου. Περαιτέρω, δεν έλαβε υπόψη ότι τα γραμμάτια προθεσμίας που είχε η εφεσείουσα ήταν τα δύο που αναφέρονται στο λογαριασμό προθεσμίας, τα οποία ανέρχοντο στο ποσό των €34.200,96 και όχι στο ποσό των €15.000.
Ούτε αυτός ο λόγος ευσταθεί.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, στη βάση της αξιολόγησης της μαρτυρίας, η οποία δεν αμφισβητείται ευθέως με την παρούσα έφεση, κατέληξε ότι, κατά τη διάρκεια του γάμου των διαδίκων, η περιουσία της εφεσείουσας είχε αύξηση κατά €102.200,96. Κατέληξε, επίσης, ότι ο εφεσίβλητος συνείσφερε στην αύξηση, γεγονός που έγινε παραδεκτό από την εφεσείουσα στην παράγραφο 9 του δικογράφου της, όπου αναφέρει, σε σχέση με την εξοχική κατοικία στην Αγ. Μαρίνα ότι «. Ο Αιτητής προσέφερε την εργασία του για την ανέγερση της οικοδομής αυτής και η Καθ΄ης η αίτηση ανέλαβε και/ή κατέβαλε και/ή πλήρωσε τα έξοδα και/ή τις δαπάνες ανέγερσης και/ή τα σχετικά υλικά». Περαιτέρω, όπως παρατηρεί το Δικαστήριο, προέβησαν σε ανάλογες παραδοχές και τα δύο αδέλφια της εφεσείουσας (ΜΥ1 και ΜΥ2) στη μαρτυρία τους.
Ο εφεσίβλητος δεν απέδειξε συνεισφορά μεγαλύτερη του ενός τρίτου, αλλά ούτε και η εφεσείουσα απέδειξε ότι η συνεισφορά του ήταν μικρότερη του ενός τρίτου. Συνεπώς, στη βάση των αποφασισθέντων στην υπόθεση Ορφανίδης ν. Ορφανίδης (1998) 1 ΑΑΔ 179 ότι «.όπου η μαρτυρία δεν είναι καταληκτική ως προς την έκταση της συνεισφοράς, υπεισέρχεται το τεκμήριο που δημιουργεί το άρθρο 14(2) του νόμου», έκρινε πως ο εφεσίβλητος δικαιούται το ένα τρίτο του ποσού της αύξησης της περιουσίας. Η απόφαση είναι ορθή. Εφόσον υπήρξε αύξηση της περιουσίας και ο εφεσίβλητος έχει συνεισφέρει σ΄ αυτήν, και ενόψει του ότι δεν καθορίστηκε το ποσό της συνεισφοράς, ενεργοποιείται το τεκμήριο του άρθρου 14(2), το οποίο είναι μαχητό. Στη βάση της μαρτυρίας, η αξιολόγηση της οποίας δεν αμφισβητείται, ορθά κατέληξε το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφασή του.
Αναφορικά με τον τρίτο λόγο έφεσης, εφόσον δεν προωθήθηκε η ανταπαίτηση, ο ισχυρισμός περί διάθεσης περιουσίας του εφεσίβλητου στα παιδιά του δεν αποτελούσε επίδικο θέμα. Συνακόλουθα, ούτε αυτός ο λόγος έφεσης έχει έρεισμα και απορρίπτεται.
Ο τέταρτος λόγος έφεσης στρέφεται γύρω από την ημερομηνία έναρξης καταβολής του νόμιμου τόκου. Η εφεσείουσα προβάλλει πως, εφόσον δεν υπήρχε δικογραφημένος ισχυρισμός περί δόλου ή απάτης, ο τόκος θα έπρεπε να επιδικαστεί από την καταχώρηση της αίτησης. Ο λόγος έφεσης δεν ευσταθεί. Υπό τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης, ορθά κρίθηκε ότι ο τόκος θα πρέπει να υπολογιστεί από το χρόνο γένεσης του αγώγιμου δικαιώματος (άρθρο 32(2) του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960, Ν.14/1960).
Για τους πιο πάνω λόγους η έφεση απορρίπτεται με €2.000 έξοδα, πλέον ΦΠΑ, εναντίον της εφεσείουσας.
ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
/ΧΤΘ ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.
[1] «14Α.-(1) Για σκοπούς καλύτερης εφαρμογής του άρθρου 14, το Δικαστήριο δύναται ύστερα από αίτηση οποιουδήποτε διαδίκου να εκδώσει διάταγμα, βάσει του οποίου ο καθ' ου η αίτηση υποχρεούται, μέσα σε δεκαπέντε ημέρες από την έκδοση του, ή μέσα σε οποιαδήποτε άλλη χρονική περίοδο το Δικαστήριο ορίσει, να υποβάλει ένορκη δήλωση στο Δικαστήριο, στην οποία να περιγράφει πλήρως, με σαφήνεια και κατά συγκεκριμένο τρόπο την περιουσία στην οποία είχε οποιοδήποτε άμεσο ή έμμεσο συμφέρον κατά την ημερομηνία της διακοπής της συμβίωσης ή κατ' άλλη σχετική ημερομηνία που το Δικαστήριο ορίζει στο διάταγμα.
(2) Σε περίπτωση που το συμφέρον σε περιουσία ή μέρος της το οποίο ο καθ' ου η αίτηση είχε κατά την ημερομηνία που το Δικαστήριο έχει ορίσει, έπαψε να ανήκει σε αυτόν κατά την ημερομηνία της εκδίκασης της αίτησης διαζυγίου ή κατ' άλλη ημερομηνία που το Δικαστήριο ορίζει, ο καθ' ου η αίτηση υποχρεούται, ύστερα από αίτηση οποιουδήποτε διαδίκου, να δώσει πλήρεις, συγκεκριμένες και πειστικές αποδείξεις της αποξένωσης ή της διάθεσης της περιουσίας ή μέρους της με συμπληρωματική ένορκη δήλωση, ενώ αν κριθεί αναγκαίο, το Δικαστήριο δικαιούται να διατάξει τον καθ' ου η αίτηση να δώσει οδηγίες προς τραπεζικό ίδρυμα ή χρηματοδοτικό οργανισμό, με κοινοποίηση στο Δικαστήριο, σχετικά με την αποξένωση, τη διακίνηση, τη μεταφορά ή την επαναφορά της περιουσίας ή μέρους της, όπως το Δικαστήριο ορίζει.
(3) Το Δικαστήριο δύναται ύστερα από αίτηση του αιτητή να ορίσει ημερομηνία για εξέταση του καθ' ου η αίτηση σχετικά με την ορθότητα των ενόρκων δηλώσεων ή των συμπληρωματικών ενόρκων δηλώσεων ή άλλων στοιχείων αναφορικά με την περιουσιακή του κατάσταση. Στην περίπτωση αυτή ο καθ' ου η αίτηση κλητεύεται ως μάρτυρας.»