ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Παρπαρίνος, Λεωνίδας Οικονόμου, Τεύκρος Θ. Ψαρά-Μιλτιάδου, Τάσια Ο Εφεσείοντας εμφανίζεται προσωπικά Ρ. Χαραλάμπους (κα) για Ν. Παπαγεωργίου ΔΕΠΕ Για την Εφεσίβλητη-Καθ' ης η Αίτηση CY DOD Κύπρος Δευτεροβάθμιο Οικογενειακό Δικαστήριο 2020-04-14 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΝΤ.Ν. ν. Ν.Ν., ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 3/2005 και 9/2005, 14/4/2020 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:DOD:2020:13

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

 

ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 3/2005 και 9/2005

 

 

14 ΑΠΡΙΛΙΟΥ  2020

 

 

[Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Τ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

 

ΝΤ.Ν.

ΕΦΕΣΕΙΟΝΤΑ/AITHTH

ΚΑΙ

 

Ν.Ν.

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ/ΚΑΘ' ΗΣ Η ΑΙΤΗΣΗ

--------------------

 

ΑΙΤΗΣΗ ΗΜΕΡ. 5.2.2019

 

Ο Εφεσείοντας εμφανίζεται προσωπικά

Ρ. Χαραλάμπους (κα) για Ν. Παπαγεωργίου ΔΕΠΕ Για την Εφεσίβλητη-Καθ'  ης η Αίτηση

------------------------------------------

 

ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Παρπαρίνο, Δ.

------------------------------------

ΑΠΟΦΑΣΗ

ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.Ο Αιτητής, ο οποίος εμφανίζεται αυτοπροσώπως, με την υπό εξέταση αίτηση του αιτείται τις ακόλουθες θεραπείες:

 

"Α.  Απόφαση και/ή Διάταγμα του Δικαστηρίου για διόρθωση της αρχικής απόφασης ημερομηνίας 23.3.2007 στις Εφέσεις 3/05 και 9/05, ώστε να αναφέρει ρητά πως τα έξοδα της πρωτόδικης απόφασης επιστρέφονται στον Εφεσείοντα-Αιτητή.

 

(Β) Επαναξιολόγηση της υπόθεσης σχετικά με τις Εφέσεις 6/08 και 8/08 και διόρθωσης της απόφασης ημερομηνίας 11.2.2010, διότι το Δικαστήριο διέπραξε μέγα σφάλμα.

 

(Γ)  Όπως το σεβαστό Δικαστήριο επισπεύσει την εκδίκαση της παρούσας αίτησης.

 

(Δ)  Οιανδήποτε άλλη θεραπεία το Δικαστήριο θεωρεί δίκαια και αρμόζουσα τις περιστάσεις."

 

 

Την αίτηση συνοδεύει ένορκη δήλωση του αιτητή. Σ'  αυτήν, δυστυχώς, ο αιτητής περιπλέκει διάφορα αχρείαστα, άσχετα θέματα και γεγονότα τα οποία καθιστούν δυσνόητους όλους συλλογισμούς του αιτητή.    Χαρακτηριστική είναι η παράγρ. 35 της Ένορκης Δήλωσης του όπου αναφέρει ότι για μια και μόνο υπόθεση ενώπιον του Οικογενειακού Δικαστηρίου δόθηκαν εναντίον του 20 αποφάσεις και "240 ημερομηνίες σε παρουσιάσεις" χωρίς αυτό να το συνδέει με την Αίτηση του.   Η τελευταία δε παράγραφος της Ένορκης Δήλωσης του καταδεικνύει τη σύγχυση και προβολή άσχετων ισχυρισμών.

 

"38.  Ενόψει των ανωτέρω αναφερόμενων ευσεβάστως εισηγούμαι πως το Δικαστήριο θα πρέπει να κηρύξει την απόφαση του Οικογενειακού Δικαστηρίου ημερομηνίας 29.2.2008 στην υπόθεση υπ'  αριθμόν 143/99, ως άκυρη και να διατάξει την Αιτήτρια όπως επιστρέψει σε εμένα το ποσό των €61.370,63 και το ποσό των €4.160 (Λ.Κ.2,435) και το ποσό των €32.467 (Λ.Κ.19.000) με τόκο."

 

Όπως γίνεται αντιληπτό τα πιο πάνω είναι ξένα και άσχετα με τις αιτούμενες θεραπείες που αξιοί ο Αιτητής.  Η Αίτηση του θα μπορούσε να απορριφθεί από το σημείο αυτό.  Παρόλα ταύτα και λαμβάνοντας υπόψιν ότι ο Αιτητής εμφανίζεται αυτοπροσώπως, θα προσπαθήσουμε μέσα από τον λαβύρινθο των όσων προβάλλει να απομονώσουμε αυτά που ενδιαφέρουν τις αξιώσεις του.

 

Η απόφαση ημερ. 23.3.2017 που δόθηκε αναφορικά με τις Εφέσεις 3/2005 και 9/2005 (βλ. Ντ. ν. Ντ. (2007) 1 Α.Α.Δ. 375) σε σχέση με τα έξοδα διατάσσει τα ακόλουθα:

 

"Και οι δύο προσβληθείσες αποφάσεις, με τις δύο συνεκδικαζόμενες εφέσεις, παραμερίζονται και διατάσσεται η επανεκδίκαση της υπόθεσης που προσβλήθηκε με την Έφεση 3/2005 ενώπιον άλλου Δικαστή, σε σχέση μόνον με την αξίωση της εφεσίβλητης για την Αγία Βαρβάρα.  Το ζήτημα του διατάγματος μεσεγγύησης παραμένει ανοικτό και σχετικό αίτημα μπορεί να επαναυποβληθεί μετά την έκδοση της απόφασης στην προαναφερόμενη αξίωση της εφεσίβλητης, και ανάλογα με το αποτέλεσμα. Ο εφεσείων χειρίστηκε την υπόθεση του αυτοπροσώπως στο Εφετείο και επιδικάζονται υπέρ του όποια πραγματικά έξοδα έχει. Τα  έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας θα είναι έξοδα στην υπόθεση."

 

Όσον αφορά την απόφαση ημερ. 11.2.2010 του Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου στις Εφέσεις αρ. 6/2008 και 8/2008 (βλ. Nτ. Ν. και Άλλη ν. Ν. Ντ. και Άλλου (2010) 1 ΑΑΔ 128) παρατηρούμε ότι το Δευτεροβάθμιο Οικογενειακό Δικαστήριο ασχολήθηκε με τα ακόλουθα θέματα όπως το ίδιο αναφέρει στη σελ. 4 της απόφασης του:

 

"Αμφότερες οι πλευρές νιώθουν αδικημένες από την πρωτόδικη απόφαση, με αποτέλεσμα ο Καθ' ου η αίτηση - Εφεσείων να καταχωρήσει την Εφεση Aρ. 6/08 ενώ η Αιτήτρια - Εφεσίβλητη, την Έφεση Aρ. 8/08. Και ο δύο εφέσεις έχουν ως κοινό σημείο αμφισβήτησης, την κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου για την συνεισφορά του 1/3. Πέραν τούτου με την Εφεση Aρ. 6/08, ο Εφεσείων εγείρει δύο άλλους λόγους έφεσης για παραβίαση του δικαιώματός του για δίκαιη δίκη. Ο 2ος λόγος έφεσης που αφορούσε στην έλλειψη δικαιοδοσίας του πρωτόδικου δικαστηρίου, εγκαταλείφθηκε."

 

Στο τέλος το Εφετείο, αφού εξέτασε τους λόγους Έφεσης κατέληξε ότι

"οι δύο εφέσεις δεν ευσταθούν και απορρίπτονται. Ενόψει της αποτυχίας και των δύο εφέσεων, κρίνεται ορθό όπως η κάθε πλευρά καταβάλει τα δικά της έξοδα."

 

Θα πρέπει να αναφερθεί ότι η Καθ'  ης η Αίτηση καταχώρησε ένσταση και με 9 λόγους ενίσταται στην έκδοση των αιτούμενων θεραπειών.  Η παράθεση τους δεν εξυπηρετεί οτιδήποτε.

 

Η αίτηση του Αιτητή στηρίζεται στους Περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμούς, Δ.18 θ.1(α),2, Δ.48 θ.1,2 και 3, Δ.25 θ.6, Δ.35 θ.8 και συμφυείς εξουσίες του Δικαστηρίου.

 

Όπως γίνεται αντιληπτό καμία από τις Διαταγές και Θεσμοί επί των οποίων στηρίζει την Αίτηση του ο Αιτητής μπορούν να δώσουν πρόσβαση στις αιτούμενες θεραπείες.

 

Η Δ.48 ρυθμίζει, όπως και ο τίτλος αναφέρει, τα όσα αφορούν την έκδοση συνοπτικής απόφασης και άδειας καταχώρησης υπεράσπισης όπου το κλητήριο ένταλμα είναι ειδικώς οπισθογραφημένο.

 

Η Δ.48 θ.θ. 1,2 και 3 ρυθμίζουν τον τύπο και προαπαιτούμενα σε αιτήσεις που καταχωρούνται στο Δικαστήριο.

 

Η Δ.35 θ.8  ρυθμίζει τις εξουσίες του Εφετείου κατά τον χρόνο εκδίκασης Έφεσης και τέλος

ΗΔ.25 θ.6 παρέχει στο Δικαστήριο εξουσία διόρθωσης σε απόφαση γραμματικών λαθών όπως και λαθών που πηγάζουν από τυχαία αβλεψία ή παράλειψη. Η εξουσία του Δικαστηρίου/Εφετείου περιορίζεται ως ανωτέρω και ουδόλως του παρέχεται εξουσία να διατάξει επανασυζήτηση έφεσης ή να διορθώσει απόφαση Εφετείου πέραν των όσων έχουν αναφερθεί πιο πάνω.

 

Αναφορικά με την συμφυή εξουσία του Δικαστηρίου, σε σχέση με τα εξεταζόμενα θέματα, επαναλαμβάνουμε τα όσα λέχθηκαν στην σχετικά πρόσφατη απόφαση, Θεμιστοκλέους ν. Δημοκρατίας Ποιν. Εφ. 15/19 ημερ. 23.10.2019:

 

"Η νομολογία έχει ξεκαθαρίσει με σωρεία αποφάσεων της το εξεταζόμενο θέμα.  Θα επαναλάβουμε τα όσα αποφασίστηκαν από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην XXX Χριστοδούλου άλλως XXX ν. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 226 προκειμένου, για μια ακόμη φορά, να τονιστεί η αντιμετώπιση στο  νομικό μας σύστημα ζητημάτων όπως το υπό εξέταση, καθότι τελευταία παρατηρείται, συχνά-πυκνά, να καταχωρούνται αιτήσεις της μορφής υπό εξέταση αλλά και διότι απαντά στα όσα εγείρει ο Αιτητής. 

 

"Συμφυείς εξουσίες

 

Οι συμφυείς και/ή εγγενείς και/ή σύμφυτες εξουσίες του Δικαστηρίου έχουν περιγραφεί ως το απόθεμα εκείνο των εξουσιών (reserve powers) του Δικαστηρίου τις οποίες μπορεί να ασκεί εκεί που αν απέφευγε να το πράξει θα οδηγούμεθα σε αδικία. Μπορούν δε να ασκηθούν είτε σε συνδυασμό με την ύπαρξη σχετικών διαδικαστικών κανονισμών και/ή ανεξάρτητα από τους διαδικαστικούς κανονισμούς. Στην υπόθεση Χαραλαμπίδης ν. XXX (Χαραλαμπίδου) (1997) 1(Β) Α.Α.Δ. 724, ο τότε Πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου Γ. Μ. Πικής αναφερόμενος στις συμφυείς εξουσίες του Δικαστηρίου περιέγραψε αυτές ως «εκείνες που εξυπακούονται από τη φύση της λειτουργίας του - Δικαστήριο της δικαιοσύνης - χάριν της αποτελεσματικής άσκησης των δικαιοδοσιών του και της αποτροπής της κατάχρησης των ενώπιόν του διαδικασιών».

Στην υπόθεση Χρίστου ν. Αστυνομίας (2006) 2 Α.Α.Δ. 491, που αφορούσε αίτηση με στόχο την επαναφορά απορριφθείσας έφεσης λόγω απουσίας του δικηγόρου της εφεσείουσας, ο οποίος όμως είχε γνώση της ημερομηνίας, αλλά από λάθος δεν τη σημείωσε, το Εφετείο σε ex tempore απόφαση που απήγγειλε ο Κωνσταντινίδης Δ ανάφερε τα ακόλουθα:

«ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ: Θέσαμε ευθέως στον ευπαίδευτο συνήγορο της αιτήτριας το θεμελιώδες ότι δεν υπάρχει στην Κύπρο τριτοβάθμια δικαιοδοσία. Θα σημειώναμε συναφώς τη σχετικά πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας στην Ελεγκτική Υπηρεσία Συνεργατικών Εταιρειών ν. Παπαγεωργίου κ.ά. (2000) 3 Α.Α.Δ. 151 στην οποία έγινε αναφορά στη σελ. 156 και στην υπόθεση XXX Παπακόκκινου κ.ά. ν. Δήμου Πάφου (Αρ. 2) (1999) 1 (Γ) Α.Α.Δ. 1772. Αυτό σημαίνει πως δεν είναι δυνατό να ασκηθεί δικαιοδοσία προς έλεγχο του τρόπου με τον οποίο άσκησε την εξουσία του το Εφετείο.»

Στην προαναφερθείσα υπόθεση Ελεγκτική Υπηρεσία Συνεργατικών Εταιρειών ν. Παπαγεωργίου κ.ά. (2000) 3 Α.Α.Δ. 151, η εφεσείουσα μετά την απόσυρση και απόρριψη της έφεσης της, καταχώρησε αίτηση με την οποία ζητούσε επαναφορά της έφεσης. Στη νομική βάση της αίτησης ήταν και η σύμφυτη εξουσία του Δικαστηρίου. Απορρίπτοντας την αίτηση, η Ολομέλεια στη σελ. 155 ανάφερε σχετικά τα ακόλουθα:

«Η σύμφυτη δικαιοδοσία δεν πηγάζει ούτε από νόμο ούτε από κανονισμό αλλά από τη φύση της δικαστικής λειτουργίας. Γι' αυτό και προσδιορίζεται με το επίθετο «σύμφυτη». Η βασική εκδήλωση της εξουσίας αυτής είναι η ρύθμιση των θεμάτων που άπτονται των δικαστικών διαδικασιών. Περιλαμβάνει δε τομείς του δικαίου των οποίων η νομολογία αναγνώρισε την ύπαρξη. Όμως έχουν τεθεί όρια και αυτοπεριορισμοί για να διαφυλαχθεί η αποτελεσματική λειτουργία αυτής της εξουσίας στις ορθές διαστάσεις της. Όπως παρατήρησε εύστοχα ο καθηγητής M.S. Dockray στο άρθρο του «The Inherent Jurisdiction to Regulate Civil Proceedings (1997) 113 Law Quarterly Review, σελ. 120, στην οποία σχολιάζει, στη σελ. 130, περιπτώσεις όπου τα δικαστήρια δε διέγνωσαν σύμφυτη εξουσία σε συγκεκριμένα θέματα:

«These decisions are quite inconsistent with the idea that the inherent jurisdiction is an unlimited reservoir from which new powers can be fashioned at will."

Έχοντας υπόψη ότι η δικονομική εξουσία επαναφοράς έχει αυστηρά θεσμοθετηθεί από τους διαδικαστικούς κανόνες και τη νομολογία που τους έχει ερμηνεύσει έχουμε τη γνώμη ότι το εγειρόμενο δεν είναι από τα θέματα που μπορεί να καλύψει η σύμφυτη εξουσία. Τέτοια βάση για την έκδοση διατάγματος της μορφής που επιδιώκεται με την αίτηση δεν προσφέρεται.»

 

Πιο κάτω στη σελ. 156 λέχθηκαν τα εξής:

«Η Ολομέλεια όταν ασκεί τη δευτεροβάθμια δικαιοδοσία της στα πλαίσια των διατάξεων του Άρθρου 11(3) του περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμου αρ. 33/64 (όπως τροποποιήθηκε), δεν έχει εξουσία αναθεώρησης οποιασδήποτε απόφασης, περιλαμβανόμενης απόφασης για την απόρριψη έφεσης. Ανάληψη τέτοιας δικαιοδοσίας θα ισοδυναμούσε ουσιαστικά με άσκηση τριτοβάθμιας δικαιοδοσίας που, όπως έχει λεχθεί στην XXX Π. Παπακόκκινου κ.ά. ν. Δήμου Πάφου (Αρ. 2) (1999) 1 Α.Α.Δ. 1772, αποτελεί «βαθμίδα δικαιοδοσίας άγνωστη στο Σύνταγμα και το νόμο».»

Στην υπόθεση Αγαθοκλέους ν. ΕΔΑΞΥΛ Λτδ κ.ά. (1997) 1(Α) Α.Α.Δ. 302,  μετά την έκδοση της απόφασης του Εφετείου ο εφεσίβλητος καταχώρησε αίτηση για παραμερισμό της απόφασης, ως εσφαλμένης, και για επανασυζήτηση της υπόθεσης. Απορρίπτοντας την αίτηση το Εφετείο στη σελ. 304 ανάφερε τα εξής:

«Η άποψη μας είναι πως η αίτηση είναι αβάσιμη. Το Ανώτατο Δικαστήριο ως Εφετείο, με διευρυμένη μάλιστα σύνθεση από 5 δικαστές, ερεύνησε το ζήτημα που μας απασχολεί στην υπόθεση Ορφανίδης ν. Μιχαηλίδης (1968) 1 Α.Α.Δ. 295, στην οποία ηγέρθηκαν πανομοιότυπα νομικά σημεία.  Δεν θα αναφερθούμε σε έκταση στην απόφαση. Θα αρκεστούμε να πούμε μόνο πως σ' αυτή γίνεται εξαντλητική συζήτηση του ζητήματος, με ειδική μάλιστα συγκριτική αναφορά στα ισχύοντα στην Αγγλία και στον τόπο μας.

Το μόνο που θα μπορούσαμε να προσθέσουμε, ως δικό μας σχόλιο, είναι πως η απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση Ορφανίδης υιοθέτησε ουσιαστικά τη θεμελιακή αρχή, που ενυπάρχει στο σύστημα απονομής της δικαιοσύνης που ακολουθούμε, της διασφάλισης δηλαδή της τελεσιδικίας. Δεν έχει το Δικαστήριο σύμφυτη εξουσία να παραμερίζει εκδοθείσα απόφασή του, με σκοπό την επανασυζήτησή της.»

Στην υπόθεση Κορέλλης (1999) 1(Β) Α.Α.Δ. 1122 το Κακουργιοδικείο, κατά τη διάρκεια εκδίκασης υπόθεσης για βιασμό, εξέδωσε διατάγματα με τα οποία υποχρεωνόταν η Εισαγγελική Αρχή να παραδώσει στην Υπεράσπιση ορισμένα τεκμήρια για εξέταση. Τα εν λόγω διατάγματα ακυρώθηκαν με ένταλμα certiorari μετά από αίτηση της Εισαγγελικής Αρχής. Η πιο πάνω απόφαση επικυρώθηκε από το Εφετείο με πλειοψηφία 7 από τους 9 δικαστές της διευρυμένης σύνθεσης στην Πολ. Έφεση Αρ. 10227 (βλ. Κορέλλης ν. Γενικού Εισαγγελέα (1998) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1718). Συνέχισε η δίκη, ο κατηγορούμενος κρίθηκε ένοχος και καταδικάστηκε σε 3 χρόνια φυλάκιση. Κατά τη διάρκεια της δίκης ο Υπαστυνόμος Στ. Ιωαννίδης, μάρτυρας για την Κατηγορούσα Αρχή, είπε πως ο Ρ. Γαβριηλίδης τότε Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, συμβούλευσε τους εξεταστές ότι η πορεία των ανακρίσεων ήταν νομικά ορθή. Μετά την καταδίκη υποβλήθηκε αίτηση προς την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου για ακύρωση και/ή παραμερισμό της δικαστικής απόφασης που εκδόθηκε στη Πολιτική Έφεση Αρ. 10227 λόγω ισχυριζόμενης κακής σύνθεσης του Εφετείου που επιλήφθηκε της έφεσης αφού σ' αυτή συμμετείχε Δικαστής (Ρ. Γαβριηλίδης), ο οποίος υπό την προηγούμενή του ιδιότητα του Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, είχε συμβουλεύσει τους εξεταστές της υπόθεσης για τη νομική ορθότητα της έφεσης σε βάρος του αιτητή. Οι δικηγόροι του αιτητή επικαλέστηκαν ως βάση του αιτήματος τους την απόφαση της Βουλής των Λόρδων στη γνωστή υπόθεση R. ν. Bow Street Metropolitan Stipendiary Magistrates & other ex parte Pinochet Ugarte (No.2) [1999] 1 All E.R. 577. Η Εισαγγελική αρχή έφερε ένσταση τονίζοντας ότι το υπό συζήτηση αίτημα υποβλήθηκε μετά την καταδίκη και όχι αμέσως μετά τη συμπλήρωση της μαρτυρίας του Υπαστυνόμου, ο οποίος είχε αναφέρει ότι ο Δικαστής (πρώην Εισαγγελέας) είχε δώσει την γνώμη του περί της πορείας των ανακρίσεων.

Η πλειοψηφία του Ανωτάτου Δικαστηρίου (6 από 9 Δικαστές) απέρριψαν την αίτηση. Η ουσία της απόφασης ήταν ότι το υπό εξέταση θέμα δικαιοδοσίας, είχε ανεπιφύλακτα και καθαρά αποφασιστεί στην απόφαση Αντωνίου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 339, όπου υιοθετείται και προηγούμενη νομολογία και επαναλαμβάνεται ότι οι συμφυείς ή εγγενείς εξουσίες του Δικαστηρίου δεν διευρύνουν τη δικαιοδοσία ή τις εξουσίες του, ούτε έχουν ως λόγο την επέκταση τους. Τονίστηκε ότι η ουσία της σκέψης του Δικαστηρίου στην υπόθεση Αντωνίου είναι η εφαρμογή του Συντάγματος και των Νόμων, ειδικότερα του Άρθρου 25 του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60 ως έχει τροποποιηθεί, που καθορίζουν τη δευτεροβάθμια δικαιοδοσία του Εφετείου όπως προβλέπει το Άρθρο 155.1 του Συντάγματος και ότι υπέρβαση των νομικών αυτών ορίων θα οδηγούσε το Δικαστήριο σε έκνομη πορεία.

Στην προαναφερθείσα υπόθεση Αντωνίου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 339, μετά την αποπεράτωση της Αναθεωρητικής έφεσης ο αποτυχών εφεσείων καταχώρησε αίτηση με την οποία όπως ανάφερε «εξαιτείται την επανακρόαση της Αναθεωρητικής Έφεσης Αρ. 1449 υπό της Ολομέλειας του Δικαστηρίου». Η Ολομέλεια (7 δικαστές) αποφάσισε ότι δεν υπήρχε εξουσία για τέτοιο διάβημα. Στη σελ. 340 λέχθηκαν τα ακόλουθα:

«Αποδοχή του αιτήματος του αιτητή, θα συνεπαγόταν την αναγνώριση, έξω από τα πλαίσια του νόμου, τριτοβάθμιας δικαιοδοσίας, θεσμού άγνωστου στο νόμο. Σχετικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφασή μας στην Ορφανίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας, (ανωτέρω): σελ. 56)

«Για την ολοκλήρωση της εικόνας η οποία διαγράφεται από τη νομολογία ως προς το δικαιοδοτικό πλαίσιο των εξουσιών και αρμοδιοτήτων του Ανωτάτου Δικαστηρίου, πρέπει να αναφερθούμε και στις Attorney - General v. Georghiou (1984) 2 C.L.R. 251, και Γενικός Εισαγγελέας ν. Λαζαρίδη και άλλου (1992) 2 Α.Α.Δ. 8, όπου αναγνωρίστηκε ότι το Σύνταγμα δεν καθιερώνει δικαίωμα έφεσης και ότι η θεσμοθέτησή του ανάγεται στη νομοθετική λειτουργία. Εξάλλου, έχει αναγνωρισθεί ότι η δικαιοδοσία η οποία παρέχεται από την επιφύλαξη του Άρθρου 11(2) (πρόβλεψη για έφεση), είναι δευτεροβάθμια και ασκείται βάσει και σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις που προβλέπουν και καθορίζουν οι σχετικοί διαδικαστικοί θεσμοί (βλ., μεταξύ άλλων, Republic ν. Vassilliades (1967) 3 C.L.R. 82, Branco Salvage Ltd v. Republic (1967) 3 C.L.R. 213 και Δημοκρατία ν. Βιολάρη & άλλης (1991) 3 Α.Α.Δ. 456).»

Δε θα επεκταθούμε στη συζήτηση του θέματος, εκτός από του να διαπιστώσουμε ότι το αίτημα, το οποίο έχει υποβληθεί, είναι άγνωστο στο νόμο και, εκ προοιμίου, καταδικασμένο σε αποτυχία. Ο νόμος προβλέπει ένα στάδιο έφεσης, το οποίο, στην προκείμενη υπόθεση, έχει διανυθεί με την ακρόαση της έφεσης και εξαντληθεί με την έκδοση της απόφασης.»

Στην ίδια υπόθεση με αναφορά στην προαναφερθείσα υπόθεση Χαραλαμπίδης ν. XXX (Χαραλαμπίδου) λέχθηκε ότι ούτε με βάση τις εγγενείς εξουσίες του Δικαστηρίου θα μπορούσε να γίνει δεκτή η αίτηση.

Στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Αντωνίου κ.ά (Αρ. 3) (2004) 3 Α.Α.Δ. 542, μετά από την ολοκλήρωση της δίκης και έκδοσης απόφασης από την Ολομέλεια στην Α.Ε. 3413 (βλ. Δημοκρατία ν. Αντωνίου κ.ά. (Αρ. 2) (2004) 3 Α.Α.Δ. 456), υποβλήθηκε αίτημα για επανάνοιγμα γιατί, κατά τους ισχυρισμούς ενός των αιτητών «η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου δεν εξέτασε ζήτημα που ήγειρε στην προσφυγή του σχετικά με τα προσόντα των υποψηφίων». Επαναλήφθηκε ότι αυτό δεν μπορούσε να γίνει αφού τέτοια ενέργεια θα ισοδυναμούσε με ανάληψη τριτοβάθμιας δικαιοδοσίας, κάτι που δεν ήταν νομικά δυνατό.

Στην ίδια γραμμή, ότι δηλαδή δεν υπάρχει εξουσία για επανάνοιγμα υπόθεσης εφετείου και για διεξαγωγή νέας δίκης, είναι και τα όσα αναφέρθηκαν από το Εφετείο στην άμεσα σχετική με την παρούσα προαναφερθείσα υπόθεση XXX Χριστοδούλου άλλως XXX (2009) 2 Α.Α.Δ. 235 που καταχώρησε ο αιτητής για τροποποίηση αίτησης για παράταση χρόνου καταχώρησης έφεσης όπου αποφασίστηκαν τα ακόλουθα αναφορικά τόσο με το Πρωτόκολλο 7 όσο και τη σύμφυτη εξουσία του δικαστηρίου:

«..Πρόσθετα, το Πρωτόκολλο 7 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων που κυρώθηκε στην Κύπρο με το Νόμο αρ. 18(ΙΙΙ)/2000, προνοεί στο Άρθρο 4 την επανάληψη της διαδικασίας όταν υπάρχουν αποδείξεις νέων ή μεταγενέστερων της απόφασης γεγονότων ή όπου υπήρξε θεμελιώδες σφάλμα στην προηγηθείσα διαδικασία, επηρεάζον το αποτέλεσμα της, αλλά στη βάση του νόμου και της ποινικής δικονομίας της χώρας κράτους-μέλους της Σύμβασης. Δεν χρειάζεται εδώ να εξεταστεί διεξοδικά το πιο πάνω Άρθρο για σκοπούς της παρούσας αίτησης. Να λεχθεί όμως ότι κατά κύριο λόγο εμπεδώνει την αρχή του «ne bis in idem» και πολύ λίγες υποθέσεις παρουσιάστηκαν στο Ε.Δ.Α.Δ. πάνω σ' αυτό. (Gilles Duterte: Key case-law extracts European Court of Human Rights (2003) και Donna Gomien: Short Guide to the European Convention of Human Rights 3ηέκδ. (2005)].»

Αναφορικά με τη σύμφυτη εξουσία το Εφετείο στην ίδια υπόθεση ανάφερε τα ακόλουθα:

«Το δε κατάλοιπο εξουσίας, το οποίο επικαλέστηκε ο συνήγορος, δεν διασώζει την κατάσταση, γιατί δεν μπορεί να δημιουργήσει εκ του μηδενός νέες ατραπούς στο δίκαιο και μάλιστα τόσο θεμελιακές. Η σύμφυτη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου έρχεται αρωγός εκεί όπου η χρήση της είναι αναγκαία για αυτή ταύτη τη λειτουργία του ίδιου του συστήματος και της αποτελεσματικής άσκησης των δικαιοδοσιών του, εντός των υφισταμένων και γνωστών δικαιϊκών αρχών, απορρέουσες και πλαισιούμενες, ως στυλοβάτες, από το Σύνταγμα και τους Νόμους της πολιτείας. (σχετικές είναι οι υποθέσεις Α. Αντωνίου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 339 και Σε ό,τι Αφορά Αίτημα (Petition) του εφεσείοντα XXX Κορέλλη (1999) 1 Α.Α.Δ. 1122).»

Δεν παραγνωρίζουμε ότι υπάρχει νομολογία σύμφωνα με την οποία το Ανώτατο Δικαστήριο επανάνοιξε υπόθεση μετά την ολοκλήρωση των αγορεύσεων και επιφύλαξη της απόφασης, ενόψει γεγονότων που προέκυψαν μετά την επιφύλαξη της. (βλ. μεταξύ άλλων, ΡΙΚ ν. Καραγιώργη κ.ά. (1991) 3 Α.ΑΔ. 159 και Παπαϊωάννου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (Αρ. 1) (1991) 3 Α.Α.Δ. 659). Όμως οι περιπτώσεις εκείνες διαφοροποιούνται διότι εκεί δεν είχε ολοκληρωθεί η δίκη με την έκδοση απόφασης έτσι ώστε να ζητείτο το επανάνοιγμα σε μεταγενέστερο στάδιο για σκοπούς νέας δίκης, όπως είναι το αίτημα στην παρούσα υπόθεση.

Μετά την ολοκλήρωση της δίκης και την έκδοση απόφασης, επανάνοιγμα της υπόθεσης είναι δυνατό μόνο στις περιπτώσεις εκείνες που για κάποιο λόγο, όπως για παράδειγμα τη μη ειδοποίηση διαδίκου περί της διαδικασίας, η διεξαχθείσα δίκη είναι άκυρη. Σχετική είναι η απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Πουλλή (2001) 3(Β) Α.Α.Δ. 1060, όπου η Αναθεωρητική Έφεση είχε ολοκληρωθεί χωρίς όμως να είχε επιδοθεί η έφεση και αντέφεση στα ενδιαφερόμενα μέρη ενός μάλιστα από τα οποία η προαγωγή είχε ακυρωθεί από την Ολομέλεια αφού δέχθηκε την αντέφεση. Κάτω από αυτές τις περιστάσεις κρίθηκε ότι η διαδικασία ήταν άκυρη και έτσι η Πλήρης Ολομέλεια παραμέρισε την απόφαση και διέταξε όπως διεξαχθεί ξανά η δίκη. Στη σελ. 1067 λέχθηκαν τα ακόλουθα:

«Διαπιστώνουμε ότι παρέχεται στο δικαστήριο σύμφυτη δικαιοδοσία ακύρωσης διαταγής ή απόφασης, που εκδίδεται σε διαδικασία η οποία δεν επιδίδεται σε ενδιαφερόμενο πρόσωπο.  Αυτό ισχύει τόσο στην περίπτωση της έφεσης όσο και της αντέφεσης, που ακούονται χωρίς γνωστοποίηση της διαδικασίας σε κάθε διάδικο ή ενδιαφερόμενο πρόσωπο. Η ακύρωση αποτελεί χρέος προς αποκατάσταση της δικαιοσύνης και το χρέος αυτό μπορεί να πληρωθεί είτε μετά από διάβημα ενδιαφερομένου προσώπου ή με πρωτοβουλία του ιδίου του δικαστηρίου.»

Ενόψει των πιο πάνω καταλήγουμε ότι δεν υπάρχει σύμφυτη και/ή εγγενής εξουσία η οποία να παρέχει το δικαίωμα στο Ανώτατο Δικαστήριο να επανανοίξει μια αποπερατωθείσα μετά από πλήρη ακρόαση έγκυρη έφεση και να διατάξει νέα δίκη από το Εφετείο αφού μια τέτοια περίπτωση θα ισοδυναμούσε με άσκηση τριτοβάθμιας δικαιοδοσίας, εξουσία που σύμφωνα με τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου δεν υπάρχει. Η εξουσία αυτή, εκεί όπου ασκήθηκε, περιορίστηκε στην περίπτωση όπου η προηγούμενη δίκη ήταν άκυρη, που δεν είναι η περίπτωση μας. Η ουσία των ισχυρισμών του αιτητή στην παρούσα υπόθεση είναι ότι η προηγούμενη δίκη ήταν άδικη και/ή επισφαλής, και όχι άκυρη.

Άρθρο 3 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155

 

Εφόσον έχουμε καταλήξει ότι οι συμφυείς εξουσίες του δικαστηρίου δεν μπορούν να έχουν τέτοια έκταση ώστε να παρέχουν εξουσία για επανάνοιγμα αποπερατωθείσας έφεσης με έκδοση απόφασης και διεξαγωγή νέας ακρόασης υπό μορφή έφεσης, μένει να εξετάσουμε αν αυτό μπορεί να γίνει με βάση τις συνδυασμένες πρόνοιες του Πρωτοκόλλου 7, Άρθρο 4(2) (πιο πάνω) και του Άρθρου 3 του περί Ποινικής Δικονομίας, Κεφ. 155 το οποίο διαλαμβάνει ως ακολούθως:

«Αναφορικά με ζητήματα ποινικής δικονομίας για τα οποία δεν υπάρχει ειδική διάταξη στο Νόμο αυτό ή σε οποιοδήποτε άλλο νομοθέτημα που ισχύει εκάστοτε, κάθε Δικαστήριο εφαρμόζει σε ποινική διαδικασία, το δίκαιο που ισχύει εκάστοτε στην Αγγλία και κανόνες πρακτικής οι οποίοι αφορούν την ποινική δικονομία.»

Το Άρθρο 3 του Κεφ. 155 είναι νομοθέτημα που ίσχυε πριν την εγκαθίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας και διασώθηκε με βάση το Άρθρο 188 του Συντάγματος νοουμένου ότι δεν συγκρούεται με το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας. Όμως το άρθρο αυτό, στην έκταση που αφορά νομοθέτημα που γίνεται σε άλλη χώρα (εδώ στην Αγγλία) μετά την εγκαθίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας, είναι αντίθετο με το Άρθρο 61 του Συντάγματος. Σχετικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα από την υπόθεση Εύρηκα Λτδ. ν. Unilever Plc (1994) 1 Α.Α.Δ. 124, σελ. 136:

«Έχει εγερθεί διαζευκτικά πως αντίκειται και είναι ασύμφωνη προς το Σύνταγμα, ειδικά προς το Άρθρο 61, η συλλήβδην εισαγωγή του Αγγλικού Νόμου όπως αυτός ενδεχομένως θα έχει θεσπιστεί και μετά την εγκαθίδρυση της Δημοκρατίας τόσο σε σχέση προς το περιεχόμενο των προνομίων και των δικαιωμάτων που αναγνωρίζονται από το Άρθρο 2 όσο και σε σχέση με τους λόγους για τους οποίους το Επαρχιακό Δικαστήριο έχει εξουσία, σύμφωνα με το Άρθρο 4, να αποφασίσει πως, παρά την εγγραφή στο Ηνωμένο Βασίλειο, δεν αποκτήθηκαν αποκλειστικά προνόμια και δικαιώματα. Μπορούμε να διακηρύξουμε πως δεν είναι δυνατό να υπάρχει αμφιβολία ότι πράγματι Νόμος που καθιστά ισχύοντα και εφαρμόσιμο στην Κύπρο Νόμο που θεσπίζει άλλο κράτος μετά την εγκαθίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας, είναι ασύμφωνος και αντίθετος προς το Άρθρο 61 του Συντάγματος, σύμφωνα με το οποίο «η Νομοθετική εξουσία της Δημοκρατίας ασκείται υπό της Βουλής των Αντιπροσώπων εν παντί θέματι, εξαιρέσει των θεμάτων εκείνων, άτινα ρητώς υπάγονται κατά το Σύνταγμα εις τας Κοινοτικάς Συνελεύσεις.»

Ενόψει των πιο πάνω τα όσα προβλέπονται στο Criminal Appeal Act του 1995 της Αγγλίας, τα οποία επικαλέστηκε ο συνήγορος του αιτητή, δεν μπορούν να έχουν εφαρμογή στην Κύπρο."

Από την Ένορκη Δήλωση του Αιτητή που συνοδεύει την Αίτηση, εκτός των άσχετων θεμάτων που αναφέρει, η προσπάθεια του όλη είναι ο παραμερισμός της εκδοθείσας απόφασης ημερ. 11.2.2010 και επανασυζήτηση των εφέσεων με αρ. 6/2008 και 8/2008.   Αυτό όμως είναι αδύνατο στο νομικό μας σύστημα στις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης.  Ο Αιτητής δεν προβαίνει σε επίκληση οιουδήποτε λόγου βάσει του οποίου θα παρέχετο η δυνατότητα επίκλησης της σύμφυτης εξουσίας του Δικαστηρίου προς το σκοπό αυτό.

 

Το ίδιο ισχύει και αναφορικά με την απόφαση ημερ. 23.3.2007 που δόθηκε στις Εφέσεις αρ. 3/2005 και 9/2005.  Η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου αναφορικά με την επιδίκαση ή όχι εξόδων ασκείται Δικαστικά.  Συνεπώς, η Δικαστική απόφαση του Δικαστηρίου που ασκούσε Δευτεροβάθμια Δικαιοδοσία, δεν μπορεί να διαφοροποιηθεί για τους ίδιους λόγους που έχουμε αναφέρει πιο πάνω.  Ούτε τέθηκε από τον Αιτητή οιονδήποτε υπόβαθρο που να δικαιολογεί κάτι τέτοιο.

 

Η Αίτηση απορρίπτεται με €2.500 έξοδα εις βάρος του Αιτητή.

 

 

 

 

                                                                   Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.

 

 

                                                                   Τ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.

 

 

                                                          Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.

 

/γκ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο