ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας στους οποίους κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας Δ.35
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:AD:2020:A116
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
8 Απριλίου, 2020
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., Α. Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Τ. Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ/στές]
Πολιτική Έφεση Αρ. 259/2013
(σχ. με 260/2013)
Μεταξύ:
ΙΣΛΑΜΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΤΟΥ ΠΑΚΙΣΤΑΝ
Εφεσειόντων / Εναγόντων
ΚΑΙ
1. J. Y. KHAN
2. D. Y. KHAN
3. ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΥΠΟ ΤΗΝ ΙΔΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΩΣ ΠΡΟΣΩΡΙΝΟΥ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΑ SAGHEER KHAN
Εφεσιβλήτων / Εναγομένων
----------------------------------
Πολιτική Έφεση Αρ. 260/2013
(σχ. με 259/2013)
Μεταξύ:
1. J. Y. KHAN, από τις ΗΠΑ
2. D. Y. KHAN, από το Μπαχρέιν
Εφεσειόντων / Εναγομένων 1 & 2
ΚΑΙ
1. ΙΣΛΑΜΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΤΟΥ ΠΑΚΙΣΤΑΝ
Εφεσιβλήτων / Εναγόντων
ΚΑΙ
2. ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΥΠΟ ΤΗΝ ΙΔΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΩΣ ΠΡΟΣΩΡΙΝΟΥ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΑ SAGHEER KHAN
Εφεσίβλητου / Εναγόμενου
_________________________
Λ. Γεωργίου μαζί με Ε. Κονναρή (κα) για Βελάρης & Βελάρης ΔΕΠΕ, για τους Εφεσείοντες / Ενάγοντες
Χρ. Μελίδης μαζί με Μαρίνα Τζιούτ (κα) για Ηλίας Νεοκλέους & Σία ΔΕΠΕ, για τους Εναγόμενους 1 και 2 / Εφεσίβλητους
Μ. Ευαγγέλου, Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Γενικό Εισαγγελέα, για τον Εναγόμενο 3 / Εφεσίβλητο.
________________________
Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Νικολάτος, Π.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Στις 7.9.1992, απεβίωσε, στη Σαουδική Αραβία, ο Mohammad Saghir Khan (στη συνέχεια ο αποβιώσας), αφήνοντας, μεταξύ άλλων, ακίνητη περιουσία στην Πάφο και κινητή περιουσία στην Κύπρο. Ο αποβιώσας άφησε, επίσης, περιουσία στο εξωτερικό.
Από την ημερομηνία του θανάτου του, έλαβαν χώρα διάφορες διαδικασίες, τόσο στην Κύπρο, όσο και στο εξωτερικό, αναφορικά με την κληρονομική διαδοχή. Στην Κύπρο είχαν λάβει χώρα τέτοιες διαδικασίες, στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας και στο Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου.
Στην Αγωγή 1259/99, αναφορικά με την οποία καταχωρήθηκαν οι δύο υπό εκδίκαση εφέσεις, οι Ενάγοντες, Εφεσείοντες (στη συνέχεια οι Ενάγοντες) στην Πολιτική Έφεση 259/2013, ισχυρίζονταν ότι ο αποβιώσας απεβίωσε χωρίς οποιουσδήποτε νόμιμους κληρονόμους και είχε την κατοικία του, με τη νομική έννοια (domicile), στο Πακιστάν, όπου ήταν η κατοικία καταγωγής του (domicile of origin), την οποία ουδέποτε απώλεσε και, ως εκ τούτου, η κινητή του περιουσία, περιλαμβανομένης και αυτής που βρίσκεται στην Κύπρο, θα έπρεπε να περιέλθει, δυνάμει κληρονομικής διαδοχής, στο Κράτος του Πακιστάν, ως νόμιμο κληρονόμο του αποβιώσαντα, υπό μορφή bona vacantia (δηλαδή περιουσία που περιέρχεται στο Κράτος όταν κάποιος αποβιώσει, χωρίς διαθήκη και χωρίς νόμιμους κληρονόμους). Οι Ενάγοντες ισχυρίζονταν ότι οι Εναγόμενοι 1 και 2, Εφεσείοντες στην Πολιτική Έφεση 260/13 (στη συνέχεια οι Εναγόμενοι 1 και 2), δολίως παρέστησαν, κατά καιρούς, και με διάφορους τρόπους ότι έχουν εξ αίματος συγγένεια με τον αποβιώσαντα, ενώ αυτό δεν ήταν αληθές.
Οι Εναγόμενοι 1 και 2 ισχυρίζονταν ότι είναι οι μόνοι ή οι πλησιέστεροι εξ αίματος συγγενείς του αποβιώσαντος, με αποτέλεσμα να δικαιούνται σε όλη την κινητή και ακίνητη περιουσία του.
Μετά την έγερση της προαναφερόμενης αγωγής, προστέθηκε ως Εναγόμενος 3, ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, υπό την ιδιότητα του ως προσωρινός διαχειριστής της περιουσίας του αποβιώσαντος, δυνάμει δικαστικού διατάγματος, ημερομηνίας 16.12.1998 (στη συνέχεια ο τρίτος Εναγόμενος). Αποτελούσε θέση του Γενικού Εισαγγελέα ότι, ο αποβιώσας, κατά τον χρόνο του θανάτου του, είχε τη μόνιμη του κατοικία, δυνάμει δικής του επιλογής (domicile of choice) στην Κύπρο και ότι, εν πάση περιπτώσει, ο μόνος κληρονόμος του αποβιώσαντος ήταν η Κυπριακή Δημοκρατία, η οποία δικαιούται την περιουσία του, με βάση την Κυπριακή Νομοθεσία, ως bona vacantia.
Μετά από μακράν ακροαματική διαδικασία και αφού το πρωτόδικο Δικαστήριο έκαμε αξιολόγηση της μαρτυρίας και ευρήματα, και αφού ανέλυσε εν εκτάσει τη νομική πτυχή του θέματος και παρατήρησε ότι τα βασικά σημεία που είχε να αποφασίσει ήταν, πρώτον, το ζήτημα της μόνιμης κατοικίας (domicile) του αποβιώσαντος κατά τον χρόνο του θανάτου του και, δεύτερον, το κατά πόσον οι Εναγόμενοι 1 και 2 ήταν, εξ αίματος, οι πλησιέστεροι συγγενείς του αποβιώσαντος, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, κατά τον χρόνο του θανάτου του, η μόνιμη κατοικία του αποβιώσαντος (domicile) ήταν η Κύπρος, ότι ο αποβιώσας, κατά τον χρόνο του θανάτου του δεν κατέλειπε οποιανδήποτε διαθήκη ή πρόσωπο που συγγενεύει με αυτόν μέχρι του έκτου βαθμού συγγένειας και, επομένως, ότι ο μόνος νόμιμος δικαιούχος, τόσο της ακίνητης όσο και της κινητής του περιουσίας στην Κύπρο, ως bona vacantia, ήταν η Κυπριακή Δημοκρατία. Κατά συνέπεια, εξέδωσε απόφαση ως ήταν η ανταπαίτηση του Εναγόμενου 3, εξ ανταπαιτήσεως Ενάγοντα. Η απαίτηση των Εναγόντων και η ανταπαίτηση των Εναγομένων 1 και 2 απορρίφθηκαν. Ενόψει της φύσης της υπόθεσης, το πρωτόδικο Δικαστήριο έδωσε οδηγίες όπως τα έξοδα όλων των πλευρών, όπως θα υπολογίζονταν από τον Πρωτοκολλητή, καταβληθούν από την περιουσία του αποβιώσαντος.
Θεωρούμε σκόπιμο να παρατηρήσουμε ότι, αναφορικά με την ακίνητη περιουσία του αποβιώσαντος στην Κύπρο, δεν υπήρξε ουσιαστική αμφισβήτηση, ότι το ζήτημα της κληρονομικής διαδοχής, αναφορικά με αυτήν, θα έπρεπε να κριθεί στη βάση του Δικαίου της Κυπριακής Δημοκρατίας (lex situs).
Με την Έφεση ΠΕ259/13, οι Ενάγοντες αμφισβητούν την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης με τέσσερις λόγους έφεσης, οι οποίοι περιλαμβάνουν ότι εσφαλμένα, το πρωτόδικο Δικαστήριο, έκρινε ότι ο αποβιώσας, κατά τον χρόνο του θανάτου του, είχε τη μόνιμη κατοικία του στην Κύπρο, ως κατοικία επιλογής, ότι εσφαλμένα, το πρωτόδικο Δικαστήριο, βασίστηκε στο Τεκμήριο 389, που είναι επιστολή ημερομηνίας 6.10.1992, από τον πρώτο Εναγόμενο προς τον Πρέσβη του Πακιστάν και η οποία αφορούσε σε, κατ' ισχυρισμό, πρόθεση του αποβιώσαντα να ζήσει το υπόλοιπο της ζωής του και να ταφεί στην Κύπρο, ότι εσφαλμένα, το πρωτόδικο Δικαστήριο, έκρινε ότι την κινητή περιουσία του αποβιώσαντος δικαιούτο ο Εναγόμενος 3 και ότι εσφαλμένα, το πρωτόδικο Δικαστήριο, αγνόησε το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 20, που είναι απόφαση ημερομηνίας 20.3.1999, Πολιτικού Δικαστηρίου του Ισλαμαμπάντ, στο Πακιστάν, σύμφωνα με την οποία, μόνος κληρονόμος του αποβιώσαντα ήταν οι Ενάγοντες, δηλαδή η Ισλαμική Δημοκρατία του Πακιστάν.
Με την Πολιτική Έφεση 260/13, η πρωτόδικη απόφαση προσβάλλεται, ως εσφαλμένη, από τους Εναγόμενους 1 και 2, με τρεις λόγους έφεσης. Οι λόγοι αυτοί συνίστανται στο ότι, λανθασμένα, το πρωτόδικο Δικαστήριο, αποφάσισε ότι οι Εναγόμενοι 1 και 2 δεν είναι, εξ αίματος, συγγενείς του αποβιώσαντος, ότι, εσφαλμένα, έκρινε ότι ο αποβιώσας, κατά τον χρόνο του θανάτου του, είχε τη μόνιμη του κατοικία στην Κύπρο, ενώ, στην πραγματικότητα, η μόνιμη του κατοικία ήταν στη Σαουδική Αραβία και, επίσης, ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν δέχθηκε τις προδικαστικές ενστάσεις που ήγειραν οι Εναγόμενοι 1 και 2, βασιζόμενοι σε αποφάσεις που εξέδωσαν Δικαστήρια της Σαουδικής Αραβίας και του Μπαχρέιν, σύμφωνα με τις οποίες, ο Εναγόμενος 1 είναι ο νόμιμος κληρονόμος της περιουσίας του αποβιώσαντος και ότι, ως αποτέλεσμα αυτών των αποφάσεων, οι Ενάγοντες κωλύονταν από του να εγείρουν και να προωθήσουν την αγωγή τους με αριθμό 1259/99 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου.
Ο τρίτος Εναγόμενος, Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, με ειδοποίηση Εφεσίβλητου δυνάμει της Δ.35Θ.10 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, καταχώρησε ειδοποίηση, σύμφωνα με την οποία ζητά τροποποίηση της πρωτόδικης απόφασης, κατά την έκταση που το πρωτόδικο Δικαστήριο διέταξε όπως τα έξοδα όλων των δικηγόρων (όλων των πλευρών) καταβληθούν από την περιουσία του αποβιώσαντος. Κατά την εισήγηση του, η προαναφερόμενη επιδίκαση εξόδων, ουσιαστικά, υπέρ των αποτυχόντων διαδίκων αντί υπέρ του επιτυχόντος διαδίκου, είναι εσφαλμένη.
Παρά τη μεγάλη έκταση της ακροαματικής διαδικασίας και της πρωτόδικης απόφασης, θεωρούμε πως τα βασικά επίδικα θέματα είναι τα εξής:
Α) Το ζήτημα της μόνιμης κατοικίας του αποβιώσαντος κατά τον χρόνο του θανάτου του, εφόσον η κληρονομική διαδοχή στην κινητή περιουσία του αποβιώσαντος διέπεται από το Δίκαιο της μόνιμης κατοικίας του, κατά τον χρόνο του θανάτου του (lex domicilii).
B) Το κατά πόσον οι Εναγόμενοι 1 και 2 απέδειξαν, σύμφωνα με το Δίκαιο που διέπει το ζήτημα, την οποιανδήποτε συγγένειά τους με τον αποβιώσαντα.
Γ) Το ζήτημα του, κατ' ισχυρισμό, κωλύματος των Εναγόντων να προωθήσουν την υπόθεση τους, εξαιτίας αποφάσεων του εξωτερικού, και συγκεκριμένα της Σαουδικής Αραβίας και του Μπαχρέιν.
Δ) Τον ισχυρισμό ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε υπόψιν του μαρτυρία που δεν θα έπρεπε να λάβει ή αγνόησε μαρτυρία την οποία θα έπρεπε να λάβει υπόψιν του και
Ε) Το ζήτημα των εξόδων.
Αναφορικά με το ζήτημα της μόνιμης κατοικίας του αποβιώσαντος, κατά τον χρόνο του θανάτου του (domicile), υπάρχει πληθώρα αποφάσεων σε σχέση με τη μόνιμη κατοικία καταγωγής (domicile of origin), σε σχέση με την απόκτηση μόνιμης κατοικίας επιλογής (domicile of choice) και σε σχέση με τις περιπτώσεις όπου χάνεται η μόνιμη κατοικία επιλογής και αν δεν αποκτηθεί άλλη μόνιμη κατοικία επιλογής, αναβιώνει η μόνιμη κατοικία καταγωγής. Χρήσιμη αναφορά σ' αυτά τα θέματα μπορεί να γίνει στο Σύγγραμμα Dicey, Morris & Collins - The Conflict of Laws, Τόμος 1ος, Κεφ. 6, σελ. 131 και επόμενες.
Είναι θεμελιωμένο ότι στο Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο, το οποίο εφαρμόζεται στις χώρες του Κοινού Δικαίου, όπως είναι η Κύπρος, η απόκτηση μόνιμης κατοικίας επιλογής, γίνεται μόνο με τον συνδυασμό της διαμονής σε κάποια χώρα και της πρόθεσης για μόνιμη ή χωρίς περιορισμό διαμονή στη χώρα εκείνη (residence and intention of permanent or indefinite residence). Είναι επίσης θεμελιωμένο ότι η μόνιμη κατοικία της καταγωγής δύσκολα χάνεται και το βάρος της απόδειξης της απώλειας της μόνιμης κατοικίας καταγωγής το φέρει εκείνος που το ισχυρίζεται. Τεκμαίρεται ότι η μόνιμη κατοικία καταγωγής συνεχίζει να υφίσταται μέχρι να αποδειχθεί ότι μια νέα μόνιμη κατοικία επιλογής έχει αποκτηθεί (Δέστε: Dicey (ανωτέρω), σελ. 137 και 138).
Η απόκτηση μόνιμης κατοικίας επιλογής είναι σοβαρό ζήτημα, το οποίο δεν ικανοποιείται ελαφρά. Σαφής και συμπαγής, μαρτυρία απαιτείται για να ικανοποιηθεί το Δικαστήριο ότι, επί του ισοζυγίου των πιθανοτήτων, υπήρξε αλλαγή μόνιμης κατοικίας. Προς τούτο, απαιτείται ανεξάρτητη μαρτυρία για πρόθεση αλλαγής μόνιμης κατοικίας - Domicil (Δέστε: Henderson v. Henderson (1967) P. 77, Steadman v. Steadman (1976) A.C. 536, Irvin v. Irvin (2001) F.L.R. 178 και Bowie or Ramsey v. Liverpool Royal Infirmary and others (1930) A.C. 588).
Στην προκείμενη περίπτωση θεωρούμε ότι, το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε ως προς το συμπέρασμα του ότι ο αποβιώσας απέκτησε μόνιμη κατοικία επιλογής στην Κύπρο. Η μόνιμη κατοικία της καταγωγής του ήταν το Πακιστάν, εφόσον ο αποβιώσας γεννήθηκε στην τότε Βρετανική Ινδία, αλλά σε περιοχή που, στη συνέχεια, κατέστη μέρος του Κράτους του Πακιστάν. Ο αποβιώσας έφυγε από μικρή ηλικία από τα Πακιστάν και εγκαταστάθηκε στη Σαουδική Αραβία, όπου και απεβίωσε, αλλά είχε δοσοληψίες και επιχειρήσεις σε διάφορα μέρη, περιλαμβανομένης και της Κύπρου. Η ευπαίδευτη πρωτόδικος Δικαστής ορθά θεώρησε ότι το Πακιστάν ήταν η μόνιμη κατοικία καταγωγής του, αλλά εσφαλμένα θεώρησε, στη βάση των όσων αναφέρει στις σελίδες 130 μέχρι 133 της απόφασης της, ότι, κατά τον χρόνο του θανάτου του, είχε τη μόνιμη του κατοικία στην Κύπρο. Το πρωτόδικο Δικαστήριο σημειώνει τα στοιχεία που έλαβε υπόψιν του για να θεωρήσει ότι ο αποβιώσας απέκτησε μόνιμη κατοικία επιλογής στην Κύπρο και σ' αυτά περιλαμβάνονται: η αγορά έπαυλης, στην Πάφο, το 1983, η απόκτηση άδειας μόνιμης διαμονής στην Κύπρο, το 1984, η αγορά αυτοκινήτων στην Κύπρο, το 1986, η απόκτηση Κυπριακού Δελτίου Ταυτότητας, το 1988, η αγορά μετοχών σε εταιρεία στην Κύπρο, το 1989 και η πρόθεσή του να συντάξει διαθήκη στην Κύπρο και ένα φιλανθρωπικό εμπίστευμα, το 1991. Τα προαναφερόμενα θεωρήθηκαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο ως αποδεικνύοντα πρόθεση του αποβιώσαντα για επ' αόριστον διαμονή στην Κύπρο. Επομένως, ούτε μόνιμη κατοικία στη Σαουδική Αραβία είχε ο αποβιώσας κατά τον χρόνο του θανάτου του, σύμφωνα με το πρωτόδικο Δικαστήριο, αλλά ούτε και η μόνιμη κατοικία της καταγωγής του είχε διατηρηθεί ή είχε αναβιώσει.
Με όλο τον προσήκοντα σεβασμό, διαφωνούμε με το Πρωτόδικο Δικαστήριο. Η μόνιμη διαμονή του αποβιώσαντος δεν ήταν στην Κύπρο. Αυτός είχε διαμονή και στη Σαουδική Αραβία, όπου απεβίωσε. Η κατοικία του στην Κύπρο ήταν κατοικία στην οποία διέμενε κατά καιρούς, περιοδικώς και όχι μονίμως. Επιπρόσθετα, δεν αποδείχθηκε ότι ο αποβιώσας είχε αποκρυσταλλωμένη πρόθεση να καταστήσει την Κύπρο, τη μόνιμη κατοικία του. Όσα αναφέρθηκαν στο Δικαστήριο περί πρόθεσης κατάρτισης διαθήκης και ίδρυσης φιλανθρωπικού ιδρύματος στην Κύπρο, δεν επαρκούν, υπό τις περιστάσεις, για την απόδειξη τέτοιας πρόθεσης.
Κατά την εκτίμησή μας, τόσο η διαμονή του αποβιώσαντα στην Κύπρο όσο και η πρόθεση του για μόνιμη ή επ' αόριστον διαμονή εδώ, θα έπρεπε να ήταν πολύ πιο εμφανώς αποδειχθείσες, με σαφή και συμπαγή μαρτυρία, για να θεωρηθεί ότι ο αποβιώσας είχε αποκτήσει μόνιμη κατοικία επιλογής στην Κύπρο, χάνοντας τη μόνιμη κατοικία της καταγωγής του, στο Πακιστάν.
Κατά την κρίση μας, και με βάση τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ο αποβιώσας διατήρησε τη μόνιμη κατοικία της καταγωγής του στο Πακιστάν, κατά τον χρόνο του θανάτου του και, επομένως, η διαδοχή, ως προς την κινητή του περιουσία, θα πρέπει να κριθεί στη βάση του Δικαίου του Πακιστάν.
Όπως είναι θεμελιωμένο, το αλλοδαπό δίκαιο δικογραφείται και αποδεικνύεται, ως γεγονός. Στην περίπτωση που δεν δικογραφηθεί και δεν αποδειχθεί με μαρτυρία, ως γεγονός, όπως εν προκειμένω, τεκμαίρεται ότι είναι ταυτόσημο με το ημεδαπό δίκαιο και έτσι εφαρμόζεται το ημεδαπό δίκαιο [Δέστε: Bumper Development Corp. v. Commissioner of Police of the Metropolis (1991) 1 W.L.R. 1362, 1369 (CA)]. Σύμφωνα με το ημεδαπό δίκαιο (το κοινό δίκαιο), εάν η αξίωση μιας αλλοδαπής κυβέρνησης, επί περιουσίας που βρίσκεται στην Κύπρο, βασίζεται στο γεγονός ότι ένας αποβιώσας απεβίωσε χωρίς διαθήκη και χωρίς κοντινούς συγγενείς, υπό μορφή, δηλαδή, bona vacantia (ή regalian claim), τότε η αξίωση της αλλοδαπής κυβέρνησης ή του αλλοδαπού Κράτους, σε σχέση με παρόμοια αξίωση του Κυπριακού Κράτους, που βασίζεται πάνω στην ίδια βάση, θα αποτύχει (Δέστε: In the Estate of Musurus, Deceased, (1936) 2 ALL ER, 1666 και In re Barnetts Trusts (1902) Chancery Division 1.847 και Re Maldonado, State of Spain v. Treasury Solicitor 1953 2 All ER 1579).
Στην προκείμενη περίπτωση, ο αποβιώσας απεβίωσε χωρίς διαθήκη, άφησε κινητή περιουσία στην Κύπρο, την οποία οι Ενάγοντες - Εφεσείοντες διεκδικούν ως bona vacantia, και όχι ως κληρονόμοι. Οι Εναγόμενοι 1 και 2 δεν απέδειξαν, σύμφωνα με το Κυπριακό Δίκαιο, το οποίο εφαρμόζεται στην προκείμενη περίπτωση, ότι είναι συγγενείς του αποβιώσαντος μέχρι έκτου βαθμού, σύμφωνα με το Κεφ. 195, και, επομένως, η κινητή περιουσία του αποβιώσαντος στην Κύπρο περιέρχεται στο Κυπριακό Κράτος, δηλαδή, στην προκείμενη περίπτωση, τον Εναγόμενο 3, ως bona vacantia. Σημειώνουμε ότι οι Εναγόμενοι 1 και 2, ορθά, κρίθηκαν πρωτοδίκως ως αναξιόπιστοι. Ο Εναγόμενος 1 έδωσε μαρτυρία και δεν έγινε πιστευτός, επειδή, μεταξύ άλλων, πρόβαλε διαφορετικές εκδοχές ως προς την, κατ' ισχυρισμό, συγγένεια του με τον αποβιώσαντα. Εν πάση περιπτώσει, η μαρτυρία του δεν ήταν σαφής αναφορικά με τον ισχυρισμό του ότι ήταν γιος πρώτου εξαδέλφου του αποβιώσαντος (και επομένως εντός του έκτου βαθμού συγγένειας). Η 2η Εναγόμενη (αδελφή του 1ου Εναγόμενου) δεν έδωσε μαρτυρία στο Δικαστήριο αλλά, σύμφωνα με δηλώσεις της, εκτός Δικαστηρίου, διέψευσε τον Εναγόμενο 1, ως προς την, κατ' ισχυρισμό, συγγένειά τους με τον αποβιώσαντα.
Όπως έχουμε ήδη αναφέρει, για την ακίνητη περιουσία του αποβιώσαντος στην Κύπρο, δεν τέθηκε οποιοδήποτε ουσιαστικό ζήτημα στην παρούσα υπόθεση. Είναι προφανές, όμως, ότι η ακίνητη περιουσία του αποβιώσαντος, και πάλι εφαρμοζομένου του Κυπριακού Ιδιωτικού Διεθνούς Δικαίου και του Κυπριακού ουσιαστικού Δικαίου, ως Lex Situs, και στη βάση των προαναφερθέντων γεγονότων, περιέρχεται στην Κυπριακή Δημοκρατία (Εναγόμενο 3), επίσης ως bona vacantia.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, όντως έλαβε υπόψιν του τη μαρτυρία του πρώτου Εναγόμενου αναφορικά με επιστολή του ιδίου προς τον Πακιστανό Πρέσβη, σύμφωνα με την οποία, πρόθεση του αποβιώσαντος ήταν να ζήσει στην Κύπρο. Ο Εναγόμενος 1, ορθά κρίθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο ως αναξιόπιστος μάρτυρας και δεν θα έπρεπε να είχε δοθεί οποιαδήποτε βαρύτητα στο τί ο ίδιος έγραφε, μετά τον θάνατο του αποβιώσαντος, στον Πακιστανό Πρέσβη, αναφορικά με τις προθέσεις του αποβιώσαντος. Το θέμα όμως αυτό αφορά, και πάλι, στη διάγνωση της μόνιμης κατοικίας του αποβιώσαντος, κατά τον χρόνο του θανάτου του, θέμα στο οποίο, όπως ήδη αναφέραμε, με όλο τον προσήκοντα σεβασμό, το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε.
Το ζήτημα του κατ' ισχυρισμό κωλύματος των Εναγόντων να προωθήσουν την υπόθεση τους, εξαιτίας δύο αποφάσεων συγκεκριμένων Δικαστηρίων της Σαουδικής Αραβίας και του Μπαχρέιν, το οποίο προέβαλαν οι Εναγόμενοι 1 και 2, δεν μπορεί να επιτύχει. Ούτε η Σαουδική Αραβία ούτε το Μπαχρέιν αποδείχτηκε ότι ήταν χώρες της μόνιμης κατοικίας (domicile) του αποβιώσαντος καθ' οιονδήποτε χρόνο, ενώπιον των Δικαστηρίων εκείνων δεν είχαν κληθεί όλοι οι ενδιαφερόμενοι και δεν υπήρχε οποιαδήποτε μαρτυρία ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι οι αποφάσεις εκείνες ενεγράφησαν στην Κύπρο, σύμφωνα με τον Περί Αλλοδαπών Αποφάσεων (Αμοιβαία Εκτέλεσις) Νόμο, για σκοπούς αναγνώρισης και εκτέλεσης. Κατά συνέπεια, οι δύο αυτές αποφάσεις δεν μπορούσαν να έχουν οποιανδήποτε εγκυρότητα ή ισχύ, σύμφωνα με το Κυπριακό Δίκαιο.
Ενόψει των προαναφερθέντων, οι Ενάγοντες επιτυγχάνουν στην Έφεση τους αναφορικά με το ζήτημα της μόνιμης κατοικίας του αποβιώσαντος, κατά τον χρόνο του θανάτου του, αλλά αυτό δεν έχει οποιανδήποτε επίδραση στην απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου (στην Ανταπαίτηση του Εναγόμενου 3), η οποία παραμένει έγκυρη, ότι η κινητή (όπως και η ακίνητη) περιουσία του αποβιώσαντος στην Κύπρο, περιέρχονται στο Κυπριακό Κράτος - Εναγόμενο 3, ως bona vacantia, δηλαδή ως περιουσία αποβιώσαντος που απεβίωσε χωρίς διαθήκη και χωρίς νόμιμους κληρονόμους, σύμφωνα με το Κυπριακό Δίκαιο και άφησε περιουσία στην Κυπριακή Επικράτεια.
Η Έφεση των Εναγομένων 1 και 2, με αριθμό 260/2013, απορρίπτεται ως αβάσιμη, με έξοδα εις βάρος τους, όπως θα υπολογιστούν από τον αρμόδιο Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Οι Εναγόμενοι 1 και 2 κρίθηκαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο ως άτομα, τα οποία ψεύστηκαν με στόχο, άδικα, να καταστούν κληρονόμοι της κινητής περιουσίας του αποβιώσαντος στην Κύπρο και η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται με την παρούσα απόφαση.
Υπό τις περιστάσεις, θεωρούμε πως τα έξοδα των Εναγόντων - Εφεσειόντων, στην Έφεση με αριθμό 259/2013, πρωτόδικα και κατ' έφεση, όπως θα υπολογιστούν από τον αρμόδιο Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο, θα πρέπει να καταβληθούν από την περιουσία του αποβιώσαντος.
Τα έξοδα του Εναγόμενου 3 - Εφεσίβλητου, πρωτόδικα και κατ' έφεση, όπως θα υπολογιστούν από τον αρμόδιο Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο, θα πρέπει να καταβληθούν από τους Εναγόμενους 1 και 2, σύμφωνα με την ειδοποίηση εξόδων του Εναγόμενου 3.
Ενόψει των προαναφερθέντων, η Έφεση των Εναγόντων επιτυγχάνει μερικώς, ως ανωτέρω αναφέρεται, η πρωτόδικη απόφαση, όμως, επικυρώνεται, υπό τις περιστάσεις, ως προς το αποτέλεσμα. Η Έφεση των Εναγομένων 1 και 2 αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Αναφορικά με τα έξοδα, δίνονται οι προαναφερθείσες διαταγές.
Μ.Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.
Α. Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.
Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.
/ΜΣ