ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:DOD:2020:11
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
(Έφεση Αρ. 23/2017)
7 Απριλίου, 2020
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
Ε.Α.Χ.,
Εφεσείουσα,
ΚΑΙ
1. Χ.Π.,
2. Χ.Κ.,
Εφεσίβλητοι.
_ _ _ _ _ _
Λ. Βραχίμης, για την Εφεσείουσα.
Α. Τσάρκατζης για Χρ. Πατσαλίδη ΔΕΠΕ, για τους Εφεσίβλητους.
_ _ _ _ _ _
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δοθεί από την Σταματίου, Δ.
_ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Η εφεσείουσα κρίθηκε ένοχη ηθελημένης παρακοής των διαταγμάτων του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, ημερομηνίας 25.1.2016 και 4.8.2016, τα οποία ενεγράφησαν για σκοπούς εκτέλεσης στο Οικογενειακό Δικαστήριο Λευκωσίας, στις 7.11.2016, και της επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 30 ημερών με τριετή αναστολή και ποινή προστίμου €1.000, πλέον έξοδα.
Η εφεσείουσα καταχώρησε την παρούσα έφεση, μέσω διαφορετικού δικηγορικού γραφείου από αυτό που τελικά εμφανίστηκε στην υπόθεση, προβάλλοντας συνολικά έξι λόγους έφεσης. Τελικά, η έφεση περιορίστηκε στον έκτο λόγο έφεσης, ο οποίος προνοεί ως ακολούθως:
«Το Πρωτόδικο Δικαστήριο, παραβιάζοντας την αρχή της υπεροχής του Ευρωπαϊκού Δικαίου και της άμεσης ισχύος των Κανονισμών της Ε.Ε., λανθασμένα εφάρμοσε τον νόμο και/ή τον Ευρωπαϊκό Κανονισμό (ΕΚ) 2201/2003 και/ή την νομολογία και/ή εφαρμόζοντας λανθασμένα νομικά κριτήρια, επέβαλε με την απόφαση του ημερομηνίας 7/7/2017, άλλη ποινή από αυτή που προέβλεπαν τα διατάγματα του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, σε περίπτωση παράβασης του δικαιώματος επικοινωνίας και την οποία είχε υποχρέωση να ακολουθήσει.»
Στο περίγραμμα αγόρευσης, που καταχωρήθηκε στην συνέχεια, η εφεσείουσα προβάλλει πως καταδικάστηκε χωρίς να υπάρχει δέουσα οπισθογράφηση στα διατάγματα, κάτι που αποτελεί τυπική προϋπόθεση για την καταδίκη ενός προσώπου σε παρακοή. Προς τούτο παραπέμπει στο λεκτικό της Δ.42Α θ.1 και 2 και σε σχετική νομολογία. Τονίζεται στην αγόρευση πως, εν προκειμένω, υπήρχε μόνο «απειλή σε βάρος της καθ΄ης χρηματική ποινή ύψους διακοσίων ευρώ (200€) για κάθε περίπτωση που η καθ΄ης ήθελε παρεμποδίσει την επικοινωνία των αιτούντων με την ανήλικη εγγονή τους.». Αποτελεί θέση της εφεσείουσας ότι η εν λόγω αναφορά δεν ήταν επαρκής και με δεδομένο ότι η προϋπόθεση της ύπαρξης ικανοποιητικής οπισθογράφησης απουσίαζε, η εφεσείουσα δεν μπορούσε να καταδικαστεί. Ακόμη, όμως, και σε περίπτωση που ήθελε κριθεί ότι αυτό ήταν αρκετό για την τιμωρία της, το Δικαστήριο ήταν δεσμευμένο να επιβάλει ως ποινή το συγκεκριμένο ποσό προστίμου που αναφέρεται στην απόφαση του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης.
Οι εφεσίβλητοι, από την άλλη, προβάλλουν πως τα όσα ισχυρίζεται η εφεσείουσα στο περίγραμμά της δεν καλύπτονται από το λόγο έφεσης όπως έχει διατυπωθεί στο εφετήριο και δε νοείται να προστίθενται νέοι λόγοι έφεσης μέσω των περιγραμμάτων αγόρευσης χωρίς την προηγούμενη σχετική άδεια του Δικαστηρίου. Συνεπώς, δε θα πρέπει να ληφθούν υπόψη τα όσα υποστηρίζει η εφεσείουσα αναφορικά με την ύπαρξη οπισθογράφησης στο διάταγμα του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης.
Παρά την πιο πάνω θέση τους, οι εφεσίβλητοι ισχυρίζονται πως στην παρούσα υπόθεση εφαρμόζεται ο ΕΚ2201/2003, με βάση τις πρόνοιες του οποίου αναγνωρίζεται και εκτελείται απόφαση για το δικαίωμα επικοινωνίας σε άλλο κράτος μέλος, χωρίς να απαιτείται κήρυξη εκτελεστότητας της απόφασης και χωρίς η αναγνώριση να μπορεί να προσβληθεί. Με βάση το γράμμα του κανονισμού, οι εφεσίβλητοι εισηγούνται πως η απόφαση εκτελείται στο κράτος εκτέλεσης υπό τους αυτούς όρους ως να είχε εκδοθεί σε αυτό το κράτος μέλος. Συνεπώς, από τη στιγμή που πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις που τίθενται από το σχετικό άρθρο του κανονισμού και η αίτηση παρακοής είναι ο μόνος τρόπος εκτέλεσης διατάγματος γονικής μέριμνας εντός του δικού μας δικαϊκού συστήματος, οι αποφάσεις του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης ορθά έτυχαν της ίδιας μεταχείρισης όπως θα ετύγχανε οποιαδήποτε απόφαση ήθελε εκδοθεί από Κυπριακό Δικαστήριο.
Αναφορικά με την ποινή που επιβλήθηκε στην εφεσείουσα, η θέση των εφεσιβλήτων είναι ότι η χρηματική ποινή που προέβλεπε το διάταγμα του Μονομελούς Πρωτοδικείου, είχε μόνο παρακολουθηματικό χαρακτήρα σε σχέση με την κύρια υποχρέωση την οποία εξασφαλίζει, ήτοι την υποχρέωση του γονέα ο οποίος έχει την επιμέλεια του τέκνου να συνεργάζεται στην πραγμάτωση του δικαιώματος προσωπικής επικοινωνίας σύμφωνα με τους κανόνες που ορίζει το Δικαστήριο του κράτους προέλευσης, το οποίο είναι αρμόδιο να αποφαίνεται επί της ουσίας, με βάση τα αποφασισθέντα στην υπόθεση C-4/14 Christophe Bohez v. Ingrid Wiertz.
Η αίτηση παρακοής αφορούσε παράβαση των ακολούθων δύο διαταγμάτων του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης ημερομηνίας 25.1.2016 και 4.8.2016 σε δύο συγκεκριμένες περιπτώσεις, ήτοι στις 14.1.2017 και στις 11.2.2017. Παραθέτουμε αυτούσιο το περιεχόμενο των εν λόγω διαταγμάτων, τα οποία ενεγράφησαν στην Κύπρο για σκοπούς εκτέλεσης στις 7.11.2016:
«α) Απόφαση/διάταγμα υπ΄ αριθμό 733/16, ημερομ. 25/1/2016:
«Επιτρέπει προσωρινά στους αιτούντες να επικοινωνούν με την ανήλικη εγγονή τους και τέκνο της καθής Δ. και υποχρεώνει αντίστοιχα προσωρινά την καθής μητέρα του να ανέχεται την επικοινωνία τους με αυτή ως εξής: 1) τηλεφωνικώς μία φορά ημερησίως, 2) κάθε δεύτερο και τέταρτο Σάββατο του μήνα από ώρα 17.00 έως η ώρα 20.00, 3) κάθε πρώτη Κυριακή του μήνα από ώρα 17.00 έως ώρα 20.00, 4) κατά τη διάρκεια των εορτών των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς τα μεν έτη, που λήγουν σε μονό αριθμό, από ώρα 10.00 της 28ης Δεκεμβρίου μέχρι ώρα 19.00 της 30ης Δεκεμβρίου, τα δε έτη, που λήγουν σε ζυγό αριθμό, από ώρα 10.00 της 3ης Ιανουαρίου μέχρι ώρα 19.00 της 5ης Ιανουαρίου, 4) κατά τη διάρκεια των εορτών του Πάσχα τα μεν έτη, που λήγουν σε μονό αριθμό, από ώρα 10.00 της Μεγάλης Δευτέρας μέχρι ώρα 19.00 της Μεγάλης Τετάρτης, τα δε έτη, που λήγουν σε μονό αριθμό, από ώρα 10.00 της Τρίτης της Διακαινησίμου μέχρι ώρα 19.00 της Πέμπτης της Διακαινησίμου και τέλος 5) κατά την περίοδο των θερινών διακοπών για χρονικό διάστημα επτά ημερών και ειδικότερα από ώρα 11.00 της 1ης Ιουλίου μέχρι ώρα 11.00 της 8ης Ιουλίου τα έτη, που λήγουν σε μονό αριθμό και από ώρα 11.00 της 1ης Αυγούστου μέχρι ώρα 11.00 της 8ης Αυγούστου τα έτη, που λήγουν σε ζυγό αριθμό.
Απειλεί σε βάρος της καθής χρηματική ποινή ύψους διακοσίων ευρώ (200€), για κάθε περίπτωση που η καθής ήθελε παρεμποδίσει την επικοινωνία των αιτούντων με την ανήλικη εγγονή τους, παραβιάζοντάς τους, ως άνω, περί αυτή όρους.»
β) Τροποιηθέν διάταγμα επικοινωνίας το οποίο εκδόθηκε (εκ συμφώνου) μετά από αίτηση της Αιτήτριας με αρ. 6098/2016, στις 4/8/2016:
«ΜΕΤΑΡΥΘΜΙΖΕΙ εν μέρει την υπ΄ αριθμ. 733/2016 απόφαση αυτού του δικαστηρίου, που εκδόθηκε κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, ως προς τα κάτωθι σκέλη της διατάξεως της με την οποία επιτράπηκε προσωρινά στους ήδη καθ΄ων να επικοινωνούν με την ανήλικη εγγονή τους Δ. και δη α) ως προς το υπ΄ αριθμ. 1 σκέλος της ανωτέρω διατάξεως της που αφορά επικοινωνία των καθ΄ων η με την ως άνω ανήλικη εγγονή τους τηλεφωνικώς μία φορά ημερησίως, περιορίζοντας την επικοινωνία αυτή κάθε Τρίτη και Πέμπτη από ώρα 21.30 έως ώρα 11.00 και β) ως προς το υπ΄ αριθμ. 5 σκέλος της ανωτέρω διατάξεως της που αφορά επικοινωνία των καθ΄ων με την ως άνω ανήλικη εγγονή τους κατά την περίοδο των θερινών διακοπών, μεταθέτοντας, μόνο καθόσον αφορά τις θερινές διακοπές του τρέχοντος έτους 2016, την επικοινωνία αυτή στο διάστημα από 22.8.2016 έως 30.8.2016.»»
Έχουν εκδοθεί, επίσης, στη βάση του άρθρου 41 του Κανονισμού (ΕΚ) 2201/2003, δύο πιστοποιητικά. Στα εν λόγω πιστοποιητικά γίνεται αναφορά μόνο στο διατακτικό μέρος των αποφάσεων και όχι στην απειλή της χρηματικής ποινής. Σημειώνεται πως στα υποδείγματα πιστοποιητικών που παρατίθενται στο Παράρτημα ΙΙΙ, το οποίο εφαρμόστηκε στη δεδομένη περίπτωση, δεν περιλαμβάνεται πρόβλεψη ως προς την αναφορά απειλής σε χρηματική ποινή. Παρατηρείται, επίσης, πως στην αίτηση που καταχώρησαν οι εφεσίβλητοι για αναγνώριση των επίδικων αποφάσεων, επίσης δεν γίνεται αναφορά σε αναγνώριση της απειλής σε χρηματική ποινή.
Το άρθρο 47 του Κανονισμού διέπει τη διαδικασία εκτέλεσης ως ακολούθως:
«1. Η διαδικασία εκτέλεσης διέπεται από το δίκαιο του κράτους μέλους εκτέλεσης.
2. Απόφαση που έχει εκδοθεί από δικαστήριο άλλου κράτους μέλους και έχει κηρυχθεί εκτελεστή σύμφωνα με το τμήμα 2 για την οποία έχει εκδοθεί πιστοποιητικό σύμφωνα με το άρθρο 41 παράγραφος 1 ή το άρθρο 42 παράγραφος 1 εκτελείται στο κράτος εκτέλεσης υπό τους αυτούς όρους σαν είχε εκδοθεί σε αυτό το κράτος μέλος.
Συγκεκριμένα, απόφαση για την οποία εκδίδεται πιστοποιητικό σύμφωνα με το άρθρο 41 παράγραφος 1 ή το άρθρο 42 παράγραφος 1 δεν μπορεί να εκτελείται αν είναι ασυμβίβαστη με μεταγενέστερη εκτελεστή απόφαση.»
Εν προκειμένω, το πιστοποιητικό, όπως προαναφέρθηκε, δεν περιλαμβάνει αναφορά απειλής σε χρηματική ποινή, παρά μόνο στο διάταγμα επικοινωνίας. Ως εκ τούτου, αυτό που ζητήθηκε ήταν η εκτέλεση της απόφασης ως προς το διάταγμα επικοινωνίας και μόνο.
Η υπόθεση C-4/14, πιο πάνω, που μας παρέπεμψαν και οι δύο πλευρές, αφορούσε αίτηση για προδικαστική απόφαση αναφορικά με την ερμηνεία των άρθρων 1, παράγραφος (2) και (4) του Κανονισμού ΕΚ 44/2/2001 καθώς και του άρθρου 47 παράγραφος (1) του Κανονισμού ΕΚ2201/2003. Η αίτηση υποβλήθηκε στο πλαίσιο διαφοράς σχετικά με την εκτέλεση στη Φινλανδία χρηματικής ποινής που επιβλήθηκε με απόφαση εκδοθείσα από Βελγικό Δικαστήριο προς εξασφάλιση αναγνωρισθέντος υπέρ του ενός διαδίκου δικαιώματος προσωπικής επικοινωνίας με τα τέκνα του. Σχετικές είναι οι σκέψεις 59 και 60:
« 59 Σε περίπτωση που ο έχων δικαίωμα προσωπικής επικοινωνίας αναγνωρισθέν εντός κράτους μέλους, επικαλούμενος τη μη τήρηση του δικαιώματος αυτού, ζητεί την εκτέλεση, εντός άλλου κράτους μέλους, χρηματικής ποινής της οποίας το οριστικό ποσό δεν έχει προσδιοριστεί από δικαστήριο του κράτους προελεύσεως, θα ήταν αντίθετο προς το σύστημα που προβλέπει ο κανονισμός 2201/2003 να παρέχεται η δυνατότητα στο δικαστήριο του κράτους εκτελέσεως να παρεμβαίνει στον προσδιορισμό του τελικού ποσού που πρέπει να καταβάλει το άτομο το οποίο, έχον την επιμέλεια του τέκνου, ήταν υποχρεωμένο να συνεργαστεί στην άσκηση του δικαιώματος προσωπικής επικοινωνίας. Πράγματι, ο προσδιορισμός αυτός συνεπάγεται έλεγχο των προβαλλομένων από τον έχοντα το δικαίωμα προσωπικής επικοινωνίας παραλείψεων. Ο έλεγχος αυτός, κεφαλαιώδους σημασίας για το υπέρτερο συμφέρον του τέκνου, δεν συνεπάγεται μόνον τη διαπίστωση του αριθμού των περιπτώσεων στις οποίες δεν δίδεται η δυνατότητα επικοινωνίας με το τέκνο, αλλά και την εκτίμηση των σχετικών λόγων. Ωστόσο, μόνον το δικαστήριο του κράτους προελεύσεως, ως αρμόδιο να επιληφθεί της ουσίας, μπορεί να προβεί σε εκτιμήσεις τέτοιας φύσεως.
60 Κατά συνέπεια, σε μια τέτοια περίπτωση, εναπόκειται στον δικαιούχο της χρηματικής ποινής να προσφύγει στις δικονομικές διαδικασίες που προβλέπονται εντός του κράτους μέλους προελεύσεως για να λάβει τίτλο περί προσδιορισμού του οριστικού ποσού της χρηματικής ποινής.»
Στην προκείμενη περίπτωση αυτό που ζητήθηκε από τους εφεσίβλητους ήταν η εκτέλεση στη Δημοκρατία του δικαιώματος επικοινωνίας με βάση τα διατάγματα που εκδόθηκαν από το Μονομελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης τα οποία ενεγράφησαν για σκοπούς εκτέλεσης στο Οικογενειακό Δικαστήριο Λευκωσίας. Δε ζητήθηκε η εγγραφή της απειλής της χρηματικής ποινής, ούτε ζητήθηκε η εκτέλεση αυτής, έτσι ώστε το Δικαστήριο να υποχρεούται να εφαρμόσει το ποσό που προνοείται στην εν λόγω απόφαση. Με δεδομένο το άρθρο 47 του Κανονισμού, το οποίο προνοεί πως η διαδικασία εκτέλεσης διέπεται από το δίκαιο του κράτους μέλους εκτέλεσης, δε διακρίνουμε σφάλμα στην απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου κατά την επιβολή ποινής να επιβάλει την ποινή την οποία θεώρησε ως αρμόζουσα υπό τις περιστάσεις. (Βλ. και Ερμηνεία Ευρωπαϊκών Κανονισμών Ιδιωτικού/Δικονομικού Διεθνούς Δικαίου Κανονισμός (ΕΚ) 2201/2003 (Κανονισμός Βρυξέλλες ΙΙα) - κατ΄ άρθρο ερμηνεία, Πάρις Αρβανιτάκης - Ευάγγελος Βασιλακάκης, όπου στις σελίδες 381-389 γίνεται ανάλυση του άρθρου 47 του Κανονισμού).
Επαναλαμβάνουμε πως με το λόγο έφεσης, όπως διατυπώθηκε στο εφετήριο, αυτό που αμφισβητείται είναι η ποινή που επιβλήθηκε και δε θα μπορούσαμε, στα πλαίσια του συγκεκριμένου λόγου έφεσης, να εξετάσουμε τις παραμέτρους που ανέπτυξε ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσείουσας στη γραπτή του αγόρευση και οι οποίες άπτονται της ύπαρξης ή μη της αναγκαίας οπισθογράφησης στο διάταγμα επικοινωνίας που της επιδόθηκε.
Για τους πιο πάνω λόγους, η έφεση απορρίπτεται, με έξοδα εναντίον της εφεσείουσας, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.
ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
/ΧΤΘ