ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Manda Nav. Co. Ltd ν. "Πλοίου ""Mediterranean Sky""" (1995) 1 ΑΑΔ 472
D. & G. Products Ltd ν. Πάμπου άλλως Χαράλαμπου Αναστασίου (2002) 1 ΑΑΔ 1400
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:AD:2020:A140
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΕΦΕΣΕΙΣ ΑΡ. 210 και 211/2012
14 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2020
[ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΜΑΛΑΧΤΟΥ, ΔΔ]
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 210/2012
ΜΕΤΑΞΥ:
ΣΥΝΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΤΑΜΙΕΥΤΗΡΙΟΥ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΩΝ ΚΛΑΔΩΝ ΚΑΙ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΩΝ ΚΥΠΡΟΥ (ΣΤΕΚΕΚ) ΛΤΔ
Εφεσείουσας/Εναγόμενης 3
ΚΑΙ
ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ
Εφεσίβλητης/Ενάγουσας
---------------
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 211/2012
ΜΕΤΑΞΥ:
1. A. TH. MICHAELIDES (THEODOULIS) LIMITED
2. INTER-PLANET LOGISTICS LIMITED
Εφεσειόντων/Εναγομένων 1 & 2
ΚΑΙ
ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ
Εφεσίβλητης/Ενάγουσας
---------------
Λουκάς Χαβιαράς για Κούσιος, Κορφιώτης, Παπαχαραλάμπους Δ.Ε.Π.Ε., για την Εφεσείουσα στην 210/2012.
Αντώνης Αντωνίου για KarapatakisPavlidesLLC, για τις Εφεσείουσες στην 211/2012.
Θεοφάνης Παυλήμπεης,για την Εφεσίβλητη και στις δύο εφέσεις.
--------------
OIΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Χ. Μαλαχτό, Δ.
------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.: Τα ευρήματα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης δεν αμφισβητούνται. Η Εφεσείουσα 2 ήταν εξουσιοδοτημένη να αντιπροσωπεύει την Εφεσείουσα 1 και να ενεργεί για λογαριασμό τηςως τελωνειακός πράκτορας. Τον Ιούνιο του 2004 η Εφεσείουσα 2 υπόβαλε δύο διασαφήσεις εισαγωγής για να τεθούν σε καθεστώς ελεύθερης κυκλοφορίας στη Δημοκρατίααγαθάπου εισήγαγε ηΕφεσείουσα 1.Οι διασαφήσεις έγιναν αποδεκτές από την Εφεσίβλητη και καθορίστηκε ο σχετικός εισαγωγικός δασμός και φόρος προστιθέμενης αξίας. Η πληρωμή των ποσών, στο σύνολο €3.136, έγινεαπό την εταιρεία FrakaporLogisticsLtd,με οδηγίες της Εφεσείουσα 2 που τηςπροκατάβαλε το ποσό. ΗLogistics πλήρωσεμε πέντε επιταγές που αφορούσαν και άλλες διασαφήσεις, άλλων πελατών της. Τα εμπορεύματα παραλήφθηκαν από τηνΕφεσείουσα 2 και παραδόθηκαν στηνΕφεσείουσα 1 και τέθηκαν σε ελεύθερη κυκλοφορία και ανάλωση.Όμως, οι επιταγές επιστράφηκαν ανεξαργύρωτες, ουδέποτε τιμήθηκαν και ηΕφεσίβλητη ουδέποτε εισέπραξε το σχετικό εισαγωγικό δασμό ή φόρο προστιθέμενης αξίας.
Πέραν των Εφεσειουσών 1 και 2, η αξίωση της Εφεσίβλητης για την είσπραξη του ποσού στράφηκε και εναντίον και της Εφεσείουσας 3 Συνεργατικής Εταιρείας,ως εγγυήτριαςγια την πληρωμή των επιταγών.Το Πρωτόδικο Δικαστήριο δικαίωσε την Εφεσίβλητη εκδίδοντας απόφαση υπέρ της και εναντίον όλων των Εφεσειουσών,αλληλέγγυα και κεχωρισμένα, για το ποσό των €3.136 πλέον τόκους.
Τόσο οι Εφεσείουσες 1 και 2 μαζί, όσο και η Εφεσείουσα 3 με ξεχωριστή έφεση, προσβάλλουν την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης, στην έκταση που αφορά στη απόδοση ευθύνηςσε κάθε μια για πληρωμή.
Προέχει η εξέταση της έφεσης της Εφεσείουσας 3, γιατί οι λόγοι έφεσης στην έφεση των Εφεσειουσών 1 και 2 έχουν ως έρεισμα ή εμπλέκουν το γεγονός της έκδοσης απόφασης εναντίον της Εφεσείουσας 3. Ακόμα και ο λόγος έφεσης 3 που επικεντρώνεται στην ευθύνη τηςLogistics, συσχετίζεται με το εύρημα ότι οι επιταγές της ήταν εγγυημένες από την Εφεσείουσα 3.
Η έφεση της Εφεσείουσας 3 περιορίστηκεστους λόγους έφεσης 1 και 2, με δήλωση απόσυρσης των υπολοίπωνμε την αγόρευση των δικηγόρων της. Με τον πρώτο λόγο έφεσης προσβάλλεται ωςλανθασμένη η πρωτόδικη κρίση ότι οι επίδικες εγγυητικές ήταν ισχυρές προς εγγύηση ή κάλυψη των οφειλών της Logistics και σε περίπτωση που αυτό δεν γίνει αποδεχτό, με το δεύτερο λόγο έφεσης, υποστηρίζεται ότι λανθασμένα αποφασίστηκε ότι κάλυπταν υποχρεώσεις της Logistics που δεν αφορούσαν εκτελωνίσεις για τις οποίες ενεργούσε η ίδια ως εκτελωνιστής ή τελωνειακός πράκτορας.
Οιδύοεγγυητικές αφορούσανσεεπιταγές που θα εκδίδονταν από τις εταιρείεςFrakaporClearingLtdκαιLedraBondedStoresLtd. Είχαν υπογραφτεί την 5.11.2000 και 18.2.2002 αντίστοιχα. Την 9.6.2003, κατόπιν έγκρισης από το Δικαστήριο σχεδίου αναδιοργάνωσης και σχετικού διατάγματος, ηClearing και ηLedra, μαζί με άλλες τέσσερεις εταιρείες, συγχωνεύτηκαν στην FrakaporHoldingsLtd, που στη συνέχεια μετονομάστηκε σε FrakaporLogisticsLtd και ηClearingκαι η Ledra διαλύθηκαν χωρίς εκκαθάριση.
Ήταν συνεπώς η θέση της Εφεσείουσας 3ότι μετά την αναδιοργάνωση οι εγγυητικές κατέστησαν άνευ ισχύος. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο διέκρινε το εγειρόμενο ζήτημα, αναφέροντας πως για να διαπιστωνόταν κατά πόσο η Εφεσίβλητη δικαιούταν το ποσό της αξίωσης από την Εφεσείουσα 3, θα έπρεπε πρώτα να αποφασιστεί κατά πόσο οι εγγυητικές ίσχυαν και μετά την αναδιάρθρωση και συγχώνευση των Clearing και Ledraστην Logistics. Είχε όμως αντίθετη από την Εφεσείουσα 3 άποψη. Καταγράφουμε το σχετικό μέρος της απόφασης ώστε να αποκαλυφθεί ο λόγος της επιμέρους κατάληξης:
«Σύμφωνα με το Τεκμήριο 17[το δικαστικό διάταγμα] η FrakaporHoldingsLtd ανέλαβε όλες τις νόμιμες υποχρεώσεις, ευθύνες και δικαιώματα, στοιχείων παθητικού, στοιχείων ενεργητικού, δικαιωμάτων, φήμης και πελατείας και περιουσιακών στοιχείων οποιασδήποτε μορφής, κάθε μιας από τις εταιρείες μεταξύ των οποίων η FrakaporClearingLtd και LedraBondedStoresLtd. Σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 198(2) του Κεφ. 113 από την στιγμή που εγκρίνεται ένα σχέδιο αναδιοργάνωσης και επικυρώνεται από το Δικαστήριο αυτό είναι δεσμευτικό για όλους τους πιστωτές. Περαιτέρω σύμφωνα με το άρθρο 200(2) του Κεφ. 113, [όταν]διάταγμα με βάση το άρθρο 200 προνοεί τη μεταβίβαση ιδιοκτησίας ή υποχρεώσεων, η ιδιοκτησία εκείνη, δυνάμει του διατάγματος μεταβιβάζεται και περιέρχεται σε, και οι υποχρεώσεις εκείνες μεταβιβάζονται δυνάμει του διατάγματος και αποτελούν υποχρεώσεις της εταιρείας προς την οποία γίνεται η μεταβίβαση.
Συνακόλουθα η υπεράσπιση της Εναγόμενης[Εφεσείουσας] 3 ότι η εγγυητική της LedraBondedStoresLtd αφορούσε τις επιταγές που εκδίδονταν από την εν λόγω εταιρεία και κατ΄επέκταση δεν κάλυπτε τις επιταγές της FrakaporLogisticsLtd δεν ευσταθεί και απορρίπτεται».
Η αναφορά μόνο στην εγγυητική που αφορούσε την Ledra δεν διαταράσσει το λόγο της δικαστικής κρίσης. Προκύπτει πως το Πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε τις εγγυητικές της Εφεσείουσας 3 ως δικαίωμα,περιουσιακό στοιχείο ή ιδιοκτησία τηςClearingκαι της Ledra που μεταβιβάστηκαν στηνLogistics.
Υποστηρίζειη Εφεσείουσα 3 ότι δεν πρέπει να θεωρηθεί υπόλογη για χρέος εταιρείας, της Logistics, την οποία ουδέποτε εγγυήθηκε και επιχειρηματολόγησαν οι δικηγόροι της πως, με την προσέγγιση που υιοθέτησε το Πρωτόδικο Δικαστήριο, η Εφεσείουσα 3 κατέστη ουσιαστικά εγγυήτρια και η ευθύνη της επεκτάθηκε στην κάλυψη οφειλών για δραστηριότητες όχι μόνο της Clearingκαι τηςLedra, αλλά και των άλλων τεσσάρων εταιρειών που μαζί τους συγχωνεύθηκαν στη Logistics και που πληρώθηκαν με επιταγές της τελευταίας.Και όπως έχει ήδη σημειωθεί, οι επίδικες επιταγές αφορούσαν πολύ μεγαλύτερο ποσό και σε καμιά το ποσό δεν συνέπιπτε με την αξίωση στην αγωγή της Εφεσίβλητης.Υποστήριξαν ακόμαοι δικηγόροι της Εφεσείουσας 3 πως οι εγγυητικές δεν ήταν ούτεδικαίωμα, ούτε περιουσιακό στοιχείο αλλά ούτε και ιδιοκτησία τηςClearingή της Ledra που θα μπορούσε να μεταβιβαστεί στηνLogistics, αλλά έγγραφο που αφορούσε την σχέσητης Εφεσίβλητης με την Εφεσείουσα 3.
ΣτουςHalsbury'sLawsofEngland, 5η Εκδ., Τομ.49, παρ.1205, αναφέρεται ότι κατά πόσο μια αλλαγή στο καθεστώς του χρεώστη τερματίζει την εγγυητική σε σχέση με μελλοντικές δοσοληψίες μεταξύ του πιστωτή και του χρεώστη είναι κυρίως ζήτημα ερμηνείας της εγγυητικής. Σημειώνεται ότι μια εγγυητική η οποία σύμφωνα με τους όρους της ισχύει για χρέη κατονομαζόμενου ατόμου ή συνεταιρισμού συνήθως δεν θα ερμηνευτεί ότι εξασφαλίζει χρέη εταιρείας στην οποία η επιχείρηση μεταβιβάζεται, έστω και αν η εταιρεία ανήκει και ελέγχεται από το άτομο αυτό ή τον πρώην συνεταιρισμό. Τονίζεται η θεμελιακή αρχή ότι κάθε εταιρεία συνιστά ξεχωριστή νομική οντότητα και προστίθεταιότι:
«Nor will a guarantee for the debts of one company normally be construed so as to extend to cover the debts of its parent, subsidiary or sister companies to which its business is transferred on a reconstruction or amalgamation. However, such liabilities may be covered if it is clear that that is what the parties intended».
(σε μετάφραση)
«Ούτε μία εγγυητική για τα χρέη μιας εταιρείας συνήθως θα ερμηνευτεί έτσι ώστε να επεκταθεί για να καλύψει τα χρέη της μητρικής, θυγατρικής ή αδελφής της εταιρείας στην οποία η επιχείρηση της μεταβιβάζεται στη βάση αναδιάρθρωσης ή συγχώνευσης. Όμως, τέτοιες υποχρεώσεις μπορεί να καλύπτονται εάν είναι καθαρό ότι αυτό είναι που τα μέρη σκόπευαν.»
Μνημονεύεται ηFirstNationalFinanceCorporationLtdv. Goodman [1983] BCLC 203, όπου αναφέρθηκε από τοαγγλικόεφετείο ότι οποιαδήποτε αλλαγή στην ταυτότητα του πιστωτή ή του χρεώστη ακυρώνει την εγγυητική σε σχέση με μελλοντικές δοσοληψίες, εκτός εάν η αντίθετη πρόθεση είναι πρόδηλη στην εγγυητική, με τη διευκρίνηση ότι η ίδια αρχή εφαρμόζεται σε σχέση με άτομα, συνεταιρισμούς και εταιρείες. Σημειώνεται πως η γνώση του εγγυητή για τον πιστωτή ή τον χρεώστη μπορεί να είναι ουσιώδης στο κατά πόσο θα εγγυηθεί τις υποχρεώσεις του ενός έναντι του άλλου.
Η θέση της Εφεσίβλητηςότι τα έγγραφα συνιστούσαν συμβάσεις κάλυψης, δηλαδή καθιστούσαν την Εφεσείουσα 3 πρωταρχικά υπόχρεα να εκπληρώσει την υπόσχεση πληρωμής μετά από απαίτηση της Εφεσίβλητης,που υιοθέτησε και το ΠρωτόδικοΔικαστήριο (παρά τη δικογραφημένη θέση της ότι επρόκειτο για εγγυήσεις και το παραδεχτό προς τούτο γεγονός), δεν διαφοροποιεί την προσέγγιση σε σχέση με την ισχύ τους. Οι κανόνες που αφορούν στην ακύρωση ή στο τερματισμό μιας συμφωνίας συνεχούς εγγύησης και μιας συμφωνίας συνεχούς κάλυψης είναι οι ίδιοι (G. AndrewsandR. Millet "LawofGuarantees", 5thEd., Sweet&Maxwell 2008, σελ.335, παρ.8-014).Υποστηρίζει η Εφεσίβλητη ότι ως συμφωνίες συνεχούς κάλυψης δεν προϋπόθεταν παράληψη εκπλήρωσης κάποιας υποχρέωσης από μέρους τηςClearing ή της Ledraγια να ενεργοποιηθούν, όμως το ουσιώδες είναι πως αφορούσανστην πληρωμή επιταγών αυτών των εταιρειών και όχι οιασδήποτε άλλης οντότητας.
Διήλθαμε τις επίδικες εγγυητικές και διαπιστώνουμε πως τίποτα σε αυτές δεν οδηγεί στο συμπέρασμα ότι θα μπορούσαν ναισχύουν σε περίπτωση αλλαγής της ταυτότητας ή υπόστασης του χρεώστη, δηλαδή της Clearing ή τηςLedra. Καταλήγουμε πως η πρωτόδικη απόφαση ότιοι επίδικες εγγυητικές ήταν ισχυρές προς εγγύηση ή κάλυψη των οφειλών της Logistics ήταν λανθασμένη και κατά συνέπεια οπρώτος λόγος έφεσης της έφεσης της Εφεσείουσας 3 επιτυγχάνει, καθιστώντας αχρείαστη την ενασχόληση μας με τον δεύτερο λόγο έφεσης.
Στην αγόρευση των δικηγόρων της Εφεσίβλητης προωθείται επιχειρηματολογία ότι η Εφεσείουσα 3 με τις πράξεις και τη συμπεριφορά της επιβεβαίωσε ότι οι εγγυητικές ήταν σε ισχύ κατά τον χρόνο έκδοσης των επίδικων επιταγών και πως κωλύεται από του να ισχυρίζεται εκ των υστέρων το αντίθετο. Ωστόσο, στην απουσία αντέφεσης, δεν μπορεί να συζητηθεί οποιαδήποτε άλλη βάση πάνω στην οποία θα μπορούσε να είχε διαπιστωθείαπό το Πρωτόδικο Δικαστήριο ευθύνη της Εφεσείουσας 3.
Προχωρούμε στην εξέταση της έφεσης των Εφεσειουσών 1 και 2. Με τον πρώτο λόγο έφεσης προσβάλλεται ως λανθασμένη η έκδοση απόφασης εναντίον των Εφεσειουσών 1 και 2 αλληλέγγυα και/ή κεχωρισμένα με την Εφεσείουσα 3. Η θέση που προωθείται στην αιτιολογία του λόγου έφεσης είναι πως «Από την στιγμή που το Δικαστήριο αποφάσισε ότι οι επιταγές ήταν εγγυημένες τότε αυτόματα θεωρείται ότι ο τελωνειακός φόρος έχει καταβληθεί». Με το δεύτερο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι λανθασμένα οι Εφεσείουσες 1 και 2 κρίθηκαν υπεύθυνες να πληρώσουν με δεδομένο το εύρημα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι οι εγγυήσεις δεν είχαν τερματιστεί και κάλυπταν τις επίδικες επιταγές. Κατ΄ουσία εγείρεται το ίδιο ζήτημα και στη βάση του ευρήματος ότι η Logistics ενεργούσε «εξ΄ιδίου ονόματος και για ίδιο λογαριασμό και είχε καταστεί οφειλέτης», προβάλλεται ότι από τη στιγμή που η Εφεσίβλητη αποδέχτηκε τις επιταγές τότε οι μόνοι που ευθύνονταν έναντι της ήταν ηLogistics και η Εφεσείουσα 3 εγγυήτρια της. Η διαπίστωση ευθύνης τηςLogistics είναι η βάση και του τρίτου λόγου έφεσης, ενώ ο τέταρτος λόγος έφεσης αφορά και πάλι στο γεγονός της αποδοχής των επιταγών που ήταν εγγυημένες από την Εφεσείουσα 3.
Η θέση σε σχέση με την απόδοση ευθύνης «αλληλέγγυα και/ή κεχωρισμένα» αναπτύσσεται με αναφορά στη θέση των Εφεσειουσών 1 και 2 αφ' ενός και της Εφεσείουσας 3 αφ' εταίρου. Δεν αφορά στην ευθύνη των Εφεσειουσών 1 και 2 μεταξύ τους. Κατά συνέπεια, το ζήτημα έχει καταστεί άνευ αντικειμένου με το αποτέλεσμα της έφεσης της Εφεσείουσας 3.
Στη βάση του ευρήματος ότι η Logisticsενεργούσε «εξ΄ιδίου ονόματος και για ίδιο λογαριασμό και είχε καταστεί οφειλέτης» επιχειρηματολογούν οι δικηγόροι των Εφεσειουσών 1 και 2 πως οφειλέτης της τελωνειακής οφειλής ήταν μόνο αυτή.
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο με αναφορά στο άρθρο 201(3) του ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ (ΕΟΚ) αριθ. 2913/92 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 12ης Οκτωβρίου 1992 περί Θεσπίσεως Κοινοτικού Τελωνειακού Κώδικα, ο Κοινοτικός Κώδικας, που εφαρμόζεται δυνάμει των προνοιών τουάρθρου 43 του περί Τελωνειακού Κώδικα Νόμου του 2004, εκτός εάν προβλέπεται διαφορετικά στην ημεδαπή νομοθεσία,διαπίστωσε πως ο οφειλέτης τελωνειακής οφειλής είναι ο διασαφητής και σε περίπτωση έμμεσης αντιπροσώπευσης οφειλέτης είναι επίσης το πρόσωπο για λογαριασμό του οποίου κατατίθεται η διασάφηση. Το εύρημα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η Εφεσείουσα 2 είχε ενεργήσει στο όνομα της αλλά για λογαριασμό της Εφεσείουσας 1 και επομένως η αντιπροσώπευση ήταν έμμεση (άρθρα 5(1) και (2) του Κοινοτικού Κώδικα) δεν έχει αμφισβητηθεί. Ούτε και το εύρημα του ως προς τον τρόπο που ενήργησε ηLogistics με κατάληξη ότι «κατέστηκε οφειλέτης ως πρόσωπο που όφειλε να εκπληρώσει τους όρουςπου είχαν καθοριστεί για την υπαγωγή των εμπορευμάτων σε ελεύθερη κυκλοφορία»(άρθρο 204 του Κοινοτικού Κώδικα), στη βάση ότι η μη εξαργύρωση των επιταγών συνιστούσε μη τήρηση της υποχρέωσης καταβολής της τελωνειακής οφειλής για να τεθούν τα εμπορεύματα στο εν λόγω καθεστώς.
Καταλήγουμε ότι η Εφεσείουσα 1 και 2 και ηLogistics είχαν ως εκ της ιδιότητας και των ενεργειών τους καταστεί υπόλογες για την πληρωμή του επίδικου ποσού ως τελωνειακή και άλλητελωνειακή οφειλή στην Εφεσίβλητη και το σχετικό εύρημα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν ορθό. Το μόνο ζήτημα που παραμένει προς εξέτασηείναι κατά πόσο η αποδοχή από την Εφεσίβλητη επιταγών για τον εισαγωγικό δασμό και το φόρο προστιθέμενης αξίας που καθορίστηκε και η κατ'ακολουθία διάθεση των εισηγμένων αγαθώνσε ελεύθερη κυκλοφορία και ανάλωση στη Δημοκρατία, σημαίνει πως οεισαγωγικός δασμός και φόρος προστιθέμενης αξίας έχουν εξοφληθεί και συνεπώς ότι, όταν οι επιταγές δεν τιμήθηκαν, η αξίωση της Εφεσίβλητης περιοριζόταν στη βάση των επιταγών καιμόνο και συνακόλουθα δεν μπορούσε να διατηρεί αξίωση εναντίον της Εφεσείουσας 1 ή της Εφεσείουσας 2 για την τελωνειακή οφειλή και την άλλη τελωνειακή οφειλή που είχαν εξοφληθεί.
ΣτοChitty on Contracts, 32nd Ed., 2015, Vol. I,παρ. 21-075 και 21-076 αναφέρεται ότι όταν ο πιστωτής αποδέχεται πληρωμή με επιταγή, είναι ζήτημα γεγονότων, που εξαρτάται από την πρόθεση των μερών, κατά πόσο παραλαμβάνει την επιταγή προς πλήρη ικανοποίηση του χρέους ή μόνο προς ικανοποίηση υπό αίρεση. Συνήθως, αναφέρεται, όταν ο πιστωτής αποδέχεται πληρωμή με επιταγή τεκμαίρεται ότι την παραλαμβάνει υπό προϋποθέσεις ή υπό αίρεση πληρωμή και το αρχικό χρέος, παρά το ότι παραμένει οφειλόμενο, η θεραπεία του πιστωτή αναστέλλεται μέχρι που η επιταγή καταστεί πληρωτέα. Εάν η επιταγή δεν τιμηθεί το αγώγιμο δικαίωμα στη βάση του αρχικού χρέους αναγεννάται ως εάν η επιταγή να μην είχε ποτέ παραληφθεί. Σημειώνεται ακόμα πως αποδοχή αμετάκλητης πίστωσης δεν συνιστά απόλυτη πληρωμή στον πιστωτή έτσι που να απαλλάσσει τον χρεώστη. Εάν η αμετάκλητη πίστωση δεν τιμηθεί ο πιστωτής μπορεί να κινηθεί δικαστικά εναντίον του χρεώστη.Στην παρ. 21-079 του ιδίου συγγράμματος αναφέρεται ότι εάν ο πιστωτής συμφωνήσει ρητά ή εξυπακουόμενα να αναλάβει ο ίδιος τον κίνδυνο η επιταγή να μην πληρωθεί, το αποτέλεσμα είναι η εξάλειψη του αγώγιμου δικαιώματος για το χρέος, με μόνη διέξοδο στον πιστωτή την αξίωση δυνάμει της επιταγής.
Οι αρχές αυτές έχουν υιοθετηθεί από τη νομολογία μας. Στην Φελλά ν. Τράπεζας Κύπρου, Πολιτικές Εφέσεις Αρ. 94/2010 και 158/2010, ημερομηνίας 28.9.2015 υιοθετείται σχετικό απόσπασμα από παλαιότερη έκδοση του ChittyonContracts και η παλιά αγγλική απόφασηInreRomer&Haslam (1893) 2 Q.B. 286, 296, όπου καθιερώθηκε ότι:
«It is perfectly well-known law, which is acted upon in every form of mercantile business, that the giving of a negotiable security by a debtor to his creditor operates as a conditional payment only, and not as a satisfaction of the debt, unless the parties agree so to treat it. Such a conditional payment is liable to be defeated on non-payment of the negotiable instrument at maturity, and it is surprising that there can be at the present day any doubt as to the business result of such a transaction.»
Στην ίδια υπόθεση γίνεται αναφορά στη D.& G. Products Ltd v. Αναστασίου (2002) 1 ΑΑΔ 1400, 1407 και αναφέρεται πως πληρωμή οφειλής με επιταγή, έστω και αν ο δανειστής αναγνώρισε πως αυτή λήφθηκε προς πλήρη διακανονισμό, αποτελεί πληρωμή υπό αίρεση και η οφειλή αναβιώνει αν δεν εξοφληθεί.
Στην πιο πρόσφατηΕυσταθίου ν. BloombergSecuritiesInc κ.ά., Πολιτική Έφεση 303/2011, ημερ.30.10.2017, ECLI:CY:AD:2017:A382 επιβεβαιώθηκε ότι:
«Ο συνήθης συναλλακτικός κανόνας είναι ότι, εκτός όπου συμφωνείται ρητά ή εξυπακουόμενα το αντίθετο, η αποδοχή επιταγής δεν επενεργεί προς πλήρη απαλλαγή από το χρέος (absolute discharge), αλλά αποτελεί πληρωμή υπό αίρεση (conditional payment) (Re Romer and Haslam [1893] 2 Q.B.286, Bolt & Nut Co (Tipton) Ltd n. Rowlands Nicholls & Co [1962 B. No. 4078], D.& G. Products Ltd v. Αναστασίου (2002) 1 ΑΑΔ 1400, Φελλά ν. Τράπεζας Κύπρου, Πολιτικές Εφέσεις Αρ. 94/2010 και 158/2010, ημερομηνίας 28.9.2015).
Η πληρωμή υπό αίρεση έχει την έννοια ότι ενόσω εκκρεμεί η επιταγή για παρουσίαση προς πληρωμή, το δικαίωμα του πιστωτή να προωθήσει την απαίτησή του επί του αρχικού χρέους (underlying debt) αναστέλλεται μέχρι την παρουσίαση της επιταγής (Cohen v. Hale (1878) 3 Q.B.D. 371). Εάν η επιταγή παρουσιαστεί και εξοφληθεί, τότε η αίρεση πληρούται και επέρχεται βεβαίως εξόφληση. Εάν όμως παρουσιαστεί και δεν εξοφληθεί, τότε το αρχικό χρέος αναβιώνει, παράλληλα πλέον με το αγώγιμο δικαίωμα που ενδεχομένως προκύπτει από τη μη πληρωμή της επιταγής.»
Η πιο πάνω νομική προσέγγιση δεν αμφισβητείται από τις Εφεσείουσες 1 και 2. Και ενώ αφ' ενός επιχειρηματολογούν πως η Εφεσίβλητη όφειλε να διεκδικήσει το ποσό από την Logistics, αφ' εταίρου παραπονούνται πως κινήθηκε εναντίον τους δύο χρόνια μετά την μη τίμηση των επιταγών και αφού «προσπάθησε ανεπιτυχώς» να εισπράξει από τηLogistics. Η βασική τουςεπιχειρηματολογία ότι η Εφεσίβλητη αποδέχτηκε τις επιταγές προς απόλυτη εξόφληση εδράζεται στη θέση ότι η πληρωμή τους ήταν εγγυημένη από την Εφεσείουσα 3 Συνεργατική Εταιρεία. Δεν έχει σημασία ότι η εναντίον της Εφεσείουσας 3 αξίωση έχει αποτύχει. Το ουσιαστικό γεγονός είναι ότι η Εφεσίβλητη ήταν της εντύπωσης ότι οι εγγυητικές κάλυπταν τις επίδικες επιταγές που αποδέχτηκε. Άλλωστε είναι γι΄αυτό το λόγο που προώθησε αξίωση και εναντίον της Εφεσείουσας 3.
Περαιτέρω, το γεγονός ότι η Εφεσίβλητη επέτρεψε την παραλαβή των εμπορευμάτων για τα οποία έπρεπε να καταβληθείεισαγωγικός δασμός και φόρος προστιθέμενης αξίας για να τεθούνσε ελεύθερη κυκλοφορία και ανάλωση στη Δημοκρατία εξυπακούει, κατά τις Εφεσείουσες 1 και 2,ότι εισαγωγικός δασμός και φόρος προστιθέμενης αξίας εξοφλήθηκαν.
Αναφορά στα γεγονότα της Φελλά και της Ευσταθίου δεν θα χρησιμεύσει, αφού στην πρώτη η παραλαβή της επιταγής έγινε με ρητή επιφύλαξη ως προς την εκκαθάριση της, ενώ στη δεύτερη ο δικαιούχος της επιταγής παρέλειψε να την παρουσιάσει για πληρωμή εντός του χρόνου πληρωμής της ή οποτεδήποτε. Χρήσιμη, όμως, βρίσκουμε ότι είναι η αναφορά στις περιστάσεις δύο άλλων σχετικών υποθέσεων.
Στη MandaNavigationCoLtdv. Του Πλοίου MediterraneanSky (1995) 1 Α.Α.Δ. 472 (αγωγή Ναυτοδικείου) εξετάστηκε το ζήτημα της παραλαβής από τον πιστωτή επιταγών για πληρωμή χρέους, που εν τέλει δεν τιμήθηκαν. Όπως και στη υπό εκδίκαση περίπτωση οι επιταγές είχαν εκδοθεί από τρίτο πρόσωπο. Αποφασίστηκε πως η περίπτωση καλυπτόταν από τις πρόνοιες του άρθρου 41 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149 που προνοεί πως: «Αν ο δανειστής αποδεχτεί εκπλήρωση της υπόσχεσης από τρίτο, δεν δύναται έπειτα να στραφεί προς εκτέλεση εναντίον του οφειλέτη.» και πως ο πιστωτής με το να αποδεχτεί τις επιταγές είχε εγκαταλείψει την αρχική του αξίωση. Καθοριστική παράμετρος στη κατάληξη ήταν το γεγονός πως η αξίωση, που αφορούσε λιμενικά και άλλα έξοδα, στρεφόταν εναντίον του ιδίου του πλοίου, που με την παραλαβή των επιταγών, χωρίς την προβολή οποιασδήποτε επιφύλαξης, αφέθηκε ελεύθερο. Επιπλέον, στην αγωγή που ο πιστωτής είχε καταχωρήσει εναντίον του εκδότη, τρίτου προσώπου, είχε δικογραφήσει παραδεχόμενος πως πήρε τις επιταγές έναντι καλού και νόμιμου ανταλλάγματος.
Στην InteramericanPropertyandCasualtyInsuranceCo v. Ιωάννου (1996) 1(Β) 1224 το ζήτημα αφορούσε στο κατά πόσο είχε ανανεωθεί το ασφαλιστήριο του οποίου η καταβολή των ασφαλίστρων έγινε με δυο επιταγές, μια της ίδιας ημέρας και μια μεταχρονολογημένη. Ο κρίσιμος χρόνος ήταν το στάδιο που η πρώτη είχε επιστραφεί χωρίς να τιμηθεί, αφού σύντομα μετά επεσυνέβηκε το ζημιογόνο γεγονός. Αποφασίστηκε πως η παραλαβή των επιταγών από τους ασφαλιστές σήμαινε την αποδοχή τους ως τρόπο πληρωμής του ασφαλίστρου και επομένως το ασφαλιστήριο είχε άμεσα ανανεωθεί. Όμως, σε ό,τι ενδιαφέρει το Εφετείο δεν αποφάνθηκε ότι με την αποδοχή των επιταγών είχε ξοφληθεί το ασφάλιστρο. Κρίθηκε πως ο όρος στο ασφαλιστήριο ότι ανανεώνεται μόνο εφόσον πληρωθεί και γίνει αποδεκτό το ασφάλιστρο δεν απαγόρευε στους ασφαλιστές να προχωρήσουν στην ανανέωση χωρίς την εκ των προτέρων πληρωμή του ασφαλίστρου και διαπιστώθηκε πως είχε δημιουργηθεί μια νέα συμβατική σχέση, παράλληλη προς την κύρια, δηλαδή την ασφαλιστική. Η νέα σύμβαση αφορούσεστην αποδοχή των ασφαλιστών να ανανεώσουν το ασφαλιστήριο χωρίς την εκ των προτέρων πληρωμή του ασφαλίστρου, με την παραλαβή των δύο επιταγών. Και ότι δεν θεωρήθηκε πως οι επιταγές ξοφλούσαν το ασφάλιστρο και εξάλειφαν την υποχρέωση καταβολής του, προκύπτει και από την αναφορά πως η μη πληρωμή των επιταγών έθετε σε λειτουργία τον όρο που προέβλεπε ότι σε περίπτωση που η πληρωμή του ασφαλίστρου οποιασδήποτε δόσης καθυστερήσει πέραν της ημερομηνίας οφειλής της το ασφαλιστήριο θα μπορούσε να τερματιστεί, σημειώνοντας πως οι ασφαλιστές δεν είχαν επιλέξει τον τερματισμό του. Η διαπίστωση της επιλογής του τερματισμού επιβεβαιώνει πως το ασφάλιστρο δεν μπορούσε να θεωρηθεί ότι είχε ξοφληθεί.
Επανερχόμενοι στις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης, εντοπίζουμε τόσο στον Κοινοτικό Κώδικα, όσο και στονπερί Τελωνειακού Κώδικα Νόμου του 2004 αναφορές σε εγγύηση σε σχέση με τελωνειακή οφειλή.Το άρθρο 74 του Κοινοτικού Κώδικα προνοεί ότι :
«1.Όταν η αποδοχή της τελωνειακής διασάφησης συνεπάγεται τη γένεση τελωνειακής οφειλής, η άδεια παραλαβής των εμπορευμάτων που αποτελούν αντικείμενο της διασάφησης χορηγείται μόνον αν έχει καταβληθεί το ποσό της τελωνειακής οφειλής ή έχει συσταθεί εγγύηση γι' αυτό. .
2.Όταν, κατ' εφαρμογή των διατάξεων που αφορούν το τελωνειακό καθεστώς για το οποίο έχουν διασαφηστεί τα εμπορεύματα, οι τελωνειακές αρχές απαιτούν τη σύσταση εγγύησης, η άδεια παραλαβής των εν λόγω εμπορευμάτων για το σχετικό τελωνειακό καθεστώς χορηγείται μόνο μετά τη σύσταση της εγγύησης».
Το άρθρο 40 τουπερί Τελωνειακού Κώδικα Νόμου του 2004προνοεί ότι:
«Ο Διευθυντής δύναται με Γνωστοποίησή του που δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας να καθορίσει κάθε αναγκαία λεπτομέρεια σχετικά με τις προθεσμίες και τον τρόπο καταβολής ή αναστολής της τελωνειακής οφειλής και των παρεχόμενων εγγυήσεων, σε συνδυασμό με τις αντίστοιχες διατάξεις του Κοινοτικού Τελωνειακού Κώδικα.»
Ενώ, το άρθρο 47 πως:
«Για την εξασφάλιση της τελωνειακής οφειλής ή και της άλλης τελωνειακής οφειλής, ο Διευθυντής δύναται να απαιτεί τη σύσταση εγγύησης από το διασαφηστή ή τον υπόχρεο υποβολής του σχετικού με το τελωνειακό καθεστώς εγγράφου»
Τοάρθρο 74(1) του Κοινοτικού Κώδικα καθιστά δυνατή τη χορήγηση άδειας παραλαβής των εμπορευμάτων που αποτελούν αντικείμενο της διασάφησης μόνον εφόσον έχει εκπληρωθεί μία από δύο προϋποθέσεις. Της καταβολής του ποσού της τελωνειακής οφειλής ή της σύστασης εγγύησης για το ποσό. Αναμφίβολα η καταβολή του ποσού της τελωνειακής οφειλής ξοφλά την τελωνειακή οφειλή, όμως το γεγονός ότιμε τη σύσταση εγγύησηςμπορεί ναχορηγηθεί άδειας παραλαβής δεν οδηγεί απαρέγκλιτα στο συμπέρασμα ότι η πρόνοια εξισώνει τη σύσταση της εγγύησης με την καταβολή του ποσού της τελωνειακής οφειλής και κατ' ακολουθία την εξόφληση της. Η σύσταση της εγγύησης συνιστά, όπως υποδηλώνει το λεκτικό του άρθρου 47 του Νόμου, εξασφάλιση της τελωνειακής οφειλής, που συνεπώς παραμένει υπαρκτή και πληρωτέα προς το δημόσιο. Προδήλως, οι πρόνοιες για σύσταση εγγύησης αποσκοπούν στη διευκόλυνση του εμπορίου και δεν νοείται να στόχευαν στην προβολή εμποδίων ή στη δημιουργία δυσχέρειας στη διεκδίκηση εκ μέρους του δημοσίουεισαγωγικού δασμού και φόρου προστιθέμενης αξίας που καθορίστηκαν.
Δεν αποδεχόμαστε ότι στην προκείμενη περίπτωση οεισαγωγικός δασμός και ο φόρος προστιθέμενης αξίας που καθορίστηκαν θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι εξοφλήθηκανγια το λόγο ότι έγινε αποδοχή πληρωμής τους με επιταγές, έστω και με δεδομένη την αντίληψη της Εφεσίβλητης ήταν ότι αυτές ήταν εγγυημένες προς πληρωμή από τη Συνεργατική Εταιρεία έναντι της οποίας εκδόθηκαν. Αναγνωρίζουμε πωςηανάληψη υποχρέωσης τίμησηςμιας επιταγής από τον τραπεζικό οργανισμό έναντι του οποίου εκδίδεται,καθιστά την πληρωμή ασφαλή για σκοπούς εμπορικής πρακτικής, ωστόσο δεν αποδεχόμαστε πως εισαγωγικός δασμός και φόρος προστιθέμενης αξίας που επιβάλλονται δυνάμει νόμου και καθίστανται οφειλόμενοι στο δημόσιο μπορούν να θεωρηθούν ότι εξοφλήθηκαν με την παραλαβή επιταγών, έστω εγγυημένων, χωρίς αυτές να έχουν τιμηθεί, κατά τον ίδιο τρόπο που, όπως έχουμε πιο πάνω σημειώσει με αναφορά στο ChittyonContracts, η αποδοχή αμετάκλητης πίστωσης δεν συνιστά απόλυτη πληρωμή στον πιστωτή έτσι που να απαλλάσσει τον χρεώστη. Ούτε το γεγονός ότι μετά την παραλαβή των «εγγυημένων» επιταγώντα αγαθά της Εφεσείουσας 1 τέθηκαν σε ελεύθερη κυκλοφορία και ανάλωση στη Δημοκρατία απολήγει στο ότι ο εισαγωγικός δασμός και ο φόρος προστιθέμενης αξίας εξοφλήθηκαν. Αυτός είναι ο σκοπός της παροχής της εγγύησης σε όλες τις περιπτώσεις όπως προνόησε η νομοθεσία. Διακρίνεται στην επιμέρους διάσταση ηMandaNavigationόπου οι επιταγές παραλήφθηκαν για καλό αντάλλαγμα και απελευθερώθηκε το υποκείμενο του χρέους και όχι, όπως εδώ που η ενέργεια αφορούσε το σχετικό με την οφειλή αντικείμενο. Αντίθετα, όπως καιστην InteramericanProperty η ανανέωση του ασφαλιστηρίου δεν σηματοδότησε την εξόφληση του ασφάλιστρου, έτσι και εδώ η διευθέτηση έγινε για να εξυπηρετηθεί ο σκοπός να τεθούν τα αγαθά σε ελεύθερη κυκλοφορία και ανάλωση, χωρίς την εξάλειψη της τελωνειακής και άλλης τελωνειακής οφειλής.
Κατά συνέπεια η Έφεση αρ.210/2012 της Εφεσείουσας 3 επιτυγχάνει και η εναντίον της εκδοθείσα απόφαση παραμερίζεται. Επιδικάζονται υπέρ της Εφεσείουσας 3 και εναντίον της Εφεσίβλητης €2.500 έξοδα της Έφεσης όπως και τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας όπως θα υπολογιστούν από τον αρμόδιο Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Η Έφεση αρ.211/2012 των Εφεσειουσών 1 και 2 απορρίπτεται. Επιδικάζονται υπέρ της Εφεσίβλητης και εναντίον των Εφεσειουσών 1 και 2 αλληλέγγυα και κεχωρισμένα €2.500 έξοδα της Έφεσης.
Τ. Οικονόμου, Δ.
Τ. Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ.
Χ. Μαλαχτός, Δ.