ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:

Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
public Νικολάτος, Μύρων-Μιχαήλ Γεωργίου Λιάτσος, Αντώνης Οικονόμου, Τεύκρος Θ. Α. Μαθηκολώνης, για εφεσείουσα. Π. Παύλου για Χρ. Λουκά amp;amp;amp; Σία ΔΕΠΕ, για εφεσίβλητους. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2020-04-08 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΣΟΛΩΜΟΥ ν. ΣΥΝΕΡΓΑΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΛΤΔ, Πολιτική Έφεση Αρ. 201/2013, 8/4/2020 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2020:A115

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Πολιτική Έφεση Αρ. 201/2013)

 

8 Απριλίου, 2020

 

[Μ.Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

xxx ΣΟΛΩΜΟΥ

Εφεσείουσα

ΚΑΙ

 

ΣΥΝΕΡΓΑΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΛΤΔ

Eφεσίβλητοι

---------

 

Α. Μαθηκολώνης, για εφεσείουσα.

Π. Παύλου για Χρ. Λουκά & Σία ΔΕΠΕ, για εφεσίβλητους.

 

---------

 

Μ.Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.:  Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.

 

 

 

 

AΠ Ο Φ Α Σ Η

 

 

Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.:  Η εφεσείουσα κατείχε κατά πάντα ουσιώδη χρόνο θέση γραφέα στους εφεσίβλητους.  Χρεώστης των εφεσιβλήτων ήταν κάποιος Χ.Κ. (εν τοις εφεξής αναφερόμενος ως «ο χρεώστης»), με τον οποίο η εφεσείουσα σε κάποιο στάδιο συνήψε αισθηματικό δεσμό. 

 

Ένας αρχικός λογαριασμός του χρεώστη παρουσίαζε υπερβάσεις.  Σύμφωνα με τα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου, ο χρεώστης και η εφεσείουσα ζήτησαν από τη γραμματέα των εφεσιβλήτων (ΜΕ1) να αυξηθεί το όριο του σε ΛΚ53.000, το οποίο θα εξασφάλιζε η εφεσείουσα με τη δέσμευση διαφόρων γραμματίων της μητέρας της. 

 

Προς τούτο, στις 29.12.2003 υπεγράφη νέα σύμβαση πίστωσης και την ίδια ημέρα η εφεσείουσα παρουσίασε έγγραφο δέσμευσης των καταθέσεων της μητέρας της, το οποίο είχε ετοιμάσει η ίδια. 

 

Αργότερα αποκαλύφθηκε ότι το έγγραφο τούτο ήταν πλαστό.  Η μητέρα της εφεσείουσας δεν γνώριζε οτιδήποτε και δεν είχε εξουσιοδοτήσει τη δέσμευση των γραμματίων της και την υπογραφή του εγγράφου.

 

Η εφεσείουσα παραδέχθηκε προς τη ΜΕ1 και προς την επιτροπή των εφεσιβλήτων την πλαστογραφία.  Παραδέχθηκε ειδικότερα, στην παρουσία του δικηγόρου της, ότι την πλαστογραφημένη υπογραφή την είχε θέσει ο χρεώστης και ότι η ίδια είχε πιστοποιήσει την υπογραφή αυτή ως δήθεν υπογραφή της μητέρας της.

 

Σε μεταγενέστερο στάδιο η εφεσείουσα, αναγνωρίζοντας την παρανομία που διέπραξε και απολογούμενη για το λάθος της, υπέβαλε γραπτή παραίτηση η οποία έγινε αποδεκτή, με τους εφεσίβλητους να την καθιστούν υπεύθυνη για οποιαδήποτε ζημιά τους προκάλεσε. 

 

Όντως οι εφεσίβλητοι καταχώρισαν αγωγή, την οποία προώθησαν επί τη βάσει του αστικού αδικήματος της απάτης.  Το πρωτόδικο δικαστήριο έχοντας ακούσει και αξιολογήσει τη μαρτυρία, περιλαμβανομένης της μαρτυρίας της ΜΕ1 αφενός και της μαρτυρίας της εφεσείουσας αφετέρου, κατέληξε σε εύρημα ότι η εφεσείουσα έχοντας πρόθεση να εξαπατήσει και να εξωθήσει τους εφεσίβλητους, που ενεργούσαν μέσω της ΜΕ1, να παραχωρήσουν στο χρεώστη δάνειο και/ή πιστωτικές διευκολύνσεις για το ποσό των ΛΚ53.000 για την κάλυψη και εξασφάλιση υπερβάσεων που παρουσίαζε ο λογαριασμός του, ετοίμασε έγγραφο δέσμευσης των γραμματίων της μητέρας της, το οποίο παρέστησε προς αυτούς ότι είχε υπογραφεί από τη μητέρα της, ενώ είχε υπογραφεί από τον χρεώστη, ο οποίος πλαστογράφησε την υπογραφή της μητέρας της, ενώ η ίδια υπέγραψε ως μάρτυρας της υπογραφής της μητέρας της. 

 

Ήταν περαιτέρω το εύρημα του δικαστηρίου ότι οι εφεσίβλητοι, στηριζόμενοι στις ψευδείς αυτές παραστάσεις της εφεσείουσας, παραχώρησαν στον χρεώστη την εν λόγω πιστωτική διευκόλυνση, κάτι που δεν θα έπρατταν αν γνώριζαν τα πραγματικά γεγονότα, με αποτέλεσμα να υποστούν ισόποση ζημία. 

 

Επί αυτών των ευρημάτων το πρωτόδικο δικαστήριο με αναφορά στο άρθρο 36 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148, και σε σχετική νομολογία, απέδωσε στους εφεσίβλητους αποζημιώσεις για τη ζημία που είχε προκληθεί ως αποτέλεσμα της διάπραξης από μέρους της εφεσείουσας του αστικού αδικήματος της απάτης.

 

Το δικαστήριο θεώρησε ως αξιόπιστη τη μαρτυρία της ΜΕ1 επί της οποίας κατέληξε σε εύρημα για πρόθεση καταδολίευσης εκ μέρους της εφεσείουσας, απορρίπτοντας τη βασική εκδοχή της τελευταίας πως η εμπλοκή της - η οποία κατά τα άλλα δεν αμφισβητήθηκε ότι ήταν όπως την παραθέσαμε ανωτέρω, σύμφωνα με τα ευρήματα του δικαστηρίου - δεν έγινε με πρόθεση καταδολίευσης και πρόκλησης ζημιάς στους εφεσίβλητους, αλλά ότι ενήργησε κατόπιν πίεσης της ΜΕ1 ώστε να βοηθήσει την τελευταία και τους εφεσίβλητους εν όψει επερχομένου ελέγχου.  Με άλλα λόγια είναι ο ισχυρισμός ότι ήθελε να καλύψει τη ΜΕ1 η οποία, πάντα κατά την εκδοχή της εφεσείουσας, είχε δεσμευτεί ότι μόλις γινόταν ο έλεγχος θα καταστρέφονταν όλα τα σχετικά έγγραφα. 

 

Η διεργασία της αξιολόγησης ήταν εκτεταμένη και επιμελής.  Παραθέτουμε ενδεικτικά απόσπασμα που αφορά τη βασική εκδοχή της εφεσείουσας:

«Είναι αξιοπερίεργο το γεγονός ότι ενώ η βασική εκδοχή της Εναγόμενης ήταν ότι αυτά που έκανε τα έκανε κατόπιν πίεσης της Γραμματέως ΜΕ.1, στην επιστολή της ημερ. 3/4/06 προς την Επιτροπή ΣΠΕ xxx και, αφού είχαν μεσολαβήσει συνεδριάσεις της Επιτροπής ΣΠΕ xxx, ουδεμία αναφορά και ουδεμία καταγγελία κάνει ή παράπονο για πιέσεις που δέχτηκε ούτως ώστε να βρεθεί στη θέση που βρέθηκε, δηλαδή να πιστοποιεί ως μάρτυρας ψευδώς την υπογραφή της μητέρας της, ενώ την είχε πλαστογραφήσει ο Χρεώστης xxx Καρασαμάνης. Ενώ στην εν λόγω επιστολή αναφέρεται γενικά και αόριστα ότι δεν αποδέχεται τις ευθύνες που της αποδίδονται για πράγματα που δεν έκανε, χωρίς καθόλου να διευκρινίζει τι ακριβώς εννοεί και σε τι αναφέρεται, έρχεται, εν κατακλείδι, στην εν λόγω επιστολή και δηλώνει τα εξής,  αφού προηγουμένως αναφέρει ότι ένα από τα τιμήματα που πρέπει να πληρώσει για το λάθος της είναι να χάσει τη δουλειά της και γι΄ αυτό στη συνέχεια της επιστολής υποβάλλει και την παραίτηση της:

          «Σας ευχαριστώ για τη συνεργασία που είχαμε και σας εκφράζω τη μεγάλη μου λύπη και την απολογία μου για το λάθος που διέπραξα και την ταλαιπωρία που σας προκάλεσα».

Δεν θα ΄ταν αναμενόμενο στα πλαίσια της πιο πάνω επιστολής να έλθει να αναφερθεί συγκεκριμένα στο ρόλο και ανάμειξη της ΜΕ.1 έτσι ώστε να εξηγήσει και το λόγο γιατί αυτή κατέληξε στο να πιστοποιήσει ως μάρτυρας την υπογραφή του Χρεώστη ως υπογραφή της μητέρας της;  Δεν θα΄ ταν αναμενόμενο να έλθει να εξηγήσει ότι ό,τι έκανε ήταν κατόπιν πίεσης της ΜΕ.1 και για να την βοηθήσει να περάσει τον έλεγχο της Ελεγκτικής Υπηρεσίας ανώδυνα για να μην βρεθεί η Γραμματέας εκτεθειμένη;  Δεν ήταν ιδιαίτερα σημαντικό να αναφερθεί ο λόγος που έκανε την πράξη για την οποία απολογήθηκε στην εν λόγω επιστολή;  Δεν θα φαινόταν έτσι καλύτερα το μερίδιο της δικής της ευθύνης αλλά, ταυτόχρονα, και το μερίδιο της ευθύνης της Γραμματέως που, υπό τις περιστάσεις, θα ήταν και μεγαλύτερο;

Επί των πιο πάνω η Εναγόμενη αντεξετάστηκε έντονα και επίμονα αλλά δεν μπόρεσε, κατά την άποψή μου, να δώσει πειστικές και λογικές εξηγήσεις.  .»

         

Ας προσθέσουμε ότι δεν ήταν μόνο η παραδοχή ενώπιον των εφεσιβλήτων.  Αργότερα η εφεσείουσα κατήγγειλε τον εαυτό της στην αστυνομία και παραδέχθηκε τη διάπραξη ποινικού αδικήματος, τιμωρούμενη με φυλάκιση έξι μηνών με αναστολή.

 

Με την έφεση προσβάλλεται το έργο της αξιολόγησης.  Προβάλλεται ότι κακώς το δικαστήριο θεώρησε ως αξιόπιστη τη μαρτυρία της ΜΕ1 για να καταλήξει ότι η εφεσείουσα είχε πρόθεση καταδολίευσης και ότι, αντίθετα, θα έπρεπε να κάνει δεκτή την εκδοχή της εφεσείουσας.

 

Κατ΄ εξοχήν αρμόδιο για να κρίνει την αξιοπιστία των μαρτύρων και να καταλήξει σε ευρήματα είναι το πρωτόδικο δικαστήριο, το οποίο έχει την ευκαιρία να δει και να ακούσει τους μάρτυρες.  Το Εφετείο δεν παρεμβαίνει παρά μόνο όταν τα ευρήματα ως προς την αξιοπιστία αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία, θεωρούμενη στο σύνολο της ή από τα ίδια τα ευρήματα του δικαστηρίου (βλ. μεταξύ άλλων Χατζηδημητρίου ν. Δημοκρατίας (1998) 2 ΑΑΔ 104, 120, Παπακοκκίνου κ.α. ν. Δήμου Πάφου (Αρ. 1) (1998) 1Β ΑΑΔ 634, 648).

 

Όπως έχουμε ήδη αναφέρει η διεργασία αξιολόγησης εν προκειμένω ήταν εκτεταμένη, ίσως μάλιστα πέραν του αναγκαίου, και επιμελής.  Δεν παρέχεται κανένα περιθώριο επέμβασης.  Επικεντρώθηκε η έφεση στην εισήγηση πως η μαρτυρία της ΜΕ1 έρχεται σε αντίθεση με συγκεκριμένα τεκμήρια τα οποία, κατ΄ ισχυρισμό, καταδεικνύουν ότι αυτή προέβη σε διάφορες πράξεις για να καλύψει τον εαυτό της από τον έλεγχο.  Αλλά ακόμα και αν έτσι είχαν τα πράγματα, κάτι που απέρριψε το πρωτόδικο δικαστήριο, τούτο δεν επηρεάζει την κρυστάλλινη διαπίστωση του δικαστηρίου, υποστηριζόμενη από τις ίδιες τις παραδοχές της εφεσείουσας, ότι η πρόθεση της ήταν να εξαπατήσει τους εφεσίβλητους ώστε ο χρεώστης να εξασφαλίσει κάλυψη για τις υπερβάσεις του.  Τούτο απαντά και σε μια περαιτέρω πτυχή της έφεσης, ότι δηλαδή δεν αποδείχθηκε ζημία για τους εφεσίβλητους, εφόσον οι υπερβάσεις στο λογαριασμό του χρεώστη ήδη προϋπήρχαν.  Όπως ορθά διαπίστωσε το πρωτόδικο δικαστήριο η ζημία συνίστατο στην παραχώρηση της πιστωτικής διευκόλυνσης για κάλυψη υπερβάσεων που υπήρχαν στο λογαριασμό του χρεώστη. 

 

Η έφεση στερείται κάθε ερείσματος και απορρίπτεται με €2.500 έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων.

 

                                                                   Μ.Μ. Νικολάτος, Π.

 

                                                                   Α.Ρ. Λιάτσος, Δ.

 

                                                                   Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.

 

 

 

/φκ

 

                                                                  

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο