ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:

Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
public Παρπαρίνος, Λεωνίδας Σταματίου, Κατερίνα Ψαρά-Μιλτιάδου, Τάσια Α. Δημητρίου για Α. Μαθηκολώνη, για τους Εφεσείοντες. Γ. Δημητρίου (κα) για Α. Β. Ζαχαρίου, για την Εφεσίβλητη. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2020-04-07 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΦΕΛΛΑΣ κ.α. ν. EMPORIKI BANK-CYPRUS LIMITED, Πολιτική Έφεση Αρ. 17/2013, 7/4/2020 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2020:A111

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Πολιτική Έφεση Αρ. 17/2013)

 7 Απριλίου, 2020

                                                       

[ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

1.   xxx xxx ΦΕΛΛΑΣ,

2.   xxx xxx ΦΕΛΛΑ,

3.   xxx ΤΟΥΤΟΥΤΖΙΑΝ,

4.   xxx xxx ΦΕΛΛΑΣ,

5.   xxx ΦΕΛΛΑ,

Εφεσείοντες/Εναγόμενοι,

ΚΑΙ

 EMPORIKI BANK-CYPRUS LIMITED,

          Εφεσίβλητοι/Ενάγοντες,

 

Και όπως τροποποιήθηκε δυνάμει διατάγματος του Ανωτάτου Δικαστηρίου ημερομηνίας 19/06/2015

 

1.   xxx xxx ΦΕΛΛΑΣ,

2.   xxx xxx ΦΕΛΛΑ,

3.   xxx ΤΟΥΤΟΥΤΖΙΑΝ,

4.   xxx xxx ΦΕΛΛΑΣ,

5.   xxx ΦΕΛΛΑ,

Εφεσείοντες/Εναγόμενοι,

ΚΑΙ

 ALPHA BANK CYPRUS LTD,

          Εφεσίβλητοι/Ενάγοντες.

_ _ _ _ _ _

 

Α. Δημητρίου για Α. Μαθηκολώνη, για τους Εφεσείοντες.

Γ. Δημητρίου (κα) για Α. Β. Ζαχαρίου, για την Εφεσίβλητη.

 

_ _ _ _ _ _

 

ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου

 θα δοθεί από την Σταματίου, Δ.

­­­

_ _ _ _ _ _

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Με αγωγή τους ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας οι εφεσίβλητοι-ενάγοντες πέτυχαν την έκδοση απόφασης εναντίον των εφεσειόντων-εναγομένων αλληλέγγυα και/ή κεχωρισμένα για το ποσό των €232.299,01, πλέον τόκο προς 6% ετησίως από 24.11.2007 μέχρι εξόφλησης, με δυνατότητα κεφαλαιοποίησης του τόκου την 30η Ιουνίου και 31η Δεκεμβρίου εκάστου έτους, πλέον έξοδα. Περαιτέρω, εκδόθηκε απόφαση εναντίον του εφεσείοντα 1 με την οποία διετάχθη η πώληση του μεριδίου του ακινήτου του που αποτελεί αντικείμενο στην υποθήκη υπ΄ αρ. Υxxx5/2003.

 

Με τρεις λόγους έφεσης οι εφεσείοντες αμφισβητούν την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης. Με τον πρώτο λόγο έφεσης προβάλλεται ως λανθασμένη η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να απορρίψει την εισήγηση των εφεσειόντων περί ακυρότητας της επίδικης υποθήκης ως εγγραφείσα κατά παράβαση σχετικών προνοιών του περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων Νόμου (Ν.9/1965). Εσφαλμένη θεωρούν οι εφεσείοντες και την παράλειψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου να εξετάσει την εισήγησή τους ότι οι εγγυήσεις των εφεσειόντων 1-5 ήσαν άκυρες και ότι αυτοί έχουν απαλλαγεί ή πρέπει να απαλλαγούν από την ευθύνη τους ως εγγυητές λόγω της ακυρότητας της επίδικης υποθήκης. Σε περίπτωση επιτυχίας των δύο αυτών λόγων έφεσης, προβάλλεται πως θα πρέπει να γίνουν αποδεκτές οι ανταπαιτήσεις των εφεσειόντων και να κηρυχθεί η επίδικη υποθήκη άκυρη, καθώς επίσης και οι εγγυήσεις των εφεσειόντων, οι οποίοι θα πρέπει να απαλλαγούν από τις εγγυήσεις τους.

 

Οι λόγοι έφεσης θα εξεταστούν μαζί ενόψει της συνάφειάς τους.

 

Οι εφεσείοντες παραπέμπουν στα άρθρα 5, 8 και 21 του περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων Νόμου του 1965 (Ν.9/1965) και εισηγούνται πως η επίδικη υποθήκη δεν είναι έγκυρη, καθότι δε συνάδει με τις πιο πάνω νομοθετικές διατάξεις. Προς τούτο, παραπέμπουν στους όρους 4, 6 και 11 της επίδικης υποθήκης, οι οποίοι, σύμφωνα με την εισήγηση, δε συνάδουν με τις επιτακτικές πρόνοιες της πιο πάνω νομοθεσίας, με αποτέλεσμα η Σύμβαση να καθίσταται παράνομη και άκυρη.

 

Σύμφωνα με το άρθρο 5 του περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων Νόμου του 1965 (Ν.9/1965), καμία υποθήκευση ακινήτου είναι έγκυρη, εκτός εάν γίνει σύμφωνα με τις διατάξεις του Νόμου, ενώ το άρθρο 8 προνοεί για τη διαδικασία που ακολουθείται στο Επαρχιακό Κτηματολογικό Γραφείο κατά την υποθήκευση ακινήτου. Το δε άρθρο 21(1)(γ), στο οποίο στηρίζουν την επιχειρηματολογία τους οι εφεσείοντες, προνοεί ως ακολούθως:

 

«21.-(1) Αι έγγραφοι δηλώσεις αίτινες προσάγονται τω Επαρχιακώ Κτηματολογικώ Γραφείω υπό του ενυποθήκου οφειλέτου και του ενυποθήκου δανειστού διαλαμβάνουσι τα ακόλουθα στοιχεία:

(α) .......

(β) .......

 

(γ) εις την περίπτωσιν του ενυποθήκου οφειλέτου, σύμβασιν υποθήκης χαρτοσεσημασμένην συμφώνως ταις διατάξεσι του εκάστοτε εν ισχύϊ νόμου, εκθέτουσαν ότι εις πρώτην ζήτησιν ή κατά τινα ημερομηνίαν καθωρισμένην ή δυναμένην να προσδιορισθή, ούτος επέχει υποχρέωσιν, τελούσαν υπό αίρεσιν ή απόλυτον τοιαύτην, όπως καταβάλη τω ενυποθήκω δανειστή χρηματικόν τι ποσόν, καθωρισμένον ή δυνάμενον να προσδιορισθή, ομού μετά τυχόν συμφωνηθέντος τόκου επί του ποσού τούτου ή μέρους αυτού, εις ποσοστόν καθωρισμένον ή δυνάμενον να προσδιορισθή δι' αναφοράς εις οιονδήποτε έτερον ποσοστόν, και ομού μετά των εξόδων των διενεργουμένων εν περιπτώσει λήψεως νομίμων μέτρων προς είσπραξιν του ως είρηται ποσού και τόκου:

Νοείται ότι οσάκις συνιστάται υποθήκη προς εξασφάλισιν μελλούσης ή υπό αίρεσιν υποχρεώσεως, περιλαμβανομένης και υποχρεώσεως αφορώσης εις χρηματικόν τι ποσόν καταβλητέον διά δόσεων ή αφορώσης εις το υπόλοιπον τρέχοντος λογαριασμού, δέον όπως τυγχάνη καθορισμού το μέγιστον ποσόν της πιθανής υποχρεώσεως όπερ και θα λογίζηται ως το ποσόν προς εξασφάλισιν ούτινος συνιστάται η εν λόγω υποθήκη»

 

Είναι εμφανές από τις πρόνοιες της πιο πάνω νομοθετικής διάταξης πως το ποσό για το οποίο παραχωρείται η υποθήκη πρέπει να είναι καθορισμένο ή να μπορεί να προσδιοριστεί, μαζί με τυχόν συμφωνηθέντες τόκους σε ποσοστό το οποίο είναι καθορισμένο ή μπορεί να προσδιοριστεί με αναφορά σε οποιοδήποτε άλλο ποσοστό, καθώς επίσης και των εξόδων που απαιτούνται σε περίπτωση λήψης νόμιμων μέτρων προς είσπραξη του ποσού της υποθήκης και του τόκου.

 

Στην παράγραφο 4 του εγγράφου υποθήκης αναγράφεται το ποσό που οφείλεται να πληρωθεί, το οποίο ανέρχεται σε ΛΚ120.000, πλέον τόκους, προμήθειες και/ή άλλα τραπεζικά δικαιώματα ως αναφέρονται στην παράγραφο 11 του ιδίου εγγράφου. Η παράγραφος 11 αναφέρει τα ακόλουθα:

 

«11. Το μέγιστον ποσόν δια το οποίον δεσμεύονται τα υποθηκευόμενα κτήματα είναι το τελικόν υπόλοιπον το οποίον ήθελε κατά την ημέραν εκποιήσεως της παρούσης υποθήκης παραμείνει απλήρωτον εν σχέσει προς τα υποχρεώσεις τας εξασφαλιζομένας υπό της παρούσης υποθήκης μέχρι συνολικού ποσού κεφαλαίου μη υπερβαίνοντος τα ΛΚ.120.000,- (Λίρες Κύπρου Εκατόν Είκοσι Χιλιάδες Μόνον), πλέον τόκους προς 6,0% κυμαινόμενο ετησίως, προμηθείας και/ή άλλα τραπεζικά δικαιώματα επί του ποσού τούτου μέχρι πλήρους και τελείας εξοφλήσεως ως και δια δικηγορικά και δικαστικά έξοδα και/ή άλλα έξοδα και δαπάνας.»

 

Αποτελεί θέση των εφεσειόντων πως ο πιο πάνω όρος είναι αντίθετος με τις πρόνοιες του άρθρου 21(1)(γ) του Νόμου, καθότι το ποσοστό του 6% κυμαινόμενου επιτοκίου δεν ήταν προσδιορίσιμο κατά το χρόνο κατάρτισης της επίδικης υποθήκης και δεν υπάρχουν προβλεπόμενοι μηχανισμοί στο Νόμο, με βάση τους οποίους θα μπορεί το εν λόγω ποσοστό να προσδιοριστεί ανά πάσα στιγμή. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε σε ύπαρξη μηχανισμού για τον προσδιορισμό του επιτοκίου, χωρίς όμως να αναφέρει ποιοι είναι αυτοί οι μηχανισμοί.

 

Κατ΄ αρχάς σημειώνουμε πως οι ισχυρισμοί των εφεσειόντων περί παράνομης υποθήκης περιλαμβάνονται στην παράγραφο 9 της τροποποιημένης έκθεσης υπεράσπισης των εφεσειόντων, όπου αναφέρονται τα ακόλουθα:

 

«9.1......

9.2 Ισχυρίζονται περαιτέρω ότι η επίδικη υποθήκη εγγράφηκε κατά παράβαση των προνοιών της Περί Υποθηκών Νομοθεσίας Νόμος 9/65 και άρθρα 21(1)(γ) και (δ) και τα άρθρα 4, 5 & 6 της ίδιας νομοθεσίας και κατά συνέπεια η εγγραφή της είναι παράνομη ή και άκυρη ή και δέον όπως ακυρωθεί και εξαλειφθεί η υποθήκη για τους λόγους που θα παρατεθούν ακολούθως:

 

(α) Διότι κατά παράβαση των ρητών προνοιών της πιο πάνω Νομοθεσίας, στην δήλωση υποθήκης το επιτόκιο δηλώθηκε προς 6% κυμαινόμενο από την ημερομηνία εγγραφής της υποθήκης, την 3/09/03 και

 

(β) Διότι στην σύμβαση υποθήκης ή και στο έγγραφο υποθήκης το επιτόκιο με βάση τον όρο 11 παρέχει το Δικαίωμα στην Ενάγουσα να αυξάνει το επιτόκιο κατά την κρίση της, με αποτέλεσμα το επιτόκιο να μην είναι καθορισμένο ούτω και να δύναται να προσδιορισθεί με αναφορά σε άλλο ποσοστό επιτοκίου όπως προνοεί η ως άνω αναφερόμενη νομοθεσία και

 

(γ) Διότι με βάση την Σύμβαση - Δήλωση Υποθήκης, η υποχρέωση πληρωμής του Ενυπόθηκου χρέους καθορίζεται η ημέρα εγγραφής της Υποθήκης δηλαδή η 3/09/2003 ενώ στη σύμβαση του επίδικου στεγαστικού δανείου ο τρόπος πληρωμής και οι όροι πληρωμής του δανείου είναι εντελώς διαφορετικοί και αντίθετοι με την δήλωση - σύμβαση υποθήκης.»

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, εξετάζοντας την εισήγηση της υπεράσπισης ότι η επίδικη υποθήκη θα πρέπει να ακυρωθεί, λόγω ασαφούς και αόριστης αναφοράς σε σχέση με το επιτόκιο, ανέφερε τα ακόλουθα:

 

«Καμία ασάφεια δεν υπάρχει στον προσδιορισμό του επιτοκίου. Ευθύς εξαρχής οι εναγόμενοι γνώριζαν ότι το επιτόκιο του ποσού που καλύπτει η υποθήκη θα ήταν κυμαινόμενο. Υπάρχουν άλλωστε οι προβλεπόμενοι εκ του νόμου μηχανισμοί με βάση τους οποίους ανά πάσα στιγμή, μπορεί τούτο να προσδιοριστεί, κατά τρόπο που πληρεί τις προϋποθέσεις του άρθρου 21(1)(γ) του περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων Νόμου (Ν.9/1965).»

 

Κατά την ακρόαση της υπόθεσης δόθηκε μαρτυρία από δύο υπαλλήλους των εφεσιβλήτων οι οποίες αναφέρθηκαν και στις αυξομειώσεις του βασικού επιτοκίου οι οποίες αποστέλλοντο στον εφεσίβλητο 1 και, επίσης, δίδοντο με ανακοινώσεις στον τύπο, όπου καθορίζεται ο χρόνος κατά τον οποίο υπήρξε αύξηση του βασικού επιτοκίου, καθώς και του επιτοκίου υπερημερίας. Σημειώνεται πως, τόσο κατά την υπογραφή της σύμβασης δανείου, όσο και κατά την υπογραφή της υποθήκης, το ποσοστό επιτοκίου ήταν καθορισμένο. Στη συμφωνία δανείου (Τεκμ. 2) αναφέρεται ρητά πως για τα πρώτα δύο χρόνια το βασικό επιτόκιο θα ήταν 4,5% συν περιθώριο 1%, δηλαδή τελικό επιτόκιο 5,5% κυμαινόμενο, ενώ για τα επόμενα χρόνια 4,5% βασικό επιτόκιο, πλέον 1,5% περιθώριο και τελικό επιτόκιο 6% κυμαινόμενο. Καθορίζεται επίσης πως η επιβολή του βασικού επιτοκίου ή και του περιθωρίου θα είναι στη διακριτική ευχέρεια της τράπεζας και θα γνωστοποιείται με ανακοίνωση στον ημερήσιο τύπο ή με γραπτή ειδοποίηση. Οι αυξομειώσεις του κυμαινόμενου επιτοκίου προκύπτουν από τα Τεκμ. 11, 15, 16, 17, 19, 20, 21, 22, 23, 25, 27, 28 και 29. Περαιτέρω, όπως αναφέρθηκε στη μαρτυρία, οι αυξομειώσεις αναρτούντο με σχετικές ανακοινώσεις στα καταστήματα της Τράπεζας.

 

Σύμφωνα με το άρθρο 2 του περί Υπηρεσιών Πληρωμών Νόμου του 2009 (Ν. 128(I)/2009):

«επιτόκιο αναφοράς» σημαίνει επιτόκιο που -

(α) χρησιμεύει ως βάση για τον υπολογισμό του επιτοκίου που θα χρησιμοποιηθεί, και

(β) προέρχεται από πηγή διαθέσιμη στο κοινό δυνάμενη να ελεγχθεί από αμφότερα τα μέρη της σύμβασης παροχής υπηρεσιών πληρωμών·».

 

Οι πρόνοιες της πιο πάνω νομοθεσίας είναι βοηθητικές για το υπό εξέταση ζήτημα. Παρά το ότι ο Νόμος αυτός έχει καταργηθεί στις 18.4.2018 ίσχυε κατά την επίδικη περίοδο και, με βάση τα γεγονότα που τέθηκαν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, το επιτόκιο που ίσχυε κατά πάντα ουσιώδη χρόνο ήταν διαθέσιμο στο κοινό και μπορούσε να ελεγχθεί από τους εφεσείοντες. Συνεπώς, το ύψος του επιτοκίου μπορούσε, υπό τις περιστάσεις, να προσδιοριστεί έτσι ώστε να πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 21(1)(γ) του σχετικού Νόμου, όπως ορθά έκρινε το πρωτόδικο Δικαστήριο.

 

Περαιτέρω, ηγέρθηκε από τον ευπαίδευτο συνήγορο των εφεσειόντων ότι στην παρούσα περίπτωση ισχύει το δικαίωμα του ενυπόθηκου οφειλέτη να εξαλείψει την υποθήκη ως αποτέλεσμα της εφαρμογής του δικαιώματος εξαγοράς «equity of redemption». Η εισήγηση αυτή δεν έχει προβληθεί, ούτε στο δικόγραφο των εφεσειόντων, ούτε στην αγόρευσή τους κατά την πρωτόδικη διαδικασία, ούτε καλύπτεται από τους λόγους έφεσης. Συνεπώς, δε θα μπορούσε να εξεταστεί.

 

Εν πάση περιπτώσει, κρίνουμε ότι το έγγραφο της υποθήκης, Τεκμ. 4, περιλαμβάνει όλες τις αναγκαίες λεπτομέρειες που προνοούνται από τη σχετική νομοθεσία και όσον αφορά το θέμα του τόκου αυτός θα μπορούσε να προσδιοριστεί όπως έχουμε αναφέρει πιο πάνω.

 

Ενόψει των πιο πάνω, ο λόγος έφεσης 1 απορρίπτεται και συνακόλουθα και οι υπόλοιποι, εφόσον θα είχαν έρεισμα μόνο σε περίπτωση επιτυχίας του πρώτου λόγου έφεσης.

 

Η έφεση απορρίπτεται, με €2.500 έξοδα, πλέον ΦΠΑ, εναντίον των εφεσειόντων.

 

 

ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.

 

 ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.

 

 ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.

 

/ΧΤΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο