ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:DOD:2020:17
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
Έφεση Αρ. 15/2017
22 Απριλίου, 2020
[ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
Ε.Λ.Κ..
Εφεσείουσα
ΚΑΙ
Μ.Κ.
Εφεσίβλητος
---------
Σ. Σταυρινίδης, για την εφεσείουσα.
Κ. Δημητριάδης, για τον εφεσίβλητο.
--------------
Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.: Ο γάμος των διαδίκων κατέρρευσε και επήλθε διάσταση μεταξύ τους. Η εφεσείουσα αξίωσε σειρά απαιτήσεων επί της κινητής και ακίνητης περιουσίας του εφεσίβλητου, με βάση τις πρόνοιες του περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμου, Ν. 232/91, όπως τροποποιήθηκε. Οι προϋποθέσεις που με βάση το Νόμο αυτό θεμελιώνουν αγώγιμο δικαίωμα σε αξίωση περιουσιακών διαφορών περιέχονται στο άρθρο 14, το οποίο διαλαμβάνει τα ακόλουθα:
«14.-(1) Σε περίπτωση που ο γάμος λυθεί ή ακυρωθεί, ή σε περίπτωση διάστασης των συζύγων, και η περιουσία του ενός συζύγου έχει αυξηθεί, ο άλλος σύζυγος, εφόσο συνέβαλε με οποιοδήποτε τρόπο στην αύξηση αυτή, δικαιούται να εγείρει αγωγή στο Δικαστήριο και να απαιτήσει την απόδοση του μέρους της αύξησης το οποίο προέρχεται από τη δική του συμβολή.
(2) Η συνεισφορά του ενός συζύγου στην αύξηση της περιουσίας του άλλου τεκμαίρεται ότι ανέρχεται στο ένα τρίτο της αύξησης, εκτός αν αποδειχθεί μεγαλύτερη ή μικρότερη συνεισφορά.
(3) Στην αύξηση της περιουσίας των συζύγων δεν υπολογίζεται ό,τι αυτοί απέκτησαν:
(α) Από δωρεά, κληρονομιά, κληροδοσία ή άλλη χαριστική αιτία
(β) με διάθεση περιουσίας που αποκτήθηκε με τις αναφερόμενες στην παράγραφο (α) αιτίες.»
Υπό το φως του άρθρου 14 το πρωτόδικο δικαστήριο σημείωσε πως για να τελεσφορούσε η αξίωση της εφεσείουσας θα έπρεπε να συντρέχουν σωρευτικά η διάσταση, η αύξηση της περιουσίας του εφεσίβλητου και η συνεισφορά της ίδιας σε τέτοια αύξηση.
Το πρωτόδικο δικαστήριο έχοντας αφενός ακούσει και αξιολογήσει τη μαρτυρία που προσέφερε η εφεσείουσα (τη δική της μαρτυρία και ενός υπαλλήλου πιστωτικού ιδρύματος όπου ο εφεσίβλητος διατηρούσε λογαριασμό) και αφετέρου τη μαρτυρία που προσέφερε ο εφεσίβλητος, η οποία περιορίστηκε στη δική του μαρτυρία, αποδέχθηκε τη μαρτυρία του τελευταίου ως αξιόπιστη και εν πάση περιπτώσει ήταν η διαπίστωση του πως η μαρτυρία της εφεσείουσας δεν ικανοποιούσε τις προϋποθέσεις που θέτει το άρθρο 14. Ειδικότερα έκρινε ότι η εφεσείουσα «παρέλειψε να προσκομίσει τέτοια μαρτυρία που να μπορεί το δικαστήριο να έχει αποκρυσταλλωμένη άποψη επί της ισχυριζόμενης από την αιτήτρια αύξησης της περιουσίας του καθ΄ου η αίτηση τόσο επί της ακίνητης όσο και επί της κινητής (περιουσίας).» Επιπρόσθετα, για σκοπούς πληρότητας της απόφασης του, προχώρησε στην εξέταση και της τρίτης προϋπόθεσης που θέτει το άρθρο 14, για να καταλήξει ότι η εφεσείουσα επίσης δεν προσκόμισε οποιαδήποτε ή και ικανοποιητική μαρτυρία για να μπορούσε το δικαστήριο να καταλήξει σε ικανοποιητικά συμπεράσματα για το ζήτημα της δικής της, κατ΄ ισχυρισμόν, συνεισφοράς. Με δεδομένο δε ότι δεν αποδείχθηκε η αύξηση της περιουσίας του εφεσίβλητου, δεν θα μπορούσε βέβαια να εφαρμοστεί το τεκμήριο του άρθρου 14(2). Το αποτέλεσμα ήταν η απόρριψη της αίτησης με έξοδα, εξ ου και η παρούσα έφεση.
Με την έφεση προβάλλεται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η εφεσείουσα δεν απέδειξε την αύξηση της περιουσίας του εφεσίβλητου (λόγος έφεσης 2) και στο συμπέρασμα ότι δεν απέδειξε τη συμβολή της σε τέτοια αύξηση (λόγος έφεσης 3). Πιο γενικά προβάλλεται ότι κακώς το πρωτόδικο δικαστήριο αποφάσισε ότι δεν είχε εφαρμογή στα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης το άρθρο 14 ώστε να μην επιδικάσει στην εφεσείουσα οποιοδήποτε ποσό (λόγος έφεσης 4). Υπάρχουν και επιμέρους λόγοι έφεσης οι οποίοι όμως αφορούν στα ίδια ζητήματα. Με το λόγο έφεσης 5 προβάλλεται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι η εφεσείουσα δεν απέδειξε τη συνεισφορά της «στην ύπαρξη χρημάτων μετρητών ύψους €30.000 στην κατοχή του καθ΄ ου η αίτηση όπως και το αυτοκίνητο αρ. εγγραφής ΧΧΧ τα οποία αποτελούσαν αύξηση της περιουσίας του καθ΄ ου η αίτηση». Με το λόγο έφεσης 1 προβάλλεται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο κακώς επέτρεψε να ακουστεί μαρτυρία εκτός δικογράφων και να αντεξεταστεί η εφεσείουσα σε σχέση με τον τρόπο απόκτησης ενός διαμερίσματος από τον εφεσίβλητο. Προσβάλλεται ακόμα και το έργο της αξιολόγησης της μαρτυρίας (λόγος έφεσης 6). Τέλος, η εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι κακώς το δικαστήριο δεν επεδίκασε έξοδα υπέρ της μετά που ο εφεσίβλητος απέσυρε ανταπαίτηση την οποία είχε, με αποτέλεσμα το δικαστήριο να την απορρίψει (λόγος έφεσης 7).
Σε ότι αφορά το ζήτημα της αξιολόγησης ας επαναλάβουμε ακόμα μια φορά ότι κατ΄ εξοχήν αρμόδιο για να κρίνει την αξιοπιστία των μαρτύρων και να καταλήξει σε ευρήματα είναι το πρωτόδικο δικαστήριο, το οποίο έχει την ευκαιρία να δει και να ακούσει τους μάρτυρες. Το Εφετείο δεν παρεμβαίνει παρά μόνο όταν τα ευρήματα ως προς την αξιοπιστία αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία, θεωρούμενη στο σύνολο της ή από τα ίδια τα ευρήματα του δικαστηρίου (βλ. μεταξύ άλλων Χατζηδημητρίου ν. Δημοκρατίας (1998) 2 ΑΑΔ 104, 120, Παπακοκκίνου κ.α. ν. Δήμου Πάφου (Αρ. 1) (1998) 1Β ΑΑΔ 634, 648). Δεν έχει υποδειχθεί κανένας λόγος γιατί το Εφετείο στην παρούσα υπόθεση να επέμβει στο έργο της αξιολόγησης.
Άλλωστε το πρόβλημα της υπόθεσης της εφεσείουσας έγκειται στο μη ικανοποιητικό και επαρκές της μαρτυρίας της. Όπως υποδείχθηκε στη θεμελιακή υπόθεση Ορφανίδη ν. Ορφανίδη (1998) 1 ΑΑΔ 179, αφετηρία αποτελεί η διαπίστωση των περιουσιακών στοιχείων των συζύγων κατά τον χρόνο του γάμου και ακολουθεί η διαπίστωση της αύξησης (αν υπάρχει) μέχρι του χρονικού σημείου της διάστασης και σε τρίτο στάδιο εξετάζεται η προέλευση της αύξησης αυτής και η συνάρτηση της με τη συνεισφορά του ετέρου των συζύγων. Στην ίδια απόφαση υποδείχθηκε περαιτέρω ότι «η αύξηση, η οποία υπόκειται σε διανομή, δεν είναι η αξία των περιουσιακών στοιχείων του ιδιοκτήτη συζύγου, αλλά η καθαρή αξία της περιουσίας του η οποία ανευρίσκεται μετά από συνυπολογισμό των περιουσιακών του στοιχείων αφενός και των χρηματικών του υποχρεώσεων αφετέρου.»
Είναι σε αυτά τα νομικά πλαίσια που κινήθηκε το πρωτόδικο δικαστήριο με αναφορά στα επιμέρους περιουσιακά στοιχεία του εφεσίβλητου, για να καταλήξει ότι η μαρτυρία της εφεσείουσας, σε ότι αφορά το ζήτημα της αύξησης της περιουσίας του εφεσίβλητου, ήταν ανεπαρκής. Υπέδειξε το πρωτόδικο δικαστήριο και παρέπεμψε σε χαρακτηριστικό απόσπασμα από τη μαρτυρία, ότι στην πραγματικότητα το τι επικαλέστηκε η εφεσείουσα για να αποδείξει την αύξηση ήταν οι αναφορές που κατ΄ ισχυρισμόν της έκαμνε για την αξία στοιχείων της περιουσίας του ο εφεσίβλητος στο παρελθόν. Σχολίασε το πρωτόδικο δικαστήριο επί του ζητήματος αυτού ως ακολούθως:
«.το να προβάλλει [η εφεσείουσα] ισχυρισμούς επί τούτου, τόσο στην αίτηση της αλλά και στη μαρτυρία της, ότι είναι από ό,τι ο καθ΄ ου η αίτηση της έλεγε, δεν ικανοποιεί τον απαιτούμενο βαθμό απόδειξης της αιτήτριας επί της αύξησης της περιουσίας του καθ΄ ου η αίτηση. Ο καθ΄ ου η αίτηση δεν παραδέχθηκε τους ισχυρισμούς αυτούς της αιτήτριας. Ο καθ΄ ου η αίτηση πρόβαλε τους ισχυρισμούς του στην υπεράσπιση και την ανταπαίτηση του, αλλά και στην ένορκη δήλωση αποκάλυψης των περιουσιακών του στοιχείων, η αιτήτρια τους γνώριζε αλλά απέτυχε να τους αντικρούσει και να αποδείξει τους δικούς της ισχυρισμούς.»
Γενικά η εφεσείουσα δεν παρουσίασε οποιαδήποτε θετική μαρτυρία για το ζήτημα της αύξησης της περιουσίας, περιλαμβανομένης της αξίας του αυτοκινήτου κατά τον ουσιώδη χρόνο. Σε ότι αφορά δε το χρηματικό ποσό που κατ΄ ισχυρισμόν της ο εφεσίβλητος κρατούσε σε μετρητά, το δικαστήριο δεν αποδέχθηκε τους ισχυρισμούς της.
Δεν βρίσκουμε λόγο παρέμβασης στη βασική αυτή διαπίστωση του πρωτόδικου δικαστηρίου. Η κατάληξη μας αυτή συμπαρασύρει και τους επιμέρους λόγους έφεσης.
Σε ότι αφορά το ζήτημα των εξόδων της ανταπαίτησης έχουμε διαπιστώσει ότι όταν απεσύρθη η ανταπαίτηση η πλευρά της εφεσείουσας δεν ζήτησε έξοδα και το δικαστήριο, απορρίπτοντας την ανταπαίτηση, δεν προέβη σε οποιαδήποτε σχετική διαταγή. Συνεπώς προκύπτει ότι η ανταπαίτηση αποσύρθηκε και απορρίφθηκε χωρίς διαταγή για έξοδα και δεν χρειάζεται να υπεισέλθουμε στον ισχυρισμό της άλλης πλευράς ότι, ούτως ή άλλως, αυτή ήταν η μεταξύ των δικηγόρων εξήγηση ή και συμφωνία προτού αποσυρθεί η ανταπαίτηση.
Η έφεση απορρίπτεται με €2.500 έξοδα πλέον ΦΠΑ υπέρ του εφεσίβλητου και εναντίον της εφεσείουσας.
Λ. Παρπαρίνος, Δ.
Κ. Σταματίου, Δ.
Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.
/φκ