ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Ναθαναήλ, Στέλιος Σταύρου Παρπαρίνος, Λεωνίδας Γιασεμή, Γιασεμής Ν. για την Εφεσείουσα. Γ. Νικολαΐδης, για τον Εφεσίβλητο 1. Α. Πέτσας για Κιτρομηλίδης, Πέτσας Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσίβλητο 2. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2020-04-14 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ALPHA BANK CYPRUS LIMITED ν. ΖΑΛΟΥΜΗ κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ. 149/2013, 14/4/2020 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2020:A123

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 149/2013)

 

14 Aπριλίου, 2020

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ/στές]

 

ALPHA BANK CYPRUS LIMITED,

Εφεσείουσα/Ενάγουσα

-         ΚΑΙ   -

 

1.   xxx ΖΑΛΟΥΜΗ,

                                   2.  xxx ΕΥΑΝΘΗ,

Εφεσίβλητων/Εναγομένων

------------------------------------------

Στ. Χριστοδούλου για Γεωργιάδης & Πελίδης Δ.Ε.Π.Ε.,

για την Εφεσείουσα.

Γ. Νικολαΐδης, για τον Εφεσίβλητο 1.

Α. Πέτσας για Κιτρομηλίδης, Πέτσας Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσίβλητο 2.

------------------------------------------

 

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ:  Η ομόφωνη απόφαση του

Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Ναθαναήλ.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

        ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.:  Το πρωτόδικο Δικαστήριο μέσα από μια πολυσέλιδη απόφαση απέρριψε την αγωγή της εφεσείουσας τράπεζας εναντίον των δύο εφεσιβλήτων οι οποίοι ήταν εγγυητές του πρώην εναγομένου 1-πρωτοφειλέτη, στη βάση του ότι η εφεσείουσα δεν απέδειξε με την αναγκαία μαρτυρία τα ποσά τα οποία, κατά την αξίωση της, ήταν οφειλόμενα από αυτούς. 

 

        Η εφεσείουσα αξίωσε εναντίον των εφεσιβλήτων και του πρωτοφειλέτη το ποσό των €56.881,75, (ΛΚ33.291,41), με τόκο 12% από 1.1.2004  και επιπλέον το ποσό των €633,05, (ΛΚ370,51), με τόκο 10½% ετησίως από 1.1.2004 μέχρι 26.2.2004 και  μετέπειτα   12%   από 27.2.2004    μέχρι   εξόφλησης  με κεφαλαιοποίηση την 30η Ιουνίου και την 31η Δεκεμβρίου εκάστου έτους μέχρι εξόφλησης.  Τα ποσά αυτά ήταν, κατά την τράπεζα, οφειλόμενα δυνάμει αιτήσεως του πρωτοφειλέτη, ημερ. 27.7.2001, στη βάση της οποίας ανοίχθηκε στις 18.10.2001 τρεχούμενος λογαριασμός στο όνομα του.  Η εφεσείουσα τράπεζα επίσης συμφώνησε δυνάμει εγγράφου συμφωνίας, ημερ. 18.10.2001, την παραχώρηση προς τον πρωτοφειλέτη δανείου εκ ΛΚ35.000 πληρωτέο στις 19.10.2001 ή διά μηνιαίων δόσεων από ΛΚ548,76 εκάστη της πρώτης δόσης πληρωτέας την 18.11.2001 και ούτω καθ΄ εξής μέχρι τελείας εξόφλησης.  Η τράπεζα άνοιξε προς όφελος του πρωτοφειλέτη σχετικό λογαριασμού δανείου. 

 

        Οι εφεσίβλητοι με συμφωνία εγγύησης, ημερ. 18.10.2001, εγγυήθηκαν όλες τις υποχρεώσεις του πρωτοφειλέτη, παρούσες ή μελλοντικές, ανέλαβαν δε μόλις τους ζητηθεί από την τράπεζα να αποπληρώσουν οποιοδήποτε ποσό είχε καταστεί πληρωτέο και απαιτητό σύμφωνα με τις υποχρεώσεις του πρωτοφειλέτη περιλαμβανομένων τόκων, τραπεζικών δικαιωμάτων, δικηγορικών και άλλων εξόδων.  Η εφεσείουσα τράπεζα είχε λάβει ως περαιτέρω εξασφάλιση και εγγύηση των υποχρεώσεων του πρωτοφειλέτη, εκχώρηση δικαιωμάτων από ασφαλιστήριο συμβόλαιο με την Alpha Ασφαλιστική Λτδ, καθώς και εκχώρηση εισοδημάτων εκ £1.600 από ενοικίαση του εστιατορίου Date Club που ο πρωτοφειλέτης συμφώνησε με την Mediterranean Catering Ltd.  Υπήρχε περαιτέρω και εξασφάλιση δυνάμει γενικού δικαιώματος επίσχεσης επί εκάστου και οποιουδήποτε ποσού χρημάτων, διαπραγματεύσιμων εγγράφων και πάσης φύσεως ενεργητικού του πρωτοφειλέτη.  Εν τέλει, λόγω παράβασης εκ μέρους του πρωτοφειλέτη των συμφωνιών τρεχούμενου λογαριασμού και δανείου και λόγω μη ανταπόκρισης προς τις σχετικές ειδοποιήσεις, η εφεσείουσα τράπεζα στις 27.2.2004 τερμάτισε τη λειτουργία των συμφωνιών και των λογαριασμών και απαίτησε την άμεση πληρωμή όλων των υπολοίπων τα οποία κατά την ημερομηνία τερματισμού, ανέρχονταν στα προαναφερθέντα ποσά. 

 

        Προστίθεται ότι είχε συμφωνηθεί ότι ο χρεωστικός λογαριασμός θα έφερε τόκο 8.15% ετησίως, ενώ αυτό μπορούσε να τύγχανε ανάλογης αυξομείωσης ανάλογα με την εκάστοτε νομοθεσία, το ίδιο δε προνοείτο και για τη συμφωνία δανείου.

        Οι εφεσίβλητοι ειδοποιήθηκαν για τις απαιτήσεις αυτές ως εγγυητές με επιστολή ημερ. 4.4.2005 στη βάση της οποίας επίσης ειδοποιήθηκαν ότι το επιτόκιο των λογαριασμών θα επιβαρυνόταν από τις 27.2.2004 με επιτόκιο προς 12% από 1.1.2004.

 

        Μαρτυρία  ενώπιον  του   Δικαστηρίου   έδωσε   εκ   μέρους   της εφεσείουσας τράπεζας ο xxx Άδωνη, εργοδοτούμενος στη Διεύθυνση Καθυστερήσεων και  υπεύθυνος του λογαριασμού του πρωτοφειλέτη από την ημερομηνία που υποβλήθηκαν  οι   σχετικές αιτήσεις.  Ο εφεσίβλητος 1 - εναγόμενος 2 - έδωσε μαρτυρία προσωπικά, ενώ για τον εφεσιβλήτο 2 -   εναγόμενο 3 -  κατέθεσε ο xxx Λιβέρης, τραπεζικός υπάλληλος κατά την περίοδο της μαρτυρίας του στην Societe Generale Κύπρου, και κατά την περίοδο του Οκτωβρίου του 2001, υπάλληλος της εφεσείουσας τράπεζας που γνώριζε τον πρωτοφειλέτη ως πελάτη της.

 

 Το Δικαστήριο, αφού αναφέρθηκε εξαντλητικά στη μαρτυρία ενός εκάστου, έκρινε ότι δεν μπορούσε να βασιστεί στη μαρτυρία του τραπεζικού υπαλλήλου, ο οποίος δεν έκανε καλή εντύπωση, μη παρουσιάζοντας ορθή και ολοκληρωμένη εικόνα στο Δικαστήριο, με απαντήσεις που κατά το στάδιο της αντεξέτασης ήταν ασαφείς, μη καθαρές και με προσπάθεια αποφυγής τοποθέτησης επί συγκεκριμένων θεμάτων. Προς τεκμηρίωση της θέσης του, το Δικαστήριο κατέγραψε τέσσερεις παράγοντες υποδιαιρώντας ορισμένους εξ αυτών σε επί μέρους ζητήματα, που ανάγονταν βασικά στην, κατά την άποψη του Δικαστηρίου, ασάφεια εξήγησης των κατατεθέντων λογαριασμών, στον τρόπο που προέκυψαν διάφορες χρεώσεις και πώς προέκυψαν με ακρίβεια τα αξιωθέντα από την τράπεζα υπόλοιπα. Επίσης ότι ενώ ο μάρτυρας είχε αναφέρει ότι ήταν υπεύθυνος του λογαριασμού του πρωτοφειλέτη από την εποχή των αιτήσεων, στην αντεξέταση είπε ότι έλαβε γνώση των λογαριασμών όταν αυτοί μεταφέρθηκαν στο Τμήμα Καθυστερήσεων.  Δεν είχε επίσης υπόψη του μια επιστολή ημερ. 6.4.2005 που είχε αποστείλει ο εφεσίβλητος 2, Τεκμ. 17, διότι αυτή είχε απευθυνθεί στο Τμήμα Χορηγήσεων Πιστωτικών Διευκολύνσεων. Από την άλλη, έκρινε τη μαρτυρία του εφεσίβλητου 1 ως ειλικρινή με αυθόρμητες και σαφείς απαντήσεις και χωρίς να περιπέσει σε ουσιαστικές αντιφάσεις που επηρέαζαν την αξιοπιστία του.  Τη μαρτυρία του xxx Λιβέρη, πέραν του ότι δεν παρατήρησε να περιέχει αντιφάσεις, το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν προσέφερε οτιδήποτε ιδιαίτερο στην υπόθεση των εφεσιβλήτων εφόσον το τι κατέθεσε στο Δικαστήριο ήταν ό,τι έβλεπε στα έγγραφα που του είχαν υποδειχθεί.

 

        Στη βάση της αξιολόγησης της μαρτυρίας το Δικαστήριο προέβη σε αριθμό ευρημάτων, η ουσία των οποίων έχει ως εξής:  Η τράπεζα ενέκρινε προς τον πρωτοφειλέτη την παραχώρηση τραπεζικών διευκολύνσεων και συγκεκριμένα την παραχώρηση δανείου για ΛΚ35.000 εξασφαλισμένο με διάφορους τρόπους, περιλαμβανομένων και των προσωπικών εγγυήσεων των εφεσιβλήτων για απεριόριστο ποσό.  Ανοίχθηκε επίσης προς όφελος του πρωτοφειλέτη τρεχούμενος λογαριασμός χωρίς όριο, αλλά το Δικαστήριο δεν μπορούσε να καταλήξει με ασφάλεια στο ακριβές επιτόκιο το οποίο συμφωνήθηκε.  Αμφότεροι οι λογαριασμοί παρουσίασαν καθυστερήσεις και έτσι τερματίστηκαν με επιστολή ημερ. 27.2.2004, ενημερώνοντας τον πρωτοφειλέτη ταυτόχρονα για την εκάστοτε μεταβολή του επιτοκίου και τους τόκους υπερημερίας.  Με επιστολή 4.4.2005, η τράπεζα ενημέρωσε και τους εφεσίβλητους για τον τερματισμό της λειτουργίας του λογαριασμού δανείου του πρωτοφειλέτη καλώντας τους να καταβάλουν το τότε οφειλόμενο ποσό που ανερχόταν σε ΛΚ37.505,86 πλέον του νέου επιτοκίου προς 12% που χρεωνόταν από 1.1.2004.  Ο εφεσίβλητος 2 απέστειλε στο Τμήμα Χορηγήσεων στο κεντρικό κατάστημα της τράπεζας επιστολή ημερ. 6.4.2005, με την οποία ρωτούσε για την πορεία της εξασφάλισης που είχε παραχωρηθεί από τον πρωτοφειλέτη, όπως επίσης και για τον νέο αριθμό λογαριασμού για τον οποίο δεν είχε γνώση.  Η εφεσείουσα τράπεζα δεν απάντησε και προχώρησε με την καταχώρηση της αγωγής. 

 

        Όπως προαναφέρθηκε, το Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή με έξοδα σε βάρος της εφεσείουσας τράπεζας θεωρώντας κατ΄ αρχάς ότι η συμφωνία εγγύησης, ημερ. 18.10.2001, δεν κάλυπτε και τη συμφωνία τρεχούμενου λογαριασμού ίδιας ημερομηνίας ανεξαρτήτως του γενικού λεκτικού των σχετικών παραγράφων της συμφωνίας εγγύησης.  Το Δικαστήριο έκρινε ότι από τη μαρτυρία το αντάλλαγμα της σύμβασης εγγύησης ήταν η χορήγηση του δανείου των ΛΚ35.000 προς τον πρωτοφειλέτη χωρίς να υπήρχε οποιαδήποτε ένδειξη ή μαρτυρία ότι το δάνειο αυτό και ο τρεχούμενος λογαριασμός που ανοίχθηκε αυθημερόν σχετίζονταν με οποιοδήποτε τρόπο.  Περαιτέρω δεν υπήρχε μαρτυρία ότι οι εφεσίβλητοι έλαβαν γνώση για την επιστολή έγκρισης των πιστωτικών διευκολύνσεων ή για την ύπαρξη και υπογραφή της σχετικής συμφωνίας για το άνοιγμα του τρεχούμενου λογαριασμού.  Η πρόθεση των μερών, σύμφωνα με το Δικαστήριο, ήταν όπως η εγγύηση δοθεί για το δάνειο και αντάλλαγμα της συμφωνίας εγγύησης ήταν αυτή η πιστωτική διευκόλυνση. Η μαρτυρία του εφεσίβλητου 1 είχε αυτή την κατεύθυνση, ότι δηλαδή, υπέγραψε την εγγύηση, μεταξύ άλλων, και διότι ο πρωτοφειλέτης του είπε ότι θα εκχωρούσε το ενοίκιο για το Date Club. Οι επιστολές τερματισμού που στάληκαν στους εφεσίβλητους από την τράπεζα αναφέρονταν στον τερματισμό της συμφωνίας δανείου χωρίς οποιαδήποτε αναφορά στην ύπαρξη του τρεχούμενου λογαριασμού του πρωτοφειλέτη ή απαίτηση του υπολοίπου του λογαριασμού αυτού ως μέρος της κάλυψης δυνάμει της εγγυήσεως που δόθηκε.  Εν πάση περιπτώσει ακόμη και εάν η εγγύηση θεωρείτο ότι κάλυπτε και τον τρεχούμενο λογαριασμό του πρωτοφειλέτη, η εφεσείουσα τράπεζα σε ουδεμία απαίτηση για πληρωμή του ποσού αυτού προέβηκε ως οι πρόνοιες της ίδιας της συμφωνίας εγγύησης.  Αντί της γραπτής απαιτήσεως δυνάμει της συμφωνίας εγγύησης, η τράπεζα προχώρησε απευθείας με την καταχώρηση αγωγής.

 

        Για σκοπούς πληρότητας το Δικαστήριο  εξέτασε κατά πόσο οι δύο καταστάσεις των επιδίκων λογαριασμών που κατατέθηκαν αποτελούσαν επαρκή απόδειξη της ορθότητας του περιεχομένου τους.  Σύμφωνα με το άρθρο 22 του περί Αποδείξεως Νόμου Κεφ. 9, αντίγραφο καταχώρησης σε τραπεζικό βιβλίο γίνεται εκ πρώτης όψεως δεκτό ως απόδειξη των καταχωρήσεων, των δοσοληψιών και των λογαριασμών που είναι καταχωρημένα σ΄ αυτό δεδομένου ότι από τη μαρτυρία φαίνεται ότι το βιβλίο ήταν ένα από τα συνήθη βιβλία της τράπεζας, η καταχώρηση έγινε κατά τη συνήθη διεξαγωγή των εργασιών της τράπεζας, το βιβλίο βρισκόταν υπό τη φύλαξη και έλεγχο της τράπεζας και το αντίγραφο έχει συγκριθεί με την αρχική καταχώρηση και διαπιστώθηκε ότι ήταν ορθό.  Το άρθρο αυτό δημιουργεί μαχητό τεκμήριο, το οποίο όμως αμφισβητήθηκε από την  υπεράσπιση ως προς  το ορθό περιεχόμενο των διαφόρων εγγραφών στους λογαριασμούς του πρωτοφειλέτη, περιλαμβανομένων των χρεώσεων τόκων, και με δεδομένο ότι η μαρτυρία του μοναδικού μάρτυρα της τράπεζας αξιολογήθηκε αρνητικά, το Δικαστήριο θεώρησε ότι τόσο ο λογαριασμός δανείου, όσο και ο τρεχούμενος λογαριασμός, δεν αποδείχθηκαν με την αναγκαία ακρίβεια και στον απαιτούμενο βαθμό αναφορικά με τα τελικά ποσά που ζητούνταν.  Συνεπώς, κατά το Δικαστήριο, το μαχητό τεκμήριο του άρθρου 22 καταρρίφθηκε και, εφόσον η τράπεζα δεν προσέφερε περαιτέρω μαρτυρία προς απόδειξη των υπολοίπων, δεν μπόρεσε ούτε και να αποδείξει την ορθότητα τους στη βάση του ισοζυγίου των πιθανοτήτων. 

 

        Το Δικαστήριο παρά το ότι κατέληξε στη θέση ότι η αγωγή θα έπρεπε να απορριφθεί, προχώρησε να εξετάσει και τις υπερασπίσεις που  προέβαλαν   οι  εφεσίβλητοι   επικαλούμενοι ουσιαστικά το άρθρο 99 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149, ότι ο εγγυητής δικαιούται στο όφελος κάθε ασφάλειας που κατέχει ο πιστωτής έναντι του πρωτοφειλέτη, είτε ο εγγυητής γνώριζε για την ύπαρξη της ασφάλειας αυτής, είτε όχι, και, αν ο πιστωτής απωλέσει ή χωρίς τη συνεννόηση του εγγυητή αποξενωθεί από την εγγύηση, τότε ο εγγυητής απαλλάσσεται κατά την έκταση της αξίας της ασφάλειας αυτής. Το Δικαστήριο δεν αποδέχθηκε τη σχετική υπεράσπιση ότι η τράπεζα είτε λόγω δικών της ενεργειών ή κακής διαχείρισης, είτε αμελώς, έχασε την εξασφάλιση της εκχώρησης των μηνιαίων ενοικίων εφόσον η μοναδική μαρτυρία επί του θέματος που δεν αμφισβητήθηκε ήταν αυτή του μάρτυρα της εφεσείουσας τράπεζας που κατέθεσε ότι η συμφωνία αυτή δεν προχώρησε δεδομένου της παράλειψης του πρωτοφειλέτη να εφαρμόσει τους όρους της. Περαιτέρω, ουδεμία μαρτυρία προσκομίστηκε ότι οι εφεσίβλητοι πλήρωσαν το οφειλόμενο ποσό ή μέρος αυτού. Το Δικαστήριο παρενθετικά σημείωσε ότι σύμφωνα με τον όρο 4 της συμφωνίας εγγύησης, η τράπεζα διατηρούσε το δικαίωμα να κρατεί ή να διαθέτει, κατά την απόλυτη κρίση της, οποιεσδήποτε εξασφαλίσεις, είτε υφιστάμενες κατά την ημέρα της συμφωνίας, είτε μελλοντικές, χωρίς να είναι υποχρεωμένη να λογίζει προς όφελος των εγγυητών - εφεσιβλήτων - οποιοδήποτε ανάλογο ποσό εξασφαλίσεων ή εισπράξεων μέχρι να πληρωθεί το οφειλόμενο ποσό. 

 

        Με την έφεση της η εφεσείουσα προτείνει επτά λόγους για τους οποίου η πρωτόδικη κρίση πρέπει να ακυρωθεί.  Ουσιαστικός λόγος είναι το λανθασμένο εύρημα του Δικαστηρίου ότι η εφεσείουσα δεν απέδειξε την απαίτηση της αναφορικά με το λογαριασμό δανείου και συναφώς, κατά τον τρίτο λόγο, εσφαλμένα εξετάστηκε η ορθότητα των καταστάσεων λογαριασμού που κατατέθηκαν και των καταχωρήσεων σ΄ αυτούς,  δεδομένου ότι δεν υπήρχε ανάλογος δικογραφημένος ισχυρισμός στις υπερασπίσεις με τον οποίο να αμφισβητείτο η ορθότητα των χρεοπιστώσεων. Λανθασμένο θεωρείται και το συμπέρασμα ότι ανατράπηκε το μαχητό υπέρ της εφεσείουσας τεκμήριο του άρθρου 22, εφόσον η αμφισβήτηση των ποσών στις κατατεθείσεις καταστάσεις λογαριασμού ήταν μόνο γενική και αόριστη με υποβολές προς το μάρτυρα της τράπεζας χωρίς συγκεκριμένες περί του αντιθέτου θέσεις, πώς και γιατί το χρεωστικό υπόλοιπο δεν ήταν ορθό.  Οι λόγοι για τους οποίους το Δικαστήριο έκρινε ότι ο μοναδικός μάρτυρας της τράπεζας ήταν αναξιόπιστος ήταν επουσιώδεις και ασήμαντοι και λανθασμένα επηρέασαν την κρίση του Δικαστηρίου ως προς την αξιοπιστία του.  Οι λογαριασμοί που κατατέθηκαν μαζί με όλα τα τεκμήρια που κατατέθηκαν χωρίς οποιαδήποτε ένσταση και χωρίς αντεξέταση, έδειχναν ότι οι λογαριασμοί τηρήθηκαν ορθά και το Δικαστήριο είχε ενώπιον του όλα τα δεδομένα για να καταλήξει σε ασφαλή ευρήματα ως προς το οφειλόμενο ποσό περιλαμβανομένης και σαφούς μαρτυρίας περί της αύξησης του επιτοκίου. Αντίθετα, η αποδοχή της μαρτυρίας των εφεσιβλήτων ως αποδεκτή και αξιόπιστη, ερχόταν σε αντίθεση με παραδεκτά γεγονότα, πέραν του δεδομένου ότι ήταν ασαφής και χωρίς επαρκή τεκμηρίωση.

 

        Στο περίγραμμα αγόρευσης της εφεσείουσας τράπεζας, (καθώς και στο κατατεθέν μεταγενέστερο Υπόμνημα), εξειδικεύονται οι λόγοι έφεσης με ταυτόχρονη παραπομπή σε νομολογία, με το συμπέρασμα του Δικαστηρίου να απορρίψει την αγωγή, ενώ ήταν παραδεκτή η υπογραφή της συμφωνίας εγγύησης, να θεωρείται λανθασμένο.  Αντίθετη, βέβαια, είναι η θέση των εφεσιβλήτων στα αντίστοιχα περιγράμματα τους θεωρώντας ότι ορθά το Δικαστήριο κατέληξε στην απόρριψη της αγωγής ενόψει της ποιότητας της μαρτυρίας που προσέφερε η τράπεζα και της μη απόδειξης των οφειλομένων ποσών. 

 

        Είναι σημαντικό να καταγραφεί σε γενικές γραμμές η δικογραφία που καταχωρήθηκε στην υπόθεση.  Το ειδικώς οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα αξίωνε τα ποσά των ΛΚ370,51 με τόκο 10½%  ετησίως από 1.1.2004 μέχρι 26.2.2004 και προς 12% από 27.2.2004 μέχρι εξόφλησης και ΛΚ33.291,41 με τόκο προς 12% από 1.1.2004 μέχρι τελείας εξόφλησης, με τα πιο πάνω ποσά να κεφαλαιοποιούνται στις 30 Ιουνίου και 31η Δεκεμβρίου κάθε χρόνου. Οι αξιώσεις αυτές, σύμφωνα με τις παρασχεθείσες λεπτομέρειες, προέρχονταν από το άνοιγμα τρεχούμενου λογαριασμού προς όφελος του πρωτοφειλέτη, κατόπιν αιτήσεως του, ενώ δυνάμει συμφωνίας δανείου παραχωρήθηκε σ΄ αυτόν δάνειο εκ ΛΚ35.000.  Μετά από αναφορά σε διάφορους όρους στο λογαριασμό αυτό, καταγράφεται ότι με εγγύηση τους, ημερ. 18.10.2001, αμφότεροι οι εφεσίβλητοι εγγυήθηκαν αλληλέγγυα και κεχωρισμένα την πληρωμή όλων των υποχρεώσεων του πρωτοφειλέτη προς την τράπεζα.  Τόσο ο τρεχούμενος λογαριασμός, όσο και ο λογαριασμός δανείου, άνοιξαν με συγκεκριμένους αριθμούς οι οποίοι στη συνέχεια άλλαξαν. Λόγω της παράλειψης του πρωτοφειλέτη να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του η τράπεζα τερμάτισε τους λογαριασμούς οι οποίοι, κατά τον τερματισμό, παρουσίαζαν ως οφειλόμενα τα αξιωθέντα ποσά.

 

 Με την υπεράσπιση του ο εφεσίβλητος 1 - εναγόμενος  2 -, αρνήθηκε τους ισχυρισμούς της τράπεζας ισχυριζόμενος ότι αυτή δεν είχε δικαίωμα να μεταβάλλει το βασικό επιτόκιο και ότι παράνομα και αντισυμβατικά χρέωνε το λογαριασμό του πρωτοφειλέτη με προμήθειες και δικαιώματα και, περαιτέρω, ότι οποιαδήποτε αποδειχθείσα εγγύηση του ήταν υπό την αίρεση της αυστηρής τήρησης της συμφωνίας μεταξύ της τράπεζας και του πρωτοφειλέτη.  Περαιτέρω, ο εφεσίβλητος 1 δικαιούτο στο όφελος οποιωνδήποτε εξασφαλίσεων παρείχε ο πρωτοφειλέτης προς την τράπεζα, ενώ δικαιούτο και σε απαλλαγή στην έκταση της αξίας των εν λόγω εξασφαλίσεων ή ασφαλειών. Πρόσθετα, αμφισβήτησε ότι η οποιαδήποτε συμφωνία εγγύησης ήταν έγκυρη εφόσον αυτή δεν καταρτίστηκε στην παρουσία τουλάχιστον δύο μαρτύρων.  Με τη σειρά του ο εφεσίβλητος 2 - εναγόμενος 3 -,  αρνήθηκε  καθ΄ ολοκληρίαν τους ισχυρισμούς της απαίτησης, ισχυριζόμενος περαιτέρω ότι έχει εξοφληθεί το χρέος και ουδέν ποσό οφείλετο, εν πάση δε περιπτώσει δικαιούτο στο όφελος της αξίας και/ή σε απαλλαγή κατά την έκταση της ασφάλειας ή εξασφάλισης που είχε η τράπεζα από τον πρωτοφειλέτη.

 

        Να  σημειωθεί  ότι,  όπως προκύπτει από τον πρωτόδικο φάκελο, εναντίον του πρωτοφειλέτη εκδόθηκε απόφαση στις 19.1.2007 κατόπιν μονομερούς αιτήσεως, ημερ. 8.1.2007, λόγω μη καταχώρησης εμφάνισης εκ  μέρους  του,  για  το  ποσό των ΛΚ370.51 με τόκο 10.5% ετησίως επί του ποσού αυτού από 1.1.2004 μέχρι 26.2.2004 και προς 12% από 27.2.2004, μέχρι τελείας εξοφλήσεως με κεφαλαιοποιημένους τους τόκους κάθε 30η Ιουνίου και 31η Δεκεμβρίου εκάστου έτους, καθώς και για το ποσό των               ΛΚ33.291 με τόκο προς 12% επί του ποσού αυτού από 1.1.2004 μέχρι τελείας εξοφλήσεως με ίδια κεφαλαιοποίηση τόκων ως προηγουμένως, πλέον έξοδα.  Η απόφαση αυτή ουδέποτε παραμερίστηκε με οποιοδήποτε δικαστικό διάβημα. 

 

        Υπό το φως των ανωτέρω, και εξετάζοντας τους λόγους έφεσης, το πρώτο που πρέπει να παρατηρηθεί είναι ότι οι λόγοι δεν καλύπτουν τον τρεχούμενο λογαριασμό ούτε στρέφονται εναντίον του ευρήματος του Δικαστηρίου ότι η εγγύηση που δόθηκε από τους εφεσίβλητους, παρά το εκτεταμένο του λεκτικού της, δεν κάλυπτε τον τρεχούμενο λογαριασμό παρά μόνο τη συμφωνία δανείου.  Έτσι, το ζήτημα αυτό δεν θα απασχολήσει περαιτέρω. 

 

Κατά τα υπόλοιπα, όμως, το Δικαστήριο κρίνεται ότι ήταν λανθασμένο στη θεώρηση του επί των λογαριασμών, αλλά και της εν γένει μαρτυρίας του xxx Άδωνη, και λανθασμένα έκρινε ότι ο μάρτυρας της εφεσείουσας τράπεζας ήταν στην ουσία αναξιόπιστος.  Αυτό διότι το Δικαστήριο αποδέχθηκε ότι οι εφεσίβλητοι υπέγραψαν τη συμφωνία εγγυήσεως,  υπογραφή (που είναι άλλωστε παραδεκτή από αυτούς), η  οποία ήταν   αρκούντως   εκτεταμένη από πλευράς λεκτικού και, ως αποδέχθηκε το Δικαστήριο, εξηγήθηκε τουλάχιστον στον εφεσίβλητο 1, (όπως και ο ίδιος παραδέχθηκε στη μαρτυρία του), από τους τότε αρμοδίους υπαλλήλους της τράπεζας για το ποσό των Λ.Κ.35.000 με επιτόκιο 8,15%.  Ήταν επίσης δεδομένο στην ουσία από την ίδια την υπεράσπιση, αλλά και τη μαρτυρία του xxx Άδωνη ότι από την 1.1.2004, όπως φαίνεται και από τα Τεκμήρια 15(β) και 16(β), ουδέν ποσό πλήρωσε οποτεδήποτε ο πρωτοφειλέτης έναντι, είτε των ποσών που πιστώνονταν στον τρεχούμενο λογαριασμό, είτε στο λογαριασμό δανείου.  Αφήνοντας κατά μέρος τα Τεκμήρια 15(α) και 15(β) που αφορούσαν τον τρεχούμενο λογαριασμό, οι κατατεθέντες λογαριασμοί Τεκμήρια 16(α) και 16(β) που αφορούσαν την κατάσταση δανείου, δείχνουν, ιδιαίτερα το Τεκμήριο 16(β), ότι κανένα ποσό δεν είχε πιστωθεί μετά την 1.1.2004 προς όφελος του πρωτοφειλέτη.  Αυτό συνάδει με τη μαρτυρία του μάρτυρα ότι δεν είχε πληρωθεί οτιδήποτε, ούτε και είχε καταβληθεί οποιοδήποτε ποσό έναντι και στη βάση των εξασφαλίσεων  που είχαν δοθεί από τον πρωτοφειλέτη.  Μάλιστα, η εφεσείουσα τράπεζα παραπονείτο ότι ο πρωτοφειλέτης δεν την ειδοποίησε ποτέ για την αποξένωση των δικαιωμάτων και συμφερόντων του επί του εστιατορίου Date Club, τα ενοίκια του οποιου είχαν εκχωρηθεί στην τράπεζα δυνάμει της Συμφωνίας Εκχώρησης Εισοδημάτων και Χρεών.

 

        Σύμφωνα με τη μαρτυρία του τραπεζικού υπαλλήλου και τη δήλωση που κατέθεσε ως Έγγραφο 1, οι λογαριασμοί που κατατέθηκαν, τόσο του τρεχούμενου, όσο και του δανείου, τηρούνταν στα βιβλία της εφεσείουσας τράπεζας ως μέρους του αρχείου της στο όνομα του πρωτοφειλέτη και τα βιβλία αυτά ήταν από τα συνήθη της τράπεζας, τηρούνταν σε ηλεκτρονική μορφή, και βρίσκονταν υπό τη φύλαξη και έλεγχο της.  Στη συνήθη και κανονική διεξαγωγή των τραπεζικών εργασιών καταχωρούνταν οι πληρωμές, οι εισπράξεις και οι τόκοι υπερημερίας και οι τυπωμένες καταστάσεις λογαριασμού είχαν ελεγχθεί και συγκριθεί με τα στοιχεία που παρουσιάζονταν στην οθόνη του ηλεκτρονικού υπολογιστή της εφεσείουσας τράπεζας και ήταν ορθές.  Σύμφωνα με το άρθρο 22 του περί Αποδείξεως Νόμου Κεφ. 9, μαρτυρία για τα πιο πάνω γίνεται δεκτή ως εκ πρώτης όψεως απόδειξη καταχώρησης των «θεμάτων, δοσοληψιών και λογαριασμών που είναι καταχωρημένα σε αυτό», δηλαδή, το αντίγραφο του τραπεζικού λογαριασμού και μαρτυρία προς τούτο δίδεται από διευθυντή ή υπάλληλο της τράπεζας, είτε προφορικά, είτε με ένορκη δήλωση.  Η παρουσίαση, επομένως, και μάλιστα χωρίς οποιαδήποτε ένσταση, πέραν από τον αριθμό των ίδιων των λογαριασμών και των ημερομηνιών των δοσοληψιών, του λογαριασμού δανείου, Τεκμήρια 16(α) και 16(β), (που έγινε όμως δεκτό από το Δικαστήριο ότι υπήρξε  αλλαγή αριθμού), δημιούργησε εκ πρώτης όψεως απόδειξη της ορθότητας όλων των καταχωρήσεων.  Η υπεράσπιση αμφισβητούσε, όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, τη μεταβολή του βασικού επιτοκίου και ότι παρανόμως χρεωνόταν ή διαφοροποιείτο ο τόκος επί των οφειλών του πρωτοφειλέτη, (υπεράσπιση του εφεσίβλητου 1), ενώ αμφισβητείτο επίσης και η οφειλή οποιουδήποτε ποσού με εξόφληση, εννοείται από τον πρωτοφειλέτη, του χρέους, (υπεράσπιση του εφεσίβλητου 2). 

 

        Σε κανένα όμως στάδιο οι υποβολές που έγιναν από πλευράς των συνηγόρων των εφεσιβλήτων δεν στόχευσαν, ούτε έδειξαν, ότι είτε το δάνειο των ΛΚ35.000 δεν είχε δοθεί, είτε ότι έναντι του ποσού αυτού ο πρωτοφειλέτης κατέθεσε συγκεκριμένα ποσά τα οποία δεν πιστώθηκαν ή δεν χρησιμοποιήθηκαν από την τράπεζα ως έπρεπε για να μειώσουν το χρέος.  Το λεκτικό της εγγύησης, Τεκμήριο 5, ρητά προνοούσε ότι η εγγύηση αμφοτέρων των εφεσιβλήτων ήταν συνεχής προς την τράπεζα και ότι θα ευθύνονταν για όλες τις  υποχρεώσεις του πρωτοφειλέτη που θα είχαν δημιουργηθεί μέχρι την ημέρα της ειδοποίησης τερματισμού και ότι η εγγύηση ίσχυε για το τελικό ποσό που δυνατόν να ήταν πληρωτέο προς  την τράπεζα από τον πρωτοφειλέτη μέχρις ότου πληρωθεί το υπόλοιπο. 

 

        Επίσης πολύ σημαντικός είναι ο όρος 14 του εγγράφου εγγυήσεως, Τεκμήριο 5, το οποίο υπέγραψαν οι εφεσίβλητοι, ότι σε περίπτωση δικαστικών ή άλλων μέτρων εναντίον τους θα θεωρείται ως τελεσίδικη μαρτυρία πιστοποιητικό της τράπεζας υπογραμμένο από δύο εξουσιοδοτημένους υπαλλήλους και ότι θα δεσμεύονταν από οποιαδήποτε παραδοχή και/ή αναγνώριση χρέους και/ή  υποχρεώσεις που τυχόν θα έδινε ο πρωτοφειλέτης προς την τράπεζα. Οι καταστάσεις λογαριασμού Τεκμ. 16(α) και 16(β) είναι υπογραμμένες από δύο τραπεζικούς υπαλλήλους, αλλά δεν τιτλοφορείται ως Πιστοποιητικό.  Ακόμη και έτσι όμως, το μαχητό τεκμήριο του άρθρου 22, τίθεται σε πλήρη εφαρμογή.  Περαιτέρω και σύμφωνα με την περαιτέρω πρόνοια της υπογραφείσας εκ μέρους των εφεσιβλήτων εγγύησης στην παράγραφο 14, ο πρωτοφειλέτης, όπως έχει αναφερθεί προηγουμένως, στην ουσία παραδέχθηκε το χρέος του μετά την έγερση της αγωγής εναντίον του από την εφεσείουσα τράπεζα με τη μη εμφάνιση του και την εκ μέρους του αμέλεια ή παράλειψη να αμφισβητήσει τα ποσά που ζητούντο από αυτόν με την αγωγή.  Είναι γι΄ αυτό το λόγο που ο μάρτυρας της τράπεζας αναφέρθηκε αρκετές φορές στη μαρτυρία του ότι υπήρχε ήδη απόφαση του Δικαστηρίου που αφορούσε τον πρωτοφειλέτη που παρουσίαζε συγκεκριμένα  υπόλοιπα και τόκους ως οφειλόμενα αφενός από τον πρωτοφειλέτη και, αφετέρου, και από τους εγγυητές.  Στο Τεκμήριο 16(β), που είναι η συνέχεια του τραπεζικού λογαριασμού δανείου Τεκμήριο 16(α), καταγράφεται, ακριβώς, ότι την 1.1.2004 στη βάση της αποφάσεως που εκδόθηκε, το υπόλοιπο ήταν ΛΚ33.291,41 με τόκο προς 12%.  Αυτό λάμβανε ήδη υπόψη τις διάφορες χρεοπιστώσεις που καταγράφονταν στο Τεκμήριο 16(α) και το οποίο μεταφέρθηκε στη συνέχεια κατά την 1.1.2004 στο Τεκμ.16(β).  Έκτοτε, όπως ήδη έχει λεχθεί, καμία πίστωση δεν έγινε στο λογαριασμό.

 

        Βεβαίως η έκδοση απόφασης εναντίον του πρωτοφειλέτη δεν παράγει δεδικασμένο έναντι και των εγγυητών, (Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ ν. Γ. & Κ. Βιονευρολογική Λτδ (2011) 1 Α.Α.Δ. 234).  Αποτελεί όμως ένδειξη οφειλής, αλλά και έναντι των εγγυητών, όπως εδώ οι εφεσίβλητοι, αυτοί ήδη δεσμεύονταν από την υπογραφείσα εγγύηση και τους όρους της.  Ήταν λάθος του πρωτόδικου Δικαστηρίου να θεωρήσει ότι η εφεσείουσα τράπεζα είχε υποχρέωση να ενημερώνει τους εγγυητές και ότι εκ της μη ενημέρωσης αυτής προέκυπτε πρόσθετο πρόβλημα αξιοπιστίας της μαρτυρίας που προσέφερε η τράπεζα.  Αυτό, εφόσον το Δικαστήριο είχε ταυτόχρονα δεχθεί ότι πράγματι η τράπεζα μπορούσε να διαφοροποιεί το επιτόκιο χωρίς της συγκατάθεση των εγγυητών.  Συνάγεται ότι και η ενημέρωση δεν ήταν νομικά αναγκαία, εφόσον το μείζον της συγκατάθεσης, δεν υφίστατο ως προϋπόθεση.

 

        Με δεδομένο, επομένως, ότι το δάνειο των ΛΚ35.000 είχε δοθεί στον πρωτοφειλέτη και οι εφεσίβλητοι είχαν ρητώς εγγυηθεί την εξόφληση του δανείου αυτού, τα πράγματα ήταν πολύ πιο απλά.  Λανθασμένα το Δικαστήριο, συνεπώς, απέρριψε ολόκληρη την αγωγή (εξουδετερώνοντας ουσιαστικά την καθ΄ αυτή ύπαρξη του δανείου και της οφειλής), επειδή ο μάρτυρας της τράπεζας δεν ήταν σε θέση να εξηγήσει με ακρίβεια ορισμένες χρεοπιστώσεις και τον τρόπο με τον οποίο χρεώνονταν οι τόκοι και οι διάφορες άλλες χρεώσεις διότι δεν είχε μαζί του τα υποστηρικτικά έντυπα για κάθε εγγραφή.  Η αμφισβήτηση αυτών των ζητημάτων όμως σε καμία περίπτωση δεν μπορούσε να ανατρέψει το μαχητό τεκμήριο του άρθρου 22 που έδειχνε εκ πρώτης όψεως την ορθότητα των καταχωρήσεων και των σχετικών δοσοληψιών.  Όπως αναφέρθηκε και στην υπόθεση Ιωαννίδης ν. Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ (2014) 1 Α.Α.Δ. 1491, ECLI:CY:AD:2014:A484, οι καταστάσεις λογαριασμού κατατέθηκαν χωρίς ένσταση και δεν απεδείχθη με σαφή μαρτυρία το εσφαλμένο του υπόλοιπου του λογαριασμού από την πλευρά των εγγυητών.  Ακόμη και η αναγνώριση και ο εντοπισμός από την τράπεζα κάποιου λάθους και η διόρθωση του, δεν ανατρέπει το μαχητό τεκμήριο αλλά, αντίθετα, ενισχύει την αξιοπιστία των λογαριασμών.  Οι εφεσίβλητοι, με δεδομένη στην ουσία τη μετατόπιση του βάρους επί των ώμων των, δεν προσκόμισαν σαφή μαρτυρία περί του τελικού οφειλόμενου ποσού προβάλλοντας προς το Δικαστήριο τη δική τους εκδοχή που θα παρέμενε βεβαίως προς αξιολόγηση, ως προς την ορθότητα των χρεώσεων, την εκάστοτε επιβολή τόκων και το τυχόν λανθασμένο των όποιων ποσών καταγράφηκαν ή εμφαίνονταν στους λογαριασμούς.  Οι γενικές και αόριστες υποβολές δεν ήταν επαρκείς.  Η υποβολή, για παράδειγμα, προς το μάρτυρα από το συνήγορο του εφεσίβλητου 1 ότι «το  υπόλοιπο είναι λανθασμένο κατά £10.000», χωρίς ουσιαστική επεξήγηση και χωρίς μαρτυρία από πλευράς του εφεσίβλητου 1, δεν ήταν παρά μια άσφαιρη υποβολή.

 

        Επομένως, στη βάση και της νομολογίας, όπως την Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Λτδ ν. Λάμπρος Χαριλάου Λτδ (2009) 1 Α.Α.Δ. 479, υπήρχε μαρτυρία από τον xxx Άδωνη ότι η εφεσείουσα τράπεζα διατηρούσε με την τυπικότητα και ορθότητα που αναφέρεται στο άρθρο 22 του Κεφ. 9, τα σχετικά βιβλία τα οποία και παρουσιάστηκαν υπό μορφή ηλεκτρονικών λογαριασμών που είχαν συγκριθεί με τα πρωτότυπα.  Οι θέσεις του Δικαστηρίου ότι ανατράπηκε το μαχητό τεκμήριο στη βάση και της αναξιοπιστίας, καθώς έκρινε, του μάρτυρα της τράπεζας δεν ήταν βάσιμες.  Από τη στιγμή που κατατέθηκαν οι λογαριασμοί στη βάση του άρθρου 22, δεν καθίστατο αναξιόπιστος ο μάρτυρας επειδή κατά την αντεξέταση δέχθηκε ότι έλαβε γνώση για τους λογαριασμούς του πρωτοφειλέτη μετά που αυτοί μεταφέρθηκαν στις καθυστερήσεις.  Οι λογαριασμοί, τόσο του χρεωστικού, όσο και του δανείου, αποτύπωναν όλη την πορεία αυτών και φανέρωναν την εκ πρώτης όψεως ορθότητα τους έγιναν δεκτοί δε στη βάση του ότι ο μάρτυρας, ως υπάλληλος της τράπεζας, τους είχε στην κατοχή του και τους παρουσίασε.  Ούτε ήταν δείγμα αναξιοπιστίας το ότι ο μάρτυρας δεν μπορούσε να τοποθετηθεί συγκεκριμένα για καθυστερήσεις στο δάνειο ή ότι δεν φαίνονταν τελικά να γίνονταν μεταφορές από τον τρεχούμενο στο λογαριασμό δανείου.  Περαιτέρω, πολλές από τις θέσεις του Δικαστηρίου για να απορρίψει παντελώς τη μαρτυρία του xxx Άδωνη συνδέονταν και με την εκτενή ανάλυση που κατέγραψε για τη σχέση του λογαριασμού δανείου και των υποχρεώσεων των εγγυητών με τον τρεχούμενο λογαριασμό. Λανθασμένα αναμείχθηκαν τα δύο ως επηρεάζοντα εν τέλει την αξιοπιστία του μάρτυρα ώστε να αναιρείται αυτή τούτη η παροχή του δανείου που αποδεδειγμένα υπήρξε, και που σαφώς εγγυήθηκαν οι εφεσίβλητοι.

 

        Είναι γεγονός ότι ο μάρτυρας της τράπεζας δεν μπορούσε να εξηγήσει ορισμένες χρεώσεις και τη διαφοροποίηση κατά καιρούς των διαφόρων τόκων.  Στο περίγραμμα αγόρευσης της η τράπεζα προβαίνει σε διάφορες σκέψεις και αριθμητικές πράξεις όπως απορρέουν από το ίδιο το Τεκμήριο 16(α) ούτως ώστε να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι το Εφετείο πρέπει να παραμερίσει την πρωτόδικη απόφαση και να εκδώσει υπέρ της τράπεζας απόφαση για ΛΚ19.078,59 με διάφορους τόκους επί διαφόρων ποσών όπως εξειδικεύονται.  Αυτά όμως δεν μπορούν τώρα να ληφθούν  υπόψη εφόσον δεν ήταν η θέση του μάρτυρα ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου και δεν μπορούν να αποτελέσουν τη βάση για οποιουσδήποτε υπολογισμούς, ούτε και αναμένεται από το Εφετείο να προβεί σε τέτοιες πράξεις.  Εκείνο όμως το οποίο θα μπορούσε να γίνει είναι  να εκδοθεί απόφαση στη βάση του ποσού που ζήτησε η τράπεζα με τους κατατεθέντες λογαριασμούς και με τόκο προς 8.15% που έφερε η συμφωνία δανείου εξ αρχής παρά το γεγονός ότι η τράπεζα δικαιούτο να αυξομειώσει το επιτόκιο πλην όμως όντως οι εφεσίβλητοι ως εγγυητές ειδοποιήθηκαν για την αλλαγή του επιτοκίου στο 12% μόνο με την επιστολή 4.4.2005 καθυστερημένα, δηλαδή, και εκ των υστέρων μετά τον τερματισμό του λογαριασμού δανείου του πρωτοφειλέτη στις 27.2.2004.  Επομένως η χρέωση του 12% θα είναι από τις 4.4.2005.

 

        Επομένως, για όλους τους πιο πάνω λόγους, η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται και εκδίδεται απόφαση υπέρ της εφεσείουσας τράπεζας για το ποσό των €56.881,75, αντίστοιχο των ΛΚ33.291,41, εναντίον των εφεσιβλήτων αλληλεγγύως και κεχωρισμένως, με τόκο 8.15% από την ημερομηνία τερματισμού του λογαριασμού δανείου στις 27.2.2004 και μέχρι τις 4.4.2005 και μετέπειτα με τόκο 12% μέχρι εξόφλησης.

 

        Τα έξοδα, τόσο πρωτοδίκως, όσο και κατ΄ έφεση, επιδικάζονται υπέρ της εφεσείουσας και εναντίον των εφεσιβλήτων, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

 

 

                                                Δ.

 

 

 

                                                Δ.

 

 

 

                                                Δ.

 

/ΕΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο