ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας στους οποίους κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:

Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
public Ναθαναήλ, Στέλιος Σταύρου Παρπαρίνος, Λεωνίδας Σταματίου, Κατερίνα Κ. Γρηγορίου για Phc. TsangaridesLLC,για την Εφεσείουσα. Συνεργάτες ΔΕΠΕ, για τον Εφεσίβλητο. CY DOD Κύπρος Δευτεροβάθμιο Οικογενειακό Δικαστήριο 2020-04-14 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο Α.Θ. ν. Λ. Λ., Έφεση Αρ. 13/2017, 14/4/2020 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:DOD:2020:12

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

 

(Έφεση Αρ. 13/2017)

 

14 Aπριλίου, 2020

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ/στές]

 

Α.Θ.,

Εφεσείουσα

-         ΚΑΙ   -

 

Λ. Λ.,

Εφεσίβλητου

---------------------------------------------

 

Κ. Γρηγορίου  για Phc. TsangaridesLLC,για την Εφεσείουσα.

Ι. Σταυρούλια (κα) με Ευτ. Φιλίππου (κα) για Πατρίκιο Παύλου &

Συνεργάτες ΔΕΠΕ, για τον Εφεσίβλητο.

 

---------------------------------------------

 

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ:  Η ομόφωνη απόφαση του

Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Ναθαναήλ.

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

        ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.:  Η έφεση επιδιώκει την ακύρωση της απόφασης του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λεμεσού στη δικαιοδοσία Περιουσιακών Διαφορών ημερ. 23.3.2017 με την οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση της εφεσείουσας να ακυρωθεί ως εσφαλμένο το διάταγμα, ημερ. 2.9.2016, με το οποίο ο εφεσίβλητος εξασφάλισε την  υποκατάστατη επίδοση της εναρκτήριας αίτησης και οποιουδήποτε άλλου παρεπόμενου διατάγματος ή ενδιάμεσης αίτησης στην καθ΄ ης η αίτηση 2, με επίδοση αυτών στην καθ΄ ης η αίτηση 1-εφεσείουσα.

 

        Εν συντομία, το ιστορικό αφορά τη διαφορά επί των περιουσιακών θεμάτων των δύο πρώην συζύγων, ήτοι, της εφεσείουσας και του εφεσίβλητου με την προσθήκη, σε μεταγενέστερο της καταχώρησης της αίτησης στάδιο, της θυγατέρας του ζεύγους, Γ.Λ., προς την οποία φαίνεται να είχε μεταβιβαστεί η επίδικη περιουσία από την εφεσείουσα μητέρα της.  Ο εφεσίβλητος ήγειρε την αξίωση του την 1.6.2016 εναντίον της εφεσείουσας μόνο, για να προστεθεί στη συνέχεια, ως αναφέρθηκε, και η θυγατέρα ως καθ΄ ης η αίτηση 2.  Στις 2.9.2016, ο εφεσίβλητος με ex-parte αίτηση ζήτησε και πέτυχε την υποκατάστατη επίδοση της τροποποιημένης εναρκτήριας αίτησης για επίλυση των περιουσιακών διαφορών, καθώς και την υποκατάστατη επίδοση του προσωρινού διατάγματος που στο μεταξύ είχε εκδοθεί στις 26.8.2016, με επίδοση των   εγγράφων   αυτών στην εφεσείουσα ώστε να λάβει γνώση η  καθ΄ ης η αίτηση 2, Γ.Λ..  Η αίτηση υποστηριζόταν από ένορκη δήλωση δικηγόρου στο γραφείο των δικηγόρων του εφεσίβλητου, στην οποία θα γίνει αναφορά αργότερα, με το Δικαστήριο να εκδίδει αυθημερόν το διάταγμα υποκατάστατης επίδοσης.

 

        Στη συνέχεια, στις 7.10.2016, υποβλήθηκε από την εφεσείουσα αίτημα ακύρωσης του διατάγματος υποκατάστατης επίδοσης υποστηριζόμενο από ένορκη δήλωση της ιδίας της εφεσείουσας το οποίο συνάντησε την ένσταση του εφεσίβλητου, με το Δικαστήριο να απορρίπτει, μετά από ακρόαση, την αίτηση παραμερισμού.  Οι λόγοι απόρριψης, στη σχετικά σύντομη απόφαση του, στηρίχθηκαν στη θέση ότι η εφεσείουσα δεν είχε locus standi να υποβάλει την αίτηση παραμερισμού βασιζόμενο σε μια περικοπή από το Annual Practice 1955, στα σχόλια του O.10, σελ. 91, αντίστοιχο με τη Δ.5Α των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας.  Το Δικαστήριο δεν ασχολήθηκε με οτιδήποτε άλλο, θεωρώντας ότι θα είχε ακαδημαϊκή και μόνο σημασία, και ότι εναπόκειτο στην ίδια την καθ΄ ης η αίτηση 2, Γ. Λ., να υπέβαλλε σχετική αίτηση για παραμερισμό, εάν το επιθυμούσε. 

 

        Με δύο λόγους έφεσης η εφεσείουσα παραπονείται ότι λανθασμένα και πεπλανημένα το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση παραμερισμού παραγνωρίζοντας ιδιαίτερα το γεγονός ότι το διάταγμα υποκατάστατης επίδοσης διέταζε την ίδια την εφεσείουσα υπό την ιδιότητα της ως διάδικο στη υπόθεση και, επομένως, είχε κάθε δικαίωμα να  υποβάλει το αίτημα για παραμερισμό εφόσον, κατά το λεκτικό του διατάγματος που εκδόθηκε ex parte, όλες οι υποκατάστατες επιδόσεις θα γίνονταν σε αυτή χωρίς μάλιστα να γνωρίζει, εφόσον δεν της επιδόθηκε η αίτηση και η ένορκη δήλωση, σε ποια γεγονότα στηρίχθηκε η έκδοση του. Περαιτέρω, το Δικαστήριο κακώς συνέδεσε στο τέλος της απόφασης του το γεγονός της μεταβίβασης επίδικης περιουσίας από την εφεσείουσα στη θυγατέρα της με το ζήτημα του ορθού και πρόσφορου τρόπου επίδοσης μιας αίτησης υποκατάστατης επίδοσης χωρίς μάλιστα να είχε προηγηθεί οποιαδήποτε προσπάθεια επίδοσης απευθείας προς την καθ΄ ης η αίτηση 2, Γ.Λ.  Η αντίθετη θέση του εφεσίβλητου είναι ότι ορθά το Δικαστήριο έκρινε ότι η εφεσείουσας δεν είχε locus standi επικαλούμενος προς τούτου τη Δ.48 θ.8(4), καθώς και διάφορες αποφάσεις που τονίζουν ότι ο κύριος σκοπός μιας  υποκατάστατης επίδοσης είναι κατά πόσο ο τρόπος που επιλέγεται αποτελεί και το προσφορότερο μέσο, κατά λογική προοπτική, με το οποίο ο διάδικος θα λάβει γνώση των διαδικασιών για να ενεργήσει αναλόγως.  Έγινε σχετική αναφορά και στη Φραγκέσκου ν. Γρηγορίου (2000) 1 Α.Α.Δ. 1765

 

        Κατά την συζήτηση της έφεσης αναπτύχθηκαν εκατέρωθεν επιχειρήματα στη βάση των περιγραμμάτων αγόρευσης και έγινε αναφορά στο κατά πόσο η εφεσείουσα έχει ή όχι locus standi και κατά πόσο υπήρχε άλλος τρόπος που ήταν πλέον πρόσφορος στο να λάβει γνώση η καθ΄ ης η αίτηση 2 της διαδικασίας που ηγέρθηκε από τον πατέρα της, ούσα πλέον μέρος της διαφοράς εφόσον μεταβιβάστηκε περιουσία στο όνομα της. 

 

        Η όλη συζήτηση και οι θέσεις των συνηγόρων έχουν επίκεντρο το σκοπό της υποκατάστατης επίδοσης που είναι ασφαλώς να περιέλθει σε γνώση ενός των διαδίκων, η εναντίον του αγωγή και η όλη διαδικασία. Για να επιτευχθεί, όμως, αυτό, πρέπει να ακολουθηθούν οι ορθές δικονομικές πρόνοιες.  Και εδώ είναι που εστιάζεται το όλο ζήτημα και αναδύεται το λανθασμένο της πρωτόδικης απόφασης.  Η νομολογία που έχει αναπτυχθεί έχει σταθερά καθορίσει ότι όταν ο διάδικος κατά το χρόνο καταχώρησης της αγωγής ή του κλητηρίου εντάλματος ήταν εντός της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου, τότε το Δικαστήριο δύναται να διατάξει, κατόπιν αίτησης του ενάγοντος, υποκατάστατη επίδοση με ένα πρόσφορο τρόπο, ακόμη και όταν ο εναγόμενος μετά την έκδοση του κλητηρίου έχει μετακινηθεί στο εξωτερικό.  Όταν όμως ο εναγόμενος ήταν εκτός δικαιοδοσίας όταν το κλητήριο καταχωρήθηκε, ο ορθός τρόπος για τον ενάγοντα είναι να αιτηθεί άδειας να επιδώσει το κλητήριο εκτός δικαιοδοσίας και αυτό μπορεί να το πράξει μόνο εφόσον μπορεί να εντάξει την περίπτωση σε μια από τις κατηγορίες που προνοούνται στη Δ.6.

 

Τα πιο πάνω προκύπτουν από τη βασική απόφαση στη Myerson v. Martin(1979) 1 W.L.R. 1390.  Όπως είναι γνωστό, η Δ.6 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας αφορά την επίδοση κλητηρίου εκτός της Κυπριακής δικαιοδοσίας επεκτείνοντας με τον τρόπο αυτό την ημεδαπή δικαιοδοσία για να καλύψει διάδικο μέρος που είναι στο εξωτερικό ώστε το Δικαστήριο να μπορεί να αποφασίσει για τα δικαιώματα του, καλώντας τον να αποδεχθεί στην ουσία τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου με την εδώ καταχώρηση εμφάνισης.  Από την άλλη, η Δ.5 και η Δ.5Α προνοούν για την επίδοση του κλητηρίου ή άλλης εναρκτήριας αίτησης εντός δικαιοδοσίας όταν αυτή η επίδοση δεν είναι δυνατόν να γίνει κατευθείαν στον ίδιο τον εναγόμενο, με αποτέλεσμα να  επιτρέπεται υποκατάστατη επίδοση.  Στη Φιλίππου ν. Φιλίππου (1986) 1 Α.Α.Δ. 689, αναφέρθηκε από το Εφετείο, ακολουθώντας την Myerson v. Martin, ότι η Δ.6 που αντιστοιχεί με το παλαιό Ο.11 των Αγγλικών Θεσμών, δεν αφορά ένα απλό ζήτημα διαδικασίας, αλλά στην επέκταση της ίδιας της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου.  Στη Porter v. Freudenberg (1915) 1 K.B. 857, αναφέρθηκε ότι διάταγμα υποκατάστατης επίδοσης κλητηρίου εντός  δικαιοδοσίας δεν είναι δυνατόν να δοθεί όταν κατά τη χρονική στιγμή έκδοσης του κλητηρίου δεν μπορούσε να γίνει καλή προσωπική επίδοση διότι ο εναγόμενος δεν ήταν εντός της δικαιοδοσίας. 

 

        Προκύπτει από τη μελέτη της ex-parte αιτήσεως που υποβλήθηκε για να εξασφαλιστεί η υποκατάστατη επίδοση, ότι η Γ. Λ., σύμφωνα με την παράγραφο 9 της  υποστηρικτικής ένορκης δήλωσης, «... αυτή την περίοδο σπουδάζει στο εξωτερικό, στο Λονδίνο, και αναμένεται να ολοκληρώσει τις σπουδές της κατά τον Ιανουάριο του 2017.».  Επειδή φαίνεται να επισκέπτεται την Κύπρο τρεις φορές το χρόνο για λίγες συνήθως μέρες όταν διαμένει στην πρώην συζυγική κατοικία με την εφεσείουσα μητέρα της και λόγω της «καλής και στενής σχέσης» που έχουν μητέρα και θυγατέρα και της καθημερινής τηλεφωνικής επικοινωνίας τους, με την υποκατάστατη επίδοση στην εφεσείουσα, η θυγατέρα θα ενημερωθεί άμεσα για την εκκρεμούσα διαδικασία.  Δεν αναφέρεται πουθενά, ούτε το Δικαστήριο ζήτησε επ΄ αυτού διευκρινίσεις, κατά πόσο η θυγατέρα ήταν ή όχι κατά το χρόνο καταχώρησης της εναρκτήριας αίτησης στη Δημοκρατία και μετέπειτα έφυγε για σπουδές ή ήταν εξ αρχής στο εξωτερικό.  Όπως όμως προκύπτει από την ένορκη δήλωση που συνοδεύει την ένσταση για ακύρωση του διατάγματος υποκατάστατης επίδοσης η καθ΄ ης η αίτηση 2, Γ.Λ., κατέστη διάδικος και δεσμεύθηκε με προσωρινό διάταγμα καθ΄ ην περίοδο αυτή διέμενε στο Λονδίνο, όπου και σπουδάζει.  Αυτά παρουσιάζονται από τις παραγράφους 5 και 6 της εν λόγω ενόρκου δηλώσεως. 

 

        Με βάση τα πιο πάνω, το Δικαστήριο δεν έπρεπε να είχε εξ αρχής εκδώσει το διάταγμα υποκατάστατης επίδοσης διότι ο κάθε διάδικος δικαιούται να  λαμβάνει γνώση της αγωγής με άμεση προσωπική επίδοση και μόνο όπου αυτό δεν είναι εφικτό, δυνατόν να διαταχθεί, κατά διακριτική ευχέρεια, υποκατάστατη επίδοση.  Με δεδομένο ότι η Γ.Λ. ήταν κατά τον επίδικο χρόνο στο εξωτερικό, έπρεπε ο εφεσίβλητος να επιδιώξει επίδοση στο εξωτερικό επικαλούμενος τη Δ.6, διαδικασία που θα επέτρεπε στη Γ.Λ. να λάβει άμεση γνώση των όσων της καταλογίζονταν εφόσον, σύμφωνα και με την υποστηρικτική ένορκη δήλωση της ίδιας της εφεσείουσας στην αίτηση παραμερισμού, παράγραφο 5, η διεύθυνση της θυγατέρας των διαδίκων δεν είναι άγνωστη στον εφεσίβλητο αλλά, αντίθετα, είχε γνώση αυτής.  Η διεύθυνση αυτή καταγράφεται στην ένορκη δήλωση συγκεκριμένα.

 

Η Φραγκέσκου ν. Γρηγορίου - πιο πάνω - την οποία μνημόνευσαν όλοι οι παράγοντες της δίκης, είχε ακριβώς αυτή τη διαφορά με την παρούσα.  Εκεί είχε επιχειρηθεί τρεις φορές η επίδοση στο εξωτερικό χρησιμοποιώντας τη Δ.6 και μόνο όταν επεστράφησαν οι επιδιωκόμενες επιδόσεις χωρίς αποτέλεσμα, με εύλογο πλέον το συμπέρασμα  ότι ο εναγόμενος απέφευγε την επίδοση εφόσον στις δύο από τις τρεις φορές τα έγγραφα παρέμειναν αζήτητα, ήταν που επιδιώχθηκε η υποκατάστατη επίδοση σε άτομο εντός της Δημοκρατίας.  Όπως  αναφέρεται  και  στο Annual Practice 1970 σελ. 993-6, στα σχόλια του αντίστοιχου O.65 r.4, η υποκατάστατη επίδοση είναι δυνατή όταν ο εναγόμενος κατά το χρόνο της έγερσης της αγωγής ήταν στο εξωτερικό και ότι προς έκδοση διατάγματος υποκατάστατης επίδοσης  «...the kind of service or deredis not restricted to service out of the jurisdiction, but may be by substitution effected within the jurisdiction (Westernetc Building Society v. Rucklidge (1905) 2 Ch. D. 472)».  Εδώ, στην προκείμενη περίπτωση, δεν αναφέρεται και ούτε φαίνεται να έγινε καν προσπάθεια επίδοσης στο εξωτερικό και, επομένως, δεν ήταν δυνατόν για τον εφεσίβλητο, με την έγκριση του Δικαστηρίου, πλαγίως να παρακάμψει τη Δ.6, διατάσσοντας υποκατάστατη επίδοση στην εφεσείουσα. Η ουσιαστική διάσταση της υπόθεσης, πραγματική και νομική, διέφυγε του Δικαστηρίου.

 

Έγινε πολύς λόγος για το locus standi της εφεσείουσας.  Το Δικαστήριο αναφέρθηκε σε απόσπασμα του Annual Practice 1955 σελ. 91, σε περίπτωση όπου είχε διαταχθεί υποκατάστατη επίδοση στο φερόμενο ως δικηγόρο του εναγόμενου που ήταν στο εξωτερικό.  Ο δικηγόρος επιδίωξε τον παραμερισμό του διατάγματος, αλλά κρίθηκε ότι δεν είχε locus standi διότι, όπως γίνεται αντιληπτό, ο δικηγόρος αιτήθηκε εξ ιδίων του τον παραμερισμό και όχι ως αντιπροσωπεύων τον εναγόμενο.  Αυτή ήταν η περικοπή στην οποία βασίστηκε το Δικαστήριο όπου απλά αναφέρεται η υπόθεση Japhet v. Luerman (unreported), χωρίς οτιδήποτε άλλο.  Αυτά όμως δεν υποστηρίζουν ότι εδώ η εφεσείουσα που ήταν η ίδια διάδικος στην αγωγή και μάλιστα από την αρχή, δεν είχε locus standi να προσβάλει το διάταγμα.  Ένας διάδικος έχει πάντοτε το εγγενές δικαίωμα να αιτηθεί τη διαγραφή ή ακύρωση των διαδικασιών που τον επηρεάζουν.  Και η εφεσείουσα επηρεαζόταν από την άποψη ότι τέθηκε επί των ώμων της το βάρος να επιδίδει ή να γνωστοποιεί τα έγγραφα στη θυγατέρα της.  Στο βαθμό δε που ενδεχομένως να υπήρχαν μεταξύ τους αντικρουόμενα συμφέροντα (κάτι το οποίο δεν είναι βεβαίως του παρόντος να αποφασιστεί), ως ο ισχυρισμός της εφεσείουσας, αυτό δείχνει έτι περαιτέρω το προβληματικό της υποκατάστατης επίδοσης.  Αν δείχνουν δε κάτι οι υποθέσεις Κονή ν. Χριστοδούλου (2010) 1 Α.Α.Δ. 401 και άλλες παρόμοιες όπως τη Μινέρβα Ασφαλιστική Εταιρεία (Δημόσια) Λτδ ν. Λόντου (2012) 1 Α.Α.Δ. 738, με αναφορά  και στη Δ.48 θ.8(4), είναι ότι για να έχει ένας locus standi πρέπει πρώτα να αιτηθεί να γίνει διάδικος.  Εδώ όμως η εφεσείουσα ήταν ήδη διάδικος.  Και αυτό το δεδομένο παραγνωρίστηκε πλήρως από το Δικαστήριο.  Στη Φραγκέσκου ν. Γρηγορίου - πιο πάνω - στην οποία αναφέρθηκε το Δικαστήριο, δεν είχε τεθεί καν θέμα locus standi και εν πάση περιπτώσει η αίτηση είχε γίνει από τα διάδικα μέρη.

 

Η έφεση επιτρέπεται.  Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται με έξοδα  υπέρ της εφεσείουσας και εναντίον του εφεσίβλητου, μόνο κατ΄ έφεση, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο, εφόσον πρωτοδίκως δεν επιδικάσθηκαν οποιαδήποτε έξοδα.

 

 

 

 

 

 

 

                                        Δ.

 

 

 

 

                                        Δ.

 

 

 

 

                                        Δ.

 

 

 

/ΕΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο