ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2020:A85
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 427/2017)
4 Μαρτίου 2020
[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΠΑΝΑΓΗ, ΓΙΑΣΕΜΗ,
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/στές]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ 33/1964 ΟΠΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ xxx DZHANDZHGAVA ΑΠΟ ΤΗΝ ΡΩΣΣΙΚΗ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΚΑΙ ΟΥΓΓΑΡΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΧΩΡΗΣΗ ΑΔΕΙΑΣ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ HABEAS CORPUS
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΜΕΣΟΥ ΣΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΕΚΔΟΣΗΣ 3/2016 ΠΟΥ ΑΦΟΡΟΥΣΕ ΤΟΝ xxx DZHANDZHGAVA ΑΠΟ ΡΩΣΙΚΗ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΚΑΙ ΟΥΓΓΑΡΙΑ
Ν. Κληρίδης, για τον Εφεσείοντα.
Μ. Σπηλιωτοπούλου (κα), Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη.
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη, θα απαγγελθεί από το Δικαστή Παμπαλλή.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Οι αρχές της Ρωσικής Ομοσπονδίας ζήτησαν την έκδοση του εφεσείοντα, με σκοπό να δικασθεί για το αδίκημα της απάτης σε ευρεία κλίμακα και συγκεκριμένα της κλοπής περιουσίας από άλλο πρόσωπο με μέσα απάτης και κατάχρηση εμπιστοσύνης, διαπραχθέν από οργανωμένη ομάδα προσώπων κατά παράβαση του άρθρου 159 παράγραφος (4) του Ποινικού Κώδικα της Ρωσικής Ομοσπονδίας.
Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού, ενώπιον του οποίου είχε αχθεί η υπόθεση, έκρινε ότι πληρούντο οι προϋποθέσεις που τίθενται από τον περί Εκδόσεως Φυγοδίκων Νόμο του 1970 (Ν. 97/70) και από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Εκδόσεως Φυγοδίκων, η οποία κυρώθηκε με τον περί Ευρωπαϊκής Σύμβασης Έκδοσης Φυγοδίκων (Κυρωτικό) Νόμο, Ν. 95/70 και ενέκρινε την αίτηση διατάσσοντας περαιτέρω την κράτηση του εφεσείοντα μέχρι την έκδοσή του.
Ο εφεσείων καταχώρισε την αίτηση αρ. 137/2017 για έκδοση εντάλματος Habeas Corpus, ως προς τη νομιμότητα της κράτησης του, η οποία απορρίφθηκε στις 17 Νοεμβρίου 2017. Παράλληλα στις 19 Σεπτεμβρίου 2017 καταχώρισε και αίτημα για αναγνώριση του ως πολιτικός πρόσφυγας.
Η παρούσα έφεση στρέφεται εναντίον της πιο πάνω απόρριψης της αίτησης του.
Ο εφεσείων με την έφεση του πρόβαλε πέντε λόγους έφεσης. Ο πρώτος, ο δεύτερος και ο τρίτος λόγος αφορούν την απόφαση του Δικαστηρίου ότι η διαδικασία έκδοσης και η διαδικασία για αναγνώριση του καθεστώτος πρόσφυγα είναι δύο διαφορετικές διαδικασίες και ότι η υποβολή αίτησης για προστασία δεν εξουδετερώνει τη διαδικασία έκδοσης, η οποία μπορεί να προχωρήσει. Ο τέταρτος λόγος έφεσης στρέφεται εναντίον της μη εξέτασης των νομικών σημείων που είχαν τεθεί στην αίτηση για Habeas Corpus, επειδή δεν είχαν τεθεί ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού. Με τον πέμπτο λόγο προσβάλλεται η κατάληξη του Δικαστηρίου ότι η απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου ήταν καθόλα νόμιμη.
Το πρωτόδικο δικαστήριο στην απόφαση του ανέφερε ότι «η υποβολή και μόνο αίτησης για προστασία δεν εξουδετερώνει τη διαδικασία έκδοσης καθότι ο αιτητής είναι απλά αιτητής πολιτικού ασύλου και δεν του έχει ακόμη χορηγηθεί το καθεστώς του πρόσφυγα» και ότι «οι δύο διαδικασίες έκδοσης και καθορισμού του καθεστώτος του πρόσφυγα, είναι διαφορετικές και έχουν διαφορετικούς σκοπούς χωρίς να απαγορεύεται η παράλληλη προώθηση τους».
Ο εφεσείων προβάλλει ότι η πιο πάνω κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου παραβιάζει το άρθρο 5(3)[1] της Οδηγίας 2013/32 σχετικά με κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας. Σύμφωνα με τον εφεσείοντα δεν επιτρέπεται η έκδοση του εφόσον έχει υποβάλει αίτηση ασύλου ως πολιτικά διωκόμενο άτομο και εκκρεμεί η εξέταση της αίτησης του. Δεν είναι δυνατό να εκδοθεί πριν να τεκμηριωθεί ότι δεν είναι πολιτικά διωκόμενο πρόσωπο.
Σύμφωνα με το άρθρο 8(1)(α) του περί Προσφύγων Νόμου Ν. 6(I)/2000, ο αιτητής έχει δικαίωμα παραμονής από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης του μέχρι την έκδοση απόφασης. Τα άρθρο 8(1)(δ) προβλέπει όμως ότι το προβλεπόμενο δικαίωμα παραμονής παύει να ισχύει σε περίπτωση που οι αρμόδιες αρχές της Δημοκρατίας προτίθενται να παραδώσουν ή εκδώσουν τον αιτητή σε τρίτη χώρα και ότι η έκδοση επιτρέπεται μόνο εφόσον η αποφασίζουσα την έκδοση αρχή ικανοποιείται ότι η απόφαση περί της έκδοσης δεν οδηγεί σε άμεση ή έμμεση επαναπροώθηση η οποία να παραβαίνει την παράγραφο (α) του άρθρου 4 ή τις υποχρεώσεις της Δημοκρατίας βάσει του διεθνούς δικαίου ή του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Το άρθρο 4 (α) προβλέπει ότι «Πρόσφυγας ή αιτητής δεν απελαύνεται σε χώρα ή δεν αποστέλλεται στα σύνορα χώρας όπου, λόγω φύλου, φυλής, θρησκείας, ιθαγένειας, ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, η ζωή ή η ελευθερία του θα τεθεί σε κίνδυνο ή θα υποβληθεί σε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή καταδίωξη».
Το άρθρο 9(3) της Οδηγίας προνοεί ότι «Ένα κράτος μέλος δύναται να εκδώσει έναν αιτούντα σε τρίτη χώρα κατ' εφαρμογή της παραγράφου 2 μόνο εφόσον οι αρμόδιες αρχές έχουν πεισθεί ότι η απόφαση για την έκδοση δεν θα οδηγήσει σε άμεση ή έμμεση επαναπροώθηση κατά παράβαση των διεθνών και ενωσιακών υποχρεώσεων του εν λόγω κράτους μέλους».
Όπως προκύπτει από τις πιο πάνω διατάξεις, η έκδοση αιτητή ασύλου υπόκειται σε περιορισμούς και επιτρέπεται εάν η αποφασίζουσα αρχή πεισθεί ότι η επαναπροώθηση δεν παραβαίνει το άρθρο 4 του Νόμου ή το άρθρο 9 της Οδηγίας.
O εφεσείων για υποστήριξη της έφεσης του παρέπεμψε στην υπόθεση Soering v. UK, Application 14038/88, ημερ. 7 Ιουλίου 1989.
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ανέφερε ότι κατά την έκδοση φυγοδίκου θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το άρθρο 3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, το οποίο δεν επιτρέπει να υποβάλλεται κάποιος σε βασανιστήρια, απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση. Σημείωσε ότι η εκδίδουσα χώρα θα πρέπει να εξετάσει κατά πόσο έχουν δοθεί ικανοποιητικοί λόγοι που να δείχνουν ότι υπάρχει πραγματικός κίνδυνος ότι εάν εκδοθεί ο φυγόδικος θα υποβληθεί σε τέτοια μεταχείριση κατά παράβαση του άρθρου 3 της Σύμβασης (παράγραφος 92).
Tο πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε ότι ο εφεσείων δεν απέδειξε ότι τα κίνητρα της ποινικής δίωξης του είναι πολιτικά και ότι το επαρχιακό δικαστήριο ενήργησε εντός της δικαιοδοσίας του και έδωσε ικανοποιητικούς λόγους για τη μη αποδοχή της θέσης του εφεσείοντα ότι τα κίνητρα της ποινικής του δίωξης ήταν πολιτικά.
Συνεπώς, δεν υπήρχε παραβίαση της Οδηγίας, ούτε και ο εφεσείων κατέδειξε ότι η έκδοση του θα οδηγούσε σε μεταχείριση αντίθετη με το άρθρο 3 της Σύμβασης. Σημειώνουμε ότι ο εφεσείων διέμενε για μεγάλο χρονικό διάστημα στη Δημοκρατία, του είχε παραχωρηθεί άδεια διαμονής και ουδέποτε υπέβαλε αίτημα για παροχή ασύλου.
Παρόμοιο θέμα είχε τεθεί στην Πολιτική Έφεση αρ. 35/2017, Αναφορικά με την αίτηση του .. Emam, ημερ. 2 Νοεμβρίου 2017, όπου εκεί ο εφεσείων εκκρεμούσης της διαδικασίας υπέβαλε αίτηση για πολιτικό άσυλο.To Ανώτατο Δικαστήριο σημείωσε στην απόφαση του ότι:
"Έχουμε ήδη παραθέσει πιο πάνω τις πρόνοιες των άρθρων 9 και 46(5) της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ που πραγματεύονται περί του δικαιώματος παραμονής ενός αιτητή ασύλου στο έδαφος κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το ερώτημα που τίθεται από τον εφεσείοντα, μέσω της προφορικής αγόρευσης της δικηγόρου του, αναφέρεται και επιβάλλει την ερμηνεία των πιο πάνω άρθρων της Οδηγίας σε σχέση με το κατά πόσο επιτρέπεται η έκδοση του εφεσείοντα στην Αίγυπτο, όπου έχει βάσιμο λόγο δίωξης του για τις πολιτικές του αντιλήψεις, ενώ διατηρείται το καθεστώς του αιτητή ασύλου εφόσον το θέμα εκκρεμεί.
Όπως επισημάνθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο, οι δύο διαδικασίες, δηλαδή της έκδοσης και του καθορισμού του καθεστώτος του πρόσφυγα είναι διαφορετικές και με διαφορετικούς σκοπούς και δεν απαγορεύεται η παράλληλη προώθησή τους. Αυτό προκύπτει από το άρθρο 66 των Κατευθυντήριων Οδηγιών της Υπάτης Αρμοστείας. Ο κίνδυνος παραβίασης των δικαιωμάτων του εφεσείοντα στην περίπτωση που εκδοθεί στην Αίγυπτο έχει εξεταστεί και αποφασιστεί από το Επαρχιακό Δικαστήριο, που επιλήφθηκε του αιτήματος για έκδοση, καθώς και από το πρωτόδικο Δικαστήριο και η απόφασή του τελευταίου είναι συμβατή με τα ενώπιον του στοιχεία και τη Νομολογία του ΕΔΑΔ [Βλ. Saadi v. Italy (ανωτέρω)]. Αποφασίστηκε ότι στην περίπτωση του εφεσείοντα με την έκδοση του στην Αίγυπτο δεν παραβιάζεται η αρχή της μη επαναπροώθησης ώστε να του παρέχεται δικαίωμα παραμονής στην Κύπρο, προσέγγιση με την οποία, όπως εξηγήσαμε ανωτέρω, συμφωνούμε.
Θα πρέπει να λεχθεί ότι το αίτημα του εφεσείοντα για παραπομπή ερωτήματος στο ΔΕΕ, όπως το έθεσε η δικηγόρος του, ερμηνείας δηλαδή των άρθρων 9(3) και 46(5) της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ σε σχέση με το κατά πόσο επιτρέπεται η έκδοση του στην Αίγυπτο ενόσω εκκρεμεί η προσφυγή του, στην ουσία αποσκοπεί σε απόφαση του ΔΕΕ επί της συγκεκριμένης περίπτωσης του εφεσείοντα και επί των εγειρομένων θεμάτων στην παρούσα διαδικασία.
Τα διαλαμβανόμενα στα άρθρα 9 και 46(5) της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ των οποίων ζητείται η ερμηνεία από το ΔΕΕ έχουν ενσωματωθεί, όπως αναφέραμε και πιο πάνω, στο άρθρο 8(1)(α) (δ) και (ε) του Νόμου 6(1)/2000 που προνοεί ότι το δικαίωμα παραμονής ενός αιτητή ασύλου παρατείνεται μέχρι την έκδοση της πρωτόδικης απόφασης του Διοικητικού Δικαστηρίου επί της προσφυγής του, νοουμένου ότι η περίπτωση δεν εμπίπτει στην εξαίρεση όπου το κράτος μέλος προτίθεται να εκδώσει τον αιτητή όταν οι αρμόδιες αρχές έχουν ήδη πειστεί ότι η έκδοση δεν θα οδηγήσει σε άμεση ή έμμεση παραβίαση της αρχής της μη επαναπροώθησης. Εξετάσαμε όπως και το πρωτόδικο Δικαστήριο το θέμα παραμονής του εφεσείοντα στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας και στη βάση του άρθρου 8 του Νόμου 6(1)/2000 του οποίου οι πρόνοιες είναι σαφείς χωρίς να χρήζουν ερμηνείας, και η κατάληξη μας είναι ότι στην περίπτωση του αιτητή δεν παραβιάζεται η αρχή της μη επαναπροώθησης με την έκδοση του εφεσείοντα."
Οι λόγοι έφεσης 1 μέχρι 3 απορρίπτονται.
Με το τέταρτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα δεν εξέτασε τα νομικά σημεία που είχαν τεθεί, επειδή δεν είχαν τεθεί ενώπιον του επαρχιακού δικαστηρίου.
Στην Πολιτική Έφεση αρ. 35/2017, .. Emam (πιο πάνω) αναφέρεται ότι:
" Έχει επίσης αναγνωρισθεί από τη νομολογία ότι το Ανώτατο Δικαστήριο κατά την εξέταση αιτήματος για την έκδοση εντάλματος Habeas Corpus, δεν επενεργεί ως Εφετείο. Δεν μπορεί να αναθεωρήσει τα ευρήματα του Δικαστηρίου που αποφάσισε την έκδοση, αλλά περιορίζεται στην εξέταση κατά πόσο υπήρχε ικανοποιητική μαρτυρία που να δικαιολογούσε την έκδοση και κατά πόσο το Επαρχιακό Δικαστήριο ενήργησε εντός του δικαιοδοτικού του πλαισίου, (Μελά (Αρ. 3) (1998) 1 Α.Α.Δ. 1199, Hachem v. Διευθυντή Κεντρικών Φυλακών (1992) 1 Α.Α.Δ. 191 και Katcho (2004) 1 Α.Α.Δ. 793)."
Ο εφεσείων δεν συγκεκριμενοποίησε ποια από τα νομικά σημεία στην αίτηση του δεν είχαν εξεταστεί από το πρωτόδικο δικαστήριο. Παρόλο που το δικαστήριο ανέφερε ότι τα όσα αναφέρει ο εφεσείων ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου ανεπιτρέπτως προωθούνται και δεν χρήζουν εξέταση, προχώρησε στη συνέχεια στην εξέταση τους.
Με τον πέμπτο λόγο έφεσης προσβάλλεται η κατάληξη του Δικαστηρίου ότι η απόφαση του επαρχιακού δικαστηρίου δεν λήφθηκε καθ' υπέρβαση και/ή κατάχρηση εξουσίας. Όπως προβάλλεται, το επαρχιακό δικαστήριο δεν είχε εξουσία να διατάξει την έκδοση του εφεσείοντα αλλά μόνο την προφυλάκιση του μέχρι την έκδοση. Το πρωτόδικο δικαστήριο ανέφερε ότι αυτό δεν πρόκειται για «υπέρβαση δικαιοδοσίας αλλά μάλλον για ατυχές λεκτικό που δεν αλλοιώνει τη φύση του πράγματος». Δεν διαπιστώνουμε οποιοδήποτε σφάλμα στην απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου. Η διαδικασία που προβλέπεται στα άρθρα 9 και 10 του Ν. 97/70 αφορά τη διαδικασία προφυλάκισης του υπό έκδοση προσώπου και την έγκριση της αίτησης. Η αναφορά του επαρχιακού δικαστηρίου δεν επηρέαζε την εγκυρότητα της απόφασης του.
Η έφεση απορρίπτεται.
Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.
Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.
Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗ, Δ.
Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.
Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.
/ΔΓ
[1] Η σωστή αναφορά είναι το άρθρο 9 (3)