ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
public Παμπαλλής, Κώστας Σταύρου Σταματίου, Κατερίνα Γιασεμή, Γιασεμής Ν. Αριστοτέλης Βρυωνίδης, για τον Εφεσείοντα. Σοφία Θεμιστοκλέους, για την Εφεσίβλητη. CY DOD Κύπρος Δευτεροβάθμιο Οικογενειακό Δικαστήριο 2020-03-05 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο Σ. Κ. ν. Ε. Ζ., ΄Εφεση Αρ. 39/2016, 5/3/2020 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:DOD:2020:9

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

 

(΄Εφεση Αρ. 39/2016)

 

5 Μαρτίου, 2020

 

[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ/στές]

 

 

Σ. Κ.,

Εφεσείων-Αιτητής,

ν.

 

Ε. Ζ.,

Εφεσίβλητης- Καθ' ης η Αίτηση.

________________________

 

Αριστοτέλης Βρυωνίδης, για τον Εφεσείοντα.

Σοφία Θεμιστοκλέους, για την Εφεσίβλητη.

________________________

 

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.:  Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου

θα δώσει ο Δικαστής Γ.Ν. Γιασεμής.

_________________________

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.:  Ο γάμος των διαδίκων στην παρούσα έφεση λύθηκε οριστικά με την έκδοση διαζυγίου στις 7.12.2004.  Παρέμειναν προς διευθέτηση τα θέματα που αφορούσαν στην ανήλικη θυγατέρα τους.  Προς τούτο, εκδόθηκε, στις 7.6.2006, διάταγμα γονικής μέριμνας.  Με βάση το εν λόγω διάταγμα, το παιδί συνέχισε να ζει με την εφεσίβλητη μητέρα του.  Με αυτό, ρυθμίστηκε και το δικαίωμα επικοινωνίας του εφεσείοντος, πατέρα. ΄Οσον αφορά το θέμα της διατροφής του παιδιού, συνέχισε σε ισχύ το, ήδη, εκδοθέν στις 4.3.2004 διάταγμα, το οποίο απευθυνόταν προς τον εφεσείοντα.  Σε μεταγενέστερο χρόνο, στις 20.1.2011, τούτο τροποποιήθηκε συναινετικά.  Στη συνέχεια, την 1.8.2008, το συμφωνηθέν, τότε, ποσό των €530,00 μηνιαίως αυξήθηκε, χωρίς περαιτέρω διαταγή, κατά 10% και ανήλθε στα €583,00 μηνιαίως.  Η αύξηση αυτή επιβλήθηκε εκ του νόμου, σύμφωνα με το άρθρο 38(2) του περί Σχέσεων Γονέων και Τέκνων Νόμου του 1990, (Ν. 216/1990), (όπως αυτός έχει τροποποιηθεί), (ο «Νόμος»).

 

Στις 5.12.2013, ο εφεσείων καταχώρισε στο Οικογενειακό Δικαστήριο Λευκωσίας, δυνάμει του άρθρου 38(1)[1] του Νόμου, την εναρκτήρια αίτηση αρ. 420/2013, με την οποία ζητούσε την τροποποίηση του τελευταίου πιο πάνω διατάγματος, (το διάταγμα).  Το αίτημά του ήταν όπως το ποσό που αυτός κατέβαλλε μέχρι τότε, ως συνεισφορά του στη διατροφή της θυγατέρας του, μειωνόταν, ώστε να μην ξεπερνούσε τα €230,00 μηνιαίως.  Η εφεσίβλητη καταχώρισε υπεράσπιση, με την οποία αμφισβήτησε το αίτημα, ανωτέρω, του εφεσείοντος.  Ανταπαίτηση, την οποία περιέλαβε στο ίδιο δικόγραφο, απορρίφθηκε, ουσιαστικά, ως άνευ αντικειμένου.  Δεν καταχωρίστηκε αντέφεση ως προς το μέρος αυτό της απόφασης του εκδικάσαντος Δικαστηρίου. 

 

Κατά την ακρόαση που ακολούθησε, δόθηκε μαρτυρία εκατέρωθεν.  Από την πλευρά του εφεσείοντος, έγινε προσπάθεια να καταδειχθεί, η, κατ' ισχυρισμό, μείωση της ικανότητάς του για συνέχιση της καταβολής του προαναφερθέντος ποσού στη διατροφή της θυγατέρας του.  Επίσης, ο εφεσείων προσέφερε μαρτυρία σε σχέση με τις ανάγκες της θυγατέρας του, προκειμένου να καταδείξει ότι αυτές είχαν μειωθεί.  Ο σκοπός της μαρτυρίας του ήταν να πεισθεί το Δικαστήριο να τροποποιήσει το διάταγμα, μειώνοντας το ποσό της συνεισφοράς του.  Ανάλογη μαρτυρία, προς αντίκρουση των πιο πάνω ισχυρισμών του, προσέφερε και η εφεσίβλητη.  Το Δικαστήριο, αφού εξέτασε την ενώπιόν του μαρτυρία, κατέληξε ότι ο εφεσείων δεν απέδειξε οποιαδήποτε από τις πιο πάνω δύο πτυχές της υπόθεσής του.  ΄Οπως το έθεσε:-

 

«Η μαρτυρία του, ..., δεν απέδειξε μεταβολή των όρων του επίδικου διατάγματος όσο αφορά την πραγματική μείωση του εισοδήματος του και τις ανάγκες του τέκνου τους.  ...»

 

 

 

Ο εφεσείων, με την παρούσα έφεση, αμφισβητεί την κατάληξη, ανωτέρω, του Δικαστηρίου.  Με τους διάφορους λόγους έφεσης που περιέλαβε σε αυτή, προσβάλλει την ορθότητα επιμέρους παρατηρήσεών του, ιδιαίτερα, όμως, των ευρημάτων του σε σχέση με τη μαρτυρία, που το οδήγησαν στην πιο πάνω κατάληξη.  Παρατηρείται ότι, με τον τέταρτο λόγο έφεσης, ουσιαστικά, καλύπτονται όλα τα θέματα που προβάλλονται με τους υπόλοιπους λόγους, οπότε η εξέταση που ακολουθεί θα επικεντρωθεί, κυρίως, σε αυτό.  Με το γενικό μέρος του, επικρίνεται, συγκεκριμένα, η διαπίστωση του Δικαστηρίου ότι ο εφεσείων «δεν απέδειξε μεταβολή των όρων του επίδικου διατάγματος τόσο όσον αφορά τη μείωση του εισοδήματός του όσο και για τις ανάγκες του ανηλίκου.»  Με την αιτιολόγηση που ακολουθεί, εξηγείται ότι, υπό το φως της προσκομισθείσας μαρτυρίας, αυτός απέδειξε πως «τα εισοδήματά του είχαν μειωθεί δραστικά».  Αποδείχθηκε, επίσης, ισχυρίζεται ο εφεσείων, πως «τα έξοδα της ανήλικης μειώθηκαν σημαντικά.»  Παρά ταύτα, συνεχίζει η εισήγηση, τα ευρήματα του Δικαστηρίου, σχετικά, ήταν αντίθετα.      

 

Η εκδοχή του εφεσείοντος αναφορικά με το πρώτο μέρος της πιο πάνω διαπίστωσης του Δικαστηρίου, βασικά, εστίαζε στο γεγονός της αφυπηρέτησής του, τον Αύγουστο του 2013, από την τράπεζα στην οποία αυτός εργαζόταν.  Ισχυρίστηκε ότι, συνεπεία τούτου, ο ίδιος απώλεσε το μηνιαίο μισθό του.  Το Δικαστήριο έκανε δεκτό τον πιο πάνω ισχυρισμό του, απορρίπτοντας, όμως, τη θέση του ότι η αφυπηρέτησή του ήταν υποχρεωτική.  Ως προς τούτο, διαπίστωσε, με αναφορά σε αναντίλεκτη μαρτυρία, ότι η αφυπηρέτησή του ήταν οικειοθελής και έγινε στη βάση σχεδίου πρόωρης αφυπηρέτησης, προταθέντος από τον εργοδότη του. 

 

Το Δικαστήριο, με αναφορά σε αναντίλεκτη μαρτυρία, διαπίστωσε, επιπρόσθετα, ότι ο εφεσείων, συνεπεία της αφυπηρέτησής του, έλαβε ως αποζημίωση από τον εργοδότη του ποσό ύψους €79.149,52.  Από αυτό, κατέβαλε ποσό πέραν του 50%, που ήταν η υποχρέωσή του με βάση το εν λόγω σχέδιο αφυπηρέτησης, έναντι των δανείων του.  Σχολίασε την πράξη αυτή, χωρίς, ωστόσο, να δώσει περαιτέρω συνέχεια.  Θα μπορούσε να είχε παρατηρήσει ότι ο εφεσείων έπρεπε να πλήρωνε, για τον πιο πάνω σκοπό, ποσό όχι πέραν του 50% της αποζημίωσής του, δεδομένης της προϋπάρχουσας υποχρέωσής του για συνεισφορά του στη διατροφή της θυγατέρας του, (βλ. Δημητρίου ν. Περδίου (2005) 1 Α.Α.Δ. 1418).

 

΄Οσον αφορά την ίδια πιο πάνω πτυχή, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι ο εφεσείων έλαβε από το Ταμείο Προνοίας ποσό μεταξύ €80.000,00 και €89.000,00.  Κατά την αντεξέτασή του δε, συμφώνησε ότι, σταδιακά, κατά το 2014, έλαβε ποσό €10.000,00 από την ΄Ενωση Τραπεζικών Υπαλλήλων Κύπρου.  Στα έσοδά του αυτά, προστέθηκαν, όπως λέχθηκε από τον ίδιο, οι μηνιαίες απολαβές του, εκ ποσού €2.450,00, από την εργοδότησή του το Μάιο του 2014, για περίοδο ενός έτους, σε δικηγορικό γραφείο.  Με τη λήξη του έτους, ο μισθός αυτός μειώθηκε στο ποσό των €1,600,00 μηνιαίως, όμως, από το Σεπτέμβριο του 2015, ανήλθε στα €1.899,00 μηνιαίως.  Τέλος, το Δικαστήριο σημείωσε πως ο εφεσείων, κατά το αρχικό στάδιο της αφυπηρέτησής του, λάμβανε, για κάποια περίοδο, που δεν αναφέρθηκε, επίδομα ανεργίας, ανερχόμενο στα €313.89 εβδομαδιαίως. 

 

Τα πιο πάνω αποτελούν ευρήματα του Δικαστηρίου, βασισμένα στη μαρτυρία του ιδίου του εφεσείοντος, εξ ου και δεν υποδείχθηκε κάποιο από αυτά να ήταν, κατά οποιοδήποτε τρόπο, λανθασμένο.  Το συμπέρασμά του δε, συναφώς, ήταν ότι ο εφεσείων δεν απέδειξε πραγματική μείωση του εισοδήματός του, η οποία τυχόν να επιδρούσε αρνητικά στην ικανότητά του να ανταποκριθεί στην υποχρέωσή του, με βάση το διάταγμα, για συνεισφορά στη διατροφή της θυγατέρας του.  Δεδομένων των προαναφερθέντων εσόδων του, περιλαμβανομένων των εφάπαξ ποσών, η διαπίστωση, ανωτέρω, του Δικαστηρίου είναι, οπωσδήποτε, ορθή.  Αυτή δε παραπέμπει στην, επίσης, ορθή παρατήρησή του ότι ο εφεσείων έφερε το βάρος να αποδείξει ουσιαστική μείωση του εισοδήματός του, η οποία, ευλόγως, θα καθιστούσε αδύνατη τη συμμόρφωσή του με το διάταγμα διατροφής.  Είχε υποχρέωση να καταδείξει τις περιστάσεις εκείνες οι οποίες μεσολάβησαν από την έκδοση του διατάγματος και δικαιολογούσαν την τροποποίηση του, αναλόγως, (βλ. ΄Αντρη Αντρέου ν. Ιωάννη Τσίρου, ΄Εφεση Αρ. 16/2013, 21.12.2016).  Δεν ήταν, όμως, συγχρόνως, αναγκαίο να αποδειχθούν οι περιστάσεις που οδήγησαν, αρχικά, στην έκδοσή του, δεδομένου, μάλιστα, ότι αυτό είχε εκδοθεί εκ συμφώνου.   

 

Οι υπόλοιπες διαπιστώσεις του Δικαστηρίου αφορούσαν στο θέμα των αναγκών της θυγατέρας του εφεσείοντος.  Ειδικά, αφορούσαν στο κατά πόσο είχε επέλθει διαφοροποίησή τους, ώστε να δικαιολογείτο η τροποποίηση του διατάγματος, από την άποψη τούτη, και μείωση, αναλόγως, του πληρωτέου, μηνιαίως, από τον εφεσείοντα, ποσού διατροφής.  ΄Οπως αναφέρθηκε, ήδη, ο τέταρτος λόγος έφεσης καλύπτει και την εν λόγω πτυχή.  Η εισήγηση του εφεσείοντος είναι πως οι διαπιστώσεις του Δικαστηρίου, σχετικά, δε δικαιολογούνταν και, πολύ περισσότερο, δε δικαιολογείτο η κατάληξή του επί αυτών.  Συγκεκριμένα, ο εφεσείων πρόβαλε ότι, κατά τις μέρες που η θυγατέρα του διέμενε μαζί του, στη βάση του προαναφερθέντος διατάγματος επικοινωνίας, ο ίδιος κάλυπτε και όλα τα έξοδά της, επί διαφόρων προσωπικών και κοινωνικών αναγκών της και δραστηριοτήτων της.  Τα έξοδα δε τούτα, συνεχίζει η εισήγηση, έπρεπε να συνυπολογιστούν στο καταβαλλόμενο από μέρους του  ποσό διατροφής.

 

Σε σχέση με την πιο πάνω θέση, το Δικαστήριο προέβη σε δύο καίριες διαπιστώσεις, οι οποίες, ουσιαστικά, την εκθεμελιώνουν.  Πρώτο, διαπίστωσε ότι το διάταγμα επικοινωνίας είχε εκδοθεί το 2006, αρκετά πριν από το υπό αναφορά διάταγμα διατροφής, το οποίο εκδόθηκε το 2011.  Η ύπαρξη δε των, ως άνω, αναγκών και η οικονομική κάλυψη που συνεπαγόταν γι' αυτές έπρεπε να ήταν γνωστές στους διαδίκους, κατά την τροποποίηση, εκ συμφώνου, στις 20.1.2011, του διατάγματος.  Συνακόλουθα, όπως ορθά υπέδειξε, δεν ήταν επιτρεπτή η εξέταση τροποποίησής του στη βάση αυτή, (βλ. Χλ. Χριστοδούλου ν. Α. Χριστοδούλου (1993) 1 Α.Α.Δ. 195).  Δεύτερο, και εξίσου σημαντικό, είναι ότι η οικονομική κάλυψη των εν λόγω αναγκών της θυγατέρας του εφεσείοντος, όταν αυτή διέμενε μαζί του, ουσιαστικά, αναλαμβάνονταν οικειοθελώς από τον ίδιο.  Εμφανώς, η κάλυψή τους αποτελούσε απότοκο της επικοινωνίας που αυτός είχε μαζί της, ως αποτέλεσμα του σχετικού διατάγματος το οποίο εκδόθηκε προς αναγνώριση του ανάλογου δικαιώματός του.  Επομένως, με την απόρριψη από το Δικαστήριο της θέσης, ανωτέρω, του εφεσείοντος, η οποία, να σημειωθεί, δεν εφεσιβλήθηκε, καθίσταται αδύνατη η απόδειξη της μείωσης των αναγκών της θυγατέρας του.  Τέλος, εύλογα, τίθεται το ερώτημα πώς το θέμα αυτό συνέπεσε με την, κατ' ισχυρισμό, μείωση της εισοδηματικής ικανότητας του εφεσείοντος, ενισχύοντας, έτσι, την αμφιβολία που δημιουργήθηκε όσον αφορά το εύλογο, ειδικά, της δεύτερης πτυχής του αιτήματός του.  

 

Για τους πιο πάνω λόγους, η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται, με έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον του εφεσείοντος, τα οποία να υπολογιστούν από την Πρωτοκολλητή και να εγκριθούν από το Δικαστήριο.     

 

                                                     Κ. Παμπαλλής, Δ.

 

 

                                                     Κ. Σταματίου, Δ.

 

 

                                                     Γ.Ν. Γιασεμής, Δ.

/ΜΠ



[1] "38. - (1)  Αν αφότου εκδόθηκε η απόφαση που προσδιορίζει τη διατροφή μεταβλήθηκαν οι όροι της, το Δικαστήριο μπορεί να τροποποιήσει την απόφαση του ...»

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο