ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Νικολάτος, Μύρων-Μιχαήλ Γεωργίου Λιάτσος, Αντώνης Οικονόμου, Τεύκρος Θ. Α. Χρ. Δημητριάδης, για τους Εφεσείοντες. Α. Κακογιάννη (κα.) για Α. Κακογιάννης amp;amp;amp; Συνεργάτες ΔΕΠΕ,για τους Εφεσίβλητους. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2020-03-11 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΥ κ.α. ν. ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΛΙΜΙΤΕΔ, Πολιτική Έφεση αρ. 281/2013, 11/3/2020 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2020:A99

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση αρ. 281/2013)

 

11 Μαρτίου, 2020

 

[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ,  Π., ΛΙΑΤΣΟΣ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.Δ.]

 

ΜΕΤΑΞΥ:

1.   xxx ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΥ,

2.   xxx ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΥ,

3.   xxx xxx ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΥ, ΑΛΛΩΣ xxx

Εφεσειόντων/Εναγομένων 3, 4 και 5

και

 

ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΛΙΜΙΤΕΔ,

Εφεσιβλήτων/Εναγόντων.    

-----------------------

Α. Χρ. Δημητριάδης, για τους Εφεσείοντες.

Α. Κακογιάννη (κα.) για Α. Κακογιάννης & Συνεργάτες ΔΕΠΕ,για τους Εφεσίβλητους.

         -----------------------

Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Νικολάτος, Π.

         ------------------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.:Η ειδοποίηση εφέσεως τροποποιήθηκε έτσι ώστε να περιλαμβάνει 16 λόγους έφεσης εκ των οποίων αποσύρθηκε ο τέταρτος λόγος.

 

Τα κύρια επίδικα θέματα που εγείρονται με τους λόγους έφεσης είναι:

 

(α) Το κατά πόσον ορθά ή λανθασμένα πλήρωσε τις εγγυητικές επιστολές η ενάγουσα-εφεσίβλητη τράπεζα, παρά τις διαμαρτυρίες και τη διαφωνία της πρώην πρώτης εναγόμενης εταιρείας (στη συνέχεια η εταιρεία) και χρέωσε αναλόγως το λογαριασμό των εφεσειόντων-εναγομένων 3, 4 και 5, εγγυητών της εταιρείας (Λόγοι έφεσης 1 και 2).

 

(β)  Το κατά πόσον ορθά ή λανθασμένα το πρωτόδικο δικαστήριο θεώρησε πως η ενάγουσα-εφεσίβλητη τράπεζα απέδειξε με αποδεκτή μαρτυρία οφειλόμενο υπόλοιπο λογαριασμού των εναγομένων 3 και 4-εφεσειόντων (Λόγος έφεσης 3).

 

(γ)  Το κατά πόσον ορθά ή εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε τη θέση των εναγομένων-εφεσειόντων ότι η ενάγουσα-εφεσίβλητη τράπεζα παρείχε εξειδικευμένες συμβουλευτικές υπηρεσίες στους εφεσείοντες και παρέβη το καθήκον επιμέλειας που όφειλε προς αυτούς, με αποτέλεσμα αυτοί να υποστούν οικονομική ζημιά (Λόγοι έφεσης 5 και 6).

 

(δ)   Το κατά πόσον ορθά ή εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο αποφάσισε ότι οι εγγυήσεις και/ή οι υποθήκες (τεκμήρια 4, 5 και 8) εξασφάλιζαν τις επίδικες διευκολύνσεις (Λόγος έφεσης 7).

 

(ε)    Το κατά πόσον ορθά ή εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο εξέδωσε διάφορες ενδιάμεσες αποφάσεις επί διαδικαστικών θεμάτων και επί αιτήσεων αναβολών, όλες εις βάρος των εφεσειόντων-εναγομένων (Λόγοι έφεσης 8-16). Στους λόγους αυτούς περιλαμβάνονται:(1) ενδιάμεση απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου με την οποίαν απορρίφθηκε αίτηση των εφεσειόντων για δήλωση του δικαστηρίου ότι η ενάγουσα-εφεσίβλητη δεν είχε συμμορφωθεί με το διάταγμα του δικαστηρίου ημερ. 11.11.2009 για περαιτέρω και καλύτερο κατάλογο εγγράφων (Λόγος έφεσης 8), (2) η ενδιάμεση απόφαση για απόρριψη αίτησης των εφεσειόντων-εναγομένων για απόρριψη και/ή παραμερισμό και/ή διαγραφή της έκθεσης απαίτησης των εφεσιβλήτων καθότι αυτοί δεν είχαν συμμορφωθεί με διάταγμα αποκάλυψης ημερ. 11.11.2009 (Λόγος έφεσης 9), (3) η ενδιάμεση απόφαση με την οποία το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε πως η εφεσίβλητη-ενάγουσα τράπεζα είχε συμμορφωθεί με τη διαταγή του δικαστηρίου ημερ. 11.11.2012 και ότι καταχώρησε και αποκάλυψε τα έγγραφα που είχε διαταχθεί να αποκαλύψει (Λόγος έφεσης 10), (4) την πρωτόδικη κατάληξη ότι οι εφεσείοντες απέτυχαν να καταδείξουν κίνδυνο βλάβης σ΄ αυτούς από τη μη αποκάλυψη εγγράφων εκ μέρους της εφεσίβλητης (Λόγος έφεσης 11), (5) από την εσφαλμένη άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου δικαστηρίου αναφορικά με την έκδοση των προαναφερθέντων διαταγμάτων που ζητούσαν οι εφεσείοντες (Λόγος έφεσης 12), (6) από την εσφαλμένη απόρριψη της αίτησης των εναγομένων 3, 4 και 5-εφεσειόντων για αναβολή της ακρόασης της αίτησης τροποποίησης του δικογράφου τους που ήταν ορισμένη στις 25.4.2013 (Λόγος έφεσης 13), (7) από την εσφαλμένη απόρριψη της αίτησης των εναγομένων-εφεσειόντων για τροποποίηση της έκθεσης υπεράσπισης και ανταπαίτησης τους (Λόγος έφεσης 14), και (8) από την εσφαλμένη εξέταση και άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου δικαστηρίου αλλά και τη μη επαρκή αιτιολόγηση της απόφασης του για απόρριψη της αίτησης τροποποίησης του δικογράφου των εφεσειόντων (Λόγοι έφεσης 15 και 16).

 

Οι δύο πρώτοι λόγοι έφεσης αφορούν στο πρωτόδικο συμπέρασμα ότι τα ποσά των εγγυητικών επιστολών τα οποία καταβλήθηκαν στο δικαιούχο Τμήμα Δημοσίων ΄Εργων, από την εφεσίβλητη τράπεζα, για λογαριασμό της πρώην πρώτης εναγόμενης εταιρείας και στη συνέχεια η χρέωση των ανάλογων ποσών στον λογαριασμό των εφεσειόντων-εγγυητών της πρώην πρώτης εναγόμενης εταιρείας, ορθά καταβλήθηκαν, ήταν λανθασμένο.

 

Αναφορικά με το ζήτημα της πληρωμής των εγγυητικών επιστολών, που είχαν δοθεί από την εφεσίβλητη στο Τμήμα Δημοσίων Έργων, το παράπονο των εφεσειόντων ήταν ότι είχαν διαφωνίες με το Τμήμα Δημοσίων Έργων, στο οποίο δεν παρέδωσαν τα πρωτότυπα των επίδικων εγγυητικών επιστολών και επιπρόσθετα απέστειλαν την επιστολή (τεκμήριο 30) προς την εφεσίβλητη τράπεζα ενημερώνοντας και προειδοποιώντας την να μην πληρώσει τα ποσά των εγγυητικών επιστολών.

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο σε μια εκτενή και εμπεριστατωμένη απόφαση του, πραγματεύθηκε όλα τα επίδικα θέματα. Η ευπαίδευτη πρωτόδικος Δικαστής αναφέρθηκε σε νομολογία, η οποία καλύπτει τόσο τις εγγυητικές επιστολές, όσο και τις πιστωτικές επιστολές (letters of credit).  Και οι δύο προαναφερόμενες εγγυήσεις είναι έγγραφα υψίστης εμπορικής πίστης και, όπως τα αξιόγραφα, μπορούν να θεωρηθούν ως χρήματα δοθέντα σε μετρητά. Το πρωτόδικο δικαστήριο αναφέρθηκε στο σύγγραμμα Chittyon Contracts - Specific Contracts, 26η έκδοση, σελ. 531 και επόμενες, όπου παρέχεται ο ορισμός των documentary creditsμε αναφορά στους ομοιόμορφους κανόνες και πρακτική του Διεθνούς Εμπορικού Επιμελητηρίου του 1993, γνωστούς ως "UCPRules, 1993".Αφού αναφέρθηκε στην αρχή της αυτονομίας των πιστώσεων (credits), το πρωτόδικο δικαστήριο τόνισε  ότι οι τράπεζες, σε τέτοιες περιπτώσεις, δεν πρέπει να λαμβάνουν υπόψιν ή να ασχολούνται με τις διαφορές που προκύπτουν στις συμφωνίες, στα πλαίσια των οποίων οι τράπεζες εκδίδουν πιστώσεις. Οι τράπεζες οφείλουν να πληρώνουν αμέσως τις πιστώσεις που εκδίδουν, χωρίς να λαμβάνουν υπόψιν οποιεσδήποτε παραστάσεις, διαμαρτυρίες ή υπερασπίσεις του αιτητή για έκδοση της πίστωσης (εφεσείοντες εν προκειμένω) αναφορικά με διαφορές που προέκυψαν με το δικαιούχο (Τμήμα Δημοσίων Έργων), στα πλαίσια της μεταξύ τους συμφωνίας.

 

Η ευπαίδευτη πρωτόδικος Δικαστής ανέτρεξε επίσης σε σχετική νομολογία και αναφέρθηκε ειδικά στην απόφαση Σ.Π.Ε. Πέγειας ν. CAA Travel Media Ltd (2008) 1 ΑΑΔ, 841, και στην απόφαση Hellenic Bank Public Company Limited v. Alpha Panareti Public Limited (2013) 1 ΑΑΔ, 1235.  Στις υποθέσεις αυτές τονίστηκε ότι οι εγγυητικές επιστολές έχουν αυτονομία και ανεξαρτησία και δεν επηρεάζονται από την αρχική συμφωνία την οποία διασφαλίζουν.  Ο σκοπός τους δεν είναι η διασφάλιση της αρχικής συμφωνίας αλλά η διασφάλιση της αξιοπιστίας των συναλλαγών και της εμπορικής πίστης.  Η εγγυητική επιστολή που εκδίδεται από τραπεζικό ίδρυμα συνιστά ανέκκλητη επιβεβαίωση ότι θα πληρωθεί, στη βάση των όρων της.  Μόλις ο δικαιούχος ικανοποιήσει τους όρους και τις προϋποθέσεις που τέθηκαν για πληρωμή της εγγυητικής, η τράπεζα υποχρεούται να καταβάλει το ποσό της εγγυητικής στο δικαιούχο.

Το πρωτόδικο δικαστήριο, αφού αναφέρθηκε στο  λεκτικό των δύο εγγυητικών επιστολών(τεκμηρίων 20 και 46), ορθά κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η εφεσίβλητη τράπεζα δεν είχε οποιοδήποτε δικαίωμα άρνησης πληρωμής του ποσού των εγγυητικών, προς τον δικαιούχο, από τη στιγμή που ο δικαιούχος ικανοποίησε την συμφωνηθείσα προϋπόθεση της γραπτής απαίτησης του ποσού της εγγυητικής.  

 

Θεωρούμε την πρωτόδικη κατάληξη ως απόλυτα ορθή, τόσο ως προς το ζήτημα της πληρωμής του ποσού των δύο εγγυητικών επιστολών, για τις οποίες ο δικαιούχος προέβαλε γραπτή απαίτηση, όσο και ως προς το εύρημά του ότι η εφεσίβλητη τράπεζα ορθώς χρέωσε τους εφεσείοντες-εναγόμενους, εγγυητές, με το ανάλογο ποσό. 

 

Σχετικά με τον λόγο έφεσης 1, ένα από τα παράπονα των εφεσειόντων είναι ότι το πρωτόδικο δικαστήριο σύγχυσε τα letters of credit με τις εγγυητικές επιστολές.  Πράγματι το πρωτόδικο δικαστήριο αναφέρθηκε καταρχάς στα letters of credit (Δέστε:  Solo Industries UK v. Canara Bank (2001) EWCACIV 1059, Safa Case (2000) 2 Lloyd΄s Rep. 600 και RD Harbottle (Mercantile) Ltd and Another v. National Westminster Bank Ltd and Others (1977) 2 AllE.R. 862), στη συνέχεια όμως αναφέρθηκε ειδικά και στις εγγυητικές επιστολές και στα συγκεκριμένα τεκμήρια 20 και 46 που συνιστούν δέσμευση της εφεσίβλητης τράπεζας να πληρώσει τον δικαιούχο εργολάβο (Τμήμα Δημοσίων Έργων) τα αναφερόμενα ποσά που είναι Λ.Κ.109.400.- στο τεκμήριο 20 και Λ.Κ.109.380.- στο τεκμήριο 46, στην πρώτη γραπτή απαίτηση του δικαιούχου. 

 

 

 

Στο σύγγραμμα Banking Litigation, των Hewetson και Mitchell, 4η έκδοση, Κεφ. 5, σελ. 121και επόμενες, επεξηγείται η φύση των πιστωτικών επιστολών και η δέσμευση για αθέτηση υποχρέωσης(default undertakings).Τονίζεται ότι η εγγύηση εις πρώτη ζήτηση, όπως αυτές που εκδίδονται από τις τράπεζες και εκδόθηκαν και στην παρούσα υπόθεση, είναι αυτόνομη συναλλαγή, ανεξάρτητη από τη σύμβαση μεταξύ αγοραστή και πωλητή, και η αρχή της αυτονομίας της, είναι ακριβώς η ίδια με αυτή των πιστώσεων (documentary credits)(Δέστε:  Edward Owen Engineering Ltd v. Barclays Bank International Ltd (1978) 1 Lloyd΄s Rep. 166, Harbottle (ανωτέρω) και Howe Richardson Scale Co Ltd v. Polimex-Cekop (1978) 1 Lloyd΄s Rep. 161).   

 

Επομένως οι σχετικές αιτιάσεις των εφεσειόντων δεν ευσταθούν και οι δύο πρώτοι λόγοι έφεσης απορρίπτονται, ως αβάσιμοι.

 

Αναφορικά με το οφειλόμενο υπόλοιπο δανείου, το πρωτόδικο δικαστήριο παρατηρεί συγκεκριμένα, ότι αξιώνεται ως υπόλοιπο δανείου το ποσό Λ.Κ.227.369,31.- ή σε €388.983,23.-, πλέον τόκους 12.5% ετησίως επί του ποσού Λ.Κ.217.621,67.- από 7.11.2005.  Γι΄ αυτό το ζήτημα έδωσαν μαρτυρία οι Μ.Ε. 1, Μ.Ε. 5 και Μ.Ε. 10, οι οποίες κατέθεσαν σχετικά πιστοποιητικά και τεκμήρια.   Η μαρτυρία τους έγινε αποδεκτή από το δικαστήριο. Σύμφωνα με το τεκμήριο 3, παραχωρήθηκε στην πρώην πρώτη εναγόμενη εταιρεία ποσό Λ.Κ.315.000.- ως δάνειο και τη λήψη και την παραχώρηση αυτού του ποσού αποδέχθηκε ο Μ.Υ. 5.  Με τα τεκμήρια 19, 25 και 31 φαίνεται ότι έγινε ανάληψη του σχετικού ποσού.  Η ανάληψη του δανείου έγινε αποδεκτή και με την αγόρευση του ευπαιδεύτου συνηγόρου υπεράσπισης. Οι καταθέσεις που έγιναν, τον Μάρτιο του 2005, έναντι του δανείου, φαίνονταν στα τεκμήρια για τους αντίστοιχους λογαριασμούς. Από τη μαρτυρία της Μ.Ε. 10 φαινόταν ότι μέχρι 1.7.2005 ο σχετικός λογαριασμός χρεωνόταν με το συμφωνηθέν επιτόκιο του 7.5% και ως εκ τούτου η αξίωση για 12.5% επιζητείται μετά την ημερομηνία εκείνη. Συνεπώς για την αγωγή που αφορούσε στο υπόλοιπο δανείου το πρωτόδικο δικαστήριο θεώρησε ότι αποδείχθηκε το αξιούμενο ποσό.

 

Αναφορικά με το υπόλοιπο τρεχουμένου λογαριασμού για το οποίο η αξίωση ήταν για Λ.Κ.476.251,41.-, πλέον τόκους προς 12.5% ετησίως επί ποσού Λ.Κ.455.833,85.- από 7.11.2005, το πρωτόδικο δικαστήριο παρατήρησε ότι η απόδειξη του αξιούμενου ποσού, ως υπολοίπου τρεχούμενου λογαριασμού, επιχειρήθηκε να επιτευχθεί με τα τεκμήρια 19, 24 και 32.  Τα εν λόγω τεκμήρια ξεκινούν με ένα, εκ μεταφοράς υπόλοιπο, ύψους Λ.Κ.269.027,63.-   Το πρωτόδικο δικαστήριο αναφέρθηκε στην απόφαση Μαρσέλ ν. Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Λτδ (2001) 1 ΑΑΔ, 1858 και στην απόφαση Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Λτδ ν. Σταυρινού (2005) 1 ΑΑΔ, 1390. Στις υποθέσεις αυτές τονίστηκε ότι το πιστοποιητικό που κατατίθεται για απόδειξη υπολοίπων τραπεζικών λογαριασμών δεν αποτελεί παρά μόνο ένα αποδεικτικό στοιχείο το οποίο υπόκειται σε αξιολόγηση. Το ερώτημα είναι το κατά πόσον ο διάδικος που φέρει το βάρος απόδειξης ικανοποίησε το δικαστήριο, με αποδεικτικά στοιχεία, επί του ισοζυγίου των πιθανοτήτων.

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο παρατηρεί ότι, ενώ οι μάρτυρες της εφεσίβλητης τράπεζας προκλήθηκαν επανειλημμένα να παρουσιάσουν όλες τις καταστάσεις λογαριασμού που τεκμηριώνουν το αρχικό οφειλόμενο υπόλοιπο, δεν προσήχθησαν τέτοιες καταστάσεις.  Όταν καταστάσεις λογαριασμού ξεκινούν με ένα υπόλοιπο, για το οποίο δεν δίδεται επεξήγηση ως προς το πώς προέκυψε, τότε θεωρείται πως το υπόλοιπο δεν έχει αποδειχθεί. 

 

Στην παρούσα, όμως, υπόθεση, όπως παρατήρησε η ευπαίδευτη πρωτόδικος Δικαστής, ήταν η θέση των Μ.Ε. 5 και Μ.Ε. 10 πως οι εναγόμενοι-εφεσείοντες συμφώνησαν με το υφιστάμενο υπόλοιπο του τρεχούμενου λογαριασμού, όταν υπέγραφαν το τεκμήριο 3.  Το δικαστήριο παρέθεσε, από το τεκμήριο 3, αναφορά στο κεφάλαιο «λοιποί όροι και προϋποθέσεις», όπου καταγράφεται πως «το προϊόν του δανείου να χρησιμοποιηθεί ως ακολούθως:  για την εξόφληση της υπέρβασης των τρεχούμενων λογαριασμών της εταιρείας ύψους Λ.Κ.286.00,00.- περίπου».   Το τεκμήριο 3 φέρει ημερομηνία 22.12.2003 και φέρεται ως υπογεγραμμένο από την πρώην πρώτη εναγόμενη εταιρεία στις 28.12.2003, όπως αποδέχθηκε ο Μ.Υ. 5 (εναγόμενος 4-εφεσείων 2).   Συνεπώς, κατέληξε το πρωτόδικο δικαστήριο, μπορεί να λεχθεί πως η εταιρεία δια του εναγομένου 4-εφεσείοντα 2, είχε αποδεχθεί την υπέρβαση στον τρεχούμενο λογαριασμό σε ένα ποσό που κυμαινόταν  περίπου στις Λ.Κ.286.000,00.-

 

Από τα τεκμήρια 24 και 32 προκύπτει ότι το εκ μεταφοράς υπόλοιπο, κατά την 1.1.2004, ήταν Λ.Κ.269.027,83.- και το ίδιο οφειλόμενο υπόλοιπο φαίνεται και στο τεκμήριο 19 κατά την 31.12.2003.  Το πρωτόδικο δικαστήριο παρατηρεί ότι ο εναγόμενος 4-εφεσείων 2, εκπροσωπώντας την πρώην πρώτη εναγόμενη εταιρεία, υπογράφει σε κάθε σελίδα του τεκμηρίου 3, περιλαμβανομένης και εκείνης που αναφέρεται στο ποσόν της υπέρβασης, κάτω από τη φράση «αποδεχόμαστε τα πιο πάνω».  Αποδοχή της υπέρβασης του τρεχούμενου λογαριασμού, στο ύψος του αξιούμενου ποσού, γίνεται ουσιαστικά, από τους εναγόμενους-εφεσείοντες, και με το τεκμήριο 37 (Δέστε, σχετικά, την απόφαση Επίσημος Παραλήπτης και Άλλοι ν. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας (2003) 1 ΑΑΔ, 1554).   Το τεκμήριο 37 είναι επιστολή ημερ. 22.7.2004 που εστάλη από την  προαναφερόμενη εταιρεία προς την εφεσίβλητη τράπεζα.  Στην επιστολή εκείνη, πουθενά δεν εκφράζεται αμφισβήτηση ή διαφωνία για το ύψος του αξιούμενου υπολοίπου πλην κάποιων συγκεκριμένων περιπτώσεων και δεν γίνεται οποιοσδήποτε ισχυρισμός ότι το δάνειο χρησιμοποιήθηκε για πληρωμή του τρεχούμενου λογαριασμού ή ότι δεν υπάρχει οφειλή για τον τρεχούμενο λογαριασμό ή ότι η οφειλή είναι εξωπραγματική.  Σημειώνεται επίσης, από το πρωτόδικο δικαστήριο, πως η επιστολή ημερ. 24.5.2004, τεκμήριο 18, αξιούσε καταβολή του υπολοίπου του τρεχούμενου λογαριασμού το οποίο καθόριζε στο ποσό των Λ.Κ.534.584,09.-.   Μετά την επιστολή ημερ. 24.5.2004 (τεκμήριο 18) και μετά την αποστολή του τεκμηρίου 37, ημερ. 22.7.2004 κατατέθηκε, εκ μέρους της προαναφερόμενης εταιρείας, ποσό Λ.Κ.150.000,00.-   Με αυτά τα δεδομένα το πρωτόδικο δικαστήριο ορθά έκρινε πως το εκ μεταφοράς υπόλοιπο είχε γίνει αποδεκτό από τους εφεσείοντες και επομένως το αξιούμενο υπόλοιπο του τρεχομένου λογαριασμού είχε, δεόντως, αποδειχθεί.   Συμφωνούμε με το πρωτόδικο δικαστήριο και επομένως απορρίπτουμε και τον τρίτο λόγο έφεσης.

 

Οι λόγοι έφεσης 5 και 6 αναφέρονται στο κατ΄ ισχυρισμό εσφαλμένο πρωτόδικο συμπέρασμα ότι η ενάγουσα-εφεσίβλητη τράπεζα δεν παρείχε εξειδικευμένες συμβουλευτικές υπηρεσίες στους εφεσείοντες, κατά πλημμελή τρόπο, με αποτέλεσμα οι εφεσείοντες να υποστούν οικονομική ζημιά.   Το πρωτόδικο δικαστήριο ασχολείται λεπτομερώς με το ζήτημα αυτό στην απόφασή του.   

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο αναφέρεται στους ισχυρισμούς των εφεσειόντων ότι η εφεσίβλητη τράπεζα ανέλαβε καθήκον επιμέλειας έναντι της πρώην πρώτης εναγόμενης εταιρείας και δημιουργήθηκε εμπιστευτική σχέση επαγγελματικού συμβούλου και συμβουλευομένου, μεταξύ τους.  Το πρωτόδικο δικαστήριο αναφέρθηκε σε σειρά αποφάσεων μεταξύ των οποίων τη θεμελιώδη αγγλική απόφαση στην υπόθεση Hedley Byrne & Cov. Heller&Partners (1963) 2 AllE.R. 578, η οποία εφαρμόστηκε στην Κύπρο, μεταξύ άλλων, στις αποφάσεις Premier Chemical v. Τράπεζας Κύπρου (1998) 1 ΑΑΔ, 1951, Pentaliotis & Papapetrou Estates Ltd v. Γενικού Εισαγγελέα (1998) 1(Δ) ΑΑΔ, 1931 και APAK Agro Industries Ltd κ.α. ν. Κυπριακής Τράπεζας Αναπτύξεως Λτδ (2008) 1(Α) ΑΑΔ, 322.   

 

Επεξήγησε, η ευπαίδευτη πρωτόδικη Δικαστής, ότι απαραίτητη προϋπόθεση για τη θεμελίωση αστικής ευθύνης είναι η παροχή συμβουλών, οι οποίες διαφαίνεται ότι είναι λανθασμένες, μη ανταποκρινόμενες στην αλήθεια ή αποτέλεσμα αμέλειας.  Εάν ο συμβουλευόμενος ενεργήσει στη βάση τέτοιων αμελών συμβουλών που του παρείχε ο συμβουλεύων και υποστεί οικονομική ζημιά τότε έχει καλό αγώγιμο δικαίωμα εναντίον του συμβουλεύοντος, δυνάμει των αρχών που καθόρισε η προαναφερόμενη νομολογία.

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο αποδέχθηκε τη θέση των μαρτύρων της ενάγουσας-εφεσίβλητης, σύμφωνα με την οποία εκείνο που συζητήθηκε μεταξύ της τράπεζας και του εναγόμενου 4-εφεσείοντα 2 ήταν η παραχώρηση νέων διευκολύνσεων και δανείου, και η τράπεζα δεν έδωσε οποιεσδήποτε συμβουλές στους εφεσείοντες αναφορικά με τη διαχείριση των υποθέσεων τους ή οποιοδήποτε άλλο επίδικο θέμα. 

 

Συνεπώς, το πρωτόδικο δικαστήριο, έκρινε ότι δεν ικανοποιούνταν οι προϋποθέσεις για τη δημιουργία καλού αγώγιμου δικαιώματος υπέρ των εφεσειόντων και εις βάρος της εφεσίβλητης στη βάση των αρχών που διατυπώθηκαν στη Hedley Byrne (ανωτέρω).

 

Δεν υπάρχει οποιοσδήποτε λόγος ανατροπής των ευρημάτων και συμπερασμάτων του πρωτόδικου δικαστηρίου και επομένως και οι λόγοι έφεσης 5 και 6 κρίνονται ως αβάσιμοι και απορρίπτονται.

 

Ο έβδομος λόγος έφεσης αφορά στην κατ΄ ισχυρισμό εσφαλμένη θέση του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι οι εγγυήσεις και/ή οι υποθήκες (τεκμήρια  4, 5 και 8) εξασφάλιζαν τις επίδικες διευκολύνσεις. 

 

Ήταν η εισήγηση των εφεσειόντων ότι οι εγγυήσεις και/ή οι υποθήκες κατέστησαν άνευ αντικειμένου ενόψει του γεγονότος ότι οι εναγόμενοι 3 και 4-εφεσείοντες 1 και 2 ουδέποτε αποδέχθησαν την ανανέωση των εξασφαλίσεων που παρείχαν για τον τρεχούμενο λογαριασμό της πρώην πρώτης εναγόμενης εταιρείας. 

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο αναφέρθηκε ειδικά στον όρο 2 των τεκμηρίων 4 και 5 στον οποίο αναγράφεται ότι ο εγγυητής εγγυάται όλες τις υποχρεώσεις του πρωτοφειλέτη προς την τράπεζα, είτε αυτές είναι παρούσες ή μελλοντικές, είτε κατέστησαν, είτε πιθανόν να καταστούν απαιτητές.  Η ευπαίδευτη πρωτόδικος Δικαστής έκρινε ότι, στη βάση του προαναφερθέντος λεκτικού, οι εγγυήσεις ήταν συνεχείς και κάλυπταν παρούσες και μελλοντικές πιστωτικές διευκολύνσεις.  Αναφέρθηκε σχετικά στην απόφαση Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Λτδ ν. Τ.G. and Sons Importing Ltd κ.α. (2004) 1 ΑΑΔ, 180 και στην απόφαση Γεωργίου ν. Τράπεζας Κύπρου (2009) 1 ΑΑΔ, 862, στην οποία κρίθηκε ότι η εγγύηση που δόθηκε το 1991 ήταν συνεχής και κάλυπτε και την επανέγκριση και αύξηση του ορίου του τρεχούμενου λογαριασμού, που δόθηκε το 2000.

 

 

Στην προκείμενη περίπτωση,με τα τεκμήρια 4 και 5, συμφωνίες εγγύησης, τις οποίες υπέγραψαν οι εναγόμενοι 3 και 4-εφεσείοντες 1 και 2, συμφωνείτο η παραχώρηση νέων πιστωτικών διευκολύνσεων προς την εταιρεία.  Ουδέποτε τερματίστηκαν ή ανακλήθηκαν οι δοθείσες προς την εταιρεία εξασφαλίσεις.

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε τους ισχυρισμούς των εφεσειόντων ότι ο τρεχούμενος λογαριασμός τον οποίο εξασφάλιζαν οι εγγυήσεις είχε εξοφληθεί περί το 2000.  Τέτοιος ισχυρισμός δεν ήταν δικογραφημένος και επομένως δεν μπορούσε να ληφθεί υπόψιν.  Επιπρόσθετα ούτε και αξιόπιστη μαρτυρία δόθηκε που να αποδεικνύει εξόφληση του τρεχούμενου λογαριασμού κατά τον τρόπο που ισχυρίζονταν οι εφεσείοντες.  Σχετική αναφορά του εναγόμενου 4-εφεσείοντα 2 (Μ.Υ. 5) έμεινε ατεκμηρίωτη.  Αντίθετα, η μαρτυρία των Μ.Ε. 4 και 5, την οποία το πρωτόδικο δικαστήριο δέχθηκε ως αξιόπιστη, ήταν ότι ο επίδικος τρεχούμενος λογαριασμός της εταιρείας ουδέποτε έκλεισε με την έννοια της εξόφλησης του. 

 

Με τα προαναφερόμενα δεδομένα θεωρούμε πως το πρωτόδικο δικαστήριο ορθά απέρριψε και αυτούς τους ισχυρισμούς των εναγομένων-εφεσειόντων και επομένως ο λόγος έφεσης 7 επίσης απορρίπτεται.

 

Οι λόγοι έφεσης 8-16 αφορούν σε ενδιάμεσες αποφάσεις του πρωτόδικου δικαστηρίου σε σχέση με απόρριψη (α) αίτησης τροποποίησης του δικογράφου (Υπεράσπισης και Ανταπαίτησης) των εναγομένων-εφεσειόντων, (β) αίτησης τους για δήλωση του δικαστηρίου ότι η ενάγουσα-εφεσίβλητη δεν είχε συμμορφωθεί με διάταγμα για περαιτέρω και καλύτερο κατάλογο εγγράφων, (γ) αίτησης τους για παραμερισμό ή διαγραφή της έκθεσης απαίτησης λόγω μη συμμόρφωσης με προηγούμενο διάταγμα αποκάλυψης, (δ) αίτησης τους για αναβολή της ακρόασης της αίτησης τροποποίησης του δικογράφου τους, και (ε) άλλων συναφών δευτερευόντων σημείων που ήγειραν, και αποφασίστηκαν εναντίον τους. 

 

Εξετάσαμε με πολλή προσοχή όλα τα θέματα που εγείρονται στους λόγους έφεσης 8-16 και θεωρούμε ότι όλες οι προσβαλλόμενες, ως εσφαλμένες, ενδιάμεσες αποφάσεις του πρωτόδικου δικαστηρίου, είναι και ορθές και δεόντως αιτιολογημένες. 

 

Αναφορικά με την αίτηση για τροποποίηση της έκθεσης υπεράσπισης, η ευπαίδευτη πρωτόδικος Δικαστής στην ενδιάμεση απόφαση της αναφέρεται στο γεγονός ότι η αίτηση καταχωρήθηκε, εκκρεμούσης της ακροαματικής διαδικασίας και ενώ ήδη είχαν καταθέσει δέκα μάρτυρες εκ μέρους της ενάγουσας και δύο εκ μέρους των εναγομένων.Το δικαστήριο αναφέρθηκε στις αρχές οι οποίες διέπουν το ζήτημα της τροποποίησης δικογράφων και σε σχετική νομολογία.   Έλαβε υπόψιν, μεταξύ άλλων, την καθυστέρηση στη λήψη του διαβήματος της αίτησης τροποποίησης, στο γεγονός ότι με την αίτηση επιχειρήθηκε, εκ δευτέρου, η ευρεία τροποποίηση της έκθεσης υπεράσπισης και ανταπαίτησης, ότι ο λόγος που προβλήθηκε για τη μη συμπερίληψη των θεμάτων αυτών στο αρχικό δικόγραφο ήταν το λάθος των τότε δικηγόρων των εναγομένων-εφεσειόντων καθώς και η μη νομική κατάρτιση των εναγομένων.  Το πρωτόδικο δικαστήριο θεώρησε την προαναφερόμενη αιτίαση ως μη ικανοποιητική και αναφέρθηκε στην εισαγωγή νέας βάσης υπεράσπισης που αν γινόταν δεκτή, θα συνεπάγετο προσκόμιση νέας μαρτυρίας για συμβατικές σχέσεις μεταξύ της προαναφερόμενης εταιρείας και του Τμήματος Δημοσίων Έργων που δεν ήταν μέρος της διαδικασίας, ούτε και διάδικος.  Τυχόν έγκριση εισαγωγής τέτοιων νέων επίδικων θεμάτων θα περιέπλεκε τη διαδικασία, κατά την κρίση του πρωτόδικου δικαστηρίου.  Η διεύρυνση των επιδίκων θεμάτων, κατά τον προαναφερθέντα τρόπο και δεδομένου του προχωρημένου σταδίου στο οποίο βρισκόταν η ακροαματική διαδικασία, κρίθηκε, πρωτοδίκως, ως ανεπίτρεπτη και απρόσφορη.   Δεν υπάρχει οτιδήποτε στην πρωτόδικη απόφαση με το οποίο το Εφετείο να διαφωνεί.   Άλλωστε το ζήτημα ενέπιπτε στη διακριτική ευχέρεια του πρωτόδικου δικαστηρίου την οποία άσκησε κατά τέτοιο θεμιτό τρόπο ώστε να μη παρέχονται περιθώρια παρέμβασης του Εφετείου.

 

Αναφορικά με την απόρριψη αιτήματος αναβολής της ακρόασης της αίτησης για τροποποίηση του δικογράφου των εφεσειόντων, παρατηρούμε πως το πρωτόδικο δικαστήριο, σε εμπεριστατωμένη και δεόντως αιτιολογημένη απόφαση του, στάθμισε όλους τους σχετικούς παράγοντες και έκρινε ότι η ζητηθείσα αναβολή δεν δικαιολογείτο.   Συγκεκριμένα αναφέρθηκε στο γεγονός ότιη πορεία που θα ακολουθούσε ο εκκαθαριστής της πρώην πρώτης εναγόμενης εταιρείας δεν επηρέαζε τα δικαιώματα των υπόλοιπων εναγομένων, οι οποίοι προέβαλαν την υπεράσπιση τους, ως εγγυητές, και η υπόθεση βρισκόταν ήδη σε προχωρημένο στάδιο εκδίκασης.  Κρίθηκε πρωτοδίκως ότι δεν  ήταν σκόπιμη η αναβολή της συνέχισης της ακρόασης, εκκρεμούσης μιας διαδικασίας που ακολουθούσε ο προαναφερόμενος εκκαθαριστής και η οποία ήταν άγνωστο πότε θα ολοκληρωνόταν.  Θεωρούμε πως η πρωτόδικη απόφαση είναι ισοζυγισμένη και αιτιολογημένη και, εν πάση περιπτώσει, δεν επηρέασε δυσμενώς τα δικαιώματα των εφεσειόντων-εναγομένων 3, 4 και 5.

 

 

 

Όσον αφορά την απόρριψη του αιτήματος των εφεσειόντων, με το οποίο ζητείτο δήλωση του δικαστηρίου ότι η ενάγουσα-εφεσίβλητη δεν είχε συμμορφωθεί με διάταγμα αποκάλυψης εγγράφων, καθώς και διάταγμα του δικαστηρίου για απόρριψη και/ή παραμερισμό  και/ή διαγραφή της έκθεσης απαίτησης, εξαιτίας της μη συμμόρφωσης της με το διάταγμα αποκάλυψης εγγράφων, παρατηρούμε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο, σε μια επίσης εμπεριστατωμένη ενδιάμεση απόφαση του, αναφέρθηκε στα επίδικα γεγονότα, και παρατήρησε ότι εναντίον του διατάγματος αποκάλυψης εκκρεμούσε έφεση αλλά παρά την έφεση, η ενάγουσα-εφεσίβλητη, προς συμμόρφωση με το διάταγμα αποκάλυψης, καταχώρισε συμπληρωματική ένορκη δήλωση αποκάλυψης εγγράφων, την οποίαν όμως οι εναγόμενοι-εφεσείοντες θεώρησαν ως ανεπαρκή.  Οι εναγόμενοι/αιτητές-εφεσείοντες καταχώρισαν την αίτηση τους μετά παρέλευση 6 μηνών από την καταχώριση της συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης της ενάγουσας-εφεσίβλητης και ενώ οι αγωγές είχαν οριστεί για ακρόαση. Νομικό έρεισμα της αίτησης παρείχε η Δ.28 θ.12 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, την οποία το πρωτόδικο δικαστήριο ανέλυσε, παρατηρώντας ότι, για να εκδοθεί διάταγμα όπως αυτό που ζητούσαν οι εναγόμενοι-εφεσείοντες, θα πρέπει το δικαστήριο να πειστεί ότι ο διάδικος που διατάχθηκε να αποκαλύψει έγγραφα προσπαθεί να αποφύγει μια δίκαιη και εύλογη αποκάλυψη.  Το δικαστήριο δεν εκδίδει τέτοιο δραστικό διάταγμα, για απόρριψη αγωγής, εκτός αν ικανοποιηθεί ότι ο ενάγων προσπαθεί να αποφύγει την δίκαιη αποκάλυψη. 

 

Στην προκείμενη περίπτωση η ενάγουσα-εφεσίβλητη είχε καταχωρήσει ένορκη δήλωση αποκάλυψης εγγράφων από τις 12.5.2009 και μετά την έκδοση διατάγματος στις 11.11.2009 για περαιτέρω αποκάλυψη σε σχέση με το στοιχείο 16 του καταλόγου εγγράφων της πρώτης αποκάλυψης, προέβη σε συμπληρωματική ένορκη δήλωση στην οποίαν διασαφήνισε τι εννοούσε στην αρχική της ένορκη δήλωση.   Το συμπέρασμα του πρωτόδικου δικαστηρίου ήταν ότι η ενάγουσα-εφεσίβλητη συμμορφώθηκε με τη σχετική διαταγή του δικαστηρίου και αποκάλυψε τα σχετικά έγγραφα.   Υπό τις περιστάσεις, αρνήθηκε να εκδώσει διάταγμα διαγραφής της έκθεσης απαίτησης της, θεραπεία που αποτελεί εξαιρετικό μέτρο που ανάγεται στη διακριτική εξουσία του δικαστηρίου.   Τέτοια εξουσία, σύμφωνα με το πρωτόδικο δικαστήριο, δεν ασκείται στην απουσία εξαιρετικών περιστάσεων, εκτός αν καταδειχθεί ότι προκαλείται και υπάρχει κίνδυνος βλάβης στους αντιδίκους, κάτι το οποίο δεν καταδείχθηκε στην παρούσα υπόθεση (Δέστε:  Costellow v. Somerset County Council (1993) 1 AllE.R. 952).    Δεν διαφωνούμε ούτε και με αυτή την ενδιάμεση απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου, η οποία εκδόθηκε εντός των πλαισίων της άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του, και αφού λήφθηκαν υπόψιν όλοι οι σχετικοί παράγοντες.

 

Θεωρούμε πως όλες οι προσβληθείσες ενδιάμεσες αποφάσεις του πρωτόδικου δικαστηρίου, καθώς και τα ευρήματα και συμπεράσματα που περιέχονται σ΄ αυτές, ήταν ορθές και απορρίπτομε όλους τους σχετικούς λόγους έφεσης ως αβάσιμους.

 

Κατά συνέπεια η έφεση απορρίπτεται, με έξοδα υπέρ της εφεσίβλητης και εις βάρος των εφεσειόντων, πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει.  Τα έξοδα να υπολογιστούν από τον αρμόδιο Πρωτοκολλητή και να υποβληθούν για έγκριση από το δικαστήριο.

 

 

 

 

Σύμφωνα με τη συμφωνία των μερών στην Πολιτική Έφεση αρ. 480/12, η οποία περιλήφθηκε στην απόφαση του Δικαστηρίου ημερ. 30.1.2020, τα έξοδα της Πολιτικής Έφεσης αρ. 480/12 πρέπει να συνυπολογιστούν στα έξοδα που επιδικάζονται στην παρούσα έφεση υπέρ της εφεσίβλητης και εις βάρος των εφεσειόντων, σύμφωνα με το αποτέλεσμα της έφεσης.

 

 

 

 

                                                Μ.Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.

 

 

                                                Α. Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.

 

 

                                                Τ. Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.

 

 

 

/ΕΑΠ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο