ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2020:A70
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 435/2012)
21 Φεβρουαρίου, 2020
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
Μεταξύ:
1. xxx xxx O'DWYER
2. xxx xxx O'DWYER
Εφεσείoντες/Εναγόμενοι
και
ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΑΣ & ΥΙΟΣ ΛΤΔ
Εφεσίβλητοι/Ενάγοντες.
_ _ _ _ _ _
Γ.Γεωργιάδης με Ντ. Βαρωσιώτου, (κα) και Ν. Γεωργιάδη, για Γεωργιάδη & Σ/τες ΔΕΠΕ, για τους εφεσείοντες
Α.Κλαϊδη, (κα), για τους εφεσίβλητους
_ _ _ _ _ _
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δοθεί από την Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ.
----------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Η πρωτόδικη διαδικασία υπήρξε μακρά και εντόνως οι διάδικοι πολέμησαν ο ένας τις θέσεις του άλλου.
Το αγώγιμο δικαίωμα των εφεσιβλήτων-εναγόντων υπήρξε αυτό της δυσφήμησης εναντίον των εφεσειόντων-εναγομένων. Όμως και οι τελευταίοι δι΄ανταπαιτήσεως αξίωναν αποζημιώσεις για παράβαση συμφωνίας που αφορούσε αγορά ακινήτου εναντίον των εφεσιβλήτων, ως δι΄ανταπαιτήσεως εναγομένων.
Η απόφαση στην αγωγή:
Υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον του εφεσείοντα 1 εξεδόθη απόφαση για το ποσό των €60.000 πλέον νόμιμο τόκο από 4.3.2006 πλέον έξοδα.
Η απαίτηση εναντίον της εφεσείουσας-εναγομένης 2 απορρίφθηκε χωρίς διαταγή για έξοδα.
Επίσης εναντίον του εφεσείοντα-εναγομένου 1 εξεδόθη και διάταγμα για απαγόρευση δημοσιευμάτων εναντίον των εφεσιβλήτων ως λεπτομερώς αναγράφεται και εξηγείται στο εν λόγω διάταγμα.
Η ανταπαίτηση - η συμφωνία:
Επί της ανταπαίτησης εξεδόθη απόφαση υπέρ των εφεσειόντων και εναντίον των εφεσιβλήτων για το ποσό των €141.268 με νόμιμο τόκο από 9.3.2006, πλέον έξοδα.
Αναφορικά με το θέμα της ειδικής εκτέλεσης, αφού είχε δηλωθεί από τους εφεσείοντες ότι δεν θα επιμένουν επ΄αυτής της θεραπείας, διατάχθηκε η διαγραφή από τα μητρώα του κτηματολογίου της κατάθεσης της επίδικης συμφωνίας για σκοπούς ειδικής εκτέλεσης με αρ. μητρώου ΠΩΕ xxxx/2005.
Η έφεση-διαδικαστική πορεία:
Η έφεση καταχωρήθηκε στις 23.10.2012 και δόθηκαν σχετικές οδηγίες στις 23.9.2015 για ανταλλαγή περιγραμμάτων, πλην όμως αυτό δεν έγινε, καθότι δύο φορές οι εφεσείοντες και δύο φορές οι εφεσίβλητοι ζήτησαν παράταση και αναβολή για την καταχώρηση των περιγραμμάτων τους.
Στις 10.1.2019, ημερομηνία που ορίστηκε εντέλει η υπόθεση για ακρόαση, ζητήθηκε αναβολή εκ μέρους των εφεσιβλήτων, λόγω προβλημάτων υγείας της συνηγόρου τους.
Στις 10.4.2019 ζητήθηκε αναβολή από πλευράς εφεσειόντων για σκοπούς εξασφάλισης της συνέχισης του ευεργετήματος της νομικής αρωγής στα πλαίσια της έφεσης.
Στις 23.9.2019 εγκρίθηκε σχετική αίτηση για νομική αρωγή.
Τελικώς η εκδίκαση της έφεσης έλαβε χώρα στις 24.1.2020, με τις προφορικές αγορεύσεις των συνηγόρων των διαδίκων οι οποίοι εξάλλου υιοθέτησαν και τα εκτενή περιγράμματα αγορεύσεων.
Το εφετήριο - λόγοι έφεσης:
Στο εφετήριο καθίσταται σαφώς πως προσβάλλονται τα εξής μέρη της πρωτόδικης απόφασης:
(Α). H απόφαση επί της αγωγής που αφορά το εύρημα δυσφήμισης, τη δοθείσα αποζημίωση και το εκδοθέν διάταγμα.
(Β). Το μέρος της απόφασης που σχετίζεται με την ανταπαίτηση των εφεσειόντων και συγκεκριμένα με το ύψος των αποζημιώσεων που έχει δώσει το Δικαστήριο «αναφορικά με τις αποζημιώσεις που προέκυψαν από τη διαφορά μεταξύ της τιμής πώλησης των ΛΚ163.000,00 και της αγοραίας αξίας του ακινήτου. Το Δικαστήριο επιδίκασε μόνο €28.500,00 αντί €119.698,00». Επίσης το μέρος της απόφασης στην ανταπαίτηση που απορρίφθηκε η απαίτηση των εφεσειόντων για €18,000 πραγματικά έξοδα, €93.372,19 ως ενοίκια για το σπίτι του στην Αγγλία, €2.526,90 ως δικηγορικά έξοδα, τιμωρητικές αποζημιώσεις και αποζημιώσεις για ψυχική οδύνη.
(Γ). Το μέρος της απόφασης που επιδικάζει έξοδα εναντίον του εφεσείοντα 1 και δεν επιδικάζει έξοδα υπέρ της εφεσείουσας 2, καθώς επίσης το μέρος της απόφασης που αποφασίζει τον τρόπο που θα καταβληθούν τα έξοδα, ενόψει της ύπαρξης πιστοποιητικού νομικής αρωγής.
Οι λόγοι έφεσης διατυπώνονται συνοπτικά και με γενικό τρόπο στους αντίστοιχους λόγους, πλην όμως δια της αιτιολογίας τους, εξειδικεύονται τα παράπονα των εφεσειόντων. Πρόκειται για τρεις λόγους έφεσης.
1ος λόγος:
Το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε νομικώς και διαδικαστικώς και ή περιέπεσε σε πλάνη περί το Νόμο. Δια της αιτιολογίας του λόγου αυτού προκύπτει πως το προσβαλλόμενο ως λάθος του Δικαστηρίου αφορά τόσο το θέμα της δυσφήμισης και της δοθείσας αποζημίωσης, ομού με αυτό της απόρριψης της υπεράσπισης εντίμου σχολίου, όσο και το θέμα της προσέγγισης του Δικαστηρίου επί του τερματισμού του πωλητηρίου εγγράφου. Συγκεκριμένα στο σημείο Ζ της αιτιολογίας αναφέρεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, κατά τρόπο αντιφατικό, «από τη μία αποφάσισε ότι ήταν παράνομος ο τερματισμός του πωλητηρίου εγγράφου από τους ενάγοντες και ότι πράγματι πωλήθηκε το σπίτι απ΄αυτούς, ενώ οι ίδιοι προσπάθησαν επίμονα να ισχυριστούν ψευδώς στο Δικαστήριο ότι δεν πρόκειται περί πώλησης, και από την άλλη αποφάσισε ότι οι αναφορές του εναγομένου 1 στην ιστοσελίδα του xxx τελούν δυσφήμιση, αγνοώντας μάλιστα όλη τη μαρτυρία που είχε ενώπιον του, ότι οι ενάγοντες είπαν αρκετά ψέματα». Ως προς τη δοθείσα αποζημίωση, είναι η θέση των εφεσειόντων, πως το Δικαστήριο επιδίκασε εξαιρετικά ψηλό ποσό και ότι αυτό δεν συμβαδίζει με τη νομολογία, ευρισκόμενο μάλιστα σε πλάνη ως προς τη μεθοδολογία υπολογισμού. Ομοίως, ότι έσφαλε επιδικάζοντας αποζημιώσεις και τόκους υπέρ των εφεσιβλήτων, ως ο διάδικος να ήταν φυσικό πρόσωπο, παραβλέποντας όλη τη σχετική νομολογία. Μάλιστα, η πλευρά των εφεσειόντων μέμφεται το Δικαστήριο πως έλαβε υπόψη του γεγονότα τα οποία δεν ήταν δικογραφημένα. (Βλ. σημεία (η), (θ), (ι) της αιτιολογίας). Στα σημεία (κ), (λ), (μ), (ν) και (ξ) διατυπώνονται παράπονα που αφορούν το θέμα των αποζημιώσεων αναφορικά με την ανταπαίτηση και επιμέρους θέματα που αφορούν τα έξοδα.
2ος λόγος:
Το Δικαστήριο προέβη σε εσφαλμένη και ανεπαρκή αξιολόγηση της μαρτυρίας και διακατέχετο από προκατάληψη εναντίον των εφεσειόντων, έχοντας προαποφασίσει για την αξιοπιστία τους και/ή δεν έλαβε υπόψη ουσιώδη στοιχεία της μαρτυρίας και/ή έλαβε υπόψη του επουσιώδη στοιχεία και έσφαλε νομικώς και διαδικαστικώς και/ή περιέπεσε σε πλάνη σχετικά με τα πραγματικά γεγονότα και παρερμήνευσε τους διαδικαστικούς κανονισμούς και τη νομολογία. Δυνάμει της αιτιολογίας του λόγου αυτού, ως σημεία προκατάληψης παρουσιάζονται τα εξής:
(α), (β), (γ) Το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε την υπόθεση 927/2007 όπου απέδωσε στον εφεσείοντα 1 στη σελίδα 18 πιθανή εγκληματική ενέργεια ενόψει του ότι ο τελευταίος μαγνητοφώνησε τηλεφωνικές συνδιαλέξεις και τις κυκλοφόρησε στο διαδίκτυο και μάλιστα παρέπεμψε τα πρακτικά στην Αστυνομία με αποτέλεσμα να ξεκινήσει ποινική υπόθεση εναντίον του εφεσείοντα 1. Η ως άνω διαδικασία ήταν αγωγή μεταξύ των ιδίων μερών όντας και πάλι απαίτηση των εφεσιβλήτων για δυσφήμιση εναντίον του εφεσείοντα 1 η οποία και απορρίφθηκε λόγω κατάχρησης ως εκ του ότι διεκδικούντο οι ίδιες θεραπείες της παρούσας πρωτόδικης διαδικασίας, δηλαδή της αγωγής 365/2006. Περαιτέρω, σύμφωνα πάντα με την πλευρά των εφεσειόντων η προκατάληψη του Δικαστηρίου σε σχέση με τον χαρακτήρα και την αξιοπιστία των εναγομένων, διαφαίνεται και από τον τρόπο που προσπάθησε το Δικαστήριο να αιτιολογήσει τη μη αποδοχή της μαρτυρίας τους, στην αρχή της απόφασης του, καθώς επίσης σε άλλα σημεία.
(δ) Το Δικαστήριο κακώς είχε εκλάβει την ψυχική οδύνη των εφεσειόντων-εναγομένων και την προσπάθεια τους να βρουν το δίκαιο, ως ένδειξη ότι δεν λένε την αλήθεια, παραβλέποντας ότι όσα παρέθεσε ο εφεσείων 1 υποστηρίζονται από άλλη ανεξάρτητη μαρτυρία και ότι ήταν σταθερός στην αντεξέταση του.
(ε) Εν αντιθέσει, μέμφεται το Δικαστήριο η πλευρά των εφεσειόντων, ότι κακώς θεώρησε τους μάρτυρες των εναγόντων αξιόπιστους παρά τις πολλές αντιφάσεις που περιέπεσαν σε σχέση με την αντεξέταση τους καθώς και σε άλλες δηλώσεις άλλων διαδικασιών ή ενόρκων δηλώσεων.
3ος λόγος:
Η παράλειψη του Δικαστηρίου να δώσει αιτιολογημένη απόφαση συνιστά τον 3ο λόγο. Συγκεκριμένα είναι η εισήγηση των εφεσειόντων πως το Δικαστήριο παρέλειψε να δώσει ουσιαστικούς και επαρκείς λόγους στο να μην ακολουθήσει τη νομολογία που παρέθεσαν οι εφεσείοντες, δεν αιτιολόγησε καθόλου και ή επαρκώς γιατί δεν απέδωσε τη δέουσα βαρύτητα στη μαρτυρία των εφεσειόντων, μη αιτιολογώντας επίσης τα ευρήματα του αναφορικά με τα γεγονότα και νομικά σημεία.
Πριν να προχωρήσουμε με την εξέταση των λόγων έφεσης είναι αναγκαίο να δούμε πώς αντίκρισε τα επιμέρους θέματα το πρωτόδικο Δικαστήριο.
Η επίδικη συμφωνία - τερματισμός - αποζημιώσεις:
Στις 23.8.2005 οι εφεσίβλητοι συμφώνησαν με τους εφεσείοντες, να τους πωλήσουν μια κατοικία, της οποίας η ανέγερση δεν είχε ακόμα τότε αρχίσει, στο συγκρότημα «xxx xxx» στο xxx (Συμφωνία, τεκ. 5).
Το αντάλλαγμα συμφωνήθηκε στο ποσό των ΛΚ163.000, πληρωτέο κατά δόσεις, περιλαμβανομένων τριών δόσεων ανά ΛΚ26.000 έκαστη κατά την αποπεράτωση του σκελετού, της τοιχοποιίας και των επιχρισμάτων.
Σύμφωνα με τον όρο 18 της Συμφωνίας, όλοι οι όροι της θα ήταν ουσιώδεις. Ειδικότερα, όμως, σε σχέση με την υποχρέωση για καταβολή δόσεων τα μέρη είχαν συμφωνήσει τα εξής:
"3.2 In the event that the Buyers delay any of the abovementioned payments for more than fifteen (15) days the Seller shall have the right to terminate the agreement by giving fifteen (15) days written notice to the Buyers. In such a case and if the Buyers fail to make payment the Seller has the right to terminate the Agreement and resell the property .".
Με τον όρο 15 τα μέρη προσδιόρισαν τη Συμφωνία ως "entire contract".
Οι εφεσείοντες είχαν καταβάλει έναντι της συμφωνίας το συνολικό ποσό των ΛΚ66.000. Η τελευταία δόση που εισπράχθηκε ήταν στις 16.12.2005, ημερομηνία αποπεράτωσης του σκελετού.
Το Δικαστήριο αξιολογώντας τις εκατέρωθεν εκδοχές αποφάσισε ότι θα έπρεπε να αποδεχθεί ως πειστική τη μαρτυρία που προσέφεραν σε σχέση με το ζήτημα αυτό οι εφεσίβλητοι. Συναφώς θεώρησε πως κατά το χρόνο τερματισμού είχαν συμπληρωθεί η τοιχοποιία και τα επιχρίσματα. Δεν αποδέχτηκε το Δικαστήριο πως οι εφεσείοντες είχαν προσφέρει τη δόση για την τοιχοποιία στις 8.3.2006. Υπό αυτή την έννοια θεώρησε σημαντικό το τεκμ.25. Παρά την αρνητική κατάληξη επί του θέματος μαρτυρίας για τους εφεσείοντες και αντίστοιχα της θετικής αντίκρισης της μαρτυρίας των εφεσιβλήτων και παρά το εύρημα πως δεν έγινε καταβολή των οφειλομένων δόσεων από τους εφεσείοντες, ο τερματισμός εκ μέρους των εφεσιβλήτων, κρίθηκε ότι δεν ήταν έγκυρος επειδή δεν τηρήθηκε η ειδοποίηση των 15 ημερών που προνοούσε ο όρος 18 της μεταξύ τους συμφωνίας. Συνεπώς, ο τερματισμός λόγω καθυστερημένων δόσεων δεν ήταν νόμιμος.
Σημασία έχει η κατάληξη του Δικαστηρίου η οποία συνοψίζεται στις σελ.17 και 18 της απόφασης ως εξής:
Συνεπώς, εξετάζοντας την περίπτωση ως περίπτωση τερματισμού λόγω μη πληρωμής δόσης, το αποτέλεσμα είναι πως για τους παραπάνω λόγους, ενώ υπήρχαν καθυστερημένες δόσεις οι ενάγοντες δεν τερμάτισαν έγκυρα. Άρα, ενήργησαν αντισυμβατικά. Το αντισυμβατικό των προθέσεων τους προκύπτει και από το γεγονός ότι δεν ενήργησαν ως το αθώο μέρος που θεωρεί απλώς πως η συμπεριφορά του αντισυμβαλλομένου του το απαλλάσσει από τις συμβατικές του υποχρεώσεις, αλλά αυθαίρετα κράτησαν τα ποσά που καταβλήθηκαν έναντι. Προκύπτει φανερά ότι ενεργούσαν πλέον εκτός των συμβατικών πλαισίων υπό τη σκιά της όλης εξέλιξης και των προβλημάτων που τους είχε δημιουργήσει ο εναγόμενος.
Ως εκ των άνω, υπήρξε παράβαση της συμφωνίας εκ μέρους των εναγόντων, η οποία διαπράχθηκε στις 9.3.2006.
(ο τονισμός είναι του Εφετείου)
Σημειώνεται ότι μετά τον τερματισμό και γύρω στο Μάιο του 2007, οι εφεσίβλητοι ξαναπώλησαν την επίδικη οικία σε κάποια κυρία xxx. Το θέμα κρίθηκε εν τέλει νομικά αδιάφορο αφού δεν υπήρχε επιθυμία των εφεσιβλήτων για ειδική εκτέλεση της συμφωνίας.
Οι αποζημιώσεις κρίθηκαν τελικά στη βάση σκεπτικού του Δικαστηρίου που θα μας απασχολήσει στη συνέχεια. Όπως βέβαια διατάχθηκε και η επιστροφή του ποσού που οι εφεσείοντες είχαν δώσει για την αγορά.
Η δυσφήμηση - αποζημιώσεις:
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρει τα επίδικα δημοσιεύματα από τα οποία προκύπτουν οι θέσεις των εφεσειόντων σε σχέση με τους εφεσίβλητους και κυρίως το γεγονός ότι είχαν υποσχεθεί ένα πράγμα και μετά του παρέδωσαν κάτι άλλο, ότι ήσαν ψεύτες, ότι στην ιστοσελίδα που δημιούργησαν οι εφεσείοντες με σκοπό να ξεσκεπάσουν τους εφεσίβλητους αναφέρουν πως αυτή η σελίδα σκοπεύει να εκθέσει τα ψέματα που ειπώθηκαν από τη συγκεκριμένη εταιρεία, συνεχίζοντας ως εξής: «.. Είναι εργολάβοι στην περιοχή Αμμοχώστου της νότιας Δημοκρατίας της Κύπρου οι οποίοι θα σας πουν οτιδήποτε για να πωλήσουν κάτι. Τα ψέματα που μας είπαν στο κόλπο πώλησής τους σημαίνει πως θα ζήσουμε σε ένα σπίτι που δεν θα αγοράζαμε ποτέ και από τις αλλαγές που έκαναν στο τοπογραφικό θα χάσουμε χιλιάδες λίρες όταν θα έρθει η ώρα της μεταπώλησης. Το άγχος που προκαλούν στην οικογένειά μου και οι τακτικές εκφοβισμού τους θα καταγραφούν εδώ».
Να σημειώσουμε ότι γίνονται και στη συνέχεια των δημοσιευμάτων επιμέρους αναφορές που έχουν ως αποτέλεσμα περίπου τα ίδια σχόλια ως εκ τούτου δεν είναι ανάγκη να επαναληφθούν αυτούσια. Σημασία επίσης έχει ότι γίνεται πρόσκληση από τους εφεσείοντες ως εξής: «αν είστε κι΄εσείς θύμα αυτής της εταιρείας, αυτή η ιστοσελίδα είναι ένας τόπος για σένα να πεις την ιστορία σου και να σταματήσετε αυτό τον άνθρωπο».
Όπως επισημαίνεται πρωτοδίκως δεν υπήρξε θέση ότι τα πιο πάνω δημοσιεύματα δεν ήσαν δυσφημιστικά.
Το έργο της εξέτασης της έφεσης είναι δύσκολο ενόψει των πολλών επίδικων θεμάτων και ως εκ του τρόπου σύνταξης του εφετηρίου. Ενώ οι αντίστοιχοι λόγοι έφεσης είναι πολύ γενικά διατυπωμένοι, η αιτιολογία τους διακλαδώνεται σε πολλά πραγματικά και νομικά θέματα χωρίς μάλιστα σαφή στεγανά. ΄Εγινε προσπάθεια διαχωρισμού των εγειρόμενων θεμάτων με βάση και την κατάταξη που η πρωτόδικη απόφαση ακολουθεί στη μεγάλη σε όγκο αναφορά της τόσο στη δοθείσα μαρτυρία, στην αξιολόγηση, στην πραγματική και νομική ανάλυση. Πιστεύουμε ότι ο 2ος και ο 3ος λόγος έφεσης συνδέονται άμεσα αφού αφορούν κυρίως τη μομφή που αποδίδεται στο έργο του πρωτόδικου Δικαστηρίου να αντικρύσει και να αξιολογήσει τη δοθείσα μαρτυρία. Απόλυτα σχετικός είναι ο λόγος περί έλλειψης ή ανεπαρκούς αιτιολογίας.
΄Εχουμε λοιπόν εξονυχιστικά εξετάσει την πρωτόδικη κρίση με αναφορά στα πολυσέλιδα πρακτικά και στα 90 κατατεθέντα τεκμήρια. ΄Εχει σημασία στο να αντικριστεί το συναφές έργο του Δικαστηρίου σε συνάρτηση και με τους δύο πυλώνες που αφορούσε η αγωγή και η ανταπαίτηση, αν και όπως διαπιστώσαμε τα δύο θέματα συμπλέκονται και αλληλοεπηρεάζονται σ΄όλο σχεδόν το φάσμα της μαρτυρίας αλλά και της δικανικής κρίσης.
Η αντιμετώπιση από το Ανώτατο Δικαστήριο του έργου που το πρωτόδικο Δικαστήριο επιτελεί σε σχέση με την αξιοπιστία, δίδεται με ανάγλυφη και παραστατική γραφίδα στην υπόθεση xxx Σολωμού ν. Εταιρεία Vineyard View Tourist Enterprises Ltd (1998)1 A.A.Δ. 300:
«Στο δικό μας σύστημα η αξιολόγηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων ανήκει κατ΄ εξοχή στο πρωτόδικο δικαστήριο το οποίο είχε την ευκαιρία να ακούσει τους μάρτυρες και να παρακολουθήσει τη συμπεριφορά τους στο εδώλιο του μάρτυρα. Κατά κανόνα το Εφετείο σπάνια επεμβαίνει στο να αποφασίσει περί της αξιοπιστίας ενός μάρτυρα. Ευχέρεια για τον παραγκωνισμό ευρημάτων περί της αξιοπιστίας παρέχεται μόνο όταν καταφαίνονται εξ αντικειμένου ανυπόστατα ή όταν είναι παράλογα ή αυθαίρετα ή δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία που το πρωτόδικο δικαστήριο έχει αποδεχθεί ως αξιόπιστη. Εάν ήταν εύλογα επιτρεπτό στο πρωτόδικο δικαστήριο να κάμει τα ευρήματα τα οποία έκαμε σε σχέση με την αξιοπιστία το Εφετείο δεν επεμβαίνει (Βλ. Kyriakou v. Aristotelous (1970) 1 C. L.R. 172, 176, Charalambides v. Hjisoteriou & Son and Others (1975) 1 C.L.R. 269, 277, Γιαννή κ.α. ν. Χριστοφόρου,(1995) 1 Α.Α.Δ. 340, Σοφοκλή ν. Λεωνίδου, (1993) 1 Α.Α.Δ. 1003, Λοΐζου ν. Ρώσσου, Πολιτική Έφεση 8764/19.5.94, Αθανασίου κ.α. ν. Κουνούνη, (1997)1(Β)Α.Α.Δ 614 και Χριστοδούλου ν. Αγαθοκλέους, (1997) 1 (Α) Α.Α.Δ. 396).
Στην Αθανασίου (πιο πάνω) έγινε αναφορά σε απόσπασμα από την υπόθεση Whitehouse v. Jordan (1981) 1 W.L.R. 246 στο οποίο υπογραμμίζεται ότι το πλεονέκτημα που αποκτά το πρωτόδικο δικαστήριο με το να παρακολουθήσει και να ακούσει τους μάρτυρες πρέπει πάντοτε να γίνεται σεβαστό από το Εφετείο.
Εναπόκειται στο διάδικο ο οποίος αμφισβητεί τα ευρήματα του δικαστηρίου που σχετίζονται με την αξιοπιστία να πείσει το Εφετείο ότι αυτά είναι εσφαλμένα (Βλ. Mylonas and Others v. Kaili (1967) 1 C.L.R. 77, Sakellarides v. Papa Savva and Another (1966)1 C.L.R. 261, 262 και Imam v. Papacostas (1968) 1 C.L.R. 207, 208)».
Στη βάση αυτής της προσέγγισης που αντανακλά και συνοψίζει τις ορθές αρχές, έχουμε εξετάσει τη δοθείσα ως άνω μαρτυρία.
Οι εφεσείοντες είχαν το βάρος να καταδείξουν συγκεκριμένα, ειδικά και αιτιολογημένα στο πού έσφαλε το πρωτόδικο Δικαστήριο, στο εκτελεσθέν υπ΄αυτού, έργο του.
Πέραν από έντονους συναισθηματισμούς για το τι δοκιμασία πέρασαν οι εφεσείοντες, δεν διαγνώσαμε τίποτε συγκεκριμένο που να είναι ικανό, να πλήξει το πρωτόδικο έργο.
Εκτός του ότι ο ευπαίδευτος Πρόεδρος με ουσιώδεις λεπτομέρειες και περισσή επιμέλεια κατάφερε να συμπυκνώσει και να συνοψίσει κατά το δυνατό τις αντίθετες εκδοχές παρατηρούμε ότι λειτούργησε εντός των θεμιτών ορίων ως προς τις εντυπώσεις που άφησαν οι μάρτυρες στο εδώλιο, ειδικά ο εφεσείων 1 και ο Καραγιαννάς (διευθυντής των εφεσιβλήτων). Δεν έμεινε ωστόσο το Δικαστήριο μόνο στις εντυπώσεις. Με κοπιαστικό τρόπο και με παράθεση ενίοτε επαναλαμβανόμενων σημείων της μαρτυρίας του εφεσείοντα, σε συνδυασμό με αντικειμενικά γεγονότα (επιστολές δικηγόρων, ως το τεκμ.25 ή άλλα έγγραφα, ως το τεκμ.20 ή τα χρονικά σημεία γεγονότων), κατέδειξε τεκμηριωμένα το αναξιόπιστο της εκδοχής. ΄Αλλωστε, τα κυρίως αμφισβητούμενα σημεία ήσαν αυτά που θέλησαν να εισάξουν οι εφεσείοντες ως «παραστάσεις» που τους έγιναν από τους εφεσίβλητους (για τη θέση του ακινήτου) ως «δέσμευση», ότι δεν θα κτίζονταν άλλα σπίτια δίπλα κ.ά. ως την αιτία του κακού. Το Δικαστήριο δεν δέχθηκε αυτή την ουσιωδώς αμφισβητούμενη πτυχή της θέσης των εφεσειόντων. Οι παρατηρήσεις του Δικαστηρίου είναι αποστομωτικές στον όποιο αντίλογο. Παραθέτουμε κάποια μόνο σημεία των πρωτόδικων παρατηρήσεων:
«Σύμφωνα με το δικόγραφο των εναγομένων, ο τρόπος με τον οποίο οι ενάγοντες «είχαν βεβαιώσει και/ή παραστήσει και/ή υποσχεθεί ότι η πωληθείσα κατοικία θα συνόρευε με δρόμο από τη μια πλευρά και με ισόγεια κατοικία από την άλλη» (παράγραφος 4 της υπεράσπισης και ανταπαίτησης), συνίστατο στο ότι «. οι ενάγοντες παρουσίασαν και/ή επισύναψαν στην επίδικη συμφωνία αρχιτεκτονικό και/ή τοπογραφικό σχέδιο της κατοικίας και/ή συγκροτήματος το οποίο μονογράφησαν οι διάδικοι και αποτέλεσε αναπόσπαστο μέρος της επίδικης συμφωνίας. Στο εν λόγω σχέδιο η κατοικία αρ. 30 των εναγομένων βρίσκεται και/ή είναι τοποθετημένη σε γωνιακό οικόπεδο και συνορεύει με ισόγεια κατοικία από την μία πλευρά και με δρόμο από την άλλη και οι ενάγοντες γνώριζαν και/ή έπρεπε να γνωρίζουν ότι η τοπογραφική θέση της κατοικίας ήταν σημαντική για τους εναγόμενους. Ως εκ τούτου, οι ενάγοντες κατά παράβαση των συμφωνηθέντων αλλοίωσαν και/ή άλλαξαν και/ή τροποποίησαν τα συμφωνηθέν αρχιτεκτονικό και/ή τοπογραφικό σχέδιο της κατοικίας και/ή του κτιριακού συγκροτήματος χωρίς προηγουμένως να πληροφορήσουν τους εναγόμενους.» (παράγραφος 11 της υπεράσπισης και ανταπαίτησης)
Το «Παράρτημα Β» έχει κατατεθεί ως μέρος της Συμφωνίας (τεκ. 5). Η Συμφωνία παραπέμπει στο «Παράρτημα Β», ως αναπόσπαστο μέρος της, στο σημείο όπου περιγράφεται η κατοικία, ως ακολούθως:
". the four-bedroom detached villa designated as number xxx xxx xxx to be built on the Land together with a Barbeque, Swimming Pool, shower for the Swimming Pool, and car port, of approximate covered area 181 square meters and of approximate land area 382 square meters marked with yellow colour in the architectural plans attached herewith as "Appendix B" ("the Property")."
Κρίνοντας το «Παράρτημα Β» ήδη από μόνο του, είναι φανερό ότι απλώς προσδιορίζει το χώρο που θα κτιζόταν η υπό πώληση κατοικία, χωρίς καθόλου να αποτελεί όρο της Συμφωνίας για το τί θα έκτιζαν οι ενάγοντες στον πέριξ χώρο.
Κανένας άλλος όρος για το τί θα κτιζόταν δίπλα, δεν υπάρχει στη Συμφωνία. Από τη μαρτυρία του εναγόμενου, αλλά και της συζύγου του, εναγομένης 2, προκύπτει ότι ήταν ιδιαίτερα προσεκτικοί στη συναλλαγή. Είχαν λάβει πρόχειρο πωλητήριο έγγραφο το οποίο μελέτησαν και ζήτησαν πολλές τροποποιήσεις, όπως φαίνεται σε ένα χαρακτηριστικό τηλεμήνυμα (τεκ. 4, το οποίο κατατέθηκε και ως τεκ. 41), χωρίς ποτέ να ζητήσουν να καταγραφεί στη Συμφωνία εκείνο που εκ των υστέρων παρουσίαζαν ως το βασικότερο θέμα που τους απασχολούσε. Μάλιστα, όταν υπέγραψαν τη Συμφωνία δέχθηκαν, ως άνω, και τον όρο 15, σύμφωνα με τον οποίο:
«15. ENTIRE AGREEMENT
This Agreement is the entire Agreement between the parties hereto with respect to the subject matter hereof and supersedes all prior Agreements and understandings, whether oral or written, between the parties in respect of the matters contained in the Agreement. »
Εάν, όντως, είχαν κατά νου, ως τόσο κρίσιμο ζήτημα, το ζήτημα αυτό, γιατί δεν ζήτησαν να περιληφθεί στη Συμφωνία, ενώ ήγειραν πληθώρα άλλων ζητημάτων με το τεκμήριο 4 και γιατί, αντί τούτου, δέχθηκαν τον όρο 15; Η απάντηση του εναγόμενου ήταν να παραπέμψει στο «Παράρτημα Β», για το οποίο όμως ισχύουν τα ανωτέρω.
Ένα άλλο στοιχείο που παρουσίασε ο εναγόμενος ήταν ένα «ρυμοτομικό σχέδιο», όπως το περιέγραψε, που του έδωσε, πριν την κατάρτιση της Συμφωνίας, στην παρουσία του xxx Καραγιαννά η τότε υπάλληλος των εναγόντων xxx Anglou. Το σχέδιο αυτό κατατέθηκε ως τεκμήριο 20Β και φέρει κάποιες χειρόγραφες σημειώσεις της xxx Anglou, όπως είπε ο εναγόμενος (parking, children playground, green area). Εκεί φαίνεται, επίσης, σημειωμένο με (+) το τεμάχιο όπου θα ανεγειρόταν η κατοικία. Σε σχέση με το σχέδιο αυτό στην αγόρευσή του ο ευπαίδευτος δικηγόρος των εναγομένων ανέφερε ότι οι ενάγοντες «κατασκεύασαν τρεις διώροφες κατοικίες στο σημείο δίπλα από την οικία τους, εκεί που θα υπήρχε δρόμος ως φαίνεται, τόσο από το πρόχειρο σχέδιο που του είχαν δώσει, όσο και από τα σχέδια που επισυνάπτονται στα συμβόλαια.» Για το πρόχειρο αυτό σχέδιο ισχύουν τα ίδια που ελέχθησαν ανωτέρω για το «Παράρτημα Β» και μάλιστα, έτι περαιτέρω, εφόσον όντως πρόκειται για ένα πρόχειρο σχέδιο, το οποίο δεν ενσωματώθηκε στη Συμφωνία. Ούτε δόθηκε θετική, ή και οποιαδήποτε μαρτυρία ότι το πρόχειρο σχέδιο δόθηκε υπό περιστάσεις που να στοιχειοθετούν προσπάθεια εκ μέρους των Εναγόντων να εξωθήσουν τους Ενάγοντες ώστε να προχωρήσουν στην επίδικη σύμβαση.
Επιπρόσθετα, στη μαρτυρία του ο εναγόμενος ισχυρίστηκε πως ο xxx Καραγιαννάς τού είχε παραδεχθεί ότι είπε πως θα έκτιζαν μια ισόγεια κατοικία, αλλά η άδεια άλλαξε και θα κατασκεύαζε τώρα διώροφα σπίτια, λέγοντας του πως αυτά τα πράγματα δεν ήταν στο σπίτι τους, αλλά έξω από το οικόπεδό τους».
Και παρακάτω στη σελ.43:
«Η μεγάλη προσοχή με την οποία οι εναγόμενοι αντιμετώπισαν την ετοιμασία της Συμφωνίας δεν συνάδει με τον ισχυρισμό ότι συζητήθηκε το θέμα και έλαβαν τέτοια υπόσχεση, χωρίς να απαιτήσουν η υπόσχεση αυτή να τεθεί ρητώς στη Συμφωνία και αντ΄ αυτού να δεχθούν τον όρο 15.»
Για το θέμα της εγειρόμενης προκατάληψης του πρωτόδικου Δικαστηρίου έναντι των εφεσειόντων, δεν έχουμε να πούμε πολλά. Οι εφεσείοντες έχουν στο στόχαστρο της απόδοσης προκατάληψης την προηγηθείσα απόφαση του Δικαστηρίου ημερ. 20.3.2008 στην αγωγή 927/07. Για το θέμα οι εφεσείοντες είχαν υποβάλει αίτημα εξαίρεσης στο πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο με αιτιολογημένη του απόφαση ημερ. 27.10.2011 έκρινε πως δεν θα έπρεπε να εξαιρεθεί δίδοντας πλήρη αιτιολογία επ΄αυτού. Η ενδιάμεση αυτή απόφαση δεν έχει προσβληθεί ούτε με συγκεκριμένη έφεση ούτε με διατύπωση συγκεκριμένου λόγου έφεσης στο παρόν εφετήριο, ώστε να μπορεί να εξεταστεί. Η ένθεση στην αιτιολογία γενικά του θέματος δεν καθιστά την ενδιάμεση απόφαση αντικείμενο εξέτασης. Εάν όμως θα κρινόταν το θέμα ως ισχυρισμός γενικότερης προκατάληψης λόγω αναφορών στην πρωτόδικη απόφαση στις συνέπειες που άφησε η όλη υπόθεση στον εφεσείοντα 1 (κατάθλιψη, εμμονή, νευρικός κλονισμός και άλλα) για να καταδείξει ότι «η όλη στάση του υποδηλώνει ότι αισθάνεται τόσο έντονα για την υπόθεση ώστε ο κίνδυνος παραποίησης γεγονότων να είναι εύλογος» και πάλι δεν θα συμφωνoύσαμε με τις εισηγήσεις της πλευράς των εφεσειόντων. Το δικαστικό έργο της αξιολόγησης δεν κρίνεται απομoνωτικά και μικροσκοπικά. Κρίνεται εν συνόλω. Και από το σύνολο του έργου του πρωτόδικου Δικαστηρίου διαφαίνεται ένα έργο αξιολόγησης επιμελές, κοπιαστικό που αγγίζει όλες τις παραμέτρους της υπόθεσης. Στα πλαίσια αυτά το σχόλιο ήταν εύλογα επιτρεπτό.
Είναι λοιπόν η κατάληξη μας πως ουδέν μεμπτό διαγιγνώσκεται ώστε, έστω και κατ΄ελάχιστον, να μπορούσε να δώσει περιθώριο επέμβασης του Εφετείου στο έργο της αξιολόγησης και της συναφούς αιτιολογίας.
Κάποια επιμέρους θέματα που εντάσσονται όχι τόσο εύστοχα στο 2ο και 3ο λόγο όντας κυρίως θέματα νομικά (ως υπεράσπιση εντίμου σχολίου κ.λπ.) θα ιδωθούν στο ευρύτερο πεδίο εφετειακής εξέτασης της καθόλα νομικής προσέγγισης επί της δυσφήμησης και της δοθείσας αποζημίωσης αλλά και επιμέρους θεμάτων που εγείρονται ως νομική αντίκριση στον πρώτο λόγο έφεσης, στην εξέταση του οποίου θα προχωρήσουμε.
Λένε οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των εφεσειόντων ότι «επλανήθη» το πρωτόδικο Δικαστήριο στη νομική του κρίση. Παρά το ότι εγείρεται ως νομικός λόγος στην ουσία του πράγματος και πάλι επανέρχεται εμμέσως το θέμα της αξιοπιστίας. Τόσο για την επιτυχία του αγώγιμου δικαιώματος δυσφήμησης, όσο και για την αποτυχία των υπερασπίσεων.
Παρά τη σύμπλευση των θεμάτων, θα επιχειρήσουμε την εξέταση καλύπτοντας πλέον αμιγώς τα νομικά θέματα, αφού το έργο της αξιολόγησης ήδη κρίθηκε. Εξονυχιστικά εξετάσαμε την αφετηρία της σκέψης του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς τη στοιχειοθέτηση του αστικού αδικήματος της δυσφήμησης και της αιτιολογημένης κρίσης για την αποτυχία των υπερασπίσεων.
Σε κάθε επιμέρους συμπέρασμα γίνεται επαρκής αναφορά στη νομολογία και δίδεται πλήρης αιτιολόγηση.
Μέμφεται το Δικαστήριο, η πλευρά των εφεσειόντων, ότι δεν κατόρθωσε να ξεχωρίσει και να δώσει δέουσα σημασία στο ότι οι ενάγοντες ήσαν νομικό πρόσωπο.
Όμως το Δικαστήριο κατά πάντα χρόνο θύμιζε στον εαυτό του το γεγονός αυτό τονίζοντας παράλληλα πόσες ζημιές συσσωρεύθηκαν στην πλευρά της Εταιρείας εκ της ζημιογόνου συμπεριφοράς του εφεσείοντα με το πιεστικό και εμμονικό τρόπο που λειτούργησε την εν λόγω ιστοσελίδα προβαίνοντας στα σχετικά δημοσιεύματα. Δεν επρόκειτο για ειδικές ζημιές αλλά για γενικές αποζημιώσεις.
Θα δώσουμε κάποια αποσπάσματα από την πρωτόδικη κρίση όσον αφορά το θέμα των αποζημιώσεων για τη δυσφήμηση.
«Εν προκειμένω, οι δυσφημιστικοί ισχυρισμοί ήταν πολύ σοβαροί και αφορούσαν τον πυρήνα της επαγγελματικής υπόληψης των εναγόντων. Ενώ είχαν υπόληψη στην αγορά και ευρύ κύκλο εργασιών, τους αποδόθηκε ανεντιμότητα και χαρακτηρίστηκαν ψεύτες στην εργασία τους.
........
Η δυσφήμιση διαδόθηκε μέσω του διαδικτύου, ενός μέσου με το οποίο το δυσφημιστικό μήνυμα μπορεί να διαδοθεί ταχύτατα και ανεξέλεγκτα.
.......
Εν προκειμένω, δεν ήταν μόνο η δυνατότητα που υπήρχε για διάδοση των δημοσιευμάτων, αλλά, ως άνω, επρόκειτο για μια εκστρατεία μέσω του διαδικτύου με επίκεντρο την επίδικη ιστοσελίδα.
Στην εποχή του διαδικτύου, με την τεράστια ευχέρεια άμεσης διάδοσης του οποιουδήποτε μηνύματος οπουδήποτε και ταυτόχρονα, χωρίς τους κανόνες δεοντολογίας και έξω από τη μακρά παράδοση που διέπει τον τρόπο λειτουργίας του έντυπου τύπου, η ανάγκη αποτροπής είναι δεδομένη. Αφού, βεβαίως, θα πρέπει να εξισορροπηθεί με την ανάγκη να μην προκαλείται υπέρμετρη αναστολή και αθέμιτος προληπτικός περιορισμός στην ελευθερία έκφρασης. Τέτοια εξισορρόπηση πρέπει να γίνει στα πλαίσια και υπό τις περιστάσεις της εκάστοτε περίπτωσης.
Θα πρέπει, περαιτέρω, να ληφθεί υπόψη ότι ο εναγόμενος προέβαλε ανεπιτυχώς την υπεράσπιση της αλήθειας χωρίς ποτέ να απολογηθεί. Αντίθετα, όχι μόνο συνεχίζει μέχρι σήμερα να προβάλλει τους ίδιους ισχυρισμούς με τον ίδιο τρόπο, αλλά έχει ξεπεράσει τα όρια της δυσφήμισης καταφεύγοντας πλέον σε καθαρή ύβρη (Karayianus).
Τα μεταγενέστερα δημοσιεύματα, στο βαθμό που είναι σχετικά με την αρχική δυσφήμιση, είναι παράγοντας που μπορεί να ληφθεί υπόψη προς επαύξηση των αποζημιώσεων (aggravated damages) (Youssouroff v. M.G.M. Pictures Ltd (1934) 50 T.L.R. 581. Finnerty v. Tipper ανωτ., Halsbury΄s, ανωτ. σελ. 113, Clerk & Lindsell on Torts, 14η έκδοση, παρ. 1829.
Από την άλλη, η συμπεριφορά των εναγόντων στο βαθμό που σχετίζεται με τον επίδικο λίβελο ή ακόμα και με την επίδικη συμφωνία γενικότερα, δεν είναι τέτοια ώστε να μπορούσε να λειτουργήσει ως ελαφρυντικός παράγοντας για τον εναγόμενο. Ο επίδικος λίβελος έγκειται στην κατηγορία ότι του είπαν ψέματα για το τί θα κτιζόταν δίπλα και για την ιδιωτικότητα του κήπου του. Ο λίβελος αυτός ήταν ψευδής.
Ο επίδικος λίβελος δεν συνίστατο σε κατηγορίες για τερματισμό επειδή δεν τηρήθηκε ο όρος 3.2. Η αντισυμβατική αυτή ενέργεια των εναγόντων δεν σχετίζεται και δεν θα μπορούσε να δώσει έρεισμα στα όσα άλλα αναληθώς τους απέδωσε ο εναγόμενος με τα επίδικα δημοσιεύματα ώστε να ήταν ορθό να ληφθεί υπόψη η συμπεριφορά εκείνη των εναγόντων προς μείωση των αποζημιώσεων. Εν πάση περιπτώσει, ως άνω, είναι λόγω της έλλειψης δικογραφικής βάσης που δεν συζητήθηκε, η εισήγηση ότι θα μπορούσε ο τερματισμός να γίνει λόγω συμπεριφοράς των εναγομένων που υποδήλωνε αποκήρυξη της σύμβασης («repudiatory conduct»). Υπενθυμίζεται και το εύρημα του δικαστηρίου ότι κατά τον χρόνο που οι ενάγοντες παραβίασαν τη σύμβαση ενεργούσαν πλέον «υπό τη σκιά της όλης εξέλιξης και των προβλημάτων που τους είχε δημιουργήσει ο εναγόμενος».
Η επίθεση που έλαβε χώρα στις 9.3.2006 δεν προβάλλεται στην υπεράσπιση ως παράγοντας μείωσης των αποζημιώσεων, αλλά αναφέρεται πως ο εναγόμενος επιφυλάσσει πλήρως τα δικαιώματά του για αξίωση αποζημιώσεων. Όντως ακολούθησε σχετική αγωγή, η αγωγή 557/07 και ο εναγόμενος έλαβε αποζημιώσεις. Εν πάση περιπτώσει, η επίθεση έγινε στις 9.3.2006, μετά που «γεννήθηκε το xxx.com» στις 4.3.2006. Δύο μέρες μετά την επίθεση, στις 11.3.2006, ο εναγόμενος αντικατέστησε το περιεχόμενο της ιστοσελίδας με το κείμενο του τεκμηρίου 67 για να επανέλθει στο περιεχόμενο, περιλαμβανομένων των επιδίκων δημοσιευμάτων σε χρόνο πολύ μεταγενέστερο χρόνο, στις 24.2.2007. Άρα, η αντίδραση του εναγομένου δεν προκλήθηκε από την επίθεση, είτε στο αρχικό, είτε στο τελικό στάδιο.
Ο δικηγόρος των εναγόντων εισηγήθηκε ότι, λαμβανομένου υπόψη ότι τα δυσφημιστικά σχόλια γίνονται συνεχώς πέραν των έξι ετών, θα πρέπει να επιδικαστούν αυξημένες αποζημιώσεις πέραν του μισού εκατομμυρίου ευρώ. Τέτοια ποσά είναι πολύ έξω από το κοινωνικά αποδεκτό στην Κύπρο, πλαίσιο. Έξω ακόμα κι από τα πλαίσια αποζημιώσεων στην Αγγλία που οι αποζημιώσεις είναι πιο ψηλές. Άλλωστε οι ίδιοι οι ενάγοντες κίνησαν την αγωγή στην κλίμακα €100.000 - €500.000.
Αναμφίβολα πρόκειται για ένα σοβαρό και επίμονο λίβελο με ουσιαστική επίπτωση στη φήμη και την υπόληψη των εναγόντων. Από την άλλη, όμως, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη η οικονομική και προσωπική κατάσταση του εναγομένου, παράγοντας που είναι σχετικός όπως προκύπτει από την υπόθεση Steel and Morris (ανώτ.). Μέσα από μια απλή ιστορία παράβασης σύμβασης, την οποία θα μπορούσε να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά και σε εύλογο χρόνο δια της νομίμου οδού, κατέληξε, όπως είναι η δική του θέση, να είναι άνεργος και άπορος.
Συνεκτιμώντας κάθε σχετικό παράγοντα στα πλαίσια που έχει καθορίσει η νομολογία, θεωρώ ότι ένα δίκαιο, εύλογο και κοινωνικώς αποδεκτό ποσό για να εξυπηρετηθούν οι σκοποί της αποζημίωσης είναι το ποσό των €50.000, το οποίο θα πρέπει, περαιτέρω, να αυξηθεί σε €60.000, λόγω των επιβαρυντικών περιστάσεων, όπως προσπάθησα ανωτέρω να τις καταδείξω. Τόκος θα δοθεί από την ημερομηνία δημιουργίας της ιστοσελίδας με το συκοφαντικό, ήδη από μόνο του, τίτλο xxx.com - The truth about Karayiannas, ήτοι από τις 4.3.2006».
Δεν βρίσκουμε λάθος ούτε στη νομική θεμελίωση ούτε στα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου.
Μας ελέχθη επίσης ότι η αποζημίωση ήταν αθέμιτα υψηλή, χωρίς νομολογιακή επίρρωση. Δεν διαφωνεί κάποιος ότι ήταν υψηλή αποζημίωση των €60,000, όμως εκείνο που πρέπει να εξεταστεί ήταν το κατά πόσο βρισκόταν εκτός των νομολογιακών αρχών. Με κανένα τρόπο αυτό δεν θεμελιώνεται. Θα προσθέταμε ότι και υψηλότερες να ήταν οι αποζημιώσεις, ίσως να ήταν δικαιολογημένες. Ανάλογα με τον τρόπο δυσφήμισης, ο δυσφημών λαμβάνει και τον ανάλογο κίνδυνο. Η επιλογή του εφεσείοντα 1 να προβεί σε μια πραγματική εκστρατεία δυσφήμησης για σειρά ετών ήταν πρωτοφανής. Η χρήση του διαδικτύου σίγουρα επιδείνωσε το πρόβλημα.
Στην απόφαση 1. xxx Iωάννου 2. Τ.Α.S. OPTHALMOS LASER CENTER LTD κ.ά. ν. 1. xxx Φιλίππου κ.ά. Πολ.εφ.αρ.283/12, 27.9.2019, ECLI:CY:AD:2019:D402, που επίσης αφορούσε νομικό πρόσωπο και η δυσφήμηση κάλυπτε μόνο δυσφήμηση σε συνέντευξη του 2011 άμεσα αφορώσα επίσης την επαγγελματική υπόσταση των εφεσειόντων, δόθηκαν από το Ανώτατο Δικαστήριο το οποίο ανέτρεψε την πρωτόδικη απόρριψη της αγωγής αποζημίωσης €30,000 (στο φυσικό πρόσωπο δόθησαν €40,000). Είναι χρήσιμο να παραθέσουμε το όλο απόσπασμα:
«Υπό τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης και των όσων έχουμε παραθέσει ως ανωτέρω, καταλήγουμε ότι η εφεσείουσα 2 δικαιούται σε σημαντικό ποσό αποζημίωσης, λόγω του ότι ως αποτέλεσμα των επίδικων δημοσιευμάτων τα οποία έλαβαν για μέρες πρωτοφανή έκταση, ήταν να κλονιστεί η εμπιστοσύνη των ασθενών ή προσώπων που επεδείκνυαν ενδιαφέρον για ανάλογες θεραπείες στο μηχάνημα Allegretto.
Από αναδρομή στη νομολογία των Αγγλικών Δικαστηρίων και του Ανωτάτου Δικαστηρίου προκύπτει ότι παρόλο που φυσικά και νομικά πρόσωπο νομιμοποιούνται να εγείρουν αγωγή για δυσφήμιση το προστατευόμενο συμφέρον τους δεν συμπίπτει. Στην περίπτωση των φυσικών προσώπων το δυσφημιστικό κείμενο πλήττει την υπόληψη του (reputation), ενώ στην περίπτωση του νομικού προσώπου προστατευόμενο συμφέρον είναι αυτό της εμπορικής εύνοιας και φήμης. Εκείνο που σημαίνει έννομη προστασία στο τέλος της ημέρας είναι η εμπορική φήμη (its reputation in the way of its business) (South Hetton Coal v. North-Eastern News Association Ltd (1894) 1 Q.B. 133, (1891-4) All E.R. Rep 548).
H έρευνα μας εντόπισε την Kemsley Newspapers Ltd v. Cyprus Wines & Spirits Co Ltd "KEO",23 C.L.R. 1, όπου διατυπώθηκε η νομική θέση σε σχέση με αγωγές από εταιρείες. Στην εν λόγω υπόθεση σχετικά άρθρα σε εφημερίδες πρόβαλλαν ισχυρισμούς ότι υπάλληλοι της ενάγουσας εταιρείας δηλητηρίαζαν τα ποτά που προμήθευαν στο Βρετανικό στρατό στην Κύπρο. Το Δικαστήριο έκρινε ότι οι εναγόμενοι ήταν υπεύθυνοι για δυσφήμιση της εταιρείας υπό την έννοια ότι υπονοούσαν ότι η εταιρεία διεξήγαγε τις εργασίες της χωρίς αποτελεσματικό έλεγχο επί των υπαλλήλων της και ως εκ τούτου πλημμελώς:
«.A Company has a trading character the defamation of which may ruin it. It can maintain an action of libel or slander for any words which are calculated to injure its reputation in the way of its trade or business and this without alleging or proving special damage, South Hetton Coal Co. v. North - Eastern News Association (1894) 1Q.B. 133. An imputation on the goods sold or manufactured by a trading Company may involve a reflection on the company in the way of its business, British Empire Machine v. Linotype (1899) 81 L.T. 331. Can there be any doubt that the charges direct and indirect contained in the offending article would tend to injure the business of the Company? .»
Το εν λόγω δικαίωμα δεν περιορίζεται στη δυσφήμιση των προϊόντων της εταιρείας, ή των εμπορικών της δραστηριοτήτων, αλλά σε γεγονότα τα οποία τείνουν να θέσουν την εταιρεία σε μειονεκτική θέση έναντι των ανταγωνιστών της. Όπως και στην παρούσα περίπτωση έναντι των λοιπών οφθαλμολογικών κέντρων. Σε τέτοια περίπτωση η εταιρεία, εφεσείουσα 2, νομιμοποιείται να εγείρει αγωγή αξιώνοντας αποζημιώσεις, εφόσον τέτοια δημοσιεύματα τείνουν να επηρεάσουν δυσμενώς τις εργασίες της επιχείρησης και την εμπορική της εύνοια, καθώς και άλλους παράγοντες, όπως να εξασφαλίσει τραπεζικές πιστωτικές διευκολύνσεις (Derbyshire County Council v. Times Newspapers Ltd (1993) A.C. 534).
Έχοντας κατά νου τα ανωτέρω, το γεγονός ότι η πελατεία του οφθαλμολογικού κέντρου μειώθηκε μετά την επίδικη δημοσιογραφική διάσκεψη, ο αριθμός των εγχειρήσεων μειώθηκε σημαντικά, και ότι πλήγηκε η αξιοπιστία του οφθαλμολογικού κέντρου, ως κέντρο στο οποίο είναι εγκατεστημένο το Allegretto το οποίο χειρίζεται μη προσοντούχο πρόσωπο και/ή πρόσωπα, που διαφημίζουν θεραπείες χάριν του κέρδους, επιδικάζουμε το ποσό των €30.000 ως εύλογη και/ή δίκαιη αποζημίωση υπό τις περιστάσεις».
Οι άμεσες συνέπειες στην επαγγελματική υπόσταση συντρέχουν σοβαρά και εν προκειμένω. Αναφέρθηκε από τους εφεσείοντες, πως το Δικαστήριο παρέλειψε να εφαρμόσει τα λεχθέντα της Steel & Morris ν. United Kingdom [2005] E.M.L.R. 15. Στη Steel η αναφορά γίνεται σε μεγάλες εταιρείες που πρέπει να αποδέχονται «acceptable criticism». Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξήγησε γιατί εν προκειμένω δεν επρόκειτο για καλόπιστη κριτική και δεν ισχύει βεβαίως η Steel. Αναφορικά με το αγώγιμο δικαίωμα της δυσφήμησης εξαντλητικά αναλύοντες την πρωτόδικη κρίση βρίσκουμε ότι η νομική αντίκριση ήταν αφενός ορθή αλλά και αφετέρου κάθε πρόταση, αυτή στηριζόταν σε νομολογιακό προηγούμενο με συγκεκριμένη αναφορά σε κυπριακές, αγγλικές και ευρωπαϊκές αποφάσεις. Υποδείχθηκε η δυσκολία εξισορρόπησης του δικαιώματος έκφρασης με τα δικαιώματα των προσώπων (φυσικών ή νομικών) να τύχουν προστασίας από δυσφημιστικά δημοσιεύματα. Και τονίζεται πως αυτό εν προκειμένω έγινε μέσω διαδικτύου. Οι εφεσείοντες ισχυρίζονται πως δεν στοιχειοθετείται λίβελλος μέσω διαδικτύου. Όμως και γι΄αυτό υπήρξε απάντηση του Δικαστηρίου με αναφορά στη Cairns v. Modi (2012) EWHC 756 στην οποία γίνεται εύστοχο σχόλιο για τον τρόπο διάδοσης δυσφημιστικών δημοσιευμάτων, μέσω του διαδικτύου στον 21ο αιώνα, ως εξής: «..now the poison tents to spread far more rapidly»
Θα προσθέταμε πως η αστραπιαία και εύκολη διάδoση δημοσιευμάτων και για απροσδιόριστο χρόνο φύλαξη αυτών καθιστά το διαδίκτυο ένα χώρο που ο καθένας μπορεί να λέει ότι θέλει, χωρίς ορατές και άμεσες συνέπειες για τον ίδιο, αλλά με ολέθριες πολλές φορές συνέπειες για τα δικαιώματα άλλων. Αυτό δεν σημαίνει πως τα Δικαστήρια θα δηλώσουν αδυναμία παρέμβασης. Ακριβώς οι παραδεδεγμένες μέχρι σήμερα αρχές εφαρμόζονται και αναφορικά με το διαδίκτυο παρά τις δραματικές αλλαγές στην επικοινωνία.
Αναφορικά δε με το θέμα των αποζημιώσεων εκτός του ότι το επιδικασθέν ποσό δεν κρίνεται υπερβολικό, ακόμη και για νομικό πρόσωπο, κατά τα λοιπά όλες οι παραδεκτές παράμετροι (ακόμη και η οικονομική κατάσταση του εφεσείοντα 1) λήφθηκαν υπόψη.
Σε σχέση με την έκδοση διατάγματος με το οποίο απαγορεύετο να προβαίνει ο εφεσείων 1 σε δυσφημιστικά δημοσιεύματα όπως συγκεκριμένα καταγράφεται στο (γ) της επίδικης απόφασης παρατηρούμε πως το Δικαστήριο εξήγησε γιατί θεώρησε ορθό να εκδώσει το διάταγμα, καθότι επρόκειτο για συνεχόμενα και με μεγάλη διάρκεια δημοσιεύματα. Λήφθηκε δε υπόψη η έλλειψη απολογίας, η κακή πίστη, και ο κίνδυνος συνέχισης των δημοσιευμάτων. Δεν έχουμε πεισθεί πως έχει εμφιλοχωρήσει οποιοδήποτε σφάλμα στην κρίση του Δικαστηρίου.
Λοιπά θέματα που εγείρονται παρεμπιπτόντως, κρίνουμε ότι δεν χρήζουν ειδικού σχολιασμού, αφού καλύπτονται από τις πιο πάνω ενότητες κρίσης μας.
Θεωρούμε, αντίθετα, ότι για τρία επιμέρους θέματα, θα πρέπει να γίνει ειδική εξέταση, ως εξής: (1) Το θέμα των αποζημιώσεων για τον τερματισμό (χρόνος παράβασης). (2) Η αξίωση για ενοίκια. (3) Τα έξοδα.
(1) Το θέμα των αποζημιώσεων για τον τερματισμό.
Ο κ. Γεωργιάδης καταλογίζει στο Δικαστήριο ότι έλαβε υπόψη του τις αρχές πως για σκοπούς αποζημιώσεων η αγοραία αξία του ακινήτου υπολογίζεται, όχι «καταναγκαστικά κατά την ημερομηνία της παράβασης της συμφωνίας, αλλά βάσει οποιασδήποτε μεταγενέστερης ημερομηνίας, κατά την οποία εύλογα το αθώο μέρος επιμένει σε ειδική εκτέλεση». Ο ευπαίδευτος συνήγορος παραπέμπει στο σχετικό απόσπασμα της απόφασης για να καταδείξει το λάθος (Βλ.σελ.61-63).
"Σκοπός των αποζημιώσεων είναι η αποκατάσταση του αθώου μέρους στη θέση που θα βρισκόταν εάν εφαρμοζόταν η συμφωνία. (Robinson v. Harman (1848) 1 Exch 850, ΑΛΠΑΝ (Αδελφοί Τάκη) Λτδ κ.ά. v. Τριφωνίδου (1996) 1 Α.Α.Δ. 679). Κατά την αρχή της υπόθεσης Hadley v. Baxendale [1854] 9 Exch 341, η οποία έχει ενσωματωθεί στις πρόνοιες του άρθρου 73 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149, η αποζημίωση συναρτάται προς τη ζημία ή απώλεια που προκύπτει φυσικά κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων από την παράβαση. Σε περιπτώσεις όπως η παρούσα το μέτρο είναι η διαφορά, κατά το χρόνο της διάρρηξης, της αγοραίας αξίας από τη συμφωνηθείσα τιμή. (Δρουσιώτης v. Ιερωνυμίδης (1990)1 Α.Α.Δ. 1026, Johnson and another v. Agnew (1979) 1 All ER 883).
Όπως, όμως, έχει λεχθεί στην Saab and another v. Holy Monastery Ay. Neophytos (1982) 1 CLR 499, 521, ο καθορισμός των αποζημιώσεων δεν γίνεται αναγκαστικά με αναφορά στο χρόνο της διάρρηξης, όπως είναι ο κανόνας εφόσον τότε είναι που θεωρείται ότι η ζημία του αθώου μέρους αποκρυσταλλώνεται, αλλά όπου το δίκαιο της υπόθεσης το επιβάλλει μπορούν να υπολογιστούν οι αποζημιώσεις με αναφορά σε μεταγενέστερο χρόνο. Τέτοια είναι η περίπτωση που το αθώο μέρος επιμένει για καλό λόγο να εφαρμοστεί η σύμβαση, ασχέτως της διάρρηξης, όπως συχνά συμβαίνει σε περιπτώσεις που ο διάδικος επιζητεί την ειδική εκτέλεση της σύμβασης. Τότε, μπορεί να θεωρηθεί πως η ζημία αποκρυσταλλώνεται κατά το χρόνο που το δικαστήριο ασκώντας τη διακριτική του ευχέρεια, απορρίπτει την αξίωση για ειδική εκτέλεση. Το ζήτημα εξετάστηκε πιο πρόσφατα στην υπόθεση Cyfield Development Co Ltd v. I-TELL (Cyprus Ltd), Πολιτική Έφεση Αρ. 324/08, ημερομηνίας 21.5.2012.
Εν προκειμένω, ο χρόνος της παράβασης ήταν η 9.3.2006. Οι εναγόμενοι ζητούν αποζημιώσεις επί τη βάσει δύο χρονικών σημείων: (α) το χρόνο παράβασης της συμφωνίας και (β) το σήμερα, εφόσον εκείνο που αναφέρουν διαζευκτικά προς το (α), είναι η αξίωση για αποζημιώσεις «κατά τη σημερινή/τρέχουσα αξία του ακινήτου, η οποία υπολογίζεται ότι υπερβαίνει τις €250.000» (παράγραφος 33 (β) υπεράσπισης και ανταπαίτησης).
Η σημερινή αξία δεν μπορεί να αποτελεί βάση για αποζημίωση, ούτε υπάρχει τέτοια μαρτυρία. Η επέκταση του χρόνου μπορεί, ως άνω, να γίνει μέχρι το στάδιο της απόρριψης αξίωσης για ειδική εκτέλεση, κάτι που εδώ δεν ισχύει. Μπορεί, επίσης, να γίνει μέχρι του σημείου που το αθώο μέρος εύλογα προσδοκά ότι παρά τη διάρρηξη θα μπορούσε να υπάρξει εκπλήρωση. Είναι αυτό το δεύτερο σημείο που εισάγει η μαρτυρία της εναγόμενης, η οποία προέβαλε τον ισχυρισμό ότι είναι στις 30.5.2007, όταν ο τότε δικηγόρος των εναγόντων τους πληροφόρησε ότι το σπίτι είχε πωληθεί σε τρίτο πρόσωπο, «που κατάλαβε ότι το συμβόλαιο δεν μπορούσε ποτέ να εκπληρωθεί». Όμως, στην απαίτηση δεν ζητείται αποζημίωση με αναφορά σ΄ αυτό το χρονικό σημείο.
Εν πάση περιπτώσει, είναι φανερό ότι κανένας λογικός άνθρωπος δεν θα μπορούσε να προσδοκά σε συνέχιση της συμβατικής σχέσης μετά από τέτοια πλήρη κατάρρευση των σχέσεων μεταξύ των διαδίκων. Αφενός, η αποκήρυξη της σύμβασης με την επιστολή Πιττάτζη δεν άφηνε κανένα περιθώριο για φιλική ή οποιαδήποτε, σε εύλογα σύντομο χρόνο, επίλυση. Έγινε εξ αρχής σαφές ότι οι ενάγοντες δεν επρόκειτο να τιμήσουν τη Συμφωνία. Αφετέρου, ο εναγόμενος, ήδη προηγουμένως, ζητούσε εξαγορά ή άλλη κατοικία ή προέβαινε σε εξωπραγματικές εισηγήσεις να κατεδαφιστούν άλλες κατοικίες, καταλήγοντας ότι δεν θα μπορούσαν διαφορετικά να ζήσουν σε εκείνο το σπίτι. (βλ. τεκ. 20).
Η πραγματικότητα είναι αδιαμφισβήτητη και δεν επιτρέπει καθορισμό αποζημίωσης σε οποιοδήποτε μεταγενέστερο της 9.3.2006 χρόνο και ειδικά στις 30.5.2007, που άλλωστε τέτοια αποζημίωση δεν ζητείται.
Μαρτυρία για τις αποζημιώσεις εκ μέρους των εναγομένων έδωσε ο εκτιμητής xxx Πετρίδης. Αναφέρθηκε στην αξία της κατοικίας σε τρεις χρόνους, στις 23.8.2005 (ΛΚ163.158/€279.000), 9.3.2006 (ΛΚ180.000/€307.000) και 1.5.2007 (ΛΚ211.000/€362.000). Ανέφερε ότι ακολούθησε συγκριτική μέθοδο, αλλά, εν πάση περιπτώσει, υιοθέτησε και τις τιμές πώλησης του συγκεκριμένου έργου, το οποίο το 2005-2006 ήταν πλέον προς διάθεση. Ανέφερε, επίσης, ότι τα έτη 2005-2007 υπήρχαν αυξητικές τάσεις σε όλα τα είδη ακινήτων. Του υποβλήθηκε ότι τα συγκριτικά του δεν ήταν καλά, όμως, δεν πρέπει να παραβλέπουμε την προαναφερθείσα δήλωσή του ότι είχε λάβει υπόψη τις ίδιες τις τιμές των κατοικιών. Είναι χαρακτηριστικό ότι στο τεκμήριο 15 παρουσιάζονται οι ενάγοντες να συμφωνούν με την κυρία xxx για το ποσό των ΛΚ180.000, όπως ακριβώς είναι η εκτίμηση του κ. xxx Πετρίδη. Αποδέχομαι τη μαρτυρία του.
Η διαφορά της αγοραίας αξίας στις 9.3.2006 (€307.000) από τη συμφωνηθείσα τιμή ΛΚ163.000 (€278.500) ήταν €28.500 και όχι €119.698, όπως ισχυρίζεται στην τελική του αγόρευση ο δικηγόρος των εναγομένων. Οι εναγόμενοι δικαιούνται το ποσό των €28.500 ως αποζημίωση με νόμιμο τόκο από του τερματισμού, ήτοι από 9.3.2006.
6.2.2. Περιπλέον, δικαιούνται σε επιστροφή του ποσού των ΛΚ66.000 (€112.768) με νόμιμο τόκο από την ημερομηνία που θα έπρεπε να τους επιστραφεί το ποσό, ήτοι 9.3.2006».
(ο τονισμός είναι του Εφετείου).
Παραμένει αναντίλεκτο πως τέτοια αναφορά δεν γίνεται στη δικογραφία, όπως παρατηρείται πρωτοδίκως. Η όποια αναφορά στην αγόρευση δεν είναι αρκετή. ΄Αλλωστε, και στην ουσία της, η πρωτόδικη προσέγγιση υπήρξε και αιτιολογημένη και εύλογη βασιζόμενη μάλιστα και στο τεκμήριο 89 του μάρτυρα εναγομένων, (των ιδίων των εφεσειόντων δηλαδή) εκτιμητή, xxx Πετρίδη.
Σε αυτό το τομέα μπορεί να ενταχθεί και το εγειρόμενο δια της έφεσης θέμα της μη απόδοσης αποζημίωσης στον εφεσείοντα 1 για ψυχική οδύνη ως εκ της παραβίασης της σύμβασης. Οι εφεσείοντες προβάλλουν το ίδιο το εύρημα του Δικαστηρίου για κατάθλιψη και νευρικό κλονισμό του εφεσείοντα 1, επιμένοντας πως η επιδίκαση, εν προκειμένω, τέτοιων αποζημιώσεων, ήταν επιβεβλημένη, έστω και αν πρόκειται για σύμβαση, με κυρίως παραπομπή στην υπόθεση Jarvis ν. Swans Tours Ltd {1973}1 All E.R. 71. Το θέμα δεν μπορεί να μας απασχολήσει αφού επίσης όχι μόνο δεν δικογραφήθηκε τέτοια απαίτηση, αλλά ούτε και συσχετίστηκε δικογραφικά με την όποια κατάσταση του εφεσείοντα. Πρόκειται για συγκεκριμένη πτυχή αποζημιώσεων η οποία έπρεπε να τύχει δικογράφησης σε σχέση με την επικαλούμενη ψυχική οδύνη. Εν αντιθέσει, τιμωρητικές αποζημιώσεις είχαν ζητηθεί. Όμως με κανένα τρόπο δεν θα κρίναμε ότι πρόκειται για κατάλληλη απόδοση τέτοιας απόδοσης θεραπείας.
(2) Το θέμα των ενοικίων
Οι εφεσείοντες στη παραγρ.35(δ) της Υπεράσπισης Ανταπαίτησης τους αξίωναν ποσό GBP1,000 από 8.12.2006 μέχρι εξόφλησης του ποσού των ΛΚ66,000, (δηλαδή της επιστροφής του ποσού που έδωσαν για τη συμφωνία) ως ενοίκια που αναγκάστηκαν να πληρώσουν. Iσχυρίστηκαν πως συνεπεία της πώλησης της κατοικίας τους στην Αγγλία στα πλαίσια χρηματοδότησης της αγοράς της επίδικης κατοικίας, λόγω περιορισμένης οικονομικής δυνατότητας και αδυναμίας να προβούν σε αγορά άλλης εναλλακτικής κατοικίας, αναγκάστηκαν να ενοικιάσουν κατοικία στην Αγγλία με το πιο πάνω ποσό. Το Δικαστήριο δεν είχε δεχθεί τη θέση των εφεσιβλήτων, ότι είχαν προσφέρει το ποσό των ΛΚ66,000 στους εφεσείοντες, αφού έκρινε ότι αυτό έπρεπε να γίνει σοβαρά με αποστολή της σχετικής επιταγής, κάτι το οποίο δεν έγινε. Ωστόσο, το Δικαστήριο επίσης υποδεικνύει πως την κατοικία τους στην Αγγλία, οι εφεσείοντες την πώλησαν το Δεκέμβρη του 2006, μήνες μετά την επιστολή τερματισμού ημερ. 9.2.2006. Συμφωνούμε με το πρωτόδικο συμπέρασμα πως δεν ήταν εύλογο οι εφεσείοντες να πωλήσουν την κατοικία στην Αγγλία για να χρηματοδοτήσουν την αγορά της επίδικης κατοικίας που είχε στην πράξη καταρρεύσει. Μάλιστα, χωρίς να καταβάλουν άλλες δόσεις της επίδικης συμφωνίας, εν τω μεταξύ.
3. ΄Εξοδα:
Για τα έξοδα της εφεσείουσας 2 αναφορικά με την απαίτηση θα συμφωνήσουμε με τον κ.Γεωργιάδη πως αφ΄ης στιγμής δεν αποδείχτηκε το αγώγιμο δικαίωμα της δυσφήμισης, αγώγιμο δικαίωμα κατά πολύ ευρύτερο και γενικό της συμφωνίας, έπρεπε να επιδικαστούν έξοδα υπέρ της εφεσείουσας 2, επί της απαίτησης. Συνεπώς το μέρος αυτό της απόφασης θα τροποποιηθεί αναλόγως.
Στο θέμα των εξόδων εντάσσεται και το θέμα της απόρριψης του αιτήματος των εναγομένων για κάλυψη πραγματικών εξόδων. ΄Εχουμε εξετάσει το σχετικό απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση, σε συνάρτηση και με τη δικογραφία. Είναι το συμπέρασμα μας ότι οι αξιώσεις αυτές που αφορούν χρονικό διάστημα και πριν την έναρξη της αγωγής, έπρεπε να τύχουν ειδικής δικογράφησης. Η έλλειψη δικογράφησης αφού στην πραγματικότητα πρόκειται για ειδικές ζημιές είναι μοιραία. Ως εκ τούτου, παρά το ότι απορρίφθηκαν με διαφορετική αιτιολογία, το αποτέλεσμα παραμένει το ίδιο. Κατά τα λοιπά η διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου για τα έξοδα, κρίνουμε ότι ασκήθηκε εντός των παραδεκτών αρχών και ορίων. Το ίδιο ισχύει και για τον τρόπο καταβολής των εξόδων ενόψει νομικής αρωγής.
Κατάληξη:
Η έφεση απορρίπτεται με επικύρωση της πρωτόδικης απόφασης σε όλα τα σημεία εκτός του 8(β) το οποίο αντικαθίσταται με το εξής: Η απαίτηση εναντίον της εναγομένης 2 (εφεσείουσας 2) απορρίπτεται, με έξοδα υπέρ αυτής στην κλίμακα €50,000-100,000, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο, (λαμβανομένης υπόψη βεβαίως, κατά τον υπολογισμό, της συνεκδίκασης απαίτησης και ανταπαίτησης).
Αναφορικά με τα έξοδα της έφεσης μεταξύ των εφεσιβλήτων και του εφεσείοντα 1 κρίνουμε πως θα πρέπει να είναι υπέρ των πρώτων, στο ποσό των €3,000, πλέον ΦΠΑ, αν υπάρχει. Αναφορικά με τα έξοδα της έφεσης μεταξύ των εφεσιβλήτων και της εφεσείουσας 2, κρίνουμε πως θα πρέπει να είναι υπέρ της τελευταίας, στο ποσό των €800, πλέον ΦΠΑ, αν υπάρχει, (ενόψει του περιορισμένου της επιτυχίας της έφεσης). Νοείται ότι, στο βαθμό που αφορά, θα ακολουθηθούν οι πρόνοιες της Οδηγίας 2002/8/ΕΚ της 27.1.2003 και του περί Νομικής Αρωγής Νόμου, αρ.165(Ι)/2002 άρθρο 6Α, στη βάση των οποίων καθορίστηκε και δόθηκε νομική αρωγή από το Εφετείο.
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.
ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.