ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
KADES ν. NICOLAOU AND ANOTHER (1986) 1 CLR 212
Εθνική Τράπεζα ν. "Χ ""Νέστορος" (1990) 1 ΑΑΔ 41
Γιαννή κ.ά. ν. Χριστοφόρου (1995) 1 ΑΑΔ 340
Παπακόκκινου Βερεγγάρια Π. και Άλλες ν. Σάκη Ν. Κουρέα και Άλλων (2002) 1 ΑΑΔ 1833
Supatan Mary Jane ν. Νικόλα Περιστιάνη (2007) 1 ΑΑΔ 1286
Federal Bank of Lebanon (SAL) ν. Νίκου Κ. Σιακόλα (2011) 1 ΑΑΔ 1422
Παπαπέτρου Γιαννάκης ν. Λαϊκή Φάκτορς Λτδ (2015) 1 ΑΑΔ 328, ECLI:CY:AD:2015:A121
Χριστοφή Χρίστος ν. Δημήτρη Γρηγορίου (2015) 1 ΑΑΔ 2154, ECLI:CY:AD:2015:A674
Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας στους οποίους κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:AD:2020:A62
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 370/2012)
14 Φεβρουαρίου, 2020
[ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
Μεταξύ:
xxx ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ, ΑΛΛΩΣ ΓΝΩΣΤΟΥ ΚΑΙ ΩΣ xxx ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ, ΑΛΛΩΣ ΓΝΩΣΤΟΥ ΚΑΙ ΩΣ xxx ΠΑΦΙΤΑΝΗ, ΑΠΟ ΤΗ ΛΕΜΕΣΟ
Εφεσείων/Ενάγων
και
ΙΛΑΡΧΟΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΛΤΔ
Εφεσίβλητοι/Εναγόμενοι.
_ _ _ _ _ _
Στ.Ευριπίδου, (κα), για Ερωτοκρίτου & Συνεργάτες ΔΕΠΕ, για εφεσείοντα
Ντ.Παπαδόπουλος και για Γλ.Μ.Ραφαήλ & Σία, για εφεσίβλητους
_ _ _ _ _ _
ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δοθεί από την Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ.
----------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Στην πρωτόδικη διαδικασία ο εφεσείων, ως ενάγων, επιδίωκε επιδίκαση αποζημιώσεων εναντίον των εφεσιβλήτων-εναγομένων 1, ως εργοδοτών του, συνεπεία τραυματισμού σε κατ΄ισχυρισμόν εργατικό ατύχημα που επεσυνέβη στις 19.8.2001 στο Υδροπάρκο Phassouri Watermania στη Λεμεσό. Κατά τον ουσιώδη χρόνο ο εφεσείων εργαζόταν στο εν λόγω υδροπάρκο ως φρουρός ασφαλείας. Η αγωγή εναντίον των εναγομένων 2, ιδιοκτητών του πάρκου δεν προωθήθηκε λόγω μη επίδοσης. Το αγώγιμο δικαίωμα του εφεσείοντα συνίστατο σε κατ΄ισχυρισμόν αμέλεια των εφεσιβλήτων και/ή παραβίαση των καθηκόντων τους ως εργοδοτών του εφεσείοντα. Η ΄Εκθεση Απαίτησης καταχωρήθηκε το 2006 και οι ισχυρισμοί του εφεσείοντα συνίστατο ότι το επίδικο βράδυ ώρα 0030π.μ. «ενώ ασθενούσε εκτελούσε κατ΄εντολή των εφεσιβλήτων μόνος του καθήκοντα σε νυκτερινή βάρδια χωρίς να κατέχει οποιονδήποτε εξοπλισμό και ή να τύχει οποιασδήποτε κατάλληλης εκπαίδευσης προς το σκοπό αυτό, υπέστη βάναυση κακοποίηση από 4 άγνωστα πρόσωπα, τα οποία είχαν καλυμμένα τα πρόσωπα τους με καλτσόν».
Κατά την ακροαματική διαδικασία κατέθεσαν ως μάρτυρες ο ίδιος ο εφεσείων (ΜΕ1) καθώς και 4 μάρτυρες για την πλευρά του, (ΜΕ2 - Δρ.Αντρέου, ορθοπαιδικός, Μ.Ε.3 ψυχίατρος, Δρ. Χ΄Βασίλης και αστυφύλακας 2xx3), ενώ εκ μέρους των εφεσιβλήτων δεν προσφέρθηκε μαρτυρία.
Είναι σημαντικό να λεχθεί ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αποδέχτηκε τη μαρτυρία του εφεσείοντα για τους λόγους που εκτενώς εξηγούνται στην απόφαση του (σελ.7-10) ειδικά στη βάση του ότι οι εκδοχές που έδωσε για το συμβάν υπήρξαν αλληλοσυγκρουόμενες. Ως συνέπεια έκρινε ότι η αγωγή θα έπρεπε να απορριφθεί. Παρά την απόρριψη, στη βάση κάποιων σωματικών βλαβών που αποδείχθησαν, το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε υπολογισμό γενικών και ειδικών αποζημιώσεων, αν ήθελε φανεί ότι η θεώρηση του ήταν λανθασμένη. Ειδικότερα, το Δικαστήριο δεν δέχθηκε πως η επίθεση την οποία επικαλείτο ο εφεσείων μπορούσε να αποδοθεί σε άγνωστα πρόσωπα και ότι δεν οφειλόταν σε προσωπικές διαφορές που είχε μαζί τους. Εν γένει δεν αποδέχθηκε ότι το περιστατικό έλαβε χώρα σύμφωνα με τη θέση του εφεσείοντα. Χαρακτηριστικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση:
«Διαφαίνεται από τις διάφορες εκδοχές που παρουσίασε ο ενάγοντας ότι προσπάθησε να παρουσιάσει κατά την ακροαματική διαδικασία το επεισόδιο να προέρχεται από πρόσωπα που ήθελαν να κλέψουν χρήματα από το υδροπάρκο ώστε να μην μπορεί να αποδοθεί η επίθεση τους προς αυτόν σε διαφορές εκτός της εργασίας του αλλά και να αποποιηθεί τυχόν δικής του ευθύνης ως εκτελών ορθά τα καθήκοντα του ως φρουρού ασφαλείας, παρόλο που είχε αρχικά αναφέρει κατά τη διερεύνηση της υπόθεσης από την Αστυνομία ότι αποκοιμήθηκε πριν την επίθεση. Από την εικόνα όμως που παρουσίασε όχι μόνο δεν αποκλείεται το όλο συμβάν να προήλθε από πρόσωπα που ήθελαν να τον βλάψουν προσωπικά, τα οποία ενδεχομένως και να γνώριζε αποκρύπτοντας την ταυτότητα τους αλλά και να μην συνέβη καν όπως το περιέγραψε, εφόσον όπως ανέφερε ο ΜΕ3, ψυχίατρος που τον παρακολουθούσε για ένα περίπου χρόνο πριν το συμβάν αλλά και μετά από αυτό, ο ενάγοντας έπασχε από χρόνια νεύρωση με εκδηλώσεις χαρακτηριολογικής διαταραχής όπου οι πιθανότητες μυθοπλασίας είναι περισσότερες σε σχέση με ένα υγιές άτομο.
Συνακόλουθα, η θέση του ενάγοντα ότι ευθύνη για την επίθεση από αγνώστους και την κακοποίηση που αυτός υπέστη φέρουν οι εναγόμενοι 1 ως εργοδότες του δεν μπορεί να γίνει δεκτή».
Με τους δύο λόγους έφεσης που προβάλλονται ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας υπήρξε εσφαλμένη (2ος λόγος έφεσης) και ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε εύρημα πως ενώ θα δικαιούτο σε γενικές και ειδικές αποζημιώσεις αναφορικά με επεισόδιο ξυλαδαρμού που υπέστη από αγνώστους, εντούτοις δεν επιδίκασε υπέρ του το ποσό, λόγω μη απόδειξης του περιστατικού, και απέρριψε την αγωγή (1ος λόγος έφεσης).
Στις αμέσως προηγούμενες παραγράφους του πιο πάνω αποσπάσματος από την πρωτόδικη απόφαση, αναλυτικά καταγράφονται οι έντονες διαφορές στην εκδοχή του εφεσείοντα σε σχέση με την επίθεση και τον τρόπο που έγινε, ότι δηλαδή αρχικώς προέβαλε ότι, ενώ εκτελούσε τα καθήκοντα του, ένα εκ των προσώπων πρόταξε εναντίον του όπλο, ότι τον κτύπησαν καθιστώντας τον λιπόθυμο και του έδεσαν με χειροπέδες τα χέρια και τα πόδια με πλαστική κολλητική ταινία. Κατά την αντεξέταση προέβαλε ότι ήταν άρρωστος και ξάπλωσε λίγο πριν το συμβάν, με πλήρη αντίφαση και σύγχυση στα λεγόμενα του εάν ειδοποίησε σχετικά τους εργοδότες του για την ασθένεια. Σε άλλο σημείο ανάφερε ότι είναι σπρέι που του έριξαν στα μάτια και τον κτύπησαν στο κεφάλι με το σίδερο, ενώ όταν συνήλθε του είχαν «δύο όπλα στο κεφάλι».
Δεν χρειάζεται να παραθέσουμε και άλλα στοιχεία από αυτά που επισημαίνονται πρωτοδίκως σε σχέση με την πληθώρα αντιφάσεων στην αφήγηση του εφεσείοντα. Όλα τα πιο πάνω καθιστούσαν πλήρως δικαιολογημένο το συμπέρασμα του Δικαστηρίου πως ο μάρτυρας αυτός δεν μπορούσε να καταταχθεί ως αξιόπιστος με την επισήμανση επίσης πως ο Μ.Ε. 3 ψυχίατρος που τον παρακολουθούσε για ένα περίπου χρόνο πριν το συμβάν ανέφερε ότι έπασχε από χρόνια νεύρωση με εκδηλώσεις χαρακτηριολογικής διαταραχής όπου οι πιθανότητες μυθοπλασίας είναι υπαρκτές. (βλ. και το πιο πάνω απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση).
Είναι φανερό ότι η κατάταξη της μαρτυρίας του εφεσείοντα ο οποίος παρουσιαζόταν ως το θύμα της επίθεσης, ως αναξιόπιστης, με τον καταλυτικό τρόπο που υποδείχθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο αφαιρούσε οποιονδήποτε έρεισμα για επιτυχία του αγώγιμου δικαιώματος. Όπως επανειλημμένα έχει λεχθεί, το πρωτόδικο Δικαστήριο είναι σε μοναδική θέση να αξιολογήσει τη ζώσα μαρτυρία και το Εφετείο επεμβαίνει όταν θεωρήσει ότι τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι εξ αντικειμένου ανυπόστατα, παράλογα, αυθαίρετα και δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία ή όταν η αξιολόγηση είναι ανεπαρκής (βλ. Αντωνίου v. Suphire (Finance) Ltd, (2010)1A, AAΔ.317, Subatan ν. Περιστιάνη (2007)1Β ΑΑΔ 1286 και Βασιλειάδης ως διαχειριστής ν. Δημήτριος Σπύρου Λτδ, πολ.εφ.123/09, 14.10.2015), ECLI:CY:AD:2015:A678. Εν προκειμένω, το Δικαστήριο ενδελεχώς και με λεπτομέρειες παραθέτει τις ουσιώδεις αντιφάσεις που εγγενώς περιέχοντο στην εκδοχή του εφεσείοντα ως προς το επικαλούμενο συμβάν. Χωρίς αυτή τη μαρτυρία είναι φυσικό ότι δεν υπάρχει υπόβαθρο για την όποια νομική στοιχειοθέτηση της θέσης του, αλλά και ούτε έχει σημασία η λοιπή μαρτυρία. Δεν είναι θεμιτή συνεπώς η όποια επέμβαση του Εφετείου, αφού τα ευρήματα του Δικαστηρίου αφενός δεν αντιστρατεύονται την κοινή λογική και αφετέρου δεν έρχονται σε αντίθεση με αδιαμφισβήτητα μέρη της λοιπής μαρτυρίας. (Βλ. Παπακόκκονου κ.ά. ν. Κουρέα κ.ά. (2002)1 ΑΑΔ 1833, Γιαννή κ.ά. ν. Χριστοφόρου (1995) 1 ΑΑΔ 340 και Παπαπέτρου ν. Factors, Πολ.Εφ.180/10 ημερ. 20.2.2015), ECLI:CY:AD:2015:A121.
Αφού λοιπόν ο πυρήνας της έφεσης, όπως ειδικά καταγράφεται στο 2ο λόγο δηλαδή το εσφαλμένο της αξιολόγησης της μαρτυρίας, δεν μπορεί να επιτύχει, ούτε και στον 1ο λόγο παρέχεται δυνατότητα επιτυχίας, αφού οι αναφορές της λοιπής μαρτυρίας, δηλαδή των γιατρών και του αστυνομικού, προϋπόθεταν έγκυρη εκδοχή ως προς τα πρωτογενή γεγονότα, που εδώ ελλείπει.
Να επαναλάβουμε επίσης το αυτονόητο, ότι η απουσία κλήσεως μαρτύρων εκ μέρους των εφεσιβλήτων, ειδικά υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης, δεν μπορεί να έχει καμία αρνητική σημασία ως προς το έργο της αξιολόγησης. (Βλ. Kades ν. Νicolaou a.a. (1986)1 CLR 212, Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος ν. Χ΄Νέστωρος, (1990) 1 ΑΑΔ 41, R.C.K. Sports Ltd v. Persona Advertising Ltd (1996)1B AAΔ.1074, Federal Bank of Lebanon (SAL) v. Σιακόλα (2011) 1Β ΑΑΔ 1422 και Χριστοφή ν. Γρηγορίου, Πολ.Εφ. 36/10, 13.10.2015), ECLI:CY:AD:2015:A674.
Για τους λόγους που εξηγήθηκαν, η πλήρης αναξιοπιστία του εφεσείοντα δεν παρείχε δυνατότητα επιτυχίας της αξίωσης του. Ωσαύτως, η έφεση είναι καταδικασμένη σε αποτυχία.
Η έφεση απορρίπτεται με €3,000 έξοδα, πλέον ΦΠΑ αν υπάρχει, υπέρ των εφεσιβλήτων.
ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.