ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Ναθαναήλ, Στέλιος Σταύρου Παρπαρίνος, Λεωνίδας Σταματίου, Κατερίνα Α. Κουμής, για τους Εφεσίβλητους. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2020-02-18 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο Α.Μ. ν. Γ.Α.Μ. κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ. 249/2013, 18/2/2020 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2020:A66

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 249/2013)

 

18 Φεβρουαρίου, 2020

                                                        

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

Α.Μ.,

                                                             Εφεσείοντας/Ενάγοντας

 

ΚΑΙ

 

1.Γ.Α.Μ.,

2.Κ.Α.,

3.Π.Μ., ΣΥΖΥΓΟΣ Κ.Α.,

4.Γ.Μ., ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΗΣ ΑΠΟΒΙΩΣΑΣΗΣ ΕΛΕΝΗΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΑΛΛΩΣ ΕΛΕΝΗΣ Μ.,

Εφεσίβλητοι/Εναγόμενοι

 

_ _ _ _ _ _

Α. Ποιητής (Δρ.), για Δρ. Ανδρέα Π. Ποιητή & Σία, για τον

 Εφεσείοντα.

Α. Κουμής, για τους Εφεσίβλητους.

_ _ _ _ _ _

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου

 θα δοθεί από την Σταματίου, Δ.

­­­

_ _ _ _ _ _

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Με αγωγή ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Αμμοχώστου, την οποία κίνησε ο εφεσείων-ενάγων εναντίον των δύο παιδιών του, της πρώην συζύγου του και του συζύγου της θυγατέρας του, αξίωσε επιστροφή τεσσάρων τεμαχίων γης στην Άχνα που, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του, ο γιος του, εφεσίβλητος 1, μεταβίβασε με τη χρήση γενικού πληρεξουσίου εγγράφου, επ΄ ονόματι των εφεσιβλήτων.

 

Σύμφωνα με την έκθεση απαίτησης, ο εφεσείων χορήγησε στον εφεσίβλητο 1 γενικό πληρεξούσιο έγγραφο, το οποίο ήταν ισχυρό, με ρητές οδηγίες όπως αυτός μην προβεί σε οποιαδήποτε ενέργεια με βάση το πληρεξούσιο, παρά μόνο εάν είχε προηγουμένως τις οδηγίες και εντολές του. Αποτέλεσε ισχυρισμό του εφεσείοντα ότι ο εφεσίβλητος 1, χωρίς τις οδηγίες του και χωρίς οποιοδήποτε δικαίωμα, σε συνωμοσία με τους υπόλοιπους εφεσίβλητους, προέβη στη μεταβίβαση των επίδικων ακινήτων (τα οποία στην πραγματικότητα ήταν τρία) στο όνομα του ιδίου και των υπόλοιπων εφεσιβλήτων. Με την έκθεση απαιτήσεως προβάλλετο πως η μεταβίβαση είναι άκυρη και αξιώνετο επανεγγραφή των ακινήτων στο όνομά του καθώς και επιδίκαση αποζημιώσεων. Κατά την ακροαματική διαδικασία της υπόθεσης, αποσύρθηκε η αξίωση για αποζημιώσεις και παρέμεινε μόνο αξίωση για επανεγγραφή.

 

Από πλευράς εφεσιβλήτων καταχωρήθηκε κοινή υπεράσπιση, με την οποία αρνήθηκαν ότι εδόθησαν οποιεσδήποτε ρητές οδηγίες εκ μέρους του εφεσείοντα, πέραν του πληρεξουσίου εγγράφου, ισχυριζόμενοι περαιτέρω ότι ο εφεσείων παρακάλεσε συγγενικό του πρόσωπο που εργάζεται στο Κτηματολόγιο Αμμοχώστου να προωθήσει τις μεταβιβάσεις των επίδικων ακινήτων ως θα υποδείκνυε ο εφεσίβλητος 1 καθότι ο ίδιος θα αναχωρούσε σύντομα για το εξωτερικό και θα απουσίαζε για μακρό χρονικό διάστημα. Αρνήθηκαν τους υπόλοιπους ισχυρισμούς του εφεσείοντα.

 

Κατά την ακροαματική διαδικασία έδωσε μαρτυρία ο ίδιος ο εφεσείων και υπάλληλος του Επαρχιακού Κτηματολογίου Αμμοχώστου, στη Λάρνακα. Εκ μέρους των εφεσιβλήτων κατέθεσαν οι εφεσίβλητοι 1 και 3 και ο αδελφότεκνος του εφεσείοντα, ο οποίος εργάζεται στο Επαρχιακό Κτηματολόγιο Αμμοχώστου.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού αξιολόγησε την ενώπιόν του προσαχθείσα μαρτυρία, κατέληξε στην αποδοχή της εκδοχής των εφεσιβλήτων, η οποία περιστρέφεται γύρω από το ζήτημα της συγκατάθεσης και γνώσης του εφεσείοντα για τις επίδικες μεταβιβάσεις. Σημειώνεται πως δεν υπήρξε καμία αμφισβήτηση για τη νομιμότητα και εν γένει εγκυρότητα της κατάρτισης και την εκτέλεση του πληρεξούσιου εγγράφου.

 

Στη βάση της αξιολόγησής του, το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε σε σχέση με τα πραγματικά γεγονότα ότι ο εφεσείων στις 12.9.1996 παραχώρησε στον εφεσίβλητο 1 γενικό πληρεξούσιο έγγραφο με σκοπό, χρησιμοποιώντας το, να παρουσιαστεί στο Επαρχιακό Κτηματολόγιο Αμμοχώστου και να μεταβιβάσει στο όνομα του ιδίου, της αδελφής και της μητέρας του τα τρία επίδικα κτήματα που ανήκαν στον εφεσείοντα. Ο εφεσίβλητος 1 το 1997, με βάση το πληρεξούσιο έγγραφο, αρχικά μεταβίβασε τα επίδικα κτήματα επ΄ ονόματί του, δυνάμει δωρεάς από τον εφεσείοντα πατέρα του, και στη συνέχεια το έτος 1999 μεταβίβασε τα μερίδια που αναφέρονται πιο πάνω στην αδελφή και τη μητέρα του. Το Δικαστήριο κατέληξε περαιτέρω ότι ο εφεσείων γνώριζε για την πραγματοποίηση της μεταβίβασης των επίδικων κτημάτων που έγινε με τη συγκατάθεση και σύμφωνα με την επιθυμία του. Παρά δε το γεγονός ότι γνώριζε για τις μεταβιβάσεις από την αρχή, δεν έπραξε οτιδήποτε μέχρι το 2008 που καταχώρησε την αγωγή. Περαιτέρω, το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε πως αυτό που αναδύεται μέσα από τα γεγονότα και το σύνολο της προσκομισθείσας μαρτυρίας είναι το συμπέρασμα ότι μετά από χρόνια, η αρχική επιθυμία του εφεσείοντα μεταλλάχθηκε, προφανώς ένεκα και της εκ των υστέρων απόκτησης ακόμα ενός παιδιού από το δεύτερό του γάμο, το οποίο ήθελε να συμπεριλάβει στους ιδιοκτήτες της επίδικης περιουσίας.

 

Αποτέλεσε περαιτέρω εύρημα του Δικαστηρίου ότι ο εφεσίβλητος 1 δεν ενήργησε εκτός των προνοιών του πληρεξούσιου εγγράφου, οι πρόνοιες του οποίου ήταν σαφείς και δεν επέβαλλαν στον πληρεξούσιο αντιπρόσωπο για κάθε πράξη να ζητά και να λαμβάνει εκ των προτέρων ρητές οδηγίες από τον εφεσείοντα.

 

Εν τέλει, το Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή. Ο εφεσείων, με δέκα λόγους έφεσης, αμφισβητεί την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης.

 

Ο πρώτος και ο δεύτερος λόγος έφεσης περιστρέφονται γύρω από την αξία «του πληρεξουσίου εγγράφου».  Συγκεκριμένα προβάλλεται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι η εξουσία που παρέχεται από τον αντιπροσωπευόμενο στον αντιπρόσωπο να τελέσει οποιεσδήποτε πράξεις του αντιπροσωπευόμενου αποτελεί δικαίωμα και όχι απλώς δυνατότητα του αντιπροσώπου.  Χρειάζεται δε ειδική εντολή του αντιπροσωπευόμενου, κάτι το οποίο, αντίθετα με τη διαπίστωση του Δικαστηρίου, δεν προκύπτει από τη μαρτυρία ότι δόθηκε.  Ούτε και μπορεί να θεωρηθεί ότι το πληρεξούσιο εξυπάκουε τέτοια εντολή από τον αντιπροσωπευόμενο. 

 

Περαιτέρω παρά το ότι το Δικαστήριο παραπέμπει στην υπόθεση Πρωτοπαπά ν. Πρωτοπαπά κ.α. (2002) 1 Α.Α.Δ. 1329, εν τούτοις δεν εφάρμοσε ορθά τις αρχές οι οποίες προκύπτουν από την εν λόγω απόφαση, ούτε και προέβη στην ορθή εκτίμηση της μαρτυρίας ως προς τη γνώση του εφεσείοντα για τις μεταβιβάσεις (λόγος έφεσης 3).  Επίσης προβάλλεται ως λανθασμένο το εύρημα του Δικαστηρίου ότι ο εφεσείων στην παρουσία του ΜΥ3 και άλλων συγγενών είχε εκφράσει την επιθυμία να παραχωρήσει στον εφεσίβλητο 1 το εν λόγω γενικό πληρεξούσιο έγγραφο με σκοπό τη μεταβίβαση των επιδίκων κτημάτων.  Και αυτό επειδή «ο μάρτυρας έδωσε συγκεκριμένη ημερομηνία για τις μεταβιβάσεις και όχι όπως είναι η δικογράφηση».

 

Με τον τέταρτο λόγο έφεσης προβάλλεται ως λανθασμένη η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο εφεσείων γνώριζε για τις μεταβιβάσεις από προηγουμένως ενώ σύμφωνα με τον ίδιο πληροφορήθηκε για τη μεταβίβαση σε πολύ μεταγενέστερο χρόνο και ειδικότερα το 2008.  Προβάλλεται περαιτέρω ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε πως δόθηκε σχετική εντολή του εφεσείοντα στον εφεσίβλητο 1 για τη μεταβίβαση.  Οι μεταβιβάσεις έλαβαν χώρα σε ημερομηνίες διαφορετικές μεταξύ τους, σε απόσταση πέραν του ενός έτους, γεγονός που κατά τον εφεσείοντα καταμαρτυρεί το παράδοξο της υπόθεσης.  Μάλιστα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εντόπισε πρώτα τη σχετική εντολή, ως όφειλε (πέμπτος λόγος έφεσης). 

 

Το ότι η μαρτυρία του ΜΥ1 δεν έπρεπε να ληφθεί υπόψιν καθότι είναι εκτός δικογράφου αποτελεί τον άξονα του έκτου λόγου έφεσης.  Πέραν τούτου, η μαρτυρία του δεν ήταν αξιόπιστη αφού ανέφερε πως τα τρία κτήματα μεταβιβάστηκαν και στα τρία άτομα το 1998 ενώ στην πραγματικότητα στην αδελφή του και στη μητέρα του μεταβιβάστηκαν το 1999. 

 

Με τον έβδομο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι η μαρτυρία της ΜΥ2 δεν μπορούσε να γίνει δεκτή καθότι ήταν αντίθετη προς τα δικόγραφα και αρνούνται οποιαδήποτε άλλη συμφωνία ή εντολή.  Ειδικότερα, πρόκειται για κτήμα το οποίο αρχικά μεταβιβάστηκε στον εφεσίβλητο 1, αργότερα στη ΜΥ2 και ακολούθως στο σύζυγο της, οπότε γεννάται ζήτημα κατά πόσο αυτά ήταν στις εντολές του πατέρα της.

 

Ο όγδοος λόγος έφεσης περιστρέφεται γύρω από την αποδοχή της μαρτυρίας του ΜΥ3, η οποία καταρρίπτει τη μαρτυρία των ΜΥ1 και ΜΥ2, οι οποίοι δεν είχαν αναφέρει οτιδήποτε για μεταβίβαση των κτημάτων στον εγγονό του εφεσείοντα. 

 

Με τον ένατο λόγο έφεσης ο εφεσείων στρέφεται κατά της κρίσης του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι «η επί πολλά χρόνια απραξία του ενάγοντος ενισχύει το συμπέρασμα ότι οι επίδικες μεταβιβάσεις ήταν σε γνώση του και έγιναν με τη συγκατάθεση του».  Κατά τον εφεσείοντα, με τις πιο πάνω μαρτυρίες να συγκρούονται μεταξύ τους και στην απουσία τέτοιου ισχυρισμού στην έκθεση υπεράσπισης, η απραξία από μόνη της δεν μπορούσε να στοιχειοθετήσει εντολή ή συγκατάθεση.  Αντιθέτως, το πληρεξούσιο δόθηκε για να χρησιμοποιηθεί «αν προκύψει ανάγκη» και όχι για να πάρει την περιουσία του εφεσείοντα ο γιος του.  Τέλος, το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα έκρινε ότι η επιθυμία του εφεσείοντα ήταν όπως τα επίδικα κτήματα μεταβιβαστούν όπως μεταβιβάστηκαν.  Η μεταβίβαση ήταν διαφορετική από εκείνη που ισχυρίζονται οι εφεσίβλητοι ότι έπρεπε να είναι.  Γεγονός το οποίο φανερώνει ότι δεν υπήρξε εντολή εκ μέρους του εφεσείοντα. 

 

Ο εφεσείων κρίθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο ως αναξιόπιστος μάρτυρας για τους λόγους που εκτίθενται στις σελ. 8 - 10 της απόφασης. Με την υπό κρίση έφεση δεν αμφισβητείται ευθέως αυτή η αξιολόγηση. Παρά ταύτα, αναπτύσσεται  επιχειρηματολογία στον πρώτο λόγο έφεσης ότι το Δικαστήριο δεν αξιολόγησε ορθά τη μαρτυρία του εφεσείοντα. Δεν μπορεί όμως η ορθότητα της αξιολόγησης της μαρτυρίας κύριου μάρτυρα της υπόθεσης, να εγείρεται παρεμπιπτόντως. Ειδικότερα στην παρούσα περίπτωση όπου η όλη υπόθεση στηρίζεται στην αξιολόγηση της εκδοχής που έδωσε ο εφεσείων και οι εφεσίβλητοι. Από τη στιγμή που ο εφεσείων κρίθηκε αναξιόπιστος και αυτό δεν αμφισβητείται ευθέως με την έφεση, η εκδοχή του δεν μπορεί να έχει οποιαδήποτε βαρύτητα. Εν πάση περιπτώσει, έχοντας εξετάσει την απόφαση στη βάση των πρακτικών διαπιστώνουμε ότι το Δικαστήριο εξήγησε λεπτομερώς τους λόγους που δεν αποδέχθηκε την εκδοχή του εφεσείοντα και δε διαπιστώνουμε σφάλμα στην προσέγγισή του έτσι ώστε να απαιτείται η επέμβαση του Εφετείου.

 

Κύριος άξονας της επιχειρηματολογίας του εφεσείοντα για τον πρώτο λόγο έφεσης, είναι ότι με το πληρεξούσιο έγγραφο παρέχεται από τον αντιπροσωπευόμενο στον αντιπρόσωπο εξουσία να τελέσει συγκεκριμένες πράξεις οι οποίες δεσμεύουν τον αντιπροσωπευόμενο έναντι τρίτων και του δημιουργούν τα αντίστοιχα δικαιώματα. Όμως, η ύπαρξη πληρεξουσίου αφ΄εαυτής δεν παρέχει στον αντιπρόσωπο το δικαίωμα να τελέσει τις πράξεις, αλλά χρειάζεται η ειδική εντολή του αντιπροσωπευόμενου. Προς τούτο παρέπεμψε στα άρθρα 171 και 176 του Κεφ. 149 και σε αγγλικά συγγράμματα.

 

Δεν αμφισβητήθηκε ούτε ενώπιον μας ούτε πρωτοδίκως ότι με το πληρεξούσιο έγγραφο δημιουργήθηκε μία σχέση αντιπροσωπείας η οποία διέπεται από τον περί Συμβάσεων Νόμο Κεφ. 149. Σύμφωνα δε με τα άρθρα 171, 172 και 174 του Νόμου, ο αντιπρόσωπος υποχρεούται να διεξάγει τις εργασίες του αντιπροσωπευόμενου, σύμφωνα με τις οδηγίες του δεύτερου, με δεξιότητα και επιμέλεια.  

 

Στην έκθεση απαίτησης αναφέρεται ότι ο εφεσείων έδωσε ρητές οδηγίες στον εφεσίβλητο 1 ότι, «δεν θα προέβαινε σε οποιαδήποτε ενέργεια επί τη βάσει του ρηθέντος πληρεξουσίου, παρά μόνο αν είχε προηγουμένως συγκεκριμένες οδηγίες και εντολές από τον ενάγοντα». Στη μαρτυρία του ο εφεσείων δεν αναφέρθηκε σε τέτοιες οδηγίες. Από την άλλη, αυτό που προκύπτει από τη μαρτυρία των εφεσιβλήτων, η οποία έγινε αποδεκτή από το Δικαστήριο, είναι ότι ο εφεσείων εξέφρασε την επιθυμία να παραχωρήσει στον υιό του, εφεσίβλητο 1, πληρεξούσιο έγγραφο με στόχο τη μεταβίβαση των επιδίκων ακινήτων που βρίσκονταν στην κατεχόμενη Άχνα στα μερίδια που τελικά μεταβιβάστηκαν. Σε τηλεφωνικές επικοινωνίες που είχε με τον υιό του σε διάφορες ημερομηνίες ρωτούσε κατά πόσο είχε πραγματοποιήσει τις μεταβιβάσεις και πληροφορήθηκε σχετικά μετά που αυτές πραγματοποιήθηκαν.

 

 Αμφισβητείται με την έφεση η αποδοχή της  μαρτυρίας των ΜΥ1 (εφεσίβλητου 1) και της ΜΥ2 (εφεσίβλητης 3) καθώς και ότι υπήρχε σχετική εντολή από τον εφεσείοντα για τη μεταβίβαση των κτημάτων, εφόσον επί του ζητήματος αυτού η μαρτυρία τους ήταν διαφορετική από τη μαρτυρία του ΜΥ3 που επίσης αποδέκτηκε το Δικαστήριο.

 

Ξεκινώντας από την αξιολόγηση της μαρτυρίας επαναλαμβάνουμε τη γνωστή αρχή της νομολογίας ότι η αξιολόγηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων ανήκει κατ΄εξοχή στο πρωτόδικο δικαστήριο το οποίο είχε την ευκαιρία να ακούσει τους μάρτυρες και να παρακολουθήσει τη συμπεριφορά τους στο εδώλιο του μάρτυρα. Το Εφετείο επεμβαίνει όταν διαπιστώσει πως η πρωτόδικη αξιολόγηση της αξιοπιστίας ήταν αυθαίρετη ή ολωσδιόλου λανθασμένη, ενόψει σταθερών στοιχείων που οδηγούν τη συνετή σκέψη σε αντίθετη κρίση.  Αντιφάσεις ή αδυναμίες στη μαρτυρία δεν αποτελούν λόγο επέμβασης, εκτός αν ήταν τόσο σημαντικές, ώστε να οδηγούν στο συμπέρασμα ότι το Δικαστήριο εσφαλμένα δέχθηκε τη μαρτυρία ως αξιόπιστη.  (βλ. Total Pack (Cuprus) Ltd v. Siva Plus Detergents Ltd, Πολ. Έφ. Αρ. 318/2012, ημερ. 13.1.2020).  Μόνο όπου υπάρχει αντικειμενικό έρεισμα δικαιολογείται η παρέμβαση του Εφετείου (βλ. Σάββα ν. Αντωνίου, Πολ. Έφ. Αρ. 134/2009, ημερ. 27.9.2017, ECLI:CY:AD:2017:A318).

 

Είναι σημαντικό ότι ο ΜΥ3 δεν αντεξετάστηκε με αποτέλεσμα η μαρτυρία του να παραμένει αδιαμφισβήτητη.  Προκύπτει σαφώς από αυτή ότι πρόθεση του εφεσείοντα ήταν όπως μεταβιβάσει τα επίδικα ακίνητα στα παιδιά του και πως ένα ακίνητο ήθελε να μεταβιβαστεί στον εγγονό του και ανέφερε στον εφεσίβλητο 1 να το μεταβιβάσει στη μητέρα του και στη συνέχεια αυτή να το μεταβιβάσει στον εγγονό του. Το γεγονός αυτό από μόνο του δεν μπορεί να έχει οποιαδήποτε επίπτωση στην υπόθεση. Από τα όσα ανέφερε ο εν λόγω μάρτυρας προκύπτει ότι ο εφεσείων εξέφρασε την επιθυμία να μεταβιβάσει τα ακίνητα στα παιδιά του και ένα εξ αυτών να δοθεί στον εγγονό του αφού αρχικά μεταβιβαστεί στην πρώην σύζυγο του. Εφόσον  η μεταβίβαση στον εγγονό θα γινόταν μέσω της πρώην συζύγου του εννοείται ότι εξουσιοδότησε τη μεταβίβαση στην πρώην σύζυγο του, η οποία στην πορεία είχε αποβιώσει. Το γεγονός ότι οι ΜΥ1 και ΜΥ2 δεν αναφέρθηκαν στο γεγονός αυτό δεν θεωρούμε ότι επηρεάζει την αξιοπιστία τους ούτε βέβαια καθιστά την επιθυμία του εφεσείοντα ως προς την χρήση του πληρεξουσίου αβέβαιη. Ο εφεσίβλητος 1 χρησιμοποίησε το πληρεξούσιο για να πραγματοποιήσει τις μεταβιβάσεις που τον εξουσιοδότησε ο εφεσείων. Το κατά πόσο σε μεταγενέστερο στάδιο θα έπρεπε η μητέρα του εφεσίβλητου 1 να μεταβιβάσει στον εγγονό της ένα ακίνητο δε μπορεί να έχει οποιαδήποτε επίπτωση στην υπόθεση του εφεσείοντα. Ούτε το γεγονός ότι η εφεσίβλητη 3 μεταβίβασε στην πορεία ακίνητο στο σύζυγό της.

 

Από μόνη της η μη αμφισβητηθείσα μαρτυρία του ΜΥ3 αποδεικνύει την επιθυμία του εφεσείοντα να δώσει το πληρεξούσιο στο γιο του με στόχο να χρησιμοποιηθεί για τη μεταβίβαση των κτημάτων και όχι να του δίδει απλά τη δυνατότητα μεταβίβασης ακινήτων εάν παρίστατο ανάγκη, όπως ισχυρίζεται ο εφεσείων. Συνεπώς, στη βάση αυτών των δεδομένων, η εξουσία που δόθηκε με το πληρεξούσιο δεν δόθηκε αφηρημένα αλλά με στόχο τη μεταβίβαση των επιδίκων ακινήτων στα παιδιά και την πρώην σύζυγο του εφεσείοντα. Το γεγονός ότι αρχικά τα ακίνητα μεταβιβάστηκαν στον εφεσίβλητο 1 και ακολούθως αυτός προέβη στη μεταβίβασή τους στα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας, επίσης δεν μπορεί να επηρεάσει την έκβαση της υπόθεσης. Η ουσία παραμένει ότι οι μεταβιβάσεις έγιναν με βάση την επιθυμία του εφεσείοντα. Διαφορά που εντοπίζεται στη μαρτυρία των εφεσιβλήτων ως προς τις ημερομηνίες που έλαβαν χώρα οι μεταβιβάσεις, είναι επουσιώδους σημασίας και δεν επηρεάζουν το αξιόπιστο της εκδοχής τους, ειδικότερα έχοντας υπόψη το μεγάλο χρονικό διάστημα που διέρρευσε από τότε που διαδραματίστηκαν τα γεγονότα μέχρι την ακρόαση.

 

Προβάλλεται επίσης από τον εφεσείοντα διάσταση μεταξύ της μαρτυρίας και της έκθεσης υπεράσπισης η οποία δεν επέτρεπε την αποδοχή της μαρτυρίας της υπεράσπισης, ως μη δικογραφημένης. Έχουμε παραθέσει πιο πάνω τον ισχυρισμό του εφεσείοντα περί ύπαρξης ρητών οδηγιών προτού γίνει οποιαδήποτε μεταβίβαση στη βάση του πληρεξουσίου. Στην παράγραφο 3 της υπεράσπισης αναφέρεται ότι «τίποτε άλλο δεν συνεφωνήθη ή και δεν εδόθησαν οι ισχυριζόμενες ρητές οδηγίες πέραν του περιεχομένου του ρηθέντος πληρεξουσίου εγγράφου». Σε συμφωνία με το πρωτόδικο Δικαστήριο θεωρούμε ότι η έκθεση υπεράσπισης δεν συντάχθηκε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Από την άλλη, η έκθεση υπεράσπισης συνάδει με τη μαρτυρία των εφεσιβλήτων ότι ο πατέρας τους εξέφρασε επιθυμία να μεταβιβάσει τα επίδικα ακίνητα στα παιδιά και την πρώην γυναίκα του και προς τούτο έδωσε το πληρεξούσιο έγγραφο, χωρίς να υπάρχουν άλλοι όροι ούτε οδηγίες. Προκύπτει επίσης από την παράγραφο 5 της υπεράσπισης ο ισχυρισμός ότι ο ίδιος ο εφεσείων παρακάλεσε συγγενικό του πρόσωπο που εργάζεται στο κτηματολόγιο να προωθήσει τις μεταβιβάσεις, από την οποία προκύπτει ισχυρισμός περί επιθυμίας του εφεσείοντα να προβεί στις μεταβιβάσεις. Δεν διαπιστώνουμε οποιοδήποτε σφάλμα στην αξιολόγηση της μαρτυρίας που έγινε από το πρωτόδικο Δικαστήριο έτσι ώστε να μπορούν να ανατραπούν τα ευρήματα του ως προς τα γεγονότα. 

 

Εφόσον δεν ανατρέπονται τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς τα γεγονότα, δεν τίθεται θέμα εξέτασης της αξίας του πληρεξουσίου, με τον τρόπο που αναλύθηκε από τον εφεσείοντα. Το συμπέρασμα του Δικαστηρίου ότι το πληρεξούσιο δόθηκε με στόχο να γίνουν οι μεταβιβάσεις όπως επιθυμούσε ο εφεσείων δεν αφήνει περιθώρια εξέτασης οποιασδήποτε άλλης παραμέτρου.  Συνεπώς ο σχετικός λόγος έφεσης δεν θα μας απασχολήσει περαιτέρω.

 

Από την αποδεκτή μαρτυρία προκύπτει σαφώς η γνώση του εφεσείοντα για την πραγματοποίηση των μεταβιβάσεων. Ορθά λοιπόν κρίθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι τα αποφασισθέντα στην υπόθεση Πρωτοπαπά ν. Πρωτοπαπά κ.α., πιο πάνω, εφαρμόζονται στα γεγονότα της παρούσας. Στην υπόθεση εκείνη, η απραξία της εφεσείουσας η οποία ήταν κάτοικος εξωτερικού, ενώ είχε λάβει γνώση της μεταβίβασης, να λάβει μέτρα για την ακύρωσή της κρίθηκε ότι συνάδει με τη θέση των εναγομένων ότι πρόθεση και σκοπός της ήταν τα ακίνητα να μεταβιβαστούν όπως τελικά μεταβιβάστηκαν.

 

Έχοντας το Δικαστήριο αποδεχτεί τη μαρτυρία που πρόσφεραν οι εφεσίβλητοι ότι ο εφεσείων γνώριζε για τη μεταβίβαση των ακινήτων, η απραξία του συνάδει με τον ισχυρισμό των εφεσιβλήτων ότι επιθυμούσε όπως τα ακίνητα μεταβιβαστούν με τη χρήση του πληρεξουσίου εγγράφου στα παιδιά και την σύζυγο του. Όπως ορθά επεσήμανε το Δικαστήριο η αρχική του επιθυμία μεταλλάχτηκε εκ των υστέρων όταν απέκτησε ακόμα ένα παιδί από το δεύτερο του γάμο.  

 

Καταληκτικά σημειώνεται ότι από τη στιγμή που προκύπτει σαφώς από τη μαρτυρία που έγινε αποδεκτή από το Δικαστήριο η επιθυμία του εφεσείοντα να μεταβιβάσει την περιουσία του στα παιδιά του και στην πρώην σύζυγό του, σε συνδυασμό με την παραχώρηση του πληρεξουσίου εγγράφου στον εφεσίβλητο 1, δεν παρέχεται πεδίον επέμβασης στην πρωτόδικη απόφαση.

 

Για τους πιο πάνω λόγους η έφεση απορρίπτεται με €2.500 έξοδα, πλέον ΦΠΑ, εναντίον του εφεσείοντα.

 

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.

 

 

  ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.

 

 

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.

 

 

/ΧΤΘ

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο