ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Ναθαναήλ, Στέλιος Σταύρου Ν. Χαραλαμπίδου (κα), για τον Αιτητή. Π. Χαραλάμπους (κα), για τους Καθ΄ ων η αίτηση. Αιτητής παρών. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2020-02-20 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ MOHAMMAD Y.A.L., Πολιτική Αίτηση Αρ. 202/2019, 20/2/2020 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2020:D69

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Αίτηση Αρ. 202/2019)

 

20 Φεβρουαρίου 2020

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ)

 ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964 (Ν. 33/1964)

 

-         ΚΑΙ   -

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΤΟΥ 2018

 

-         ΚΑΙ  -

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ MOHAMMAD Y.A.L. ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ HABEAS CORPUS

 

-         ΚΑΙ  -

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ ΝΟΜΟ 14/60, ΤΩΝ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΩΝ ΤΟΥ 1964 ΜΕΧΡΙ 1991, ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗ ΣΥΜΒΑΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΑΣΠΙΣΗ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ, ΤΟΝ ΧΑΡΤΗ ΘΕΜΕΛΙΩΔΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ Ε.Ε., ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ ΝΟΜΟ, ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΛΛΟΔΑΠΩΝ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΕΩΣ ΝΟΜΟ (ΚΕΦ. 105), ΤΗΝ ΟΔΗΓΙΑ 2013/33/ΕΕ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΙΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΟΔΟΧΗ

ΤΩΝ ΑΙΤΟΥΝΤΩΝ ΔΙΕΘΝΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ

 

-         ΚΑΙ  -

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ -

 

1.   ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ

2.   ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ, ΔΙΑ ΤΟΥ

ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

 

ΟΙ ΟΠΟΙΟΙ ΠΑΡΑΝΟΜΑ ΣΥΝΕΧΙΖΟΥΝ ΝΑ ΕΧΟΥΝ ΥΠΟ ΚΡΑΤΗΣΗ ΤΟΝ MOHAMMAD Y.A.L. ΚΑΤΑ ΠΑΡΑΒΑΣΗ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 11 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 5(1) ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΑΣΠΙΣΗ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ, ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 6 ΤΟΥ ΧΑΡΤΗ ΘΕΜΕΛΙΩΔΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ Ε.Ε. ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 9ΣΤ ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ ΝΟΜΟΥ ΚΑΙ ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ 8 ΚΑΙ 9 ΤΗΣ ΟΔΗΓΙΑΣ 2013/33/ΕΕ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΙΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΟΔΟΧΗ ΤΩΝ ΑΙΤΟΥΝΤΩΝ ΔΙΕΘΝΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ

 

---------------------------------------------

 

Ν. Χαραλαμπίδου (κα), για τον Αιτητή.

Π. Χαραλάμπους (κα), για τους Καθ΄ ων η αίτηση.

Αιτητής παρών.

(Ο κ. Μαρζούκ Τζώρτζη ορκίζεται ότι θα μεταφράζει πιστά και αληθινά από τα Ελληνικά στα Αραβικά κα αντίστροφα).

 

----------------------------------------------

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

        ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.:  Με την υπό εξέταση Αίτηση επιδιώκεται να ελεγχθεί η νομιμότητα της διάρκειας κράτησης του αιτητή ώστε να διακηρυχθεί αυτή παράνομη με αποτέλεσμα την απελευθέρωση του ή την επιβολή εναλλακτικών της κράτησης μέτρων κατά την κρίση του Δικαστηρίου. 

 

        Τα γεγονότα καταγράφονται στα όσα έγγραφα  υποστηρίζουν την Αίτηση και είναι σε συμφωνία με όσα καταγράφονται και στην ένσταση της Δημοκρατίας και έχουν σε συντομία ως εξής:  Ο αιτητής, υπήκοος Συρίας, αφίχθηκε παράνομα μαζί με δύο άλλα άτομα στη Δημοκρατία στις 28.1.2019, στις δε 8.2.2019 μετέβησαν στο Οδόφραγμα Λήδρας όπου ζήτησαν πολιτικό άσυλο.  Στο κλιμάκιο ΥΑΜ Λευκωσίας που εξέτασε επί τόπου την υπόθεση ηγέρθηκαν υποψίες ότι πιθανότατα οι αλλοδαποί αυτοί να ενέχονταν σε θέματα λαθρομετανάστευσης και στις 11.2.2019, όταν μέλη του γραφείου πάταξης λαθρομετανάστευσης μετέβησαν εκ νέου στο Κέντρο προσωρινής φύλαξης των αλλοδαπών για ανάκριση σε συνεργασία με μέλη του ΤΑΕ  Μόρφου της ΚΥΠ και του Γραφείου Καταπολέμησης της Τρομοκρατίας, διαπίστωσαν ότι αυτοί έφεραν τραύματα που, κατά τον ισχυρισμό τους, είχαν προκληθεί από θραύσματα βόμβας και σφαιρών από μέλη του Συριακού στρατού.  Κατά τον έλεγχο του κινητού τηλεφώνου ενός εκ των αλλοδαπών, διαπιστώθηκε η καταχώρηση φωτογραφιών στις οποίες απεικονίζεται ο αιτητής να έχει στην κατοχή του όπλα με αποτέλεσμα, ενόψει της άρνησης τους να συγκατατεθούν στην παραλαβή των κινητών ως τεκμηρίων, να εκδοθούν εναντίον τους εντάλματα έρευνας.

 

 Ο αιτητής υπέβαλε την ίδια ημέρα, 11.2.2019, αίτηση για παροχή του καθεστώτος διεθνούς προστασίας.  Ταυτόχρονα την ίδια ημέρα εκδόθηκε εναντίον του διάταγμα κράτησης δυνάμει του άρθρου 9ΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου για λόγους εθνικής ασφάλειας. Προσφυγή που καταχώρησε ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου προσβάλλοντας το διάταγμα κράτησης στέφθηκε με επιτυχία, αλλά ο αιτητής επανασυνελήφθη αργότερα στη βάση νέου διατάγματος κράτησης για λόγους εθνικής ασφάλειας δυνάμει του άρθρου 9ΣΤ(ε) του πιο πάνω Νόμου.  Αυτό συνέβη μετά που η Υπηρεσία Ασύλου απέστειλε απόρρητη επιστολή στο Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης στη βάση της οποίας καταγράφηκε ότι υπήρχαν ισχυρές ενδείξεις ότι ο αιτητής αποτελεί άτομο επικίνδυνο για την εθνική ασφάλεια στη βάση των πληροφοριών που προέκυψαν στο πλαίσιο της συνέντευξης του αιτητή στην Υπηρεσία Ασύλου. 

 

        Το νέο διάταγμα κράτησης ημερ. 19.4.2019, προσβλήθηκε αυτή τη φορά με προσφυγή ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας, το οποίο στις 16.8.2019 την απέρριψε.  Εναντίον αυτής της απόφασης δεν ασκήθηκε έφεση.  Στο μεταξύ, η Υπηρεσία Ασύλου με απόφαση της ημερ. 2.7.2019 απέκλεισε τον αιτητή από το καθεστώς διεθνούς προστασίας και εναντίον και αυτής της απόφασης, καταχωρήθηκε άλλη προσφυγή.  Κατά την εκκρεμοδικία της νέας αυτής προσφυγής καταχωρήθηκε στις 18.11.2019, η υπό κρίση Αίτηση για Habeas Corpus.  Στις   11.12.2019 στο πλαίσιο της επανεξέτασης της κράτησης του αιτητή, το Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης ζήτησε την επαναξιολόγηση της περίπτωσης από την Υπηρεσία Αλλοδαπών και Μετανάστευσης της Αστυνομίας, η οποία αυθημερόν διαπίστωσε ότι ο  βαθμός επικινδυνότητας και απειλής για την εθνική ασφάλεια εξακολουθούσε να υφίστατο. 

 

        Ο αιτητής διατείνεται ότι η περίοδος κράτησης από τις 19.4.2019, όταν, δηλαδή, εκδόθηκε το δεύτερο ένταλμα κράτησης μέχρι και την καταχώρηση της αίτησης, είναι παράνομη διότι η κράτηση κατά παράβαση του σχετικού Νόμου δεν έχει τη μικρότερη δυνατή διάρκεια, ούτε διαρκεί για όσο διάστημα ισχύει ο λόγος κράτησης που στην προκείμενη περίπτωση είναι ασύνδετη με ουσιαστικούς λόγους εφόσον η Δημοκρατία δεν παραδίδει ουσιαστικά δεδομένα, λεπτομέρειες και γεγονότα επικαλούμενη γενικώς και αορίστως την εθνική ασφάλεια.  Η παρούσα αίτηση δεν έχει σκοπό να ελέγξει εκ νέου το νόμιμο του διατάγματος κράτησης αυτού καθ΄ αυτού, αλλά επιδιώκει να ελέγξει τη διάρκεια της κράτησης.  Η δεκάμηνη περίοδος που έχει ήδη διαρρεύσει χωρίς να είναι γνωστές στον αιτητή οι ενέργειες της Δημοκρατίας να διερευνήσουν περαιτέρω το λόγο που επικαλέσθηκαν προς προστασία της εθνικής ασφάλειας και η αποτυχία των αρχών να διασταυρώσουν και να επαληθεύσουν ουσιαστικά τα δεδομένα, καθιστούν την περίοδο παράνομη και, επομένως, είτε ο αιτητής θα πρέπει να αφεθεί ελεύθερος, είτε το Δικαστήριο θα πρέπει να καθορίσει όρους και εγγυήσεις που να διασφαλίζουν ότι ο αιτητής δεν θα πρέπει να στερείται της ελευθερίας του περαιτέρω.  Πουθενά δεν αποκαλύπτονται ή αναφέρονται οι ενέργειες της Δημοκρατίας ότι επαληθεύονται πράγματι τα εναντίον του αιτητή δεδομένα και κακώς, επομένως, ο αιτητής κρατείται ως επικίνδυνος για την εθνική ασφάλεια.

 

        Η αντίθετη θέση της Δημοκρατίας εστιάζει στο δεδομένο ότι η νομιμότητα του διατάγματος κράτησης έχει ήδη ελεγχθεί ως διοικητική πράξη που εμπίπτει στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου και εν πάση περιπτώσει η κράτηση του αιτητή είναι καθ΄ όλα νόμιμη σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Προσφύγων Νόμου και ιδιαίτερα σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 9ΣΤ(2)(ε).  Οι λόγοι εθνικής ασφάλειας που επιβάλλουν την κράτηση του αιτητή και απορρέουν από εμπιστευτικής φύσεως απόρρητα έγγραφα δεν μπορούν να ελεγχθούν στην παρούσα διαδικασία εφόσον αφορούν πρωτίστως ζητήματα που εμπίπτουν στην εκτίμηση των αρχών ασφαλείας της Δημοκρατίας.  Εν πάση περιπτώσει, η συνέχιση της κράτησης του αιτητή συνδέεται με την ολοκλήρωση όλων των διοικητικών διαδικασιών που αφορούν στο αίτημα του να τύχει διεθνούς προστασίας και της εκκρεμοδικίας που υπάρχει με τη νέα προσφυγή που έχει καταχωρηθεί εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου στη βάση της οποίας ο αιτητής αποκλείστηκε από το καθεστώς του αιτητή διεθνούς προστασίας. 

 

        Πρέπει να λεχθεί εξετάζοντας την αίτηση, ότι οι διαδικασίες  τόσο στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας, όσο και ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, έχουν καθυστερήσει κατά τον ανάλογο και αναγκαίο χρόνο που χρειαζόταν η εξέταση των ενδιαμέσων αιτήσεων του αιτητή για την αποκάλυψη όλων των αναγκαίων εγγράφων που αφορούσαν την περίπτωση του και για την οποία αποκάλυψη η Δημοκρατία έφερε ένσταση επικαλούμενη το απόρρητο των δεδομένων αυτών.  Τόσο το  Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας, όσο και το παρόν Δικαστήριο, απέρριψαν τις αιτήσεις για αποκάλυψη εγγράφων με αντίστοιχες αποφάσεις τους ημερ. 16.7.2019 κα 30.1.2020.  Σε αμφότερες τις περιπτώσεις το Δικαστήριο εξέτασε κατ΄ ιδίαν τα έγγραφα που του παρουσίασε η Δημοκρατία υπό το φως της αναγνωρισμένης αρχής ότι τα Δικαστήρια κατά την απόφαση Regner v. Τσεχίας,  υπόθεση αρ. 35289/11, ημερ. 19.9.2017, μπορούν να υπεισέλθουν στη θέση ενός αιτητή και να εξετάσουν τα ίδια τα έγγραφα και εν ανάγκη να επιτρέψουν την αποκάλυψη τους στον αιτητή, έχοντας υπόψη τη διασφάλιση, όσο είναι δυνατόν, των δικαιωμάτων του αιτούμενου την προστασία των Δικαστηρίων.  Υπό το φως και της αποφάσεως ZZ v. Secretary of State for the Home Department C-130/11, ημερ. 4.6.2013, το Δικαστήριο του κράτους μέλους θα πρέπει να σταθμίζει αφενός την ασφάλεια της επικράτειας του κράτους και αφετέρου το δικαίωμα του διαδίκου σε αποτελεσματική δικαστική προστασία.

 

        Όπως αναφέρθηκε και στην απόφαση για την αποκάλυψη εγγράφων, ημερ. 30.1.2020, η κράτηση του αιτητή δικαιολογήθηκε από τις κρατικές αρχές στη βάση του άρθρου 9ΣΤ(2)(ε) του περί Προσφύγων Νόμου αρ. 6(Ι)/2000, όπως τροποποιήθηκε, με το    άρθρο 12 του Νόμου αρ. 105(Ι)/2016, το οποίο προνοεί ότι η κράτηση αιτητή ασύλου εξ αυτής και  μόνο της ιδιότητας απαγορεύεται, αλλά ο Υπουργός Εσωτερικών δύναται να εκδίδει γραπτό διάταγμα για κράτηση αιτητή στη βάση της προδιαγραφής του εδαφίου (2)(ε), όταν αυτή η κράτηση απαιτείται για την προστασία της εθνικής ασφάλειας ή της δημόσιας τάξης.  Το εν λόγω άρθρο είναι αντίστοιχο των προνοιών της σχετικής Οδηγίας 2013/33/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και συγκεκριμένα του άρθρου 8 αυτής, με το οποίο η κράτηση αιτητή ασύλου ή αιτητή διεθνούς προστασίας επιτρέπεται για εξειδικευμένους λόγους που κατά το εδάφιο (3)(ε) συναρτώνται, μεταξύ άλλων, με την προστασία της εθνικής ασφάλειας ή της δημόσιας τάξης. 

 

        Η εξισορρόπηση του δικαιώματος ενός κράτους μέλους να προστατεύει την εθνική ασφάλεια και τη δημόσια τάξη, με τα δικαιώματα και ελευθερίες που αναγνωρίζονται στη βάση του        άρθρου 52 παρ. (1) του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εμπεριέχει την αρχή της αναλογικότητας ώστε οι τυχόν περιορισμοί με την κράτηση ατόμου ή την επιβολή άλλων περιοριστικών μέτρων, να είναι επιτρεπτοί μόνο εφόσον είναι αναγκαίοι και αναγνωρίσιμοι κατά τις αρχές της Ευρωπαϊκής Ένωσης.  Το δικαίωμα πρόσβασης στο Δικαστήριο είναι δεδομένο, όπως και το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη και αυτά τα δικαιώματα δεν μπορούν βεβαίως να αλλοτριωθούν, παρά μόνο στο βαθμό που, κατά την αξιολόγηση του υλικού που κατά τις κρατικές αρχές η κράτηση θεωρείται δικαιολογημένη, η πλήρης ή μερική αποκάλυψη του υλικού αυτού μπορεί να περιοριστεί.  Αυτό δεν σημαίνει ότι το ίδιο το Δικαστήριο δεν έχει δικαίωμα να εξετάσει το υλικό εκ μέρους ουσιαστικά του αιτητή εφόσον με τον τρόπο αυτό διασφαλίζεται ο αναγκαίος έλεγχος των αρμοδίων αρχών από τα ίδια τα εθνικά Δικαστήρια.  Τα πιο πάνω αναφέρονται στο σύγγραμμα των Jacobs, White & Ovey: The European Convention of Human Rights, 5η έκδ. σελ. 236 κ.ε., έχοντας υπόψη ότι η δυνατότητα ελέγχου των δεδομένων της κράτησης κάτω από το άρθρο 5(4) της Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων είναι στην ουσία το Habeas Corpus εργαλείο που δύναται να χρησιμοποιήσει ένας κρατούμενος για τον έλεγχο της νομιμότητας. 

        Υπό το φως των πιο πάνω, πρέπει να υπομνησθούν και οι αρχές του προνομιακού εντάλματος τύπου Habeas Corpus, το οποίο ελέγχει τη νομιμότητα μιας κράτησης και από απόψεως της νομιμότητας της κράτησης αυτής καθ΄ αυτής, αλλά και της διάρκειας της.  Το Habeas Corpus είναι δραστικό μέτρο και εκδίδεται δικαιωματικά όποτε διαπιστώνεται ότι η κράτηση δεν έχει βασιστεί σε ορθά νομοθετικά πλαίσια, ούτε υποστηρίζεται από ορθά γεγονότα.  Το αίτημα για τη χορήγηση αυτού του προνομιακού εντάλματος εξετάζεται ανάλογα με το  νομοθετικό υπόβαθρο που χρησιμοποίησαν οι κρατικές αρχές για την κράτηση.  Κατά τη συνήθη πορεία των αιτητών ασύλου, σημασία έχουν οι πρόνοιες του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου Κεφ. 105, στον οποίο ενσωματώθηκαν και οι πρόνοιες της Οδηγίας 2008/115/ΕΚ, έχοντας υπόψη ότι η διάρκεια της κράτησης ελέγχεται συστηματικά ανά δίμηνο αυτεπαγγέλτως από τον Υπουργό Εσωτερικών, και εν πάση περιπτώσει μετά από αίτηση του κρατούμενου.  Το ανώτατο όριο κράτησης είναι έξι μήνες με δυνατότητα παράτασης εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις του Νόμου. 

 

        Η παρούσα περίπτωση δεν αφορά όμως τον περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμο, αλλά τον περί Προσφύγων Νόμο, ο οποίος, ως ορθά υπέδειξε η συνήγορος του αιτητή, δεν προβλέπει διαδικασία αναθεώρησης σε τακτά χρονικά διαστήματα παρά  μόνο καθορίζει ότι η κράτηση πρέπει να έχει  τη μικρότερη δυνατή διάρκεια και  μόνο για την περίοδο που ισχύουν οι λόγοι κράτησης που  προβλέπονται   στο  εδάφιο  (2)  του άρθρου  9ΣΤ του Νόμου   αρ. 6(Ι)/2000.  Κατά το εδάφιο (6)(α), το διάταγμα κράτησης που εκδίδεται δυνάμει του άρθρου 9ΣΤ υπόκειται σε προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος, προσφυγή που εδώ ασκήθηκε με ανεπιτυχή κατάληξη όπως αναφέρθηκε στην αρχή του παρόντος σκεπτικού.  Η Δημοκρατία εισηγείται, επομένως, ότι η παρούσα αίτηση είναι καταχρηστική εφόσον ήδη η νομιμότητα του εκδοθέντος διατάγματος κράτησης έχει κριθεί από το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας και δεν έχει ασκηθεί επί της απόφασης αυτής έφεση.

 

  Όμως εκείνο το οποίο ελέγχεται εδώ είναι η διάρκεια της κράτησης και δεν θα ήταν ορθό να αφεθεί ο αιτητής χωρίς το δικαίωμα να αποταθεί στο Δικαστήριο για την εξασφάλιση του προνομιακού εντάλματος Habeas Corpus εάν η κράτηση παρατείνεται  χωρίς  να παρέχεται η δυνατότητα ουσιαστικού ελέγχου.  Άλλωστε, με το εδάφιο 7(α)(i) του Νόμου, ρητά ορίζεται ότι «η  διάρκεια  κράτησης βάσει του παρόντος άρθρου (δηλαδή του άρθρου 9ΣΤ),  υπόκειται σε αίτηση για την έκδοση εντάλματος habeas corpus δυνάμει του Άρθρου 155.4 του Συντάγματος, σύμφωνα με τις διατάξεις του εν λόγω Άρθρου.».  Το εδάφιο (7) μάλιστα προνοεί πέραν των πιο πάνω, και δικαίωμα καταχώρησης πέραν της μιας αιτήσεως Habeas Corpus όταν η κράτηση είναι «παρατεταμένης διάρκειας» ή προκύπτουν σχετικές περιστάσεις ή όταν νέα στοιχεία καθίστανται διαθέσιμα που ενδεχόμενα επηρεάζουν τη νομιμότητα της κράτησης.  Προβλέπεται δε με την  υποπαράγραφο 7(β)(i) ταχεία εκδίκαση εντός τριών εβδομάδων εκτός εάν συντρέχουν λόγοι ανωτέρας βίας.  Είναι γι΄ αυτό το λόγο που καταγράφηκε προηγουμένως η καθυστέρηση που σημειώθηκε στην παρούσα διαδικασία με την υποβολή της αίτησης για αποκάλυψη εγγράφων.

 

        Επομένως, το θέμα της παρούσας αιτήσεως στην ουσία εξαντλείται στο εύλογο της περιόδου κράτησης.  Το εύλογο του χρόνου συμπλέκεται  κατ΄ ανάγκη με το όλο φάσμα των ενεργειών του αιτητή.  Ο αιτητής έχει αποταθεί στην Υπηρεσία Ασύλου για να του αναγνωριστεί το καθεστώς της διεθνούς προστασίας και έχοντας λάβει αρνητική απάντηση έχει προσφύγει, ως είναι δικαίωμα του, στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας.  Η προσφυγή αυτή εκκρεμεί.  Οι αρχές της Δημοκρατίας δεν μπορούν να προβούν σε ουσιαστικά μέτρα, για παράδειγμα, απέλασης του αιτητή μέχρις ότου τελειώσει η εκκρεμοδικία της προσφυγής η οποία έχει καταχωρηθεί και, εάν βεβαίως η προσφυγή αποτύχει, θα πρέπει να αναμένεται και η έκβαση της έφεσης σε περίπτωση που αυτή καταχωρηθεί.  Συνεπώς ο αιτητής παραμένει στη Δημοκρατία ως αιτητής ασύλου εν αναμονή των σχετικών αποφάσεων των Δικαστηρίων.  Αναμφίβολα ο αιτητής δεν  κρατείται διότι είναι αιτητής ασύλου ή διεθνούς προστασίας διότι αυτό θα απαγορευόταν από το άρθρο 9ΣΤ(1) του Νόμου αρ. 6(Ι)/2000.  Κρατείται όμως δυνάμει άλλων δεδομένων, αυτό της εθνικής ασφάλειας ή της δημόσιας τάξης, η κράτηση δε του έχει ήδη ελεγχθεί τελεσίδικα εφόσον το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας απέρριψε την προσφυγή εναντίον του δεύτερου εντάλματος κράτησης χωρίς να ασκηθεί επί αυτής της απόφασης, έφεση.

 

        Το ερώτημα, επομένως, που προκύπτει και χρήζει απάντησης είναι κατά πόσο ο αιτητής ο οποίος κρατείται νόμιμα δυνάμει σχετικού εντάλματος κράτησης ενώ ταυτόχρονα είναι και αιτητής διεθνούς προστασίας, δικαιούται να αφεθεί στο μεσοδιάστημα ελεύθερος λόγω του δεκαμήνου που έχει ήδη διαρρεύσει από την ημερομηνία της έκδοσης του δεύτερου εντάλματος κράτησης. Οι λόγοι της κράτησης του έχουν διαπιστωθεί να ισχύουν μετά και από την επαλήθευση των λόγων κράτησης του, οι οποίοι λόγοι παρουσιάζονται ακόμη να είναι ισχυροί υπό το φως των όσων προέκυψαν από τη μελέτη των εγγράφων που η Δημοκρατία έδωσε στο Δικαστήριο κατά τη διάρκεια της εξέτασης της αιτήσεως για αποκάλυψη εγγράφων.  Το βάρος απόδειξης γι΄ αυτό βεβαίως και ανήκει στη Δημοκρατία, η οποία το έχει όμως αποσείσει εφόσον ο αιτητής θεωρείται επικίνδυνος για τη δημόσια ασφάλεια και τάξη.  Η επαλήθευση των λόγων κράτησης δεν εμπίπτει στην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου να κριθεί εφόσον σχετίζεται με ζητήματα εθνικής ασφάλειας, ούτε και αφορά το Δικαστήριο κατά πόσο θα του προσαφθούν κατηγορίες ποινικής φύσεως διότι δεν είναι αυτός ο λόγος που εξακολουθεί να κρατείται. 

 

        Στην προκείμενη περίπτωση δεν μπορεί να λεχθεί ότι η συνεχιζόμενη κράτηση για λόγους εθνικής ασφάλειας δεν εξυπηρετεί συγκεκριμένο σκοπό διότι, όπως λέχθηκε στην υπόθεση A and Others v. United Kingdom, Αίτηση αρ. 3455/05, ημερ. 15.2.2009, στην οποία αναφέρθηκε η συνήγορος του αιτητή, το παράνομο της κράτησης από διάρκειας χρόνου συναρτάται μόνο για όσο διάστημα οι διαδικασίες για απέλαση εξακολουθούν να υφίστανται.  Εάν αυτές οι διαδικασίες δεν προχωρούν με ανάλογη σπουδή από πλευράς των αρμοδίων αρχών, τότε η κράτηση σταματά να είναι επιτρεπτή.  Όμως, εδώ, ακόμη δεν έχει αρχίσει οποιαδήποτε διαδικασία ενδεχόμενης απέλασης εφόσον η αίτηση του για διεθνή προστασία βρίσκεται ακόμη ενώπιον του Δικαστηρίου για απόφαση.  Επομένως, ο συγκεκριμένος σκοπός της κράτησης για λόγους εθνικής ασφάλειας εξακολουθεί να ισχύει για το διάστημα για το οποίο η αίτηση του για διεθνή προστασία εκκρεμοδικεί. 

 

        Ούτε ισχύει εν προκειμένω η άλλη υπόθεση που έχει αναφερθεί, η Al-Jedda v. The United Kingdom, Αίτηση αρ. 27021/08,             ημερ. 7.7.2008, η οποία αφορούσε κράτηση σε στρατιωτική βάση για διάστημα πέραν των τριών χρόνων χωρίς να είχαν απευθυνθεί οποιεσδήποτε ποινικές κατηγορίες εναντίον του συγκεκριμένου ατόμου.  Όπως έχει ήδη λεχθεί, η ανάγκη για πρόσαψη οποιωνδήποτε ποινικών κατηγοριών δεν είναι τώρα το ζητούμενο και ούτε η τυχόν απαγγελία ποινικών κατηγοριών θα επέτρεπε στον αιτητή να αφεθεί ελεύθερος.  Η κράτηση δεν είναι αυτοσκοπός, αλλά συνδέεται με την ιδιότητα του αιτητή ως ατόμου που αιτείται διεθνή προστασία και στη βάση του αιτήματος αυτού δεν μπορεί να απελαθεί μέχρι την ολοκλήρωση των διαδικασιών. 

 

        Όπως έχει ήδη αναφερθεί, ο έλεγχος της διάρκειας της κράτησης σχετίζεται με τα ουσιαστικά και πραγματικά γεγονότα ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου και δεν μπορεί να είναι απομονωμένος από τη διαδικασία που ο ίδιος ο αιτητής ακολουθεί όσον αφορά την αναθεώρηση της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία ήδη απέρριψε το αίτημα του για διεθνή προστασία, (δέστε τις υποθέσεις Boateng (Αρ. 1) (2014) 1 Α.Α.Δ. 1846, ECLI:CY:AD:2014:D589 και Khoshorauli, Πολ. Αίτηση αρ. 1/2019, ημερ. 24.1.2019)

 

        Ούτε μπορούν υπο τα δεδομένα να τεθούν εναλλακτικοί τρόποι κράτησης ή όροι για απελευθέρωση του δεδομένου του λόγου που κρατείται και ήδη προς τούτο το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας εξέτασε τη δυνατότητα καθορισμού εναλλακτικών μέτρων αντί της κράτησης κατά το άρθρο 9ΣΤ(3) του Νόμου, πλην όμως, οποιαδήποτε άλλα μέτρα δεν θα μπορούσαν να ικανοποιήσουν τον επιδιωκόμενο σκοπό της κράτησης που είναι η ασφάλεια του κράτους.  Υιοθετείται αυτή η προσέγγιση και από το παρόν Δικαστήριο και περαιτέρω επαναλαμβάνεται ότι ούτε αυτή η πτυχή της απόφασης του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας εφεσιβλήθηκε. 

 

        Παραπονείται επίσης ο αιτητής ότι κρατείται στον ίδιο χώρο όπως άλλοι αλλοδαποί που υπόκεινται σε διαδικασία απέλασης αντί σε ειδικά διαμορφωμένο χώρο.  Δεν είναι όμως αντιληπτό γιατί αυτή η κράτηση στον ίδιο χώρο επηρεάζει με οποιοδήποτε τρόπο την όλη υπόθεση ή θα δικαιολογούσε την απελευθέρωση του υπό όρους στην απουσία οποιωνδήποτε δεδομένων για οποιαδήποτε συμπεριφορά ή μεταχείριση που εκφεύγει του ανθρωπιστικού πλαισίου. 

 

        Εν κατακλείδι, η περίοδος των δέκα μηνών, υπό το φως όλων των ανωτέρω γεγονότων, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως υπερβολική ώστε να επιτύχει η παρούσα αίτηση.  Όπως λέχθηκε και στην ενδιάμεση απόφαση αυτού του Δικαστηρίου για την αποκάλυψη εγγράφων οι αρμόδιες αρχές οφείλουν να αποφασίσουν επί του πρακτέου και της περαιτέρω πορείας του αιτητή.  Αυτό όμως δεν μπορεί να γίνει μέχρις ότου τελεσιδικήσουν οι εκκρεμούσες δικαστικές διαδικασίες τις οποίες ο ίδιος ο αιτητής έχει θέσει σε κίνηση.  Ο χρόνος είναι πάντοτε συνυφασμένος με τους λόγους που τυχόν δημιουργούν καθυστέρηση και η κρίση υπέρβασης του εύλογου χρόνου είναι ζήτημα πραγματικό, (Khlaief v. Δημοκρατίας (2003) 1 Α.Α.Δ. 1402).

 

        Η αίτηση απορρίπτεται.  Δεν εκδίδεται διαταγή για έξοδα.

 

        Τα έξοδα του μεταφραστή να καλυφθούν από τη Δημοκρατία.

 

 

 

 

 

 

 

                                            Στ. Ναθαναήλ,

                                                          Δ.

 

 

 

 

/ΕΘ                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο