ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2020:D57
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΙΤΗΣΗ ΑΡ. 178/2019
12 Φεβρουαρίου, 2020
[Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ 33 ΤΟΥ 1964 ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 10 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΕΚΔΟΣΕΩΣ ΦΥΓΟΔΙΚΟΥ ΝΟΜΟΥ ΑΡ. 97/1970.
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ 2018.
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ TOY xxxx SERGUEYEVICH ΑΠΟ ΡΩΣΙΑ ΚΑΤΟΧΟΣ ΡΩΣΙΚΟΥ ΔΙΑΒΑΤΗΡΙΟΥ ΥΠ' ΑΡ. xxxxx ΚΑΙ ΤΩΡΑ ΚΡΑΤΟΥΜΕΝΟΣ ΣΤΙΣ ΚΕΝΤΡΙΚΕΣ ΦΥΛΑΚΕΣ ΣΤΗΝ ΛΕΥΚΩΣΙΑ, ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ HABEAS CORPUS.
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ Ν. 97/1970 (ΠΕΡΙ ΕΚΔΟΣΕΩΣ ΦΥΓΟΔΙΚΩΝ ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ 1970) ΑΡΘΡΑ 9 ΚΑΙ 10 ΚΑΙ ΜΕ ΤΟΝ Ν. 95/1970 (ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΕΚΔΟΣΕΩΣ ΦΥΓΟΔΙΚΩΝ (ΚΥΡΩΤΙΚΟΣ) ΝΟΜΟΣ TOY 1970).
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΣΥΜΒΑΣΗ ΜΕΤΑΞΥ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΣΣΔ ΓΙΑ ΠΑΡΟΧΗ ΝΟΜΙΚΗΣ ΣΥΝΔΡΟΜΗΣ ΚΥΡΩΤΙΚΟΣ ΝΟΜΟΣ ΑΡ. 172/1986.
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΠΑΦΟΥ ΗΜΕΡ. 30/09/2019 ΣΤΗ ΑΙΤΗΣΗ ΕΚΔΟΣΗΣ ΦΥΓΟΔΙΚΟΥ ΥΠ' ΑΡ. 3/2018, ΜΕ ΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΔΙΑΤΑΧΘΗΚΕ Η ΠΡΟΦΥΛΑΚΙΣΗ ΤΟΥ ΑΙΤΗΤΗ ΜΕΧΡΙ ΤΗΝ ΟΛΟΚΛΗΡΩΣΗ ΤΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ ΤΟΥ ΣΤΙΣ ΡΩΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ.
Αλ. Αλεξάνδρου, για τον Αιτητή
Μ. Σπηλιωτοπούλου (κα), για τη Δημοκρατία
Αιτητής παρών
..........
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.: Κατόπιν ακροαματικής διαδικασίας, στις 30.9.2019, το Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου εξέδωσε εναντίον του xxxx Sergueyevich (στο εξής ο Αιτητής) διάταγμα κράτησης μέχρι την ολοκλήρωση της έκδοσης του στη Ρωσική Ομοσπονδία προκειμένου να δικαστεί για εγκλήματα που φέρεται να διέπραξε κατά την περίοδο 15.12.2009-7.2.2011 ως επικεφαλής οργανωμένης εγκληματικής ομάδας σε βάρος πολιτών της εν λόγω χώρας.
Μερικές ημέρες μετά την έκδοση του προαναφερθέντος διατάγματος, στις 10.10.2019, ο Αιτητής κατέθεσε ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου αίτηση για έκδοση Habeas Corpus δυνάμει του άρθρου 10 του περί Εκδόσεως Φυγοδίκων Νόμου του 1970 (Ν.97/1970 όπως τροποποιήθηκε, στο εξής ο Νόμος), διατυπώνοντας τη θέση ότι το διάταγμα κράτησης του ημερ. 30.9.2019 πάσχει νομικά, εκδόθηκε από αναρμόδιο Δικαστήριο και είναι εσφαλμένο και/ή άκυρο και ως εκ τούτου θα πρέπει να ακυρωθεί καθότι:-
1. Εκδόθηκε από Επαρχιακό Δικαστή ο οποίος κατά τον ουσιώδη χρόνο ασκούσε ποινική δικαιοδοσία, ενώ η διαδικασία έκδοσης φυγοδίκου είναι πολιτικής φύσεως.
2. Ο Δικαστής που εκδίκασε την αίτηση έκδοσης είχε επιληφθεί προηγουμένως αίτηση για κράτηση του Αιτητή και συνεπώς θα έπρεπε να εξαιρεθεί της διαδικασίας λόγω του ότι και οι δύο αιτήσεις είχαν το ίδιο αντικείμενο.
3. Η κρίση του κατώτερου Δικαστηρίου ότι ο Αιτητής με την έκδοσή του στις αρχές της Ρωσικής Ομοσπονδίας δεν κινδύνευε να παραβιαστούν τα ανθρώπινα δικαιώματα του, να τύχει ταπείνωσης, εξευτελισμού, βασανιστηρίων και ότι θα τύγχανε δίκαιης δίκης, είναι εσφαλμένη και/ή αυθαίρετη.
Προβάλλεται συναφώς ότι εναντίον του αιτητή είχε καταχωριστεί αρχικά η υπ΄ αρ. 1/2017 αίτηση για έκδοση του στη Ρωσία, αλλά στις 13.2.2018 Τριτοβάθμιο Δικαστήριο της Ρωσικής Ομοσπονδίας ακύρωσε το (ρωσικό) ένταλμα σύλληψης βάσει του οποίου διεξαγόταν ενώπιον του κατώτερου Δικαστηρίου η διαδικασία έκδοσης. Το γεγονός αυτό, προβάλλεται, γνωστοποιήθηκε άμεσα στο κατώτερο Δικαστήριο το οποίο αντί να δώσει τέλος στην ενώπιον του διαδικασία, την ανάβαλλε κατ΄ επανάληψη μέχρι τις 16.4.2018 με σκοπό τη διερεύνηση της εγκυρότητας της προαναφερθείσας απόφασης ημερ. 13.2.2018. Τελικά δε, οι ρωσικές αρχές εξασφάλισαν, στις 26.2.2018, νέο ένταλμα σύλληψης εναντίον του αιτητή και αφού απέστειλαν νέα έγγραφα στον Υπουργό Δικαιοσύνης της Κυπριακής Δημοκρατίας, στις 2.4.2018, η αίτηση 1/2017 αποσύρθηκε στις 16.4.2018 και ταυτόχρονα καταχωρίστηκε η επίδικη αίτηση στη βάση της οποίας συνεχίστηκε και η κράτηση του αιτητή που είχε διαταχθεί στην πρώτη αίτηση.
Οι ρωσικές αρχές, προβάλλεται, δεν ενημέρωσαν τις κυπριακές αρχές για την προαναφερθείσα απόφαση του Τριτοβάθμιου Ρωσικού Δικαστηρίου ημερ. 13.2.2018, κι αυτό για να κρατηθεί «.ζωντανή μια διαδικασία εις βάρος της ελευθερίας του αιτητή, με μόνο σκοπό να τροχοδρομηθεί η νέα διαδικασία και επανασύλληψη του αιτητή καταπατώντας με τον τρόπο αυτό βάναυσα τα ανθρώπινα δικαιώματα του αιτητή και δη το δικαίωμα της ελευθερίας, για δύο και πλέον μήνες». Στη βάση αυτή, καταλογίζεται στο κατώτερο Δικαστήριο ότι εσφαλμένα προσέγγισε το υπό αναφορά ζήτημα, όπως εσφαλμένα αποφάνθηκε ότι «.τα πιο πάνω δεν καταδεικνύουν ότι ο καθ΄ ου η αίτηση δεν θα τύχει δίκαιης δίκης στη Ρωσία σε περίπτωση που εκδοθεί στη χώρα αυτή. Ούτε σημαίνει ότι θα παραβιαστούν τα ανθρώπινα δικαιώματά του».
4. Εσφαλμένα το κατώτερο Δικαστήριο (α) έκρινε ότι τα τεθέντα ενώπιον του στοιχεία ήταν ικανοποιητικά για έκδοση του στη Ρωσική Ομοσπονδία, (β) δεν έκανε αποδεκτή τη μαρτυρία των μαρτύρων του αιτητή, (γ) απέρριψε την εκδοχή του αιτητή ότι οι ρωσικές αρχές επιδιώκουν την έκδοση του για καθαρά αλλότριους σκοπούς, (δ) κατέληξε πως δεν υπήρξε κατάχρηση διαδικασίας ενόψει της απόσυρσης της πρώτης αίτησης (της υπ΄ αρ. 1/2017) και της καταχώρισης δεύτερης - της επίδικης - για τα ίδια θέματα και (ε) κατέληξε σε μια σειρά από ευρήματα, τα οποία αφενός είναι αυθαίρετα και αφετέρου δεν υποστηρίζονται από την ενώπιον του μαρτυρία.
Η αίτηση προσέκρουσε σε ένσταση των καθ΄ ων η αίτηση, η οποία - όπως και η αίτηση - υποστηρίζεται από ένορκη δήλωση. Ό,τι όμως βασικά προβάλλεται είναι ότι η κράτηση του αιτητή μέχρι την ολοκλήρωση της διαδικασίας έκδοσης του είναι καθόλα νόμιμη και απόρροια του διατάγματος του κατώτερου Δικαστηρίου για έκδοση του στη Ρωσική Ομοσπονδία. Κι αυτό στη βάση της ενώπιον του προσαχθείσας γραπτής και προφορικής μαρτυρίας. Επισημάνθηκε επί του προκειμένου ότι η δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου σε αιτήσεις Habeas Corpus είναι περιορισμένη εφόσον δεν μπορεί να αναθεωρήσει τα ευρήματα του κατώτερου Δικαστηρίου, ούτε να επέμβει στην άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας. Επιπρόσθετα γίνεται επίκληση προνοιών του άρθρου 10(3) του Νόμου, στη βάση των οποίων - όπως είναι η θέση των καθ΄ ων η αίτηση - δεν παρέχεται η δυνατότητα αποφυλάκισης του αιτητή, με όσα αυτός διατείνεται προς ικανοποίηση του αιτήματός του.
Κατά την επ΄ ακροατηρίω συζήτηση της υπόθεσης οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των διαδίκων προώθησαν τις θέσεις τους - υπέρ ή εναντίον της αποδοχής της αίτησης - και δια ζώσης. Kατ΄ αυτή, το Δικαστήριο, έχοντας υπόψιν τις πρόνοιες του άρθρου 10(3)[1] του Νόμου, έθεσε στον ευπαίδευτο συνήγορο του αιτητή το ερώτημα κατά πόσο επιμένει σε όλους τους λόγους που εγείρονται στην αίτηση. Η απάντηση του ήταν ότι επιμένει και επί του προκειμένου επιχειρηματολόγησε υπέρ της βασιμότητας όλων των λόγων που εγείρονται στην αίτηση.
Έχω εξετάσει με προσοχή ό,τι τέθηκε ενώπιον μου και θεωρώ, καταρχάς, ότι τόσο ο πρώτος όσο και ο δεύτερος λόγος (ανωτέρω) έκδηλα δεν ευσταθούν. Σύμφωνα με τα άρθρα 21 και 23 του περί Δικαστηρίων Νόμων του 1960 (Ν.14/1960 όπως τροποποιήθηκε), η πολιτική και ποινική δικαιοδοσία ασκείται από Επαρχιακά Δικαστήρια. Δικαιοδοσία η οποία βεβαίως ασκείται από Επαρχιακούς Δικαστές, ο διακανονισμός και η κατανομή των καθηκόντων των οποίων καθορίζεται από τον Πρόεδρο του Επαρχιακού Δικαστηρίου όπου υπηρετούν, τηρουμένων οιωνδήποτε οδηγιών του Ανωτάτου Δικαστηρίου (άρθρο 28). Κατ΄ ακολουθία τούτου, ο τρόπος άσκησης εκατέρας ή και των δύο δικαιοδοσιών από Επαρχιακούς Δικαστές καθορίζεται από τον Πρόεδρο Επαρχιακού Δικαστηρίου ο οποίος, ανάλογα με τις ανάγκες του Δικαστηρίου του οποίου προεδρεύει, ρυθμίζει και το πρόγραμμα εργασίας του Δικαστηρίου του το οποίο εγκρίνεται από το Ανώτατο Δικαστήριο. Επομένως το εγερθέν ζήτημα, ως εσωτερικό θέμα κατανομής των καθηκόντων στους Επαρχιακούς Δικαστές, δεν μπορεί να αποτελέσει λόγο για θεμελίωση επιχειρήματος ότι ένας Επαρχιακός Δικαστής δεν μπορεί, ενδεχομένως, να ασκεί ταυτόχρονα και τις δύο δικαιοδοσίες. Σ΄ ό,τι δε αφορά το δεύτερο ζήτημα - ότι δηλαδή ο ίδιος Δικαστής που εκδίκασε την αίτηση έκδοσης είχε επιληφθεί προηγουμένως και αίτηση για κράτηση του αιτητή και ως εκ τούτου θα έπρεπε να εξαιρεθεί της διαδικασίας - θεωρώ ότι τα δύο ζητήματα είναι ανεξάρτητα μεταξύ τους και ζήτημα εξαίρεσης δεν μπορούσε να εγερθεί ούτε και εγέρθηκε.
Κατ΄ ακολουθία των πιο πάνω οι πρώτοι δύο λόγοι επί των οποίων βασίζεται η αίτηση στερούνται ερείσματος και απορρίπτονται. Σ΄ ό,τι δε αφορά τους επόμενους λόγους για τους οποίους ζητείται η αποφυλάκιση του αιτητή, τονίζεται για πολλοστή φορά ότι σύμφωνα με τις ρητές πρόνοιες του εδαφίου 3 του άρθρου 10 του Νόμου η αποφυλάκιση του υπό έκδοση προσώπου είναι δυνατή (α) λόγω της ασημάντου φύσεως του αδικήματος για το οποίο διώκεται, (β) λόγω της παρόδου μακρού χρόνου από τη διάπραξη του αδικήματος και (γ) η κατ΄ αυτού κατηγορία δεν έγινε καλή τη πίστει ή εν τω συμφέρον της δικαιοσύνης και η απόδοση του, λαμβανομένων υπόψιν όλων των περιστατικών που συνθέτουν την περίπτωσή του, θα συνιστούσε άδικο ή καταπιεστικό μέτρο. Κατ΄ ακολουθία δε των σαφών προνοιών του εν λόγω άρθρου, ο ρόλος του Ανωτάτου Δικαστηρίου σε αιτήσεις της εξεταζόμενης φύσεως είναι περιορισμένος. Δηλαδή, περιορίζεται να εξετάσει κατά πόσο ευσταθεί ή όχι οποιοσδήποτε από τους προαναφερθέντες τρεις λόγους. Και αυτό εφαρμόζοντας τις επί τούτου καθιερωμένες από τη νομολογία αρχές, σύμφωνα με τις οποίες το Ανώτατο Δικαστήριο δεν μπορεί να αναθεωρήσει τα ευρήματα του Δικαστηρίου που αποφάσισε την έκδοση αλλά περιορίζεται στην εξέταση κατά πόσο υπήρχε ικανοποιητική μαρτυρία που να δικαιολογούσε την έκδοση και κατά πόσο το Επαρχιακό Δικαστήριο ενήργησε εντός του δικαιοδοτικού του πλαισίου (βλ. Μελάς (Αρ.3) (1998) 1 Α.Α.Δ. 1199, Ηachen v. Διευθυντή Κεντρικών Φυλακών (1992) 1 Α.Α.Δ. 191, Κatcho (2004) 1 A.A.Δ. 793 και σύγγραμμα του Π. Αρτέμη «Προνομιακά Εντάλματα» παρ. 3.18 και 3.19).
Στην υπό κρίση περίπτωση δεν μπορεί να γίνει λόγος ότι η μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του κατώτερου Δικαστηρίου δεν δικαιολογούσε την έκδοση διατάγματος για έκδοση του αιτητή στη Ρωσική Ομοσπονδία. Ούτε μπορεί να γίνει λόγος ότι τα εγκλήματα για τα οποία διώκεται ο αιτητής είναι ασήμαντα. Αντίθετα του αποδίδονται πολύ σοβαρά αδικήματα, τα οποία σύμφωνα με τον Ποινικό Κώδικα της Ρωσικής Ομοσπονδίας συνιστούν κακουργήματα και τιμωρούνται με πολύχρονες ποινές φυλάκισης. Επομένως ο πρώτος λόγος βάσει του οποίου θα μπορούσε δυνάμει του άρθρου 10(3) του Νόμου να διαταχθεί η αποφυλάκιση του αιτητή, δεν ικανοποιείται.
Ο δεύτερος λόγος αφορά το χρόνο που διέρρευσε από την (κατ΄ ισχυρισμό) τέλεση των εγκλημάτων μέχρι σήμερα που είναι εννέα (9) έτη. Πρόκειται για μεγάλο χρονικό διάστημα, αλλά δεν μπορεί να παραγνωριστεί το γεγονός ότι σύμφωνα με τα ευρήματα του κατώτερου Δικαστηρίου ο αιτητής εγκατέλειψε τη Ρωσική Ομοσπονδία το Νοέμβριο (όπως είναι παραδεκτό) του 2011 ενώ γνώριζε ότι εναντίον του είχε τροχοδρομηθεί διαδικασία ποινικής δίωξης. To στοιχείο αυτό εκθεμελιώνει κατά την άποψή μου τον υπό συζήτηση λόγο και επί τούτου θεωρώ ότι εφαρμόζονται οι επισημάνσεις που έγιναν στην Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Mrukwa (2014) 1 , ECLI:CY:AD:2014:A160A.A.Δ. 495, από την οποία και το απόσπασμα που ακολουθεί:-
«(β) ένας εκζητούμενος εμποδίζεται να επικαλείται καθυστέρηση στην υποβολή αιτήματος για παράδοση του, όταν ενώ γνωρίζει πως του επιβλήθηκε ποινή την οποία θα καλείτο να εκτίσει, ή ενώ γνώριζε πως υπάρχει εναντίον του ποινική δίωξη, τρέπεται σε φυγή από τη δικαιοδοσία, της αιτήτριας χώρας, (γ) η καθυστέρηση και η εξ αυτής μεταβολή των προσωπικών συνθηκών ενός εκζητούμενου αφ εαυτών δεν είναι αρκετό να δικαιολογήσουν άδικη και καταπιεστική μεταχείριση, (δ) το Δικαστήριο έχει την ευθύνη να σταθμίσει τα δικαιώματα εκζητούμενου όπως διασφαλίζονται από το Άρθρο 8 της ΕΣΔΑ, σε συνάρτηση με το δημόσιο συμφέρον που επιβάλλει ότι κάθε παραβάτης πρέπει να οδηγείται ενώπιον της δικαιοσύνης και (ε) τα Δικαστήρια της χώρας έκδοσης οφείλουν να επιδεικνύουν σεβασμό στις υποχρεώσεις της χώρας τους έναντι της αιτήτριας χώρας και να συνεκτιμούν και την ανάγκη αποτροπής άλλων επίδοξων φυγοδίκων από το να βρουν καταφύγιο στην χώρα τους».
Κατ΄ ακολουθία των πιο πάνω, ούτε ο δεύτερος λόγος του άρθρου 10(3) του Νόμου ικανοποιείται.
Τέλος, σ΄ ό,τι αφορά τον τρίτο λόγο, είναι αρκετό να επισημανθεί ότι το κατώτερο Δικαστήριο απέρριψε τη θέση του αιτητή ότι η έκδοση του απέβλεπε στην εξυπηρέτηση αλλότριου σκοπού και η κατ΄ αυτού κατηγορία δεν έγινε καλή τη πίστει, καταλήγοντας σε εύρημα ότι η απόδοση του στην αιτήτρια χώρα δεν θα συνιστούσε άδικο ή καταπιεστικό μέτρο. Εύρημα το οποίο δεν μπορεί να αναθεωρηθεί στο πλαίσιο διαδικασίας για Habeas Corpus. Εν κατακλείδι, εξετάζοντας το σύνολο της επιχειρηματολογίας του δικηγόρου του αιτητή, αποτελεί διαπίστωσή μου ότι αυτό που επιδιώκεται είναι η προσβολή της ορθότητας της πρωτόδικης απόφασης και όχι η νομιμότητα της, ζήτημα που μόνο με έφεση θα μπορούσε να γίνει.
Στη βάση των πιο πάνω είναι τελική κατάληξή μου ότι, δεν έχει τεθεί ενώπιον μου οτιδήποτε το οποίο θα μπορούσε να θεμελιώσει τη θέση ότι οι κατηγορίες που καταλογίζονται στον αιτητή από τις ρωσικές αρχές δεν είναι προϊόν καλής πίστης ή ότι αντιστρατεύονται τα συμφέροντα της δικαιοσύνης και ότι η απόδοση του στην αιτήτρια χώρα θα αποτελούσε άδικο ή καταπιεστικό μέτρο, κατάληξη που προδιαγράφει και την τύχη της αίτησης.
Για όλα τα πιο πάνω η αίτηση για Habeas Corpus απορρίπτεται και ενόψει της φύσεως της διαδικασίας δεν εκδίδεται οποιαδήποτε διαταγή για έξοδα.
Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.
[1] 10.(3) Τo Αvώτατov Δικαστήριov, επιλαμβαvόμεvov της τoιαύτης αιτήσεως, δύvαται, μη επηρεαζoμέvης oιασδήπoτε ετέρας δικαιoδoσίας αυτoύ, vα διατάξη τηv απoφυλάκισιv τoυ υπό έκδoσιv πρoσώπoυ, εφ' όσov ήθελε κρίvει ότι-
(α) λόγω της ασημάvτoυ φύσεως τoυ αδικήματoς, δι' o διώκεται ή κατεδικάσθη· ή
(β) λόγω της παρόδoυ μακρoύ χρόvoυ, αφ' oυ εγέvετo η διάπραξις τoυ αδικήματoς, ή, αvαλόγως της περιπτώσεως, αφ' oυ καταζητείται πρoς έκτισιv πoιvής μετά καταδίκηv αυτoύ· ή
(γ) λόγω τoυ ότι η κατ' αυτoύ κατηγoρία δεv εγέvετo καλή τη πίστει ή εv τω συμφέρovτι της δικαιoσύvης,
η απόδoσις αυτoύ θα απoτελεί, λαμβαvoμέvωv υπ' όψιv απασώv τωv περιστάσεωv, άδικov ή καταπιεστικόv μέτρov.