ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2020:A56
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 133/2019)
12 Φεβρουαρίου 2020
[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΠΑΝΑΓΗ, ΓΙΑΣΕΜΗ,
ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/στές]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΤΟΥ 2018
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ xxx ΠΕΤΡΙΔΟΥ ΑΠΟ ΤΗ ΛΕΥΚΩΣΙΑ ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΕΩΣ ΑΙΤΗΣΕΩΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ CERTIORARI ΚΑΙ PROHIBITION
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΠΑΡΑΒΙΑΣΗ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 30 ΤΟΥ ΚΥΠΡΙΑΚΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ, ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 6.1 ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΤΗΣ ΔΙΑΤΑΞΗΣ Δ.30 Θ. (1), (2), (3) & (4) ΤΩΝ ΘΕΣΜΩΝ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ, ΣΤΗΝ ΚΛΗΣΗ ΓΙΑ ΟΔΗΓΙΕΣ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 7/7/2017, ΤΟΥ ΔΙΚΗΓΟΡΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ Φ. ΤΡΙΓΓΑ, ΔΙΚΗΓΟΡΟΥ ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΝΤΑ xxx ΤΙΜΜΙΝΗ, ΑΛΛΩΣ ΤΙΜΙΝΝΗΣ, ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΤΗΣ ΑΓΩΓΗΣ 5552/16 ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΣΧΕΤΙΚΟΥ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 7/2/2019
Χρ. Νεοφύτου, για την Εφεσείουσα.
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη, θα απαγγελθεί από το Δικαστή Παμπαλλή.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Mε την παρούσα έφεση η εφεσείουσα επιδιώκει την ακύρωση της απόφασης του Δικαστηρίου στην Πολιτική Αίτηση αρ. 48/2019, ημερομηνίας 11 Απριλίου 2019, ECLI:CY:AD:2019:D139, με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση της για άδεια για καταχώριση αίτησης για προνομιακό ένταλμα Certiorari.
Σύμφωνα με τα γεγονότα, όπως αυτά πηγάζουν από την πρωτόδικη απόφαση, είχε καταχωρηθεί, ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, αγωγή εναντίον της εφεσείουσας. Ακολούθησε στην συνέχεια μια διαδικασία με πολλές αιτήσεις και ακροάσεις, που δεν είναι του παρόντος να αναλυθούν. Ειδικότερα, όμως, για σκοπούς που ενδιαφέρει την εξεταζόμενη έφεση, στις 7 Ιουλίου 2017, καταχωρήθηκε από τον ενάγοντα, στην αγωγή, Απάντηση στην Υπεράσπιση και περαιτέρω, στις 16 Νοεμβρίου 2017, Κλήση για Οδηγίες, σύμφωνα με την Δ.30 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας. Στο επισυναφθέν, στην Κλήση για Οδηγίες, παράρτημα, είχε, ο ενάγων, συμπληρώσει λανθασμένα την στήλη που αφορούσε τον εναγόμενο αντί τον ενάγοντα. Ως αποτέλεσμα τούτου η εφεσείουσα καταχώρισε στις 3 Αυγούστου 2017, αίτηση με την οποία ζητούσε, μεταξύ άλλων, παραμερισμό της Απάντησης στην Υπεράσπιση ως εκπρόθεσμη και διάταγμα παραμερισμού της Κλήσης για Οδηγίες καθότι δεν υπήρχαν σημειωμένα, ως απαιτείτο, τα αιτήματα του ενάγοντα.
Στη συνέχεια, ο ενάγων καταχώρισε, στις 10 Νοεμβρίου 2017, αίτηση για παράταση του χρόνου καταχώρισης της Απάντησης στην Υπεράσπιση και για επανακαταχώριση ή διόρθωση της Κλήσης για Οδηγίες. Ταυτοχρόνως, καταχώρισε και ένσταση στην αίτηση της εφεσείουσας.
Στις 3 Απριλίου 2018 το Δικαστήριο εξέτασε το θέμα ποια από τις δυο αιτήσεις θα έπρεπε να εκδικαστεί πρώτα. Αφού άκουσε τους διαδίκους αποφάσισε όπως επιληφθεί πρώτα της αίτησης ημερ. 10 Νοεμβρίου 2017, για παράταση του χρόνου καταχώρισης της Απάντησης στην Υπεράσπιση.
Στις 20 Απριλίου 2018 η εφεσείουσα καταχώρισε νέα αίτηση με αίτημα την αναστολή της εκδίκασης της, πιο πάνω, αίτησης του ενάγοντα μέχρι την εκδίκαση της δικής της αίτησης, η οποία, τελικώς, απορρίφθηκε στις 15 Ιουνίου 2018.
Το Δικαστήριο στις 18 Ιουλίου 2018 αποφάσισε όπως εγκρίνει την αίτηση ημερ. 10 Νοεμβρίου 2017 για παράταση του χρόνου καταχώρισης της Απάντησης στην Υπεράσπιση και επίσης εγκρίθηκε και η διόρθωση της Κλήσης για Οδηγίες. Εναντίον της πιο πάνω απόφασης η εφεσείουσα καταχώρισε έφεση.
Ακολούθησε νέα αίτηση από την εφεσείουσα, ημερ. 21 Σεπτεμβρίου 2018, με την οποία ζήτησε την εξαίρεση της Δικαστού, η οποία απορρίφθηκε στις 18 Δεκεμβρίου 2018. Την ίδια ημερομηνία το Δικαστήριο έδωσε οδηγίες όπως διορθωθεί η Κλήση για Οδηγίες στο φάκελο του δικαστηρίου.
Τελικώς, στις 7 Φεβρουαρίου 2019, το Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση της εφεσείουσας, ημερ. 3 Αυγούστου 2017, για απόρριψη του δικογράφου του ενάγοντα και εξετάζοντας την Κλήση για Οδηγίες έκδωσε σχετικό διάταγμα.
Η εφεσείουσα καταχώρισε ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου την Πολιτική Αίτηση αρ. 48/2019, για άδεια για καταχώριση αίτησης για διάταγμα Certiorari και Prohibition. Με την αίτηση της ζητούσε ακύρωση του διατάγματος αναφορικά με την Κλήση για Οδηγίες, για απαγόρευση της συνέχισης της εκδίκασης της διαδικασίας ενώπιον της Δικαστού και εκδίκαση των αιτήσεων ή άλλων διαδικασιών ενώπιον άλλου επαρχιακού δικαστή, επαναορισμό της Κλήσης για Οδηγίες και τέλος αναστολή της εκδίκασης των αιτήσεων και της διαδικασίας ενώπιον του επαρχιακού δικαστηρίου.
Το Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση καταλήγοντας ότι, το εν λόγω ζήτημα ήταν εφέσιμο και δεν είχε δημιουργηθεί, ούτε εκ πρώτης όψεως συζητήσιμο θέμα.
Η εφεσείουσα προσβάλλει, με ένα μόνο λόγο την πιο πάνω απόφαση προβάλλοντας ότι υπήρχαν εξαιρετικές περιπτώσεις για χορήγηση της αιτούμενης άδειας και ότι υπήρχε εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση, σε σχέση, όπως προβλήθηκε, με κατάφωρη παραβίαση των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης. Περαιτέρω, εισηγήθηκε ο ευπαίδευτος συνήγορος, το διάταγμα ημερ. 7 Φεβρουαρίου 2019, δεν είναι εφέσιμο.
Οι ισχυρισμοί της εφεσείουσας ουσιαστικά επικεντρώνονται στο γεγονός ότι η Κλήση για Οδηγίες δεν ήταν ορισμένη στις 7 Φεβρουαρίου 2019, που το Δικαστήριο επιλήφθηκε της αίτησης για Κλήση για Οδηγίες, ημερ. 7 Ιουλίου 2017, όταν εκδόθηκε το διάταγμα αποκάλυψης και συνεπώς το επαρχιακό δικαστήριο δεν νομιμοποιείτο να εκδώσει το σχετικό διάταγμα. Η έκδοση του εν λόγω διατάγματος, όπως προβλήθηκε, δεν ήταν το αποτέλεσμα οποιασδήποτε νομότυπης διαδικασίας ακροάσεως και, ως εκ τούτου, το Δικαστήριο ενήργησε καθ' υπέρβαση εξουσίας.
Ο αδελφός Δικαστής εξετάζοντας την αίτηση, αντικείμενο της παρούσας έφεσης, έκρινε ότι το επαρχιακό δικαστήριο ενήργησε εντός της δικαιοδοσίας του και ότι η εξέταση της αίτησης για κλήση μπορούσε να εξεταστεί ως επακόλουθο των ακροάσεων των αιτήσεων που είχαν προηγηθεί. Η απόφαση του επαρχιακού δικαστηρίου αναφορικά με την διόρθωση της Κλήσης για Οδηγίες έχει εφεσιβληθεί και συνεπώς, όπως σημειώθηκε πρωτοδίκως, εάν επιτύχει η έφεση θα συμπαρασυρθεί και η διαδικασία την οποία αφορά η παρούσα αίτηση.
Η διαδικασία για την έκδοση εντάλματος Certiorari δεν έχει ως αντικείμενο την αναθεώρηση της ορθότητας των αποφάσεων κατώτερων Δικαστηρίων. Αυτή ελέγχεται στο πλαίσιο της Δευτεροβάθμιας Εφετειακής Δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Η σύννομη άσκηση της δικαιοδοσίας του Επαρχιακού Δικαστηρίου αποτελεί το πλαίσιο εξέτασης σε αιτήσεις αυτής της μορφής. (In Re Kakos (1985) 1 C.L.R. 250, Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ κ.ά. (Αρ. 1) (2009) 1 Α.Α.Δ. 1014, Μιτέλλα, Πολ. Έφ. Αρ. 43/2019, ημερ. 2 Απριλίου 2019 και Αυγουστή, Πολ. Έφ. Αρ. 376/2018, ημερ. 1 Ιουλίου 2019, ECLI:CY:AD:2019:A265).
Περαιτέρω, πρέπει να σημειωθεί, ότι η δικαιοδοσία έκδοσης προνομιακού εντάλματος, τύπου Certiorari, δεν αποτελεί εποπτικό μέσο και ούτε παρέχεται η δυνατότητα εξέτασης του κατά πόσο το πρωτόδικο δικαστήριο αντιλήφθηκε ορθά ή όχι ένα νομικό ζήτημα. (Βλ. Διαχειριστική Επιτροπή ΚΥΠΑ Κωρτ 4 (2008) 1 Α.Α.Δ. 644 και Ανδρέου, Πολ. Έφ. Αρ. 348/2015, ημερ. 9 Ιουνίου 2017, ECLI:CY:AD:2017:A216).
Η δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου για χορήγηση άδειας για καταχώριση αίτησης για προνομιακό ένταλμα τύπου Certiorari, ασκείται μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις και για συγκεκριμένους λόγους.
Όπως αναφέρεται στην Πολ. Αίτ. Αρ. 376/2018, Αναφορικά με την αίτηση των χχχ Αυγουστή, Evelthon Developments Limited, ημερ. 1 Ιουλίου 2019:
"Θα πρέπει να υπομνήσουμε τις θεμελιώδεις αρχές που καλύπτουν τις προϋποθέσεις αναζήτησης θεραπείας δυνάμει της προνομιακής εξουσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, όπως είχαμε την ευκαιρία να τις επαναλάβουμε στην πρόσφατη απόφασή μας Αναφορικά με την αίτηση του xxx Μιτέλα, Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 43/2019, ημερ. 2.4.2019, ECLI:CY:AD:2019:A121:
«Επιγραμματικά, συνιστά βασική αρχή ότι το Δικαστήριο στην πορεία εξέτασης αιτήσεων αυτής της μορφής δεν υπεισέρχεται στην ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης, αλλά περιορίζεται στην εξέταση της νομιμότητάς της. Ο αιτητής θα πρέπει να αποδείξει ότι υπάρχει εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση και αφορά στις περιπτώσεις όπου διαπιστώνεται, εκ πρώτης όψεως, από το πρακτικό του Δικαστηρίου, υπέρβαση ή έλλειψη δικαιοδοσίας, έκδηλη πλάνη περί το νόμο, προκατάληψη, δόλος και παράβαση των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης.
Το νοηματικό εύρος της έννοιας του όρου «εκ πρώτης όψεως υπόθεση» οριοθετήθηκε στην υπόθεση Re Kakos (1985) 1 CLR 250, 258, με αναφορά στην Land Securities Plc v. Metropolitan Police (1983) 2 All E.R. 254, ως ακολούθως:
«We remain wholly unconvinced that a prima facie case was made for leave to apply for an order of Certiorari. As the expression "prima facie" suggests, a convincing enough case must be made on first view. On second view, formed after hearing the other side, this impression may dissipate. A prima facie case is not an unanswerable one but one sufficiently cogent, or arguable, to merit an answer. On numerous occasions Courts were concerned to elicit and apply the concept in diverse circumstances. A particularly instructive approach to analysis of the concept, I found, with respect, that of Megarry, V.C., in Land Securities v. Metropolitan Police [1983] 2 All E.R. 254, 258. According to this approach, a prima facie case is made out if an arguable case is disclosed, without need arising at this initial or preliminary stage for consideration of any rebutting evidence.»
Ακόμη όμως και η διαπίστωση εκ πρώτης όψεως συζητήσιμης υπόθεσης δεν είναι αρκετή προς ενεργοποίηση της προνομιακής εξουσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Όπου εντοπίζεται ότι υπάρχει εναλλακτικό ένδικο μέσο ή άλλη θεραπεία, δεν παρέχεται άδεια για καταχώρηση αίτησης, εκτός εάν ο αιτητής, που φέρει το βάρος, αποδείξει ότι συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις, τέτοιες που να δικαιολογούν παρέκκλιση από το γενικό κανόνα. . .»″
Στην υπόθεση Αναφορικά με την αίτηση των εταιρειών Fastact Developments Ltd κ.ά. (2004) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1535, αναφέρθηκε ότι:
"Σύμφωνα με πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, άδεια για καταχώρηση αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος παρέχεται μόνο όταν καταδεικνύεται από τον αιτητή ότι υπάρχει, στην ουσία, συζητήσιμο ζήτημα και, περαιτέρω, στην περίπτωση όπου προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο ή άλλη θεραπεία, ότι συντρέχουν επαρκώς εξαιρετικές περιστάσεις οι οποίες να καθιστούν συζητήσιμο το ότι πρέπει να γίνει παρέκκλιση από τον κανόνα ότι, εφόσον προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο ή άλλη θεραπεία, ο αιτητής δεν θεωρείται ότι απέδειξε συζητήσιμο ζήτημα. (Βλ., μεταξύ άλλων, R. v. Secretary of State [1986] 1 All ER 717, Ανθίμου (1991) 1 Α.Α.Δ. 41, Στ. Μεστάνας (2000) 1 Α.Α.Δ. 1469 και Χρ. Μιχαήλ και Στ. Μιχαηλίδη (2001) 1 Α.Α.Δ. 247). Στη Hellenger Trading Ltd (2000) 1 Α.Α.Δ. 1965, διευκρινίστηκε, ορθά, ότι η αρχή αυτή "ισχύει γενικά, ανεξάρτητα από το λόγο για τον οποίο επιδιώκεται το διάταγμα". Έστω, δηλαδή, και αν ο προβαλλόμενος λόγος είναι έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας. (Σχετική επίσης η Πολιτική Έφεση 108/18 Αναφορικά με την αίτηση της Ελληνικής Τράπεζας Δημόσιας Εταιρείας Λτδ, 16.5.19)."
Ακόμη και στην περίπτωση που, ήθελε, αποδειχθεί εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση, η άδεια για προνομιακό ένταλμα δεν χορηγείται όπου προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο, εκτός και αν καταδεικνύονται εξαιρετικές περιστάσεις για παρέκκλιση από τον κανόνα.
Σημειώνουμε ότι, στις 18 Δεκεμβρίου 2018, όπως προκύπτει από τα πρακτικά, το Δικαστήριο ανέφερε ότι η Κλήση για Οδηγίες είναι ορισμένη για οδηγίες και την όρισε στις 7 Φεβρουαρίου 2019 μαζί με την αγωγή.
Η εξέταση της Kλήσης για Οδηγίες, από το Δικαστήριο στις 7 Φεβρουαρίου 2019, έγινε στο πλαίσιο άσκησης της διακριτικής του εξουσίας ρύθμισης της διαδικασίας και του τρόπου διεξαγωγής της ενώπιον του υπόθεσης. Ήταν, κατά την γνώμη μας, ορθή η θεώρηση του Δικαστηρίου ότι μετά το πέρας όλων των ενδιάμεσων αιτήσεων που καταχωρήθηκαν, που είχαν ως επίκεντρο την εγκυρότητα της Κλήσης για Οδηγίες, να εξεταστεί η εκκρεμούσα αίτηση, όπως επέβαλλε η Δ.30 και προχώρησε στην έκδοση του σχετικού διατάγματος, έχοντας καλέσει επανειλημμένα τους δικηγόρους της εφεσείουσας να προβάλουν τις θέσεις τους επί της εν λόγω αίτησης.
Σημειώνουμε παράλληλα ότι η εφεσείουσα διατηρεί το δικαίωμα να συμπροσβάλει την απόφαση του επαρχιακού δικαστηρίου ως προς τις οδηγίες που έδωσε στα πλαίσια έφεσης. Όπως αναφέρεται στην Πολ. ΄Εφ. Αρ. 99/2019, Αναφορικά με την αίτηση της Τράπεζας Κύπρου Δημόσιας Εταιρείας, ημερ. 11 Ιουνίου 2019:
"Εν πάση περιπτώσει, και πέραν των προαναφερθέντων, παρατηρούμε ότι οι εφεσείοντες έχουν δικαίωμα, στο τέλος της ημέρας, εάν προκύψει ανάγκη, να καταχωρίσουν έφεση, εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου, στην οποία να περιλάβουν ως λόγο και τις εσφαλμένες, κατά τον ισχυρισμό τους, οδηγίες που έδωσε το Επαρχιακό Δικαστήριο για παρουσίαση της μαρτυρίας, γραπτώς, χωρίς τη συγκατάθεσή τους. Δεν δόθηκαν στοιχεία και δεν αποδείχθηκαν οποιεσδήποτε εξαιρετικές περιστάσεις οι οποίες να δικαιολογούν την παροχή άδειας για Certiorari, παρά την ύπαρξη δικαιώματος, στο τέλος, για καταχώριση έφεσης. Συνεπώς η πρωτόδικη κρίση υπήρξε ορθή."
Προβλήθηκε επίσης από την εφεσείουσα ότι παραβιάστηκαν οι αρχές της φυσικής δικαιοσύνης αφού, όπως ισχυρίζεται, δεν της δόθηκε το δικαίωμα να ακουστεί. Ο πιο πάνω ισχυρισμός έρχεται σε σύγκρουση με τα όσα καταγράφονται στα πρακτικά. Το δικαστήριο κάλεσε τον συνήγορο της εφεσείουσας εάν είχε οποιοδήποτε αίτημα σε σχέση με το παράρτημα 25, αλλά ο συνήγορος το μόνο που ανέφερε ήταν την διαφωνία του ως προς την Κλήση για Οδηγίες. Συνεπώς, το εν λόγω παράπονο κρίνεται ότι δεν έχει έρεισμα.
Το Επαρχιακό Δικαστήριο άσκησε την διακριτική του ευχέρεια, δυνάμει των Θεσμών, και ρύθμισε την ενώπιον του διαδικασία εντός των πλαισίων της διακριτικής του ευχέρειας. Δεν υπήρχε οποιοδήποτε νομικό σφάλμα, αναγόμενο σε ζήτημα έλλειψης ή υπέρβασης της δικαιοδοσίας του.
Στην βάση των πιο πάνω κρίνουμε ότι ορθώς απορρίφθηκε η αίτηση της εφεσείουσας για παραχώρηση άδειας για καταχώριση προνομιακού εντάλματος Certiorari.
Η έφεση απορρίπτεται.
Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.
Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.
Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗ, Δ.
Τ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.
Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.
/ΔΓ