ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:AD:2020:A39
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 122/13)
3 Φεβρουαρίου, 2020
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., ΛΙΑΤΣΟΣ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
1. xxxx ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΗΣ
2. xxxx ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ
Εφεσείοντες
ΚΑΙ
ΣΥΝΕΡΓΑΤΙΚΗ ΠΙΣΤΩΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΣΤΡΟΥΜΠΙΟΥ
Εφεσίβλητοι
-----
(Πολιτική Έφεση Αρ. 141/13)
xxxx ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ
Εφεσείων
ΚΑΙ
ΣΥΝΕΡΓΑΤΙΚΗ ΠΙΣΤΩΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΣΙΜΟΥ
Εφεσίβλητοι
-----
Πολιτική Έφεση Αρ. 122/2013
Α. Χρ. Δημητριάδης, για εφεσείοντες.
Α.Τ. Δημητριάδης, για εφεσίβλητους.
Πολιτική Έφεση Αρ. 141/2013
Α. Χρ. Δημητριάδης, για εφεσείοντα.
Μ. Λουκά, για εφεσίβλητους.
---------
Μ.Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.
---------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.: Oι δύο παραπάνω εφέσεις προκύπτουν από δύο αποφάσεις της ίδιας δικαστού που εκδόθηκαν σε δύο διαφορετικές υποθέσεις πλην όμως είναι ταυτόσημες. Ταυτότητα επιδίκων θεμάτων υπήρχε και στις εφέσεις. Γι΄ αυτό τις ακούσαμε μαζί και κοινή θα είναι η απόφαση που ακολουθεί.
Οι εφεσίβλητες συνεργατικές πιστωτικές εταιρείες εξασφάλισαν διαιτητικές αποφάσεις εναντίον των εφεσειόντων με βάση το άρθρο 52 του περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου, Ν. 22/1985 όπως τροποποιήθηκε. Οι αποφάσεις αυτές δεν προσβλήθηκαν με έφεση ενώπιον Επαρχιακού Δικαστηρίου όπως οι εφεσείοντες είχαν δικαίωμα να πράξουν εντός 21 ημερών (άρθρο 52(4)). Κατά συνέπεια, κατέστησαν τελικές και υποκείμενες σε εκτέλεση κατά τον ίδιο τρόπο όπως οι αποφάσεις ενός πολιτικού δικαστηρίου (άρθρο 52(5)).
Ό,τι υπολειπόταν για τέτοια εκτέλεση ήταν η εγγραφή τους στα μητρώα του αρμόδιου πρωτοκολλητείου. Ο λόγος τέτοιας εγγραφής έγκειται στην αναγκαιότητα εμπλοκής του δικαστηρίου που διατάσσει και, στη συνέχεια, εποπτεύει την εκτέλεση. Σε αυτό πλέον το στάδιο δεν ελέγχεται η ορθότητα της διαιτητικής απόφασης, εφόσον εκ του Νόμου είναι πλέον τελική. Το δικαστήριο περιορίζεται σε έλεγχο του κατά πόσον η παρουσιαζόμενη ως απόφαση φέρει τα απαραίτητα χαρακτηριστικά στοιχεία έγκυρης διαιτητικής απόφασης και του κατά πόσο γνωστοποιήθηκε στο πρόσωπο εναντίον του οποίου στρέφεται (ΣΠΕ Αγ. Νάπας ν. Κυριακίδης κ.α. (2008) 1 ΑΑΔ 796, Πολ. Έφ. 357/2008, Νικολάου ν. Νέα ΣΠΕ Αγλαντζιάς (2012) 1 ΑΑΔ 707 και Μιχαηλίδη κ.α. ν. ΣΠΕ Πέγειας, Πολ. Έφ. 447/2012, ημερ. 27.6.2018). Αυτά δεν αμφισβητήθηκαν εν προκειμένω.
Ήταν όμως η θέση των εφεσειόντων ότι, παρά ταύτα, κακώς το πρωτόδικο δικαστήριο περιορίστηκε στο επίδικο θέμα της εγγραφής των αποφάσεων. Παραβίασε με τον τρόπο αυτό, κατά την εισήγηση τους, την Οδηγία 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 5ης Απριλίου 1993, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές, η οποία απαιτεί από τα εθνικά δικαστήρια όπως εξετάζουν ακόμα και αυτεπάγγελτα τον καταχρηστικό χαρακτήρα μιας συμβατικής ρήτρας (Brusse, Garabito v. Jahani BV, C-488/2011). Υπό το φως της ίδιας Οδηγίας αποφασίστηκε περαιτέρω ότι τα εθνικά δικαστήρια θα πρέπει να εξετάζουν τέτοιο ζήτημα, έστω και αν ο καταναλωτής επικαλέστηκε την ακυρότητα, όχι στο πλαίσιο της διαιτητικής διαδικασίας, αλλά αποκλειστικώς με την προσφυγή ακυρώσεως (Claro v. Centro Movil Millennium SL, C-168/2005). Εν προκειμένω, ισχυρίζονται οι εφεσείοντες, στο ποσό των διαιτητικών αποφάσεων περιλαμβάνονται παράνομοι τόκοι και/ή χρεώσεις που αντιβαίνουν στον περί Καταχρηστικών Ρητρών σε Καταναλωτικές Συμβάσεις Νόμο του 1996, Ν. 93(I)/1996, και/ή συνιστούν ποινική ρήτρα. Αυτά θα έπρεπε να εξεταστούν από το πρωτόδικο δικαστήριο, το οποίο όφειλε να ακυρώσει τις διαιτητικές αποφάσεις, παρά το γεγονός ότι αυτές δεν προσβλήθηκαν προηγουμένως. Προβάλλεται περαιτέρω με τις εφέσεις ότι «η εναγόμενη 1» δεν ήταν μέλος των εφεσιβλήτων και συνεπώς υπήρχε παρανομία στην παροχή του δανείου. Γίνεται ακόμα λόγος ότι το πρωτόδικο δικαστήριο παρέλειψε να αποφασίσει επί του ισχυρισμού των εφεσειόντων ότι οι εφεσίβλητοι δεν προσκόμισαν προφορική μαρτυρία για να αποδείξουν τους ισχυρισμούς τους.
Η άλλη πλευρά υπέδειξε καταρχάς ότι, ούτως ή άλλως, πέραν γενικόλογων ισχυρισμών, δεν εξειδικεύθηκε κάποιος συγκεκριμένος συμβατικός όρος ο οποίος να συνιστά καταχρηστική ρήτρα. Εν πάση δε περιπτώσει η προαναφερθείσα νομολογία του ΔΕΚ (όπως ήταν τότε) δεν έχει την έννοια ότι τέτοια ζητήματα παραμένουν ανοιχτά προς εξέταση και μετά την τελεσιδικία της απόφασης.
Συμφωνούμε με τους εφεσίβλητους. Η Οδηγία και η σχετική νομολογία όπως εξηγήθηκε στη Μιχαηλίδης (ανωτέρω) περιορίζονται στο στάδιο προτού μια απόφαση να καταστεί τελική με βάση το άρθρο 52(4). Δεν είναι στην ανατροπή της τελεσιδικίας, όπως αυτή αποκρυσταλλώνεται κατά το εθνικό δίκαιο, που αποσκοπούσε η Οδηγία, αλλά στην ενίσχυση της δυνατότητας εξέτασης τέτοιων ζητημάτων στα πλαίσια εκκρεμοδικίας της υπόθεσης.
Οι εφεσείοντες είχαν δικαίωμα να υποβάλουν έφεση στο Επαρχιακό Δικαστήριο εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας από της ημερομηνίας γνωστοποίησης της διαιτητικής απόφασης, με δυνατότητα να εγείρουν θέμα ακυρότητας επί τη βάσει του εν λόγω Νόμου, έστω και αν δεν θα είχαν εγείρει τέτοιο θέμα στα πλαίσια της διαιτησίας. Αυτή φαίνεται να είναι η έννοια της νομολογίας και όχι όπως οι εφεσείοντες εισηγούνται.
Θεωρούμε, ακολουθώντας άλλωστε και την προαναφερθείσα νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου και ιδιαίτερα την υπόθεση Μιχαηλίδη στην οποία έχουν εγερθεί παρόμοια ζητήματα, ότι ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο περιορίστηκε στο μόνο επίδικο θέμα που είχε ενώπιον του που ήταν η εγγραφή της διαιτητικής απόφασης για σκοπούς εκτέλεσης.
Οι εφέσεις απορρίπτονται με έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίων των εφεσειόντων όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το δικαστήριο.
M.M. Nικολάτος, Π.
Α.Ρ. Λιάτσος, Π.
Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.
/φκ