ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
CENTRAL CO-OPERATIVE BANK ν. CY.E.M.S. (1984) 1 CLR 435
KOLOKOUDIAS ν. VARNAVIDOU (1988) 1 CLR 566
Παναγιώτου ν. " Χ""Κυριάκου" (1991) 1 ΑΑΔ 362
"Χ"" Οικονόμου" ν. Ελληνικής Τράπεζας (1992) 1 ΑΑΔ 949
Bauer Spezialtienfbau GMBH κ.ά. ν. Divnogorsk Shipping Co. Ltd. (1998) 1 ΑΑΔ 1480
Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας στους οποίους κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας Δ.27
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:AD:2020:D17
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΝΑΥΤΟΔΙΚΕΙΟΥ
(Αγωγή Ναυτοδικείου Αρ.: 9/2013)
15 Ιανουαρίου, 2020
[Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.]
BUNKERNET LTD,
Ενάγοντες,
- ΚΑΙ -
1. PNO SHIPMANAGEMENT LTD,
2. KINGFISHER MARITIME CORPORATION LTD,
3. EVERGLADES SHIPPING CORPORATION LTD,
4. xxx ΟΝΟΥΦΡΙΟΥ,
Εναγόμενοι.
----------------------------
Αίτηση ημερομηνίας 23.7.2018 για
Εκδίκαση Προδικαστικών Σημείων
Χριστάκης Παύλου, για τους Αιτητές-Εναγόμενους 1 & 4.
Ελένη Μιντή (κα), για Χ. Π. Σαββίδης & Συνεργάτες ΔΕΠΕ και εκ μέρους του Ανδρέα Θεοφίλου, για τους Καθ΄ ων η αίτηση-Ενάγοντες.
-----------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.:- Με το κλητήριο ένταλμα, όπως αυτό έχει τροποποιηθεί, οι ενάγοντες αξιώνουν το ποσό των δολαρίων ΗΠΑ 867.484,93 πλέον τόκους για την προμήθεια καυσίμων στο υπό παναμαϊκή σημαία πλοίο ALFA K, για τη λειτουργία και/ή συντήρηση του, κατά παράκληση των εναγομένων ιδιοκτητών και/ή των αντιπροσώπων του με την εγγύηση του εναγομένου 4.
Σύμφωνα με την Αναφορά, κατά τον ουσιώδη χρόνο οι εναγόμενες εταιρείες 2 και 3 ήταν οι ιδιοκτήτριες των πλοίων «ALFA K» και «BRAVO P» αντίστοιχα, ενώ οι εναγόμενοι 1, κυπριακή εταιρεία, με την ιδιότητα τους ως διαχειριστές του πλοίου ALFA K έκαναν παραγγελίες καυσίμων, αναλαμβάνοντας έναντι των εναγόντων την ευθύνη για την πληρωμή των καυσίμων που παραδίδονταν σε αυτό. Τα ίδια ίσχυαν και για παραδόσεις καυσίμων στο πλοίο BRAVO P. Οι ενάγοντες προμήθευσαν καύσιμα στο πλοίο ALFA K κατά διάφορες ημερομηνίες, σύμφωνα με πίνακα παραδόσεων καυσίμων που παρατίθεται στην Αναφορά, στον οποίο αναφέρονται και τα σχετικά τιμολόγια, κατά παραγγελία των εναγομένων 1 ή των αντιπροσώπων τους, για τα οποία τους οφείλεται το ποσό που αξιώνεται με την αγωγή.
Θα πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι η αγωγή δεν προωθήθηκε εναντίον των πλοιοκτητριών, για λόγους που δεν αφορούν την παρούσα διαδικασία, ενώ τυχόν χρέος σε σχέση με το πλοίο BRAVO P δεν αποτελεί αντικείμενο της αγωγής.
Με σκοπό να αποφευχθεί η σύλληψη των προαναφερόμενων πλοίων, που οι εναγόμενοι 1 διαπραγματεύονταν να πωλήσουν, αυτοί υπέγραψαν στις 17.2.2011 συμφωνία αναγνώρισης, κάλυψης και εγγύησης χρέους με την οποία, μεταξύ άλλων, αναγνώρισαν την «οφειλή» τους να πληρώσουν στους ενάγοντες το συνολικό κόστος των καυσίμων που οι τελευταίοι είχαν παραδώσει στα πλοία «ALFA K» και «BRAVO P». Ο δε εναγόμενος 4 και δύο άλλες εταιρείες, με την εν λόγω συμφωνία, ανέλαβαν από κοινού και κεχωρισμένα, μεταξύ άλλων, την ακριβή εκπλήρωση από τους εναγόμενους 1 όλων των υποχρεώσεων που απορρέουν από αυτήν αναφορικά με το χρέος, η αποπληρωμή του οποίου θα άρχιζε την 15.3.2011 με συνεχόμενες μηνιαίες δόσεις, καθώς επίσης την καταβολή από τους ίδιους οποιουδήποτε ποσού, όταν αυτό καθίστατο οφειλόμενο σύμφωνα με τη συμφωνία, σε περίπτωση που δεν καταβαλλόταν από τους εναγόμενους 1. Ουδέν ποσό πληρώθηκε έναντι του οφειλόμενου ποσού και τους συμφωνημένους τόκους.
Με την Απάντηση των εναγομένων 1 και 4 εγείρονται οι ακόλουθες προδικαστικές ενστάσεις:
«1. Οι Εναγόμενοι 1 εγείρουν προδικαστική ένσταση ισχυριζόμενοι ότι οι Ενάγοντες με την υπογραφή της συμφωνίας 17/02/2011, έχουν εγκαταλείψει ουσιαστικά τη νομική βάση του αγώγιμου δικαιώματος τους που στηριζόταν στην μη πληρωμή τιμολογίων για καύσιμα σε πλοία, με αποτέλεσμα να έχει απωλεσθεί η δικαιοδοσία Ναυτοδικείου.
2. Ο Εναγόμενος 4 εγείρει προδικαστική ένσταση ισχυριζόμενος ότι η ανάληψη εγγυοδοτικής ευθύνης εκ μέρους του που έχει γίνει δυνάμει συμφωνίας ημερ. 17/02/2011, ως τέτοια δεν εμπίπτει στην δικαιοδοσία του Ναυτοδικείου».
Χωρίς επηρεασμό των πιο πάνω προδικαστικών ενστάσεων, οι εναγόμενοι 1 και 4 αρνούνται ότι οι εναγόμενοι οφείλουν στους ενάγοντες το αξιούμενο με την αγωγή ποσό και διατείνονται, μεταξύ άλλων, ότι η συμφωνία ημερομηνίας 17.2.2011 υπεγράφη από τον εναγόμενο 4 ενεργώντας με την προσωπική του ιδιότητα και ως αντιπρόσωπος των εναγομένων 1, 2 και 3 χωρίς τη θέληση του και υπό συνθήκες που ισοδυναμούν με εκβιασμό και/ή καταπίεση λόγω της οικονομικής υπεροχής των εναγόντων έναντι των εναγομένων, που καθιστούν τη συμφωνία άκυρη ή ακυρώσιμη. Χωρίς επηρεασμό του ισχυρισμού τούτου, διατείνονται ότι κατά παράβαση της εν λόγω συμφωνίας και παρόλο ότι οι ενάγοντες γνώριζαν ότι πριν από την υπογραφή της επίκειτο η πώληση των ως άνω πλοίων σε τρίτους, οι ενάγοντες αναίτια και αδικαιολόγητα προέβησαν στις 23.3.2011 σε σύλληψη του πλοίου «ALFA K» στην Ινδία βασίζοντας την απαίτηση τους στα τιμολόγια που εκτίθενται στον πίνακα παραδόσεων καυσίμων. Είναι η θέση των εναγομένων 1 και 4 ότι οι ενάγοντες, με τις πιο πάνω ενέργειες τους, ήτοι τη σύλληψη του πλοίου στην Ινδία και την άμεση διεκδίκηση ολόκληρου του χρέους του «ALFA K», αποκήρυξαν τη συμφωνία ημερομηνίας 17.2.2011, που προνοούσε για την τμηματική εξόφληση του χρέους, προκαλώντας στους εναγόμενους 1 ζημιές για τις οποίες εγείρουν ανταπαίτηση. Περαιτέρω, οι εναγόμενοι λόγω, μεταξύ άλλων, της αντισυμβατικής σύλληψης του πλοίου «ALFA K», με επιστολή τους προς τους ενάγοντες ημερομηνίας 28.3.2011, τερμάτισαν τη συμφωνία ημερομηνίας 17.2.2011 από υπαιτιότητα των τελευταίων.
Με την υπό εξέταση αίτηση, η οποία θεμελιώνεται κυρίως επί του Κανονισμού 89 του περί Δικαιοδοσίας Ναυτοδικείου Διαδικαστικού Κανονισμού του 1893 (στο εξής «οι Θεσμοί Ναυτοδικείου»), επιζητείται από τους εναγομένους 1 και 4 η προδικαστική εκδίκαση των ενστάσεων που εγείρονται στις παραγράφους 1 και 2 της Απάντησης.
Με την ένορκη δήλωση του εναγομένου 4, η οποία συνοδεύει την αίτηση, υποστηρίζεται ότι η συμφωνία της 17.2.2011 αποτελεί νέα ανεξάρτητη συμφωνία στην οποία ενσωματώθηκαν όλες οι μέχρι τότε απαιτήσεις των εναγόντων για μεμονωμένα χρέη των εναγομένων και υπογράφηκε από περισσότερα πρόσωπα από εκείνα που αναφέρονταν στα διάφορα τιμολόγια, ενώ εισήγαγε και νέους όρους. Συνακόλουθα, η μόνη βάση αγωγής των εναγόντων που απέμεινε είναι εκείνη που προκύπτει από τη συμφωνία ημερομηνίας 17.2.2011, η οποία δεν εμπίπτει στη δικαιοδοσία του Ναυτοδικείου. Ο ομνύοντας υποστηρίζει περαιτέρω, ότι αν η αγωγή βασιζόταν μόνο πάνω στα τιμολόγια καυσίμων, τότε ο ίδιος, έχοντας υπογράψει την εν λόγω συμφωνία ως εγγυητής, κακώς συμπεριλήφθηκε στην αγωγή ως εναγόμενος. Όλα δε τα σχετιζόμενα με τις προδικαστικές ενστάσεις γεγονότα βρίσκονται ενώπιον του Δικαστηρίου και η μόνη αμφισβήτηση μεταξύ των διαδίκων δεν είναι η υπογραφή της συμφωνίας ημερομηνίας 17.2.2011 αλλά η σημασία και τα πιθανά έννομα αποτελέσματα που αυτή επέφερε. Διατυπώνεται, τέλος, η θέση ότι είναι λογικό, δίκαιο και «προς το πραγματικό συμφέρον της ορθής απονομής της δικαιοσύνης» όπως το σοβαρό θέμα της δικαιοδοσίας του Ναυτοδικείου εκδικαστεί προδικαστικά. Στην ένσταση έχουν περιληφθεί πολυάριθμοι λόγοι, αλλά δεν θεωρώ αναγκαίο να εξεταστούν όλοι γιατί η αίτηση μπορεί να αποφασιστεί πάνω στους ακόλουθους λόγους, ήτοι ότι δεν αποκαλύπτονται οποιαδήποτε γεγονότα που να δικαιολογούν την έκδοση των αιτουμένων διαταγμάτων, τα επίδικα γεγονότα δεν είναι απλά, ενώ υπήρξε καθυστέρηση στην υποβολή της αίτησης, η οποία υποβάλλεται καταχρηστικά.
Σύμφωνα με τον Κ.89 των Θεσμών Ναυτοδικείου:
«89. Either party may apply to the Court or Judge to decide forthwith any question of fact or of law raised by any pleading, and the Court of Judge shall thereupon make such order as to him shall seem fit».
Παρόλο που οι σκοποί της εν λόγω πρόνοιας, είναι συναφείς και μπορεί να παραλληλιστούν με τους σκοπούς της Δ.27,θθ.1 και 2 των Διαδικαστικών Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας, το κείμενο των δύο κανονισμών διαφέρει και ο Κ.89 σε αντίθεση με τη Δ.27 δεν περιορίζεται στην εκδίκαση νομικών θεμάτων αλλά εκτείνεται και στην εκδίκαση γεγονότων (βλ. Fayza Shipping Co. Ltd v Του πλοίου M/V "HAJ ANIES" ex "ANNE" κ.ά, Αγωγή Ναυτοδικαίου 154/93, ημερ. 20 Σεπτεμβρίου 1996). Δεν διαφεύγει δε της προσοχής του Δικαστηρίου ότι στην P.T. Kiani Kertas v Interorient Navigation Company Limited και άλλων (Αρ.1) (2000) 1 ΑΑΔ 300 εκφράστηκε η άποψη από τον Χατζηχαμπή, Δ (όπως ήταν τότε) ότι: «Μόνο καθαρά νομικά θέματα, προκύπτοντα από αμφισβητούμενα γεγονότα, που αποφασίζουν και την πορεία της δίκης, μπορούν να δικασθούν προδικαστικά στα πλαίσια του θ.89». Στην υπόθεση εκείνη, όμως, δεν απασχόλησε η Bauer Spezialtienfbau Gmbh κ.ά v. Divnogorsk Shipping Co Limited (1998) 1 Α.Α.Δ. 1480, αίτηση για αναθεώρηση, στην οποία η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αφού επισήμανε ότι μέχρι το 1996, ο Κανόνας 89 ερμηνευόταν με τον ίδιο τρόπο που ερμηνεύεται η Δ.27,θθ 1 και 2, εφαρμοζόμενος δηλαδή μόνο στις περιπτώσεις που εγείρονται αμιγώς νομικά θέματα, θεώρησε ως ορθότερη την ερμηνεία του Πική, Π στην HAJ ANIES (ανωτέρω), ως ευθυγραμμισμένη τόσο με το γράμμα όσο και με το πνεύμα του Κανόνα 89. Επισήμανε δε ότι:
«Τούτο βεβαίως δε σημαίνει ότι το δικαιοδοτικό πλαίσιο του Κανόνα 89 μπορεί να επεκτείνεται σε περιπτώσεις όπου τα γεγονότα τα οποία επιδιώκεται να εκδικασθούν προκαταρκτικά δεν είναι απλά αλλά περίπλοκα και εξαρτώνται από την προσαγωγή και αξιολόγηση εκτενούς μαρτυρίας, πολύ περισσότερο όταν είναι ανάμεικτα με περίπλοκα και αβέβαια νομικά θέματα. Ακόμα και καθαρά νομικά θέματα τα οποία δεν είναι απλά αλλά περίπλοκα και αμφιλεγόμενα δεν μπορεί να εκδικάζονται προκαταρκτικά κατ΄ επίκληση του Κανόνα 89.»
Γενικότερα ως προς τις αρχές που καθορίζουν την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου, χρήσιμη αναφορά μπορεί να γίνει στο ακόλουθο απόσπασμα από την υπόθεση Χ˝Οικονόμου ν Ελληνικής Τράπεζας Λτδ (1992) 1 ΑΑΔ 949, η οποία αφορούσε αίτηση για την εκδίκαση προδικαστικών σημείων δυνάμει της Δ.27 των Διαδικαστικών Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας:
«Η σχετική αίτηση πρέπει να καθορίζει το συγκεκριμένο νομικό σημείο που εγείρεται και να καταχωρείται κατά το χρόνο που κλείνουν οι έγγραφες προτάσεις ή πολύ σύντομα αργότερα. Κανονικά η προκαταρτική εκδίκαση θα πρέπει να ζητείται στην Αίτηση για Οδηγίες (Summons for Directions). Η έκδοση τέτοιας διαταγής γίνεται κατά κανόνα, όταν το Δικαστήριο κρίνει ότι το κρινόμενο νομικό σημείο εγείρει σοβαρό νομικό θέμα, το οποίο αν αποφασιστεί υπέρ του αιτητή, αποφασίζεται η όλη υπόθεση, ή ένα ουσιώδες θέμα της αγωγής. Μια τέτοια διαταγή θα πρέπει να εκδίδεται με φειδώ και σε εξαιρετικά απλές και καθαρές περιπτώσεις και όχι στις περιπτώσεις εκείνες που τα εγειρόμενα θέματα, λόγω της ασάφειας των γεγονότων ή του νόμου, θα πρέπει να αποφασιστούν κατά την ακρόαση. Ακόμα, η διαταγή αυτή δεν εκδίδεται όταν υπάρχουν αμφισβητούμενα γεγονότα.»
Κατά κανόνα, η διάσπαση της δίκης είναι ανεπιθύμητη.
Παρατηρείται πρωτίστως, στην προκειμένη περίπτωση, ότι το κλητήριο ένταλμα σαφώς βασίζεται στην προμήθεια καυσίμων στο πλοίο ALFA K, ενώ η διατυπωμένη στο παρακλητικό της Αναφοράς αξίωση των εναγόντων είναι, μεταξύ άλλων, για «Το ποσό των δολαρίων ΗΠΑ 867.484,93 για την παροχή καυσίμων στο πλοίο «ALFA K» όπως περιγράφεται στις παρ. 5 ως και 10 πιο πάνω». Λεπτομέρειες δε των παραδόσεων καυσίμων και των σχετικών τιμολογίων εκτίθενται στην παράγραφο 7 της Αναφοράς, ενώ στην παράγραφο 10 αυτής οι ενάγοντες διατείνονται ότι «Οι Εναγόμενοι ουδέν ποσό πλήρωσαν έναντι του οφειλόμενου ποσού δολαρίων ΗΠΑ 867,484.93 πλέον τους πιο πάνω συμφωνημένους τόκους αναφορικά με την παροχή καυσίμων στο πλοίο «ALFA K», κατά παράβαση των ρητών όρων της Συμφωνίας.» (ημερομηνίας 17.2.2011). Είναι στην Απάντηση των εναγομένων 1 και 4 (στο εξής «οι εναγόμενοι») που εγείρεται το θέμα της εγκατάλειψης από τους ενάγοντες του αγώγιμου δικαιώματος τους που στηρίζεται στη μη πληρωμή τιμολογίων για καύσιμα, με αναφορά στην υπογραφή της συμφωνίας ημερομηνίας 17.2.2011, η οποία, σημειώνεται, τιτλοφορείται «DEBT CONFIRMATION AND GUARANTEE AGREEMENT», χωρίς, μάλιστα, να διατείνονται οι εναγόμενοι ότι η εν λόγω συμφωνία δεν εμπίπτει ή δεν θα μπορούσε να εμπίπτει εντός της δικαιοδοσίας του Ναυτοδικείου, με αποτέλεσμα η συγκεκριμένη προδικαστική ένσταση να παραμένει ασαφής και αστήριχτη. Πέραν τούτου, η μεταξύ των διαδίκων αμφισβήτηση σε ό,τι αφορά τη συμφωνία ημερομηνίας 17.2.2011, δεν περιορίζεται στη σημασία και τα πιθανά έννομα αποτελέσματα που επέφερε η υπογραφή της, όπως υποστηρίζουν οι εναγόμενοι, αλλά εκτείνεται και στην ισχύ και εγκυρότητα της, ισχυριζόμενοι οι εναγόμενοι αντιφατικά με τις προδικαστικές ενστάσεις, αφενός ότι οι ενάγοντες την αποκήρυξαν με τις ενέργειες τους και αφετέρου πως είναι άκυρη ή ακυρώσιμη λόγω υπογραφής της από τον εναγόμενο 4 υπό συνθήκες που ισοδυναμούν με εκβιασμό, ζήτημα για το οποίο θα χρειαστεί να ακουστεί μαρτυρία. Υπό το φως των πιο πάνω, θεωρώ ότι δεν πρόκειται για εξαιρετικά απλή και καθαρή περίπτωση. Πρέπει δε να σημειωθεί επίσης ότι δεν αποτελεί θέση των εναγομένων, στην ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την αίτηση, ότι η επίλυση όλων των θεμάτων που εγείρονται με την αγωγή θα παρατείνει τη δίκη σε βαθμό που να καθιστά επιθυμητό και δικαιολογημένο το διαχωρισμό των προδικαστικών ενστάσεων. Με βάση τις διαπιστώσεις αυτές, το Δικαστήριο θεωρεί ότι δεν δικαιολογείται η άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας υπέρ της έγκρισης της αίτησης.
Ανεξαρτήτως των λόγω τούτων, η αίτηση είναι απορριπτέα και για τον ακόλουθο λόγο. Όπως ορθά παρατηρούν οι εναγόμενοι, η αίτηση άπτεται της δικαιοδοσίας του Ναυτοδικείου. Είναι ευρέως νομολογημένο ότι θέμα δικαιοδοσίας μπορεί να εξεταστεί σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας, ακόμα και αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο (βλ. μεταξύ άλλων Central Co-Operative Bank v. CY.E.M.S. (1984) 1 C.L.R. 435). Είναι δε επιθυμητό το θέμα της δικαιοδοσίας να επιλύεται το συντομότερο δυνατό γιατί η απόφαση για έλλειψη δικαιοδοσίας καθιστά μάταια τα όσα προηγήθηκαν (βλ. Kolokoudias v Varnavidou (1988) 1 CLR 566 και Παναγιώτου ν Χατζήκυριακου (1991) 1 ΑΑΔ 362). Εν προκειμένω, το θέμα της «απώλειας» της δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου ηγέρθη για πρώτη φορά από τους εναγόμενους με τις προδικαστικές ενστάσεις στις παραγράφους 1 και 2 της Απάντησής τους, η οποία καταχωρήθηκε στις 29.12.2017, ενώ είχαν την ευκαιρία να λάβουν σχετικά μέτρα πολύ νωρίτερα, σύντομα μετά την καταχώρηση της Αναφοράς των εναγόντων στις 3.8.2015. Υπό αυτές τις περιστάσεις η λήψη σχετικών μέτρων από τους εναγόμενους με την υποβολή στις 7.6.2018 προφορικού αιτήματος για την εκδίκαση των προδικαστικών ενστάσεων και, κατόπιν οδηγιών του Δικαστηρίου, γραπτής αίτησης, ενώ μεσολάβησαν και άλλα δικαστικά μέτρα εκ μέρους τους, όπως η υποβολή αιτήσεων για αναστολή λόγω ύπαρξης ρήτρας διαιτησίας και διαγραφή μέρους της Αναφοράς (αντίστοιχα), ήταν αδικαιολόγητα καθυστερημένη. Διακρίνεται δε, στην συμπεριφορά των εναγομένων μια τάση παρεμβολής εμποδίων εκ μέρους τους στην εξέλιξη της υπόθεσης, με σκοπό την καθυστέρηση της. Ισχύει, εν προκειμένω, η παρατήρηση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην απόφαση της ημερομηνίας 15.6.2018 σε Αίτηση Αναθεώρησης στην παρούσα αγωγή ότι:
«Συνολικά ιδωμένη η συμπεριφορά των εναγομένων, θα προσθέταμε, συνιστά κατάχρηση των διαδικασιών και παρακώλυση εξάσκησης των νομίμων δικαιωμάτων των εναγόντων οι οποίοι, ενεργώντας στη βάση των ανωτέρω, αναζήτησαν θεραπεία καταχωρώντας τη σχετική αγωγή.»
Για τους πιο πάνω λόγους, η αίτηση απορρίπτεται, με έξοδα υπέρ των εναγόντων και εις βάρος των εναγομένων, όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή.
Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.
/ΣΓεωργίου