ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
ODYSSEOS ν. PIERIS ESTATES AND OTHERS (1982) 1 CLR 557
Bullows ν. Νεοφύτου κ.ά. (1994) 1 ΑΑΔ 41
Minerva Finance & Investment Limited ν. Γεώργιου Γεωργιάδη (1998) 1 ΑΑΔ 2173
Παπακόκκινου Bερεγγάρια Π. κ.ά. ν. Δήμου Πάφου (1998) 1 ΑΑΔ 2398
Γεώργιος Λάμπρου κ.α. ν. Ελένη Κεφάλα κ.α. (2000) 1 ΑΑΔ 1516
Baloise Insurance Co Ltd ν. Xαράλαμπου Kατωμονιάτη και Άλλων (2008) 1 ΑΑΔ 1275
Φραντζής Ανδρέας και Άλλη ν. Φιλική Ασφαλιστική Εταιρεία Λτδ (2010) 1 ΑΑΔ 254
Αδαμίδης Μάκης & Συνεργάτες ν. Δ. Κυθρεώτη & Συνεργάτες και Άλλων (2011) 1 ΑΑΔ 2106
Θεοχαρίδης Νάκης και άλλοι ν. Ιωάννη Ιωάννου και άλλων (2012) 1 ΑΑΔ 1311
Αττεσλή Στέφανη και Άλλη ν. Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ (2013) 1 ΑΑΔ 2222
Μαρτής Γεώργιος Γιάννη ν. Ανδρέα Θεωρή και Άλλων (2015) 1 ΑΑΔ 2640, ECLI:CY:AD:2015:A809
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ECLI:CY:AD:2020:A11
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 80/2013
13 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2020
[ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ, , Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ Δ/ΣΤΕΣ]
1. XXXXX ΙΩΑΝΝΙΔΗ, ΣΑΝ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗΣ PENDENTE LITE
ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΣΟΛΩΜΟΥ ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΗ,
ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΑ ΠΟΥ ΔΙΟΡΙΣΤΗΚΕ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΝΕΧΙΣΗ ΤΗΣ
ΑΝΩ ΑΓΩΓΗΣ ΜΕ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΣΤΗΝ
ΑΙΤΗΣΗ 392/07 ΗΜΕΡ. 21.01.2009
2. xxx ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΟΥ
3. xxx ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΗ
ΕΦΕΣΕΙΟΝΤΩΝ
ΚΑΙ
ΙΕΡΑΣ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΗΣ ΚΥΠΡΟΥ
ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ
--------------------
Αν. Γεωργίου για Γεωργίου Μάριος & Συνεργάτες, για τους Εφεσείοντες
Γ. Θεοδοσίου για Βελάρης & Βελάρης ΔΕΠΕ, για την Εφεσίβλητη:
-------------------------------------
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ..: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Παρπαρίνο, Δ.
-----------------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ. Η Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου, ιδιοκτήτρια πέντε τεμαχίων στο χωριό Αναλυόντα, εξασφάλισε από το πρωτόδικο Δικαστήριο Τελικό Διάταγμα εναντίον των Εφεσειόντων με το οποίο "απαγορεύεται σ' αυτούς καθώς και σ' οποιοδήποτε πρόσωπο δυνατό να έλκει οποιοδήποτε δικαίωμα ή συμφέρον απ' αυτούς να εισέρχονται μ' οποιοδήποτε τρόπο στα επίδικα κτήματα ή οποιοδήποτε μέρος τους ή να επεμβαίνουν με οποιοδήποτε τρόπο σ' αυτά". Εξεδόθη επίσης εναντίον των Εφεσειόντων απόφαση για το ποσό των €200 ως ονομαστικές αποζημιώσεις. Ανταπαίτηση των Εφεσειόντων απερρίφθη από το πρωτόδικο Δικαστήριο καθότι ως έκρινε δεν υπήρξε οποιαδήποτε έγκυρη συμφωνία και κατά δεύτερο, διότι δεν απεδείχθησαν οι ισχυριζόμενες ζημιές.
Οι Εφεσείοντες/Εναγόμενοι, με επτά (7) λόγους έφεσης προσβάλλουν την πρωτόδικη απόφαση ως εσφαλμένη. Κατά την ακρόαση της Έφεσης οι τρεις (3) πρώτοι λόγοι έφεσης απεσύρθησαν με αποτέλεσμα την απόρριψη τους. Παρέμειναν οι άλλοι τέσσερις (4). Με τον τέταρτο (4ο) λόγο προσβάλλεται ως εσφαλμένη η πρωτόδικη απόφαση καθότι δεν εφαρμόστηκε η αρχή της "φαινόμενης εξουσιοδότησης" (ostensible authority) στη νομική ανάλυση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου σχετικά με τη σύναψη συμβάσεως μεταξύ των μερών κατά πόσο τα μέρη συμβλήθηκαν ή όχι. Με τον πέμπτο (5ο) ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εφάρμοσε στα περιστατικά της υπόθεσης την Αρχή του Proprietary Estoppel, με τον έκτο (6ο) λόγο, ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο εφάρμοσε στα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης τις Αρχές του αδικαιολόγητου πλουτισμού και τέλος με τον έβδομο (7ο) ότι εσφαλμένα κρίθηκαν αναξιόπιστοι οι Εφεσείοντας αρ. 3 και Μ.Υ.3.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος για τους Εφεσείοντες τόσο γραπτώς, στο περίγραμμα αγόρευσης των Εφεσειόντων, αλλά και προφορικά ενώπιον μας, υποστήριξε ότι ο Αρχιεπίσκοπος μπορεί να μην έχει πλήρη εξουσία να συμβληθεί με τρίτα πρόσωπα σε θέματα που αφορούν ακίνητη περιουσία της Αρχιεπισκοπής, αλλά έχει "φαινόμενη εξουσιοδότηση" (ostensible authority) λόγω της θέσης του ως Προέδρου της Ιεράς Συνόδου να την δεσμεύει. Σχετικό είναι το Άρθρο 197 του ΚΕΦ. 149. Παρέθεσε δε προς τούτο σχετική νομολογία. Είναι θέση του ότι αυτό έγινε στην παρούσα υπόθεση πλην όμως το πρωτόδικο Δικαστήριο απέτυχε να εξετάσει το θέμα αυτό.
Αντίθετη θέση, βεβαίως, υποστήριξε ο ευπαίδευτος συνήγορος των Εφεσιβλήτων ο οποίος θεωρεί την πρωτόδικη απόφαση ως ορθή.
Εξετάσαμε τα όσα εισηγήθηκε ο ευπαίδευτος συνήγορος των Εφεσειόντων. Ο λόγος έφεσης δεν μπορεί να επιτύχει. Επίσης η υπόθεση δεν προσφέρεται για ανάλυση της έννοιας και πότε εφαρμόζεται η "φαινόμενη εξουσιοδότηση". Στα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τον υπό της Εφεσείουσας 2 προβληθέντα ισχυρισμό περί παρουσίασης του τότε Αρχιεπισκόπου ως εκπροσώπου των Εφεσίβλητων όπως απέρριψε και τη θέση ότι αυτός προέβη στη σύναψη συμφωνιών με την Εφεσείουσα 2 σε σχέση με τα επίδικα κτήματα, ως εκπρόσωπος των Εναγόντων. Τα πιο πάνω ευρήματα δεν προσβάλλονται με την Έφεση και συνεπώς καθιστούν τον εξεταζόμενο λόγο έφεσης αλυσιτελή και ως τέτοιος απορρίπτεται.
Η εισήγηση των Εφεσειόντων αναφορικά με τον πέμπτο λόγο είναι ότι ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου υπήρχαν όλα τα συστατικά στοιχεία για εφαρμογή του κωλύματος Proprietary Estoppel που ήταν η δεύτερη υπεράσπιση των Εφεσειόντων και το πρωτόδικο Δικαστήριο την αγνόησε και δεν ασχολήθηκε καθόλου με αυτή. Είναι γεγονός ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ουδόλως αναφέρθηκε στην απόφαση περί του θέματος αυτού. Οι Εφεσίβλητοι εισηγούνται ότι ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ασχολήθηκε με το θέμα αυτό καθότι δεν εγείρεται ρητά τέτοιο ζήτημα με την Έκθεση Υπεράσπισης των Εφεσειόντων.
Σε συμφωνία με τους Εφεσίβλητους, παρατηρούμε ότι με την Έκθεση Υπεράσπισης των Εφεσειόντων δεν εγείρεται τέτοιο ζήτημα. Η ανυπαρξία τέτοιου ισχυρισμού στα δικόγραφα αποκλείει την εξέταση του (βλ. Λάμπρου ν. Κεφάλα (2000) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1516 και Φραντζής κ.α. ν. Φιλική Ασφαλιστική Εταιρεία Λτδ (2010) 1(Α) Α.Α.Δ. 254). Περαιτέρω, τυχόν αναγνώριση δημιουργίας δικαιωμάτων σε ακίνητη περιουσία με την εφαρμογή του περιουσιακού κωλύματος θα ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με τις πρόνοιες του Άρθρου 4 που δεν επιτρέπει την εφαρμογή των Κανόνων του Κοινοδικαίου και της Επιείκειας στη δημιουργία δικαιωμάτων πάνω σε ακίνητη ιδιοκτησία στην Κύπρο. Τα δικαιώματα που μπορεί να αποκτηθούν δεν μπορεί να είναι άλλα εκτός από εκείνα που καθορίζονται ρητά με το Άρθρο 4 του ΚΕΦ. 224 (βλ. Odysseos v. Pieris Estates & Other (1982) 1 C.L.R 557, Παπακόκκινου κ.α. ν. Δήμου Πάφου (1998) 1 Α.Α.Δ. 2398).
Ο πέμπτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Σύμφωνα με τον έκτο (6ο) λόγο προσβάλλεται ως εσφαλμένη η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι "από τη στιγμή που δεν υπάρχει έγκυρη σύμβαση τότε δεν μπορεί να πετύχει η Ανταπαίτηση για αδικαιολόγητο πλουτισμό".
Ο έκτος λόγος στηρίζεται στο ακόλουθο απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση:
"Η Ανταπαίτηση της εναγομένης 2 βασίζεται στη διάρρηξη συμφωνίας και σε αδικαιολόγητο πλουτισμό. Ως αναφέρω και ανωτέρω δεν έχω ικανοποιηθεί ότι υπήρξε οποιαδήποτε έγκυρη συμφωνία μεταξύ των εναγόντων και της εναγομένης 2 και ως εκ τούτου η ανταπαίτηση της δεν μπορεί να πετύχει. Ανεξαρτήτως της πιο πάνω κατάληξης μου θα προχωρήσω να εξετάσω το θέμα των αποζημιώσεων σε περίπτωση που η απόφαση εφεσιβληθεί και η έφεση πετύχει."
Οι Εφεσείοντες δικογραφικά προβάλλουν την Ανταπαίτηση τους με βάση, όπως ορθά παρατηρεί και το πρωτόδικο Δικαστήριο, διαζευκτικά είτε "δυνάμει παραβάσεως και/ή διαρρήξεως από μέρους των εκκαλούντων (Εφεσίβλητων) των επίδικων συμφωνιών που έχουν συναφθεί μεταξύ Εναγομένης 2 (Εφεσείουσας 2) και Εναγόντων/Εφεσίβλητων" είτε "δυνάμει αδικαιολόγητου πλουτισμού των Εναγόντων (Εφεσίβλητων) σε βάρος της Εναγομένης 2 (Εφεσείουσας 2) με τα πιο πάνω ποσά".
Εξετάζοντας το σχετικό μέρος της απόφασης είμαστε της γνώμης ότι εκεί όπου το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρεται στην απόφαση του "ότι δεν έχει ικανοποιηθεί ότι υπήρξε οποιαδήποτε έγκυρη συμφωνία μεταξύ των Εναγόντων και της Εναγομένης 2 και ως εκ τούτου η Ανταπαίτηση της δεν μπορεί να επιτύχει", αναφέρεται στην πρώτη βάση της Ανταπαίτησης, ήτοι στη διάρρηξη της συμφωνίας. Πολύ ορθά συναφώς έκρινε ότι εφόσον δεν υπήρξε συμφωνία μεταξύ των μερών δεν θα μπορούσε να επιτύχει η Ανταπαίτηση επί τη βάσει αυτή. Η αναφορά αυτή του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν αφορούσε την έτερη βάση της Ανταπαίτησης που ήταν ο αδικαιολόγητος πλουτισμός. Δεν μπορεί επίσης να έχει οιανδήποτε εφαρμογή το Άρθρο 65[1] του Περί Συμβάσεων Νόμου, ΚΕΦ. 149 στα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης, όπως ήταν η εισήγηση του ευπαίδευτου συνηγόρου των Εφεσειόντων ενώπιον μας, για τον απλούσατο λόγο ότι το Άρθρο αυτό αναφέρεται σε ακυρότητα συμφωνίας, υπόβαθρο το οποίο δεν ενυπάρχει στην παρούσα υπόθεση.
Στην πρόσφατη απόφαση xxx Ζένιος Λτδ ν. Touch Properties and Investments Ltd Π.Ε. 484/12 ημερ. 10.6.2019, λέχθηκαν τα ακόλουθα:
"Είναι νομολογιακά γνωστό ότι η νομική υπόσταση της αξίωσης για αποζημιώσεις στη βάση του αδικαιολόγητου πλουτισμού εδράζεται επί του άρθρου 70 του περί Συμβάσεων Νόμου, ΚΕΦ. 149. Το άρθρο αυτό προβλέπει για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό και την ανταπόδοση έξω και ανεξάρτητα από οποιοδήποτε συμβατικό πλαίσιο ή όπου το συμβατικό πλαίσιο αποτυγχάνει. Το άρθρο 70 ενσωματώνει τις αρχές του δικαίου της επιείκειας γνωστές ως αδικαιολόγητος πλουτισμός και αποκατάσταση (restitution).
Προς αποκατάσταση ο πλουτισμός πρέπει, μεταξύ άλλων, να είναι αδικαιολόγητος (βλ. Pakistan Cables Ltd v. NSB General Trading (Overseas) Co Ltd κ.ά. (2012) 1 (Β) Α.Α.Δ. 1711.
Στην υπόθεση Αρχιππέα Σύμβουλοι Επενδύσεων Λτδ κ.ά. ν. xxx Κακαβού, Πολ. Εφ. 278/2010, ημερ. 15/10/2015, ECLI:CY:AD:2015:A683 αναφέρθησαν τα εξής ως προς τον αδικαιολόγητο πλουτισμό:
«Οι αρχές της αποκατάστασης και του αδικαιολόγητου πλουτισμού εξηγούνται με ενάργεια στο σύγγραμμα του Π.Γ.Πολυβίου: «Το Δίκαιο των Συμβάσεων» Τόμος 3, σελ. 799-810 όπου αναπτύσσεται η όλη σχετική νομολογία στο θέμα. Όπως εύστοχα συζητείται στο σχετικό κεφάλαιο, οι θεραπείες του αδικαιολόγητου πλουτισμού («unjust enrichment») και αποκατάστασης («restitution»), είναι στην ουσία εξωσυμβατικές. Ενώ, δηλαδή, μια σύμβαση ή συμφωνία βασίζεται στην αμοιβαία συναίνεση των μερών με αντιπαροχή να κινείται από το ένα μέρος προς το άλλο, η αποκατάσταση βασίζεται στον αδικαιολόγητο προσπορισμό οφέλους από πρόσωπο σε βάρος άλλου στην απουσία σύμβασης ή συμφωνίας. Σκοπός της θεραπείας δεν είναι η κάλυψη της ζημιάς στον ενάγοντα, αλλά στην αποστέρηση του οφέλους ή κέρδους από τον εναγόμενο.
Γενικά, όμως, δεν έχει ακόμη αναγνωρισθεί στο Αγγλικό δίκαιο μια γενική και ενοποιημένη κατηγορία βασισμένη στον αδικαιολόγητο πλουτισμό, (Orakpo v. Manson Investments Ltd (1978) AC 95). Αυτή η μη αναγνώριση του αδικαιολόγητου πλουτισμού ως αυτόνομης αιτίας αγωγής έχει απασχολήσει και το Ανώτατο Δικαστήριο στις υποθέσεις Miverva Finance and Investment Ltd v. Γεωργιάδη (1998) 1 Α.Α.Δ. 2173 και Κίτσης ν. Γενικού Εισαγγελέα (2001) 1 Α.Α.Δ. 1077. Η σύγχρονη αντίληψη είναι ότι η αποκατάσταση συνιστά θεραπεία και όχι βάση αγωγής και ανήκει χωρίς άλλο στο χώρο του δικαίου της επιείκειας. Γίνεται πλέον λόγος για restitutional claim, η φιλοσοφία και λειτουργία του οποίου απορρέει από οιονεί συμβατική σχέση που στοχεύει στην απόδοση ποσού στον ενάγοντα του οφέλους που απεκόμισε ο εναγόμενος λόγω λανθασμένης ή έκνομης πράξης. Κατά τον F.H. Lawson: "Remedies of English Law" σελ. 173, η βάση της αξίωσης εδράζεται στον αδικαιολόγητο πλουτισμό ή την ύπαρξη εξυπακουόμενης υπόσχεσης. Η θεραπεία της αποκατάστασης («restitution»), έχει αναφερθεί και εξηγηθεί στην Θεοχαρίδης ν. Ιωάννου (2012) 1 Α.Α.Δ. 1311, σελ. 1328-1330.»
Η βασική αρχή που εξάγεται από την πιο πάνω νομολογία είναι ότι μια αξίωση για αδικαιολόγητο πλουτισμό δεν θεωρείται ως αξίωση για αποζημίωση για απώλεια αλλά για απόσπαση του οφέλους που αδικαιολόγητα αποκόμισε ο εναγόμενος με έξοδα του ενάγοντα (βλ. Benedetti v. Sawiris (2013) 3 WLR 351)."
Κατά συνέπεια στα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης δεν μπορούν να τύχουν εφαρμογής τα Άρθρα 65 και 77(Ι)[2] του ΚΕΦ. 149, ως ήταν η εισήγηση του ευπαίδευτου συνηγόρου των Εφεσειόντων, προκειμένου να επιτύχει η Ανταπαίτηση τους, για τον απλούστατο λόγο ότι εδώ σύμφωνα με τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν υπήρξε συμφωνία μεταξύ των διαδίκων ή μεταξύ των Εφεσιβλήτων ή ενός εκ των Εφεσειόντων. Επίσης, με δεδομένη την αποτυχία των Εφεσειόντων να αποδείξουν οιονδήποτε όφελος που κατ' ισχυρισμόν απεκόμισε αδικαιολόγητα η πλευρά των Εφεσίβλητων δεν μπορούσε να αποδοθεί οιονδήποτε ποσό σύμφωνα με τις αρχές του αδικαιολόγητου πλουτισμού.
Ο έκτος λόγος απορρίπτεται.
Η κρίση και ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με την αξιοπιστία του Εφεσείοντα 3 και Μ.Υ.3, αποτελούν το αντικείμενο του έβδομου λόγου. Σύμφωνα με αυτόν, το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε αυτούς αναξιόπιστους εφόσον η μαρτυρία του Μ.Υ.3 στηρίχθηκε σε στοιχεία που ήταν προϊόν του Κυπριακού Οργανισμού Αγροτικών Πληρωμών (ΚΟΑΠ) ενώ η μαρτυρία του Εφεσείοντα 3 δεν αμφισβητήθηκε από την άλλη πλευρά.
Στις Μάρτη ν. Θεωρή κ.α. Π.Ε. 321/2010 και Π.Ε. 322/10 ημερ. 3.12.2015, ECLI:CY:AD:2015:A809 αναφέρονται τα ακόλουθα σχετικά:
"Στην απόφαση μας Cyprus Popular Bank Public Co. Ltd "υπό εξυγίανση δυνάμει των προνοιών του περί Εξυγίανσης Πιστωτικών και άλλων Ιδρυμάτων Νόμου του 2013, Ν. 17(1)/13 (ενεργώντας μέσω της ειδικής διαχειρίστριας της Αντρης Αντωνιάδου) v. Otis Elevators (Cyprus) Ltd κ.α., Π.Ε. 371/2009 ημερ. 16/2/2015 επαναλάβαμε τ΄ ακόλουθο απόσπασμα από την C. Roushas Trading and Development Ltd. ν. Mωσαϊκού, Π.E. 98/2010, ημερ. 8/12/14.
«Σταθερή είναι η νομολογία ότι το Εφετείο δεν επεμβαίνει με ευκολία στην πρωτόδικη αξιολόγηση. Αυτή συναποτελεί το αποτέλεσμα της κρίσης του Δικαστηρίου επί της μαρτυρίας που δίδεται ενώπιον του δια ζώσης (viva voce). Στην Tekinder Pal κ.α. ν. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 551, 555 λέχθηκαν τ' ακόλουθα από το Εφετείο:
«Η εντύπωση που αποκομίζει από τους μάρτυρες το πρωτόδικο Δικαστήριο φέρει μαζί της το ευεργέτημα της επισταμένης παρακολούθησης των όσων οι μάρτυρες καταθέτουν, τον τρόπο με τον οποίο καταθέτουν, τη λογική που η μαρτυρία τους εκπέμπει και όλα αυτά σε συνδυασμό με την ανάλογη αντιπαραβολή με τη δικογραφία στις πολιτικές υποθέσεις ή τις καταθέσεις στις ποινικές υποθέσεις και τα εν γένει τεκμήρια. Η ανθρώπινη εμπειρία εν πολλοίς είναι οδηγός ως προς τη λογική των πραγμάτων (δέστε Baloise Insurance Co Ltd ν. Kατωμονιάτη κ.α. (2008) 1 Α.Α.Δ. 1275).»
Παρ' όλα ταύτα επέμβαση είναι δυνατή όταν τα ευρήματα που κατέληξε το πρωτόδικο Δικαστήριο αντιστρατεύονται τη λογική των πραγμάτων ή συγκρούονται με άλλη αποδεκτή μαρτυρία ή διαπιστώνεται ότι η αξιολόγηση των δεδομένων ήταν πλημμελής (βλ. Bullows v. Νεοφύτου (1994) 1 Α.Α.Δ. 41, Αδαμίδης & Συνεργάτες ν. Δ. Κυθρεώτη & Συνεργάτες (2011) 1 Α.Α.Δ. 2106, xxx Αττεσλή κ.α. ν. Τράπεζας Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ., Π.Ε. 231/2009, ημερ. 25/10/13)»
Παρατηρούμε, με όλο το σεβασμό προς τον ευπαίδευτο συνήγορο των Εφεσειόντων, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο κατά τη διεργασία αξιολόγησης της μαρτυρίας των δύο, (Εφεσείοντα 3 και Μ.Υ.3) αναφέρθηκε σε συγκεκριμένους λόγους για τους οποίους έκρινε τη μαρτυρία τους αναξιόπιστη. Ειδικότερα, για τους ισχυρισμούς του Εφεσείοντα 3 ανέφερε ότι δεν μπορεί να τους δεχθεί καθότι αυτοί ήταν γενικοί και δεν τεκμηριώθησαν ως επιτάσσει η νομολογία εφόσον επρόκειτο για ειδικές ζημιές. Όσον αφορά δε την μαρτυρία του Μ.Υ.3 την απέρριψε καθότι αυτή κρίθηκε ότι η έκθεση που ετοίμασε ήταν ελλιπής, η μαρτυρία του ήταν αντίθετη με τους ισχυρισμούς της Εφεσείουσας 2 και ότι μέρος της μαρτυρίας του στηριζόταν επί στοιχείων που δόθησαν από τρίτους ενώ αυτός ψευδώς ισχυρίστηκε αρχικά ότι είχε προσωπική γνώση.
Έχοντας υπόψιν τα πιο πάνω, κρίνουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο κινήθηκε εντός των ορθών παραμέτρων που ορίζει η νομολογία και δεν παρέχεται δυνατότητα επέμβασης μας. Ως αποτέλεσμα, και ο λόγος αυτός απορρίπτεται.
Η Έφεση απορρίπτεται με €2.500 έξοδα εις βάρος των Εφεσειόντων και υπέρ των Εφεσίβλητων.
ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.
Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.
Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.
/γκ
[1]65. Αν η συμφωνία αποδειχτεί εξ υπαρχής άκυρη, ή η σύμβαση καταστεί άκυρη, το πρόσωπο που προσπορίστηκε οποιοδήποτε όφελος δυνάμει της εν λόγω συμφωνίας ή σύμβασης υποχρεούται να αποκαταστήσει το όφελος αυτό ή να καταβάλει αποζημίωση στο πρόσωπο από το οποίο προσπορίστηκε αυτό.
[2] 77.-(1) Σύμβαση που αφορά τη μίσθωση ακίνητης ιδιοκτησίας για περίοδο που υπερβαίνει το ένα έτος
δεν είναι έγκυρη και εκτελεστή εκτός αν-
(α) είναι γραπτή~ και
(β) υπογράφεται στο τέλος αυτής, από το κάθε πρόσωπο που βαρύνεται από τη σύμβαση ή από πρόσωπο το οποίο είναι ικανό προς το συμβάλλεσθαι και το οποίο έχει δεόντως εξουσιοδοτηθεί να υπογράψει εκ μέρους του πιο πάνω προσώπου στην παρουσία δύο τουλάχιστο μαρτύρων ικανών προς το συμβάλλεσθαι, οι οποίοι και προσυπογράφουν τη σύμβαση ως μάρτυρες.