ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Ευγ. Στυλιανού ν. Βασ. Στυλιανού (1993) 1 ΑΑΔ 130
Ανδρέας Ιακωβίδης ν. Κάρεν Ιακωβίδου (2000) 1 ΑΑΔ 1108
Ιωαννίδης Ησαΐας και Άλλη ν. Chada Ιωαννίδη και Άλλου (2002) 1 ΑΑΔ 1446
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:DOD:2020:1
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
(Έφεση Αρ. 4/2015)
14 Ιανουαρίου, 2020
[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΓΙΑΣΕΜΗ, Δ.Δ.]
xxxx ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ,
Εφεσείουσα,
και
xxxx ΞΙΟΥΡΟΥ,
Εφεσίβλητος.
-------------------------
Αχ. Αιμιλιανίδης με Α. Λουκά, για την Εφεσείουσα.
Ν. Νικολάου, για τον Εφεσίβλητο.
-------------------------------
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη, θα απαγγελθεί από το Δικαστή Παμπαλλή.
-------------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Στις 15 Δεκεμβρίου 2014, εκδόθηκε από το Οικογενειακό Δικαστήριο Λευκωσίας, διάταγμα, με το οποίο ρυθμιζόταν το δικαίωμα επικοινωνίας του εφεσείοντα με τα δύο ανήλικα τέκνα του.
Η εφεσίβλητη αμφισβητεί με την παρούσα έφεση την ορθότητα της πιο πάνω απόφασης.
Οι διάδικοι τέλεσαν το γάμο τους στις 7 Δεκεμβρίου 2003 και στις 19 Αυγούστου 2004 απέκτησαν δίδυμα κορίτσια. Τον Ιούλιο του 2007 επήλθε διάσταση στο γάμο τους. Σε μια προσπάθεια να σώσουν το γάμο τους επανασυμβίωσαν. Το Σεπτέμβριο του 2007, όμως, επήλθε οριστική διάσταση και έκτοτε ο εφεσίβλητος διαμένει στην Αγία Νάπα, η δε εφεσείουσα με τα ανήλικα κορίτσια διαμένουν στη Λευκωσία.
Ο εφεσίβλητος καταχώρισε την Αίτηση Γονικής Μέριμνας υπ' αρ. 362/2007 με την οποία ζητούσε τη φύλαξη, επιμέλεια και φροντίδα των ανηλίκων, καθώς και τη ρύθμιση της επικοινωνίας του μαζί τους. Στο πλαίσιο της εν λόγω αίτησης, που αντίκρισε την ένσταση της εφεσείουσας, το θέμα της επικοινωνίας ρυθμίστηκε, στο πλαίσιο έκδοσης προσωρινού διατάγματος, ημερ. 9 Οκτωβρίου 2007. Τούτο αντικαταστάθηκε στη συνέχεια με άλλο και τελικώς, στις 13 Σεπτεμβρίου 2010, με απόφαση του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, η φύλαξη, φροντίδα και επιμέλεια των ανήλικων τέκνων ανατέθηκε στην εφεσείουσα.
Παρέμεινε προς εξέταση το θέμα της επικοινωνίας του εφεσιβλήτου με τις ανήλικες θυγατέρες του. Το Οικογενειακό Δικαστήριο, με την εκκαλούμενη απόφαση εξέδωσε διάταγμα με το οποίο ρυθμίστηκε το εν λόγω δικαίωμα επικοινωνίας του εφεσιβλήτου. Το διάταγμα έχει μια διάρκεια χρόνου, ρυθμίζοντας ποικιλοτρόπως τη δυνατότητα του εφεσιβλήτου να επικοινωνεί με τις θυγατέρες του.
H έφεση, όπως σημειώσαμε, στρέφεται εναντίον του πιο πάνω διατάγματος επικοινωνίας.
Η γενόμενη από το δικαστήριο αξιολόγηση της προσαχθείσας μαρτυρίας, αποτελεί τον πυρήνα των λόγων έφεσης 1-5. Οι λόγοι έφεσης 6 και 7 στρέφονται εναντίον της αξιολόγησης της έκθεσης των λειτουργών του Τμήματος Κοινωνικής Ευημερίας, ιδιαιτέρως σε συνάρτηση με την επιθυμία των ανήλικων τέκνων των διαδίκων. Με το λόγο έφεσης 8 προβάλλεται ότι η πρωτόδικη απόφαση είναι αντίθετη προς το συμφέρον των ανηλίκων. Τέλος, με τον ένατο λόγο έφεσης αμφισβητείται η ορθότητα του τρόπου επικοινωνίας του εφεσιβλήτου με τα ανήλικα τέκνα του, όπως αυτός καθορίστηκε από το δικαστήριο.
Με τον έκτο λόγο έφεσης η εφεσείουσα προβάλλει ότι το πρωτόδικο δικαστήριο αγνόησε πλήρως τα δεδομένα που υπήρχαν ενώπιον του ως προς την καταλληλότητα του εφεσιβλήτου να έχει επικοινωνία με τα παιδιά του, καθώς και τους λόγους για τους οποίους τα παιδιά του αρνούνταν να έχουν επικοινωνία μαζί του. Προβάλλεται επίσης ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα και αναιτιολόγητα υιοθέτησε την έκθεση του Γραφείου Ευημερίας, η οποία ήταν ανεπαρκής και προϊόν ελλιπούς έρευνας, χωρίς να αντικατοπτρίζει τη γνώμη των παιδιών.
Η εφεσείουσα προβάλλει επίσης με τον λόγο έφεσης 7 ότι το δικαστήριο εσφαλμένα δεν έλαβε υπόψη του τη μαρτυρία των παιδιών, τα οποία ήταν σαφή ως προς την επιθυμία τους να μην έχουν επικοινωνία με τον πατέρα τους. Όπως αναφέρει η εφεσείουσα, τα παιδιά κατά τη συνέντευξη τους απέδειξαν την ωριμότητα αντίληψης τους και ανέφεραν τα γεγονότα τα οποία συνέβησαν σε σχέση με συμπεριφορά του εφεσιβλήτου απέναντι τους.
Σύμφωνα με την εφεσείουσα, το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα εξέτασε το επίδικο θέμα που αφορούσε τον τρόπο συμπεριφοράς του εφεσιβλήτου απέναντι στα παιδιά του. Όπως προβάλλει, ο ίδιος ευθύνεται για το γεγονός ότι οι ανήλικες αρνούνται να έχουν επικοινωνία μαζί του.
Θα εξετάσουμε πρώτα τον ισχυρισμό ότι το πρωτόδικο δικαστήριο προέβηκε σε εσφαλμένη αξιολόγηση της μαρτυρίας των λειτουργών του Τμήματος Ευημερίας και εσφαλμένα υιοθέτησε την έκθεση τους. Η εφεσείουσα προβάλλει ότι η έκθεση ήταν ανεπαρκής καθότι δεν ετοιμάσθηκε μετά από πλήρη έρευνα και στηρίχθηκε πάνω σε απαρχαιωμένες αντιλήψεις και όχι πάνω σε πραγματικά γεγονότα.
Σύμφωνα με την εφεσείουσα, η μια λειτουργός Ευημερίας, αντίθετα με αξιόπιστη μαρτυρία τρίτων προσώπων και σχετικές εκθέσεις, κατέληξε, μετά από σύντομη συνάντηση με τις ανήλικες, στο συμπέρασμα ότι αυτές δεν είχαν υποστεί βίαιη συμπεριφορά από τον πατέρα τους και ότι αυτό ήταν προϊόν υποβολής από τρίτα πρόσωπα. Τέλος, προβάλλει ότι η λειτουργός δεν έλαβε υπόψη τη "φωνή των παιδιών" και την αντίληψη τους ως προς το συμφέρον τους.
Η εφεσείουσα προβάλλει επίσης ότι το μόνο που έπραξε η δεύτερη λειτουργός του Γραφείου Ευημερίας, ήταν να καταγράψει τα όσα της ανέφεραν ο εφεσίβλητος και η μητέρα του, χωρίς να διερευνήσει οποιαδήποτε περαιτέρω στοιχεία.
Σημειώνουμε ότι στις διαδικασίες αυτές δεν υπάρχει το στοιχείο της αντιπαράθεσης, όπου κρίνεται η αξιοπιστία των διαδίκων επί των προβαλλόμενων θέσεων και γεγονότων που προωθούνται, αλλά έχει ως αντικειμενικό στόχο την εξέταση της αίτησης με βάση το συμφέρον των ανηλίκων. (Κατσούρη ν. Χατζηνικόλα (2010) 1 Α.Α.Δ. 1634).
Όπως αναφέρεται στην υπόθεση Ιωαννίδης ν. Ιωαννίδης (2002) 1 Α.Α.Δ. 1446:
"Στη διαδικασία αιτήσεων γονικής μέριμνας δεν υπάρχει το στοιχείο της αντιπαράθεσης μεταξύ των γονέων. Πρόκειται για διαδικασία εξεταστικού χαρακτήρα της οποίας, ο τελικός σκοπός είναι η καλύτερη εξυπηρέτηση της ευημερίας και του συμφέροντος του ανηλίκου. Στα άρθρα 6 και 14 του νόμου, αναφέρεται ότι το κύριο κριτήριο για τη γονική μέριμνα είναι το συμφέρον του τέκνου. Πρόκειται για αρχή η οποία επαναλαμβάνεται συχνά στη νομολογία. Βλ. Στυλιανού ν. Στυλιανού (ανωτέρω) και Ιακωβίδης ν. Ιακωβίδη (2000) 1 Α.Α.Δ. 1108, από την οποία και η πιο κάτω επιγραμματική διατύπωση της αρχής:
«Η ύψιστη αρχή που το Δικαστήριο θα πρέπει πάντα να έχει υπόψιν σε τέτοιες υποθέσεις είναι η ευημερία του ανηλίκου»."
Η ετοιμασία έκθεσης λειτουργού του Γραφείου Ευημερίας είναι επιβεβλημένη πριν τη λήψη απόφασης από το Οικογενειακό Δικαστήριο. Η έκθεση θα πρέπει να παρέχει τα απαραίτητα στοιχεία στο δικαστήριο για να μπορέσει να υποβοηθήσει το δικαστήριο να καταλήξει στην απόφαση του.
Ο Κανονισμός 5 του περί Κηδεμονίας Ανηλίκων και Ασώτων Διαδικαστικός Κανονισμός [1] προβλέπει ότι:
"Τηρουμένων των διατάξεων του Κανονισμού 4, οσάκις υποβάλλεται αίτησις προς το Δικαστήριον δυνάμει του Νόμου, δι' έκδοσιν διατάγματος εν σχέσει προς το πρόσωπον του ανηλίκου, το Δικαστήριον διορίζει, το ταχύτερον δυνατόν, Λειτουργόν Ευημερίας εντός των ορίων της δικαιοδοσίας του οποίου ο αιτητής ή ο ανήλικος διαμένει, καθήκον του οποίου είναι να διερευνά όσον το δυνατόν πληρέστερον, όλας τας περιστάσεις τας σχετικάς με το προτεινόμενον διάταγμα προς τον σκοπόν όπως διασφαλισθώσι τα συμφέροντα του ανηλίκου ενώπιον του Δικαστηρίου, και να υποβάλλη σχετικήν έκθεσιν προς το Δικαστήριον και ειδικώς είναι καθήκον του Λειτουργού Ευημερίας-
(α) να διεξάγη ερεύνας προς άπαντα τα θέματα ως προς τα οποία υπάρχει οιοσδήποτε ισχυρισμός εν τη αιτήσει ή άτινα σχετίζονται προς αυτήν και άτινα κατά την γνώμην του θα βοηθήσωσι το Δικαστήριον εις το να αποφασίση περί της καταλληλότητας του αιτητού να καταστή ο κηδεμών του ανηλίκου και να υποβάλλη έκθεσιν προς το Δικαστήριον περί αυτών·
(β) να λαμβάνη συνεντεύξεις προσωπικώς ή μέσω ετέρου Λειτουργού Ευημερίας ενεργούντος εκ μέρους του διά τον σκοπόν αυτόν, παρ' οιουδήποτε προσώπου το οποίον αιτείται έκδοσιν του διατάγματος ή το οποίον αναφέρεται εν τη αιτήσει, ή προσώπου προς το οποίον απαιτείται όπως επιδοθή κοινοποίησις της αιτήσεως δυνάμει του Κανονισμού 11(3)·
...................″
Στην υπόθεση Δαμιανού ν. Δαμιανού (1989) 1 Α.Α.Δ. 29 αναφέρεται:
"Η θέσπιση του Κ5 δικαιολογείται από τη φύση του επιδίκου θέματος που είναι ο καθορισμός των συμφερόντων του ανηλίκου, και όχι το βάσιμο των διεκδικήσεων των αντιδικούντων γονέων. Η εξασφάλιση ανεξάρτητης πηγής για τη διαφώτιση του Δικαστηρίου στον ευαίσθητο τομέα των συμφερόντων του ανηλίκου αποτελεί ουσιαστική νομοθετική πρόνοια. Και δεν παρέχεται διακριτική ευχέρεια στο Δικαστήριο να την παρακάμψει. Ο Κ5 δε ρυθμίζει μόνο διαδικαστικά θέματα αλλά και θέματα ουσίας που αφορούν τη μαρτυρία που είναι αναγκαία για τον καθορισμό των συμφερόντων του ανηλίκου. Στα πλαίσια της κατεξοχήν εξεταστικής διαδικασίας για τη διαπίστωση των συμφερόντων του ανηλίκου, αποτελεί καθήκον του Δικαστηρίου να εξασφαλίσει την έκθεση που προβλέπουν οι θεσμοί, βασική προϋπόθεση για την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας. Χωρίς την μαρτυρία αυτή δε μπορεί, σύμφωνα με τις ρητές διατάξεις του Κ5(1), να κριθεί αίτηση για την κηδεμονία, φύλαξη και φροντίδα του ανηλίκου."
Στο σύγγραμμα Bromley's Family Law, Tenth Edn., στη σελίδα 490 αναφέρεται ότι:
"Once appointed reporters or welfare officers are generally expected to investigate the circumstances of the child or children concerned and the important figures in their lives with a view to providing the court with factual information on which to make a decision.″
Η έκθεση της λειτουργού του Γραφείου Ευημερίας καταγράφει όσα ανέφεραν οι ανήλικες ως προς τη σχέση τους με τον πατέρα τους και την επιθυμία τους να μην έχουν επικοινωνία μαζί του. H λειτουργός σημειώνει ότι τα παιδιά έχουν ταυτιστεί με τη στάση της μητέρας και εισηγείται την επανέναρξη της επικοινωνίας των παιδιών με τον πατέρα αφού «πιστεύεται ότι η συμμετοχή και των δυο γονέων στη ζωή των παιδιών αποβαίνει προς το συμφέρον τους».
Η λειτουργός στη μαρτυρία της ανέφερε ότι με βάση την έρευνα της δεν είχε διαπιστώσει ότι ο πατέρας ασκούσε βία στις ανήλικες και επομένως δεν θεωρούσε ότι η επικοινωνία μαζί του θα τις βλάψει. Κατέληξε στο συμπέρασμα αυτό γιατί, όπως ανέφερε, οι ανήλικες δεν μπορούσαν να προσδιορίσουν λεπτομερώς τον τρόπο με τον οποίο, κατ' ισχυρισμό, τις κτυπούσε. Δεν θεωρούμε ότι η έκθεση και οι εισηγήσεις ήταν επαρκείς. Οι εισηγήσεις στις οποίες προβαίνει η λειτουργός στην έκθεση της θα πρέπει να αιτιολογούνται και να εξηγείται η βάση πάνω στην οποία προβαίνει σε αυτές τις συστάσεις.
Η εισήγηση της λειτουργού για επανέναρξη της επικοινωνίας του εφεσιβλήτου με τις ανήλικες βασίζεται πάνω στις διαπιστώσεις τις οποίες είχε κάνει. Δεν θεωρούμε ότι οι διαπιστώσεις αυτές αιτιολογούνται, επαρκώς, στην έκθεση πέραν των όσων έχουμε αναφέρει πιο πάνω, και συνεπώς δεν μπορούσε να παρέχει ικανοποιητική βοήθεια στο δικαστήριο.
Στο σύγγραμμα Bromley (ανωτέρω) γίνεται αναφορά στη σελίδα 490, στις κατευθυντήριες γραμμές που ισχύουν στην Αγγλία οι οποίες πρέπει να ακολουθούνται κατά την ετοιμασία εκθέσεων από Λειτουργούς Ευημερίας:
″..Explain the basis upon which those recommendations have been made, including reason both for and against those recommendations.″
Το δικαστήριο, για σκοπούς απόφασης, υιοθέτησε την έκθεση και τις εισηγήσεις που έγιναν σ' αυτή. Έχοντας καταλήξει ότι η έκθεση δεν παρείχε τα απαραίτητα στοιχεία για να βοηθήσει το δικαστήριο, θεωρούμε ότι ο λόγος έφεσης επιτυγχάνει.
Είμαστε της γνώμης, όμως, ότι θα πρέπει να εξετάσουμε και την προβληθείσα εισήγηση ότι το πρωτόδικο δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του τη γνώμη των παιδιών ως προς το θέμα της επικοινωνίας με τον πατέρα τους.
Το άρθρο 17 του περί Σχέσεων Γονέων και Τέκνων Νόμου 216/90 (ο ″Νόμος″) προβλέπει ότι:
"(1) Ο γονέας με τον οποίο δε διαμένει το τέκνο διατηρεί το δικαίωμα της προσωπικής επικοινωνίας με αυτό.
(2) Σε περίπτωση διαφωνίας όσο αφορά την άσκηση του δικαιώματος, προσωπικής επικοινωνίας, αποφασίζει το Δικαστήριο.
(3) Στην απόφαση του το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη και εφαρμόζει κατ' αναλογία τις πρόνοιες του άρθρου 6."
Το άρθρο 6(3) αναφέρει ότι:
"Ανάλογα με την ωριμότητα του τέκνου και στο βαθμό που μπορεί να αντιληφθεί, πρέπει να ζητείται και να συνεκτιμάται η γνώμη του πριν από κάθε απόφαση σχετικά με τη γονική μέριμνα, εφόσο η απόφαση αφορά τα συμφέροντα του."
Στο πλαίσιο της συνέντευξης που είχε η πρωτόδικος Δικαστής με τις ανήλικες, αυτές εξέφρασαν την άρνηση τους όπως έχουν οποιαδήποτε επικοινωνία με τον πατέρα τους. Το δικαστήριο διαπίστωσε ότι «πρόκειται για έξυπνα παιδιά που μπορούν, χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία, να διατυπώσουν τις απόψεις, τα συναισθήματα και τις επιθυμίες τους, διαθέτουν δε και την ανάλογη για την ηλικία τους ωριμότητα». Κατέληξε, όμως, ότι τα παιδιά είχαν ταυτιστεί με τις θέσεις της μητέρας, κάτι το οποίο, όπως επισημαίνει το δικαστήριο, είχε αναφερθεί και από τη λειτουργό του Γραφείου Ευημερίας. Βασίζει την κατάληξη του αυτή στο γεγονός ότι οι ανήλικες αναφέρθηκαν σε γεγονότα τα οποία συνέβησαν ενώ αυτές ήταν σε πολύ μικρή ηλικία και δεν αναφέρθηκαν σε πρόσφατα γεγονότα, όπως το σπάσιμο της κλείδας της μιας και την ισχυριζόμενη σεξουαλική κακοποίησης της άλλης.
Αποφάσισε τέλος, όπως μην ακολουθήσει την επιθυμία τους, κρίνοντας ότι αυτές «δεν είναι σε θέση να διακρίνουν τι τους επιτάσσει το αληθινό τους συμφέρον, ειδικότερα μακροπρόθεσμα».
Όπως αναφέρεται στο σύγγραμμα Οικογενειακό Δίκαιο, Κουνουγέρη-Μανωλεδάκη, ΙΙ Τόμος, στις σελίδες 269-270:
"Σημαντικότατο κριτήριο για την εξειδίκευση του συμφέροντος του παιδιού αποτελεί η προσωπική του γνώμη, για την οποία ορίζεται ρητά στον αναθεωρημένο Αστικό Κώδικα ότι θα πρέπει να αναζητείται και να συνεκτιμάται κατά την λήψη των σχετικών αποφάσεων τόσο από τους γονείς, όσο και από το δικαστήριο .. η γνώμη του παιδιού ανάλογα με την ωριμότητα του «πρέπει να ζητιέται και να συνεκτιμάται».
. Από την άλλη πλευρά εννοείται πάντως ότι ο δικαστής ή οι γονείς είναι υποχρεωμένοι να ακούσουν απλώς το παιδί και να συνεκτιμήσουν την γνώμη του, και όχι να τη δεχτούν·"
Στην υπόθεση Στυλιανού ν. Στυλιανού (1993) 1 Α.Α.Δ. 130, το Ανώτατο Δικαστήριο ανέφερε ότι:
"Η λήψη της γνώμης του παιδιού, εφόσον η ωριμότητα του καθιστά δυνατή τη διαμόρφωση γνώμης, για την ανάθεση της επιμέλειας και μέριμνας του είναι υποχρεωτική, όπως προβλέπει το Άρθρο 6(3) του Ν. 216/90, και ενέχει βαρύνουσα σημασία ως αποκαλυπτική της δικής του βούλησης για την ευτυχία και πρόοδο του. Όπως εξηγείται στην Gillick (ανωτέρω), όσο μεγαλώνει το παιδί και ανεξαρτηκοποιείται ανάλογα μεγαλύτερη και βαρύνουσα καθίσταται και η γνώμη του για την επιμέλεια του ατόμου του. Πρέπει να παρατηρήσουμε ότι η ελευθερία του ατόμου συμπληρώνεται μεν στο 18ο έτος της ηλικίας, δεν παύει όμως να υφίσταται ως στοιχείο της προσωπικότητας του από το χρόνο που το παιδί είναι ικανό για λελογισμένη σκέψη. Στην προκείμενη περίπτωση τα τέκνα του ζεύγους (13 1/2 και 12 1/2 ετών (περίπου) αντίστοιχα, όταν κατέθεσαν) είχαν την ωριμότητα να διαμορφώσουν άποψη για το συμφέρον και την ευημερία τους και η γνώμη τους ενείχε βαρύνουσα σημασία για την ανάθεση της επιμέλειας και φροντίδας του προσώπου τους ενόψει της ηλικίας τους. Η μαρτυρία των παιδιών λήφθηκε και αξιολογήθηκε μέσα στο σωστό πλαίσιο. Το γεγονός, που επεσήμανε ο δικηγόρος του εφεσείοντα, ότι η επίδοση στο σχολείο του ενός από τα δύο κορίτσια είναι χαμηλή, δεν μεταβάλλει τη γενική εικόνα καλής ανατροφής και ανάπτυξης των παιδιών."
Στην πρωτόδικη απόφαση αναφέρεται ότι η κατάληξη του δικαστηρίου για «επανέναρξη της επικοινωνίας πατέρα παιδιών ταυτίζεται και με την εισήγηση των Λειτουργών Ευημερίας όπως δόθηκε στην έκθεση.»
Έχουμε ήδη, όπως σημειώθηκε, καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η έκθεση δεν ήταν επαρκής και ούτε μπορούσε να παρέχει ικανοποιητική βοήθεια στο δικαστήριο επί του προκειμένου. Το δικαστήριο ενώ έκρινε ότι οι ανήλικες ήταν έξυπνες και είχαν την απαιτούμενη, για την ηλικία τους, ωριμότητα, θεώρησε ότι είχαν εμπλακεί στην αντιπαράθεση των γονιών τους, ταυτιζόμενες με τη θέση της μητέρας τους. Το εν λόγω συμπέρασμα εδράζεται, όπως αναφέρει το δικαστήριο, στην παράλειψη των ανηλίκων ν' αναφερθούν σε πρόσφατα γεγονότα. Έχουμε ήδη αναφερθεί επί του θέματος πιο πάνω. Είμαστε της γνώμης ότι το δικαστήριο δεν μπορούσε μέσα από τη συνέντευξη, όπως αυτή διαφαίνεται από τα πρακτικά, να καταλήξει σε συμπέρασμα επηρεασμού και ταύτισης με τη μητέρα ή ακόμη σε συμπέρασμα περί ανικανότητας αντίληψης του συμφέροντος τους.
Στο σύγγραμμα Κουνουγέρη-Μανωλεδάκη (ανωτέρω) αναφέρεται στη σελίδα 269:
″.. Θα πρέπει στη δικαστική απόφαση, που ρυθμίζει κάποιο ζήτημα της γονικής μέριμνας, να διατυπώνονται με σαφήνεια τόσο η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας για το ότι η συγκεκριμένη ρύθμιση προάγει το συμφέρον του παιδιού, όσο και τα πραγματικά γεγονότα που στηρίζουν αυτή τη κρίση. Αν αυτό δεν συμβαίνει, η απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας δεν έχει νόμιμη βάση, δηλαδή δεν έχει καθόλου ή έχει ανεπαρκείς αιτιολογίες.″
O εφεσίβλητος διατηρεί, σύμφωνα με το άρθρο 17 του Νόμου, το δικαίωμα επικοινωνίας με τις θυγατέρες του. Η πρωταρχική ευθύνη του δικαστηρίου είναι, η ρύθμιση της εν λόγω επικοινωνίας, να επικεντρώνεται στην εξυπηρέτηση του καλώς νοούμενου συμφέροντος των παιδιών. Τούτο ειδώμενο κάτω από το πρίσμα των ιδιαίτερων συνθηκών και περιστάσεων κάθε υπόθεσης για την άσκηση της εν λόγω επικοινωνίας. Παράλληλα, όμως, ο αποκλεισμός ή ο αδικαιολόγητος περιορισμός του εν λόγω δικαιώματος αντιστρατεύεται το πραγματικό συμφέρον του παιδιού.
Όπως έχουμε συμπεράνει προηγούμενα, υπήρξε ελλιπής εξέταση εξακρίβωσης της άποψης των παιδιών, έτσι ώστε να ρυθμιστεί, κάτω από το ορθό πλαίσιο των δεδομένων που είχε ενώπιον του το δικαστήριο, με αποτέλεσμα ο λόγος έφεσης 7 επιτυγχάνει.
Τούτου δοθέντος, υπάρχει αδυναμία χρησιμοποίησης του υφιστάμενου υλικού, μέσα από τα πρακτικά, για κατάληξη από το Εφετείο, συνεπώς η επανεκδίκαση καθίσταται απαραίτητη.
Η έφεση επιτυγχάνει. Διατάσσεται επανεκδίκαση της υπόθεσης, από άλλο Δικαστή. Τα έξοδα της έφεσης θ' ακολουθήσουν το αποτέλεσμα της υπόθεσης.
Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.
Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗ, Δ.
[1] Όπως τροποποιήθηκε με τον Κανονισμό 5 του ΔΚ 1/72