ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Ναθαναήλ, Στέλιος Σταύρου Παρπαρίνος, Λεωνίδας Σταματίου, Κατερίνα για την Εφεσείουσα. για την Εφεσίβλητη. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2020-01-13 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο TOTAL PACK (CYPRUS) LTD ν. SIVA PLUS DETERGENTS LTD, Πολιτική Έφεση Αρ. 318/2012, 13/1/2020 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2020:A10

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 318/2012)

 

13 Ιανουαρίου 2020 

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ/στές]

 

TOTAL PACK (CYPRUS) LTD,

Εφεσείουσα/Εναγόμενη

-         ΚΑΙ   -

 

SIVA PLUS DETERGENTS LTD,

Εφεσίβλητης/Ενάγουσας

---------------------------------------------

 

Σ. Χατζηαδάμου για Παπαντωνίου & Παπαντωνίου ΔΕΠΕ,

για την Εφεσείουσα.

Μ. Χατζητζιοβάννης για Φ. Χρ. Κληρίδης & Συνεργάτες ΔΕΠΕ,

για την Εφεσίβλητη.

 

------------------------------------------------

 

 

 

 

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.:  Η απόφαση δεν είναι ομόφωνη. 

Η απόφαση της πλειοψηφίας θα δοθεί από εμένα

 και με αυτή συμφωνεί και η Σταματίου, Δ.

Ο Παρπαρίνος, Δ. θα δώσει απόφαση μειοψηφίας.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

(Πλειοψηφίας)

 

        ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.:  Σύμφωνα με την έκθεση απαιτήσεως στην αγωγή που καταχωρήθηκε πρωτοδίκως στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, η εφεσείουσα-εναγόμενη είχε διοριστεί από την εφεσίβλητη-ενάγουσα ως αποκλειστικός διανομέας των προϊόντων SIVA στην Κύπρο.  Η συνεργασία γινόταν στη βάση ότι στον διανομέα, δηλαδή, την εφεσείουσα, θα πωλούνταν εμπορεύματα με περίοδο πίστωσης 180 ημερών.  Στις 15.7.2005 στην παράγραφο 4 της απαίτησης αναφερόταν ότι το υπόλοιπο το οποίο «προέκυψε από τιμολογηθέντα και παραδοθέντα δεόντως προϊόντα» ανήλθε σε ΛΚ67.098,81. Στην ίδια παράγραφο καταγραφόταν η θέση (όχι επιτρεπόμενη βεβαίως από τους Θεσμούς), ότι λεπτομέρειες των τιμολογίων και των προϊόντων ΣΙΒΑ και της κίνησης του λογαριασμού για τα έτη 2002-2005 ήταν στη διάθεση της εφεσείουσας και/ή του δικηγόρου της.

 

 Ως ο περαιτέρω ισχυρισμός στην παράγραφο 6, η εφεσίβλητη κατέγραψε ότι η εφεσείουσα πιστώθηκε για τελευταία φορά στις 31.3.2005 με το ποσό των ΛΚ29.052,59, ενώ μια μετέπειτα πληρωμή διά εκδόσεως επιταγής στις 10.8.2005 για ΛΚ252,89 δεν τιμήθηκε και θα καταχωρείτο ποινική δίωξη.  Διαζευκτικά, κατά την παράγραφο 7 της απαίτησης, η εφεσίβλητη «θα ισχυριστεί ότι μεταξύ των διαδίκων κινήθηκε λογαριασμός ο οποίος έδειχνε τα  υπόλοιπα ως ανωτέρω .. και/ή διαζευκτικά η εναγόμενη συμφώνησε με τα πιο πάνω υπόλοιπα ...».  Καταλήγοντας, με την απαίτηση αξιωνόταν το προαναφερθέν ποσό ως υπόλοιπο «προϊόντων πωληθέντων και παραδοθέντων και/ή τιμολογηθέντων και/ή σαν υπόλοιπο λογαριασμού ως ανωτέρω», με επί πλέον τόκο 8% από 28.8.2002.

 

        Με την υπεράσπιση της η εφεσείουσα, πέραν της προδικαστικής ένστασης ότι η αγωγή ήταν παράτυπη διότι το κλητήριο υπογράφηκε από μη δεόντως εξουσιοδοτημένο δικηγόρο, ισχυρίστηκε ότι ουδέν ποσό όφειλε και ότι οποιοδήποτε ποσό ήταν οφειλόμενο είχε εξοφληθεί.  Με την παράγραφο 5.0, η εφεσείουσα ισχυρίστηκε τα εξής:

 

«5.0  Με ειδική αναφορά στις παραγράφους 5 και 7 της Έκθεσης Απαίτησης η Εναγόμενη παραδέχεται ότι υπήρχε λογαριασμός μεταξύ των διαδίκων αλλά αρνείται ότι ο εν λόγω λογαριασμός έδειχνε ή και δείχνει τα αναφερόμενα ή και οποιοδήποτε υπόλοιπο προς όφελος της Ενάγουσας και λέγει ότι εξόφλησε παν οφειλόμενο ποσό.  Η Εναγόμενη θα ισχυριστεί ότι η Ενάγουσα αδικαιολόγητα χρέωνε τον εν λόγω λογαριασμό με ποσά για προϊόντα που ουδέποτε παραδόθηκαν στην Εναγομένη ή και με άλλα αδικαιολόγητα ποσά τα οποία εν πάση περιπτώσει η Εναγομένη δεν όφειλε.  Η Εναγομένη επιφυλάσσεται όπως αναφερθεί στις χρεοπιστώσεις στον εν λόγω   λογαριασμό και κατά πόσο  ο  λογαριασμός που   τηρείτο   από   την

Ενάγουσα είναι ορθός κατά τη δικάσιμο όταν θα έχει λεπτομέρειες των εν λόγω χρεοπιστώσεων.»

 

        Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε απόφαση ως η απαίτηση αποδεχόμενο πλήρως στην πορεία τη μαρτυρία του κ. Θ.Λ, ο οποίος έδωσε μαρτυρία εκ μέρους της εφεσίβλητης, καθώς και τη μαρτυρία της κας Λ.Ρ, υπάλληλο του λογιστηρίου, η οποία εξήγησε πώς ετοιμάσθηκαν οι καταστάσεις λογαριασμού που κατατέθηκαν ως Τεκμήριο 4, επιβεβαιώνοντας τη συνεργασία των δύο εταιρειών και ότι τα ποσά και οι καταστάσεις λογαριασμών δεν είχαν ποτέ αμφισβητηθεί από την εφεσείουσα. Η ίδια περνούσε από τα γραφεία της τελευταίας και λάμβανε πληρωμές έναντι, δίδοντας αντίστοιχες αποδείξεις.  Από την άλλη, απέρριψε τη μαρτυρία του κ. Γ. Κ., διευθυντή της εφεσείουσας, ο οποίος ανέφερε ότι οι χρεώσεις που γίνονταν από κάποιο στάδιο και μετά ήσαν επ΄ ονόματι  άλλης εταιρείας, της Total Pack Trading Ltd, μαρτυρία η οποία κρίθηκε από το Δικαστήριο να ήταν πλήρως εκτός του δικογράφου της υπεράσπισης, με αποτέλεσμα «.. η εκτός δικογράφων μαρτυρία του να είναι ως κατασκευασμένη πλέον ψεύτικη, αναληθής και ανακριβής.».  Το Δικαστήριο θεώρησε ότι η αλλαγή που έγινε μετά από εισήγηση ενός διευθυντή της εφεσείουσας έγινε δεκτή λόγω «αβλεψίας ή καλύτερα αφέλειας των εναγόντων», ώστε να χρεώνεται η Total Pack Trading Ltd, έτυχε δε «εκμετάλλευσης» από την εφεσείουσα, χωρίς  αυτή να είχε αισθανθεί την ανάγκη να τροποποιήσει το δικόγραφο της αφού τις καταστάσεις λογαριασμού  είχε πολύ πριν την έναρξη της ακρόασης και αφού η εταιρεία Total Pack Trading Ltd εξέδιδε επιταγές και μετά τη λήξη της συνεργασίας των δύο πλευρών προς εξόφληση του χρέους.

 

        Το Δικαστήριο επίσης έκρινε ότι η θέση που προωθήθηκε από την εφεσείουσα δεν μπορούσε να ληφθεί υπόψη ως ερχόμενη σε αντίθεση με τη δικογραφία, η δε ευθύνη της ήταν δεδομένη από το γεγονός ότι «η αδελφή εταιρεία Total Pack Trading Ltd εξέδιδε επιταγές προς εξόφληση του χρέους ...».  Θεώρησε τη μαρτυρία του Γ. Κ. ως «γενική, αόριστη, αναληθή, κατασκευασμένη αλλά κυρίως εκτός των δικογραφημένων θέσεων των εναγομένων.».  Αντίθετα η μαρτυρία των Θ.Λ και Λ.Ρ ήταν «σύμφωνη με τα κατατεθέντα τεκμήρια τα οποία καταδεικνύουν τη συνέχεια του ενός και μοναδικού λογαριασμού των διαδίκων, ο οποίος ουδέποτε εξοφλήθηκε και συνέχισε την κίνηση του και μετά το Φεβρουάριο του 2014 (με τον ίδιο χρεώστη ανεξαρτήτως των τιμολογίων) δυνάμει της συμφωνίας των διαδίκων, τεκμήριο 2.».

 

        Παραπονείται η εφεσείουσα ως προς το όλο σκεπτικό του Δικαστηρίου και βεβαίως ως προς την κατάληξη του με έντεκα λόγους έφεσης οι οποίοι στηρίζονται ουσιαστικά στο ότι το Δικαστήριο ενήργησε εκτός νομολογίας θεωρώντας τη μαρτυρία της εφεσείουσας εκτός δικογραφίας, ενώ θεώρησε τη μαρτυρία της εφεσίβλητης ότι καλύπτετο από τη δικογραφία, παρά το γεγονός ότι και οι δύο μαρτυρίες αφορούσαν στην ουσία την έκδοση τιμολογίων επ΄ ονόματι μιας τρίτης εταιρείας της Total Pack Trading Ltd.  Θεωρεί η εφεσείουσα ότι το Τεκμήριο 4 επιβεβαιώνει τη θέση της ότι όλα τα προϊόντα παραδίδονταν και τιμολογούνταν στην Total Pack Trading Ltd μετά τον Ιανουάριο του 2004 και δεν υπήρξε ίχνος μαρτυρίας ότι η ίδια η εφεσείουσα τιμολογήθηκε με οποιοδήποτε προϊόν μετά την πιο πάνω χρονική περίοδο.

 

 Εισηγείται επίσης ότι η γραμμή της υπεράσπισης διά της μαρτυρίας του Γ. Κ, ήταν εντός της δικογραφίας και ενώ το Δικαστήριο προέβηκε στην αντίθετη διαπίστωση, ουδόλως ασχολήθηκε με το αν η μαρτυρία της ίδιας της εφεσίβλητης ήταν εντός δικογραφίας.  Κατά την εισήγηση, η μαρτυρία της εφεσίβλητης ήταν εκτός δικογραφίας και έπρεπε να αγνοηθεί στην ολότητα της.  Ουδέποτε επίσης η εφεσείουσα παραδέχθηκε το συγκεκριμένο λογαριασμό που παρουσιάστηκε από την εφεσίβλητη διά του Τεκμηρίου 4, ως το Δικαστήριο λανθασμένα εξέλαβε.  Το Δικαστήριο περαιτέρω παντελώς αγνόησε την παράδοση των προϊόντων σε τρίτο πρόσωπο και λανθασμένα συμπέρανε ότι η εφεσείουσα επειδή είχε στην κατοχή της καταστάσεις λογαριασμού για τα έτη 2004-2005, αυτό σήμαινε ότι η ίδια η εφεσείουσα είχε δοσοληψίες με την εφεσίβλητη και/ή ότι της χρωστούσε.

 

Η αντίθετη θέση της εφεσίβλητης είναι ότι το Εφετείο δεν θα πρέπει να επαναξιολογήσει τη μαρτυρία εκτός και εάν προκύπτουν στη βάση της νομολογίας λόγοι που να δικαιολογούν επέμβαση και ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά  προέβηκε στην ανάλυση της μαρτυρίας και εξαγωγή συμπερασμάτων.  Παράλληλα, ορθά επίσης το Δικαστήριο αγνόησε τη γραμμή  υπεράσπισης  και τη μαρτυρία του Γ. Κ εφόσον ήταν εκτός δικογραφίας.  Το Δικαστήριο έκρινε ότι ήταν σε ισχύ ο λογαριασμός μεταξύ των διαδίκων που υπήρχε από το 2002 μέχρι το 2005 με όλα τα προϊόντα να είχαν παραδοθεί στην εφεσείουσα η οποία εν πάση περιπτώσει μέσω του δικογράφου της αναγνώρισε ότι υφίστατο ο λογαριασμός και  υπήρχε συνεργασία με την εφεσίβλητη.  Επομένως το Δικαστήριο εύλογα έκρινε ότι ήταν παραδεκτός ο λογαριασμός αφού έλαβε υπόψη και τη μαρτυρία γενικά. 

 

Εξετάζοντας την έφεση, το πρώτο που πρέπει να λεχθεί είναι ότι το προδικαστικό ζήτημα που αφορούσε στο νομότυπο της εξουσιοδότησης του δικηγόρου που καταχώρησε την αγωγή δεν μπορεί να επιτύχει.  Η νομολογία έχει με σταθερότητα καθορίσει ότι ζήτημα νομιμοποίησης ή εξουσιοδότησης δεν εγείρεται ούτε αποφασίζεται στη βάση σχετικών ισχυρισμών της  υπεράσπισης, αλλά επιλύεται με τη λήψη δικονομικού διαβήματος στο αρχικό κιόλας στάδιο της αγωγής.  Το όλο ζήτημα αποτέλεσε εκ νέου το αντικείμενο εντελώς πρόσφατης νομολογίας στην Bloom Day Developments Ltd v. Επιφανείου, Πολ. Έφεση υπ΄ αρ. 171/2012, ημερ. 29.11.2019.  Δεν χρειάζεται συνεπώς να λεχθεί οτιδήποτε άλλο.

 

Η εφεσείουσα έχει, κρίνεται, δίκαιο στις θέσεις της.  Δυστυχώς, όπως πολλές φορές συμβαίνει, όταν η δικογράφηση δεν είναι η ορθή ή δεν είναι πλήρης, το αποτέλεσμα είναι να εκτροχιάζεται η πρωτόδικη διαδικασία με το να λαμβάνεται μαρτυρία εκτός δικογράφων και να χάνεται εν τέλει το πραγματικό υπόβαθρο που οδηγεί στην ταξινόμηση της διαφοράς στο ορθό νομικό πλαίσιο.  Η εφεσίβλητη εταιρεία επέλεξε για δικούς της λόγους να εγείρει αγωγή στην εφεσείουσα, Total Pack (Cyprus) Ltd. Στο ειδικώς οπισθογραφημένο κλητήριο καταγράφησαν τα γεγονότα που κατά την άποψη της εφεσείουσας οδηγούσαν στην αναζήτηση των ΛΚ67.098,81 ως υπόλοιπο της αξίας εκείνων των εμπορευμάτων, που παραδόθησαν μεν στην εφεσείουσα, παρέμειναν όμως απλήρωτα.  Πουθενά όμως στην έκθεση απαίτησης δεν μνημονεύεται η Total Pack Trading Ltd, ούτε και αναφέρεται η σχέση της με την εφεσείουσα, ούτε ότι παραδίδονταν και σε εκείνη εμπορεύματα, ούτε ότι έγινε μεταξύ των διαδίκων τέτοιου είδους συμφωνία ή έστω συνεννόηση, ώστε με κάποιο τρόπο η εφεσείουσα να παρέμενε κατά πάντα ουσιώδη χρόνο υπεύθυνη του υπολοίπου.

 

        Είναι πασίγνωστο στο δίκαιο ότι κάθε νομική οντότητα είναι αυτοτελής και αυθύπαρκτη  από κάποια άλλη, έστω και εάν προσομοιάζουν τα ονόματα τους.  Αν υπήρχε συσχετισμός μεταξύ της Total Pack (Cyprus) Ltd - εφεσείουσας -  και της Total Pack Trading Ltd, έπρεπε να αναφερθεί στο κλητήριο ένταλμα και, πολύ περισσότερο, να καταγραφεί ο ισχυρισμός ότι η Total Pack Trading Ltd είχε δοσοληψίες με την εφεσίβλητη πρόσθετα, ή, ξέχωρα, ή, συνδυαστικά, ή, έστω, με την εφεσείουσα ώστε και η ίδια, ή, εκ μέρους της εφεσείουσας να ήταν υπόλογη στην εφεσίβλητη.

 

        Τίποτε από τα πιο πάνω δεν αναφέρθηκε ως ισχυρισμός επί γεγονότων που θα ήταν το ελάχιστον που θα μπορούσε να καταγραφεί κατά τις επιταγές της Δ.19 θ. 4 των περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμών για την παράθεση σε συνοπτική μορφή εκείνων των ουσιωδών γεγονότων που συνθέτουν την απαίτηση.  Περί συμφωνιών, ο θεσμός 22 της Δ.19 είναι σαφής.  Εάν μια συμφωνία ή άλλη σχέση μεταξύ των μερών μπορεί να συναχθεί από αλληλογραφία ή συζητήσεις ή από άλλες συνθήκες είναι αρκετό να υπάρξει ισχυρισμός περί της ύπαρξης τέτοιας συμφωνίας ή σχέσης ως γεγονός, με αναφορά σε γενικές γραμμές στην αλληλογραφία ή συζητήσεις ή συνθήκες που οδήγησαν στη συμφωνία χωρίς την καταγραφή λεπτομερειών.

 

        Είναι προφανές ότι η εφεσείουσα δεν ακολούθησε τους δικογραφικούς κανόνες εάν πρόθεση της ήταν να εμπλέξει ως υπεύθυνη και την Total Pack Trading Ltd.  Και είναι εξίσου προφανές (και εντός των δικαιωμάτων της βεβαίως), ότι η εφεσείουσα επέλεξε να προβάλει την υπεράσπιση της εξόφλησης εφόσον η αγωγή απευθυνόταν στην ίδια και μόνο.  Την υποχρέωση απόδειξης της  υπόθεσης της, έστω στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων, την έφερε βεβαίως η εφεσείουσα.

 

        Μέσα στο πιο πάνω δικογραφικό πλαίσιο ήταν τουλάχιστον άδικη η επίκριση του Δικαστηρίου ότι η υπεράσπιση διά του τότε δικηγόρου της «ανακάλυψε» εκ των υστέρων και μετά την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας μια γραμμή εκτός δικογραφίας, η οποία επεκτάθηκε από το μάρτυρα της εφεσείουσας Γ. Κ.. Η αντεξέταση κινήθηκε στο πλαίσιο που η μαρτυρία της εφεσίβλητης έθεσε με την παράθεση εκ μέρους της μαρτυρίας που εμφανώς ήταν εκτός της δικής της δικογραφίας.  Και εδώ ήταν ένα από τα καίρια λάθη του Δικαστηρίου.  Ενώ ορθά έθεσε στην απόφαση του τη διαχρονική τοποθέτηση της νομολογίας ότι τα επίδικα θέματα καθορίζονται από τα προσδιοριζόμενα στη δικογραφία ώστε να αγνοείται οτιδήποτε εκτός, (Παπαγεωργίου ν. Λούη Κλάππα (Investments Services) Ltd (1991) 1 Α.Α.Δ. 24 και Courtis v. Iasonides (1970) 1 C.L.R.180), την εφάρμοσε μόνο για την υπεράσπιση και όχι, επί ίσοις όροις, και για την απαίτηση.  Και όμως η εισαγωγή της μαρτυρίας κατά λανθάνοντα τρόπο έγινε από την ίδια την εφεσίβλητη που παρουσίασε μαρτυρία που ήταν εκτός δικογράφων και θα έπρεπε να αγνοηθεί από το Δικαστήριο.

 

  Το Τεκμήριο 4, τα τιμολόγια, αφορούσαν μόνο εν μέρει τις καθαυτές δοσοληψίες των διαδίκων.  Αυτό για το έτος 2003.  Για τα επόμενα δύο έτη, 2004 και 2005, τα τιμολόγια ήταν επ΄ ονόματι όχι της εφεσείουσας, αλλά της Total Pack Trading Ltd. Στον πρώτο τόμο του Τεκμηρίου 4, όλα τα τιμολόγια αφορούν την εφεσείουσα.  Στο δεύτερο τόμο, παρόλον που ως όνομα πελάτη παραμένει η εφεσείουσα, όλα τα τιμολόγια είναι εκδομένα στο όνομα της άλλης εταιρείας, δηλαδή, της Total Pack Trading Ltd.  Και εδώ ελέγχεται, επίσης, ως λανθασμένη η θέση του Δικαστηρίου στην απόφαση του, που αποτελεί και ένα από τους λόγους έφεσης, ότι στα επίδικα θέματα περιλαμβάνονται και εκείνα που πέραν της δικογραφίας ευρίσκονται στην κατοχή των διαδίκων και αποκαλύπτονται δυνάμει ένορκης δήλωσης αποκάλυψης.  Τέτοια αρχή δεν υφίσταται βεβαίως και συνεπώς το Δικαστήριο έπρεπε να παραμείνει αυστηρά στο πλαίσιο της ανταλλαγείσας δικογραφίας και μόνο. 

 

        Είναι πρόδηλο και από τα πρακτικά που τηρήθηκαν ότι ο             κ. Θ.Λ θεωρούσε τις δύο εταιρείες  ως ένα πρόσωπο (σελ. 11 των πρακτικών), αλλά με άλλο όνομα η κάθε μια.  Δεν γνώριζε να απαντήσει στην υποβολή ότι οι δύο εταιρείες ήταν διαφορετικά πρόσωπα, ότι πράγματι έτσι ήταν.  Εκείνος γνώριζε την εφεσείουσα στην οποία παραδίδονταν τα εμπορεύματα.  Ως είπε, «αν έγραψαν κάποιοι το πρώτο και συνέχισαν άλλοι να γράφουν το Trading».  Αλλά «δεν εκάμαμε με καμιά άλλη εταιρεία άλλο συμβόλαιο.».

 

        Η κα Λ.Ρ στη δική της μαρτυρία ανέφερε ότι οι δύο εταιρείες ανήκαν στους ίδιους ιδιοκτήτες, αλλά αυτό το πληροφορήθηκε από κάποιο κ. Κ., ένα εκ των διευθυντών της.  Στην πραγματικότητα όπως δέχθηκε στην αντεξέταση της, δεν γνώριζε τους ιδιοκτήτες των εταιρειών, ούτε και ήταν στις αρμοδιότητες της να ελέγξει.  Όπως δε προέκυψε από τη μαρτυρία του κ. Γ. Κ, η Total Pack Trading Ltd ανήκε, μετοχικά, σύμφωνα με το κατατεθέν πιστοποιητικό, σε άλλη εταιρεία που δεν είχε σχέση με την εφεσείουσα, που ανήκε στον ίδιο.  Στην αντεξέταση δεν δέχθηκε ότι  υπήρξε μέτοχος και εν πάση περιπτώσει όταν διακόπηκε η συνεργασία της εφεσείουσας με την εφεσίβλητη, ο ίδιος δεν ήταν ιδιοκτήτης της Total Pack Trading Ltd, αλλά  υπάλληλος.

 

        Το συμπέρασμα του Δικαστηρίου ότι πρόκειτο για αδελφές εταιρείες ήταν αυθαίρετο.  Και, όπως και να έχει το ζήτημα νομικά, οι δύο εταιρείες ήταν ξέχωρες οντότητες και δεν αποδείχθηκε η διασύνδεση των δύο ώστε να παρέμεινε οφειλή από την εφεσείουσα δυνάμει λογαριασμού που συνέχισε να υφίστατο κανονικά, ως υπεβλήθη στο μάρτυρα, ο οποίος εύλογα διερωτήθηκε πώς συνέχισε κανονικά ο λογαριασμός στο όνομα άλλης εταιρείας.

 

        Αναφέρθηκε στην αρχή του παρόντος σκεπτικού η επακριβής νομική αξίωση της εφεσίβλητης ως ενάγουσας.  Ήταν στη βάση τιμολογίων αλλά, όπως έδειξε η μαρτυρία την οποία λανθασμένα το Δικαστήριο αγνόησε, πάρα πολλά από τα τιμολόγια, στην πραγματικότητα η πληθώρα αυτών, αφορούσε την Total Pack Trading Ltd και όχι την εφεσείουσα.  Όπως αναφέρεται και στους Halsbury's Laws of England, 3η Έκδ. Τόμος 34, σελ. 171, τα τιμολόγια θεωρούνται ως ο έγγραφος λογαριασμός μεταξύ των διαδίκων σε σχέση με προϊόντα παραδοθέντα στον αγοραστή με αναφορά στην τιμή ή τη χρέωση, (δέστε και Γεώργιος & Σπύρος Τσαππή Λτδ ν. Παναγιώτη Πολυβίου (2009) 1 Α.Α.Δ. 339).  Η συνεργασία όμως αυτή εξυπακούει να είναι με το ίδιο φυσικό ή νομικό πρόσωπο.  Ο λογαριασμός ο οποίος αναφέρεται στην έκθεση απαίτησης δεν έχει την έννοια του εκκαθαρισμένου λογαριασμού, που όπως αναφέρεται και στον Odgers' Principles of Pleading and Practice σελ. 169-172, αφορά σε αναγνώριση μιας οφειλής μετά από την καταγραφή των μεταξύ των διαδίκων συναλλαγών.  Ακόμη και στην περίπτωση ενός θεωρούμενου εκκαθαρισμένου λογαριασμού εάν οι χρεώσεις είναι μόνο από τη μια πλευρά και χωρίς να υπάρχει εξαγωγή του υπολοίπου ακόμη και αν υπάρχει αναγνώριση της οφειλής χωρίς όμως νέα αντιπαροχή, τότε αυτού του είδους ο λογαριασμός δεν είναι τελεσίδικος και ο οφειλέτης δύναται να αμφισβητήσει την ορθότητα του αρχικού χρέους.  Επίσης πρέπει να διαχωρίζονται το «claim for an account» και «an action on an account stated» (για το «account stated», δέστε και τη Μιχαηλίδης ν. Φάνος Ν. Επιφανίου Λτδ (2009) 1 Α.Α.Δ. 494).  Χρήσιμη είναι επίσης η αναφορά στον Bullen & Leake and Jacob's Precedents of Pleadings, 12η Έκδ. στις 183-187, όσον αφορά εν γένει την αγωγή επί λογαριασμού και τις σελ. 187-191 όσον αφορά τον εκκαθαρισμένο λογαριασμό.  Στο σύγγραμμα αυτό αναφέρεται επίσης ο τρόπος με τον οποίο πρέπει να καταγράφεται η ανάλογη δικογραφία και όπου χρειάζεται πρέπει να δίδονται και οι αναγκαίες λεπτομέρειες. 

 

        Ήταν λοιπόν λανθασμένο το πρωτόδικο Δικαστήριο να θεωρήσει ότι υπήρχε λογαριασμός που ήταν ένας και μοναδικός μεταξύ των διαδίκων, ο οποίος όμως συνέχισε με τον ίδιο χρεώστη ανεξάρτητα από τα τιμολόγια.  Αυτή η κατάληξη του Δικαστηρίου ήταν εντελώς αντίθετη με τη δικογράφηση, αλλά και τα τεκμήρια που κατατέθηκαν αγνοώντας παντελώς τη διαφορετική νομική οντότητα της Total Pack Trading Ltd από αυτή της εφεσείουσας, χωρίς μάλιστα να είχε τεθεί, δικογραφικά πάντοτε, το αναγκαίο  υπόβαθρο.  Σε αντίθεση με την ίδια τη δική του τοποθέτηση, το Δικαστήριο επεκτάθηκε σε εξέταση θεμάτων έξω από και σε διάσταση με τους δικογραφημένους ισχυρισμούς, (Βραχίμη ν. Κουλουμπρή (1992) 1 Α.Α.Δ. 836).  Η δικογραφία αποτελεί το αποκλειστικό μέσο προσδιορισμού των επιδίκων θεμάτων  και  μόνο εφόσον υπάρχει ισχυρισμός ενός γεγονότος μπορεί να γίνει  δεκτή  η μαρτυρία προς απόδειξη, (δέστε την ανάλυση επί του θέματος που γίνεται στη Νεοφύτου ν. Γερακιώτη (2010) 1 Α.Α.Δ. 25).

 

        Η εφεσίβλητη, εν τέλει, δεν απέδειξε ότι  πράγματι υφίστατο κάποιο οφειλόμενο υπόλοιπο από την ίδια την εφεσείουσα.

 

        Η έφεση, συνεπώς, επιτυγχάνει με αποτέλεσμα να μην παρίσταται ανάγκη εξέτασης της αντεφέσεως.

 

        Τα έξοδα επιδικάζονται υπέρ της εφεσείουσας και εναντίον της εφεσίβλητης τόσο πρωτοδίκως, όσο και κατ΄ έφεση, όπως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο. 

 

 

 

 

 

 

 

                                       Στ. Ναθαναήλ,

                                          Δ.

 

 

 

                                Κ. Σταματίου,

                                           Δ.

 

 

 

/ΕΘ

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

AΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ                                               

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 318/12

 

13 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2020

 

[ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ,  Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

 

TOTALPACK (CYPRUS) LTD

 

ΕΦΕΣΕΙΟΥΣΑΣ/ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ

 

ΚΑΙ

 

SIVA PLUS DETERGENTS LTD

 

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ/ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ

--------------------

 

Σ. Χατζηαδάμου (κα) για Παπαντωνίου & Παπαντωνίου ΔΕΠΕ την Εφεσείουσα-Αντεφεσίβλητη

Μ. Χατζητζιοβάννης για Φ. Χρ. Κληρίδης & Συνεργάτες ΔΕΠΕ για την Εφεσίβλητη-ΑντΕφεσείουσα:   

---------------------------------------

 

ΑΠΟΦΑΣΗ ΜΕΙΟΨΗΦΙΑΣ

 

ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.  Προσβάλλεται η πρωτόδικη απόφαση με την οποία επιδικάσθηκε το ποσό των €114.645,12 προς όφελος της Εφεσίβλητης/Ενάγουσας και εναντίον της Εφεσείουσας/Εναγομένης.

 

Οι λόγοι έφεσης αφορούν την εσφαλμένη, κατά την Εφεσείουσα, παράλειψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου να λάβει υπόψιν του την προσφερθείσα υπ'  αυτής μαρτυρία (πρώτος λόγος), ενώ αντίθετα έλαβε υπόψιν μαρτυρία που προσεφέρθη από την Εφεσίβλητη η οποία ήταν εκτός δικογράφων (τρίτος λόγος).  Εσφαλμένα επίσης κατέληξε σε ευρήματα τα οποία είναι αντίθετα με την προσφερθείσα μαρτυρία (τέταρτος λόγος) και ιδιαίτερα το εύρημα ότι ο συγκεκριμένος λογαριασμός, Τεκμήριο 4, που παρουσίασε η Εναγομένη, κρίθηκε ως παραδεκτός και έγινε το ανάλογο εύρημα ενώ αυτό είναι αντίθετο με την προσφερθείσα μαρτυρία (πέμπτος λόγος).  Επίσης το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε καθόλου υπόψιν του ότι από τον Φεβρουάριο 2004 οποιεσδήποτε παραδώσεις εμπορευμάτων και χρεώσεις, εγένοντο προς άλλη εταιρεία (έκτος λόγος) ενώ αντίθετα έδωσε υπέρμετρη βαρύτητα στο γεγονός ότι η Εφεσίβλητη αποκάλυψε ότι κατείχε καταστάσεις λογαριασμών για τα έτη 2004-2006 με αποτέλεσμα να θεωρήσει ότι οι δύο διάδικοι είχαν μεταξύ τους δοσοληψίες δι' όλο αυτό το διάστημα (έβδομος λόγος).  Με τον ένατο λόγο προσβάλλεται ως λανθασμένη η αξιολόγηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου της μαρτυρίας που προσφέρθηκε από την Ενάγουσα και εσφαλμένα εξεδόθη απόφαση για το υπόλοιπο που εμφαίνεται στην κατάσταση λογαριασμού (Τεκμήριο 4) ενώ σύμφωνα με την ίδια τη μαρτυρία που πρόσφερε η Εναγομένη σ'  αυτήν υπήρχαν χρεώσεις που δεν έπρεπε να υπάρχουν καθότι αφορούσαν άλλη εταιρεία (δέκατος λόγος).  Τέλος, με τον εντέκατο λόγο προβάλλεται ως εσφαλμένη η απόρριψη της προδικαστικής ένστασης της Εφεσείουσας με την οποία προσβάλλετο ως παράτυπος ο διορισμός των δικηγόρων της Εφεσίβλητης και ως αποτέλεσμα η αγωγή θα πρέπει να απορριφθεί ως παράτυπη και αντικανονική.

 

Οι λόγοι Έφεσης 2 και 8 απεσύρθησαν και ως αποτέλεσμα απορρίφθησαν.

 

H Εφεσίβλητη καταχώρησε αντέφεση όπου με δύο συγκλίνοντες λόγους προσβάλλει την επιδίκαση νόμιμου τόκου επί του ποσού της απόφασης από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης και όχι από την ημερομηνία καταχώρησης της αγωγής ως εσφαλμένη χωρίς να προβάλλει οιανδήποτε εξήγηση.

 

Ε Φ Ε Σ Η

 

Είναι καθήκον του εκδικάζοντος Δικαστηρίου να περιορίζεται στα επίδικα θέματα όπως αυτά καθορίζονται κατά το κλείσιμο των έγγραφων προτάσεων ή που προστίθενται δεόντως κατά την ακρόαση και να μην επιλαμβάνεται θεμάτων τα οποία πιθανόν να εγερθούν από τη μαρτυρία οποιουδήποτε μάρτυρα (βλ. Παναγή ν. Λαζάρου (1996) 1 Α.Α.Δ 1317).  Μαρτυρία που είναι εκτός των έγγραφων προτάσεων αγνοείται και απορρίπτεται.  (βλ. Αντωνίου ν. Χρυσάνθου (2003) 1 Α.Α.Δ. 789).

 

Η Εφεσίβλητη/Ενάγουσα με την Έκθεση Απαίτησης της στήριξε διαζευκτικά την απαίτηση της στις ακόλουθες αιτίες αγωγής "υπόλοιπο προϊόντων πωληθέντων και παραδοθέντων και/ή τιμολογηθέντων και/ή σαν υπόλοιπο λογαριασμού."  (η υπογράμμιση είναι του Δικαστηρίου)

 

Η Εφεσείουσα με την Έκθεση Υπεράσπισης προβάλλει γενική άρνηση των ισχυρισμών της Ενάγουσας και ότι παν οφειλόμενο ποσό εξοφλήθηκε.  Περαιτέρω παραδέχτηκε ότι υπήρξε λογαριασμός μεταξύ των διαδίκων πλην όμως εξόφλησε παν οφειλόμενο ποσό.  Στην §5.0 προβάλλει τον ακόλουθο ισχυρισμό:

 

".... Η εναγόμενη θα ισχυριστεί ότι η ενάγουσα αδικαιολόγητα χρέωνε τον εν λόγω λογαριασμό με ποσά για προϊόντα που ουδέποτε παραδόθηκαν στην εναγόμενη ή και με άλλα αδικαιολόγητα ποσά τα οποία εν πάση περιπτώσει η εναγόμενη δεν όφειλε.  Η εναγομένη επιφυλάσσεται όπως αναφερθεί στις χρεοπιστώσεις στον εν λόγω λογαριασμό και κατά πόσο ο λογαριασμός που τηρείτο από την ενάγουσα είναι ορθός κατά τη δικάσιμο όταν θα έχει λεπτομέρειες των εν λόγω χρεοπιστώσεων.»

 

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφασή του αφού εξέτασε και αποδέχτηκε την προσαχθείσα μαρτυρία από την εφεσίβλητη/ενάγουσα, ήτοι Μ.Ε.1 και Μ.Ε.2 Διευθυντή και υπάλληλο στο Λογιστήριο της αντίστοιχα κατά τον ουσιώδη χρόνο, κατέληξε ότι μεταξύ των διαδίκων τηρείτο ένας και μοναδικός λογαριασμός, ως εμφαίνεται στο Τεκμήριο 4 και ο οποίος δεν είχε εξοφληθεί. Ως αποτέλεσμα εξέδωσε την απόφασή του για το αξιούμενο ποσό. Παράλληλα απέρριψε την μαρτυρία που προέρχεται από τον μοναδικό Μ.Υ., Γ.Κ. ως εκτός δικογραφημένων θέσεων και η οποία εισηγείτο ότι οι καταστάσεις λογαριασμού (Τεκμήριο 4) επί των οποίων στηρίχθηκε η Απαίτηση αφορούσε άλλη νομική οντότητα και συγκεκριμένα την Total Pack Trading Ltd.  Να σημειωθεί ότι κατά τους ουσιώδεις χρόνους της αγωγής ο Γ.Κ. ήταν "ο ιδιοκτήτης" και Διευθυντής της Εφεσείουσας.

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος για την Εφεσείουσα εισηγήθηκε ότι η δικογραφημένη θέση της Εφεσίβλητης είναι ότι η Εφεσείουσα της χρωστούσε ποσά στη βάση τιμολογίων και κατάσταση λογαριασμού που ετοιμαζόταν στη βάση τέτοιων τιμολογίων. Δικογραφικά δεν έθεσε ότι τα τιμολόγια εκδίδοντο επ' ονόματι άλλης εταιρείας ήτοι της Total Pack Trading Ltd και ότι συμφωνήθηκε ότι μπορούσαν αυτά να χρεωθούν στο λογαριασμό της Εφεσείουσας.  Η μαρτυρία της Εφεσίβλητης ότι αυτά τα τιμολόγια που εξεδόθησαν επ' ονόματι της άνω άλλης  εταιρείας και χρεώθηκαν κατόπιν συμφωνίας στον λογαριασμό των δύο διαδίκων, θα έπρεπε να αγνοηθεί ως μη δικογραφημένη.  Αντίθετα θα έπρεπε να αποδεχτεί την μαρτυρία του Μ.Υ.1, Γ.Κ., ο οποίος μέσα στα πλαίσια των δικογραφημένων θέσεων της Εφεσείουσας, §5.0 της Έκθεσης Υπεράσπισης, κατάθεσε ότι από τον Φεβρουάριο του 2004 κανένα προϊόν δεν παραδόθηκε στην Εφεσείουσα η οποία από τον Ιανουάριο του 2004 έπαυσε να διεξάγει οποιεσδήποτε εργασίες και επίσης ότι όλες οι εργασίες μετά τον Φεβρουάριο 2004 διεξάγοντο μεταξύ Εφεσίβλητης και της Total Pack Trading Ltd και όχι την Εφεσείουσα.

 

Δεν συμφωνώ με την άνω εισήγηση του ευπαίδευτου συνηγόρου της Εφεσείουσας καθότι, μεταξύ άλλων όπως θα εξηγηθεί αργότερα στην απόφαση,  η εισήγηση του είναι οξύμωρη.  Εισηγείται, ουσιαστικά από την μία, όπως μέσα στα πλαίσια εξέτασης του μεταξύ των διαδίκων παραδεκτού λογαριασμού ο οποίος από τον συνδυασμό των §5 και 7 της Έκθεσης Απαιτήσεως και §5 της Έκθεσης Υπεράσπισης διατηρείτο μέχρι και τον Ιούλιο 2005, το πρωτόδικο Δικαστήριο θα έπρεπε να λάβει υπόψιν την εκδοχή που έθεσε ο Μ.Υ. 1 περί χρεώσεως στην Εφεσείουσα τιμολογίων για αγαθά που πωλήθησαν στην Total Pack Trading Ltd αλλά από την άλλη, να μην λάβει υπόψιν την αντίθετη επί τούτου μαρτυρία της Μ.Ε.2. Αυτό είναι εσφαλμένο. Εφόσον είναι επίδικο θέμα και καλύπτετο από τα δικόγραφα, ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο το εξέτασε. Παρόλο δε που στην απόφαση αναφέρεται ότι δεν μπορεί να ληφθεί υπόψιν η θέση που προώθησε η Εφεσείουσα και είναι αντίθετη με τα δικόγραφα εντούτοις από την ίδια την απόφαση φαίνεται ότι την εξέτασε, την ανέλυσε και για τους λόγους που αναφέρονται σ'  αυτήν την απέρριψε καταλήγοντας ότι ο επίδικος λογαριασμός που τηρούσαν μεταξύ τους οι διάδικοι (Τεκμήριο 4) αφορά την οφειλή της Εφεσείουσας. Οι λόγοι έφεσης 1, 3 και 6 ως αποτέλεσμα απορρίπτονται. 

 

Με τον τέταρτο λόγο έφεσης η Εφεσείουσα παραπονείται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε εύρημα ότι ο Μ.Υ.1 παραδέχτηκε ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν μέτοχος και Διευθυντής της Total Pack Trading Ltd ενώ κάτι τέτοιο δεν είπε ο μάρτυρας. Επίσης ότι προέβη σε εύρημα ότι η Εφεσίβλητη και Total Pack Trading Ltd είναι 'αδελφές' εταιρείες με τους ίδιους μετόχους και Διευθυντές.   Ανατρέξαμε στη σχετική μαρτυρία και πράγματι φαίνεται από αυτή ότι ο Μ.Υ.1 ουδέποτε παραδέχτηκε ότι ήταν μέτοχος της πιο πάνω εταιρείας. Εκείνο που παραδέχτηκε έμμεσα είναι ότι ήταν Διευθυντής της και συνέχιζε να είναι υπάλληλος της μέχρι το χρόνο της ακρόασης. Όσον αφορά το δεύτερο παράπονο της Εφεσείουσας παρατηρούμε ότι η χρησιμοποίηση της λέξης "αδελφή εταιρεία" από τον πρωτόδικο Δικαστή δεν είχε την έννοια  οιουδήποτε νομικού όρου αλλά χρησιμοποιήθηκε μόνο και μόνο για να καταδείξει τη στενή σχέση των δύο εταιρειών. Ως αποτέλεσμα ο τέταρτος λόγος έφεσης πετυχαίνει στο βαθμό που έχουμε αναφέρει πιο πάνω.

 

Ο πέμπτος λόγος έφεσης δεν μπορεί να επιτύχει καθότι το εύρημα του Δικαστηρίου ότι ο παρουσιασθείς λογαριασμός, Τεκμήριο 4, είναι παράδεκτος και αφορά την οφειλή της Εναγόμενης κι όχι οποιουδήποτε τρίτου προσώπου είναι ορθό, καθότι αυτό προκύπτει τόσον από τα δικόγραφα αλλά και την αποδοχή της μαρτυρίας της Μ.Ε.2. Οι §.5 και 7 της Έκθεσης Απαίτησης προβάλλουν τους ακόλουθους ισχυρισμούς:

 

"5.  Η Ενάγουσα θα ισχυρισθεί ότι κατά ή περί τις 30/12/2003 το υπόλοιπο ήταν Λ.Κ.33.108,11 κατά ή περί τις 7/12/2004 το υπόλοιπο ήταν Λ.Κ.40.204,34 και κατά ή περί τις 15/7/2005 το υπόλοιπο ήταν Λ.Κ.67.098,81.

 

6. .............

 

7.  Διαζευκτικά η Ενάγουσα θα ισχυριστεί ότι μεταξύ των διαδίκων κινήθηκε λογαριασμός ο οποίος έδειχνε τα υπόλοιπα ως ανωτέρω στις πιο πάνω περιόδους και περαιτέρω και/ή διαζευκτικά η Εναγομένη συμφώνησε με τα πιο πάνω υπόλοιπα και ουδόλως αμφισβήτησε την κίνηση και την ορθότητα του λογαριασμού ως και τα υπόλοιπα."

 

Στην § 5.0 της 'Εκθεσης Υπεράσπισης αναφέρονται τα ακόλουθα:

 

«5. Με ειδική αναφορά στις παραγράφους 5 και 7 της έκθεσης απαίτησης η εναγόμενη παραδέχεται ότι υπήρχε λογαριασμός μεταξύ των διαδίκων αλλά αρνείται ότι ο εν λόγω λογαριασμός έδειχνε ή και δείχνει τα αναφερόμενα ή και οποιοδήποτε υπόλοιπο προς όφελος της ενάγουσας και λέγει ότι εξόφλησε παν οφειλόμενο ποσό."

 

Από τα πιο πάνω προκύπτει παραδοχή από την Εφεσείουσα ότι μεταξύ των διαδίκων υπήρχε λογαριασμός μέχρι και την 15.7.2005. Ο λογαριασμός αυτός είναι, σύμφωνα με την αποδεκτή μαρτυρία των Μ.Ε. 1 και 2, αυτός που αποτελεί το Τεκμήριο 4.  Σύμφωνα με την αποδεκτή μαρτυρία, όλα τα δελτία παραλαβής των προϊόντων υπογράφοντο από τον οδηγό του φορτηγού που τα παρελάμβανε, υπάλληλο της Εναγόμενης.  Παραδίδοντο πάντοτε στους ίδιους ανθρώπους στα ίδια φορτηγά (Μ.Ε.1).  Επίσης, σύμφωνα με την Μ.Ε.2 "έρχονταν με το φορτηγό που έγραφε Total Pack, φόρτωναν, υπέγραφαν το δελτίο αποστολής.."  "Ο λογιστής της Εφεσείουσας, συμφωνούσε με τα υπόλοιπα" "απέστελλα τις καταστάσεις λογαριασμού και ουδέποτε ο τότε λογιστής τους μου είπε ότι διαφωνούσε.  Η μαρτυρία αυτή οδηγεί στο εύρημα ότι η Εφεσίβλητη πώλησε και παράδωσε τα επίδικα εμπορεύματα εις την Εφεσείουσα όπως ακριβώς είναι η πρώτη αιτία αγωγής της Εφεσίβλητης και η οποία καλύπτεται από την παράγρ. 4 της Έκθεσης Απαίτησης όπου ρητά αναφέρει ότι:

 

"4.  Κατά ή περί την 15.7.2015 το υπόλοιπο το οποίο προέκυψε από τιμολογηθέντα και παραδοθέντα δεόντως προϊόντα κατά την πιο πάνω περίοδο συνεργασίας ανήλθε σε Λ.Κ. 67.096,81.  Λεπτομέρειες των τιμολογίων και παραδόσεων προϊόντων ΣΙΒΑ πωλήσεων και κίνηση λογαριασμού από τα έτη 2002-2005 είναι στη διάθεση της Εναγομένης και/ή του δικηγόρου της και μπορούν να παρασχεθούν ανά πάσα στιγμή."

 

(η υπογράμμιση είναι του Δικαστηρίου)

 

Τα τιμολόγια δεν προβλήθηκαν και δεν έχουν αυτοδύναμη αποδεικτική σημασία.  Παρουσιάστηκαν για να συνεκτιμηθούν στο σύνολο της μαρτυρίας και συνεκτιμήθησαν με την προφορική μαρτυρία των Μ.Ε.1 και 2. Εφόσον η μαρτυρία της Εφεσίβλητης οδηγούσε στο εύρημα ότι τα εμπορεύματα πωλήθησαν και παραδόθησαν εις την Εναγομένη δεν χρειάζετο οτιδήποτε άλλο.  Το γεγονός ότι ορισμένα τιμολόγια εξεδόθησαν επ'  ονόματι άλλης εταιρείας δεν επηρεάζουν την ουσία της υπόθεσης, εφόσον το Δικαστήριο έκρινε αξιόπιστους τους μάρτυρες της Εφεσίβλητης, Μ.Ε.1 και Μ.Ε.2 (βλ. Palatino Developments Ltd v. Telectronics Communication Ltd (2002) 1 A.A.Δ. 962, Demil Imports Exports Ltd v. Ζήνων Η. Κωνσταντινίδης Λτδ (2011) 1 Α.Α.Δ. 462, Chitty on Contracts, 14th Ed. P. 739, Phipson on Evidence 12th ed. P. 1878).  Και μια λεπτομέρεια, η Εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι για τα έτη 2004 και 2005 τα τιμολόγια εξεδίδοντο επ'  ονόματι της Total Pack Trading Ltd και όχι επ'  ονόματι της Εφεσείας Total Pack (Cyprus) Ltd όπως εξεδίδοντο το 2003.  Να σημειωθεί όμως ότι τα έτη 2004 και 2005, για τα οποία προβάλλει τους πιο πάνω ισχυρισμούς πλήρωσε στην Εφεσίβλητη ποσά ύψους Λ.Κ. 9.000, Λ.Κ. 22.000 και Λ.Κ. 10.000.  Συνεπώς το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο λογαριασμός, Τεκμ. 4, καταδεικνύει ότι η οφειλή της Εφεσείουσας, είναι εντός των δικογραφημένων θέσεων της Εφεσίβλητης και αποδείκνυε την πρώτη αιτία αγωγής που αφορούσε πώληση και παράδοση εμπορευμάτων στην Εφεσείουσα. Το παράπονο της Εφεσείουσας είναι αβάσιμο.

 

Όσον αφορά τους λόγους έφεσης αρ. 6, 7, 9 και 10 παρατηρώ ότι όλοι αφορούν αξιολόγηση προσφερθείσας μαρτυρίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Όπως έχει τονιστεί κατ' επανάληψη από το Ανώτατο Δικαστήριο το Εφετείο επεμβαίνει μόνο στην περίπτωση που τα συμπεράσματα στα οποία καταλήγει το πρωτόδικο Δικαστήριο αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή δεν δικαιολογούνται από την μαρτυρία, θεωρημένη στο σύνολό της ή από τα ίδια τα ευρήματα του (βλ. Χατζηδημητρίου ν. Δημοκρατίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 104).  Ακόμη κι εκεί που παρατηρούνται αντιφάσεις ή αδυναμίες στην μαρτυρία  δεν αποτελούν λόγο επέμβασης του Εφετείου, εκτός αν είναι τόσο σημαντικές ώστε να οδηγούν στο συμπέρασμα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέκτηκε εσφαλμένα τη μαρτυρία αυτή ως αξιόπιστη (βλ. Ψύλλας ν. Αστυνομίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 426). 

 

Στην παρούσα υπόθεση αφού εξέτασα τα παράπονα της Εφεσείουσας  όπως αυτά προωθούνται με τους πιο πάνω λόγους έφεσης δεν διαπιστώνω ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο είναι εσφαλμένη ή είναι παράλογη ή δεν υποστηρίζεται από την προσφερθείσα μαρτυρία. Ειδικότερα ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχτηκε ως αξιόπιστη την μαρτυρία των Μ.Ε. 1 και 2 η οποία στηρίζετο και σε γραπτή μαρτυρία όπως το Τεκμήριο 4, το οποίο αποτελούσε τον παραδεκτό λογαριασμό μεταξύ των διαδίκων μέχρι και το 2005, όπως αυτό προκύπτει και από την Έκθεση Υπεράσπισης §5.0 αλλά και από την αποδεκτή εξήγηση που δόθηκε από την Μ.Ε.2  αναφορικά με τα τιμολόγια που εκδίδοντο από το 2004 και μετά επ' ονόματι της Total Pack Trading Ltd. Αντίθετα, ορθά απέρριψε τον ισχυρισμό του Μ.Υ.1 ο οποίος ήταν εκτός δικογράφων, ότι δηλαδή η συνεργασία των διαδίκων τερματίστηκε το 2004 με γραπτή επιστολή της Εφεσείουσας η οποία όμως δεν παρουσιάστηκε στο Δικαστήριο. Έχοντας  υπόψιν τις έγγραφες προτάσεις και τα τεκμήρια ενώπιον του Δικαστηρίου, η απόρριψη της εκδοχής του Μ.Υ.1 ήταν καθ' όλα ορθή.  Ορθή επίσης ήταν και η αποδοχή της εκδοχής της Εφεσίβλητης όπως αυτή παρουσιάστηκε λαμβάνοντας υπόψιν την αξιόπιστη μαρτυρία των Μ.Ε. 1 και 2, η οποία τεκμηριώθηκε από το Τεκμήριο 4 το οποίο κατεδείκνυε την οφειλή της Εφεσείουσας αλλά και το ύψος της.

 

Οι λόγοι Έφεσης 6, 7, 9 και 10 απορρίπτονται. 

 

Με τον εντέκατο λόγο η Εφεσείουσα εισηγείται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την προδικαστική της ένστασης αναφορικά με τον διορισμό των δικηγόρων της Εφεσίβλητης ο οποίος ήταν παράτυπος και συνεπώς η αγωγή θα έπρεπε να απορριφθεί ως παράτυπη και αντικανονική. Σύμφωνα με την αιτιολογία του λόγου η νομολογία στην οποία στηρίχθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν τυγχάνει εφαρμογής στην παρούσα υπόθεση καθότι ο διορισμός δικηγόρου δεν είναι εμπορική συναλλαγή.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αντιμετώπισε το θέμα ως ακολούθως:

 

"Προτού ολοκληρώσω θα πρέπει να πω ότι όσον αφορά την προδικαστική ένσταση των εναγομένων ότι η αγωγή είναι παράτυπη και ή αντικανονική γιατί το κλητήριο ένταλμα υπογράφεται από μη δεόντως εξουσιοδοτημένο δικηγόρο αφού τα πρόσωπα που υπέγραψαν τον τύπο διορισμού του συγκεκριμένου δικηγόρου που συνοδεύει το κλητήριο δεν ήταν εξουσιοδοτημένα ή και ικανά από μόνα τους να δεσμεύσουν την ενάγουσα, δεν με βρίσκει σύμφωνο.  Το καταστατικό είναι ο εσωτερικός κανονισμός λειτουργίας μιας εταιρείας, στο δε καταστατικό της ενάγουσας εταιρείας (τεκμήριο 5) και συγκεκριμένα στο άρθρο 31 αναφέρεται ότι οι διευθυντές της εταιρείας εξουσιοδοτούνται να διαχειρίζονται την εταιρεία, διευθύνουν αυτή και υπογράφουν με το όνομα της από κοινού.  Ο κ. Θ.Λ ανέφερε στο Δικαστήριο ότι ναι μεν ο τρίτος διευθυντής των εναγόντων δεν υπέγραψε το διοριστήριο αλλά συναίνεσε σε κάθε πράξη που αφορούσε την αγωγή και υπέγραψε την επιταγή με την οποία πληρώθηκε ο δικηγόρος που διορίστηκε και ήγειρε την αγωγή.

 

Είμαι της άποψης ότι ο διορισμός δικηγόρου έγινε νομότυπα από τους δύο διευθυντές και το γεγονός ότι λείπει η υπογραφή του τρίτου διευθυντή δεν επιφέρει καμιά ακυρότητα, αντικανονικότητα ή παρατυπία στην αγωγή. 

 

Επίσης ως έχει νομολογηθεί οι συναλλασσόμενοι με εταιρεία δεν υποχρεούνται να διερευνούν και να βεβαιώνονται ότι οι εσωτερικές διαδικασίες της εταιρείας έχουν ακολουθηθεί και είναι σύμφωνες με το καταστατικό.  Αντίθετα μπορούν να βασιστούν στον κανόνα ότι όλα έγιναν σωστά και νομότυπα.  Ο κανόνας αυτός έχει διαμορφωθεί με την απόφαση Royal British Bank v. Turquand (1856) E and B 327 (1843-1860) All E.R. 435, η οποία απόφαση αναλύθηκε στην απόφαση Συνεργατική Πιστωτική Εταιρεία Παλλουριώτισσας ν. Nicosia Palace Hotel Co Ltd (2003) 1 Β Α.Α.Δ. 722.  Στην υπόθεση Royal British Bank v. Turquand μια εταιρεία υπέγραψε μια εγγύηση που έφερε τη σφραγίδα της εταιρείας και την υπογραφή δύο διευθυντών.  Σύμφωνα με το περιεχόμενο του καταχωρημένου εγγράφου (registered deed of settlement) που αντιστοιχούσε προς το περιεχόμενο του καταστατικού (articles of association) οι διευθυντές θα μπορούσαν να δανεισθούν με εγγύηση τέτοια ποσά που θα εγκρίνονταν σε συνεδρία με σύνηθες ψήφισμα (ordinary resolution).  Ουδεμία συνεδρία συγκλήθηκε και ουδεμία απόφαση λήφθηκε για τη σύναψη οποιουδήποτε δανείου.  Αποφασίστηκε ότι η εγγύηση ήταν δεσμευτική για την εταιρεία αφού οι δανειστές είχαν το δικαίωμα να συμπεράνουν ότι είχε ληφθεί σχετική απόφαση για τη σύναψη του δανείου.  Η απόφαση Turquand  υιοθετήθηκε αργότερα σε μεγάλο άλλο αριθμό υποθέσεων όπως στη Morris n. Kanssen (1946) 1 All E.R. 586 και στην Rolled Steel Products (Holdings) Ltd v. British Steel Corporation and others (1985) 3 All E.R. 52, στην οποία εξετάστηκε η διαφορά μιας συμφωνίας που συνάπτεται καθ΄ υπέρβαση των σκοπών της εταιρείας (ultra vires) και της υπέρβασης των εσωτερικών κανονισμών από αξιωματούχους της εταιρείας.

 

Η υιοθέτηση του δόγματος βασίζεται στην κοινή λογική που στοχεύει στην προώθηση των εμπορικών συναλλαγών.  Η ανάπτυξη των εμπορικών δοσοληψιών με εταιρείες θα ήταν τρομερά δύσκολη αν ένα πρόσωπο που είχε πρόθεση να συμβληθεί με μια εταιρεία θα έπρεπε να βεβαιώνεται ότι οι αξιωματούχοι της εταιρείας με τους οποίους συναλλαττόταν είχαν πραγματική εξουσία προς τούτο."

 

Είναι αχρείαστο να ειπωθεί οτιδήποτε άλλο παρά ότι η Εφεσείουσα δεν μπορούσε να αμφισβητήσει την εξουσία έγερσης της αγωγής από την Εφεσίβλητη με την Υπεράσπισή της αλλά ούτε κατά την δίκη. Όφειλε να λάβει το κατάλληλο δικονομικό μέτρο στο αρχικό στάδιο της αγωγής για την διαγραφή του ονόματός της Ενάγουσας ώστε με τον τρόπο αυτό να τερματίζετο η όλη διαδικασία. (Βλ. Russian Commercial and Industrial Bank. V. Comptoir D' Escomplte De Mulhouse and others (1925) AC 112, 130 (H.L.), Βιομηχανία Χαρίλαος Αλωνεύτης Λτδ ν. Alpha Bank Ltd etc (2003) 1 A.A.Δ. 990, Lioufis and Co Ltd ν. Ανδρονίκου κ.α. (1996) 1 Α.Α.Δ. 773).

 

Συναφώς και για τα όσα έχω εξηγήσει πιο πάνω ο λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

Θα απέρριπτα συνεπώς την έφεση παρά την μερική επιτυχία του τέταρτου λόγου, καθότι το προσβαλλόμενο εύρημα το οποίο κρίθηκε εσφαλμένο ουδόλως επηρεάζει το αποτέλεσμα της πρωτόδικης απόφασης.

 

ΑΝΤΕΦΕΣΗ

 

Με τους δύο λόγους Αντέφεσης η Εφεσίβλητη προσβάλει ως εσφαλμένη την επιδίκαση τόκου επί του ποσού της απόφασης από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης. Στηρίζει δε όλη την εισήγηση της στο Άρθρο 33(2) του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960, Ν.14/60.  Το Άρθρο 33(1) και (2) προβλέπει ως ακολούθως:

 

"Τόκoς επί oφειλώv κ.τ.λ. και απoφάσεωv

 

33.-(1) Καθ' oιαvδήπoτε εvώπιov oιoυδήπoτε δικαστηρίoυ διαδικασίαv, διά τηv είσπραξιv oιoυδήπoτε χρέoυς διά τo oπoίov τόκoς είvαι πληρωτέoς είτε δυvάμει συμφωvίας ή άλλως ως διά vόμoυ πρoβλέπεται, τo δικαστήριov θα επιδικάζη τόκov συμφώvως πρoς τo συμφωvηθέv ή άλλως διά vόμoυ πρoβλεπόμεvov επιτόκιov, διά τηv περίoδov τηv αρχoμέvηv από της ημέρας καθ' ηv τoιoύτoς τόκoς κατέστη απαιτητός μέχρι τελικής απoπληρωμής:

 

          Νoείται ότι τo τoιoύτov επιτόκιov δεv θα υπερβαίvη τo αvώτατov όριov τoυ εκάστoτε υπό τoυ vόμoυ επιτρεπoμέvoυ επιτoκίoυ.

 

    (2) Εκάστη απόφασις,  περιλαμβαvoμέvoυ τoυ μέρoυς αυτής τo oπoίov αφoρά εις τα δικηγoρικά έξoδα, εκτός εάv άλλη πρόβλεψις εγέvετo εv τη απoφάσει δυvάμει τoυ εδαφίoυ (1), θα φέρει, τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (4), τόκο προς 5,5% ετησίως από τηv ημερoμηvία καταχώρησης της αγωγής ή εv σχέσει με εκκρεμoύσες αγωγές, από τηv ημερoμηvία έvαρξης της ισχύoς του περί Δικαστηρίων (Τροποποιητικού) (Αρ. 2) Νόμου του 2008, μέχρι τελικής απoπληρωμής τoυ χρέoυς:

 

Νoείται ότι τo Δικαστήριo δύvαται, όταv συvτρέχoυv λόγoι, vα επιδικάσει τόκo-

 

   (α) Σε oλόκληρo τo επιδικαζόμεvo με τηv απόφαση πoσό, για μέρoς μόvo της περιόδoυ μεταξύ της ημερoμηvίας καταχώρησης της αγωγής και της ημερoμηvίας έκδoσης της απόφασης  ή

 

   (β) σε μέρoς μόvo τoυ επιδικαζόμεvoυ με τηv απόφαση πoσoύ, για oλόκληρη ή μέρoς μόvo της περιόδoυ μεταξύ της ημερoμηvίας καταχώρησης της αγωγής και της ημερoμηvίας έκδoσης της απόφασης:

 

Νoείται περαιτέρω ότι, σε περιπτώσεις δόλoυ ή απάτης εκ μέρoυς τoυ εvαγoμέvoυ, o τόκoς αρχίζει vα υπoλoγίζεται από τηv ημερoμηvία δημιoυργίας τoυ αγώγιμoυ δικαιώματoς, αvεξαρτήτως τoυ κατά πόσo εκκρεμεί ή όχι αγωγή:

 

Νoείται έτι περαιτέρω ότι oυδέv τωv εv τω παρόvτι εδαφίω πρoβλεπoμέvωv θα  εφαρμόζεται εις oιαvδήπoτε απόφασιv εκδoθείσαv πρo της 16ης Νoεμβρίoυ, 1944, και πάσα τoιαύτη απόφασις θα φέρη τoιoύτov τόκov ως εξειδικεύεται εv αυτή και συμφώvως πρoς τoυς όρoυς αυτής."

 

Από τα πιο πάνω φαίνεται ότι ο χρόνος από τον οποίο επιδικάζεται τόκος σε δικαστικές αποφάσεις, εάν δεν συντρέχουν λόγοι, είναι η ημερομηνία καταχωρήσεως της αγωγής. Στα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αναφέρει ότι συντρέχει οποιοσδήποτε λόγος ώστε να ανατραπεί η βασική πρόνοια έναρξης του τόκου από την ημερομηνία έγερσης της αγωγής και συνεπώς ο τόκος θα πρέπει να αρχίζει από την ημερομηνία αυτή, ήτοι την ημερομηνία έγερσης της αγωγής που είναι η 10.4.2006, μέχρις εξοφλήσεως. Επομένως αμφότεροι οι λόγοι θα επιτύγχαναν.

 

Διά όλους τους πιο πάνω λόγους θα απέρριπτα την Έφεση με έξοδα, ενώ η Αντέφεση θα επιτύγχανε με την έκδοση της ανάλογης Διαταγής, αλλά χωρίς έξοδα.

 

 

 

 

 

                                                                   Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/γκ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο