ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2020:D28
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Αίτηση Αρ 212/2019)
23 Ιανουαρίου 2020
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964 (Ν.33/1964) ΚΑΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 10 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΕΚΔΟΣΗΣ ΦΥΓΟΔΙΚΩΝ ΝΟΜΟΥ 97/1970, ΑΡ. ΑΙΤΗΣΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ 1/2018 ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ, ΑΠΟΦΑΣΗ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 14.11.2019
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΤΟΥ 2018,
HABEAS CORPUS
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ xxxx ΕΠΙΦΑΝΕΙΟΥ, ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΥΠΡΟ ΚΑΙ ΤΩΡΑ ΣΤΑ ΚΡΑΤΗΤΗΡΙΑ ΤΗΣ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ ΑΡ. 10
ΣΤΙΣ ΚΕΝΤΡΙΚΕΣ ΦΥΛΑΚΕΣ, ΛΕΥΚΩΣΙΑ
Αιτητή
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ
1. ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ, ΛΕΥΚΩΣΙΑ
2. ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΩΝ ΚΕΝΤΡΙΚΩΝ ΦΥΛΑΚΩΝ
3. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ
Καθ΄ ων η αίτηση
-----------------------------------------------
Ε. Ερωτοκρίτου (κα), για τον Αιτητή.
Ζ. Κυριακίδου (κα), για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
Αιτητής παρών.
------------------------------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Με την παρούσα αίτηση επιδιώκεται από τον αιτητή η απελευθέρωση του δυνάμει του προνομιακού εντάλματος Habeas Corpus στη βάση του ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας με σχετική απόφαση του διέταξε την έκδοση του στις 14.11.2019, στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής.
Το Δικαστήριο αποφασίζοντας το ζήτημα, κατέγραψε τη θέση του σε 60 σελίδες, εξηγώντας ότι η έκδοση του αιτητή είχε ζητηθεί από τις Η.Π.Α. μετά από σχετικό αίτημα που υποβλήθηκε προς τη Δημοκρατία με σκοπό να δικαστεί εκεί για αδικήματα που αποτελούν μέρος δύο κατηγορητηρίων που καταχωρίστηκαν το ένα στο Επαρχιακό Δικαστήριο της Βορειότερης Επαρχίας της Γεωργίας και το άλλο στο Επαρχιακό Δικαστήριο της Αριζόνας. Το πρώτο καταχωρήθηκε στις 19.9.2017, το δε δεύτερο στις 27.9.2017 και αμφότερα αφορούν αδικήματα που σχετίζονται με ηλεκτρονική απάτη, πρόσβαση σε δεδομένα ηλεκτρονικού υπολογιστή, απόκτηση πληροφοριών από προστατευόμενο ηλεκτρονικό υπολογιστή και εκ προθέσεως απειλή και πρόκληση ζημιάς σε υπολογιστή. Σύμφωνα με τις περαιτέρω λεπτομέρειες που υποστήριξαν το αίτημα, ο αιτητής με άλλα πρόσωπα πέραν των ανωτέρω, αφού έκλεψαν και απέσπασαν προσωπικά δεδομένα από χρήστες σε βάσεις δεδομένων ιστοσελίδων εγγεγραμμένων στην Αμερική, απέστειλαν ηλεκτρονικά μηνύματα στα θύματα απειλώντας ότι θα αποκαλύπτονταν χιλιάδες δεδομένα δημοσίως εάν δεν καταβάλλονταν σ΄ αυτούς χρήματα. Υπό το φως των απειλών και της καταστροφής δεδομένων προκαλώντας τεράστιες ζημιές σε εταιρείες, μια εξ αυτών πλήρωσε τον αιτητή με το ποσό των 1.850 δολαρίων Η.Π.Α. και έτερη με το ποσό των 18.000 δολαρίων Αμερικής. Και οι δύο πληρωμές έγιναν σε ψηφιακό νόμισμα, ενώ οι εταιρείες υπέστησαν αντιστοίχως ζημιές ύψους 80.000 δολαρίων Αμερικής και 450.000 δολαρίων Αμερικής ως έξοδα αποκατάστασης.
Η έκδοση ζητήθηκε δυνάμει των προνοιών της Συνθήκης μεταξύ της κυβέρνησης της Κυπριακής Δημοκρατίας και της κυβέρνησης των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής για Έκδοση Φυγοδίκων, Νόμος αρ. 8(ΙΙΙ)/2008 και του περί Εκδόσεως Φυγοδίκων Νόμου αρ. 97/70. Το Δικαστήριο άκουσε τη σχετική μαρτυρία εκ μέρους της αιτήτριας Δημοκρατίας και εκ μέρους του αιτητή, η οποία σχετιζόταν με ψυχιατρική μαρτυρία όσον αφορούσε την κατάσταση υγείας αυτού και τα ψυχολογικά του προβλήματα. Δόθηκε επίσης μαρτυρία αναφορικά με ισχυρισμούς σχετιζόμενους με τον κίνδυνο να υποστεί απάνθρωπη μεταχείριση εάν εκδοθεί στις Η.Π.Α. Το Δικαστήριο εξέτασε τη μαρτυρία με ιδιαίτερη λεπτομέρεια και υπό το φως της νομολογίας αναφορικά με τον τρόπο αξιολόγησης και αντιμετώπισης της μαρτυρίας σ΄ αυτού του είδους τις υποθέσεις, ότι, δηλαδή, τα δεδομένα εξετάζονται ως προς την πιθανότητα και μόνο να υποδεικνύεται εκ πρώτης όψεως ενοχή, ότι κατά τα άλλα ικανοποιείται το κριτήριο για το διττό αξιόποινο και ότι κατά τα υπόλοιπα τηρούνται οι διαδικαστικές και ουσιαστικές προϋποθέσεις έκδοσης, απορρίπτοντας στην πορεία του σκεπτικού και τη θέση του αιτητή ότι υπήρχαν στοιχεία που θα δημιουργούσαν εύλογη πιθανότητα ότι θα παραβιάζονταν τα ανθρώπινα του δικαιώματα σε περίπτωση έκδοσης του, κατέληξε, όπως προαναφέρθηκε, στην κρίση ότι πληρούνταν οι προϋποθέσεις που έθετε ο Νόμος αρ. 97/70, αλλά και η Συνθήκη Έκδοσης μεταξύ Δημοκρατίας και Η.Π.Α., πληροφορώντας τον αιτητή ταυτόχρονα ότι με βάση το άρθρο 10 του Νόμου αρ. 97/70, δικαιούτο να υποβάλει αίτηση στο Ανώτατο Δικαστήριο για έκδοση Habeas Corpus. Πρόσθεσε δε το εξής:
«Συνακόλουθα εκδίδεται διάταγμα με το οποίο διατάσσεται η κράτηση του Καθ΄ ου η αίτηση μέχρι την έκδοση του.»
Δεν χρειάζεται να δοθούν περαιτέρω λεπτομέρειες ως προς την όλη διαδικασία ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας και τις επί μέρους θέσεις που κατέγραψε στην απόφαση του. Ο λόγος γι΄ αυτό είναι ότι η ευπαίδευτη συνήγορος του αιτητή εστίασε την προσοχή της για να δικαιολογήσει την έκδοση του Habeas Corpus στο ότι το Δικαστήριο εντελώς αναιτιολόγητα διέταξε την κράτηση του αιτητή μέχρι την έκδοση του χωρίς περαιτέρω εξήγηση, με αποτέλεσμα ο χρόνος που διέρρευσε από την ημερομηνία της αρχικής κράτησης του μέχρι και σήμερα να είναι υπέρμετρα μεγάλος, αδικαιολόγητος και συνεπώς παράνομος ώστε να είναι προς το συμφέρον του αιτητή να διαταχθεί η άμεση απελευθέρωση του. Η συνήγορος αναφέρθηκε προς υποστήριξη της θέσης της ότι η χωρίς αιτιολογία απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου να διατάξει την κράτηση μέχρι την έκδοση του, δεν τοποθετεί χρονικά την έκδοση αυτή και πουθενά στο Νόμο αρ. 97/70 δεν επιβάλλεται η προφυλάκιση εκζητούμενου του οποίου η έκδοση αποφασίστηκε στο αιτούν κράτος. Τονίστηκε ιδιαίτερα ότι ο αιτητής συνεχίζει από τις 17.5.2017 να είναι υπό κράτηση χωρίς να έχει καταδικαστεί για οποιοδήποτε αδίκημα. Εξήγησε περαιτέρω ότι στη βάση της ένορκης δήλωσης που υποστηρίζει την παρούσα αίτηση, ο αιτητής είχε συλληφθεί στις 17.5.2017 για αδικήματα που φαίνονται να διαπράχθηκαν στις Η.Π.Α. μεταξύ 2014 και 2016, όταν ήταν ανήλικος, ενώ εναντίον του καταχωρήθηκαν στη Δημοκρατία και δύο ποινικές υποθέσεις η υπ΄ αρ. 8922/2017 το Μάϊο του 2017 και η υπ΄ αρ.14704/2017 τον Οκτώβριο του 2017, οι οποίες συνενώθησαν και στις οποίες εκδόθηκε διάταγμα κράτησης του με δυσβάστακτους οικονομικούς όρους εγγύησης που δεν μπόρεσε να ικανοποιήσει με αποτέλεσμα να βρίσκεται υπό κράτηση από το Μάϊο του 2017 μέχρι τις αρχές Φεβρουαρίου του 2018, όταν η αστυνομία του επέδωσε νέο ένταλμα σύλληψης αναφορικά με το αίτημα των Η.Π.Α. για έκδοση του στην υπ΄ αρ. 1/2018 Αίτηση.
Στις 2.2.2018 διατάχθηκε αρχικά η κράτηση του στην πιο πάνω Αίτηση υπ΄ αρ. 1/2018 μέχρι τις 7.2.2018, όταν εκδόθηκε νέο διάταγμα κράτησης άνευ όρων και το οποίο εξακολουθούσε να ισχύει μέχρι και την έκδοση της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας στις 14.11.2019. Προφορικά η συνήγορος προσέθεσε ότι με την έκδοση της απόφασης οι Ποινικές Υποθέσεις υπ΄ αρ. 8922/2017 και 14704/2017 διεκόπησαν, αλλά μετά την καταχώρηση της Αίτησης για Habeas Corpus, η αστυνομία καταχώρησε νέα ποινική υπόθεση την υπ΄ αρ. 24481/2019, πανομοιότυπη με τις αποσυρθείσες.
Με την ένσταση της η Δημοκρατία εξηγεί ότι το Ανώτατο Δικαστήριο δεν μπορεί στη βάση της νομολογίας να αναθεωρήσει τα ευρήματα του Επαρχιακού Δικαστηρίου και οποιαδήποτε επιπλέον μαρτυρία που επιχειρήθηκε να προσκομιστεί είναι άσχετη με την υπόθεση, τα δε έγγραφα που κατατέθηκαν ως Τεκμήρια κατά τη διαδικασία έκδοσης αποκάλυπταν ότι υπήρχε πράγματι υπόθεση εναντίον του αιτητή δικαιολογούσα πλήρως το αίτημα των Η.Π.Α. Υπήρχε επαρκής μαρτυρία προς τούτο και το Δικαστήριο, εφόσον έκρινε δικαιολογημένη την αίτηση, ορθώς διέταξε την κράτηση του μέχρι την έκδοση του. Ούτε υπάρχουν δεδομένα ή στοιχεία τα οποία δικαιολογούν την απελευθέρωση του αιτητή στη βάση ισχυρισμών περί αυτοκτονίας και εξευτελιστικής και απάνθρωπης μεταχείρισης στις Η.Π.Α.
Χωρίς να είναι αναγκαία η λεπτομερής αναφορά στη νομολογία ενόψει του περιορισμένου τελικά πλαισίου εντός του οποίου κινήθηκε η συνήγορος του αιτητή, είναι αρκετό να αναφερθεί ότι το προνομιακό ένταλμα Habeas Corpus έχει σκοπό να ελέγξει τη νομιμότητα της κράτησης και το Ανώτατο Δικαστήριο περιορίζεται στην εξέταση κατά πόσο υπήρχε ή όχι ικανοποιητική μαρτυρία προς έκδοση και ότι η όλη υπόθεση εξετάστηκε από το κατώτερο Δικαστήριο στο ορθό δικαιοδοτικό πλαίσιο. Στη διαδικασία του προνομιακού αυτού εντάλματος δεν γίνεται αναθεώρηση των ευρημάτων του Δικαστηρίου, ούτε και ελέγχεται η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του, (Μελά (Αρ. 3) (1998) 1 Α.Α.Δ. 1199, Hachem v. Διευθυντή Κεντρικών Φυλακών (1992) 1 Α.Α.Δ. 191 και Χαρατσίδη, Πολιτική Έφεση 394/14, ημερ. 28.3.2016), ECLI:CY:AD:2016:A176.
Εξετάζοντας τα όσα προωθήθηκαν από τον αιτητή, οι θέσεις του ελέγχονται ως λανθασμένες δεδομένου ότι εφόσον ο σκοπός της όλης διαδικασίας που διεξήχθη στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας ήταν η έκδοση του αιτητή στις Η.Π.Α., ήταν αυτονόητη η κράτηση του μέχρι και την πραγματοποίηση της έκδοσης στην αλλοδαπή μετά που το Δικαστήριο αποφάσισε, αιτιολογημένα, ότι δικαιολογείτο η τοιαύτη έκδοση. Θα ήταν αντινομικό προς την ίδια την απόφαση του εάν το Δικαστήριο άφηνε τον αιτητή ελεύθερο με ή χωρίς όρους, (ούτε και τέθηκε από τους τότε συνηγόρους του τέτοιο ζήτημα), με την πιθανότητα στο μεταξύ να διαφύγει ώστε η Δημοκρατία να μη δυνηθεί να εκτελέσει την έκδοση παραδίδοντας τον αιτητή στις Η.Π.Α. Η μόνη προϋπόθεση που θέτει το άρθρο 10(1) του Νόμου αρ. 97/70, είναι ότι όταν το Δικαστήριο ήθελε διατάξει την κράτηση του υπό έκδοση προσώπου δυνάμει του άρθρου 9, οφείλει να πληροφορήσει τον ενδιαφερόμενο ότι δικαιούται να υποβάλει αίτηση για έκδοση Habeas Corpus και να κοινοποιήσει αμέσως την απόφαση στον Υπουργό Δικαιοσύνης.
Αναφέρεται στο εδάφιο (2) του εν λόγω άρθρου ότι εν πάση περιπτώσει δεν δύναται να χωρήσει έκδοση του προσώπου του οποίου διατάχθηκε η κράτηση δυνάμει του άρθρου 9, μέχρις ότου παρέλθει διάστημα 15 ημερών από την ημέρα που εκδόθηκε το διάταγμα έκδοσης ή σε περίπτωση που υποβληθεί αίτηση για Habeas Corpus, για όσο διάστημα εκκρεμεί η εξέταση της. Επομένως, δεν είναι απεριόριστη η περίοδος της κράτησης για σκοπούς έκδοσης, αλλά οριοθετείται εντός των χρονικών πλαισίων που έχουν αναφερθεί. Συνεπώς, η προς το αντίθετο θέση της συνηγόρου, δεν είναι βάσιμη.
Η κράτηση προσώπου που αναζητείται από άλλη χώρα ακολουθεί τις σαφείς διατάξεις του Νόμου αρ. 97/70. Επί τη παραλαβή αιτήματος για έκδοση, δύναται να εκδοθεί προσωρινό ένταλμα σύλληψης ως το άρθρο 8 ορίζει, με δικαίωμα μάλιστα του Υπουργού, κατά το εδάφιο (3) του άρθρου, να διατάξει την ακύρωση του εντάλματος σύλληψης και να διατάξει την απόλυση του, οφείλοντας να ενεργήσει τοιουτοτρόπως εάν «ήθελεν αποφασίσει όπως μη προβή εις την έκδοσιν εξουσιοδοτήσεως δι΄ έναρξιν της διαδικασίας εκδόσεως αναφορικώς προς το πρόσωπον εις ό αφορά το ένταλμα», κάτι που προφανώς δεν έγινε στην υπό κρίση περίπτωση. Η σύλληψη δυνάμει του άρθρου 9 έχει βεβαίως σκοπό την τελική έκδοση, αν το Δικαστήριο αποφασίσει τούτο. Εξ΄ ου και ο πλαγιότιτλος του άρθρου 8, «Σύλληψις επί τω τέλει εκδόσεως.».
Στη συνέχεια, το Επαρχιακό Δικαστήριο ενώπιον του οποίου αρχίζει η διαδικασία έκδοσης έχει το δικαίωμα να διατάξει την προφυλάκιση του υπό έκδοση προσώπου διεξάγοντας τη δίκη κατά το πρότυπο συνοπτικής ποινικής υπόθεσης. Κατά δε τις ρητές διατάξεις του εδαφίου (5) του άρθρου 9, εάν το Δικαστήριο ήθελε ικανοποιηθεί ότι χωρεί η έκδοση, τότε «θέλει διατάξει την προφυλάκισιν αυτού μέχρις ου χωρήσει η έκδοσις, εκτός εάν η έκδοσις απαγορεύεται δυνάμει ετέρας τινός πρόνοιας του παρόντος Νόμου.».
Έχει λοιπόν λάθος ο αιτητής εισηγούμενος ότι ο σχετικός Νόμος δεν προνοεί πουθενά την κράτηση μέχρι την έκδοση. Άλλωστε, όπως ήδη υπεδείχθη, αυτό είναι αυτονόητο εφόσον άλλως θα καταστρατηγείτο ο σκοπός της Σύμβασης περί εκδόσεως φυγοδίκων. Το ίδιο προνοείται άλλωστε και στο Νόμο που κύρωσε το Έγγραφο που προβλέπεται από το Άρθρο 3(2) της Συμφωνίας για έκδοση μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των Η.Π.Α. και την εφαρμογή της Συνθήκης μεταξύ της Δημοκρατίας και των Η.Π.Α. για Έκδοση Φυγοδίκων που υπογράφηκε στις 17.6.1996 (Κυρωτικός) Νόμος αρ. 8(ΙΙΙ)/2008.
Επομένως, παρατηρείται ότι σε κάθε στάδιο της διαδικασίας έκδοσης ο αιτητής κρατείτο στη βάση νόμιμης δικαστικής σύλληψης ή εξουσιοδότησης και η κράτηση δεν μπορεί να θεωρείται με οποιοδήποτε τρόπο παράνομη ώστε να διαταχθεί η απελευθέρωση του. Προκύπτει δε και από τα έγγραφα ενώπιον του Δικαστηρίου ότι στις 8.2.2018, το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας εξέδωσε αιτιολογημένη απόφαση με την οποία διατάχθηκε η κράτηση του αιτητή μέχρι τις 20.2.2018, όταν είχε οριστεί η αίτηση έκδοσης για ακρόαση, απορρίπτοντας την προς το αντίθετο εισήγηση όπως ο αιτητής αφεθεί ελεύθερος λόγω, μεταξύ άλλων, ότι αυτός είναι Κύπριος υπήκοος έχοντας στενούς δεσμούς με τη Δημοκρατία με πατέρα Κύπριο και με μητέρα που κατοικεί στη Δημοκρατία πέραν των είκοσι ετών. Είχε προηγηθεί η προσωρινή σύλληψη του αιτητή από τον Πρόεδρο του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας στις 10.1.2018 με ένταλμα το οποίο εκτελέστηκε στις 2.2.2018 όταν παρουσιάστηκε στο Δικαστήριο και η υπόθεση ορίστηκε για προγραμματισμό στις 7.2.2018, του αιτητή διαταχθέντος να παραμείνει υπό κράτηση μέχρι τότε και επ΄ αυτού δεν υπήρξε ένσταση. Ακολούθησε στις 7.2.2018 αίτημα για απελευθέρωση του υπό όρους που απερρίφθη, όπως ήδη λέχθηκε, την επομένη ημέρα. Δεν αναφέρθηκε ότι ασκήθηκε οποιαδήποτε έφεση επ΄ αυτού.
Όσον αφορά τις ποινικές υποθέσεις που είχαν καταχωρηθεί εναντίον του αιτητή στη βάση και των όσων είναι ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, αυτές παρουσιάζονταν να αφορούσαν αδικήματα παρομοίας φύσεως με αυτά της έκδοσης, αλλά δεν μπορούν να έχουν οποιαδήποτε θετική επίδραση επί του παρόντος αιτήματος Habeas Corpus. Εκείνα είχαν τη δική τους αυτοτέλεια και αφορούσαν ποινική ή ποινικές υποθέσεις εντός της Δημοκρατίας. Επακριβείς λεπτομέρειες δεν δόθηκαν, αλλά δεν θα μπορούσαν να επηρεάσουν ούτως ή άλλως την έκδοση του αιτητή, η οποία προφανώς ζητήθηκε υπό το φως των σοβαρότατων αδικημάτων που φαίνεται να διέπραξε ο αιτητής που επηρέασαν πρόσωπα στις Η.Π.Α., με τα αδικήματα εκεί να επισύρουν ποινή φυλάκισης μέχρι 20 χρόνια, έναντι των αδικημάτων που στη Δημοκρατία τιμωρούνται μέχρι 5 έτη. Ούτε η ύπαρξη των ποινικών υποθέσεων τέθηκε ως υπόβαθρο στο κατώτερο Δικαστήριο ή ως λόγος μη έκδοσης, ούτε και δόθηκε τέτοια σχετική μαρτυρία. Το μόνο που αναφέρεται σε κάποιο σημείο της εκτενούς απόφασης του Δικαστηρίου και συγκεκριμένα στη σελίδα 44, είναι ότι ο αιτητής απασχόλησε και την Κυπριακή Αστυνομία και δη την Υπηρεσία Ηλεκτρονικού Εγκλήματος θεωρούμενος να συμμετείχε σε επίθεση εναντίον της εταιρείας Cablenet στη Δημοκρατία και στις 17.5.2017, είχε συλληφθεί μαζί με τη μητέρα του ως χρήστες συγκεκριμένου I.P. Address. Η κράτηση του αιτητή στη βάση των υποθέσεων αυτών ήταν αποτέλεσμα της μη ικανοποίησης των όρων για να αφεθεί ελεύθερος που είχε επιβάλει το Επαρχιακό Δικαστήριο στο οποίο τέθηκαν οι υποθέσεις. Είναι λοιπόν η κράτηση και η παραμονή του στις φυλακές από το Μάϊο του 2017, αποτέλεσμα διαφορετικής διαδικασίας που δεν σχετίζεται με την καθαυτή διαδικασία έκδοσης. Για τους όρους που τέθηκαν προς απελευθέρωση του και τους οποίους ο αιτητής δεν μπόρεσε να ικανοποιήσει, δεν φαίνεται (ούτε αναφέρθηκε), να είχε γίνει οποιαδήποτε έφεση.
Οι ποινικές αυτές υποθέσεις διεκόπησαν και η μεταγενεστέρως καταχωρηθείσα ποινική υπόθεση δεν μπορεί βεβαίως να επηρεάσει το αποτέλεσμα της απόφασης έκδοσης. Δεν αναφέρθηκαν ούτε λεπτομέρειες ώστε να διαφοροποιήσει την υφιστάμενη απόφαση έκδοσης και εν πάση περιπτώσει αποτελεί δεδομένο πέραν του χρονικού σημείου της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου που είναι τώρα το αντικείμενο του Habeas Corpus.
Η συνήγορος του αιτητή προσπαθώντας να πείσει για το υπέρμετρο της όλης διάρκειας κράτησης αναφέρθηκε σε υποθέσεις όπως στις Marta Ayredin Mohammen (2013) 1 Α.Α.Δ. 236 και Guo Shuying v. Κυπριακής Δημοκρατίας (2012) 1 Α.Α.Δ. 2725, οι οποίες όμως, όπως και η ίδια αναγνώρισε, αφορούσαν άλλη θεματολογία και συγκεκριμένα την εφαρμογή της Οδηγίας 2008/115/ΕΚ, που δεν έχει καμιά απολύτως σχέση με τη διαδικασία έκδοσης. Όπως έχει ήδη αναφερθεί, κάθε στάδιο κράτησης του αιτητή νομιμοποιείτο με δικαστική σφραγίδα είτε με την έκδοση εντάλματος σύλληψης, είτε με την έκδοση διατάγματος κράτησης.
Κατά τα λοιπά, ενώ στην αίτηση δυνάμει της ένορκης δήλωσης του αιτητή αμφισβητείται και η απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου ιδιαίτερα όσον αφορά τις διαβεβαιώσεις των Αμερικανικών αρχών ότι θα τύχει δίκαιης δίκης και ανθρώπινης μεταχείρισης, εν τούτοις στην αγόρευση της ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού ουδέν σχετικό ανεφέρθη ή εν πάση περιπτώσει δεν έγινε συγκεκριμένη εισήγηση πέραν της προβολής γενικών και αόριστων ισχυρισμών. Αναγιγνώσκοντας την απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου αυτή παρουσιάζεται να είναι πλήρης με την καταγραφή όλων των δεδομένων συμπεριλαμβανομένης και της μαρτυρίας που δόθηκε και δεν εντοπίζεται οτιδήποτε το οποίο δεν θα δικαιολογούσε την τελική απόφαση για έκδοση είτε αναφορικά με διαδικαστικούς λόγους, είτε αναφορικά με ουσιαστικά δεδομένα που δικαιολογούσαν την έκδοση. Η ένσταση της Δημοκρατίας ακριβώς θίγει το ζήτημα της πλήρους επάρκειας της απόφασης του Δικαστηρίου για έκδοση, ήταν δε ορθά υποστηριζόμενη από ένορκη δήλωση η οποία ανέφερε απλώς τα δεδομένα που προέκυπταν από τα έγγραφα και την ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου διαδικασία.
Στη βάση των πιο πάνω, η αίτηση απορρίπτεται.
Καμία διαταγή για έξοδα.
Στ. Ναθαναήλ,
Δ.
/ΕΘ