ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:DOD:2019:17
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
(Έφεση Αρ. 7/2016)
5 Δεκεμβρίου, 2019
[Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
χχχ ΞΙΟΥΡΟΣ
Εφεσείων
ΚΑΙ
χχχ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
Εφεσίβλητη
---------
Ν.Γ. Νικολάου, για τον εφεσείοντα.
Αχ. Αιμιλιανίδης, για την εφεσίβλητη.
---------
Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.
---------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.: Oι διάδικοι στην παρούσα έφεση τέλεσαν το γάμο τους το Δεκέμβριο του 2003 και περιήλθαν σε οριστική διάσταση το Σεπτέμβριο του 2007 και ακολούθησε διαζύγιο.
Αργότερα κατέληξαν στο Οικογενειακό Δικαστήριο για περιουσία που αποκτήθηκε κατά τη διάρκεια της έγγαμης συμβίωσης τους ως ακολούθως:
(α) Στις 7.12.2005 αγόρασαν από κοινού και κατέστησαν ιδιοκτήτες ανά 1/2 μερίδιο έκαστος μια κατοικία στο Παραλίμνι. Η τιμή αγοράς ήταν £85.000.
(β) Στις 28.11.2005 ο εφεσείων αγόρασε και κατέστη εξ ολοκλήρου ιδιοκτήτης μιας κατοικίας στην Αγία Νάπα. Η τιμή αγοράς ήταν £105.000. Για την αγορά της οικίας αυτής έγινε δάνειο από την Τράπεζα Κύπρου ύψους £105.000. Στο δάνειο αυτό πρωτοφειλέτης ήταν ο εφεσείοντας και εγγυήτρια η εφεσίβλητη, ενώ προς το σκοπό εξασφάλισης του δανείου τέθηκε υποθήκη επί της κατοικίας στο Παραλίμνι, τόσο επί του μεριδίου του εφεσείοντα όσο και της εφεσίβλητης. Ο εφεσείοντας κατέβαλλε αρχικά τις δόσεις αλλά στη συνέχεια σταμάτησε. Οι δόσεις δεν καταβάλλονται. Η Τράπεζα Κύπρου κίνησε αγωγή εναντίον των διαδίκων και όπως διευκρινίστηκε στη συζήτηση της έφεσης έχει εκδοθεί απόφαση εναντίον τους. Υπό τις περιστάσεις πρόκειται, κατ΄ ουσίαν, για συνοφειλέτες.
Η εφεσίβλητη ζήτησε από το Οικογενειακό Δικαστήριο όπως της αποδοθεί το 1/2 της κατοικίας στην Αγία Νάπα και ο εφεσείοντας, με ανταπαίτηση, ζήτησε να του αποδοθεί το μερίδιο της εφεσίβλητης επί της κατοικίας στο Παραλίμνι, ώστε να του ανήκει ολόκληρη η κατοικία.
Το ζήτημα διέπεται από το άρθρο 14 του περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμου του 1991, Ν. 232/91, που προνοεί ως ακολούθως:
«14.-(1) Σε περίπτωση που ο γάμος λυθεί ή ακυρωθεί, ή σε περίπτωση διάστασης των συζύγων, και η περιουσία του ενός συζύγου έχει αυξηθεί, ο άλλος σύζυγος, εφόσο συνέβαλε με οποιοδήποτε τρόπο στην αύξηση αυτή, δικαιούται να εγείρει αγωγή στο Δικαστήριο και να απαιτήσει την απόδοση του μέρους της αύξησης το οποίο προέρχεται από τη δική του συμβολή.
(2) Η συνεισφορά του ενός συζύγου στην αύξηση της περιουσίας του άλλου τεκμαίρεται ότι ανέρχεται στο ένα τρίτο της αύξησης, εκτός αν αποδειχθεί μεγαλύτερη ή μικρότερη συνεισφορά.
(3) Στην αύξηση της περιουσίας των συζύγων δεν υπολογίζεται ό,τι αυτοί απέκτησαν:
(α) Από δωρεά, κληρονομιά, κληροδοσία ή άλλη χαριστική αιτία
(β) με διάθεση περιουσίας που αποκτήθηκε με τις αναφερόμενες στην παράγραφο (α) αιτίες.»
Ο όρος «περιουσία» στο άρθρο 2 του Νόμου σημαίνει:
«"περιουσία" σημαίνει την κινητή και ακίνητη ιδιοκτησία η οποία αποκτήθηκε πριν από το γάμο με την προοπτική του γάμου ή οποτεδήποτε μετά τη σύναψη του γάμου από οποιοδήποτε από τους συζύγους»
Θεμελιακή επί του θέματος είναι η υπόθεση Ορφανίδης ν. Ορφανίδη (1998) 1 ΑΑΔ 179, όπου λέχθηκαν τα ακόλουθα:
«(β) Αντικείμενο του διαμοιρασμού δεν είναι, όπως στο Αγγλικό δίκαιο, το περιουσιακό στοιχείο αφ' εαυτού, αλλά η αύξηση της περιουσίας εκάτερου των συζύγων μετά το γάμο. Επομένως, αφετηρία για την επίλυση διαφορών αυτής της φύσης αποτελεί η διαπίστωση των περιουσιακών στοιχείων των συζύγων κατά το χρόνο του γάμου. Σε δεύτερο στάδιο, έρχεται η διαπίστωση της αύξησης, (αν υπάρχει), και σε τρίτο η προέλευση της αύξησης και η συνάρτησή της με τη συνεισφορά του ετέρου των συζύγων στην πραγμάτωσή της.
(γ) Η συνεισφορά αποτελεί, βάσει του άρθρου 14, όπως και στο Αγγλικό δίκαιο το κυρίαρχο στοιχείο στον καθορισμό της αναλογίας του μεριδίου του μη εγγεγραμμένου ιδιοκτήτη. Αντίθετα όμως, από το Αγγλικό δίκαιο, εφόσον δεν αποκαλύπτεται με τρόπο θετικό το ύψος της συνεισφοράς στην αύξηση της περιουσίας, καθιερώνεται τεκμήριο για την έκτασή της ίσο με το ένα τρίτο. Το τεκμήριο αυτό εκτοπίζει την εφαρμογή του αξιώματος της επιείκειας equality is equity.
[.]
Η αύξηση της περιουσίας είναι στοιχείο σχετικό. Συναρτάται, αφενός, με την αξία της περιουσίας και αφετέρου, με τις οικονομικές υποχρεώσεις του ιδιοκτήτη. Το αντικείμενο του μερισμού είναι η αύξηση της περιουσίας, όχι αυτή τούτη η περιουσία. Βέβαια, στο βαθμό που η αύξηση συσχετίζεται με συγκεκριμένο ακίνητο, και ο έτερος των συζύγων δικαιούται μεριδίου στην αύξηση, μπορεί να διαταχθεί η εγγραφή του ως ιδιοκτήτη για το αναλογούν σ' αυτόν μερίδιο (ποσοστό) ιδιοκτησίας.
[.]
Το πρώτο που πρέπει να τυγχάνει εξακρίβωσης είναι η αύξηση της περιουσίας του συζύγου ώστε να διαπιστωθεί το αντικείμενο του πιθανού διαμοιρασμού. Εξαιρείται από τη διανομή και δεν προσμετρά ως αύξηση περιουσία η οποία δωρίζεται σε σύζυγο καθώς και το προϊόν της διάθεσής της. Το δεύτερο θέμα που εξετάζεται είναι κατά πόσο ο έτερος των συζύγων συνεισέφερε στην αύξηση, άμεσα ή έμμεσα, και το τρίτο, ο καθορισμός του ύψους της συνεισφοράς.»
Ακολουθώντας τη νομολογία το πρωτόδικο δικαστήριο εξέτασε κατά πρώτον κατά πόσο υπήρξε αύξηση της περιουσίας των διαδίκων. Τούτο, με σύγκριση της περιουσίας κατά την τέλεση του γάμου (αρχική περιουσία) και κατά τη διάσταση (τελική περιουσία). Παρέπεμψε στην υπόθεση Ορφανίδης, ανωτέρω, όπου λέχθηκαν σχετικά τα ακόλουθα:
«Η αύξηση, η οποία υπόκειται σε διανομή, δεν είναι η αξία των περιουσιακών στοιχείων του ιδιοκτήτη συζύγου, αλλά η καθαρή αξία της περιουσίας του η οποία ανευρίσκεται μετά από συνυπολογισμό των περιουσιακών του στοιχείων αφενός, και των χρηματικών του υποχρεώσεων αφετέρου. Για τη χρηματοδότηση της ανοικοδόμησης της κατοικίας ο εφεσείων συνήψε από συνεργατικά ιδρύματα δύο δάνεια ύψους £30.000. Μόνο μετά από αφαίρεση του υπολοίπου αυτού του χρέους θα μπορούσε να προσδιοριστεί η αύξηση της περιουσίας του εφεσείοντα, στην οποία η εφεσίβλητη θα εδικαιούτο σε μερίδιο, σύμφωνα με το άρθρο 14 του νόμου.»
Ήταν παραδεκτό γεγονός ότι τόσο η κατοικία στο Παραλίμνι, όσο και η κατοικία την Αγία Νάπα, αποκτήθηκαν κατά τη διάρκεια της έγγαμης συμβίωσης. Επίσης, ως άνω, αμφότεροι οι διάδικοι κατέστησαν ιδιοκτήτες ανά 1/ 2 μερίδιο της κατοικίας στο Παραλίμνι, ενώ ο εφεσείοντας κατέστη απόλυτος ιδιοκτήτης της κατοικίας στην Αγία Νάπα. Συνεπώς, κατέληξε το πρωτόδικο δικαστήριο, υπήρξε αύξηση της περιουσίας του εφεσείοντα εφόσον το ακίνητο στην Αγία Νάπα είναι ελεύθερο οποιουδήποτε εμπράγματου βάρους. Βρίσκοντας ότι υπήρξε συνεισφορά στην αύξηση αυτή εκ μέρους της εφεσίβλητης, χωρίς όμως η τελευταία να αποδείξει θετικά το ύψος τέτοιας συνεισφοράς, το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμιμο κριτήριο. Σε ότι αφορά την ανταπαίτηση και το ακίνητο στο Παραλίμνι, το δικαστήριο έκρινε ότι ο εφεσείοντας απέτυχε να αποδείξει ότι μόνο ο ίδιος κατέβαλε χρήματα για την αγορά του σπιτιού αυτού και ότι θα πρέπει να του ανήκει εξ ολοκλήρου, γι΄ αυτό και απέρριψε την ανταπαίτηση.
Με την έφεση κατ΄ ουσίαν προσβάλλεται το έργο της αξιολόγησης και τα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου εφ΄ όλης της έκτασης της μαρτυρίας.
Είχε ακουστεί μαρτυρία για διάφορα οικονομικά θέματα μεταξύ των διαδίκων, ως λ.χ. για την αποπληρωμή δανείων της εφεσίβλητης από τον εφεσείοντα, για τα εισοδήματα τους, για τη συνεισφορά εκάστου στις ανάγκες της οικογένειας, για τα ποσά που έλαβαν ως δώρα γάμου και πώς τα χρησιμοποίησαν και για άλλα θέματα, τα οποία το πρωτόδικο δικαστήριο εξέτασε με την αρμόζουσα προσοχή και κατέληξε στις διαπιστώσεις του αποδεχόμενο ή απορρίπτοντας τον ένα ή τον άλλο ισχυρισμό.
Βρισκόμαστε στην ανάγκη να επαναλαμβάνουμε σχεδόν καθημερινά και επαναλαμβάνουμε και τώρα την αποκρυσταλλωμένη αρχή ότι το Εφετείο δεν επεμβαίνει στην αξιολόγηση της μαρτυρίας και τα ευρήματα, εκτός εάν τα ευρήματα αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία, είναι ανυπόστατα, παράλογα ή αυθαίρετα. Η έφεση δεν αποτελεί δεύτερη ευκαιρία για επανεκτίμηση της μαρτυρίας από το Εφετείο. Η έφεση δεν αποτελεί δεύτερη δίκη. Η κρίση της αξιοπιστίας των μαρτύρων και η διαπίστωση των πρωτογενών γεγονότων, είναι έργο που ανάγεται στην αρμοδιότητα του πρωτόδικου δικαστηρίου, το οποίο είναι σε εξέχουσα θέση να αξιολογήσει την αξιοπιστία των μαρτύρων. Δεν είναι έργο του Εφετείου να επεμβαίνει υπό μορφή επανεκτίμησης της μαρτυρίας, όπως κατ΄ ουσίαν, εν προκειμένω, του ζητείται.
Αφού μέσα από την αξιολόγηση των εκατέρωθεν ισχυρισμών το πρωτόδικο δικαστήριο διαπίστωσε τα πρωτογενή γεγονότα, έθεσε το ερώτημα κατά πόσο οι εξασφαλίσεις που έδωσε η εφεσίβλητη, βάζοντας υποθήκη το μερίδιο της στο σπίτι στο Παραλίμνι και παρέχοντας προσωπική εγγύηση στο δάνειο του εφεσείοντα, μπορεί να θεωρηθεί ως συνεισφορά στην αγορά από τον εφεσείοντα του σπιτιού στην Αγία Νάπα. Θεώρησε ότι οι πράξεις αυτές προκάλεσαν οικονομικό όφελος στον εφεσείοντα που ήταν, ακριβώς, η απόκτηση της οικίας στην Αγία Νάπα στο όνομα του. Έλαβε προς τούτο επίσης υπόψιν τη συνεισφορά της εφεσίβλητης στο μεγάλωμα των παιδιών και τις ανάγκες της οικογένειας στη σύντομη έγγαμη συμβίωση τους.
Το επόμενο ερώτημα που το δικαστήριο έθεσε ήταν ο καθορισμός του ύψους της συνεισφοράς της εφεσίβλητης. Ως προς το ζήτημα αυτό το δικαστήριο έλαβε υπόψιν την παραδοχή της εφεσίβλητης ότι είναι ο εφεσείοντας που είχε πληρώσει την προκαταβολή και κάποιες δόσεις για την αγορά του σπιτιού στην Αγία Νάπα και ότι αυτή δεν είχε οποιαδήποτε χρηματική συνεισφορά. Απέτυχε, επομένως, να αποδείξει με θετικό τρόπο την έκταση της συνεισφοράς. Εναπόκειτο πλέον στον εφεσείοντα να πείσει ότι η εφεσίβλητη δεν είχε συνεισφορά, ή είχε συνεισφορά μικρότερη του 1/3. Δεν το έπραξε, όπως έκρινε το δικαστήριο. Ενόψει τούτου, εφάρμοσε πλέον το τεκμήριο του εδαφίου (2) του άρθρου 14 του Ν. 232/91 (τεκμήριο υπέρ συνεισφοράς κατά 1/3) και αφού έκρινε ότι η αρμόζουσα θεραπεία ήταν η μεταβίβαση μεριδίου και όχι η επιδίκαση ποσού, λόγω του χρέους που οι διάδικοι έχουν στην Τράπεζα Κύπρου, εξέδωσε διάταγμα με το οποίο διατάχθηκε ο εφεσείοντας όπως εντός ενός μηνός μεταβιβάσει το 1/3 επί του όλου μεριδίου του επί της οικίας στην Αγία Νάπα προς την εφεσίβλητη.
Δεν διαπιστώνουμε περιθώρια επέμβασης.
Η έφεση απορρίπτεται με €3.000 έξοδα πλέον ΦΠΑ υπέρ της εφεσίβλητης.
Λ. Παρπαρίνος, Δ.
Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.
Τ. Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ.
/φκ