ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μαρσέλ Μπούλος και Άλλοι ν. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας Λτδ. (2001) 1 ΑΑΔ 1858
Eθνική Tράπεζα της Eλλάδος (Kύπρου) Λτδ ν. Coral Foods Ltd και Άλλων (2008) 1 ΑΑΔ 956
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ECLI:CY:AD:2019:A540
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 405/2012)
27 Δεκεμβρίου, 2019
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
1. Ε. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ,
2. ΑΝΔΡΕΑΣ Θ. ΜΑΘΗΚΟΛΩΝΗΣ ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ Χ. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ ΑΛΛΩΣ Χ. Χ. ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ, ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΑ,
3. Μ. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ,
Εφεσείοντες/Εναγόμενοι 2, 3 και 5,
ΚΑΙ
ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ,
Εφεσιβλήτων/Εναγόντων
_ _ _ _ _ _
Α. Μαθηκολώνης, για τους Εφεσείοντες.
Α. Χατζηχριστοδούλου, για τους Εφεσίβλητους.
_ _ _ _ _ _
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δοθεί από την Σταματίου, Δ.
_ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Με αγωγή τους στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας οι Εφεσίβλητοι πέτυχαν απόφαση εναντίον των εφεσειόντων και της πρωτοφειλέτιδας εταιρείας για το ποσό των ΛΚ312.531,51 ως υπόλοιπο τρεχούμενου λογαριασμού, πλέον τόκους και για το ποσό ΛΚ55.236,56 ως υπόλοιπο δανείου, πλέον τόκους. Περαιτέρω πέτυχαν την έκδοση διαταγμάτων εκποίησης των ακινήτων των εφεσειόντων, επί των οποίων οι εφεσίβλητοι είχαν εγγεγραμμένες υποθήκες καθώς και εκποίηση των ενεχειριασθέντων προς όφελος των εφεσιβλήτων μετοχών της Τράπεζας Κύπρου. Σημειώνουμε ότι η πρωτοφειλέτρια εταιρεία είχε τεθεί υπό εκκαθάριση εκκρεμούσης της διαδικασίας της αγωγής και ο Επίσημος Παραλήπτης είχε διοριστεί ως προσωρινός εκκαθαριστής, ενώ ο πρώην εναγόμενος 3 είχε αποβιώσει και είχε διοριστεί διαχειριστής της περιουσίας του. Επίσης, ο πρώην εναγόμενος 4, αδελφός του εφεσείοντα 1 και σύζυγος της εφεσείουσας 3, είχε πτωχεύσει και είχε διοριστεί ο Επίσημος Παραλήπτης διαχειριστής της περιουσίας του. Κατά την ακροαματική διαδικασία της υπόθεσης όλοι οι εναγόμενοι αντιπροσωπεύοντο από τον ίδιο δικηγόρο.
Εναντίον της πρωτόδικης απόφασης, οι εφεσείοντες- εναγόμενοι 2, 3 και 5 καταχώρησαν την υπό κρίση έφεση. Με αυτήν διατείνονται ότι εσφαλμένα το Δικαστήριο επεδίκασε εναντίον τους τα ποσά της απαίτησης, αντίθετα με την προσαχθείσα μαρτυρία και ως αποτέλεσμα εσφαλμένης και αντινομικής αξιολόγησης της μαρτυρίας. Ειδικότερα, επικαλούνται ότι το Δικαστήριο εσφαλμένα αποδέχτηκε μαρτυρία εκτός των δικογράφων και πως οι εφεσίβλητοι απέτυχαν να αποδείξουν την κίνηση των δύο λογαριασμών για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα. Περαιτέρω, λανθασμένη θεωρούν την ερμηνεία της επίδικης συμφωνίας ως προς τον τερματισμό της και τα ευρήματα του Δικαστηρίου ως προς την επιστολή που απεστάλη στον εφεσείοντα 2.
Τα ποσά για τα οποία εκδόθηκε απόφαση αποτελούν τα κατ΄ ισχυρισμόν οφειλόμενα ποσά των δύο λογαριασμών που διατηρούσε η πρωτοφειλέτρια εταιρεία στους εφεσίβλητους. Ο ένας ήταν λογαριασμός υπό μορφή τρεχουμένου και ο άλλος αφορούσε δάνειο τακτής προθεσμίας. Η λειτουργία των δύο λογαριασμών διέπετο από συμφωνία ημερομηνίας 25.9.1997 η οποία συνήφθη μετά από έγκριση σχετικής αίτησης της πρωτοφειλέτριας εταιρείας ημερ. 3.4.1997. Η λειτουργία των εν λόγω λογαριασμών τερματίστηκε με επιστολές των εφεσιβλήτων και λόγω παράλειψης των εφεσειόντων να καταβάλουν τα αξιούμενα ποσά, καταχωρήθηκε η πιο πάνω αγωγή.
Οι δύο λογαριασμοί ήταν εξασφαλισμένοι, σε όση έκταση αφορά την παρούσα έφεση, με προσωπικές εγγυήσεις των εφεσειόντων οι οποίες είχαν δοθεί από το 1994 και κάλυπταν και μεταγενέστερους λογαριασμούς καθώς και με υποθήκες επί ακινήτων των εφεσειόντων και ενεχυριάσεις μετοχών του εφεσείοντα-εναγόμενου 2.
Οι εφεσείοντες παραδέχονται την ύπαρξη και λειτουργία των δύο λογαριασμών καθώς και την υπογραφή της συμφωνίας ημερ. 25.9.1997, αρνούνται όμως ότι τα ποσά που κατ΄ ισχυρισμόν των εφεσιβλήτων ήταν οφειλόμενα είναι τα πραγματικά ποσά, ειδικότερα λόγω του ότι ο τρεχούμενος λογαριασμός λειτουργούσε από προηγουμένως ή ότι τους απεστάλησαν και έλαβαν γνώση των γραπτών ειδοποιήσεων που κατ΄ισχυρισμό τους είχαν αποσταλεί από τους εφεσίβλητους.
Κατά την ακροαματική διαδικασία δόθηκε μαρτυρία από τους Μ.Σ., ΜΕ1, υπάλληλο της Τράπεζας, στο τμήμα διακανονισμού χρεών και Ι.Ι., ΜΕ2, επίσης υπάλληλο της Τράπεζας, και από πλευράς των εφεσειόντων ο Ε. Χαραλάμπους - εναγόμενος 2, η οποία αξιολογήθηκε ενδελεχώς από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Η μαρτυρία κατέδειξε πως η πρωτοφειλέτρια εταιρεία υπέβαλε στις 3.4.1997 αίτημα προς τους εφεσίβλητους, με τους οποίους είχε ήδη συνεργασία, για παραχώρηση περαιτέρω πιστωτικών διευκολύνσεων. Με επιστολή τους ημερ. 24.6.1997 (Τεκμ. 2) οι εφεσίβλητοι ενέκριναν την αύξηση του παρατραβήγματος του τρεχούμενου λογαριασμού από ΛΚ100.000 σε ΛΚ150.000 και την παραχώρηση δανείου τακτής προθεσμίας για ποσό ΛΚ50.000. Επίσης, παρέθεσαν τους όρους για την παραχώρηση των διευκολύνσεων, ενώ, πρόσθετα, προβλέποντο και οι εξασφαλίσεις που θα δίδοντο. Ως αποτέλεσμα της ικανοποίησης όλων των όρων, στις 25.9.1997 υπεγράφη η γενική συμφωνία (Τεκμ. 1). Την ίδια ημέρα παραχωρήθηκε στην πρωτοφειλέτρια εταιρεία δάνειο για το ποσό των ΛΚ50.000, ποσό το οποίο πιστώθηκε αυθημερόν στον επίδικο τρεχούμενο λογαριασμό της εταιρείας και μειώθηκε το χρεωστικό της υπόλοιπο κατά ΛΚ50.000.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι η έγκριση, Τεκμ. 2 καθώς και η συμφωνία ημερ. 25.9.1997, Τεκμ. 1, ουσιαστικά αποτελούν τμήματα μίας ενιαίας συμφωνίας η οποία σηματοδοτούσε την έναρξη μιας νέας συμβατικής σχέσης μεταξύ των μερών, έτσι ώστε και τα δύο να αφορούσαν τις συμβατικές σχέσεις μεταξύ των διαδίκων για σκοπούς της αγωγής. Συνεπώς, για να διαπιστωθούν τα ακριβή οφειλόμενα υπόλοιπα, απαιτείτο η απόδειξη της κίνησης των δύο επίδικων λογαριασμών από εκείνη την ημερομηνία (25.9.1997). Έκρινε δε ότι σε σχέση με τον τρεχούμενο λογαριασμό αυτά προκύπτουν από τις καταστάσεις λογαριασμού, Τεκμ. 20, οι οποίες φθάνουν μέχρι 30.6.2000 και ακολούθως από την ημερομηνία αυτή συνεχίζει στη σχετική κατάσταση μέρος του Τεκμ. 19, ενώ για τον λογαριασμό δανείου, όλες οι κινήσεις εμφανίζονται αποκλειστικά στο Τεκμ. 19. Το Δικαστήριο κατέληξε ότι με τη μαρτυρία αυτή με την οποία η πλευρά των εφεσιβλήτων επιχείρησε να αποδείξει το χρεωστικό υπόλοιπο του κάθε λογαριασμού ξεχωριστά, «εξεταζόμενη υπό το φως των επίδικων συμφωνιών και των απαιτήσεων για πληρωμή δυνατό (.....) να οδηγήσει στην απόδειξη των αξιούμενων οφειλών. (βλ. Παπαχριστοφόρου ν. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας Λτδ (2003) 1(Γ) ΑΑΔ 1554).»
Το Δικαστήριο αποδέχθηκε τη μαρτυρία των δύο μαρτύρων που κλήθηκαν για τους εφεσίβλητους στην ολότητα της ως αληθινή. Κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας τους παρατήρησε τα ακόλουθα:
«Τελικώς, δε διαπιστώνεται να έχει η έγγραφη αυτή μαρτυρία τρωθεί καθ΄ οποιοδήποτε τρόπο, όσον αφορά την αξιοπιστία του περιεχομένου της, κατά την αντεξέταση των δύο μαρτύρων των εναγόντων. Ετέθησαν και προς τους δύο μάρτυρες γενικές ερωτήσεις αναφορικά με το ύψος του επιτοκίου το οποίο εχρεώνετο σε σχέση με αυτούς από τη δημιουργία τους στις 25.9.1997 και μετά, όπως επίσης για τυχόν άλλες χρεώσεις οι οποίες έγιναν σ΄ αυτούς από τους ενάγοντες, προκειμένου να καταδειχθεί η ύπαρξη παρανομίας και αντισυμβατικής συμπεριφοράς από μέρους των τελευταίων. Οι μάρτυρες υπέδειξαν, ειδικά με αναφορά στις καταστάσεις του τεκμηρίου 19, ότι καμία χρέωση δεν έγινε στους δύο λογαριασμούς από της λειτουργίας τους και μέχρι τον τερματισμό τους εκτός σε σχέση με δεδουλευμένους τόκους. Ενώ αυτοί επέμεναν πως και τότε σκόπιμα δεν έγινε οποιοσδήποτε ανατοκισμός ούτε καν σε ετήσια βάση. Όπως εξηγήθηκε, ειδικά από τον κ.(M.) ΣXXX, ο σκοπός της τακτικής αυτής ήταν η εξυπηρέτηση του συγκεκριμένου πελάτη, δηλαδή της εναγομένης εταιρείας, προς ικανοποίηση των παραπόνων τα οποία είχαν υποβληθεί εκ μέρους της για παράνομες και αντισυμβατικές χρεώσεις, οι οποίες είχαν δήθεν γίνει σε σχέση με τους επίδικους λογαριασμούς.
Η πιο πάνω μαρτυρία εκ μέρους των εναγόντων, περιλαμβανομένης της προφορικής μαρτυρίας των δύο μαρτύρων, γίνεται αποδεκτή στην ολότητα της ως αληθινή. Από αυτή συνάγονται τα πραγματικά γεγονότα που αφορούν στην κίνηση των δύο λογαριασμών. Από αυτά, ενώ δε διαπιστώνεται η ύπαρξη οποιωνδήποτε χρεώσεων οι οποίες δεν έπρεπε να είχαν περιληφθεί σ΄ αυτούς, όμως διαπιστώνονται τα τελικά οφειλόμενα ποσά για τον κάθε λογαριασμό σε διάφορες ημερομηνίες. Μία από αυτές είναι και η 10.5.2006 στην οποία αναφέρεται και η σχετική απαίτηση στην αγωγή, με τη διόρθωση ως προς το ποσό για τον τρεχούμενο λογαριασμό που έχει προαναφερθεί.»
Κατέληξε, συναφώς, ότι δε διαπιστώνεται η ύπαρξη οποιωνδήποτε χρεώσεων οι οποίες δεν έπρεπε να είχαν περιληφθεί σ΄ αυτούς, όμως διαπιστώνονται τα τελικά οφειλόμενα ποσά για τον κάθε λογαριασμό σε διάφορες ημερομηνίες. Εν κατακλείδι, έκρινε πως η υπεράσπιση δεν κατόρθωσε να τεκμηριώσει οποιεσδήποτε παράνομες ή αντισυμβατικές χρεώσεις σε σχέση με τους δύο λογαριασμούς. Ενώ, αναφορικά με τους εφεσίβλητους «η υποχρέωση τους ήταν να αποδείξουν το οφειλόμενο ποσό για τον καθένα από τους επίδικους λογαριασμούς και ότι δικαιούνται σε απόφαση γι΄ αυτά. Το βάρος αυτό το έχουν αποσείσει στον βαθμό που απαιτείται σε αστική υπόθεση .......».
Με το δεύτερο λόγο έφεσης οι εφεσείοντες θεωρούν ότι το Δικαστήριο αποδέχτηκε μαρτυρία εκτός δικογράφων και πως οι εφεσίβλητοι απέτυχαν να αποδείξουν την κίνηση των δύο λογαριασμών για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα. Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς τους, οι εφεσίβλητοι παρουσίασαν καταστάσεις λογαριασμού από το 1991 ενώ η συμφωνία επί της οποίας στηρίζεται η απαίτηση συνάφθηκε το 1997. Με βάση δε τη μαρτυρία των εφεσιβλήτων ο τρεχούμενος λογαριασμός λειτουργούσε από το 1988 χωρίς όμως να κατατεθεί η συμφωνία αυτή. Λόγω της μη κατάθεσης της συμφωνίας, το Δικαστήριο δεν μπορούσε να εξετάσει κατά πόσον οι χρεωπιστώσεις γίνονταν σύμφωνα με τους όρους της συμφωνίας ή ότι δεν υπήρχε παράβασή της εκ μέρους των εφεσιβλήτων. Δεν προσκομίστηκε μαρτυρία ως προς την κίνηση του εν λόγω λογαριασμού από της δημιουργίας του μέχρι τις 25.9.1997 ο οποίος μάλιστα παρουσίαζε χρεωστικό υπόλοιπο πέραν των ΛΚ179.000 κατ΄εκείνη την ημερομηνία. Επιπρόσθετα οι μάρτυρες των εφεσιβλήτων δεν μπορούσαν να δώσουν εξήγηση για κάποιες χρεώσεις ως απαιτείται σύμφωνα με τη νομολογία, για να αποδείξουν την υπόθεση τους.
Ένα άλλο σημείο που εγείρουν οι εφεσείοντες είναι ότι ενώ οι εφεσίβλητοι ισχυρίζονται ότι το ποσό των ΛΚ50.000 αποτελεί ξεχωριστό δάνειο, στην πραγματικότητα πιστώθηκε στον τρεχούμενο λογαριασμό με αποτέλεσμα το ίδιο ποσό να επιδικάστηκε δύο φορές.
Η συμφωνία Τεκμ. 1 ήταν το αποτέλεσμα αποδοχής της Τράπεζας σχετικής αίτησης της πρωτοφειλέτριας εταιρείας για αύξηση του ορίου του τρεχουμένου κατά ΛΚ50.000 και την παροχή δανείου για το ίδιο ποσό (Τεκμ. 2). Είναι σαφές, τόσο από τα δικόγραφα όσο και από τη μαρτυρία, ότι προϋπήρχε της επίδικης σύμβασης συμβατική σχέση μεταξύ των μερών εφόσον ο τρεχούμενος λογαριασμός λειτουργούσε από προηγουμένως. Υπάρχει επίσης συμφωνία ημερομηνίας 26.9.1994 (Τεκμ. 3), με την οποίαν οι εφεσείοντες εγγυήθηκαν τις υποχρεώσεις της πρωτοφειλέτριας εταιρείας είτε αυτές είναι «παρούσες ή μελλοντικές είτε κατέστησαν ή που πιθανό να καταστούν απαιτητές». Όπως αναφέρεται στον όρο 4 του εν λόγω τεκμηρίου, η εγγύηση «θα ισχύει για το τελικό υπόλοιπο που δυνατό να καταστεί πληρωτέο προς την Τράπεζα από τον Πρωτοφειλέτη...».
Με την υπογραφή του Τεκμ. 1 που ήταν το αποτέλεσμα αιτήματος της πρωτοφειλέτριας εταιρείας, σηματοδοτείτο η έναρξη μίας νέας συμβατικής σχέσης μεταξύ των μερών, όπως ορθά διαπίστωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο.
Η επίδικη αγωγή αφορά τις συμβατικές σχέσεις που προέκυψαν από τη συμφωνία Τεκμ. 1. Συνεπώς, σε συμφωνία με το πρωτόδικο Δικαστήριο, θεωρούμε ότι είναι από την ημερομηνία θέσπισης αυτής της σύμβασης, δηλαδή από τις 25.9.1997 που θα πρέπει να εξεταστεί η κίνηση των δύο επιδίκων λογαριασμών. Από αυτή την ημερομηνία μέχρι και τον τερματισμό της συμφωνίας έχουν κατατεθεί καταστάσεις λογαριασμού (Τεκμ. 19Β και 20) στις οποίες φαίνονται οι χρεωπιστώσεις που έγιναν. Το γεγονός ότι στις καταστάσεις λογαριασμού που κατατέθηκαν, περιλαμβάνονταν και καταστάσεις που αφορούν προγενέστερο χρόνο, δεν μπορεί να έχει οποιαδήποτε επίδραση στην υπόθεση, εφόσον το Δικαστήριο περιορίστηκε στις κινήσεις των λογαριασμών μετά τη σύναψη της συμφωνίας, στις 25.9.1997.
Αναφορικά με την κατάσταση λογαριασμού του δανείου, Τεκμ. 19, ο μάρτυρας ΜΕ1 διευκρίνισε ότι σ΄ αυτή δεν υπάρχει οποιαδήποτε κεφαλαιοποίηση τόκου, ούτε οποιεσδήποτε χρεώσεις που έγιναν από την αρχική ανάληψη του δανείου στις 25.9.1997. Σε συνάρτηση με τον τρεχούμενο λογαριασμό, κατατέθηκαν δύο καταστάσεις λογαριασμού, η μία αφορούσε τις χρεωπιστώσεις που έγιναν από την ημέρα που ανοίχθηκε ο εν λόγω λογαριασμός μέχρι τις 30.6.2000, ο οποίος κατατέθηκε από το ΜΕ2 ως Τεκμ. 20 και, σύμφωνα με το μάρτυρα, αναπαράχθηκε από το λογισμικό σύστημα που τηρούν οι εφεσίβλητοι και βρίσκεται σε συνεχή λειτουργία όπου τηρούνται σε αυτόν, σε ηλεκτρονική μορφή, όλες οι χρεώσεις και πιστώσεις που διενεργούν οι εφεσίβλητοι σε σχέση με τους λογαριασμούς των πελατών τους, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και ο επίδικος λογαριασμός. Κατατέθηκε, επίσης, και κατάσταση τρεχουμένου λογαριασμού από 30.6.2000, Τεκμ. 19, από το ΜΕ1 ο οποίος διευκρίνισε ότι αφαίρεσε από τον τρεχούμενο οποιεσδήποτε χρεώσεις είτε αφορούσαν επιστροφές επιταγών είτε έξοδα τήρησης λογαριασμού προς όφελος του πελάτη, οι οποίες έχουν αμφισβητηθεί από αυτόν.
Σημειώνεται ότι οι καταστάσεις λογαριασμού κατατέθηκαν χωρίς ένσταση. Η κατάσταση λογαριασμού, Τεκμ. 19, επίσης είναι αποτέλεσμα αναπαραγωγής και όχι κατασκευής λογαριασμού.
Η κατάσταση λογαριασμού, Τεκμ. 20, η οποία αφορά τον τρεχούμενο λογαριασμό από την ημέρα που ανοίχθηκε αυτός μέχρι τις 30.6.2000 και αποτελεί, σύμφωνα με τη μαρτυρία, ακριβές αντίγραφο των καταστάσεων που αποστέλλονται στους πελάτες, δεν αποστέλλονταν όμως στους εγγυητές. Στους εν λόγω λογαριασμούς περιλαμβάνονται αναφορές, χρησιμοποιώντας τη λέξη «advice», όπου στις πλείστες περιπτώσεις, ως ανέφερε ο μάρτυρας, πρόκειται για χρεωστικές σημειώσεις. Για να μπορέσει όμως να εξακριβωθεί τι περιλάμβανε αυτή η αναφορά, θα πρέπει να ανατρέξει κάποιος στο φάκελο του πελάτη. Το ποσοστό τόκου που χρεώνετο ήταν 9% και κεφαλαιοποιείτο μία φορά το χρόνο στο τέλος του κάθε έτους. Όπως επεξήγησε, όταν ο πελάτης προέβαινε σε κατάθεση, αφαιρούντο τυχόν έξοδα και κατατίθετο το υπόλοιπο ποσό στο κεφάλαιο.
Μαρτυρία ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου έδωσε και ο εφεσείων 1, η οποία περιστράφηκε κυρίως γύρω από τον ισχυρισμό του ότι ουδέποτε έλαβε οποιεσδήποτε επιστολές των εφεσιβλήτων και τη θέση του ότι η διεύθυνσή του δεν είναι Κ.. 14, αλλά Κ.. 13. Ο εν λόγω μάρτυρας ουδεμία αναφορά έκανε στο περιεχόμενο των καταστάσεων λογαριασμού ή στην κίνηση των εν λόγω λογαριασμών γενικότερα.
Έχοντας εξετάσει τη μαρτυρία, τόσο την έγγραφη όσο και την προφορική, δεν διαπιστώνουμε σφάλμα στην αξιολόγηση που έγινε από το πρωτόδικο Δικαστήριο.
Αναφορικά με το λογαριασμό δανείου η κατάσταση λογαριασμού Τεκμ. 19 σε συνδυασμό με τη μαρτυρία του ΜΕ1 ως προς τους τόκους που χρεώθηκαν, δεν αφήνει οποιοδήποτε περιθώριο αμφισβήτησης του υπολοίπου που παρέμεινε οφειλόμενο.
Αναφορικά με τον τρεχούμενο λογαριασμό, ο ΜΕ2, κατέθεσε αναλυτική κατάσταση λογαριασμού μέχρι τις 30.6.2000, Τεκμ. 20. Τόσο η εν λόγω κατάσταση, Τεκμ. 19, όσο και η αναλυτική κατάσταση λογαριασμού, Τεκμ. 20, όπως αναφέρεται ανωτέρω, κατατέθηκαν χωρίς ένσταση, η πρώτη στη δέσμη εγγράφων που κατατέθηκε από τον Μ. Σ., ΜΕ1, ως Τεκμ. 1-19, και η δεύτερη από τον Ι. Ι., ΜΕ2. Η κατάθεσή τους συνιστούσε εκ πρώτης όψεως απόδειξη των καταχωρίσεων στα τραπεζικά βιβλία, δυνάμει του άρθρου 22(1) του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9. Δεν τέθηκε υπό αμφισβήτηση κατά την αντεξέταση ότι οι καταστάσεις δεν ήταν στην ουσία ορθές ως αντιστοιχούσες με τα πρωτότυπα τραπεζικά βιβλία. Ο ΜΕ1 μάλιστα, σε σχετική ερώτηση διευκρίνισε ότι οι καταστάσεις του Τεκμ. 19 δεν ήταν «κατασκευασμένες», ως του υποβλήθηκε, αλλά ήταν «αναπαραγωγή» στη βάση του λογισμικού συστήματος της Τράπεζας που έχει τη δυνατότητα αναπαραγωγής των καταστάσεων τραπεζικού λογαριασμού. Προς την ίδια κατεύθυνση ήταν και η δήλωση του Ι.Ι., ΜΕ2, ότι η κατάσταση λογαριασμού, Τεκμ. 20, ήταν αναπαραγωγή από το λογισμικό σύστημα που πήρε η Τράπεζα, το οποίο βρίσκεται σε συνεχή λειτουργία στο οποίο και τηρούνται όλες οι σχετικές χρεοπιστώσεις.
Συνεπώς, το βάρος απόδειξης ως προς το λανθασμένο των χρεοπιστώσεών της βάρυνε τους εφεσείοντες, οι οποίοι, ως ορθά κατέληξε το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν το απέσεισαν. Οι υποθέσεις Μαρσέλ κ.ά. ν. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας Λτδ (2001) 1 ΑΑΔ 1858 και Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ ν. Coral Foods Ltd κ.ά. (2008) 1 ΑΑΔ 956 που μας παρέπεμψαν οι εφεσείοντες, δεν εφαρμόζονται στα γεγονότα της παρούσας. Σημαντικό στοιχείο στην παρούσα περίπτωση είναι το γεγονός ότι ενώ ο εφεσίβλητος 1 έδωσε μαρτυρία στην υπόθεση, καμιά αναφορά δεν έκανε στις καταστάσεις λογαριασμού, ούτε αμφισβήτησε οποιαδήποτε εγγραφή σ΄ αυτούς.
Συνακόλουθα ο δεύτερος λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Ο τρίτος και τέταρτος λόγος έφεσης θα εξεταστούν μαζί. Οι εφεσείοντες με τον τρίτο λόγο, παραπονούνται ότι το Δικαστήριο εσφαλμένα αποφάσισε ότι δεν απαιτείτο από τους εφεσίβλητους να δοθεί οποιαδήποτε ειδοποίηση στην πρωτοφειλέτρια εταιρεία για τον τερματισμό των επίδικων λογαριασμών. Με τον τέταρτο λόγο ισχυρίζονται ότι είναι λανθασμένο το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι οι εφεσίβλητοι απέστειλαν και ο εφεσείοντας 1 παρέλαβε την επιστολή Τεκμ. 16 που κατ΄ισχυρισμό ταχυδρομήθηκε στην οδό Κ... 14, με αποτέλεσμα εσφαλμένα να κρίνει το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι το επίδικο ποσό κατέστη πληρωτέο και απαιτητό.
Ως προς την ειδοποίηση τερματισμού της πρωτοφειλέτριας εταιρείας σχετικοί είναι οι όροι 3, 5 και 14 της συμφωνίας Τεκμ. 1, οι οποίοι προνοούν ως ακολούθως:
«3. Η Τράπεζα δικαιούται όποτε θέλει και χωρίς προειδοποίηση προς τον πελάτη, να τερματίσει τη λειτουργία οποιουδήποτε λογαριασμού και/ή να καταστήσει απαιτητή οποιαδήποτε διευκόλυνση που παραχωρήθηκε ή που θα παραχωρηθεί στον πελάτη και να ζητήσει από τον πελάτη να πληρώσει αμέσως όλα τα ποσά τα οποία ο πελάτης οφείλει στην Τράπεζα συμπεριλαμβανομένου κεφαλαίου, τόκου, προμήθειας και οποιουδήποτε άλλου οφειλόμενου ποσού σε σχέση με οποιαδήποτε έξοδα χρεώσεις και δαπάνες.
.....................................................................................................................
5. Αμέσως μετά που οι διευκολύνσεις που έχουν αναφερθεί πιο πάνω καταστούν απαιτητές για οποιαδήποτε αιτία, θα εξοφλούνται. Ο Πελάτης θα οφείλει να πληρώσει αμέσως κάθε ποσό που χρωστά στην Τράπεζα συμπεριλαμβανομένου τόκου, προμήθειας, δικαιωμάτων, δαπανών και άλλων εξόδων. Αν ο πελάτης παραλείψει να το πράξει αμέσως, θα συνεπάγεται χρέωση του ετήσια με τόκο με ποσοστό επιτοκίου ίσο προς το μεγαλύτερο ποσοστό επιτοκίου που επιτρέπει κάθε φορά ο Νόμος από αυτή την ημερομηνία. Η Τράπεζα θα έχει το δικαίωμα να απαιτήσει δικαστικά ή με οποιοδήποτε άλλο τρόπο την πληρωμή του χρέους, επιπλέον δε τα Δικαστικά και άλλα έξοδα οποιασδήποτε μορφής μέχρι την πλήρη και τελική εξόφληση.
....................................................................................................................
14. Κάθε κοινοποίηση/ειδοποίηση βάσει του παρόντος εγγράφου μπορεί να δοθεί στον πελάτη με συνηθισμένο ταχυδρομείο ή στο χέρι στη διεύθυνση που είναι δηλωμένη εδώ ή σ΄ οποιαδήποτε διεύθυνση τυχόν δώσει ο πελάτης στην Τράπεζα ή στην τελευταία γνωστή του διεύθυνση.»
Οι εφεσίβλητοι με επιστολή τους ημερομηνίας 1.9.2000, τεκμήριο 15 πληροφόρησαν την πρωτοφειλέτρια εταιρεία για τον τερματισμό του τρεχουμένου λογαριασμού και την καλούσαν να πληρώσει το χρεωστικό υπόλοιπο εντός 15 ημερών, ενώ παράλληλα την πληροφορούσαν ότι από εκείνη την ημερομηνία το ποσό αυτό θα έφερε τόκο προς 9% ετησίως και πως σε περίπτωση μη συμμόρφωσης της θα λαμβάνονταν δικαστικά μέτρα εναντίον της. Δεν λήφθηκαν οποιαδήποτε μέτρα εναντίον της και στις 20.4.2006 οι εφεσίβλητοι επανήλθαν με νέα επιστολή, Τεκμ. 16, στην οποίαν ουσιαστικά επαναλάμβαναν τα όσα ανέφεραν στην προηγούμενη τους επιστολή και την καλούσαν όπως εξοφλήσει το οφειλόμενο χρέος εντός επτά ημερών διαφορετικά θα λάμβαναν μέτρα εναντίον της.
Παρόμοια επιστολή με αυτή που απεστάλη στην πρωτοφειλέτρια εταιρεία εστάλη και στους εφεσείοντες και όλες είχαν ταχυδρομηθεί στη διεύθυνση Κ.. 14, ΧΧΧΧ Λάρνακα. Η συμφωνία εγγυήσεως, Τεκμ. 3, προνοεί στον όρο 2 ότι η σχετική υποχρέωση των εγγυητών θα ενεργοποιείτο μόλις τους εζητείτο να προβούν σε πληρωμή οποιουδήποτε ποσού χρημάτων ήθελε καταστεί πληρωτέο προς τους εφεσίβλητους. Ο όρος 10 της συμφωνίας επί του οποίου στηρίζονται οι εφεσίβλητοι προβλέπει τα εξής:
«10. Γραπτή ζήτηση βάσει της παρούσας θα θεωρείται ότι έγινε με τον κατάλληλο τρόπο από μένα ή τους διαχειριστές της περιουσίας μου αν δοθεί με επιστολή που θα έχει σταλεί σε συνηθισμένο ταχυδρομείο στη διεύθυνση που αναφέρεται πιο κάτω και θα έχει πλήρη ισχύ παρά την τυχόν αλλαγή στην διεύθυνση μου και κοινοποίηση της αλλαγής αυτής προς την Τράπεζα, και τέτοια ζήτηση θα θεωρείται ότι λήφθηκε από μένα ή τους διαχειριστές της περιουσίας μου 24 ώρες μετά την ταχυδρόμησή της, και θα είναι ισχυρή αν υπογραφεί από οποιοδήποτε υπάλληλο της Τράπεζας, και για απόδειξη της ταχυδρόμησης θα είναι αρκετό να αποδειχθεί ότι ρίφθηκε ο φάκελλος που περιέχει τη ζήτηση στο ταχυδρομείο νοουμένου ότι ο φάκελλος έφερε τη σωστή διεύθυνση.»
Αναφορικά με τον τερματισμό των επίδικων λογαριασμών το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε τα ακόλουθα:
«Όσον αφορά τον τερματισμό των επίδικων λογαριασμών προκύπτει από τον όρο 3 της συμφωνίας, τεκμήριο 1, ότι δεν απαιτείτο από τους ενάγοντες να δώσουν οποιαδήποτε προειδοποίηση στην εναγομένη εταιρεία. Επομένως οι ενάγοντες μπορούσαν να τερματίσουν τους λογαριασμούς κατά βούληση χωρίς να την ενημερώσουν γι΄ αυτό, (βλ. M.A.Goodvalue Suppliers Ltd v. Barclays Bank Plc (2001) 1(B) ΑΑΔ 1038). Όμως, σε τέτοια περίπτωση δε θα ήταν λογικό να αναμένουν από αυτή να τους καταβάλει άμεσα τα χρεωστικά υπόλοιπα τα οποία θα είχαν καταστεί πληρωτέα. Αν και θα μπορούσαν, σύμφωνα με τον όρο 5, ανωτέρω, να προβούν άμεσα στην έγερση εναντίον της αγωγής απαιτώντας πληρωμή των εν λόγω υπολοίπων. Βέβαια, είναι και το ότι αν οι ενάγοντες δεν ζητούσαν προηγουμένως από την εναγόμενη εταιρεία να προβεί σε πληρωμή των οφειλόμενων ποσών δε θα δικαιούντο, όπως προκύπτει και πάλι από τον όρο 5, να αξιώνουν από αυτή το μεγαλύτερο προβλεπόμενο από το νόμο επιτόκιο.»
Δεν διακρίνουμε σφάλμα στην προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Έχοντας δε υπόψη τις επιστολές που εστάλησαν στην πρωτοφειλέτρια εταιρεία, όπως αναφέρονται πιο πάνω, δεν κρίνουμε ότι ο σχετικός λόγος έφεσης ευσταθεί.
Αναφορικά με τον τέταρτο λόγο έφεσης, οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι με την υπεράσπιση τους αμφισβήτησαν την αποστολή των επιστολών τερματισμού και παράλληλα προέβαλαν ισχυρισμούς ότι ουδέποτε παρέλαβαν οποιεσδήποτε επιστολές τερματισμού. Ως εκ τούτου, οι εφεσίβλητοι όφειλαν να αποδείξουν τόσο ότι αυτές αποστάληκαν όσο και ότι αυτές παραλήφθηκαν από τους εφεσείοντες, κάτι που απέτυχαν να πράξουν, σύμφωνα με τη μαρτυρία. Προς τούτο παρέπεμψαν, μεταξύ άλλων, στην απόφαση Alpha Bank Cyprus Ltd v. Arena Motor Show Ltd κά, Πολ. Έφ. 84/2009, ημερομηνίας 2.10.2015, ECLI:CY:AD:2015:A648.
Οι εφεσείοντες, με την Έκθεση Υπεράσπισής τους αρνούνται ότι οι εφεσίβλητοι απέστειλαν ή ότι οι ίδιοι παρέλαβαν τις επιστολές τερματισμού και ειδοποίησης τερματισμού. Ο Μ.Ε.1 που έδωσε μαρτυρία εκ μέρους των εφεσιβλήτων ανέφερε πως οι συγκεκριμένες επιστολές Τεκμ. 15 - 18 απεστάλησαν μέσω ταχυδρομείου και «οι πελάτες αφού τις παρέλαβαν πραγματοποίησαν και τις πρώτες επαφές με την υπηρεσία μου. Στην περίπτωση που οι επιστολές δεν παραλαμβάνοντο θα επιστρέφοντο πίσω. Κάτι τέτοιο δεν συνέβηκε στην παρούσα περίπτωση.». Αυτή η μαρτυρία, όπως ορθά διαπίστωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αμφισβητήθηκε. Ο μάρτυρας δεν αντεξετάστηκε επί αυτού του σημείου της μαρτυρίας του. Περαιτέρω το Δικαστήριο έκρινε ως ένδειξη ότι οι εφεσείοντες έλαβαν γνώση των επιστολών και του περιεχομένου τους ότι αμέσως μετά την αποστολή των επιστολών προς την πρωτοφειλέτρια ήρθαν σε επαφή με το αρμόδιο τμήμα των εφεσιβλήτων. Έχοντας αποδεχτεί τη μαρτυρία ως αληθινή, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι οι εφεσείοντες είχαν λάβει γνώση των επιστολών ειδικά σε σχέση με τις μεταγενέστερες χρονικά επιστολές, Τεκμ. 16 και 18.
Ο εφεσείων 1 στη μαρτυρία του δεν αρνήθηκε ότι στη συμφωνία εγγύησης η διεύθυνση που αναγράφεται είναι Κ... 14, ούτε ότι στις υποθήκες που υπέγραψε στο Κτηματολόγιο εμφανίζετο αυτή η διεύθυνση. Αυτό που ανέφερε είναι ότι η θέση του στην εταιρεία ήταν να εργάζεται στο εργοτάξιο και δεν ασχολείτο με τα οικονομικά θέματα. Απλά υπέγραφε τις συμφωνίες όπως του έλεγε ο αδελφός του, πρώην εναγόμενος 4. Διευκρίνισε δε ότι λόγω κακοδιαχείρισης της εταιρείας από τον αδελφό του, αυτή οδηγήθηκε σε διάλυση, με τον ίδιο να μην διατηρεί σχέσεις με τον αδελφό του από το 2003.
Η συμφωνία εγγύησης, Τεκμ. 3, υπεγράφη από τους εφεσείοντες. Στο κάτω μέρος της συμφωνίας, αναφορικά με τους εγγυητές υπάρχει μία στήλη η οποία τιτλοφορείται «όνομα και διεύθυνση» και δεύτερη για υπογραφή. Κάτω από τα ονόματα τους, όπου το τελευταίο όνομα είναι της εφεσείουσας 3 αναγράφεται μόνο μία διεύθυνση, ήτοι, Κ... 14, Λάρνακα. Η ίδια διεύθυνση αναγράφεται και στις υποθήκες που υπεγράφησαν από τον εφεσείοντα 1 και τον πατέρα του. Δεν έχει δοθεί ως μαρτυρία ότι απεστάλη ειδοποίηση από οποιοδήποτε από τους εφεσείοντες ότι η διεύθυνση που αναγράφεται σε αυτές τις συμφωνίες είναι λανθασμένη. Εν πάση περιπτώσει, το γεγονός που παραμένει χωρίς αμφισβήτηση είναι ότι οι εφεσείοντες, μετά την αποστολή της ειδοποίησης επικοινώνησαν με την Τράπεζα για σκοπούς διευθέτησης, κάτι που συνηγορεί στο ότι οι εφεσείοντες παρέλαβαν την ειδοποίηση.
Ως εκ των ανωτέρω, ο τρίτος και τέταρτος λόγος έφεσης απορρίπτονται.
Οι λόγοι έφεσης ένα και πέντε περιλαμβάνονται στους εξετασθέντες λόγους έφεσης και δεν θα μας απασχολήσουν περαιτέρω.
Συνακόλουθα, η έφεση απορρίπτεται με €2.500 έξοδα, πλέον ΦΠΑ, εναντίον των εφεσειόντων.
ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.
Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.
/ΧΤΘ