ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:DOD:2019:13
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
(Έφεση αρ.4/2017)
5 Δεκεμβρίου, 2019
[ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
1. Σ.Τ.
2. S.T. H. S. LTD
Eφεσείοντες
και
X.Σ.
Εφεσίβλητη
_ _ _ _ _ _
Αίτηση τροποποίησης εφετηρίου, ημερ. 21.6.2019
Α. Φλουρέντζου, (κα), για τους εφεσείοντες
Ν.Βραχίμη, (κα), για την εφεσίβλητη
_ _ _ _ _ _
ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Τ. Ψαρά-Μιλτιάδου.
----------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Η πρωτόδικη διαδικασία αφορούσε εναρκτήρια αίτηση (η οποία τροποποιήθηκε δύο φορές, με εκ συμφώνου διάταγμα ημερ. 30.5.2012 και με απόφαση ημερ. 10.6.2016) για ρύθμιση περιουσιακών διαφορών της εφεσίβλητης-αιτήτριας με τον εφεσείοντα 1 - καθ΄ου η αίτηση 1, με βάση τον περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμου του 1991 (Ν.232/91) («ο Νόμος»).
Η εφεσίβλητη ζητούσε την αξία της συνεισφοράς της στην αύξηση της περιουσίας του εφεσείοντα 1, που απόκτησε κατά τη διάρκεια του γάμου τους ή πριν από το γάμο με την προοπτική του, καθώς και της περιουσίας που είναι εγγεγραμμένη στην εφεσείουσα 2 - καθ΄ης η αίτηση 2.
Υπήρξε και ανταπαίτηση του εφεσείοντα 1 σε συνάρτηση με συναφή θέματα, ανταπαίτηση που συνεκδικάστηκε με την απαίτηση της εφεσίβλητης.
Μετά που το Δικαστήριο άκουσε μεγάλο αριθμό μαρτύρων (Μ.Α.1-9 και Μ.Υ.1-6) και εξέτασε όγκο τεκμηρίων κατέληξε πως η εφεσίβλητη είχε αποδείξει ότι έχει συνεισφέρει άμεσα και έμμεσα στην αύξηση της επίδικης περιουσίας του εφεσείοντα. Όμως, επειδή έκρινε πως δεν μπορούσε να καταλήξει στην έκταση της συνεισφοράς εφάρμοσε το τεκμήριο του αρθ.14(2) του Νόμου (1/3 της αύξησης).
Με βάση τα δεδομένα της υπόθεσης εξεδόθη απόφαση υπέρ της εφεσίβλητης για το ποσό των €742.924.- πλέον έξοδα και νόμιμο τόκο από 6.7.2012, ημερομηνία καταχώρησης της τροποποιημένης αίτησης με την οποία στον τίτλο της αίτησης προστέθηκε η εφεσείουσα 2 αλλά και τροποποίηση σε θέματα που αφορούσαν τα γεγονότα. Υπήρξε δηλαδή παρέκκλιση εκ του αρθ.33(2) του Ν.14/60 για τους λόγους που εξηγούνται πρωτοδίκως.
Για την ανταπαίτηση το Οικογενειακό Δικαστήριο εξέδωσε απόφαση υπέρ του εφεσείοντα 1 και εναντίον της εφεσίβλητης για το ποσό των €52.032.- πλέον νόμιμο τόκο από 9.8.2012 (ημερ. καταχώρησης της τροποποιημένης υπεράσπισης και ανταπαίτησης του εφεσείοντα) πλέον έξοδα.
Επί της πρωτόδικης κρίσης καταχωρήθηκε τόσο έφεση όσο και αντέφεση από την εφεσίβλητη. Απασχόλησε δε το Εφετείο αριθμός αιτήσεων που αφορούσαν αναστολή εκτέλεσης της απόφασης καθώς και προηγούμενες αιτήσεις τροποποίησης (και της αντέφεσης).
Ενώπιον μας, κατά το χρόνο ορισμού της υπόθεσης για προδικασία, ετέθη και η παρούσα αίτηση ημερ. 21.6.2019 με αίτημα την τροποποίηση των λόγων έφεσης.
Ουσιαστικά οι εφεσείοντες επιδιώκουν την τροποποίηση του πρώτου λόγου έφεσης με την προσθήκη συγκεκριμένης αιτιολογίας με την αρίθμηση 5.
«5. Ενώ οι μετοχές της εφεσείουσας αρ.2 ήτο εγγεγραμμένες επ ονόματι του εφεσείοντος αρ.1 και αποτελούσαν κινητή περιουσία αυτού και συνεπώς η εφεσείουσα αρ.2 δεν ήτο απαραίτητος διάδικος και ή δεν στοιχειοθετείτο και ή δικαιολογείτο απαίτηση εναντίον της, εντούτοις το Δικαστήριο λανθασμένα απέρριψε την αίτηση των εφεσειόντων για διαγραφή των αιτητικών Α-Δ στην αίτηση της εφεσίβλητης εναντίον της εφεσείουσας αρ.2».
Ακόμη επιδιώκουν προσθήκη ενός νέου λόγου έφεσης, του 6ου λόγου, καθώς και την αιτιολογία του.
Ο νέος λόγος που επιδιώκεται να προστεθεί έχει ως εξής:
«Το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα, πρόσθετα, αποδέκτηκε και απέδωσε συνεισφορά στην Εφεσίβλητη στο 1/3 της αξίας των μετοχών της Εφεσείουσας αρ. 2 την στιγμή που από την ενώπιον του μαρτυρία σε σχέση με την Εφεσείουσα αρ. 2 εταιρεία, ουδόλως δικαιολογείται τούτο.
Αιτιολογία:
(α) Το Πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα και/η χωρίς βάση Θεώρησε ότι η Εφεσίβλητη δικαιούται σε συνεισφορά στην αξία των μετοχών της Εφεσείουσας αρ. 2 κατά 1/3 τη στιγμή που ενώπιον του υπάρχει αδιαμφισβήτητη μαρτυρία ότι προσέφερε τις υπηρεσίες της ως εργοδοτουμένη της εταιρείας έναντι μισθού και/η φιλοδωρημάτων και με πλήρη δικαιώματα ως εργοδοτουμένη.
(β) Το Πρωτόδικο Δικαστήριο, παρά την ενώπιον του μαρτυρία ΤΕΚ. 47, η οποία και δεν αμφισβητήθηκε αγνόησε παντελώς το γεγονός ότι η Εφεσίβλητη καταχώρησε αγωγή στο Εργατικό Δικαστήριο εναντίον της Εφεσείουσας αρ. 2 για παράνομη απόλυση και διεκδίκησε πλήρως τα δικαιώματα της ως εργοδοτουμένη της Εφεσείουσας αρ. 2.
(γ) Το Πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα θεώρησε ότι η οποιαδήποτε αύξηση της αξίας των μετοχών της Εφεσείουσας αρ. 2 ήτο αποκλειστικό παράγωγο της συνεισφοράς της ως συζύγου του Εφεσείοντα αρ. 1 και όχι παράγωγο της εργασίας που προσέφερε ως εργοδοτουμένη έναντι αμοιβής και/η φιλοδωρήματος.
(δ) Το Πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα Θεώρησε ότι από την ενώπιον του μαρτυρία δεν αποδείχθηκε συνεισφορά λιγότερη του 1/3 που τεκμαίρεται βάσει της Νομοθεσίας καθώς δεν έλαβε υπόψιν ότι η Εφεσίβλητη ήτο υπάλληλος της Εφεσείουσας αρ. 2».
Η δικαιολογία που δίδουν οι εφεσείοντες για την ανάγκη τροποποίησης διαγράφεται στην ένορκη δήλωση του εφεσείοντα 1 που συνοδεύει την αίτηση. Βασικά, επικαλούνται την αλλαγή δύο διαφορετικών δικηγόρων στο χειρισμό της πρωτόδικης διαδικασίας και το ότι η έφεση καταχωρήθηκε από τρίτους δικηγόρους (τους νυν δικηγόρους τους). Όπως επικαλείται ο εφεσείων 1, κατά το διορισμό του γραφείου Ε. Φλουρέντζου & Σία ΔΕΠΕ, δεν κατέστη δυνατόν να τους προμηθεύσουν με όλες τις πληροφορίες, πρακτικά, σημειώσεις και πλήρη φάκελο αφού ο κ. Ν.Μπολώτος - (ο δεύτερος δικηγόρος στην πρωτόδικη διαδικασία, μετά τον Δ. Κούτρα & Σία ο οποίος ήταν ο πρώτος δικηγόρος), δεν τους παρέδωσε συμπληρωμένο φάκελο.
Επίσης, σύμφωνα με την ίδια ένορκη δήλωση, τα πρακτικά της πρωτόδικης διαδικασίας, αποτελούμενα από 303 σελίδες δόθησαν στους νέους δικηγόρους μετά την ειδοποίηση για τον ορισμό της προδικασίας της έφεσης. Μετά δε την μελέτη των πρακτικών προέκυψε ανάγκη προσθήκης νέων λόγων έφεσης αλλά και περαιτέρω αιτιολογία των ήδη υφισταμένων. Η αιτούμενη τροποποίηση του εφετηρίου καθίσταται, σύμφωνα με τον εφεσείοντα, επιτακτική καθότι θέτει στοιχεία και ζητήματα που θα βοηθήσουν στη δίκαιη εκδίκαση της έφεσης και στην ορθή απονομή της δικαιοσύνης. Περαιτέρω, αναφέρεται ότι με τις αιτούμενες θεραπείες δεν εισάγονται νέοι λόγοι έφεσης ούτε η περαιτέρω αιτιολογία των υφιστάμενων είναι αντίθετη με την εισαγωγή τους, αλλά διευκολύνεται καλύτερα η κατανόηση των θέσεων της πλευράς των εφεσειόντων. Προσθέτως, η εφεσίβλητη δεν θα υποστεί καμία ζημία αφού δεν αλλάζει η βάση του εφετηρίου. Η έφεση δε βρίσκεται στο στάδιο της προδικασίας και η εφεσίβλητη θα έχει τη δυνατότητα να αναλύσει συνολικά όλους τους λόγους έφεσης στο περίγραμμα της. Δεν υπήρξε αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην υποβολή της αίτησης αφού ο χρόνος που παρήλθε αναλώθηκε στη μελέτη των πρακτικών, σε συναντήσεις και συζητήσεις για την προετοιμασία αυτής και καταχωρήθηκε για το συμφέρον της ορθής απονομής της δικαιοσύνης και της πλήρους εκδίκασης των εγειρομένων ζητημάτων.
Κατά την πρώτη δικάσιμο της αίτησης η εφεσίβλητη αποδέκτηκε το μέρος της αίτησης που αφορούσε το αιτητικό (Α) δηλαδή την επέκταση της αιτιολογίας του 1ου λόγου έφεσης, ως άνω. Επέμενε ωστόσο αναφορικά με την ένσταση της για το αιτητικό (Β) προβάλλοντας τη θέση ότι η αιτούμενη τροποποίηση συνεπάγεται στην ανάπλαση της έφεσης και ουσιαστικά επιχειρείται παροχή δεύτερης ευκαιρίας στους εφεσείοντες. Ο προτεινόμενος 6ος λόγος έφεσης προέκυπτε από την ίδια την πρωτόδικη απόφαση και δεν δικαιολογείται η τροποποίηση, αφού ευθύς εξ αρχής θα μπορούσε να διατυπωθεί ο λόγος αυτός.
Με βάση τις νομολογιακές αρχές η τροποποίηση λόγων έφεσης είναι δυνατή στο πλαίσιο κριτηρίων που διαμορφώθηκαν διαχρονικά. Η δε καθυστέρηση στην υποβολή αίτησης για τροποποίηση μπορεί να οδηγήσει στην απόρριψη της αίτησης, αφού τυχόν έγκριση της θα ισοδυναμούσε με την παροχή δεύτερης ευκαιρίας στον εφεσείοντα να εφεσιβάλει την πρωτόδικη απόφαση. (Βλ. Λοϊζου ν. Χαραλάμπους κ.α. (1996)1(Α) Α.Α.Δ. 167 και Δημοκρατία ν. Lion Insurance Agency Ltd (1995)3 A.A.Δ. 338). Ακόμη έχει νομολογηθεί ότι η καθυστέρηση στην καταχώριση μιας αίτησης για τροποποίηση δεν δύναται να αποσυνδεθεί από το σύνολο των περιστατικών και ιδιαίτερα από τις επιπτώσεις που θα προκύψουν στην εξέλιξη της ακροαματικής διαδικασίας της έφεσης. (Βλ. Georghiou (Catering) Ltd v. Δημοκρατίας κ.ά. 1996 3 Α.Α.Δ. 323 και Σωτηρίου κ.ά. ν. Stelios Stylianides (Holdings) Ltd κ.ά. (1998)1 Α.Α.Δ. 2281). Στην υπόθεση Σωτηρίου ως άνω αναφέρθηκε πως εάν οι λόγοι έφεσης είναι άκυροι επειδή εκφράζονται με ασάφεια και παντελή έλλειψη αιτιολογίας, δεν παρέχεται πεδίο για τη διάσωση τους μέσω της τροποποίησης. (Βλ. I.P.S. Ltd v. Αρχής Λιμένων Κύπρου (1993)1 Α.Α.Δ. 335). Εάν όμως η αίτηση αποσκοπεί στη θεραπεία μιας ατέλειας το γεγονός αυτό συνηγορεί υπέρ της αποδοχής της αίτησης. (Βλ. Δημοκρατία ν. Ιωάννου Λτδ (1996) 3 Α.Α.Δ. 559). Η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου πρέπει να ασκείται βεβαίως με γνώμονα το συμφέρον της δικαιοσύνης το οποίο δέον να εξετάζεται μέσα στα πλαίσια των σκοπών της έφεσης αλλά και των δικαιωμάτων αμφοτέρων των πλευρών. (Βλ. Vourna Ltd a.o. ν. Τράπεζα Κύπρου, Πολ.εφ.295/13, 24.10.2019, ECLI:CY:AD:2019:A439.) ΄Οπως ετέθη επανειλημμένως, το Δικαστήριο είναι πιο ελαστικό στην αποδοχή μιας αίτησης που αποσκοπεί στη διευκρίνιση και συμπλήρωση της αιτιολογίας παρά σε αίτηση που αφορά σε επέκταση του πλαισίου έφεσης με νέους ανεξάρτητους λόγους από εκείνους που έχουν ήδη καταχωρηθεί.
Στην κρινόμενη περίπτωση το αίτημα αφορά αφενός επέκταση αιτιολογίας και αφετέρου προσθήκη νέου λόγου.
Ο πρώτος λόγος έφεσης ως υφίσταται στο εφετήριο κυρίως αφορά την κατά τους εφεσείοντες εσφαλμένη αποδοχή εκ μέρους του πρωτόδικου Δικαστηρίου της τροποποίησης της πρωτογενούς αίτησης δια της προσθήκης της εφεσείουσας 2. Στις τέσσερις δε παραγράφους της υφιστάμενης αιτιολογίας επιχειρείται να εξηγηθεί γιατί αυτή η κρίση ήταν εσφαλμένη. Συνεπώς, ορθώς η εφεσίβλητη δεν επέμενε στην ένσταση της ως προς το αιτητικό Α αφού δεν πρόκειται για εισαγωγή νέου λόγου έφεσης.
Σε σχέση με τον προτεινόμενο 6ο λόγο, ο οποίος τίθεται ως αυτοδύναμος θα πρέπει να εξεταστεί αν η επιδιωκόμενη εισαγωγή του θέτει στο προσκήνιο εντελώς νέο θέμα με τρόπο που θα προκαλούσε βλάβη στην άλλη πλευρά. Παρατηρούμε πως επιχειρείται να προστεθεί λόγος που πλήττει ως εσφαλμένη τη συνεισφορά στην εφεσίβλητη του 1/3 της αξίας των μετοχών της εφεσείουσας 2 και αυτό σε συνάρτηση με το ότι η δοθείσα μαρτυρία ουδόλως το δικαιολογεί, αφού δυνάμει της αιτιολογίας υπήρχε αδιαμφισβήτητη μαρτυρία ότι η εφεσίβλητη προσέφερε εργασίες στην εφεσείουσα 2 ως εργοδοτούμενη αυτής. Θεωρούμε ότι το θέμα αυτό αποτελεί μέρος των ευρύτερων επίδικων θεμάτων που καλύπτονται από τους λόγους έφεσης ώστε και πάλι να καταλήγουμε ότι δεν προκαλείται βλάβη στην πλευρά της εφεσίβλητης, αν επιτραπεί η τροποποίηση.
Ο πυρήνας εξ άλλου του εφετηρίου είναι ακριβώς η διεργασία της σκέψης του Δικαστηρίου συνολικώς προς τη συνεισφορά και ο προτεινόμενος λόγος αφορά απλώς επιμέρους θέμα που άπτεται άμεσα του θέματος της συνεισφοράς έστω και εάν περιορίζεται στις μετοχές της εφεσείουσας 2.
Σημαντικό κριτήριο είναι και το γεγονός του σταδίου που βρίσκεται η διαδικασία. Η έφεση καταχωρήθηκε 31.1.2017 και ορίστηκε για προδικασία, οπότε και ανεφύη η ανάγκη τροποποίησης με αποτέλεσμα την καταχώρηση της παρούσας έφεσης. Πριν να δοθούν οποιεσδήποτε οδηγίες για περιγράμματα, εξετάστηκε η παρούσα αίτηση. Η προτεινόμενη ως βλάβη εκ μέρους της εφεσίβλητης δεν συγκεκριμενοποιείται επαρκώς ώστε να θέτει την πλάστιγγα υπέρ της μη αποδοχής της αίτησης. ΄Εστω και αν οι εφεσείοντες θα μπορούσαν να ενεργήσουν πιο επιμελώς στις αρχικές οδηγίες προς τους δικηγόρους τους, σημασία έχει ότι η αίτηση δεν θα προκαλέσει εν τέλει βλάβη ούτε καθυστέρηση.
Για τους λόγους που έχουμε εξηγήσει η αίτηση εγκρίνεται ως Α και Β. Το τροποποιημένο εφετήριο να καταχωρηθεί εντός 15 ημερών. Τα έξοδα της αίτησης αλλά και τα έξοδα τα οποία προέκυψαν από την τροποποίηση (costs thrown away) επιδικάζονται υπέρ της εφεσίβλητης, ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή, θα είναι δε πληρωτέα στο τέλος της έφεσης. Μετά την καταχώρηση του τροποποιημένου εφετηρίου η υπόθεση να τεθεί ενώπιον του Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου, για προδικασία.
ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.
ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.