ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας στους οποίους κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
public Παναγή, Περσεφόνη Γιασεμή, Γιασεμής Ν. Δ. Χριστοδούλου (κα) για Αναστάσιος Μυλωνά amp;amp;amp; Σια ΔΕΠΕ, για τον Εφεσείοντα. Α. Ζαχαρίου για Ανδρέας Β. Ζαχαρίου amp;amp;amp; Σια ΔΕΠΕ, για την Εφεσίβλητη. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2019-12-10 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΜΥΛΩΝΑΣ ν. ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ, Πολιτική Έφεση Αρ. Ε176/2019, 10/12/2019 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2019:A519

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Πολιτική Έφεση Αρ. Ε176/2019)

 

10 Δεκεμβρίου 2019

 

[ΠΑΝΑΓΗ, ΓΙΑΣΕΜΗ, ΜΑΛΑΧΤΟΥ, ΔΔ.]

 

xxxx ΜΥΛΩΝΑΣ

Εφεσείοντας/Εναγόμενος 3

ΚΑΙ

ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ

Εφεσίβλητης/Ενάγουσας

----------------

 

Δ. Χριστοδούλου (κα) για Αναστάσιος Μυλωνά & Σια ΔΕΠΕ, για τον Εφεσείοντα.

Α. Ζαχαρίου για Ανδρέας Β. Ζαχαρίου & Σια ΔΕΠΕ, για την Εφεσίβλητη.

---------------

 

ΠΑΝΑΓΗ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Χ. Μαλαχτό, Δ.

 

 

--------------

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.:  Με μονομερή αίτηση που καταχώρησε στα πλαίσια αγωγής στο Ε.Δ. Λευκωσίας, όπου είναι ο εναγόμενος 3, ο Εφεσείοντας αιτήθηκε προσωρινό διάταγμα που να αναστέλλει τον πλειστηριασμό που ορίστηκε την 11.12.2019 για την πώληση συγκεκριμένου ακινήτου στην Λάρνακα που είναι εγγεγραμμένο στο όνομα του και την ισχύ της σχετικής ειδοποίησης κατά τον τύπο «ΙΑ» ημερ. 15.7.2018, προσωρινό διάταγμα που να απαγορεύει στην Εφεσίβλητη Τράπεζα να πωλήσει ή εκποιήσει το ακίνητο δυνάμει των διατάξεων του Μέρους VIA των περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων Νόμων του 1965 έως 2018 και προσωρινό διάταγμα που να απαγορεύει την πώληση του με δημόσιο ή ιδιωτικό πλειστηριασμό, όλα μέχρι την εκδίκαση της αγωγής.

Το ακίνητο είχε ο Εφεσείοντας υποθηκεύσει το 2009 προς όφελος της Τράπεζας, ως εξασφάλιση  για δάνειο που η Τράπεζα παραχώρησε σε συνεταιρισμό στον οποίο συμμετείχε.

Η αίτηση καταχωρίστηκε την 5.9.2019, ακούστηκε την επομένη και το Πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση αυθημερόν, απορρίπτοντας την.  Είχε διαπιστώσει καθυστέρηση στη καταχώριση της αίτησης και επικαλούμενο την νομολογία ότι το στοιχείο του κατεπείγοντος συνιστά δικαιοδοτικό όρο στην ανάληψη δικαιοδοσίας για την παροχή θεραπείας μονομερώς, την απέρριψε. 

Δεν εξέτασε κατά πόσο πληρούνταν οι δύο πρώτες προϋποθέσεις του άρθρου 32 των περί Δικαστηρίων Νόμων, προχώρησε εντούτοις να διαπιστώσει πως δεν συνέτρεχε η τρίτη προϋπόθεση του άρθρου, να είναι δηλαδή δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο, χωρίς την έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων. Η επιμέρους κρίση προσβάλλεται με το δεύτερο λόγο έφεσης.

Ενδεχομένως να είναι η διαπίστωση αυτή που οδήγησε τον Εφεσείοντα στο να εφεσιβάλει την πρωτόδικη απόφαση, παρά να αποταθεί εκ νέου στο Επαρχιακό Δικαστήριο με αίτηση με κλήση.

Η πρωτόδικη απόφαση προσβάλλεται με ακόμα τρείς λόγους έφεσης.

Ο τέταρτος λόγος εγείρει κατά τρόπο γενικό ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα άσκησε την διακριτική του ευχέρεια υπέρ της απόρριψης της αίτησης και  δεν προσθέτει οτιδήποτε στους πιο συγκεκριμένους άλλους λόγους έφεσης.

Με τον τρίτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι λανθασμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξέτασε το ισοζύγιο της ευχέρειας ή το ισοζύγιο των αναγκών της υπόθεσης. Το ισοζύγιο της ευχέρειας εξετάζεται αφού πρώτα εξεταστούν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 32 και εφόσον αυτές ικανοποιούνται.  Στη Σεβαστού ν. Σεβαστού (2002) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1980,1988,  αναφέρθηκε ότι, από τη στιγμή που διαπιστώνεται ότι δεν υπάρχει συζητήσιμο θέμα, περιττεύει η εξέταση των άλλων κριτηρίων και είναι αχρείαστος ο προβληματισμός για το πού κλίνει το ισοζύγιο ευχέρειας. Ακόμα πως θα ήταν αντιφατικό να ΅ην υφίσταται η προϋπόθεση αυτή και να εξετάζεται θέμα προοπτικής επιτυχίας ή τα άλλα θέματα που συνάπτονται ΅ε το ζήτημα.  Στη Σταυράκης κ.ά. ν. Δήμου Λευκωσίας, Πολ. Εφ. Αρ. Ε68/2013, ημερ. 24.3.2015, αναφέρθηκε ότι από τη στιγμή που το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν τηρείτο η τρίτη προϋπόθεση, το θέμα θα έπρεπε να είχε λήξει εκεί, χωρίς να παρίστατο ανάγκη να επικαλεστεί τη διακριτική του ευχέρεια για τη ΅η έκδοση του διατάγματος.  Στο σύγγραμμα των Γ. Ερωτοκρίτου & Π. Αρτέμη, «Διατάγματα Injunctions», 2016, σελ.142, με παραπομπή στις πιο πάνω αποφάσεις συνοψίζεται ότι δεν τίθεται θέμα εξέτασης του ισοζυγίου ευχέρειας αν δεν πληρούνται τα τρία κριτήρια του άρθρου 32, ενώ στο σύγγραμμα του D. Bean, «Injunctions», 8η Έκδ., παρ.3.31, σελ.34, αναφέρεται ότι τα γενικά κριτήρια για την έκδοση ενδιάμεσου διατάγματος, όπως το ισοζύγιο της ευχέρειας, δεν μπορεί να ευνοήσουν την έκδοση διατάγματος μονομερώς, εκτός εάν η περίπτωση είναι πολύ επείγουσα.

Συνεπώς, ο τρίτος λόγος έφεσης, όπως και ο δεύτερος, θα έχουν σημασία μόνο εάν γίνει αποδεκτός ο πρώτος λόγος έφεσης με τον οποίο προσβάλλεται ο κύριος λόγος απόρριψης της αίτησης.

Προτού εξετάσουμε τα χρονικά δεδομένα που προσμέτρησαν στην κρίση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου θεωρούμε σκόπιμο να παραθέσουμε, ως αναγκαίο υπόβαθρο, τις περιστάσεις που οδήγησαν τον Εφεσείοντα να καταχωρήσει την αίτηση την 5.9.2019, 19 περίπου μήνες μετά την καταχώρηση της εναντίον του αγωγής και οκτώ περίπου μήνες μετά που καταχώρησε Έκθεση Υπεράσπισης και Ανταπαίτηση, ανταξιώνοντας την ακύρωση και εξάλειψη της υποθήκης.

Ο Εφεσείοντας αιτήθηκε την έκδοση παρεμπίπτοντων διαταγμάτων για να αποτρέψει την πώληση του ακινήτου που είχε υποθηκεύσει προς όφελος της Τράπεζας όταν η τελευταία εκκίνησε τη διαδικασία για την πώληση του δυνάμει των διατάξεων του Μέρους VIA των περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων Νόμων του 1965 έως 2018. 

Πρόκειται για τη διαδικασία που έχει εισαχθεί  με τον περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων (Τροποποιητικό) Νόμο του 2014 (Ν.142(Ι)/2014) που αφορά στην πώληση ενυπόθηκου ακινήτου από τον ενυπόθηκο δανειστή.  Η διαδικασία εκποίησης υποθήκης δυνάμει των προνοιών  του Μέρους VIA των Νόμων άρχεται με την επίδοση ειδοποίησης σύμφωνα με τον τύπο «Ι».  Εάν ο ενυπόθηκος οφειλέτης δεν συμμορφωθεί με την ειδοποίηση αυτή, ο ενυπόθηκος δανειστής μπορεί να του επιδώσει  ειδοποίηση σύμφωνα με τον τύπο «ΙΑ» στην οποία να αναφέρεται ότι το ενυπόθηκο ακίνητο πρόκειται να πωληθεί με πλειστηριασμό.  Τα δικαιώματα του ενυπόθηκου οφειλέτη ή άλλου ενδιαφερομένου προσώπου κατοχυρώνονται από τις πρόνοιες του  άρθρου 44Γ(3)  το οποίο παρέχει δικαίωμα καταχώρισης έφεσης για παραμερισμό της ειδοποίησης σύμφωνα με τον τύπο «ΙΑ» εντός 30 ημερών από την παραλαβή της και σε αυτό αναφέρονται εξαντλητικά οι λόγοι για τους οποίους η ειδοποίηση μπορεί να παραμεριστεί.  Ο περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων (Τροποποιητικός) Νόμος του 2018 (Ν.87(Ι)/2018)  που δημοσιεύτηκε και τέθηκε σε ισχύ την 13.7.2018, επέφερε διάφορες αλλαγές στο Μέρος VIA των Νόμων.  Μια σημαντική αλλαγή ήταν ότι η πρόνοια του άρθρου 44Γ(3)(δ), που καθιστούσε λόγο έφεσης για τον παραμερισμό ειδοποίησης κατά τον τύπο «ΙΑ» την εκκρεμοδικία αγωγής για την ειδοποίηση κατά τον τύπο «Ι», καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε με πρόνοια που καθιστά λόγο έφεσης την έκδοση παρεμπίπτοντος απαγορευτικού διατάγματος υπέρ του ενυπόθηκου οφειλέτη.

Έτσι, όταν την 8.8.2019 επιδόθηκε στον Εφεσείοντα ειδοποίηση κατά τον τύπο «ΙΑ», αυτός επεδίωξε την έκδοση  απαγορευτικών διαταγμάτων ώστε να τεκμηριώσει λόγο έφεσης για τον παραμερισμό της.  Η ειδοποίηση κατά τον τύπο «Ι» που προηγήθηκε πρέπει να είχε επιδοθεί στον Εφεσείοντα τουλάχιστο 30 ημέρες προηγουμένως (βλ. άρθρο 44Γ(1))

Σημειώνουμε, εκ προοιμίου, ότι η αναστολή του πλειστηριασμού που ορίστηκε την 11.12.2019 και η αναστολή της  ισχύος της ειδοποίησης κατά τον τύπο «ΙΑ» ημερ. 15.7.2018 δεν ήταν θεραπείες που θα μπορούσαν να χορηγηθούν στην αγωγή ή στην αίτηση που καταχωρίστηκε στα πλαίσια της.  Η διαδικασία μέσω της οποίας μπορεί να ακυρωθεί ο πλειστηριασμός είναι με την προσβολή της διαδικασίας στη βάση της οποίας ορίστηκε και προς τούτο ο Εφεσείοντας, όπως μας έχει πληροφορήσει, καταχώρησε έφεση στο Ε.Δ. Λάρνακας.  Στην αίτηση στα πλαίσια της αγωγής ό,τι μπορούσε να εκδοθεί, νοουμένου ότι πληρούνταν οι σχετικές προϋποθέσεις, ήταν διάταγμα που να απαγορεύει την εκποίηση της υποθήκης που η αγωγή αφορά. 

Είχε συνεπώς ο Εφεσείοντας προθεσμία 30 ημερών από τις 8.8.2019 για να καταχωρήσει την έφεση του στο Επαρχιακό Δικαστήριο και να εξασφαλίσει απαγορευτικό διάταγμα για να τεκμηριώσει το σχετικό λόγο έφεσης.

Όπως προέκυπτε από τα όσα ο ίδιος ο Εφεσείοντας προέβαλε με την ένορκη του δήλωση προς υποστήριξη της αίτησης, την αίτηση του καταχώρησε την 5.9.2018, 28 ημέρες μετά την παραλαβή της ειδοποίησης κατά τον τύπο «ΙΑ» και την παραμονή της τελευταίας ημέρας κατά την οποία θα μπορούσε η έφεση να καταχωριστεί στο Επαρχιακό Δικαστήριο.  Σημειώνουμε ότι εφόσον οι Νόμοι προνοούν ότι η έφεση μπορεί να καταχωριστεί εντός 30 ημερών από την παραλαβή της ειδοποίησης κατά τον τύπο «ΙΑ», στην περίπτωση που ο χρόνος εκπνέει Σάββατο, Κυριακή ή αργία, η έφεση θα πρέπει να καταχωρείται το αργότερο την προηγούμενη εργάσιμη ημέρα.

Την στενότητα του χρόνου μέχρι την εκπνοή της περιόδου εντός της οποίας θα μπορούσε να καταχωρήσει έφεση στο Επαρχιακό Δικαστήριο, προέβαλε ο Εφεσείοντας για να τεκμηριώσει το στοιχείο του κατεπείγοντος.  Και για να δικαιολογήσει την καταχώριση της αίτησης στο στάδιο εκείνο,  επικαλέστηκε τις θερινές διακοπές και στη συνέχεια ότι ήταν κλινήρης για μία εβδομάδα.

Γενικά, εφόσον ο Νόμος προνοεί ότι η έφεση μπορεί να καταχωριστεί εντός 30 ημερών από την παραλαβή της ειδοποίησης κατά τον τύπο «ΙΑ», υπάρχει το χρονικό περιθώριο για να επιδιωχθεί απαγορευτικό διάταγμα στο μεσοδιάστημα με αίτηση που γίνεται με κλήση προς τον ενυπόθηκο δανειστή.  Και τούτο αφού η Δ.48, θ.3 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας προνοεί για επίδοση τέτοιας αίτησης τέσσερις ημέρες πριν την δικάσιμο, η δε Δ.48, θ.4 προνοεί για καταχώριση τυχόν ένστασης, στην προκειμένη περίπτωση από τον ενυπόθηκο δανειστή, δύο ημέρες πριν την ακρόαση.  Μπορεί ο ενυπόθηκος οφειλέτης να ζητήσει από το δικαστήριο να εφαρμόσει αυστηρά τις προθεσμίες των Θεσμών ή και να δώσει τις κατάλληλες για την περίσταση οδηγίες.  Η καθυστέρηση του ενυπόθηκου οφειλέτης να λάβει τα κατάλληλα διαβήματα ώστε έγκαιρα να εξασφαλίσει απαγορευτικό διάταγμα, εάν το δικαιούται, δεν επιτρέπεται να αποβεί σε βάρος του δικαιώματος του ενυπόθηκου δανειστή να ακουστεί στη διαδικασία.

Στη Louis Vuitton v. Δέρμοσακ Λτδ κ.ά. (1992) 1 Α.Α.Δ. 1453, 1462, αναφέρθηκε ότι «Η έκδοση προσωρινού διατάγματος εξ πάρτε, συνιστά εξαιρετικό μέτρο εφόσον παρέχεται κατά παρέκκλιση του κανόνα της φυσικής δικαιοσύνης που αποκλείει την παροχή θεραπείας χωρίς την παροχή ευκαιρίας στον αντίδικο να ακουστεί.»,   στην δε Resola (Cyprus) Ltd v. Χρίστου (1998) 1(Β) Α.Α.Δ. 598, 604, ότι «Το επείγον για την παροχή θεραπείας αποτελεί δικαιοδοτικό όρο.  Μόνο, εφόσο καταδεικνύεται το κατεπείγον του αιτήματος, δικαιολογείται, όλως εξαιρετικά, η άσκηση δικαστικής εξουσίας στην απουσία του εναγομένου.  Μόνο τότε μπορεί να συγχωρεθεί η παρέκκλιση από τον θεμελιώδη κανόνα της δικαιοσύνης, να ακούσει και τα δυο μέρη πριν εκφέρει κρίση.» 

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο παρατήρησε ότι ο Εφεσείοντας άφησε να παρέλθουν 28 ημέρες και μετά να αναζητήσει τη βοήθεια του Δικαστηρίου.  Έκρινε  ότι οι λόγοι τους οποίους επικαλέστηκε για την καθυστέρηση την οποία επέδειξε δεν ήταν ικανοί για να τη δικαιολογήσουν.  Κατέληξε ότι η μία εβδομάδα που ο Εφεσείοντας ήταν κλινήρης δεν τον απέτρεπε από του να καταχωρήσει την αίτηση νωρίτερα, παρατηρώντας ότι κατά τις θερινές διακοπές μόνο η 15η Αυγούστου ήταν δημόσια αργία.

Επικροτούμε την προσέγγιση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου. Προσθέτουμε μόνο πως ότι ήταν θερινές διακοπές δεν θα μπορούσε να έχει την όποια σημασία αφού ο Εφεσείοντας είναι ο ίδιος δικηγόρος και η αίτηση καταχωρίστηκε από την δικηγορική εταιρεία που φέρει το όνομα του.

Δεν ήταν δυνατό να επιτραπεί όπως η καθυστέρηση που επέδειξε ο Εφεσείοντας στην καταχώριση της αίτησης αποβεί σε βάρος του δικαιώματος της Τράπεζας, που είναι ο ενυπόθηκος δανειστής, να ακουστεί.  Το στοιχείο του κατεπείγοντος δεν υπήρχε.  Εάν η αίτηση καταχωρείτο σύντομα μετά την 8.8.2019, υπήρχε αρκετός χρόνος ώστε να επιδοθεί στη Τράπεζα και το ζήτημα να εκδικαστεί και αποφασιστεί πριν την εκπνοή του χρόνου για την καταχώριση έφεσης στο Επαρχιακό Δικαστήριο. Η έλλειψη χρόνου για να επιδοθεί η αίτηση στη Τράπεζα δημιουργήθηκε από την καθυστέρηση που επέδειξε ο Εφεσείοντας και δεν μπορεί να του επιτραπεί να επικαλείται τις δικές του παραλείψεις και να αναγάγει το ζήτημα ως κατεπείγον.

Όπως υποδεικνύεται στη Αναφορικά με την αίτηση των C.M.K Metal Construction Limited, Πολ. Αίτ. Αρ. 138/2018, ημερ. 7.11.2018, στην οποία αναφέρθηκε το Πρωτόδικο Δικαστήριο,  που αφορούσε ενδιάμεση αίτηση στα πλαίσια της έφεσης στο Επαρχιακό Δικαστήριο:

«εφόσον όμως [οι ενυπόθηκοι οφειλέτες] είχαν πρόθεση να καταχωρίσουν και ενδιάμεση αίτηση για αναστολή του πλειστηριασμού, θα έπρεπε να ενεργήσουν με τέτοιο τρόπο ώστε να μη δημιουργήσουν συνθήκες πίεσης για το Δικαστήριο αλλά, κυρίως, για την άλλη πλευρά. Θα έπρεπε να είχε(sic) καταχωρίσουν(sic) την έφεση και την ενδιάμεση αίτηση ενωρίτερα, οπότε και δεν θα υπήρχε ανάγκη για κατεπείγουσα αίτηση χωρίς ειδοποίηση. Η δέουσα, υπ΄αυτή την έννοια, δικονομική συμπεριφορά των αιτητών, θα έδιδε την ευκαιρία στο Δικαστήριο να προγραμματίσει και να χειριστεί την υπόθεση ακούγοντας προηγουμένως και τις δύο πλευρές, εξισορροπώντας τα εκατέρωθεν δικαιώματα και τους κινδύνους κάθε πλευράς. . Αυτές όμως οι ορθές και δίκαιες δυνατότητες εξουδετερώθηκαν από τον χειρισμό των αιτητών να καταχωρίσουν την αίτησή τους στον ύστατο χρόνο που επέλεξαν να την καταχωρίσουν.»  

Η κατάληξη ήταν ότι:

«Ορθά θεώρησε [το Επαρχιακό Δικαστήριο] πως το κατεπείγον της αίτησης προέκυπτε από τους χειρισμούς των ιδίων των αιτητών και συνεπώς δεν μπορούσαν να το επικαλούνται ως δικαιοδοτική προϋπόθεση της αίτησης τους. Αντίθετη προσέγγιση θα επιβράβευε τέτοιες πρακτικές προς ζημιά της απονομής της δικαιοσύνης και των ταλαιπωρημένων δικαστικών διαδικασιών». 

Στην παρούσα υπόθεση κρίνουμε ότι ορθά κατέληξε το Πρωτόδικο Δικαστήριο ότι η διαπιστωθείσα καθυστέρηση ήταν καταλυτική για την απόρριψη της αίτησης.  Ουσιαστικά διαπιστώθηκε ότι δεν μπορούσε να θεωρηθεί ότι συνέτρεχε το στοιχείο του κατεπείγοντος, ώστε να ήταν δυνατή η παροχή θεραπεία χωρίς να ακουστεί η άλλη πλευρά.  Συνεπώς ο πρώτος λόγος έφεσης απορρίπτεται, καθιστώντας αχρείαστη την εξέταση των υπολοίπων.

Καταλήγουμε ότι ορθά το Πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση.

Συνεπώς, η έφεση απορρίπτεται με έξοδα υπέρ της Εφεσίβλητης και εναντίον του Εφεσείοντα, πλέον το ΦΠΑ εάν υπάρχει, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο .

                                                          Π. Παναγή, Δ.

 

                                                         Γ.Ν. Γιασεμής, Δ.

 

                                                          Χ. Μαλαχτός, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο