ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:

Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
public Παμπαλλής, Κώστας Σταύρου Σταματίου, Κατερίνα Γιασεμή, Γιασεμής Ν. Λ. Βραχίμης, για τον Εφεσείοντα. Μ. Κυπριανίδου (κα) για κ. Μ. Σταματάρη, για την Εφεσίβλητη. CY DOD Κύπρος Δευτεροβάθμιο Οικογενειακό Δικαστήριο 2019-12-03 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο Π. Ε. ν. K. R. U., Έφεση Αρ. 23/2018, 3/12/2019 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:DOD:2019:16

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙO ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

 

Έφεση Αρ. 23/2018

 3 Δεκεμβρίου, 2019

 

[Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

Π. Ε.,

Εφεσείων/Αιτητής,

 

ΚΑΙ

 

K. R. U.,

 

Εφεσίβλητη/Καθ΄ης η Αίτηση.

---------

 

Λ. Βραχίμης, για τον Εφεσείοντα.

Μ. Κυπριανίδου (κα) για κ. Μ. Σταματάρη, για την Εφεσίβλητη.

 

----------

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου

 θα δοθεί από την Σταματίου, Δ.

­­­_ _ _ _ _ _


 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Ο ανήλικος χχχ γεννήθηκε στις 7.10.2009, χωρίς γάμο των γονέων του. Ο πατέρας, εφεσείων, προχώρησε σε εκούσια αναγνώριση του παιδιού του στο Οικογενειακό Δικαστήριο. Ο πατέρας κατάγεται και διαμένει στην Κύπρο, ενώ η μητέρα, εφεσίβλητη, κατάγεται από τη Γερμανία και διαμένει στο Leubsdorf, της Γερμανίας. Υπήρξε μία μακρά διαμάχη μεταξύ των δύο γονέων, όπου ο κάθε ένας διεκδικούσε το παιδί, με τον πατέρα να διεκδικεί όπως το παιδί παραμείνει μαζί του στην Κύπρο, ενώ η μητέρα όπως καθοριστεί ως τόπος διαμονής του παιδιού ο δικός της τόπος διαμονής στη Γερμανία. Ο εφεσείων καταχώρησε στο Οικογενειακό Δικαστήριο Πάφου, στις 11.3.2015, αίτηση που να του αναθέτει την επιμέλεια του χχχ και διάταγμα με το οποίο να απαγορεύεται η έξοδός του από την Κύπρο χωρίς την άδεια του Δικαστηρίου ή τη γραπτή συγκατάθεση του ιδίου.

 

Στα πλαίσια της υπόθεσης εκδόθηκε στις 13.3.2015 προσωρινό διάταγμα με το οποίο απαγορεύθηκε στη μητέρα να μεταφέρει τον χχχ στο εξωτερικό, χωρίς τη συγκατάθεση του πατέρα, και τοποθετήθηκε το όνομα του ανήλικου στον κατάλογο των προσώπων των οποίων απαγορεύεται η έξοδος από την Κύπρο. Το εν λόγω διάταγμα κατέστη απόλυτο στις 23.6.2015. Έκτοτε, ο χχχ παρέμεινε στην Κύπρο μέχρι την έκδοση της υπό έφεση απόφασης.

 

Η ακροαματική διαδικασία της υπόθεσης υπήρξε μακρά, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της υπόθεσης που καταλαμβάνουν εκατοντάδες σελίδες. Δόθηκε μαρτυρία από την κα Μ.Π., Λειτουργό Ευημερίας, Μ1, στην οποία δόθηκαν οδηγίες από το Δικαστήριο να διερευνήσει την υπόθεση και να ετοιμάσει έκθεση. Επίσης, μετά από αίτημα των διαδίκων, κλήθηκε για σκοπούς αντεξέτασης, η Δρ. Ε.Δ., Μ2, Παιδοψυχίατρος στις Υπηρεσίες Ψυχικής Υγείας, στο Τμήμα Παιδιών και Εφήβων, στο Νοσοκομείο Πάφου, η οποία, επίσης, ετοίμασε έκθεση. Από πλευράς του εφεσείοντα-αιτητή κλήθηκαν οι: Μ.Α., Μ.ΑΙΤ.1, κοινωνικός λειτουργός, Ε.Α., ψυχίατρος, Μ.ΑΙΤ.2, Γ.Γ., ψυχίατρος ψυχαναλυτής, Μ.ΑΙΤ.3, Μ.Κ., κλινικός ψυχολόγος, Μ.ΑΙΤ.4, W. L. από τη Γερμανία, Μ.ΑΙΤ.5, Τ. Π., ψυχολόγος, Μ.ΑΙΤ.6, Ε.Κ. δασκάλα του χχχ, Μ.ΑΙΤ.8, Α.Ε., αδελφή του εφεσείοντα, Μ.ΑΙΤ.9, ενώ ο αιτητής κατέθεσε ως Μ.ΑΙΤ.7. Από πλευράς της εφεσίβλητης κατέθεσαν η Ε.Σ., Μ.Υ.1, Λ.Μ., Μ.Υ.2, και η εφεσίβλητη, Μ.Υ.3. Το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε συνοπτική καταγραφή της μαρτυρίας του κάθε μάρτυρα ξεχωριστά και, αφού ανέλυσε τη νομική πτυχή της υπόθεσης, προέβη σε αξιολόγηση της μαρτυρίας και των θέσεων των δύο πλευρών, εντοπίζοντας και τα λάθη των διαδίκων.

 

Με στόχο την καλύτερη κατανόηση της υπόθεσης θεωρούμε σκόπιμο να καταγράψουμε, συνοπτικά, τόσο το ιστορικό της υπόθεσης όσο και τη μαρτυρία που προσήχθη και τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε το πρωτόδικο Δικαστήριο.

 

Η εφεσίβλητη ήρθε για πρώτη φορά στην Κύπρο το 2004 με τους γονείς της για διακοπές. Ξαναήρθε τον Μάρτιο του 2005 και αρχικά εργάστηκε σε εστιατόριο και ακολούθως σε κτηματομεσιτικό γραφείο μέχρι του 2008, λόγω μείωσης των εργασιών του γραφείου. Γνωρίστηκε με τον εφεσείοντα το 2008 και σε σύντομο χρονικό διάστημα έμεινε έγκυος και αποφάσισαν από κοινού να κρατήσουν το παιδί. Όταν σταμάτησε από την εργασία της αποφάσισαν από κοινού με τον εφεσείοντα να παραμείνει στο σπίτι μέχρι να μεγαλώσει λίγο το παιδί. Η σχέση τους, όμως, άρχισε να έχει προβλήματα με την εφεσίβλητη να επικαλείται κακή συμπεριφορά του εφεσείοντα και καθημερινή χρήση κάνναβης, ενώ κατά τον εφεσείοντα η εφεσίβλητη δεν προσαρμόστηκε στο περιβάλλον της Κύπρου και ήταν αρνητική με τη ζωή της εδώ. Μετά από μια σειρά γεγονότων, συμφωνήθηκε όπως η μητέρα μεταβεί για ένα χρονικό διάστημα στη Γερμανία. Προς το σκοπό αυτό, προσωρινό διάταγμα που είχε εκδοθεί στις 26.7.2013, σε προηγούμενη υπόθεση μεταξύ των διαδίκων, τροποποιήθηκε στις 8.8.2013 και αντικαταστάθηκε με νέο εκ συμφώνου διάταγμα, ρητός όρος του οποίου ήταν ότι το παιδί θα επέστρεφε στην Κύπρο και, αν παρέμενε πέραν της ημερομηνίας επιστροφής, θα θεωρείτο απαγωγή.

 

Με δεδομένο ότι σε τέτοιου είδους υποθέσεις το ζητούμενο είναι να καθοριστεί ποιο είναι το συμφέρον του παιδιού και, επίσης, με δεδομένο ότι η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου είναι διερευνητικού χαρακτήρα, η ακροαματική διαδικασία της υπόθεσης ξεκίνησε με την κλήση της Κοινωνικής Λειτουργού, Μ1 και τη Δρ. Δ., η οποία κλήθηκε για σκοπούς αντεξέτασης.

 

Η διαπίστωση του Δικαστηρίου είναι ότι η Έκθεση της Κοινωνικής Λειτουργού, κας Π., δεν ικανοποίησε κανένα από τα διάδικα μέρη. Θεωρούμε σκόπιμο να παραπέμψουμε σε διάφορα σημεία της Έκθεσης στα οποία παρέπεμψε και το πρωτόδικο Δικαστήριο.

 

Από τη συνεργασία της με τα εμπλεκόμενα μέρη διαπίστωσε για τον πατέρα ότι: «Είναι συνδεδεμένος με την πατρική οικογένεια η οποία τον βοηθά σε θέματα φροντίδας και φύλαξης του παιδιού κατά τις ώρες εργασίας του. Από τη συνεργασία με τον ίδιο διαπιστώθηκε ότι σε περίπτωση διαφωνίας μαζί του χάνει εύκολα την ψυχραιμία του και γίνεται απειλητικός.» Για τη μητέρα ότι: «Από τη συνεργασία με την ίδια σε περιόδους που βρισκόταν στην Κύπρο, διαπιστώθηκε ότι πρόκειται για άτομο κοινωνικό, συνεργάσιμο, δεκτικό, που εκφράζει με άνεση τις θέσεις και απόψεις της.»

 

Αναφορικά με το ατομικό ιστορικό και φροντίδα του παιδιού αναφέρει τα εξής:

 

«Ο χχχ γεννήθηκε στην Πάφο στις χ/χχ/2009. Φαίνεται συνδεδεμένο συναισθηματικά και με τους δύο γονείς. Είναι κοινωνικό και έξυπνο. Το παιδί φοιτά στην Α΄ Τάξη του Δημοτικού χχχ χχχ. Σύμφωνα με πληροφορίες από το σχολείο αναφέρουν ότι είναι κοινωνικό, συνεργάσιμο, άριστος μαθητής, χαρισματικό παιδί, το οποίο πηγαίνει φροντισμένο και περιποιημένο.

 

Ο πατέρας εκφράζεται κτητικά για τον χχχ και θεωρεί ότι από τη στιγμή που το παιδί γεννήθηκε στην Κύπρο πρέπει να παραμείνει και να μεγαλώσει μαζί του. Το παιδί περιβάλλεται με αγάπη και από τους δύο γονείς.

 

Την περίοδο που οι δύο γονείς διέμεναν μαζί η εκ του πατρός γιαγιά ανέφερε ότι η μητέρα φρόντιζε πολύ ικανοποιητικά το παιδί και έδειχνε να ενδιαφέρεται για αυτό.

 

Λόγω των δυσκολιών των γονιών, παραπέμφθηκαν και είχαν συνεργασία με το Τμήμα Παιδιών και Εφήβων του Νοσοκομείου Πάφου με σκοπό την αξιολόγηση του γονικού τους ρόλου.

 

Την ευθύνη της φροντίδας του παιδιού από την ημερομηνία γέννησης του, είχαν και οι δύο γονείς από κοινού μέχρι τον 8/2013 που έφυγε η μητέρα για Γερμανία. Από τον 8/2013 μέχρι την 2/2015 τη φροντίδα ανέλαβε η μητέρα.

 

Από τον 2/2015 τη φροντίδα ανέλαβε ο πατέρας του παιδιού με βάση προσωρινό διάταγμα μέχρι την ολοκλήρωση της εκδίκασης της υπόθεσης. Ο πατέρας δέχεται βοήθεια στο θέμα φροντίδας του παιδιού από τους γονείς του. Όταν ο ίδιος απουσιάζει στην εργασία του οι γονείς του παραλαμβάνουν το παιδί από το σχολείο μέχρι να επιστρέψει ο ίδιος στις 6:00μ.μ.

 

Σε συνεργασία που είχα με το παιδί, διαπιστώθηκε ότι το παιδί αγαπά και τους δύο γονείς. Όσο διάστημα βρίσκεται η μητέρα στη Γερμανία διατηρεί επικοινωνία μαζί της μέσω διαδικτύου και εκφράζεται θετικά και για τους δύο γονείς.»

 

 

 

 

Από τη συνεργασία της με τους δύο γονείς, η κα Π. διαπίστωσε, περαιτέρω, ότι μεταξύ των γονέων δεν υπάρχει καμία επικοινωνία και ότι υπάρχουν έντονα αρνητικά συναισθήματα. Προέβη, στη συνέχεια, στις ακόλουθες παρατηρήσεις:

 

«Η περίπτωση αφορά τον ανήλικο xxx xxx ηλικίας 8 χρονών (τότε). Ο πατέρας του κατάγεται από την Κύπρο και η μητέρα του από τη Γερμανία. Από τη σχέση που δημιούργησαν απέκτησαν το αναφερόμενο παιδί.

 

Λόγω προβλημάτων στις διαπροσωπικές τους σχέσεις η συμβίωση τους διαλύθηκε και η μητέρα μετέβηκε στη Γερμανία τον 8/2013 μαζί με το παιδί. Το 2/2015 η μητέρα σε συνεννόηση με τον πατέρα έστειλε το παιδί συνοδευόμενο από συγγενικό πρόσωπο του πατέρα στην Κύπρο για διακοπές, με την προϋπόθεση να επιστρέψει πίσω τη Γερμανία. Έκτοτε το παιδί συνεχίζει να διαμένει με τον πατέρα αφού ο ίδιος αθέτησε την υπόσχεση του για επιστροφή του παιδιού στη Γερμανία. Εξασφάλισε προσωρινό διάταγμα.

 

Η μητέρα αποφάσισε να παραμείνει στη Γερμανία γι αυτό όπως η ίδια αναφέρει έχει εξεύρει εργασία και το κυριότερο, υποστηρικτικό περιβάλλον (γονείς, αδελφή και ευρύτερη οικογένεια). Η μητέρα είναι πρόθυμη σε περίπτωση που θα πάρει το παιδί στο εξωτερικό να προβαίνει σε διευθετήσεις επικοινωνίας με τον πατέρα του. Όσον αφορά τον πατέρα υπάρχουν επιφυλάξεις λόγω του ότι δεν τήρησε σχετικό διάταγμα δικαστηρίου βάσει του οποίου κατά την καλοκαιρινή περίοδο έπρεπε να έπαιρνε το παιδί στη Γερμανία για να έχει επικοινωνία με τη μητέρα του.

 

Τόσο το παιδί όσο και οι γονείς είχαν συνεργασία με το Τμήμα Εφήβων στο Γενικό Νοσοκομείο Πάφου με την Παιδοψυχίατρο, κ. Ε.Δ..

 

Μετά την ολοκλήρωση της συνεργασίας μας που είχαμε με τους γονείς, το παιδί και την ολοκλήρωση της αξιολόγησης του παιδιού από την Παιδοψυχίατρο, κ. Ε. Δ., πιστεύεται ότι είναι προς το συμφέρον του παιδιού να ανατεθεί η φύλαξη και φροντίδα στη μητέρα, νοουμένου ότι η μητέρα θα παραμείνει στην Κύπρο με σκοπό τη διασφάλιση της επικοινωνίας του παιδιού με τον πατέρα του.»

 

 

Σημειώνουμε ότι το Δικαστήριο δεν αποδέχτηκε την τελική θέση της Λειτουργού, ενόψει του ότι η μητέρα δεν επιθυμεί να παραμείνει στην Κύπρο, αποφάσισε όμως να χρησιμοποιήσει το αποτέλεσμα της έρευνας και τα στοιχεία με τα οποία το εφοδίασε για να κρίνει ποιο είναι το συμφέρον του παιδιού, «βλέποντας το θέμα σφαιρικά και συνεκτιμώντας τα με την υπόλοιπη μαρτυρία».

 

Η παιδοψυχίατρος Δρ Δ. είχε συναντήσεις τόσο με τους γονείς όσο και με το παιδί και ετοίμασε σχετική έκθεση, στην οποία θα αναφερθούμε στη συνέχεια. Η μάρτυς υπέστη εκτεταμένη αντεξέταση.

 

Το Δικαστήριο αποδέχθηκε τη μαρτυρία της ως προς το συναισθηματικό δέσιμο του παιδιού με τη μητέρα του, τη συμπεριφορά του όταν βρίσκεται με τον κάθε γονέα, την προτίμηση του καθώς και τη συμπεριφορά του κάθε γονέα κατά τις συναντήσεις που είχε ο καθένας μαζί της συνοδεύοντας το παιδί. Δεν πείσθηκε όμως και δεν αποδέχθηκε τη θέση της Δρος Δ. ότι ο πατέρας έχει οριακή παρανοϊκή προσωπικότητα και διάσπαση σκέψης, στη βάση του ότι το εν λόγω συμπέρασμα δεν βασίστηκε σε οποιαδήποτε διαγνωστικά τεστ και εξειδικευμένες εξετάσεις παρά μόνο στην εκτίμηση της συμπεριφοράς του και του μεγάλου άγχους που τον διακατείχε όταν κλήθηκε να παρουσιάσει ενώπιον της το παιδί. 

 

Το Δικαστήριο θεώρησε ότι θα έπρεπε να αντιμετωπίσει την υπόθεση ως υπόθεση στην οποία επιζητείται η ρύθμιση των πτυχών της γονικής μέριμνας του παιδιού, αποφασίζοντας ποιο θα είναι το συμφέρον του παιδιού: Να παραμείνει στην Κύπρο με τον πατέρα ως τον καταλληλότερο να αναλάβει τη φροντίδα του ή να επιτρέψει στη μητέρα να μεταφέρει το παιδί στην Γερμανία, επισημαίνοντας παράλληλα ότι θα εξέταζε το θέμα «χωρίς τα οποιαδήποτε ευρήματα για το πως το παιδί βρίσκεται σήμερα στην Κύπρο θα αποτελέσουν αποφασιστικό στοιχείο» για την απόφαση του.

 

Με στόχο δε να καταλήξει σε απόφαση ως προς το συμφέρον του παιδιού, το Δικαστήριο έλαβε υπόψη, μεταξύ άλλων παραγόντων,  και τη συνέντευξη που είχε με τον xxx στο γραφείο του, στην παρουσία στενοτυπίστριας η οποία κατέγραψε τη συνέντευξη, ενώ τα πρακτικά δόθηκαν αυτούσια στους δικηγόρους των διαδίκων. Αξιολόγησε τα όσα λέχθηκαν στην συνέντευξη και κατέληξε ότι η θέση του xxx που εξέφρασε ότι θέλει να μείνει στην Κύπρο δεν είναι γνήσια και αληθινή, αλλά υποβολιμαία. Έκρινε συναφώς ότι η πραγματική επιθυμία του παιδιού είναι να μένει με τη μητέρα του και προχώρησε να εξετάσει ποιος είναι ο καταλληλότερος γονέας να έχει την επιμέλεια του παιδιού αλλά και τις προτάσεις του κάθε γονέα, για το συμφέρον του παιδιού του. Επίσης, το Δικαστήριο παρατήρησε πως, με βάση το μαρτυρικό υλικό που έχει ενώπιόν του για τη ζωή του παιδιού στην Κύπρο και στη Γερμανία, αλλά και την καταλληλότητα του κάθε γονέα, δεν θα πρέπει να διαταράξει την κατάσταση που έχει δημιουργηθεί από την παραμονή του στην Κύπρο. Αφού ανέλυσε όλα τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιόν του, καθόρισε τους παράγοντες που έλαβε σοβαρά υπόψη του ως ακολούθως:

 

«- ότι η μητέρα με τη στάση της έδειξε ότι θα διατηρήσει την επικοινωνία του παιδιού με τον πατέρα του και τις ανησυχίες της Λειτουργού ότι δεν θα πράξει το ίδιο ο πατέρας σε περίπτωση που το παιδί παραμείνει στην Κύπρο. Αφού δεν έστειλε το παιδί στη μητέρα του στο παρελθόν ενώ είχε συμφωνηθεί να πάει στη Γερμανία κατά το 2015,

 

- την αυταρχικότητα του πατέρα, αλλά και ότι υπήρξαν περιπτώσεις ξεσπασμάτων και βίαιης συμπεριφοράς, την ύπαρξη κάποιων αρνητικών στοιχείων στο χαρακτήρα του, όπως έλλειψη υπομονής αλλά και τάσεις εκνευρισμού σε δύσκολες καταστάσεις, από την άλλη την ηρεμία της μητέρας, την ευαισθησία της, αλλά και τον δυναμισμό της, που αναδύθηκαν μέσα από την όλη ακρόαση της υπόθεσης, επιδιώκοντας την ανάληψη της φροντίδας του παιδιού της, που τώρα στην ουσία, την έχουν αναλάβει άλλοι, «παραμερίζοντας» ουσιαστικά τη μητέρα,

 

- τη γνησιότητα των επιδιώξεων της και την καλή προπαρασκευή του περιβάλλοντος για να υποδεχθεί τον xxx,

 

- την προτίμηση του παιδιού, όπως την έχω ανιχνεύσει από τη συνέντευξη που είχα μαζί του, αλλά και από τις θέσεις τόσο της κ. Δ. για τη στάση του παιδιού απέναντι στον πατέρα και τη μητέρα του και της Λειτουργού, ότι η μητέρα κρίνεται καταλληλότερη να αναλάβει τη φύλαξη του παιδιού, τις οποίες και αποδέχθηκα,

 

- την αξιολόγηση της συμπεριφοράς του παιδιού από τη δασκάλα του όταν το παιδί βλέπει και μιλά για τη μητέρα του. Η οποία παρατηρεί μια ιδιαίτερη συμπεριφορά του παιδιού όταν είναι στην Κύπρο η μητέρα του, όταν τον παραλαμβάνει από το σχολείο. Ότι έβλεπε μια διαφορά στην ψυχολογία του παιδιού, όταν τον παραλαμβάνει η μητέρα του «είναι πάρα πολύ χαρούμενος, εξαιρετικά χαρούμενος.» Ότι το διάστημα που είναι η μητέρα του στην Κύπρο, βλέπει ότι είναι παρά πολύ χαρούμενος ή της λέει ότι σήμερα θα έρθει η μητέρα του και είναι πάρα πολύ χαρούμενος και εκδηλώνει τη χαρά του,

 

- τον λόγο που η κ. Π. εισηγείται να μείνει η μητέρα του στην Κύπρο, που ουσιαστικά, είναι για να διασφαλιστεί η επικοινωνία του πατέρα με το παιδί αλλά και γιατί το παιδί θέλει να είναι με τους δύο γονείς, επικοινωνία που έχω τη βεβαιότητα ότι θα διασφαλιστεί από τη μητέρα, η οποία παρέχει τα εχέγγυα ότι θα σεβαστεί τα δικαιώματα του πατέρα, αλλά και του ίδιου του παιδιού να βλέπει τον πατέρα του,

 

- τη μικρή ηλικία του παιδιού, μόλις 8 ½ ετών, το γεγονός ότι έχει στερηθεί τη μητέρα του από πέντε χρονών, τη διατήρηση ουσιαστικά δύο μόνο φίλων με τους οποίους είναι περισσότερο κοντά, ως ανέφερε το παιδί, αλλά και η δασκάλα του παιδιού,

 

- αλλά και τα όσα η δασκάλα ανέφερε, ότι το παιδί γρήγορα προσαρμόστηκε, γεγονός που δεικνύει ότι ο xxx είναι ένα παιδί που εύκολα θα προσαρμοστεί, έχοντας την ευκαιρία να είναι με τη μητέρα του, η καλύτερη οικονομική κατάσταση του πατέρα σε αυτό το στάδιο και το γεγονός της παραμονής του παιδιού για κάποιο διάστημα στην Κύπρο, θεωρώ ότι δεν θα πρέπει να αποτελέσουν αποφασιστικούς παράγοντες για την ανάθεση της φροντίδας στον πατέρα.»

 

 

Με βάση τους πιο πάνω παράγοντες έκρινε ότι η πλάστιγγα γέρνει προς τη μεριά της μητέρας, την οποία θεώρησε καταλληλότερη να αναλάβει τη φύλαξη του παιδιού της.

 

Εξέδωσε, δε, τα ακόλουθα διατάγματα:

 

«1. Τελικό Διάταγμα, με το οποίο ανατίθεται η φύλαξη, φροντίδα και επιμέλεια του ανήλικου υιού των διαδίκων, xxx xxx, με εξαίρεση τον καθορισμό του τόπου διαμονής του, και στους δύο γονείς.

 

Οι υπόλοιπες πτυχές της γονικής μέριμνας θα ασκούνται από κοινού.

 

2.    Τελικό Διάταγμα, με το οποίο επιτρέπεται στη μητέρα όπως μεταφέρει από την 01/08/2018 τον ανήλικο υιό των διαδίκων, xxx xxx, στο xxx της Γερμανίας για μόνιμη εγκατάσταση.

 

3.    Τελικό Διάταγμα, με το οποίο καθορίζεται από την 01/08/2018 ως τόπος διαμονής του ανήλικου υιού των διαδίκων, xxx xxx, ο εκάστοτε τόπος διαμονής της μητέρας του, στο xxx της Γερμανίας.

 

Η αλλαγή τόπου διαμονής στην ίδια περιοχή δεν θα επηρεάζει την ισχύ του διατάγματος αυτού. Η μητέρα θα είναι υποχρεωμένη να γνωστοποιεί την αλλαγή της διεύθυνσης της ένα μήνα πριν την υλοποίησή της, με διπλοσυστημένη επιστολή προς τον πατέρα, για την τήρηση των όρων του διατάγματος, με βάση την νέα διεύθυνση.

 

4.    Τελικό  Διάταγμα, με το οποίο διατάσσεται η μητέρα, όπως από την ημέρα εγκατάστασης του ανήλικου υιού της στη Γερμανία, εγγράψει αυτόν σε δημοτικό σχολείο στο επίπεδο που αντιστοιχεί με το σημερινό επίπεδο φοίτησής του στο δημοτικό σχολείο xxx xxx.

 

5.    Τελικό Διάταγμα, με το οποίο ρυθμίζεται η επικοινωνία του πατέρα με τον ανήλικο υιό του, xxx xxx, ως ακολούθως:

 

(α) Για οκτώ συνεχόμενες ημέρες, κατά την περίοδο των διακοπών των Χριστουγέννων και Πρωτοχρονιάς, αρχομένων από την 24/12, κάθε χρόνο.

 

(β) Για οκτώ συνεχόμενες ημέρες, κατά την περίοδο των διακοπών του Καθολικού Πάσχα, ως ισχύει στη Γερμανία, αρχομένων από την επόμενη ημέρα που κλείνει το σχολείο του παιδιού, και οι οποίες θα τελειώνουν την προηγούμενη ημέρα που ανοίγει το σχολείο του παιδιού.

 

Η μητέρα θα έχει την υποχρέωση να ενημερώνει τον πατέρα για τις ημέρες των διακοπών του Καθολικού Πάσχα.

 

(γ)   Την περίοδο των καλοκαιρινών διακοπών, για 40 ημέρες μεταξύ της περιόδου 20/06 μέχρι 20/08, κάθε χρόνο.

 

Νοείται ότι, οι ημέρες επικοινωνίας του πατέρα με τον ανήλικο υιό του, για τις εορτές των Χριστουγέννων, του Πάσχα και των καλοκαιρινών διακοπών θα συμφωνούνται μεταξύ των διαδίκων μετά από πρωτοβουλία του πατέρα και σε συνεννόηση που θα γίνεται ένα μήνα προηγουμένως, για την επιθυμία του να ασκήσει το δικαίωμά του.

 

Νοείται ότι, το δικαίωμά του για τις καλοκαιρινές διακοπές θα ισχύσει από το 2019.

 

6.    Τελικό Διάταγμα, με το οποίο διατάσσεται η μητέρα όπως αποστέλλει τον ανήλικο υιό της, xxx xxx, στην Κύπρο, κατά τις πιο πάνω περιόδους, ώστε να γίνεται δυνατή η επικοινωνία του πατέρα με τον ανήλικο υιό του. Σε περίπτωση κατά την οποία οι αερογραμμές δεν επιτρέπουν όπως το παιδί ταξιδέψει μόνο του, θα συνοδεύεται από τη μητέρα, η οποία θα πληρώνει το δικό της εισιτήριο. Το παιδί θα επιτρέπεται να συνοδεύουν στην Κύπρο άτομα της έγκρισης του πατέρα.

 

Τα έξοδα μετάβασης και επιστροφής του παιδιού από τη Γερμανία προς την Κύπρο και από Κύπρο προς Γερμανία, θα καταβάλλονται εξ ημισείας από τους διάδικους και η διαδικασία πληρωμής θα γίνεται ως ακολούθως: Η μητέρα θα πληρώνει το εισιτήριο του παιδιού και με την παρουσία αποδείξεων στον πατέρα, αυτός θα της καταβάλλει το ανάλογο ποσό μέσα σε μια εβδομάδα. Θα μπορεί ακόμα ο πατέρας να προκαταβάλει το ποσό του εισιτηρίου, αλλά και να το αγοράσει από την Κύπρο.

 

7.    Τελικό Διάταγμα, με το οποίο διατάσσεται η μητέρα όπως επιτρέπει την επικοινωνία του πατέρα με τον ανήλικο υιό του, xxx xxx, όταν ο πατέρας θα ευρίσκεται στη Γερμανία, αφού προηγουμένως θα ειδοποιεί τη μητέρα μια εβδομάδα προηγουμένως για την πρόθεσή του να μεταβεί στη Γερμανία και την επιθυμία του να ασκήσει το δικαίωμα επικοινωνίας του και αφού συνεννοηθούν για τις ημέρες επικοινωνίας.

 

8.    Τελικό Διάταγμα, με το οποίο διατάσσονται οι διάδικοι όπως επιτρέπουν την τηλεφωνική επικοινωνία του ανήλικου τέκνου τους, με τον άλλο γονέα, στην περίπτωση που το παιδί ευρίσκεται με τον ένα ή με τον άλλο γονέα, στην Κύπρο ή στη Γερμανία.

 

Νοείται ότι, μέχρι τις 31/07/2018, ως τόπος διαμονής του ανήλικου υιού των διαδίκων θα είναι ο τόπος διαμονής του πατέρα του στο xxx της xxx xxx. Και ότι ο xxx θα ολοκληρώσει στην xxx xxx τη σχολική χρονιά. Επίσης ότι η επικοινωνία της μητέρας με το παιδί, θα λαμβάνει χώρα κατά τον ίδιο τρόπο και συνεννόηση που ισχύει μεταξύ τους, όταν η μητέρα βρίσκεται στην Κύπρο.

 

Με την έκδοση των πιο πάνω διαταγμάτων τερματίζεται και η τοποθέτηση του ονόματος του ανηλίκου στον κατάλογο των προσώπων των οποίων απαγορεύεται η έξοδος από την Κύπρο δυνάμει του προσωρινού διατάγματος ημερομηνίας 13/3/2015 το οποίο κατέστη εκ συμφώνου απόλυτο στις 23/6/2015.

 

Η μητέρα διατάσσεται όπως αποστέλλει τον ανήλικο υιό της στην Κύπρο κατά τις πιο πάνω περιόδους, ως αναφέρεται στις παραγράφους 5(1), (β) και (γ), για σκοπούς επικοινωνίας του πατέρα με τον ανήλικο υιό του. Επίσης, διατάσσεται όπως παραλαμβάνει τον ανήλικο από το αεροδρόμιο όταν το παιδί επιστρέφει στη Γερμανία. Περαιτέρω, η μητέρα διατάσσεται όπως παραδίδει τον ανήλικο στον πατέρα, όταν η επικοινωνία θα γίνεται στη Γερμανία, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 7, πιο πάνω, και παραλαμβάνει αυτόν από τον πατέρα, κατά τη λήξη του δικαιώματος επικοινωνίας του.

 

Ο πατέρας διατάσσεται όπως παραλαμβάνει τον ανήλικο υιό του από το αεροδρόμιο κατά την ημερομηνία άφιξης του παιδιού στην Κύπρο, και μεριμνά για την επιστροφή του στη Γερμανία, κατά τη λήξη του δικαιώματος επικοινωνίας του. Περαιτέρω, ο πατέρας διατάσσεται όπως επιστρέφει τον ανήλικο υιό του στη μητέρα του, όταν η επικοινωνία θα γίνεται στη Γερμανία, κατά τη λήξη του δικαιώματος επικοινωνίας του.

 

Διατάσσεται, περαιτέρω, ο πατέρας, όπως παραδώσει τον ανήλικο στη μητέρα του στις 31/07/2018, στον τόπο διαμονής του στο xxx της xxx xxx, ώστε να το μεταφέρει στη Γερμανία, για μόνιμη εγκατάσταση, ως οι πρόνοιες του εν λόγω διατάγματος. Περαιτέρω, διατάσσεται όπως παραδίδει τον ανήλικο υιό του στη μητέρα του, στον πιο πάνω τόπο διαμονής του, εφόσον η μητέρα παραμείνει στην Κύπρο, σύμφωνα με το πρόγραμμα που θα συμφωνηθεί μεταξύ τους μέχρι την αναχώρηση του παιδιού με τη μητέρα του για τη Γερμανία. Και η μητέρα διατάσσεται όπως το επιστρέφει στον πατέρα στον εκάστοτε τόπο διαμονής του, κατά τη λήξη του δικαιώματος επικοινωνίας της.

 

Τα πιο πάνω διατάγματα έχουν άμεση ισχύ.»

 

 

Ο πατέρας του παιδιού αμφισβητεί την ορθότητα της πρωτόδικης κρίσης με 37 λόγους έφεσης από τους οποίους δεν προωθήθηκαν 4 ήτοι οι λόγοι έφεσης 28, 29, 30 και 36. Προσβάλλεται ουσιαστικά κάθε πτυχή της απόφασης καθώς και η αξιολόγηση μαρτύρων, κυρίως η αποδοχή της μαρτυρίας της Δρ Δ. και της λειτουργού ευημερίας κας Π.υ.

 

Προτού προχωρήσουμε στην εξέταση των επιμέρους ζητημάτων θεωρούμε ορθό να παραθέσουμε το άρθρο 6 του περί Σχέσεων Γονέων και Τέκνων Νόμου του 1990 (Ν.216/90) το οποίο διέπει το επίδικο ζήτημα:

«6.-(1) Κάθε απόφαση των γονέων σχετικά με την άσκηση της γονικής μέριμνας πρέπει να αποβλέπει στο συμφέρον του τέκνου.

(2)(α) Στο συμφέρον του τέκνου πρέπει να αποβλέπει και η απόφαση του Δικαστηρίου όταν, κατά τις διατάξεις του νόμου, το Δικαστήριο αποφασίζει σχετικά με την ανάθεση της γονικής μέριμνας ή με τον τρόπο της άσκησης της.

(β) Η απόφαση του Δικαστηρίου πρέπει επίσης να σέβεται την ισότητα μεταξύ των γονέων και να μην κάνει διακρίσεις με βάση το φύλο, τη γλώσσα, τη θρησκεία, τις πεποιθήσεις, την ιθαγένεια, την εθνική ή κοινωνική προέλευση ή την περιουσία.

(3) Ανάλογα με την ωριμότητα του τέκνου και στο βαθμό που μπορεί να αντιληφθεί, πρέπει να ζητείται και να συνεκτιμάται η γνώμη του πριν από κάθε απόφαση σχετικά με τη γονική μέριμνα, εφόσο η απόφαση αφορά τα συμφέροντα του.»

 

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο παρέθεσε ορθά, όπως άλλωστε αποδέχεται και η πλευρά του εφεσείοντα, τις αρχές κάτω από τις οποίες αποφασίζονται τέτοιου είδους υποθέσεις, τις οποίες συνοψίζουμε:

 

Το συμφέρον του παιδιού αποτελεί τον καθοριστικό παράγοντα για την απόφαση του Δικαστηρίου σε τέτοιου είδους υποθέσεις.  Το συμφέρον του παιδιού δεν μπορεί να συγκεκριμενοποιηθεί ή να προσδιοριστεί επακριβώς. Νοείται το σωματικό, ψυχικό, πνευματικό, υλικό, ηθικό και κάθε είδους συμφέρον που αποβλέπει στην ορθή ψυχοσωματική και ψυχοδιανοητική ανάπτυξη και ανάπλαση του παιδιού. Τα ιδιαίτερα περιστατικά της κάθε περίπτωσης καθορίζουν σε ποιο στοιχείο θα δοθεί βαρύνουσα σημασία. Ο ψυχικός σύνδεσμος του παιδιού με έναν από τους δύο γονείς είναι αποφασιστικής σημασίας και σε περιπτώσεις όπου το παιδί είναι ώριμο και μπορεί να ακουστεί στο Δικαστήριο, αν προκύψει ότι είναι ψυχολογικά συνδεδεμένο με ένα από τους δύο γονείς, αυτό θα πρέπει να γίνει σεβαστό από το Δικαστήριο.

 

Η γνώμη του παιδιού έχει βαρύνουσα σημασία, και συνεπώς η βούλησή του, αναλόγως της ωριμότητάς του, πρέπει να αναζητείται και να συνεκτιμάται (βλ. Στυλιανού ν. Στυλιανού (1993) 1 ΑΑΔ 130, Πασιαρδή ν. Θεοδοσίου (2004) 1 ΑΑΔ 338). Αυτό αποτελεί ένδειξη σεβασμού της προσωπικότητας του παιδιού από το νομοθέτη. Η αναζήτηση της γνώμης του παιδιού είναι υποχρεωτική, εφόσον το παιδί είναι ώριμο, λόγω βιολογικών ή κοινωνικών παραγόντων, να εκφράσει τη γνώμη του για συγκεκριμένο θέμα.

 

Η γνώμη του παιδιού λαμβάνεται υπόψη νοουμένου ότι είναι γνήσια και όχι υποβολιμαία ή στηρίζεται στη μονομερή επίδραση του ενός εκ των γονέων. Ιδιαίτερα στις περιπτώσεις όπου το παιδί ζεί με τον ένα γονέα  ή όπου καλλιεργείται από τον ένα γονέα η αποξένωση ως προς τον άλλο γονέα.

 

Τα δικαιώματα του παιδιού έχουν θεσμοθετηθεί με τη Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, καθώς και την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την άσκηση των δικαιωμάτων του παιδιού, η οποία κυρώθηκε με τον περί Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την άσκηση των Δικαιωμάτων του Παιδιού (Κυρωτικό Νόμο) του 2005, Ν.23(ΙΙΙ)/2005.

 

Όπως έχει επανειλημμένα τονιστεί από τη νομολογία, στις υποθέσεις γονικής μέριμνας δεν υπάρχει το στοιχείο της αντιπαράθεσης μεταξύ των διαδίκων. Πρόκειται για διαδικασία εξεταστικού χαρακτήρα με στόχο την ευημερία και το συμφέρον του ανηλίκου (βλ. Στυλιανού ν. Στυλιανού (ανωτέρω) και Ιακωβίδης ν. Ιακωβίδου (2000) 1 ΑΑΔ 1108).

 

Στην υπόθεση Κουφού ν. Κουφού (1996) 1 ΑΑΔ 1588 λέχθηκαν τα ακόλουθα ως προς τον τρόπο αντιμετώπισης τέτοιων υποθέσεων:

 

«Η διαμόρφωση κρίσης πάνω σε θέματα γονικής μέριμνας είναι έργο λεπτό και σύνθετο. Δεν είναι εγχείρημα που στοχεύει στην απόδοση ευθυνών ή στην επιβολή κύρωσης για μεμπτή συμπεριφορά. Γνώμονας είναι το συμφέρον του ανηλίκου και κατά την εκτίμηση του προσλαμβάνει σημασία το σύνολο των κριτηρίων».

 

 

Σύμφωνα με το άρθρο 6(2)(β) του Νόμου, πιο πάνω, προστατεύεται η ισότητα μεταξύ των δύο γονέων ώστε να μην γίνονται διακρίσεις με βάση το φύλο, τη γλώσσα τη θρησκεία κλπ.

 

Παραθέτουμε, επίσης, το ακόλουθο απόσπασμα από το σύγγραμμα ΕΡΝΟΜΑΚ, του Βασίλη Βαθρακοκοίλη, σελ. 903, στο οποίο παρέπεμψε και το πρωτόδικο Δικαστήριο, όπου παρατίθενται τα κριτήρια στα οποία πρέπει να δίδεται βαρύτητα για την ανάθεση γονικής μέριμνας:

 

«...... στα στοιχεία που διαμορφώνουν το απαραίτητο το πρόσφορο περιβάλλον για μια σωστή ψυχοσωματική και ψυχοδιανοητική ανάπτυξη, ανάπλαση του τέκνου, γιατί κατά τις νεότερες κοινωνικές αντιλήψεις οι περισσότερες υλικές ανέσεις δεν διαπλάθουν ψυχή, σώμα και νόηση αλλά προεχόντως καταστροφικές επιδράσεις ασκούν στο ανήλικο τέκνον το οποίο έχει ανάγκη για την ανάπτυξη του γενικά μια σωστή διαπαιδαγώγηση σε ένα σωστό περιβάλλον και φροντίδα λογική και όχι της φθοροποιού χλιδής. Πρέπει το δικαστήριο για το σκοπό αυτό να λαμβάνει υπόψη του τις ψυχολογικές προεχόντως οικονομικές και ιστορικές πτυχές της υπόθεσης με γνώμονα τα δεδομένα της σύγχρονης παιδαγωγικής ψυχολογίας και κοινωνιολογίας. Ακόμη πρέπει να ερευνά τις ικανότητες των γονέων, το περιβάλλον το ιστορικό την επαγγελματική απασχόληση, την πνευματική τους ανάπτυξη, τη δράση τους στο κοινωνικό σύνολο, την τυχόν εκτροπή από την ορθή κοινωνική συμπεριφορά και γενικά την ικανότητα προσαρμογής τους στις απαιτήσεις της σύγχρονης κοινωνίας μέσα στα πλαίσια της λογικής και ορθολογικής αντιμετώπισης των θεμάτων των νέων τη σταθερότητα των συνθηκών ανάπτυξης του τέκνου, γιατί η εναλλαγή στις συνθήκες διαβίωσης ενός ενήλικου δεν είναι προς το συμφέρον του τέκνου τον ψυχικό δεσμό με το κάθε γονέα εφόσον όμως αναπτύχθηκε φυσιολογικά, αβίαστα δηλαδή είναι προϊόν της ελεύθερης και ανεπηρέαστης επιλογής του τέκνου που έχει την ικανότητα διάκρισης, τη συμφωνία των γονέων εφόσον όμως δεν επακολούθησε μεταβολή περιστάσεων, το φύλο την ηλικία τις ειδικές ανάγκες του τέκνου την ύπαρξη αδελφών και κυρίως ανηλίκων ώστε να μην διασπάται η αδελφική συμβίωση του και η μεταξύ αυτών αλληλεγγύη και συνοχή που αποτελεί παράγοντα ασφάλειας και δύναμης για τα ανήλικα.»

 

 

Ένα από τα κριτήρια που θα πρέπει να αξιολογήσει το Δικαστήριο είναι η υφιστάμενη κατάσταση του παιδιού. Γενικά, τα Δικαστήρια είναι απρόθυμα να διαταράξουν την υφιστάμενη κατάσταση πραγμάτων, αν αυτή είναι ικανοποιητική. Η διαμονή του παιδιού με συγκεκριμένο γονέα για σειρά ετών, προσδίδει προτεραιότητα στον γονέα αυτό, εκτός εαν κρίνεται από το Δικαστήριο ακατάλληλος (Re A (A Minor) [1991] F.L.R. 399). Η αρχή αυτή εφαρμόστηκε στην υπόθεση Stylianou v. Stylianou (1988) 1 CLR 520.

 

Στην παρούσα περίπτωση όπου ζητείται από τον ένα γονέα να μετοικήσει με το παιδί σε άλλη χώρα, καθοδηγητικές είναι οι αποφάσεις στις υποθέσεις Ιακωβίδου ν. Ιακωβίδου (1996) 1 ΑΑΔ 1057, Ιακωβίδης ν. Ιακωβίδου (2000) 1 ΑΑΔ 1108 και Σοφοκλέους ν. Σοφοκλέους (2006) 1 ΑΑΔ 1153. Σχετική επίσης ως προς τους παράγοντες που πρέπει να σταθμιστούν σε τέτοιου είδους περιπτώσεις είναι η αγγλική υπόθεση Payne v. Payne [2001] F.C.R. 425. Η ευημερία του παιδιού ευρίσκεται στο επίκεντρο της όποιας απόφασης για τη μετακίνησή του.

 

 Στη βάση των πιο πάνω αρχών θα εξετάσουμε την παρούσα έφεση. 

 

Θα ξεκινήσουμε με τον τρίτο λόγο έφεσης με τον οποίο ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι το Δικαστήριο εσφαλμένα αποδέχτηκε τη μαρτυρία της Δρ Δ.

 

Η μαρτυρία της εν λόγω μάρτυρος έπαιξε σημαντικό ρόλο στα τελικά συμπεράσματα του Δικαστηρίου. Η Δρ Δ είχε σειρά συναντήσεων τόσο με το παιδί, όσο και με τους γονείς, ξεχωριστά, αλλά και μαζί. Υπενθυμίζουμε ότι η μάρτυρας αυτή κλήθηκε από το Δικαστήριο με στόχο να αντεξεταστεί επί της έκθεσης που ετοίμασε και στην οποία στηρίχθηκε, μεταξύ άλλων, η Κοινωνική Λειτουργός κα Π., η οποία κλήθηκε από το Δικαστήριο να διεξάγει κοινωνική έρευνα για τη συγκεκριμένη υπόθεση. Παραθέτουμε τα όσα αναφέρει η Δρ. Δ. στην έκθεσή της αναφορικά με τον πατέρα και το παιδί, καθώς και την κατάληξή της, όπως μνημονεύονται από το πρωτόδικο Δικαστήριο:

 

«Αναφέρει στην έκθεσή της η κ. Δ. για τον πατέρα:

 

«Από την πρώτη συνάντηση (το παιδί συνόδευε ο πατέρας) διαφάνηκε το υπερχειλίζον άγχος του πατέρα, που πνίγει το παιδί, π.χ., δεν θέλει να έρθει σε άλλη συνάντηση όταν ακούει τον πατέρα θυμωμένο - αγχωμένο και έντονα ερειστικό να αμφισβητεί την εξετάζουσα: «Δεν σας γνωρίζω, πώς θα εμπιστευθώ το παιδί μου, χωρίς να είμαι μέσα ...» Του δόθηκαν εξηγήσεις και οριοθετήθηκε. Σε αντίθεση με την πρώτη συνάντηση που είχα . η μητέρα συνόδευε το παιδί, το παιδί με συμφωνία, ήρεμα αποχωρίστηκε άνετα τη μητέρα.»

 

Η μητέρα ήταν ευγενική, διακριτική, μιλά για τα προβλήματα που της δημιουργεί ο πατέρας του xxx χωρίς θυμό και συχνά κλαίει»

 

 

 

Για τον πατέρα, περαιτέρω, αναφέρει στην έκθεσή της:

 

«Ο πατέρας έντονα αγχωμένος με τη σκέψη να μεταπηδά από το ένα θέμα στο άλλο χωρίς συγκρότηση θα πει «συζούσαμε, δεν ήμασταν έτοιμοι. Μας είδε η ψυχολόγος Κ. και είπε ότι έχει κατάθλιψη. Είναι ψεύτισα. Ήθελε τους δικούς της, της επέτρεψα να πάει Γερμανία και έβαλε το παιδί στο stop list για έξι μήνες. Όμως δεν επέστρεψε κι΄ εγώ έφερα το παιδί στην Κύπρο. Με βοηθούν οι γονείς μου στο μεγάλωμά του. Ας μην ερχόταν στην Κύπρο. Ας μην έκανε παιδί. Το παιδί θα μείνει στην Κύπρο γιατί το θέλω εγώ, αυτό είναι το καλύτερο.» «Εδώ χρειάζεται να αναφερθεί ότι, όπως ανέφερε ο πατέρας, εδώ και δύο χρόνια δεν κάνει χρήση χασίς και επίσης θεωρεί ότι η μνήμη του δεν επανήλθε πλήρως, από του κτυπήματος.»

 

 

Για το παιδί καταγράφει στην έκθεσή της η κ. Δ.:

 

«Ο xxx, 6.5 χρονών σήμερα, παιδί προσεκτικό, δημιουργικό, εφευρετικό στο παιγνίδι του, φτιάχνει καταπληκτική κατασκευή για την ηλικία του. Στην εν γένει συμπεριφορά του και στον τρόπο που εργάζεται διαφαίνονται τα θεμέλια της υγιούς αγωγής που έθεσε η μητέρα. Με καταθλιπτικό συναίσθημα αποφεύγει να συζητήσει ότι έχει σχέση με τους γονείς, «ξέχασα» θα πει. Όμως λέει ότι αγαπά τη μάμα και έχουν μυστικά «Όμως λέει ότι αγαπά τη μάμα και έχουν μυστικά, γιατί βρίσκεται στη Γερμανία. Ενοχοποιεί τον εαυτό του για τα προβλήματα των ενηλίκων. Εδώ δεν έχει φίλους «μόνο μεγάλους και στο σχολείο τα παιδιά με λένε ο κύριος παράξενος». Όταν είναι με τη μητέρα γελά ελεύθερα, βαθιά. Χαρακτηριστικό στη συνάντηση στις 21/12/2015 όταν ερωτάται πώς θα μπορούσα να το βοηθήσω, ίσως αν μιλούσα στη γιαγιά, βάζει τα γέλια. «Απλώς γελάω».

 

Χρειάζεται να αντιληφθεί ο πατέρας, ότι η χρησιμοποίηση του παιδιού με παρεμβάσεις του τύπου «ο xxx θα μείνει στη Κύπρο, δεν είναι έτσι xxx μου;» ή «η μάμα θα σε πάει στη Γερμανία και δεν θα με ξαναδείς» μόνο κακό μπορούν να προξενήσουν στη ψυχοσυναισθηματική του κατάσταση, δυστυχώς με μελλοντικές αρνητικές συνέπειες. Του είναι αδύνατον να κατανοήσει το ρόλο της μητέρας στη ζωή του παιδιού γιατί νιώθει έντονη την ακύρωση «θυμό, εκδικητικότητα» αφού η μητέρα δεν τον θέλει για σύζυγο. Με τη παρανοϊκή- οριακή συμπεριφορά και τη διάσπαση Σκέψης του καθιστά τον εαυτό του ακατάλληλο έως ανίκανο στο γονεϊκό του ρόλο. Σε αντίθεση με τη μητέρα, που ως οργανωμένη προσωπικότητα, επιδιώκει με κάθε τρόπο το παιδί να έχει υγιή σχέση με το πατέρα του, κάνοντας υπομονή, αγαπώντας με σωστό τρόπο το παιδί της και προσπαθώντας να βρει λύσεις ώστε η συμπεριφορά του πατέρα να έχει το λιγότερο σοβαρό αντίκτυπο στο παιδί.»

 

 

 

Η μάρτυρας υπέστη εκτεταμένη αντεξέταση από τον ευπαίδευτο συνήγορο του εφεσείοντα, όπως φαίνεται από τα πρακτικά. Προσκόμισε επίσης η πλευρά του εφεσείοντα μαρτυρία τεσσάρων ειδικών, ενός κοινωνικού λειτουργού, δύο ψυχιάτρων και ενός κλινικού ψυχολόγου με στόχο, μεταξύ άλλων, να αντικρούσει τα όσα ανέφερε η μάρτυς για την προσωπικότητά του και για την αναφορά της για χρήση κάνναβης.

 

Αξιολογώντας τη μαρτυρία της Δρος Δ. το Δικαστήριο ανέφερε ως ακολούθως:

 

 

«Και από τα όσα η παιδοψυχίατρος, κ. Δ., και η δασκάλα του παιδιού, κ. Κ., παρατήρησαν, η μεν πρώτη από την παρουσία του παιδιού τόσο με τον πατέρα όσο και με τη μητέρα, η δε κ. Κ. από την παρακολούθηση των αντιδράσεων του παιδιού και της συμπεριφοράς του από τον ερχομό του από τη Γερμανία μέχρι σήμερα, αναδύεται το μεγαλύτερο συναισθηματικό δέσιμο του xxx με τη μητέρα του. Η κ. Δ. περιγράφει άτι το παιδί νιώθει πιο άνετα με τη μητέρα του, «γελά ελεύθερα βαθιά», σε αντίθεση με την εντύπωση που της άφησε όταν είδε το παιδί με τον πατέρα του. Όπως αναφέρει η κ. Δ., από την πρώτη συνάντηση διαφάνηκε το υπερχείλιζαν άγχος του πατέρα, που πνίγει το παιδί. Π.χ., «δεν θέλει να έρθει σε άλλη συνάντηση όταν ακούει τον πατέρα του θυμωμένο-αγχωμένο και έντονα ερειστικό να αμφισβητεί την εξετάζουσα».

 

Αποδέχομαι τη μαρτυρία της κ. Δ. ως προς το συναισθηματικό δέσιμο του παιδιού, τη συμπεριφορά του όταν βρίσκεται με τον κάθε γονέα, την προτίμηση του, αλλά και τη συμπεριφορά του κάθε γονέα, όταν κλήθηκε ο καθένας να συνοδεύσει το παιδί, κοντά της για αξιολόγηση.

 

Τα προσόντα, εμπειρία και κατάρτιση της κ. Δ. στον τομέα της παιδοψυχιατρικής, την καθιστούν ικανή να αντιληφθεί και να εκτιμήσει καλύτερα από οποιοδήποτε άλλο ειδικό, τόσο τη συναισθηματική κατάσταση του παιδιού, όσο και τη συμπεριφορά των γονέων απέναντι στο παιδί. Δέχομαι τη μαρτυρία της κ. Δ., την οποία ανέπτυξε με τρόπο τεκμηριωμένο, ως προς το έντονο άγχος του πατέρα. Το παιδί παραπέμφθηκε στο Τμήμα Παιδιών και Εφήβων του Νοσοκομείου Πάφου, με σκοπό την αξιολόγηση. Ασφαλώς, το έργο της κ. Δ., με βάση την εμπειρία και τα προσόντα της, ήταν να εκτιμήσει την κατάσταση του παιδιού, βλέποντας το παιδί και με τους δύο γονείς. Μπορούσε δε ως ειδικός να είναι σε θέση να ανιχνεύσει την επιθυμία του παιδιού. Και η κ. Δ. είχε τις γνώσεις για να αξιολογήσει τη συμπεριφορά του κάθε γονέα κατά τις συνεντεύξεις που ακολούθησαν. Η εξέταση του παιδιού δεν μπορούσε να απομονωθεί, χωρίς να συνδεθεί με την αξιολόγηση της σχέσης του με τους δύο γονείς. Άλλωστε, όπως αναφέρει η Λειτουργός του Τμήματος Κοινωνικής Ευημερίας, τόσο το παιδί, όσο και οι γονείς, είχαν συνεργασία με την παιδοψυχίατρο. Η εκπαίδευση και εμπειρία της κ. Δημοσθένους στην παιδοψυχιατρική της παρείχε τη θεμελιώδη γνώση και ικανότητα να ασχοληθεί με τη διάγνωση και να προσδιορίσει τη συναισθηματική συμπεριφορά, τόσο του παιδιού προς τους γονείς, αλλά και των γονέων προς το παιδί. Δέχομαι, συνεπώς, τις εκτιμήσεις της κ. Δ..

 

Τα ευρήματα της για την καλύτερη ψυχολογική κατάσταση του παιδιού όταν το είδε με τη μητέρα του, τα έχει στηρίξει με επάρκεια και έχουν τεκμηριωθεί.

 

Οι φράσεις του πατέρα: «Ας μην ερχόταν στην Κύπρο. Ας μην έκανε παιδί.  Το παιδί θα μείνει στην Κύπρο γιατί το θέλω εγώ, αυτό είναι το καλύτερο». Καθώς και η εκτίμηση της κ. Δ. ότι ο πατέρας χρησιμοποιεί το παιδί με παρεμβάσεις όπως: «Ο xxx θα μείνει στην Κύπρο δεν είναι xxx μου» ή «η μάμα θα σε πάει Γερμανία και δεν θα με ξαναδείς», δεικνύουν, χωρίς να χρειάζεται να έχει κάποιος γνώσεις ψυχολογίας, ένα πατέρα τουλάχιστον αυταρχικό, ο οποίος θέτει ένα μεγάλο δίλημμα στο παιδί και φόβο να εκδηλώσει την προτίμηση νου. Αλλά και ένα πατέρα που χρησιμοποιεί τον εκφοβισμό, δημιουργώντας ανησυχία στο παιδί.  Ότι σε περίπτωση που αποφασίσει ν' ακολουθήσει τη μητέρα του στη Γερμανία, δεν θα ξαναδεί τον πατέρα του.

Δεν έπεισε, ωστόσο, η κ. Δ., ότι ο πατέρας έχει οριακή παρανοϊκή προσωπικότητα και διάσπαση σκέψης. Μια και αυτό το συμπέρασμα, όπως διαφάνηκε κατά την αντεξέτασή της, δεν βασίστηκε σε οποιαδήποτε διαγνωστικά τεστ και εξειδικευμένες εξετάσεις. Αλλά διατυπώθηκε, από την εκτίμηση της συμπεριφοράς του και του μεγάλου του άγχους, όταν κλήθηκε να παρουσιάσει ενώπιον της το παιδί.

Δέχομαι, όμως, ότι η κ. Δ. είναι σε θέση λόγω των προσόντων της να εκτιμήσει καλύτερα και να εκφέρει άποψη ως προς τη βούληση του παιδιού. Προκύπτει δε από τα όσα η κ. Δ. διαπιστώνει, ότι το παιδί έχει μια ιδιαίτερη σχέση με τη μητέρα του. Την οποία και εκδηλώνει.»

 

 

Ο λόγος έφεσης αναπτύσσεται εκτενώς με αναφορά σε διάφορα σημεία της μαρτυρίας της Δρ Δ. Ένα μέρος αναλώθηκε στην κρίση της ότι ο εφεσείων έχει παρανοϊκή - οριακή συμπεριφορά και διάσπαση σκέψης, χωρίς επιστημονική τεκμηρίωση. Βέβαια, όπως προκύπτει από την αξιολόγηση που έγινε από το πρωτόδικο Δικαστήριο, αυτό το μέρος της μαρτυρίας της δεν έγινε αποδεκτό  και, συνεπώς, δεν χρήζει περαιτέρω εξέτασης. Το ερώτημα που παραμένει, είναι κατά πόσο αυτό επηρεάζει την επιστημονική της κρίση στα υπόλοιπα θέματα που κατέθεσε, όπως εισηγήθηκε ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα. Όπως τονίζεται στο περίγραμμα αγόρευσης του εφεσείοντα, το Δικαστήριο δεν εξήγησε γιατί, παρά το ότι κρίθηκε λανθασμένη, από επιστημονικής άποψης η κρίση της για τον πατέρα, το Δικαστήριο έκρινε ότι μπορούσε να στηριχθεί στην επιστημονική της κρίση αναφορικά με την υπόλοιπη της μαρτυρία, η οποία δεν μπορούσε να ελεγχθεί με άλλη ανεξάρτητη μαρτυρία,  όπως μπορούσε να ελεγχθεί η προσωπικότητα του πατέρα. 

 

Ένα άλλο ζήτημα που εγείρεται σε συνάρτηση με αυτό το λόγο έφεσης αφορά τη διαπίστωση της Δρ Δ από την κλινική  εξέταση του xxx, ότι αυτός στην Κύπρο δεν έχει φίλους, κάνει παρέα μόνο με μεγάλους και στο σχολείο τα παιδιά τον λένε «ο κύριος Παράξενος», διαπίστωση που έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τη μαρτυρία της κας Κ., δασκάλας του xxx η οποία έγινε αποδεκτή στο σύνολο της από το Δικαστήριο. Περαιτέρω, σε πληροφόρηση από το σχολείο στηρίχθηκε και η θέση της λειτουργού του Γραφείου Κοινωνικής Ευημερίας ότι το παιδί είναι κοινωνικό, συνεργάσιμο, άριστος μαθητής και χαρισματικός.

 

Τόσο από την έκθεση όσο και από την αντεξέταση της Δρ Δ. προκύπτει ότι είναι το ίδιο το παιδί που της ανέφερε ότι δεν έχει φίλους, κάνει παρέα μόνο μεγάλους και πως τα παιδιά τον αποκαλούν «κύριο Παράξενο». Αυτά είναι καταγραμμένα και στις σημειώσεις που λάμβανε κατά τις συναντήσεις που είχε με το παιδί και έχουν καταχωρηθεί ως Τεκμήριο 3. Σε ερώτηση που της υποβλήθηκε κατά την αντεξέταση κατά πόσο υπάρχει κάποιος τρόπος για να ελεγχθεί κατά πόσο αυτά είναι βάσιμα, εάν το παιδί στο σχολείο δεν έχει φίλους και κάνει παρέα μόνο με ενήλικες, η μάρτυς απάντησε «Ο μόνος που ορκίστηκε σε αυτόν τον χώρο είμαι εγώ και ορκίστηκα να πω την αλήθεια και μόνο την αλήθεια και μόνο με αλήθεια εξασκώ την ειδικότητα μου

                                                                         

Αυτή η διαπίστωση της Δρ Δ., όπως ορθά υποδεικνύεται από τον κ. Βραχίμη έρχεται σε αντίφαση με τη μαρτυρία της κας Κ., δασκάλας του xxx, η οποία έγινε αποδεκτή στο σύνολο της. Τα ακόλουθα αποσπάσματα από τα πρακτικά συνηγορούν προς αυτή την εισήγηση:

 

      «Ε. Και ο xxx πως τα πήγε στις εκλογές του Σεπτέμβρη;

Α.    Εκλέγηκε αντιπρόεδρος της τάξης, τα πήγε πολύ καλά. Τη δεύτερη φορά δεν έγινε μέλος του μαθητικού συμβουλίου αλλά υπάρχει εναλλαγή.

Ε.    Είναι αγαπητός στους συμμαθητές του;

Α.    Ναι, όλα τα παιδιά.

Ε.    Εντάξει, απλά να μιλήσουμε για τον xxx. Έχει φίλους;

Α.    Ναι.

Ε.    Είναι δημοφιλές παιδί;

Α.    Ναι.

Ε.    Εν χαρούμενο, ομιλητικό, πρόσχαρο;

Α.    Ναι, στο σχολείο είναι αρκετά χαρούμενος, είναι ένα κανονικό παιδί.»

 

 

 

 

Και στη συνέχεια στη σ. 318 γρ. 15:

 

 

 

«Ε.  Τέθηκε θέμα ότι τούτο το μωρό είναι μωρό το οποίο δεν έχει φίλους στο σχολείο και ότι το κοροϊδεύουν και του λεν χαρακτηρισμούς. Υπάρχει έτσι πράγμα;

Α.  Εγώ δεν παρατήρησα έτσι πράγμα στο σχολείο.

Ε.  Έχει κάποια παιδιά με τα οποία παίζει ιδιαίτερα;

Α.  Με του συμμαθητές του.

Ε.  Κάποιους συγκεκριμένους;

Α.  Γενικά παίζει με όλη την τάξη, είναι αρκετά αγαπημένοι.»

 

 

 

Και ακολούθως, στη σ.321, γρ. 12, κατά την αντεξέταση της από το δικηγόρο της μητέρας:

 

 

Ε.    Είπατε επίσης ότι ο ανήλικος είναι αγαπητός στην τάξη.  Σωστά;

Α.    Ναι.»

..............»

 

 

 

Επικαλείται επίσης ο εφεσείων παρερμηνεία εκ μέρους της μάρτυρος των αναφορών του πατέρα ενώ εξιδανίκευε τη μητέρα σε συνάρτηση με το θέμα της νόμιμου ή όχι της μετάβασης του παιδιού στη Γερμανία και της επιστροφής του χωρίς να γίνει η αναγκαία διερεύνηση.

 

Προβάλλεται, περαιτέρω, από τον κ. Βραχίμη πως η Δρ Δ. στην έκθεσή της ανέφερε ως γεγονός ότι ο πατέρας είχε αναφέρει στο παιδί  «η μάμμα θα σε πάει Γερμανία και δεν θα με ξαναδείς» ή «ο xxx θα μείνει στην Κύπρο, δεν είναι έτσι xxx μου;» ενώ κατά την αντεξέταση της ανέφερε ότι το πρώτο είναι η μητέρα που το ανέφερε, κάτι όμως που δεν είπε η ίδια στην κατάθεση της στο Δικαστήριο ούτε αντεξετάστηκε ο πατέρας επί τούτου. Αναφορικά με το δεύτερο, αυτό δεν υπάρχει καταγραμμένο στις μακροσκελείς σημειώσεις της Δρ Δ. (Τεκμ. 3).

 

Από την άλλη, η πλευρά της εφεσίβλητης υποστήριξε την αξιολόγηση της μαρτυρίας της Δρ. Δ., με αναφορά και σε αποσπάσματα της μαρτυρίας της. Τόνισε, περαιτέρω, την ευχέρεια του Δικαστηρίου να αποδεχθεί μέρος της μαρτυρίας ενός κατά τα άλλα αξιόπιστου μάρτυρα και να απορρίψει το υπόλοιπο μέρος το οποία έρχεται σε αντίθεση ή δε συνάδει με άλλη αξιόπιστη μαρτυρία (Χριστοφίδου ν. Παπαχρυσοστόμου (2009) 1 ΑΑΔ 1360). Έγινε επίσης αναφορά στη μαρτυρία ειδικών που δόθηκε από πλευράς εφεσείοντα, τονίζοντας ότι αυτοί οι μάρτυρες δεν έδωσαν μαρτυρία αναφορικά με την ψυχική υγεία του πατέρα χωρίς να έχουν την ευκαιρία να αξιολογήσουν τον πατέρα, τη συμπεριφορά και τις αντιδράσεις του στην παρουσία του παιδιού και χωρίς να δουν τη μητέρα. Τέλος εισηγείται ότι οποιεσδήποτε αντιφάσεις επικαλείται ο εφεσείων δεν είναι ουσιώδεις ώστε να επηρεάζουν την αξιοπιστία της μάρτυρος.

 

Οι πραγματογνώμονες αντιμετωπίζονται από το Δικαστήριο όπως όλοι οι άλλοι μάρτυρες και η μαρτυρία τους αξιολογείται με τον ίδιο τρόπο. Η συμπεριφορά τους στο εδώλιο του μάρτυρα δεν έχει τόση σπουδαιότητα, παρά το ότι αποτελεί έναν από τους παράγοντες που λαμβάνεται υπόψη. Η βάση επί της οποίας εδράζεται η γνώμη του εμπειρογνώμονα είναι σημαντικός παράγοντας. Το Δικαστήριο δεν είναι υποχρεωμένο να δέχεται τη μαρτυρία του εμπειρογνώμονα, έστω και αν αυτή δεν αντικρούεται από άλλη μαρτυρία (Νεοφύτου ν. Elma Holdings (2013) 1 AAΔ 1807), έχει όμως την υποχρέωση να αιτιολογήσει την απόφασή του. Είναι, επίσης, επιτρεπτό για το Δικαστήριο να αποδεχθεί κάποιες από τις απόψεις του εμπειρογνώμονα και να απορρίψει άλλες και να προβεί στη δική του ανάλυση στη βάση της υπόλοιπης αποδεκτής μαρτυρίας (Παπαχριστοφόρου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2000) 1 ΑΑΔ 488). Σχετική ανάλυση γίνεται στο σύγγραμμα «Το Δίκαιο της Απόδειξης», των Ηλιάδη και Σάντη, 2η Έκδοση, σελ. 582 - 584.

 

Στην προκείμενη περίπτωση το ίδιο το Δικαστήριο θεώρησε ότι η κρίση της μάρτυρος ότι ο πατέρας διαθέτει παρανοϊκή-οριακή συμπεριφορά και διάσπαση σκέψης δεν ήταν τεκμηριωμένη επιστημονικά και ως τέτοια δεν έγινε αποδεκτή. Συνεπώς η βάση επί της οποίας κρίθηκε ακατάλληλος ο πατέρας έχει ουσιαστικά ακυρωθεί από το Δικαστήριο. Δημιουργείται λοιπόν το ερώτημα κατά πόσο η αποδοχή της υπόλοιπης της μαρτυρίας θα μπορούσε να στηρίξει τα ευρήματα της, επί των οποίων βάσισε, μεταξύ άλλων, την απόφαση του το Δικαστήριο. Από την υπόλοιπη μαρτυρία παραμένει η κρίση της για τη μητέρα και οι παρατηρήσεις της για τον πατέρα. Αυτά που αναφέρει σε σχέση με το παιδί και οι αναφορές της σε γεγονότα, στηρίζονται στις αναφορές του παιδιού οι οποίες όμως έρχονται σε αντίφαση με τη μαρτυρία της δασκάλας του που έγινε αποδεκτή από το Δικαστήριο. Δημιουργείται λοιπόν κάποια παραδοξότητα στην υπόθεση. Η κρίση της μάρτυρος η οποία κλήθηκε ως πραγματογνώμονας ως προς την παρανοϊκή-οριακή συμπεριφορά του πατέρα δεν έγινε αποδεκτή, γίνεται όμως αποδεκτή η υπόλοιπη της μαρτυρία στη βάση των προσόντων, εμπειρίας και κατάρτισης της στον τομέα της παιδοψυχιατρικής. Προκύπτει, όμως, ότι η μαρτυρία της περί των πραγματικών γεγονότων, ως προς το παιδί και τη ζωή του στην Κύπρο και την κοινωνικότητα του στο σχολείο, αντιμάχεται άλλης μαρτυρίας που γίνεται αποδεκτή από το Δικαστήριο, χωρίς επιφυλάξεις. Το Εφετείο δεν μπορεί το ίδιο να προβεί σε αξιολόγηση μαρτυρίας. Δεν μπορεί για παράδειγμα σε αυτή την περίπτωση να δεχθεί ως ορθή, για τη συμπεριφορά του παιδιού, είτε τη μαρτυρία της Δρ Δ. είτε της δασκάλας του παιδιού. Αυτό που σίγουρα αποτελεί σφάλμα είναι η αποδοχή και των δύο αντικρουόμενων θέσεων ως προς αυτό το ζήτημα, χωρίς μάλιστα να έχει επισημανθεί και αναλυθεί από το πρωτόδικο Δικαστήριο, πράγμα το οποίο αν γινόταν θα προσέδιδε στο Δικαστήριο τη δυνατότητα να αποδεχθεί μία εκ των δύο εκδοχών και να καταλήξει σε συμπέρασμα, ως προς την εν γένει συμπεριφορά του παιδιού.

 

Η δυσκολία που παρουσιάζεται σε αυτήν την υπόθεση, είναι ότι το Δικαστήριο αποφασίζει όχι μόνο σε ποιο γονέα θα δοθεί η κηδεμονία του παιδιού, αλλά και κατά πόσο το παιδί θα ζήσει στην Κύπρο ή στη Γερμανία.  Επειδή ακριβώς οι δύο γονείς μένουν σε διαφορετικές χώρες, δεν μπορεί να υπάρξει συχνή επαφή και με τους δύο γονείς, όπως είναι επιθυμητό για την ανάπτυξη ενός παιδιού. Με δεδομένη δε την απόφαση του Δικαστηρίου να δώσει την κηδεμονία  και στους δύο γονείς, καθίσταται αντιληπτό ότι οι ισορροπίες είναι λεπτές και απαιτείται προσεκτική αξιολόγηση της μαρτυρίας, έτσι ώστε να αποφασιστεί σε ποιον από τους δύο γονείς θα δοθεί η φύλαξη του παιδιού. 

 

Το Οικογενειακό Δικαστήριο προέβη σε μία λεπτομερή ανάλυση της προσαχθείσας μαρτυρίας, πλην όμως διαπιστώνουμε εγγενείς δυσκολίες, όπως έχουν αναλυθεί πιο πάνω.

 

Επιπρόσθετα των πιο πάνω διαπιστώνουμε ότι δεν υπήρξε ορθή αποτίμηση των λεχθέντων στη συνέντευξη που είχε το Δικαστήριο με το παιδί που οδήγησε σε εύρημα ως προς την πραγματική επιθυμία του παιδιού με θετικό τρόπο, γεγονός που, κατά την κρίση μας, οδήγησε σε εσφαλμένη καθοδήγηση για το Δικαστήριο, ως εγείρεται με τους λόγους έφεσης 8, 9 και 34.

 

Αποτελεί θέση του εφεσείοντα ότι η συνέντευξη του Δικαστηρίου με το παιδί δεν έχει στόχο να καταλήξει σε ευρήματα γεγονότων (fact finding) ούτε ο δικαστής είναι ψυχολόγος και δεν μπορεί να καταλήξει σε ευρήματα που προϋποθέτουν ειδικές γνώσεις. Στην προκείμενη περίπτωση, αντινομικά το Δικαστήριο μετέτρεψε τη συνέντευξη σε διαδικασία άντλησης γεγονότων, χωρίς να δοθεί ευκαιρία στους διαδίκους να διευκρινίσουν με δική τους μαρτυρία ζητήματα που προέκυψαν από τη συνέντευξη. Περαιτέρω, εσφαλμένη θεωρεί ο εφεσείων την κατάληξη του Δικαστηρίου ότι η επιθυμία του παιδιού να παραμείνει στην Κύπρο ήταν υποβολιμαία. Πέραν του ότι τη θέση αυτή του ανήλικου είχε επιβεβαιώσει η Κοινωνική Λειτουργός, η μαρτυρία της οποίας έγινε αποδεκτή από το Δικαστήριο, το Δικαστήριο μετέτρεψε, ανεπίτρεπτα τον εαυτό του σε ειδικό. Παραπονείται επίσης ο εφεσείων ότι το Δικαστήριο παραγνώρισε αναφορές του παιδιού που ήταν σε βάρος της υπόθεσης της εφεσίβλητης.

 

Από την άλλη η εφεσίβλητη υπεραμύνθηκε της πρωτόδικης απόφασης θεωρώντας ότι ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο δικαιολόγησε ότι ο ανήλικος έχει προτίμηση να είναι με τη μητέρα του. Οι λόγοι αυτοί απαριθμούνται στο ότι είναι στη μητέρα του που εμπιστεύεται τα μυστικά του, ότι λατρεύει το φαγητό της, ότι την περιμένει να τον πάρει από το σχολείο και ότι δεν θέλει να λέει ψέματα ο πατέρας στη μητέρα του. Στη βάση των πιο πάνω καθίσταται σαφές ότι η εσωτερική επιθυμία του ανήλικου ήταν να είναι με τη μητέρα του. Περαιτέρω, το γεγονός ότι η επιθυμία που εξέφρασε να παραμείνει στην Κύπρο ήταν υποβολιμαία αναφέρθηκε και από τις μάρτυρες Π. και Δ.

 

Το Δικαστήριο είχε συνέντευξη με τον xxx στο γραφείο της δικαστού στη παρουσία της στενοτυπίστριας η οποία κατέγραφε τα πρακτικά. Η διαδικασία αυτή προνοείται από το άρθρο 6(3) του περί Σχέσεων Γονέων και Τέκνων Νόμου του 1990, Ν.216/90[1].

 

Η διαδικασία της συνέντευξης και ο ρόλος του Δικαστηρίου σε αυτή αναλύθηκε στην Αγγλική υπόθεση Re KP (A Child) [2014] EWCA 554 στην οποία παρέπεμψε ο κ. Βραχίμης. Η υπόθεση αφορούσε αίτηση επιστροφής ανηλίκου από την Αγγλία στη Μάλτα με βάση τη Σύμβαση της Χάγης. Ο ανήλικος παρουσιαζόταν αρνητικός σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Το Δικαστήριο θεώρησε σκόπιμο να έχει συνέντευξη με τον ανήλικο όπου μετά που του υπέβαλε αριθμό ερωτήσεων (87 στον αριθμό), το Δικαστήριο κατέληξε, από τη δική του συνέντευξη, ότι ο ανήλικος δεν είχε έντονες αντιρρήσεις στο να επιστρέψει στη Μάλτα και διέταξε την επιστροφή του. Στην έφεση που ασκήθηκε διετάχθη επανεκδίκαση. Όπως εξήγησε το Αγγλικό Εφετείο, ο ρόλος της διαδικασίας της συνέντευξης δεν είναι να καταλήξει το δικαστήριο σε γεγονότα (fact finding), ούτε και στοχεύει στο να εξάξει το δικαστήριο συμπεράσματα ως προς τις πραγματικές επιθυμίες του ανηλίκου. Οι επιθυμίες του ανηλίκου μεταφέρονται στο Δικαστήριο από ειδικούς του CAFCASS ή ψυχολόγους και σε κατάλληλες περιπτώσεις, μέσω κατάθεσης του ανηλίκου, εάν η ηλικία του το επιτρέπει.   Στα πλαίσια αυτής της υπόθεσης το Court of Appeal συνόψισε τις αρχές που διέπουν τη συνέντευξη του δικαστηρίου με το παιδί ως ακολούθως:

 

«i) During a meeting the judge's role should be largely that of a passive recipient of whatever communication the young person wishes to transmit. 


ii) The purpose of the meeting is not to obtain evidence and the judge should not, therefore, probe or seek to test whatever it is that the child wishes to say. The meeting is primarily for the benefit of the child. The task of gathering evidence is for the specialist CAFCASS
officers.


iii) Where a meeting occurs prior to the judge deciding upon the central issues of the case, it should be for the dual purposes of allowing the judge to hear what the young person may wish to volunteer and for the young person to hear the judge explain the nature of the court process. The length of such a meeting will generally be no more than 20 minutes.


iv) If the child volunteers evidence that would or might be relevant to the outcome of the proceedings, the judge should report back to the parties and determine whether, and if so how, that evidence should be adduced.
»  

 

 

Στην προκείμενη περίπτωση, το Δικαστήριο είχε μία εκτεταμένη συνέντευξη με το παιδί, υποβάλλοντας υπερδιπλάσιες ερωτήσεις από αυτές που υποβλήθηκαν στην πιο πάνω υπόθεση. Το παιδί ρητά ανέφερε ότι προτιμά να μείνει στην Κύπρο και να πηγαίνει στη Γερμανία για διακοπές. Όμως το Δικαστήριο κατέληξε ότι αυτή η επιλογή ήταν υποβολιμιαία. Παραθέτουμε τα σχετικά αποσπάσματα από την πρωτόδικη απόφαση:

 

 

«Αναμφισβήτητα, προκύπτει ότι επιθυμία του παιδιού, η οποία ασφαλώς, με τα δεδομένα της αντιπαράθεσης των γονέων του, δεν μπορεί να εκπληρωθεί, είναι να ήταν όλοι μαζί. Ήταν μεγάλη επιθυμία του xxx:

 

     «Να σταματήσω να πηγαίνω Δικαστήριο και να ζούμε όλοι μαζί».

Πέρα όμως από την επιθυμία αυτή του παιδιού, εκείνο που αποκόμισα είναι η ιδιαίτερη αδυναμία και η προτίμηση που έχει στη μητέρα του. Σε αυτήν εμπιστεύεται τα μυστικά του. Λατρεύει τα φαγητό της. Την περιμένει να τον πάρει από το σχολείο. Σε ερώτηση του Δικαστηρίου τι θα άλλαζε στον πατέρα του: «Να μην λέει τόσα ψέματα στη μάμα μου». Ήταν ακόμα εμφανές ότι ο xxx είναι συναισθηματικά δεμένος με τη μητέρα του, θαυμάζει όμως τον πατέρα του, για το επάγγελμα του, θέλει να γίνει όπως ο πατέρας του.

Με τον τρόπο που μιλούσε στο Δικαστήριο το παιδί είχα την αίσθηση ότι η μητέρα του βρίσκεται συνέχεια μαζί του στην Κύπρο, Ανιχνεύοντας την επιθυμία του παιδιού, δεν έχω την παραμικρή αμφιβολία ότι ο xxx είναι πιο κοντά στη μητέρα του. Και ότι η απουσία της, θα του ήταν ιδιαίτερα οδυνηρή. Το παιδί περιέγραφε στο Δικαστήριο, με μεγάλη χαρά, τι κάνει με τη μητέρα του η οποία τον παίρνει από το σχολείο, του έχει έτοιμο φαγητό, παίζουν μαζί και περνούν όμορφα μαζί. Και από την άλλη, περιγράφει την ημέρα που δεν τον παραλαμβάνει η μητέρα του, όταν το παιδί παραλαμβάνει ο παππούς, μαγειρεύει η γιαγιά, ή ο παππούς, χωρίς αμφιβολία περνά όμορφα μαζί τους, περιμένει όμως τον πατέρα του μέχρι τις 8:00 μ.μ. που θα σχολάσει για να φάνε και πάλι στη γιαγιά και να πάνε σπίτι να περάσουν λίγη ώρα μαζί και να κοιμηθεί. Περνά όμορφα μαζί του τα Σαββατοκύριακα.»

 

................................

«Η επανάληψη όμως του παιδιού, ότι στη Γερμανία θέλει να πηγαίνει μόνο για διακοπές, λόγους που ανέφερε και στη Λειτουργό Ευημερίας, κ. Π., χωρίς να δίδει λόγο γιατί προτιμά να μένει στην Κύπρο, πέραν του καλού καιρού και της θάλασσας και της μουσικής που παρακολουθεί και όχι γιατί θέλει να είναι με τον πατέρα του, τον παππού τη γιαγιά, τη θεία, δεν με έπεισαν ότι η. επιθυμία του να μείνει στην Κύπρο είναι γνήσια και όχι υποβολιμαία. Ακόμα, η ανησυχία του παιδιού ότι στη Γερμανία θα είναι μόνος, δεν μπορεί παρά να έχει καλλιεργηθεί από το περιβάλλον που τώρα ζει.»

......................................

 

«Από την παραπάνω συνέντευξη διαπίστωσα, ακόμα, ότι ο xxx ήταν ιδιαίτερα ευτυχισμένος περιγράφοντας με ενθουσιασμό το χώρο του στη Γερμανία, αλλά και την ευρύτερη οικογένεια.  Αυτό, όμως, που έβγαινε ακόμα από τις απαντήσεις του, είναι ότι ήταν πολύ προσεκτικός, ώστε να μην δυσαρεστήσει κανένα.

 

Καταλήγω, λοιπόν, ότι η θέση του xxx ότι θέλει να μείνει στην Κύπρο δεν είναι γνήσια και αληθινή, αλλά υποβολιμαία.»

 

 

 Κατέληξε δε ως ακολούθως:

 

«Κρίνοντας, λοιπόν, ότι η πραγματική επιθυμία του παιδιού είναι να είναι με τη μητέρα του, προχωρώ να εξετάσω ποιος είναι ο καταλληλότερος γονέας να έχει την επιμέλεια του παιδιού, αλλά και τις προτάσεις του κάθε γονέα για το συμφέρον του παιδιού του. Επίσης, κατά πόσο το Δικαστήριο, με βάση το μαρτυρικό υλικό που έχει ενώπιον του για τη ζωή του παιδιού στην Κύπρο και τη Γερμανία, αλλά και την καταλληλότητα του κάθε γονέα, δεν θα πρέπει να διαταράξει την κατάσταση η οποία έχει δημιουργηθεί, από την παραμονή του παιδιού στην Κύπρο.»

 

 

Το ερώτημα που τίθεται είναι κατά πόσο ήταν επιτρεπτό για το Δικαστήριο να καταλήξει στα συμπεράσματα που κατέληξε, τα οποία αποτέλεσαν, μεταξύ άλλων, τη βάση για την τελική του κατάληξη, να δοθεί η φύλαξη του παιδιού στη μητέρα. Η εφαρμογή των κριτηρίων που τέθηκαν στην πιο πάνω αγγλική υπόθεση προϋποθέτει λεπτούς χειρισμούς. Η γραμμή που διαχωρίζει τι είναι επιτρεπτό για το δικαστήριο να αποκομίσει από μία συνέντευξη με το παιδί και τι υπερβαίνει τις εξουσίες του, είναι λεπτή. Κρίνεται ότι είναι επιτρεπτό για το Δικαστήριο να χρησιμοποιήσει τη συνέντευξη για να αντιληφθεί τη θέση του παιδιού και να λύσει τις δικές του απορίες ως προς το ρόλο του δικαστηρίου και της όλης διαδικασίας. Όμως πρέπει να είναι προσεκτικό, ειδικότερα σε περιπτώσεις μικρών παιδιών, όπως ήταν ο xxx, να μην υποκαταστήσει τους ειδικούς για να καταλήξει το ίδιο στα δικά του συμπεράσματα. Η προτίμηση του παιδιού, όπως τέθηκε από τις απαντήσεις στη συνέντευξη, έστω και εαν ήταν επιτρεπτό για το Δικαστήριο να καταλήξει ότι δεν ήταν ειλικρινής, δεν μπορούσε να οδηγήσει σε εύρημα ως προς την πραγματική του επιθυμία με θετικό τρόπο έτσι ώστε να επηρεάζει το τελικό εύρημα του Δικαστηρίου. 

 

Τα στοιχεία που έχουμε εντοπίσει με την εξέταση των πιο πάνω λόγων έφεσης, καθιστούν τα ανάλογα ευρήματα του Δικαστηρίου επισφαλή, με αποτέλεσμα να επηρεάζουν την τελική του κρίση. Δεν μπορεί το Εφετείο να επανεκτιμήσει τη μαρτυρία στη βάση των πιο πάνω παρατηρήσεων. Συνεπώς, η μόνη διέξοδος είναι η επανεκδίκαση, έστω και αν αυτό θα ήταν καλύτερα να αποφεύγετο. Όμως, τουλάχιστον όσον αφορά τους λόγους έφεσης που εξετάστηκαν, δε θα μπορούσαμε να οδηγηθούμε σε άλλο αποτέλεσμα. Οι υπόλοιποι λόγοι έφεσης δεν απαιτείται να εξεταστούν, καθώς δεν μπορούν να ανατρέψουν τα πιο πάνω συμπεράσματα μας από τη μία και από την άλλη, ενόψει της επανεκδίκασης, θα ήταν καλύτερα να μην υπάρξουν περαιτέρω σχόλια.

 

Η έφεση επιτυγχάνει. Η πρωτόδικη απόφαση ως προς τον τόπο διαμονής του ανήλικου παραμερίζεται. Διατάσσεται η επανεκδίκαση της υπόθεσης επί του προκειμένου από άλλο δικαστή, κατά προτεραιότητα. Τα έξοδα της έφεσης θα ακολουθήσουν το αποτέλεσμα της πρωτόδικης διαδικασίας.

 

   ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.

 

 

   ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.

 

 

   ΓΙΑΣΕΜΗ, Δ.

 

/ΧΤΘ



[1]6(3) Ανάλογα με την ωριμότητα του τέκνου και στο βαθμό που μπορεί να αντιληφθεί, πρέπει να ζητείται και να συνεκτιμάται η γνώμη του πριν από κάθε απόφαση σχετικά με τη γονική μέριμνα, εφόσον η απόφαση αφορά τα συμφέροντα του.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο