ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2019:D531
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Αίτηση Αρ. 213/2019)
19 Δεκεμβρίου, 2019
[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤO ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ
ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ
(ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ
(ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ
ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ 2018
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ xxx ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, ΕΚ ΠΑΦΟΥ, ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI ΚΑΙ PROHIBITION
KAI
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΜΟΝΙΜΟΥ
ΚΑΚΟΥΡΓΙΟΔΙΚΕΙΟΥ ΠΑΦΟΥ ΑΠΑΡΤΙΖΟΜΕΝΟ ΑΠΟ ΤΟΥΣ
Ρ. ΛΙΜΝΑΤΙΤΟΥ (Π.Ε.Δ.), Μ. ΔΡΟΥΣΙΩΤΗ (Α.Ε.Δ.) ΚΑΙ
Π. ΜΙΧΑΗΛΙΔΗ (Ε.Δ.) ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 20/11/2019 ΔΙΑ ΤΗΣ
ΟΠΟΙΑΣ ΑΠΟΡΡΙΦΘΗΚΕ ΑΙΤΗΜΑ ΤΟΥ ΑΙΤΗΤΗ ΓΙΑ ΕΞΑΙΡΕΣΗ
ΛΟΓΩ ΠΡΟΚΑΤΑΛΗΨΗΣ ΚΑΙ/Ή ΠΑΡΑΒΙΑΣΗΣ ΤΟΥ
ΤΕΚΜΗΡΙΟΥ ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ
Ε. Πουργουρίδης, για τον Αιτητή.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Με την παρούσα αίτηση επιδιώκεται η χορήγηση αδείας για την καταχώριση προνομιακού εντάλματος Certiorari, για την ακύρωση της απόφασης του Μόνιμου Κακουργιοδικείου Πάφου με την οποία απορρίφθηκε αίτημα του αιτητή για εξαίρεση των Δικαστών από την εκδίκαση της υπόθεσης καθώς και για την καταχώριση προνομιακού εντάλματος Prohibition με το οποίο να απαγορεύεται στο Μόνιμο Κακουργιοδικείο Πάφου να εκδικάσει την ποινική υπόθεση 2801/2018 εναντίον του αιτητή. Τέλος επιζητείται αναστολή της εκδίκασης της ποινικής υπόθεσης μέχρι την τελική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Σύμφωνα με τα γεγονότα, όπως αναφέρονται στην ένορκη δήλωση και στην έκθεση που συνοδεύουν την αίτηση, ο αιτητής αντιμετώπιζε κατηγορίες σεξουαλικής κακοποίησης και/ή εκμετάλλευσης ανήλικου προσώπου ενώπιον του Μόνιμου Κακουργιοδικείου Πάφου. Στις 20 Νοεμβρίου 2019 ο δικηγόρος του αιτητή υπέβαλε αίτημα εξαίρεσης των Δικαστών που απαρτίζουν το Μόνιμο Κακουργιοδικείο Πάφου από την εκδίκαση της υπόθεσης 2801/2018 εναντίον του αιτητή. Το αίτημα βασιζόταν στο δικαίωμα του αιτητή σε αμερόληπτη δίκη ή σε δίκη από αμερόληπτο δικαστήριο. Ο δικηγόρος του ισχυρίστηκε ότι το Κακουργιοδικείο είχε προβεί σε δυο προηγούμενες αποφάσεις του, για επιβολή ποινής σε υποθέσεις που αφορούσαν κατηγορίες σεξουαλικής εκμετάλλευσης ανηλίκων, σε αναφορά στην υπόθεση του κατά τέτοιο τρόπο με τον οποίο παραβίαζε το τεκμήριο της αθωότητας του και υποδήλωνε συνειδησιακή προκατάληψη ως προς τις κατηγορίες που αντιμετώπιζε. Συγκεκριμένα ότι είχε ήδη χαρακτηρίσει την παραπονουμένη στην υπόθεση του ως «θύμα» και είχε ήδη προκρίνει την υπόθεση. Ο αιτητής ισχυρίζεται, επίσης, ότι το Κακουργιοδικείο δεν αρνήθηκε ούτε και απέρριψε ότι οι αναφορές του αφήνουν αμφιβολίες ως προς το ανεπηρέαστο της δίκης, ούτε και ότι αυτές αφορούσαν τον αιτητή. Περαιτέρω, το γεγονός ότι το Κακουργιοδικείο ανέφερε ότι σε παρόμοιες αναφορές προβαίνει και το Ανώτατο Δικαστήριο, δεν μπορεί να νομιμοποιήσει τα λεχθέντα του.
Κρίνω σκόπιμο όπως παραθέσω τα σχετικά αποσπάσματα από τις αποφάσεις τις οποίες επικαλείται ως βάση του αιτήματος του.
Στην πρώτη υπόθεση αρ. 614/2018, ημερ. 9 Αυγούστου 2019, το Μόνιμο Κακουργιοδικείο κατά την επιβολή ποινής στον κατηγορούμενο ανέφερε τα ακόλουθα:
"Δυστυχώς τα τελευταία χρόνια αδικήματα σεξουαλικής φύσεως με θύματα νεαρά πρόσωπα ή παιδιά προσλαμβάνουν ιδιαίτερα ανησυχητικές διαστάσεις και σε τέτοια περίπτωση το στοιχείο της αποτροπής είναι ιδιαίτερα έντονο. Να αναφέρουμε χαρακτηριστικά ότι στο πινάκιο του παρόντος Κακουργιοδικείου υπήρξαν και συνεχίζουν να υπάρχουν πολλές τέτοιες υποθέσεις, γεγονός που δικαιολογεί την επιβολή αυστηρών ποινών."
Στην υπόθεση αρ. 745/2017, ημερ. 13 Νοεμβρίου 2019, ανέφερε τα ακόλουθα:
"Δεν μπορούμε όμως να παραγνωρίσουμε την σοβαρότητα των αδικημάτων και την ανάγκη αυστηρών και αποτρεπτικών ποινών αφού όλο και με μεγαλύτερη συχνότητα παρουσιάζονται τέτοιες υποθέσεις ενώπιον των Δικαστηρίων. Να αναφέρουμε ενδεικτικά ότι στο πινάκιο του Κακουργιοδικείου εκκρεμούν δέκα τέτοιες υποθέσεις και έχουν εκδικαστεί άλλες τρεις."
Η διαδικασία για την έκδοση εντάλματος Certiorari δεν έχει ως αντικείμενο την αναθεώρηση της ορθότητας των αποφάσεων κατώτερων δικαστηρίων. Αυτή ελέγχεται στο πλαίσιο της δευτεροβάθμιας δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Η σύννομη άσκηση της δικαιοδοσίας του Επαρχιακού Δικαστηρίου αποτελεί το πλαίσιο εξέτασης σε αιτήσεις αυτής της μορφής. (In re Kakos (1985) 1 C.L.R. 250, Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ κ.ά. (Αρ. 1) (2009) 1 A.A.Δ. 1114). Ταυτοχρόνως, η ενδεχόμενη λανθασμένη άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου δεν εξετάζεται στα πλαίσια της διαδικασίας του προνομιακού εντάλματος Certiorari.
Ταυτοχρόνως, πρέπει να σημειωθεί ότι η διαδικασία έκδοσης προνομιακού εντάλματος, τύπου Certiorari, δεν αποτελεί εποπτικό μέσο και ούτε παρέχεται η δυνατότητα εξέτασης του κατά πόσο το πρωτόδικο δικαστήριο αντιλήφθηκε ορθά ή όχι ένα νομικό ζήτημα. (Βλ. Διαχειριστική Επιτροπή ΚΥΠΑ Κωρτ 4 (2008) 1 Α.Α.Δ. 644).
Όπως αναφέρεται στην Πολ. Έφεση 318/2015, Αναφορικά με τον Αντώνη Ανδρέου & Σία ΔΕΠΕ, ημερ. 8 Ιουνίου 2017:
"Όπως επιτάσσει η νομολογία, για την παραχώρηση άδειας για την έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari, η διαδικασία δεν έχει, ως αντικείμενο, την αναθεώρηση της ορθότητας των αποφάσεων των κατώτερων δικαστηρίων. Ο έλεγχος αυτός ασκείται αποκλειστικά στο πλαίσιο της εφετειακής δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Η αρχή επί της οποίας εδράζεται η δικαιοδοτική βάση εξέτασης αιτήσεων για παραχώρηση αδείας καταχώρισης προνομιακού εντάλματος, είναι η σύννομη άσκηση της δικαιοδοσίας του κατώτερου δικαστηρίου. (Βλ. In Re Kakos (1985) 1 C.L.R. 250).
Περαιτέρω, εξετάζοντας την πιθανότητα χορήγησης αδείας θα πρέπει ο αιτητής να τεκμηριώσει, εκ πρώτης όψεως, και αιτιολογήσει τη χορήγηση αδείας. (Βλ. Λυσιώτης, Αίτηση 174/96, ημερ. 9 Οκτωβρίου 1996).
Τα προνομιακά εντάλματα παραχωρούνται, κατ' εξαίρεση, όταν από το ίδιο το πρακτικό διαπιστώνεται έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας, ή πλάνη περί το Νόμο, ή παραβίαση των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης. (Βλ. Global Consolidator Public Ltd (2006) 1 Α.Α.Δ. 464)."
Ο αιτητής βασίζει την αίτηση του στην ύπαρξη συζητήσιμης υπόθεσης όσον αφορά παράβαση των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης, η οποία παράβαση να είναι εμφανής στο πρακτικό.
Κριτήριο για εξαίρεση δικαστή μπορεί να είναι η δημιουργία, στο μυαλό του μέσου εχέφρονα πολίτη, υπό την αίρεση ότι γνωρίζει όλα τα γεγονότα της υπόθεσης, δικαιολογημένης εντύπωσης ύπαρξης πραγματικής πιθανότητας προκατάληψης από το δικαστή. Εικασίες και καχυποψίες μόνο, δεν είναι αρκετές. (Πίτσιλλος ν. Δημοκρατίας (1994) 1 Α.Α.Δ. 268).
Κάθε κατηγορούμενος έχει δικαίωμα με βάση το Άρθρο 30.2 του Συντάγματος σε ανεπηρέαστη, δημόσια ακροαματική διαδικασία, ενώπιον ανεξάρτητου, αμερόληπτου και αρμόδιου δικαστηρίου. Η αμεροληψία και ανεξαρτησία του δικαστή, αποτελεί μια από τις βασικότερες αρχές, αν όχι τη βασικότερη αρχή δικαίου, με θεμελιακή σημασία στην απονομή της δικαιοσύνης. Ο δικαστής τεκμαίρεται ότι είναι αμερόληπτος μέχρι να αποδειχθεί το αντίθετο. Το τεκμήριο αμεροληψίας μπορεί να ανατραπεί όταν τεθεί θέμα αμεροληψίας, οπότε και εξετάζεται με βάση τόσο το υποκειμενικό κριτήριο, δηλαδή την προσωπική περίπτωση του κάθε δικαστή, όσο και με βάση το αντικειμενικό κριτήριο, δηλαδή κατά πόσον ο δικαστής έδωσε εγγυήσεις ικανοποιητικές για να αποκλείσουν οποιαδήποτε εύλογη αμφιβολία περί έλλειψης αμεροληψίας. (Αναφορικά με την αίτηση του Ανδρέα Συμεού (2012) 1 Α.Α.Δ. 974).
Σημειώνω επίσης ότι ο δικαστής δεν εξαιρείται ανάλογα με τις επιθυμίες των διαδίκων.
Όπως τονίστηκε στην υπόθεση Δέσπω Αποστολίδου ν. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 80, τονίστηκε ότι:-
″Η ευαισθησία του Δικαστή, ως υποδεικνύεται στην Makrides v. Republic (1984) 3 C.L.R. 304, δεν αποτελεί τον οδηγό στη διαπίστωση κωλύματος, αλλά οδηγό συνιστά η σωστή εκτίμηση του δικαστικού καθήκοντος και ό,τι αυτό επιβάλλει. Παραίτηση από αυτό το καθήκον ενέχει ορατούς κινδύνους για την απονομή της δικαιοσύνης όπως υποδεικνύεται:
"One such danger is that we would be coming close to acknowledging to a litigant a right to choose the judge who will try him."
"Ένας τέτοιος κίνδυνος είναι ότι θα φθάναμε κοντά στην αναγνώριση δικαιώματος στο διάδικο να επιλέγει το δικαστή που θα τον δικάσει."″
Μελετώντας τα πιο πάνω αποσπάσματα στα οποία με παρέπεμψε ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή, δεν βρίσκω ότι η εισήγηση που έγινε περί εντοπισμού αμεροληψίας, όπως ισχυρίζεται ο αιτητής, είναι βάσιμη. Δεν τεκμηριώνεται, ούτε μπορεί να εκληφθεί, ότι από το περιεχόμενο εκείνο υπάρχει ένδειξη προκατάληψης, πόσο μάλλον στοιχειοθέτηση αμεροληψίας. Το Κακουργιοδικείο αναφέρθηκε γενικώς σε υποθέσεις της ίδιας φύσεως, με αυτή που αντιμετωπίζει ο αιτητής, οι οποίες εκκρεμούν στο δικό του πινάκιο. Θεωρώ ότι δεν είναι ορθό να απομονώνονται συγκεκριμένες λέξεις ή φράσεις από μια δικαστική απόφαση και να αποδίδεται σ' αυτές μια ερμηνεία όπως αυτή που επιχείρησε να εισηγηθεί ο αιτητής. Δεν έχω εντοπίσει να γίνεται οποιαδήποτε συγκεκριμένη αναφορά στον αιτητή, πέραν από τη γενική παρατήρηση και αναφορά από το δικαστήριο στον αριθμό των υποθέσεων παρομοίας φύσεως που εκκρεμούν ενώπιον του Κακουργιοδικείου. Η αναφορά σε θύματα, μπορεί να μην είναι η πλέον δόκιμη, τουλάχιστο σε αυτό το στάδιο, πλην, όμως, δεν θα ήταν ορθό και δίκαιο να επεκτείνουμε την αναφορά αυτή στα γεγονότα της συγκεκριμένης υπόθεσης και να αναγάγουμε την παρατήρηση αυτή σε θύμα, προερχόμενο από ενδεχόμενες ενέργειες του αιτητή.
Το Κακουργιοδικείο δεν επιχείρησε να «υπερασπιστεί» τα λεχθέντα του προβάλλοντας ότι και το Ανώτατο Δικαστήριο αναφέρει τα ίδια. Η εισήγηση περί του αντιθέτου δεν με βρίσκει σύμφωνο. Το Κακουργιοδικείο, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της υπόθεσης, παρέπεμψε σε απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου για να καταδείξει ότι ο αυξανόμενος αριθμός υποθέσεων σεξουαλικής φύσεως ενώπιον του, μπορεί να αποτελέσει δικαστική γνώση.
Στην Ποινική Έφεση 159/2015, Ivarson ν. Δημοκρατίας, ημερ. 29 Νοεμβρίου 2016, όπου παρόμοιος ισχυρισμός είχε τεθεί λόγω της χρησιμοποίησης της λέξης "θύματα" το Εφετείο ανέφερε ότι:
"Το Κακουργιοδικείο, που σημειώνουμε είναι τριμελές, και η δήλωση έγινε από τον Πρόεδρο του Κακουργιοδικείου, σε μια εμφανή προσπάθεια να εξηγήσει στο συνήγορο το βάσιμο λόγο της διακοπής, ανέφερε εν τη ρήμη του λόγου ότι υπάρχει και ″κατηγορούμενος″ και ″θύματα″ σ' ένα σεξουαλικό αδίκημα. Συνεπώς, είμαστε της γνώμης ότι δεν αναδεικνύεται η έννοια που αποδόθηκε από τον ευπαίδευτο συνήγορο, ούτε το ίδιο το κείμενο θα μπορούσε, με κανένα τρόπο, να εκληφθεί ως ένδειξη έλλειψης αμεροληψίας. Το Κακουργιοδικείο μίλησε γενικά, χρησιμοποιώντας τη λέξη ″θύματα″, όχι ″θύμα″, αφού μια ήταν η παραπονουμένη, και όντως υπήρχε μια διαδικασία για ″σεξουαλικά αδικήματα″. Δεν προσδιορίστηκε με κανένα τρόπο ο εφεσείων. Ενείχε το στοιχείο της γενικότητας η δήλωση και δεν βρίσκουμε έρεισμα στο υποβληθέν παράπονο. Εν πάση περιπτώσει, δεν είναι ορθό να απομονώνεται μια φράση, όταν η υπεράσπιση δεν παραπονείται για οποιοδήποτε άλλο γεγονός, καθ' όλη τη διάρκεια της δίκης, το οποίο και θα υποστύλωνε τους πιο πάνω ισχυρισμούς της."
Στη βάση των πιο πάνω είμαι της γνώμης ότι δεν δημιουργείται συζητήσιμη υπόθεση, η οποία να δικαιολογεί, εκ πρώτης όψεως, συζητήσιμη υπόθεση παραβίασης των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης.
Εν πάση περιπτώσει, ο αιτητής διατηρεί το δικαίωμα, στο τέλος της ημέρας, εφόσον η απόφαση για μη εξαίρεση αποτελεί μέρος της ακροαματικής διαδικασίας, εάν προκύψει ανάγκη, να καταχωρίσει έφεση, εναντίον της απόφασης του Κακουργιοδικείου.
Η αίτηση απορρίπτεται.
Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ,
Δ.
/ΔΓ