ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
public Ψαρά-Μιλτιάδου, Τάσια Χρ. Χριστοδουλίδης, για τον αιτητή Αιτητής παρών CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2019-12-19 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ J.Y. , Πολιτική Αίτηση αρ.210/19, 19/12/2019 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2019:D530

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

                   Πολιτική Αίτηση αρ.210/19

 

19 Δεκεμβρίου, 2019

 

[Τ.ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ]

 

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ 2018.

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ J.Y. ΥΠΗΚΟΟΥ ΙΣΡΑΗΛ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΗΑΒΕΑS CORPUS

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΔΙΑ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΚΑΙ/Η ΤΟΥ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ ΚΑΙ/Η ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΑΣΥΛΟΥ ΟΙ ΟΠΟΙΟΙ ΠΑΡΑΝΟΜΑ ΣΥΝΕΧΙΖΟΥΝ ΝΑ ΕΧΟΥΝ ΥΠΟ ΚΡΑΤΗΣΗ ΤΟΝ J.Y. ΣΤΑ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΑ ΚΡΑΤΗΤΗΡΙΑ ΤΗΣ ΜΕΝΟΓΕΙΑΣ, ΕΠΑΡΧΙΑ ΛΑΡΝΑΚΑΣ ΚΑΤΑ ΠΑΡΑΒΑΣΗ ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ 11 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ, ΑΡΘΡΟ 5 ΤΗΣ ΕΣΑΔ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 1 ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟΥ ΥΠ' ΑΡΙΘ. 7, ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ 4(α), 7(1), 8(1)α, 9Δ(1) και (2), 9ΣΤ(2), 9ΣΤ(6)α και 9ΣΤ(7)(α)(ι) Ν.6(1)/2000 ΚΑΙ ΤΟΝ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΤΙΚΟ ΝΟΜΟ 105(1)/2016.

------------- -

Χρ. Χριστοδουλίδης, για τον αιτητή

Μ. Στυλιανού, για την καθ΄ης η αίτηση

Αιτητής παρών

Μεταφραστής - κ. Μαρζούκ Τζώρτζη - παρών, για να μεταφράζει από τα ελληνικά στα αραβικά και αντίθετα.

-------------- ------------

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.:  Ο αιτητής, με την παρούσα διαδικασία αιτείται έκδοση προνομιακού εντάλματος Habeas Corpus με το οποίο να κηρύσσεται παράνομη η κράτηση του δυνάμει εκδοθέντος διατάγματος κράτησης ημερ. 18.1.2019 στη βάση των προνοιών του άρθρου 9ΣΤ(2)(ε) του περί Προσφύγων Νόμου, οι οποίες νομιμοποιούν κατ΄εξαίρεση την κράτηση των αιτητών ασύλου και όχι με βάση τις διατάξεις του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου (Κεφ.105) στη βάση του οποίου η κράτηση μπορεί να αποφασιστεί μόνο στα πλαίσια της διαδικασίας απέλασης. 

 

Ο αιτητής είχε προσφύγει στο Ανώτατο Δικαστήριο στις 30.5.2019 για έκδοση επίσης Habeas Corpus (αρ.αίτησης 91/19) και στα πλαίσια απόφασης που εξεδόθη επί του αιτήματος του, γίνεται αναφορά στο ιστορικό της παραμονής του στην Κύπρο.  Η αίτηση του είχε απορριφθεί στη βάση ότι κατά το χρόνο εκείνο είχε συμπληρώσει 4½   μήνες κράτηση, και κρίθηκε ότι υπό τις περιστάσεις που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, δεν υπήρξε τέτοια αδράνεια κατά την παρέλευση του πιο πάνω χρονικού διαστήματος ώστε να δικαιολογείται η επέμβαση του Δικαστηρίου. 

 

Η παρούσα αίτηση καταχωρήθηκε μετά την παρέλευση 11 μηνών από το διάταγμα κράτησης και αυτό, σύμφωνα με τον ευπαίδευτο συνήγορο του αιτητή, διαφοροποιεί πλέον τα πράγματα καθιστώντας την κράτηση του μη νόμιμη.

 

Ο αιτητής είναι ισραηλινής καταγωγής και είχε αφιχθεί στην Κύπρο την 1η Μαρτίου 2004. Στις 13 Σεπτεμβρίου 2004 υπέβαλε αίτηση για διεθνή προστασία στην Υπηρεσία Ασύλου, η οποία απορρίφθηκε στις 19 Μαΐου 2010 και επίσης αρνητική ήταν η απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων στις 12 Οκτωβρίου 2018. Στις 21 Δεκεμβρίου 2018, στη βάση νέων στοιχείων, ο αιτητής υπέβαλε αίτημα επανεξέτασης.

 

Είχε εκδοθεί στις 18 Ιανουαρίου 2019 εναντίον του αιτητή διάταγμα κράτησης δυνάμει του άρθρου 9ΣΤ(2)(Ε) του περί Προσφύγων Νόμου (Ν. 6(Ι)/2000) για λόγους εθνικής ασφάλειας. Αρχικά, κρατείτο στα αστυνομικά κρατητήρια Αραδίππου και ακολούθως, από τις 20 Μαρτίου 2019 στα αστυνομικά κρατητήρια της Μενόγειας.

 

Όπως ορθά υποδείχθηκε στην ως άνω απόφαση Πολ. αίτηση 91/19, Yusuf, ημερ. 20.6.19, η δυνατότητα καταχώρισης αίτησης για Habeas Corpus για έλεγχο της νομιμότητας κράτησης μόνο από την άποψη της διάρκειας παρέχεται  στο άρθρο 9ΣΤ(7) του Ν. 6(Ι)/2000, στο οποίο αναφέρεται ότι «διάρκεια κράτησης βάσει του παρόντος άρθρου υπόκειται σε αίτηση για την έκδοση εντάλματος habeas corpus δυνάμει του Άρθρου 155.4 του Συντάγματος, σύμφωνα με τις διατάξεις του εν λόγω Άρθρου».

 

Συγκεκριμένα στην ως άνω απόφαση λέχθηκαν τα εξής σχετικά:

 

«Συνεπώς, η κράτηση του αιτητή δεν είχε διαταχθεί για σκοπούς απέλασης, αλλά για λόγους εθνικής ασφάλειας. Δεν διατάχθηκε η κράτηση του για σκοπούς επιστροφής και συνεπώς δεν εφαρμόζονται οι πρόνοιες του άρθρου 18ΠΣΤ του Κεφ. 105.

 

Ο αιτητής προβάλλει ότι οι καθ'ων η αίτηση δεν προέβηκαν σε ορθή αξιολόγηση των πληροφοριών και στοιχείων που είχαν εναντίον του αιτητή και η κράτηση του για σκοπούς δημόσιας ασφάλειας είναι αναιτιολόγητη.

 

Δεν έγινε, όπως ανέφερε ο συνήγορος του αιτητή, οποιοδήποτε άλλο διαδικαστικό διάβημα από τον αιτητή, ούτε εκκρεμεί αίτηση άλλη, παρά η πιο πάνω υποβληθείσα για σκοπούς επανεξέτασης του αιτήματος διεθνούς προστασίας (21 Δεκεμβρίου 2018).

 

Τούτου δοθέντος, παραμένει το διάταγμα κράτησης σε ισχύ, καθότι δεν αμφισβητήθηκε με διοικητική προσφυγή με βάση το Άρθρο 146 του Συντάγματος η νομιμότητα του διατάγματος κράτησης ημερ. 18 Ιανουαρίου 2019.

 

Το παρόν Δικαστήριο υπό την προνομιακή του δικαιοδοσία, όπως προβλέπεται στο άρθρο 7(α)(i) του περί Προσφύγων Νόμου 6(Ι)/2000, εξετάζει τη «διάρκεια της κράτησης» και όχι τη νομιμότητα του διατάγματος κράτησης, που τεκμαίρεται νόμιμο. Συνεπώς, δεν τίθεται θέμα αμφισβήτησης ότι η κράτηση του αιτητή, είναι νόμιμη.

 

Τα στοιχεία που έθεσε ενώπιον μου η ευπαίδευτη συνήγορος, εμπιστευτικής φύσεως, έχουν μελετηθεί. Η εμβέλεια τους και αν συνηγορούν υπέρ της νομιμότητας της κράτησης, ξεφεύγουν της εξέτασης της παρούσας.

 

Το Δικαστήριο δεν μπορεί να υπεισέλθει στην εξέταση των πληροφοριών ως προς τα θέματα ασφάλειας του κράτους, αλλά προσφέρεται εξουσία ελέγχου της νομιμότητας της διαδικασίας αυτής. Η διοίκηση δεν έχει υποχρέωση παροχής οποιωνδήποτε εξηγήσεων για την έκδοση διατάγματος κράτησης για σκοπούς ασφάλειας. Είναι κατ' εξοχήν έργο της εκτελεστικής εξουσίας τα θέματα κρατικής ασφάλειας. Στις περιπτώσεις που η διοίκηση επικαλείται λόγους ασφαλείας, η διακριτική αυτή ευχέρεια, καθίσταται πιο πλατιά. Ο οποιοσδήποτε κίνδυνος που δημιουργείται για την εσωτερική τάξη και εθνική ασφάλεια, επιτρέπει και αποτελεί έναν από τους βασικούς λόγους για τους οποίους δικαιολογείται η κράτηση ενός ατόμου. Η εκτίμηση των στοιχείων ή πληροφοριών που ευλόγως προκαλούν ανησυχία για τη δημόσια ασφάλεια αυτών γίνεται από τη διοίκηση, το έργο του Δικαστηρίου περιοριζόμενο στον έλεγχο της νομιμότητας της. (Βλ. Α.Ε. 42/2013 κ.ά., Bekefi a.o. ν. Δημοκρατίας, ημερ. 30 Ιουνίου 2016).

 

Στην Υπόθ. αρ. 718/2012, Stoyanov ν. Δημοκρατίας, ημερ. 26 Φεβρουαρίου 2014, αναφέρονται τα εξής:

 

″Η ενεργός διοίκηση είναι κατ΄ εξοχήν το όργανο στο οποίο εναποτίθεται η ευθύνη για εκτίμηση των γεγονότων και δεν θα ήταν δυνατό να αναθεωρείται από το Ανώτατο Δικαστήριο η εκτίμηση αυτή στη βάση των γενικών αρχών του διοικητικού δικαίου, ιδιαιτέρως όταν υπεισέρχονται στην εικόνα εμπιστευτικές πληροφορίες από πρόσωπα τα οποία τις δίδουν στην αστυνομία. Το Δικαστήριο δεν μπορεί να ασκήσει ιδίαν κρίση περί της επικινδυνότητας του αιτητή. Ελέγχει μόνο τη νομιμότητα της όλης διαδικασίας.

 

 Η αποκάλυψη δημοσίως των πληροφοριών αυτών και η δυνατότητα να παρέχεται στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο να εξετάζει και να ελέγχει αυτές τις πληροφορίες, θα παραβίαζε ζητήματα ασφάλειας της Δημοκρατίας που είναι ένας από τους λόγους που το άρθρο 29(1) δίδει την εξουσία στη διοίκηση να περιορίσει το δικαίωμα διαμονής κοινοτικού ατόμου. . . . ..

 

. .... Οτιδήποτε αποκαλυπτόταν πέραν αυτών των ζητημάτων που παρουσιαζόταν από το διοικητικό φάκελο, Τεκμήριο «Α», να βρίσκονται καταχωρημένα σε άλλους φακέλους, θα παραβίαζε την εμπιστευτικότητα των πληροφοριών και θα ερχόταν ευθέως σε σύγκρουση με το δικαίωμα της Δημοκρατίας να ελέγχει κατά κυριαρχικό τρόπο τα άτομα τα οποία εισέρχονται ή παραμένουν στη Δημοκρατία, άλλα βέβαια από πολίτες της. Παρόμοια γεγονότα υπήρξαν και στην υπόθεση xxx Bekefi v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 293/2012, ημερ. 7.3.2012.

  

Η εξουσία του Δικαστηρίου για έλεγχο της διάρκειας της κράτησης βασίζεται στο Άρθρο 11.2(στ) του Συντάγματος και στο άρθρο 5(1)(στ) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (Πολ. Έφ. 236/2015, Fasel v. Δημοκρατίας, ημερ. 31 Μαρτίου 2016)». 

 

Η κρίση του Δικαστηρίου στη συνέχεια αφορούσε το κατά πόσο το διάστημα κράτησης είναι ή όχι παρατεταμένο ή μεγάλο.   Το Δικαστήριο κατέληξε ως εξής:

  

«Από τις 19 Ιανουαρίου 2019, που τέθηκε υπό περιορισμό ο αιτητής, μέχρι της καταχώρισης της αίτησης 30 Μαΐου 2019, μεσολάβησαν 4½ μήνες. Παρατηρήθηκε μια αδράνεια που εξηγείται με βάση την ένορκη δήλωση που συνοδεύει την ένσταση. Υπήρξε ένα θέμα για τη μετάφραση από ισραηλινά, που έχει επιλυθεί και ακολούθησε επιστολή του συνηγόρου του αιτητή, που προτρέπει τις αρχές να έλθουν σ' επαφή με Ισραηλινό αξιωματούχο της πρεσβείας για το θέμα του κατ' ισχυρισμόν κινδύνου που διατρέχει ο αιτητής αν επιστρέψει στο Ισραήλ.

 

Στη βάση των πιο πάνω δεν βρίσκω ότι έχει παρέλθει τέτοιο χρονικό διάστημα, λαμβανομένων υπόψη όλων των περιστατικών της υπόθεσης, που να δικαιολογεί την επέμβαση του Δικαστηρίου».

 

Μετά την έκδοση της ως άνω απόφασης, σημαντικό είναι να λεχθεί ότι στις 4.7.2019 ο αιτητής καταχώρισε ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας την προσφυγή με αρ.ΔΔΠ20/2019 και στις 15.7.2019 ενώπιον του ιδίου Δικαστηρίου την προσφυγή ΔΔΠ43/2019.  Επίσης στο ίδιο χρονικό διάστημα ο αιτητής καταχώρισε δύο αιτήματα για έκδοση διαταγμάτων Habeas Corpus, τα οποία όμως απέσυρε. 

 

Είναι αναγκαίο να εξεταστεί τι επιδιώκεται δια των πιο πάνω προσφυγών.  Η ΔΔΠ43/19 επιδιώκει την ακύρωση της απόφασης της Δημοκρατίας που περιέχεται σε επιστολή ημερ. 11.7.2019 με την οποία η αίτηση του για επανάνοιγμα του φακέλου του βάσει των άρθρων 16Δ(1), (2), (3) και (4) των περί Προσφύγων Νόμων 2000-2018 απορρίφθηκε ως άκυρη και παράνομη. 

 

Η ΔΔΠ20/19 αφορά την κράτηση (αν και όχι αυστηρώς το αρχικό διάταγμα) αφού στο παρακλητικό αυτής αναφέρεται ότι επιδιώκεται δήλωση του Δικαστηρίου ότι η παράλειψη ενέργειας εκ μέρους των καθ΄ων η αίτηση «αντί να θέσουν τον αιτητή υπό κράτηση, να εξετάσουν το ενδεχόμενο εναλλακτικών όρων» είναι άκυρη και παράνομη για τους λόγους που εξηγούνται.  Και επίσης δήλωση ότι η παράλειψη ενέργειας εκ μέρους τους για να εκδώσουν απόφαση επί της αίτησης του αιτητή ημερ. 21.12.2018 και η μη επανεξέταση του κατά πόσο δικαιολογείται περαιτέρω κράτηση παραβιάζει τη νομοθεσία, ως επίσης εξηγείται.  Αναφέρεται ακόμη, ότι η παράλειψη ενέργειας εκ μέρους των καθ΄ων η αίτηση να ερευνήσουν αυτά που ο αιτητής έθεσε προς αυτούς είναι παράνομη, εφόσον οδηγεί επίσης στη μη επανεξέταση του θέματος της κράτησης του. 

 

Παρατηρείται ότι οι καθ΄ων η αίτηση ενήργησαν με βάση τα κατά καιρούς αιτήματα του αιτητή, καταλήγοντας σε αποφάσεις που αφορούσαν την απόρριψη του αιτήματος για επανεξέταση, δηλαδή του γεγονότος ότι στις 21.12.2018 ο αιτητής είχε υποβάλει μεταγενέστερη της απόρριψης αίτηση και νέα στοιχεία στην Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων η οποία διαβιβάστηκε στην Υπηρεσία Ασύλου με επιστολή ημερ. 15.1.2019.  Όταν στις 11.7.2019 η Υπηρεσία Ασύλου έκρινε ως μη παραδεκτή την αίτηση για επανεξέταση, ακολούθησε η προσφυγή ΔΔΠ43/2019 (τεκμ.18), ενώ προηγήθηκε στις 4.7.2019 η καταχώρηση της προσφυγής ΔΔΠ20/19 (τεκμ.15).

 

Το ερώτημα λοιπόν που τίθεται με βάση το ιστορικό είναι εάν τα πράγματα έχουν διαφοροποιηθεί από την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις 20.6.2019 και εάν ναι, με ποίον τρόπο αυτό επηρεάζει το θέμα της κράτησης του αιτητή.  Σίγουρα η απάντηση των καθ΄ων η αίτηση για απόρριψη του αιτήματος επανεξέτασης του φακέλου ήταν μεταγενέστερη της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

 

Η δε καταχώριση ένδικων μέσων από τον αιτητή, ειδικά των πιο πάνω προσφυγών, οδηγεί στη διατήρηση της ιδιότητας του ως αιτητή πολιτικού ασύλου.  Η ιδιότητα αυτή εμποδίζει τη Δημοκρατία στο να προωθήσει διαδικασία απέλασης.  (βλ. Πολ.Αιτ. 126/19 Mhammedi, 5.8.2019).  Παραπονείται ο αιτητής ότι οι Αρχές δεν προχώρησαν στην εξέταση των επί μέρους αιτημάτων του, ειδικά στο να αρθούν οι υποψίες εναντίον του για θέματα εθνικής ασφάλειας.  Όπως ορθά ελέχθη από τον αδελφό Δικαστή Παμπαλλή, στην πιο πάνω Πολιτική αίτηση αρ.91/19, το Δικαστήριο σ΄αυτή τη διαδικασία δεν μπορεί να υπεισέλθει σε εξέταση πληροφοριών ως προς τα θέματα ασφάλειας του κράτους, με τον τρόπο που εισηγείται η πλευρά του αιτητή.  Αυτά δε που ελέχθησαν για παράλειψη ενεργειών και άλλα, αποτελούν μέρος των επίδικων θεμάτων των προσφυγών.  Από τα στοιχεία που παρατέθηκαν ενώπιον μου, παρά το παρατεταμένο της κράτησης, φαίνεται ότι οι Αρχές αναμένουν το αποτέλεσμα των προσφυγών οι οποίες και θα καθορίσουν αναλόγως την πορεία.  Δεν φαίνεται να υφίσταται εκ μέρους τους, από τα ενώπιον μου στοιχεία, οποιαδήποτε ολιγωρία ή καθυστέρηση η οποία να είναι ανεξάρτητη από την αναγκαστική αναμονή της διεκπεραίωσης των προσφυγών.  Ούτε παρατηρείται εγκατάλειψη του σκοπού ή παράλειψη προώθησης του (βλ. Πολ.αιτ. 62/19 M.Tikov, 10.5.2019).  Οι ως άνω προσφυγές ενόψει των θεμάτων που αφορούν θα έπρεπε να ολοκληρωθούν σε σύντομο χρόνο μετά την καταχώριση τους.  Εν πάση περιπτώσει, η καθυστέρηση εκδίκασης δεν προωθείται ως λόγος έκδοσης του habeas corpus.  Η περαιτέρω ενασχόληση του Ανωτάτου Δικαστηρίου με το λόγο της κράτησης ως θέμα εθνικής ασφάλειας δεν μπορεί να διαφοροποιηθεί απ΄αυτά που ελέχθησαν από τον αδελφό Δικαστή Παμπαλλή.

 

Για τους λόγους που εξήγησα η αίτηση απορρίπτεται.  Bεβαίως, το παρατεταμένο της κράτησης με ανησυχεί και ανεξαρτήτως του αποτελέσματος, θα ήταν ορθό να επαναξιολογηθεί η όλη κατάσταση από τις αρμόδιες αρχές.  Toνίζεται δε, ιδιαιτέρως, η σύσταση στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας ώστε να εκδικάσει τις πιο πάνω προσφυγές άνευ ετέρου.

                                                          Τ.Ψαρά-Μιλτιάδου,

                                                                   Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο