ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2019:A470
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. Ε119/2014)
15 Νοεμβρίου 2019
[Π. ΠΑΝΑΓΗ, Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΔΔ]
1. ARREDOS STYLE FURNISHINGS LTD
2. XXX ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ
3. XXX ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ
Εφεσειόντων/Εναγομένων
ΚΑΙ
ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΛΤΔ
Εφεσίβλητης/Ενάγουσας
---------------
Αλέξης Μελάς για Κ. Μελάς και Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για τους Εφεσείοντες.
Νέδα Ηροδότου (κα) για Συμεού και Κονναρής Δ.Ε.Π.Ε., για την Εφεσίβλητη.
--------------
ΠΑΝΑΓΗ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Χ. Μαλαχτό, Δ.
-------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.: Προσβάλλεται η απόφαση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου με την οποία απόρριψε την αίτηση των Εφεσειόντων για παραμερισμό της ερήμην τους εκδοθείσας απόφασης στην αγωγή. Η κρίση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου εδραζόταν στην κατάληξη του ότι οι Εφεσείοντες είχαν αποτύχει να καταδείξουν εκ πρώτης όψεως ή συζητήσιμη υπεράσπιση. Κατά τους Εφεσείοντες, λανθασμένα.
Η αγωγή αφορούσε αξίωση της Εφεσίβλητης Τράπεζας εναντίον της πρωτοφειλέτριας Εφεσείουσας 1 Εταιρείας και των εγγυητών της Εφεσειόντων 2 και 3, δυνάμει έγγραφης συμφωνίας δανείου και ενσωματωμένης συμφωνίας εγγύησης ημερ. 24.10.2008. Οι υποχρεώσεις της Εταιρείας προς την Τράπεζα εξασφαλίζονταν μεταξύ άλλων και με συμφωνία εκχώρησης, με την οποία ο Εφεσείοντας 2 εκχώρησε προς όφελος της Τράπεζας όλα τα δικαιώματα του τα απορρέοντα από ασφάλεια ζωής που διατηρούσε με την ασφαλιστική εταιρεία Universal Life Insurance Co. Ltd.
Με την ένορκη δήλωση του Εφεσείοντα 2, που υποστήριζε την αίτηση παραμερισμού, προβαλλόταν η θέση ότι η συμφωνία δανείου περιείχε εξυπακουόμενο όρο ότι η Τράπεζα θα ασκούσε καλόπιστα τα συμβατικά της δικαιώματα. Γινόταν αναφορά, ως παράδειγμα, στο δικαίωμα της Τράπεζας για τερματισμό της λειτουργίας του δανείου και απαίτησης άμεσης πληρωμής ολόκληρου του οφειλόμενου ποσού.
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε την εισήγηση επικεντρώνοντας την προσοχή του στο όρο που έδινε το δικαίωμα στη Τράπεζα να μεταβάλλει το επιτόκιο, που επίσης εγειρόταν με την αίτηση και σημειώνει στην απόφασή του πως τέτοιος εξυπακουόμενος όρος καλόπιστης συμπεριφοράς δεν προέκυπτε, ούτε από τη φύση της συμφωνίας, ούτε από τα γεγονότα της υπόθεσης. Συνεπώς, δεν ευσταθεί το παράπονο των Εφεσειόντων ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να εξετάσει «το θέμα των εξυπακουόμενων όρων της Συμφωνίας δανείου για καλόπιστη συμπεριφορά».
Συμφωνούμε με την κρίση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου επί του προκειμένου.
Διαπιστώνουμε πως η συμφωνία δανείου εμπεριείχε στον όρο 2 πρόνοια ότι η Τράπεζα «έχει το δικαίωμα να απαιτήσει σε οποιαδήποτε στιγμή την αποπληρωμή του προαναφερόμενου δανείου ή οποιουδήποτε υπολοίπου αυτού, οπότε το προαναφερόμενο δάνειο ή οποιοδήποτε υπόλοιπο αυτού καθίσταται αμέσως πληρωτέο και απαιτητό.»
Ωστόσο, δεν προκύπτει ότι η Τράπεζα τερμάτισε τη συμφωνία δανείου χωρίς να είχε προηγηθεί διάρρηξη της από μέρους της Εταιρείας. Παρά το ότι ο Εφεσείοντας 2 χαρακτηρίζει τον τερματισμό της συμφωνίας κακόπιστο, ανέντιμο, αδικαιολόγητο και αυθαίρετο, αποκάλυψε και αποδέχτηκε ότι από το 2011 η Εταιρεία δεν πλήρωνε κανονικά τις δόσεις του δανείου. Δεν υποστήριξε ότι η Εταιρεία πλήρωνε κανονικά και εντούτοις η Τράπεζα προχώρησε στον τερματισμό της συμφωνίας δανείου.
Το παράπονο των Εφεσειόντων σε σχέση με την νομιμότητα του τερματισμού της συμφωνίας δανείου ήταν ανεδαφικό και καμιά υπεράσπιση στην αξίωση δεν προέκυπτε από τον τρόπο με τον οποίο η Τράπεζα τερμάτισε την συμφωνία δανείου.
Παραπονούνται οι Εφεσείοντες ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να εξετάσει ή να ασχοληθεί δεόντως με την παράνομη, όπως την χαρακτήρισαν, χρέωση του λογαριασμού με τόκο υπερημερίας και του ζητήματος της ακυρότητας του όρου για τη μεταβολή του επιτοκίου.
Πρωτόδικα το ζήτημα που είχε εγερθεί ήταν ότι ο όρος που προνοούσε ότι η Τράπεζα είχε το δικαίωμα να μεταβάλλει κατά την κρίση της και οποτεδήποτε το βασικό επιτόκιο και τον τόκο υπερημερίας, ήταν καταχρηστικός και συνεπώς άκυρος.
Η συμφωνία προνοούσε για την χρέωση τόκου με επιτόκιο 6 μηνών Euribor προσαυξημένο κατά 3.1% και το συνολικό επιτόκιο κατά την υπογραφή της συμφωνίας ήταν 8.16% ετησίως. Προνοούσε ακόμη (όρος 3) ότι: «Αν οποιοδήποτε ποσό που καθίσταται πληρωτέο δυνάμει της παρούσας Συμφωνίας, δεν πληρωθεί την ημερομηνία που καθίσταται πληρωτέο . ο Χρεώστης θα πληρώνει τόκο υπερημερίας ετησίως από την ημερομηνία που το ποσό κατέστη πληρωτέο μέχρι την ημερομηνία εξόφλησης του στην Τράπεζα. Το ποσοστό του τόκου υπερημερίας θα ορίζεται από την Τράπεζα και θα κοινοποιείται στον Χρεώστη και θα είναι ποσοστό ετησίως πέραν του ποσοστού επιτοκίου που κανονικά θα ισχύει. Η Τράπεζα δικαιούται, κατά την κρίση της, μέσα στα πλαίσια της νομοθεσίας, των νομισματικών και πιστωτικών κανόνων που ισχύουν κάθε φορά, των συνθηκών της αγοράς και της αξίας του χρήματος, να μεταβάλλει (είτε να αυξάνει είτε να μειώνει) οποτεδήποτε το Βασικό Επιτόκιο, το Περιθώριο .».
Με τον τερματισμό της συμφωνίας δανείου το χρεωστικό υπόλοιπο του λογαριασμού, που είχε καταστεί απαιτητό και ήταν πλέον καθυστερημένο, άρχισε να χρεώνεται με τόκο υπερημερίας 6% και προς τούτο οι Εφεσείοντες είχαν ενημερωθεί με τις επιστολές τερματισμού που τους είχαν αποσταλεί.
Το άρθρο 3 των περί Ελευθεροποίησης του Επιτοκίου και Συναφών Θεμάτων Νόμων του 1999 έως 2015 που αναφέρει ότι η επιβολή επιτοκίου υπερημερίας πέραν των δύο εκατοστιαίων μονάδων απαγορεύεται εισάχθηκε με τον περί Ελευθεροποίησης του Επιτοκίου και Συναφών Θεμάτων (Τροποποιητικού) Νόμου του 2015, μετά την προσβαλλόμενη απόφαση και δεν εφαρμόζεται στα περιστατικά της υπόθεσης. Το επιτόκιο υπερημερίας που επιβλήθηκε δεν ήταν παράνομο και οι Εφεσείοντες απέτυχαν να καταδείξουν ότι σε σχέση με τον επιπλέον τόκο που χρεώθηκαν λόγω του επιτοκίου υπερημερίας μπορούσαν να εγείρουν την υπεράσπιση της παρανομίας.
Σε σχέση με την εγκυρότητα του όρου δυνάμει του οποίου επιβλήθηκε ο τόκος υπερημερίας, το Πρωτόδικο Δικαστήριο σημειώνει ότι δεν είχε παραπεμφθεί σε οποιαδήποτε νομική αρχή ή νομοθεσία επί του θέματος. Εξέτασε ωστόσο τις πρόνοιες του περί Καταχρηστικών Ρητρών σε Καταναλωτικές Συμβάσεις Νόμου του 1996 για να διαπιστώσει ότι δεν εφαρμοζόταν στα γεγονότα της υπόθεσης.
Στο Νόμο όπως έχει τροποποιηθεί με τον περί Καταχρηστικών Ρητρών σε Καταναλωτικές Συμβάσεις Νόμο του 2016 (αρ. 49(Ι) του 2016), σήμερα οι περί Καταχρηστικών Ρητρών σε Καταναλωτικές Συμβάσεις Νόμοι του 1996 έως 2016 παρέπεμψαν στην ενώπιον μας αγόρευσή τους οι δικηγόροι των Εφεσειόντων, υποδεικνύοντας ότι έχουν εισαχθεί πρόνοιες που επιβεβαίωσαν και νομοθετικά τις θέσεις τους.
Ο τροποποιητικός Νόμος είναι μεταγενέστερος των επίδικων χρόνων και δεν εφαρμόζεται στα περιστατικά της υπόθεσης. Σε κάθε όμως περίπτωση οι Νόμοι που προστατεύουν τον καταναλωτή, που ορίζεται ως κάθε φυσικό πρόσωπο το οποίο κατά την κατάρτιση της υπό εξέταση σύμβασης ενεργεί για σκοπούς οι οποίοι είναι άσχετοι με την άσκηση της επιχείρησης του, δεν θα είχαν εφαρμογή στα περιστατικά της υπόθεσης, αφού το επίδικο δάνειο είχε παραχωρηθεί για να μπορέσει η Εταιρεία να αναπτυχθεί και δραστηριοποιηθεί.
Οι Εφεσείοντες δεν κατέδειξαν ότι ο συγκεκριμένος όρος ήταν καταχρηστικός κάτι που θα οδηγούσε στην ακυρότητα του και διαγραφή του επιπλέον τόκου που χρεώθηκαν στη βάση του. Επομένως, ορθά κατάληξε το Πρωτόδικο Δικαστήριο ότι καμιά υπεράσπιση δεν εγειρόταν σε σχέση με τον επιβληθέντα τόκο υπερημερίας.
Παραπονούνται ακόμα οι Εφεσείοντες ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να εξετάσει και να ασχοληθεί δεόντως με την παράνομη και καταχρηστική, κατά τη θέση τους, εξαργύρωση της ασφάλειας ζωής του Εφεσείοντα 2 στην Eurolife Ltd.
Εφόσον, όπως ο Εφεσείοντας 2 αποδέχεται, τα δικαιώματα από την συγκεκριμένη ασφάλεια ζωής είχαν εκχωρηθεί προς όφελος της Τράπεζας ως εξασφάλιση των υποχρεώσεων της Εταιρείας, ήταν δικαίωμα της Τράπεζας μετά τον τερματισμό να εξαργυρώσει την ασφάλεια προς ικανοποίηση του λαβείν της. Ορθά διαπιστώνεται στην Πρωτόδικη Απόφαση ότι οι Εφεσείοντες δεν είχαν προσδιορίσει πώς η Τράπεζα παρέβηκε τη συμφωνία εκχώρησης. Προχώρησε μάλιστα το Πρωτόδικο Δικαστήριο να διαπιστώσει πως υφίστατο όρος στη συμφωνία εκχώρησης, που είχε παρουσιαστεί κατά την απόδειξη της αξίωσης και αφορούσε την ασφάλεια του Εφεσείοντα 2 στην Universal, που απάλλασσε ρητά την Τράπεζα από την οποιαδήποτε ευθύνη για οποιαδήποτε ζημιά ή εξασφάλιση μειωμένης τιμής σε περίπτωση εξαργύρωσης της.
Σε κάθε περίπτωση, η εξαργύρωση της ασφάλειας στην Eurolife είχε πραγματοποιηθεί και δεν ήταν επίδικο ζήτημα στην αξίωση. Επίδικο ζήτημα ήταν η εξαργύρωση της ασφάλειας στην Universal και αυτή την ασφάλεια αφορούσαν τα εκδοθέντα διατάγματα.
Συνεπώς, ούτε αυτό το παράπονο του Εφεσείοντα 2 είναι δικαιολογημένο.
Περαιτέρω, δεν διαπιστώνουμε ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο ερμήνευσε ή εφάρμοσε λανθασμένα τις νομικές αρχές που διέπουν το ζήτημα του παραμερισμού κανονικά εκδοθείσας απόφασης. Με παραπομπές στη νομολογία το Πρωτόδικο Δικαστήριο εντόπισε ότι πρωταρχικός παράγοντας στην κρίση του ήταν η αποκάλυψη εκ μέρους των Εφεσειόντων εκ πρώτης όψεως συζητήσιμης υπεράσπισης επί της ουσίας στην αξίωση της Τράπεζας. Ούτε προέβηκε σε ανεπίτρεπτα ενδελεχή αξιολόγηση και στάθμιση των ισχυρισμών και επιχειρημάτων των Εφεσειόντων μετατρέποντας την εκδίκαση της αίτησης παραμερισμού σε κανονική δίκη επί της ουσίας, όπως οι Εφεσείοντες του καταλογίζουν. Παρέπεμψε στην Κωνσταντινίδη ν. Hissin (2004) 1 (Γ) Α.Α.Δ. 1774, 1779 όπου αναφέρθηκε ότι:
«η αποκάλυψη εκ πρώτης όψεως συζητήσιμης υπεράσπισης, προκειμένου να επιτύχει η αίτηση για παραμερισμό, συνιστά πρωταρχικό παράγοντα ο οποίος λαμβάνεται υπόψη από το Δικαστήριο κατά την ενάσκηση της διακριτικής του ευχέρειας. Δεν απαιτείται απόδειξη των γεγονότων που στοιχειοθετούν την υπεράσπιση. Είναι αρκετό να εγερθεί το ζήτημα το οποίο κρίνεται χωρίς αξιολόγηση της μαρτυρίας. Το δικαστήριο ερευνά τα ενώπιόν του στοιχεία για να διαγνώσει μόνο αν υπάρχει εκ πρώτης όψεως υπεράσπιση ή συζητήσιμο σημείο χωρίς να υπεισέρχεται στην ουσία της υπεράσπισης.»
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έχει ξεφύγει των ορθών πλαισίων που θέτει η νομολογία. Δεν αξιολόγησε και δεν απέρριψε οποιαδήποτε θέση γεγονότων που ο Εφεσείοντας 2 πρόβαλε στην ένορκη του δήλωση, αλλά εξέτασε, όπως όφειλε, κατά πόσο στις περιστάσεις της σχέσης των μερών όπως παρουσιάστηκαν ενώπιον του εγείρονταν οι υπερασπίσεις που προωθήθηκαν. Κατά πόσο δηλαδή θα μπορούσαν να εφαρμόζονται στα περιστατικά της υπόθεσης και όχι αόριστα και γενικά.
Παραπονούνται τέλος οι Εφεσείοντες ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να εξισορροπήσει τους διάφορους παράγοντες και ειδικά τη διασφάλιση του δικαιώματος τους ακρόασης και ελεύθερης πρόσβασης στη δικαιοσύνη.
Από τη στιγμή που το Πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε ότι οι Εφεσείοντες δεν είχαν αποκαλύψει συζητήσιμη υπεράσπιση επί της ουσίας δεν εγειρόταν ζήτημα εξισορρόπησης των θεμελιακών για την απονομή της δικαιοσύνης παραγόντων, δηλαδή του δικαιώματος των Εφεσειόντων να ακουστούν στην υπόθεση τους έναντι της ανάγκης για ταχεία διεκπεραίωση των δικαστικών υποθέσεων. Στην απουσία αποκάλυψης συζητήσιμης υπεράσπισης η απόφαση δεν δικαιολογείτο να παραμεριστεί, αφού κανένας καλός λόγος δεν μπορούσε να εξυπηρετηθεί με το επανάνοιγμα της υπόθεση. Ορθά το Πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση.
Για του πιο πάνω λόγους η Έφεση απορρίπτεται με €2.500 έξοδα υπέρ της Εφεσίβλητης.
Π. Παναγή, Δ.
Γ.Ν. Γιασεμής, Δ.
Χ. Μαλαχτός, Δ.
/ΚΧ»Π