ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
public Παμπαλλής, Κώστας Σταύρου Σταματίου, Κατερίνα Γιασεμή, Γιασεμής Ν. Γ. Παναγίδης για Χρ. Πατσαλίδη, για την Εφεσείουσα. Σ. Κυριακίδης με Κ. Κυριακίδη, για τον Εφεσίβλητο. CY DOD Κύπρος Δευτεροβάθμιο Οικογενειακό Δικαστήριο 2019-11-29 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΤΑΠΗ ν. ΜΑΛΕΚΟΣ, Έφεση Αρ. 30/2017, 29/11/2019 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:DOD:2019:15

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

(Έφεση Αρ. 30/2017)

 

 29 Νοεμβρίου, 2019

                                                        

[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΓΙΑΣΕΜΗ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

xxx ΤΑΠΗ,

 

Εφεσείουσα/Αιτήτρια,

 

ΚΑΙ

 

xxx ΜΑΛΕΚΟΣ,

 

Εφεσίβλητος/Καθ΄ου η Αίτηση.

_ _ _ _ _ _

 

Γ. Παναγίδης για Χρ. Πατσαλίδη, για την Εφεσείουσα.

 

Σ. Κυριακίδης με Κ. Κυριακίδη, για τον Εφεσίβλητο.

 

_ _ _ _ _ _

 

 

 

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου

 θα δοθεί από την Σταματίου, Δ.

­­­

_ _ _ _ _ _

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Η υπό κρίση έφεση στρέφεται κατά της απόφασης του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λευκωσίας με την οποία εκδόθηκε διάταγμα διατροφής, δυνάμει του οποίου ο εφεσίβλητος-καθ΄ου η αίτηση διατάχθηκε όπως καταβάλλει στην εφεσείουσα το συνολικό ποσό των €600 για τη διατροφή και συντήρηση των δύο ανηλίκων τέκνων τους, ήτοι, €360 για την ανήλικη κόρη τους Β. και €240 για τον ανήλικο υιό τους Ι..

 

 Οι διάδικοι τέλεσαν γάμο το έτος 1999 και απέκτησαν δύο τέκνα, την Β. και τον Ι. 10 και 6 ετών κατά το χρόνο καταχώρησης της εναρκτήριας αίτησης στις 20.10.2015. Μετά τη διάσταση που επήλθε τον Απρίλιο 2015 και τα δύο τέκνα τους διαμένουν με την εφεσείουσα. Με αίτησή της η εφεσείουσα ζήτησε την έκδοση διατάγματος με το οποίο να καθοριστεί η συνεισφορά του εφεσίβλητου στη διατροφή των τέκνων τους στο ποσό των €1.276 το μήνα.

 

Ο εφεσίβλητος αμφισβήτησε το ποσό που αξίωνε η εφεσείουσα και εισηγήθηκε όπως καταβάλλει το ποσό των €500 μηνιαίως που ήδη καταβάλλει, ως η συνεισφορά του στη διατροφή των παιδιών τους και η υπόθεση οδηγήθηκε σε ακρόαση.

 

Από τη μαρτυρία προέκυψε ότι η εφεσείουσα δεν εργάζεται τα τελευταία 14 χρόνια, ενώ αναζητά εργασία μέσω του Γραφείου Εργασίας, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Διαθέτει καταθέσεις ποσού €515.000 σε διάφορες τράπεζες σε κοινούς λογαριασμούς με τους γονείς της από χρήματα που προήλθαν  από την πώληση οικίας που ήταν εγγεγραμμένη στο όνομα της ίδιας και των γονέων της. Από τις εν λόγω καταθέσεις η ίδια λαμβάνει τόκους περίπου €280 μηνιαίως.

 

Από την άλλη, ο εφεσίβλητος εργάζεται ως καθηγητής με μηνιαίο εισόδημα €2.383.07, και λαμβάνει €460 το μήνα από ενοίκιο διαμερίσματος, ενώ ο ίδιος καταβάλλει ενοίκιο €450 το μήνα.

Το Δικαστήριο, εξετάζοντας την οικονομική ικανότητα του κάθε ενός από τους διαδίκους, έκρινε ότι η εφεσείουσα είναι ικανή για εργασία και συνεπώς θεώρησε την εισοδηματική της ικανότητα ότι ανέρχεται στο ποσό των €800 το μήνα ως ελάχιστο μισθό. Στη βάση δε των τραπεζικών της καταθέσεων θεώρησε ότι θα μπορούσε να αξιοποιήσει τα χρήματα αυτά ή μέρος αυτών ώστε να έχει κάποιο εισόδημα που να χρησιμοποιείται τόσο για την επιβίωσή της όσο και ως συνεισφορά για την επιβίωση των παιδιών της. Κατέληξε, συναφώς, ότι η εισοδηματική της ικανότητα και δυνατότητα θα μπορούσε να είναι €2.500 μηνιαίως.

 

Όσον αφορά τον εφεσίβλητο, θεώρησε το μηνιαίο μισθό του μετά από κάποιες αποκοπές που γίνονται για οφειλές φόρου προηγούμενων χρόνων ότι ανέρχεται σε €2.570,22. Δεν έλαβε υπόψη το ενοίκιο που λαμβάνει έχοντας υπόψει ότι καταβάλλει και ο ίδιος μηνιαίο ενοίκιο.

 

Ως εκ των ανωτέρω, κατέληξε ότι η εισοδηματική ικανότητα και δυνατότητα των διαδίκων είναι περίπου ίση.

 

Αναφορικά με τα έξοδα διατροφής και συντήρησης των δύο παιδιών το Δικαστήριο κατέληξε ότι αυτά ανέρχονται στο συνολικό ποσό των €709 για τη Β. και €480 για τον Ι.. Εξέδωσε, συναφώς, διάταγμα εναντίον του εφεσίβλητου για το συνολικό ποσό των €600 μηνιαίως ως τη δική του συνεισφορά.  Περαιτέρω, απέρριψε το αίτημα της εφεσείουσας για συνεισφορά του εφεσίβλητου για τη φοίτηση των τέκνων τους στο καλοκαιρινό σχολείο, λόγω μη δικογράφησης του εξόδου αυτού.

 

Η εφεσείουσα με επτά λόγους έφεσης προσβάλλει την απόφαση του Οικογενειακού Δικαστηρίου.

 

Με τον πρώτο λόγο η εφεσείουσα θεωρεί ότι εσφαλμένα και αναιτιολόγητα το Δικαστήριο έκρινε ότι θα μπορούσε να αξιοποιήσει το μερίδιο των καταθέσεών της ύψους €275.000. Σύμφωνα με την εισήγηση, το Δικαστήριο, χωρίς να έχει δικαστική γνώση σε ζητήματα επενδύσεων και οικονομικών θεμάτων, εφόσον δεν προσήχθη ενώπιον του τέτοια μαρτυρία, δεν μπορούσε να καταλήξει σε ένα τέτοιο συμπέρασμα. Το μόνο ποσό στο οποίο θα  μπορούσε να καταλήξει ως προς την εισοδηματική της ικανότητα και δυνατότητα σε σχέση με τις καταθέσεις, είναι αυτό των τόκων που λαμβάνει και ανέρχεται στο ποσό των €280 το μήνα. Λανθασμένο επίσης θεωρεί το σκεπτικό του Δικαστηρίου όπου διερωτήθηκε πώς μπορεί να επιβιώνει η εφεσείουσα μόνο με το ποσό των €280, καθότι, με βάση τη μαρτυρία της εφεσείουσας, αυτή ανέφερε ότι αναγκάζεται να ξοδεύει από το χρήματα που έχει αποταμιεύσει μαζί με τον πατέρα της από την πώληση του ακινήτου που είχαν από κοινού. Περαιτέρω, προβάλλει ότι το συμπέρασμα το Δικαστηρίου είναι και επικίνδυνο καθότι δεν λαμβάνει υπόψη ότι ο εφεσίβλητος έχει μεγάλη ακίνητη περιουσία για να καταλήξει σε ανάλογο εύρημα ως προς τη δυνατότητα αξιοποίησης της.

 

Αντίθετη επί του προκειμένου η θέση του εφεσίβλητου, ο οποίος υποστήριξε την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξετάζοντας την οικονομική ικανότητα και δυνατότητα της εφεσείουσας ανέφερε τα ακόλουθα:

 

«Εξετάζοντας την οικονομική ικανότητα και δυνατότητα της αιτήτριας λαμβάνω υπόψη τη μαρτυρία της ότι λαμβάνει από τους τόκους των τραπεζικών καταθέσεων περίπου €280 το μήνα, όπως προκύπτει από τα σχετικά πιστοποιητικά που κατέθεσε ως τεκμήρια. Ο καθ΄ου η αίτηση ανέφερε στη μαρτυρία του αόριστα ότι η αιτήτρια λαμβάνει επίδομα μονογονεϊκής οικογένειας και επίδομα τέκνου, χωρίς να αναφέρει συγκεκριμένα αν δικαιούται να λαμβάνει τα εν λόγω επιδόματα με βάση το σχετικό νόμο και ποια ποσά συγκεκριμένα λαμβάνει ή θα έπρεπε να λαμβάνει. Αναφέρθηκε η αιτήτρια στις προσπάθειες της για εξεύρεση εργασίας καταθέτοντας σχετικά τεκμήρια. Παρόλα αυτά , είναι ικανή για εργασία και συνεπώς θα θεωρήσω την εισοδηματική ικανότητα της στο ποσό των €800 το μήνα ως ελάχιστο μισθό. Δεν διαφεύγουν της προσοχής μου οι τραπεζικές καταθέσεις που έχει η αιτήτρια από κοινού με τον πατέρα της ποσού €515.000. Συνεπώς το μερίδιο της είναι €275.000. Αναμφίβολα θα μπορούσε να αξιοποιήσει τα χρήματα αυτά ή μέρος αυτών ώστε να έχει κάποιο εισόδημα που να εξασφαλίζει, εκτός από την επιβίωση της, τη συνεισφορά της στην επιβίωση των τέκνων της. Εύλογα διερωτάται κανείς πώς είναι δυνατόν να επιβιώνει η ίδια με το ποσό των €280 που λαμβάνει από τους τόκους και να επιβιώνουν τα τέκνα της με το ποσό των €500 που λαμβάνει από τον καθ΄ου η αίτηση. Έχοντας κατά νου τις σκέψεις αυτές, θα θεωρήσω την εισοδηματική ικανότητα και δυνατότητα της ότι θα μπορούσε να είναι περίπου €2.500 το μήνα.»

 

Στο σημείο αυτό είναι ορθό να υπομνήσουμε τις σχετικές νομοθετικές πρόνοιες  και νομολογιακές αρχές που διέπουν τα θέματα διατροφής.

 

Το άρθρο 33(1) του περί Σχέσεων Γονέων και Τέκνων Νόμου του 1990 Ν.216/90, (στο εξής «ο Νόμος») προνοεί πως οι γονείς έχουν υποχρέωση να διατρέφουν τα ανήλικα τέκνα τους από κοινού ο καθένας ανάλογα με τις δυνάμεις του.

 

Το άρθρο 37 του ίδιου Νόμου καθορίζει το μέτρο και τι περιλαμβάνει η διατροφή, ως ακολούθως:

«37.-(1) Η διατροφή προσδιορίζεται με βάση τις ανάγκες του δικαιούχου, όπως αυτές προκύπτουν από τις συνθήκες της ζωής του και τις οικονομικές δυνατότητες που υπάρχουν για διατροφή προσώπου.

(2) Η διατροφή περιλαμβάνει όλα όσα είναι αναγκαία για τη συντήρηση και ευημερία του δικαιούχου και επιπλέον, ανάλογα με την περίπτωση, τα έξοδα για την εν γένει εκπαίδευση του.

(3) Σε περίπτωση που ο γονέας εναντίον του οποίου έχει εκδοθεί διάταγμα διατροφής λαμβάνει 13ο ή και 14ο μισθό ή το Δικαστήριο κρίνει εύλογο, το διάταγμα διατροφής δυνατόν να περιλαμβάνει και αντίστοιχη επιπρόσθετη 13η ή και 14η καταβολή, ως το Δικαστήριο ήθελε ορίσει.»

 

Το μέτρο της διατροφής των ανηλίκων δεν μπορεί να εξευρεθεί με απόλυτους αριθμούς και για τον εντοπισμό των πραγματικών αναγκών τους θα πρέπει το Δικαστήριο να προχωρεί με βάση τη κοινή λογική και την πείρα της ζωής (Παναγιώτου ν. Σφικτού (2001) 1 ΑΑΔ 625) καθώς και ότι πρέπει να διατηρηθεί το επίπεδο ζωής των ανηλίκων που θα είχαν εάν οι γονείς τους συμβίωναν, όσο αυτό είναι δυνατό (Κορελλίδης ν. Κορελλίδη (2012) 1 ΑΑΔ 1975).

 

Ως προς τον καθορισμό της συνεισφοράς εκάστου γονέα σημασία έχει η οικονομική τους ικανότητα και όχι ό,τι επέλεξαν να διαμορφώσουν, ώστε να βρίσκονται σε κατάσταση αδυναμίας που να μην τους επιτρέπει να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους (Ηλία (1997) 1 ΑΑΔ 1372).

 

Στη βάση των πιο πάνω, δεν θεωρούμε εσφαλμένη την κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η εφεσείουσα θα μπορούσε να αξιοποίηση το μερίδιο των καταθέσεών της.

 

Συνακόλουθα, ο πρώτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

Με το δεύτερο λόγο έφεσης η εφεσείουσα θεωρεί ότι εσφαλμένα το Δικαστήριο δεν πρόσθεσε στα εισοδήματα του εφεσίβλητου το ενοίκιο ύψους €460 που λαμβάνει κάθε μήνα από την ενοικίαση του ιδιόκτητου διαμερίσματος. Το γεγονός ότι ο εφεσίβλητος καταβάλλει ο ίδιος €450 για ενοίκιο δεν αντισταθμίζει τη παράλειψη του Δικαστηρίου εφόσον τα έξοδα των διαδίκων δεν έπαιξαν οποιοδήποτε ρόλο στην απόφασή του.

 

Το Δικαστήριο, εξετάζοντας την οικονομική ικανότητα και δυνατότητα του εφεσίβλητου, ανέφερε τα ακόλουθα για το εγειρόμενο ζήτημα:

 

«Η αιτήτρια ανέφερε στη μαρτυρία της ότι ο καθ΄ου η αίτηση λαμβάνει ενοίκιο ποσού €460. Κατέθεσε ως τεκμήριο αντίγραφο ενοικιαστηρίου εγγράφου ημερομηνίας 3.7.2013. Δεν διαφεύγει της προσοχής μου ότι η αιτήτρια δεν δικογράφησε το γεγονός αυτό. Επισημαίνω όμως ότι ο καθ΄ου η αίτηση είχε υποχρέωση να απκαλύψει τα εισοδήματα του και δεν αμφισβήτησε τον ισχυρισμό αυτό της αιτήτριας. Αντίθετα ήταν σαφής στην παρουσίαση των εξόδων του αναφέροντας ότι καταβάλλει ενοίκιο ποσού €450 το μήνα καταθέτοντας ως τεκμήριο αντίγραφο του ενοικιαστηρίου εγγράφου. Ενόψει των ανωτέρω δεν λαμβάνω υπόψη το έξοδο του ενοικίου που καταβάλλει.»

 

Δε διαπιστώνουμε σφάλμα στην προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου έτσι ώστε να απαιτείται η παρέμβασή μας.

 

Κατ΄αρχάς σημειώνεται ότι στην αίτηση δεν γίνεται οποιαδήποτε αναφορά στο ποσό που λαμβάνει ο εφεσίβλητος από την ενοικίαση του εν λόγω διαμερίσματος. Αναφορά στο ότι ο εφεσίβλητος λαμβάνει ενοίκιο από ακίνητη περιουσία που διαθέτει γίνεται στην απάντηση στην υπεράσπιση, χωρίς να αναφέρεται οποιοδήποτε ποσό. Το γεγονός δε ότι ο εφεσίβλητος παρά το ότι εισπράττει ενοίκιο από το διαμέρισμα που διαθέτει πληρώνει και ο ίδιος ενοίκιο για το διαμέρισμα που διαμένει, ορθά θεωρήθηκε από το Δικαστήριο ότι δεν θα έπρεπε να ληφθεί υπόψη το ποσό που εισπράττει από την ενοικίαση του δικού του διαμερίσματος. Σε σχέση με την εισήγηση ότι δεν λήφθηκαν υπόψη οποιαδήποτε έξοδα των διαδίκων, δεν έχουμε διαπιστώσει ότι τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου τέτοια έξοδα και δεν λήφθηκαν υπόψη. Άλλωστε και ο ισχυρισμός αυτός παρέμεινε στη σφαίρα της γενικότητας.

 

Ο λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

Με τον τρίτο λόγο έφεσης η εφεσείουσα προβάλλει ότι λανθασμένα το Δικαστήριο δεν απέδωσε οποιαδήποτε βαρύτητα στη συμφωνία που υπέγραψαν οι διάδικοι με την οποία ο εφεσίβλητος συμφώνησε να πληρώνει το ποσό των €900 μηνιαίως ως συνεισφορά στη διατροφή των παιδιών τους.

 

Στα πλαίσια της ακροαματικής διαδικασίας έδωσε μαρτυρία εκ μέρους της εφεσείουσας ο κ. Α. Τσάρκατζιης, δικηγόρος, ο οποίος αναφέρθηκε στη συζήτηση που έγινε στο γραφείο του με τους δύο διαδίκους για να συμφωνήσουν ως προς τα έξοδα των τέκνων τους και τη συνεισφορά του εφεσίβλητου. Ο ίδιος συνέταξε σχετική συμφωνία την οποία υπέγραψαν οι διάδικοι. Ο εφεσίβλητος κατέβαλε για τους μήνες Ιούνιο-Σεπτέμβριο του 2015 το ποσό των €900 για κάθε μήνα, ως προέβλεπε η συμφωνία.  Από την άλλη, ο εφεσίβλητος ανέφερε στη μαρτυρία του ότι κατέβαλε στην εφεσείουσα το εν λόγω ποσό λόγω «παραπλάνησης και μη λήψης της ενδεδειγμένης νομικής συμβουλής».

 

Το Δικαστήριο διευκρίνισε στην απόφασή του ότι το εν λόγω συμφωνητικό έγγραφο δεν λαμβάνεται υπόψη και ότι θα ασκήσει το ίδιο την εξουσία που του παρέχει ο Νόμος για τη ρύθμιση της υποχρέωσης των γονέων να διατρέφουν τα ανήλικα τέκνα τους.

 

Η εφεσείουσα δέχεται ότι με βάση τις σχετικές διατάξεις της νομοθεσίας, η υπογραφή οποιασδήποτε συμφωνίας σε σχέση με την διατροφή τέκνων δεν εμποδίζει το Δικαστήριο να εκδώσει απόφαση επί του ζητήματος αυτού χωρίς να δεσμεύεται από το περιεχόμενο της συμφωνίας, εισηγείται όμως πως η αποδοχή πληρωμής του ποσού των €900 υποδηλοί τόσο τη θέση των διαδίκων ως προς τα έξοδα των παιδιών όσο και ως προς τις εισοδηματικές δυνατότητες του εφεσίβλητου, παράγοντες που όφειλε να λάβει υπόψη του το Δικαστήριο κατά την έκδοση της απόφασης. Περαιτέρω η εφεσείουσα επικαλείται κώλυμα εκ της συμπεριφοράς του εφεσίβλητου (estoppel by conduct)  να προβάλλει τις περί του αντιθέτου θέσεις του ή ακόμα ότι προσβάλλεται η αξιοπιστία των θέσεων του.

 

Με όλο το σεβασμό ως προς τις θέσεις της εφεσείουσας, δεν τις συμμεριζόμαστε. Εφόσον το Δικαστήριο έχει εξουσία να ρυθμίζει τις υποχρεώσεις των γονέων να διατρέφουν τα ανήλικα τέκνα τους χωρίς να δεσμεύεται από οποιαδήποτε συμφωνία στην οποία είχαν καταλήξει προηγουμένως, δεν θα μπορούσε τέτοια συμφωνία να είχε οποιαδήποτε βαρύτητα, ούτε βέβαια να δημιουργούσε οποιοδήποτε κώλυμα (estoppel). Διαφορετική αντίκρυση του θέματος θα ήταν αντιφατική με το πνεύμα του νόμου.

 

Ο λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

Με τον τέταρτο λόγο έφεσης προσβάλλεται η απόφαση του Δικαστηρίου να απορρίψει το αίτημα για καταβολή του ήμισυ των εξόδων των παιδιών σε καλοκαιρινό σχολείο.

 

Το Δικαστήριο απέρριψε το εν λόγω αίτημα της εφεσείουσας λόγω μη δικογράφησης του εξόδου αυτού ως προνοείται από τη σχετική νομολογία.

 

Η εφεσείουσα στο αιτητικό Β αξιώνει διάταγμα πληρωμής του ήμισυ των εξόδων των παιδιών τους για τη φοίτηση σε καλοκαιρινό σχολείο χωρίς περαιτέρω συγκεκριμενοποίηση. Όπως, όμως, τονίστηκε στην υπόθεση Χαραλάμπους ν. Χαραλάμπους (2010) 1 ΑΑΔ 951 και ακολουθήθηκε στην υπόθεση Όξυνου ν. Λούη (2012) 1 ΑΑΔ 169 ρητή αναφορά και κατά τρόπο θετικό των αναγκών είναι απαραίτητη και σε περίπτωση μη προσδιορισμού τους μέσα στο δικόγραφο, δεν μπορούν να επιδικαστούν. Συνεπώς, ορθά το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν μπορούσε να εκδοθεί διάταγμα για τη συνεισφορά του εφεσίβλητου για τη φοίτηση των τέκνων τους σε καλοκαιρινό σχολείο.

 

Για τους πιο πάνω λόγους, η έφεση απορρίπτεται, με έξοδα εναντίον της εφεσείουσας, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το  Εφετείο.

 

 

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.

 

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.

 

ΓΙΑΣΕΜΗ, Δ

 

/ΧΤΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο