ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2019:A486
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 26/2013
26 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2019
(ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Τ. Ψ. ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/στες)
xxx ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ
ΕΦΕΣΕΙΟΥΣΑ/ ΕΝΑΓΟΥΣΑ
και
xxx Χ"ΝΙΚΟΛΑ
ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ/ ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΥ
--------------------
Ρ. Μάρκου (κα) για Κιτρομιλίδης, Πέτσας ΔΕΠΕ, για την Εφεσείουσα
Λ. Αστραίου (κα) για Τ. Παπαδόπουλο & Συνεργάτες ΔΕΠΕ, για τον Εφεσίβλητο
-------------------------------------
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Παρπαρίνο, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ. Η Εφεσείουσα ενεπλάκη σε τρεις περιπτώσεις σε τροχαίες συγκρούσεις. Η πρώτη έλαβε χώρα στις 16.4.1999 ότε και υπέστη σωματικά τραύματα, η δεύτερη στις 19.3.2004 ότε και τραυματίστηκε ελαφρά και η επίδικη τρίτη επεσυνέβη στις 26.5.2005.
Σχετικά με την τελευταία καταχώρησε αγωγή στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας και αξίωνε το ποσό των €96,924.31 (£55.099) υπό μορφή Ειδικών Αποζημιώσεων, Γενικές Αποζημιώσεις για σωματικές βλάβες, πόνο, ταλαιπωρία, μόνιμη ανικανότητα και απώλεια απολαύσεων της ζωής, αποζημιώσεις για απώλεια μελλοντικών εισοδημάτων, ιατρικών εξόδων και εγχειρήσεων όπως και έξοδα οικιακής βοηθού, αποζημιώσεις για απώλεια εισοδημάτων μέχρι την έκδοση της απόφασης πλέον τόκο και έξοδα. Κατόπιν ακροαματικής διαδικασίας το πρωτόδικο Δικαστήριο επεδίκασε προς όφελος της Εφεσείουσας το ποσό των €1.298,53 ως ειδικές αποζημιώσεις και €20.000 ως γενικές αποζημιώσεις. Τα ποσά έφεραν τόκο από διάφορες ημερομηνίες.
Η Εφεσείουσα με 8 λόγους έφεσης προσβάλλει την πρωτόδικη απόφαση ως εσφαλμένη.
ΠΡΩΤΟΣ ΛΟΓΟΣ
Με τον πρώτο λόγο η Εφεσείουσα προβάλλει ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε σε εύρημα ότι "η σύγκρουση δεν ήταν βίαιη αλλά το όχημα του Εφεσίβλητου/Εναγόμενου μόλις που άγγιξε το όχημα της Εφεσείουσας/Ενάγουσας".
Όπως ο λόγος αυτός αναπτύσσεται στην αιτιολογία του αλλά και με την αγόρευση της ευπαιδεύτου συνηγόρου της Εφεσείουσας τόσο γραπτά αλλά και προφορικά ενώπιον μας, το παράπονο της Εφεσείουσας είναι ότι η το εύρημα αυτό έρχεται σε αντίθεση με τις έγγραφες προτάσεις και δη την Έκθεση Υπεράσπισης όπου ο Εφεσίβλητος δεν δικογράφησε αυτή τη θέση. Επίσης είναι η εισήγηση της Εφεσείουσας ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο μετέτρεψε τον εαυτό του σε εμπειρογνώμονα καταλήγοντας στην ένταση της σύγκρουσης, ως ανωτέρω, δεδομένου ότι ουδεμία μαρτυρία τέθηκε ενώπιον του από ειδικό εμπειρογνώμονα.
Η εισήγηση ως ανωτέρω δεν είναι βάσιμη και θα πρέπει να απορριφθεί. Τα επίδικα θέματα περιορίζονται σε αυτά που προσδιορίζονται στην δικογραφία (βλ. Παπαλλου ν. Hodgston (2000) 1 A.A.Δ. 1706, Καζάκου ν. Αβρααμίδου (2000) 1 Α.Α.Δ 1626).
Στην παρούσα υπόθεση η σύγκρουση των δύο οχημάτων που οδηγούντο από τους διαδίκους ήταν επίδικο θέμα όπως ξεκάθαρα προκύπτει από τα δικόγραφα των διαδίκων. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, περαιτέρω, πολύ ορθά προχώρησε να εξετάσει την ένταση της σύγκρουσης ενόψει των ισχυρισμών που προέβαλε με την Έκθεση Υπεράσπισης του ο Εφεσίβλητος ότι δηλαδή τα προβλήματα υγείας που ισχυρίζετο η Εφεσείουσα ότι αντιμετωπίζει προϋπήρχαν του επιδίκου ατυχήματος αρνούμενος ότι αυτά προεκλήθησαν συνέπεια του επιδίκου ατυχήματος (βλ. Έκθεση Υπεράσπισης §6 και 7) όπως η Εφεσείουσα προβάλει στην Έκθεση Απαιτήσεως της (βλ. §7).
Αναφορικά με την δεύτερη πτυχή της εισήγησης παρατηρούμε τα ακόλουθα. Η εκδοχή του Εφεσιβλήτου ήταν ότι στον δρόμο υπήρχε τροχαία κίνηση κι όλοι εκινούντο πολύ αργά όπως και ο ίδιος. Χωρίς να το καταλάβει το αυτοκίνητό του που είναι αυτόματο άγγιξε στο μπροστινό αυτοκίνητο της Εφεσείουσας που τα χώριζε 1 - 2 πόδια. Το δικό του όχημα δεν υπέστη καμία ζημιά. Επίσης σύμφωνα με την αποδεκτή μαρτυρία που ήταν φωτογραφίες του οχήματος της Εφεσείουσας (Τεκμ. 27) αυτό υπέστη μικρή ζημιά ύψους €560 ευρώ. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχτηκε την εκδοχή του Εφεσιβλήτου ως αληθή και αξιόπιστη και σε συνδυασμό με τα άλλα δύο δεδομένα (φωτογραφίες και μικρό ποσό επιδιόρθωσης της ζημιάς του οχήματος της Εφεσείουσας) κατέληξε ότι τα πιο πάνω συνηγορούν "στην λογική εκδοχή του Εναγομένου ότι το αυτοκίνητο του απλά άγγιξε το αυτοκίνητο της Ενάγουσας και η σύγκρουση δεν ήταν βίαιη".
Αφού λοιπόν αποδέχτηκε την εκδοχή του Εφεσιβλήτου κατέληξε στα ευρήματα ότι η σύγκρουση δεν ήταν βίαιη αλλά το όχημα του Εναγομένου μόλις που άγγιξε το όχημα της Ενάγουσας. Συνεπώς τα ευρήματα αυτά είναι το αποτέλεσμα της αξιολόγησης και αποδοχής της μαρτυρίας του Εφεσιβλήτου και όχι ως αποτέλεσμα νοητικής διεργασίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου, αναλαμβάνοντας το ρόλο πραγματογνώμονα. Η παρούσα περίπτωση διαχωρίζεται από άλλες όπου το Δικαστήριο βασιζόμενο σε πραγματική μαρτυρία π.χ. ίχνη τροχοπέδησης, ταχύτητα, σχέδιο της σκηνής της σύγκρουσης καταλήγει σε δικά του συμπεράσματα αναλαμβάνοντας το ρόλο πραγματογνώμονα (βλ. Eliades v. Police (1978) 2 C.L.R. 114, Stakos v. Nicolaou (1980) 1 C.L.R. 333, Αγησιλάου ν. Χρίστου (1989) 1(Ε) Α.Α.Δ. 713, Μαυρίδης ν. Dharaghji (1990) 1 Α.Α.Δ. 1013, Παπαϊωάννου ν. Νικολάου (2005) 1 Α.Α.Δ. 800).
ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΛΟΓΟΣ
Με τον λόγο αυτό η Εφεσείουσα εισηγείται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την μαρτυρία των ιατρών Μ.Ε.2, Μ.Ε.3 και Μ.Ε.4 και αποδέχτηκε αυτόν του Μ.Υ. 1, καταλήγοντας στα ευρήματα αναφορικά με την κατάσταση της υγείας της. Προέβη σε λανθασμένη αξιολόγηση της μαρτυρίας των άνω ιατρών και κατέληξε σε θέσεις που είναι αντίθετες με τα ιατρικά πιστοποιητικά που κατατέθησαν για την αλήθεια του περιεχομένου τους. Τα ευρήματα για τα οποία παραπονείται η Εφεσείουσα εστιάζονται σε αυτά που καταγράφονται στη σελ. 18 της απόφασης και που είναι:
"Για όλα τα πιο πάνω, αποδεχόμενη τη μαρτυρία του Μ.Υ.1 ως και το περιεχόμενο των τεκμ. 4, 5 και 24(α)(β), αποτελεί εύρημα του Δικαστηρίου ότι:
(α) Η σπονδυλοδεσία στην οποία υποβλήθηκε η Ενάγουσα το 2000 μετά το πρώτο δυστύχημα της 16.4.99 ήταν η αιτία εκφύλισης του υποκείμενου μεσοσπονδυλίου δίσκου, η οποία επιτάχυνε την κάκωση της αυχενικής μοίρας της σπονδυλικής στήλης.
(β) Οι σημερινοί πόνοι της Ενάγουσας αποδίδονται στα εκφυλιστικά φαινόμενα της σπονδυλικής στήλης, τα οποία επιταχύνθηκαν συνεπεία των προηγούμενων κακώσεων της αυχενικής μοίρας της σπονδυλικής στήλης και η σπονδυλοδεσία του 2000 επιταχύνει τον εκφυλισμό του μεσοσπονδυλίου δίσκου.
(γ) Η σπονδυλοδεσία στην οποία υποβλήθηκε η Ενάγουσα το 2000, την καθιστούσε ευάλωτη σε έναν νέο τραυματισμό και ήδη παρουσίαζε πανομοιότυπα συμπτώματα πόνου στο αριστερό άνω άκρο από τον Μάρτιο του 2004, μετά το δεύτερο δυστύχημα.
(δ) Η Ενάγουσα υποφέρει από Α7 ριζοπάθεια αριστερά, η οποία προϋπήρχε του επίδικου δυστυχήματος.
(ε) Λόγω των προηγούμενων δύο δυστυχημάτων και του ήδη κακοποιημένου αυχένα, η Ενάγουσα ήταν ευάλωτη σε οποιουσδήποτε άλλους τραυματισμούς.
(στ) Οι προηγούμενοι πόνοι στο αριστερό άνω άκρο, οι οποίοι προϋπήρχαν του επίδικου δυστυχήματος, από τον Μάρτιο του 2004 μετά το δεύτερο δυστύχημα, επιδεινώθηκαν λόγω του επίδικου δυστυχήματος."
Προκειμένου το πρωτόδικο Δικαστήριο να καταλήξει στα πιο πάνω ευρήματα προέβη στη διεργασία αξιολόγησης της σχετικής μαρτυρίας. Όπως η νομολογία ορίζει, το Εφετείο σπάνια επεμβαίνει για να αποφασίσει την αξιοπιστία ενός μάρτυρα. Ευχέρεια για τον παραγκωνισμό ευρημάτων αξιοπιστίας παρέχεται μόνο όταν καταφαίνονται εξ αντικειμένου ανυπόστατα ή όταν είναι παράλογα ή αυθαίρετα ή δεν υποστηρίζονται από την μαρτυρία που το πρωτόδικο Δικαστήριο έχει αποδεχθεί ως αξιόπιστη. Το Εφετείο επίσης δεν επανεκτιμά τη μαρτυρία προκειμένου να προβεί το ίδιο σε πρωτογενή ευρήματα ως προς τα γεγονότα. Αυτό είναι κατ' εξοχήν έργο του πρωτόδικου Δικαστηρίου (βλ. Θεοδούλου ν. Δημητρίου κ.α. 1 (1998) 1 Α.Α.Δ. 1095, Miorage v. Radivoje nik (1998) 1 Α.Α.Δ. 1162)
Η ευπαίδευτη συνήγορος για την Εφεσείουσα απομονώνοντας ορισμένα μέρη από τις ιατρικές εκθέσεις του Δρ. Τζανή στα Τεκμ. 4-5, τα οποία να σημειωθεί κατατέθηκαν εκ συμφώνου, εισηγήθηκε ότι η Ενάγουσα υπέστη συνεπεία του δυστυχήματος κήλη του μεσοσπονδύλιου δίσκου στο διάστημα Α6-Α7, μυελοπάθεια λόγω πίεσης του νωτιαίου μυελού και ριζοπάθεια. Επίσης προς υποστήριξη των πιο πάνω αναφέρθηκε στα Τεκμ. 7-10, Ιατρικές Εκθέσεις που ετοιμάστηκαν από τον ιατρό Μιχάλη Πρωτοπαπά (Μ.Ε.2) αλλά και σε μέρος των πρακτικών.
Εξετάσαμε με προσοχή όλα τα πιο πάνω και δεν συμφωνούμε με την εισήγηση. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά και δίκαια εξέτασε την σχετική μαρτυρία στο σύνολο της και αντιπαράβαλε τις αντίθετες γνώμες των ιατρών όπου αυτό ήταν αναγκαίο για να καταλήξει στα συμπεράσματα που κατέληξε με πλήρη, ορθή και δίκαιη αιτιολόγηση. Τα Τεκμ. 4, 5 και 24(α),(β) δεν βοηθούν την εισήγηση της Εφεσείουσας. Προσεκτική εξέταση καταδεικνύει τις προϋπάρχουσες κακώσεις που υπέστη η Ενάγουσα όπως επίσης και τα εκφυλιστικά φαινόμενα που ακολούθησαν. Επίσης η απόρριψη της μαρτυρίας του Μ.Ε.2 δικαιολογείται πλήρως από την προσαχθείσα μαρτυρία θεωρούμενη στο σύνολο της με αποτέλεσμα να μην παρέχεται η δυνατότητα επέμβασης μας. Ο λόγος Έφεσης αρ. 2 απορρίπτεται.
ΤΡΙΤΟΣ ΛΟΓΟΣ
Εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο εύρημα ότι η Ενάγουσα δεν ήταν ανίκανη για εργασία. Αυτό προβάλλεται με τον τρίτο λόγο Έφεσης.
Πάλι η ευπαίδευτος συνήγορος για την Εφεσείουσα στήριξε τον πιο πάνω λόγο στις μαρτυρίες που δόθησαν από την Ενάγουσα όσο και από τους ιατρούς/μάρτυρες που κατέθεσαν γι' αυτή, ήτοι Μ.Ε.2-4.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αντιμετώπισε το θέμα ως ακολούθως:
"...... Αποδέχομαι επίσης ότι η νευρολογική και ψυχολογική της κατάσταση δυσκόλεψε μετά το επίδικο δυστύχημα του Μάϊου του 2005. Ωστόσο, δεν αποδέχομαι τη μαρτυρία του Μ.Ε.3 ότι η Ενάγουσα είναι ανίκανη για εργασία 100% λόγω της ψυχολογικής της κατάστασης. Και τούτο γιατί, ο Μ.Ε.3 αντεξεταζόμενος δέχθηκε ότι τα τελευταία δυο-τρία χρόνια η Ενάγουσα νοιώθει την ανάγκη να εργαστεί και ο ίδιος προσπάθησε να τη βοηθήσει να επανέλθει στην εργασία της γιατί είναι και η δική του Θέση ότι Θα πρέπει να εργαστεί αφού η εργασία αποτελεί τρόπο για να Θεραπευθεί η κατάθλιψη της.
Σ' ότι αφορά την ικανότητα της Ενάγουσας για εργασία, σε σχέση με τα σωματικά προβλήματα υγείας της, ο Μ.Ε.2 ισχυρίστηκε ότι αυτή δεν είναι σε θέση να εργαστεί, ενώ κατά την αντεξέταση ισχυρίστηκε ότι δεν μπορεί να ασκήσει χειρονακτική εργασία, είναι όμως ικανή να ασκεί γραφειακή εργασία. Αντίθετα, ο Μ.Υ.1 ισχυρίστηκε ότι η Ενάγουσα δεν παρουσιάζει ουσιαστική αναπηρία κινητικά και επομένως σωματικά δεν είναι ανίκανη για εργασία. Αποδέχομαι τη θέση του Μ.Υ.1, έχοντας κατά νου και τα ευρήματα του Δικαστηρίου σε σχέση με την κατάσταση της υγείας της μετά το επίδικο δυστύχημα όπως την περιέγραψε ο Μ.Υ.1 πιο πάνω. Επομένως, είναι η κατάληξη του Δικαστηρίου ότι η Ενάγουσα λόγω των σωματικών προβλημάτων υγείας της, δεν είναι ανίκανη προς εργασία. Η σχετική μαρτυρία της Ενάγουσας (Μ.Ε.1) ότι λόγω μόνιμης αναπηρίας της είναι ανίκανη να εργαστεί και κρίθηκε από την Υπηρεσία Κοινωνικών Ασφαλίσεων ανάπηρη για εργασία σε ποσοστό 65% από 1.11.06 αφού εξετάστηκε από Ιατροσυμβούλιο, δεν γίνεται αποδεκτή. Και τούτο γιατί η Θέση της αυτή δεν υποστηρίχθηκε από ιατρική μαρτυρία, δηλ. αυτήν του Μ.Ε.2, που όπως ανέφερα πιο πάνω, δέχθηκε ότι αυτή μπορεί να ασκεί γραφειακή εργασία αλλά και γιατί η πλευρά της Ενάγουσας καμιά μαρτυρία προσκόμισε ενώπιον του Δικαστηρίου από την Υπηρεσία Κοινωνικών Ασφαλίσεων και από το Ιατροσυμβούλιο προς τεκμηρίωση των πιο πάνω. Η απλή κατάθεση των τεκμ. 14 και 15(α)(β), δεν κρίνεται ως αρκετή προς απόδειξη των πιο πάνω ισχυρισμών της αφού οι εκδότες των εν λόγω τεκμηρίων δεν έδωσαν καμιά μαρτυρία ενώπιον του Δικαστηρίου, η δε πλευρά της Ενάγουσας καμιά εξήγηση έδωσε στο Δικαστήριο για την απουσία τους ως μάρτυρες, ώστε να κριθεί κατά πόσο ήταν ή όχι εύλογο και εφικτό να κλητευθούν ως μάρτυρες στο Δικαστήριο.
Αποτελεί εύρημα του Δικαστηρίου ότι η Ενάγουσα υποφέρει από κατάθλιψη από το 1999 λόγω του πρώτου ατυχήματος της το 1999 ως και του διαζυγίου της. Το επίδικο δυστύχημα επηρέασε την ψυχολογική της κατάσταση, όμως δεν την κατέστησε ανίκανη για εργασία, αφού σύμφωνα με τον Μ.Ε.3, η Ενάγουσα τα τελευταία δυο-τρία χρόνια αισθάνεται την ανάγκη να εργαστεί.
Η μαρτυρία της Ενάγουσας (Μ.Ε.1) σε σχέση με τα σωματικά και ψυχολογικά της προβλήματα, στον βαθμό που είναι αντίθετη με τα ευρήματα του Δικαστηρίου ως ανωτέρω, δεν είναι αποδεκτή από το Δικαστήριο."
Αφού εξετάσαμε τη σχετική μαρτυρία, συμφωνούμε με την πρωτόδικη προσέγγιση επί του θέματος και δεν έχουμε να προσθέσουμε οτιδήποτε άλλο πλην του ότι οι βεβαιώσεις του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, Τεκμ. 14 και Επαρχιακού Γραφείου Κοινωνικών Ασφαλίσεων, Τεκμ. 15(α) και 15(β) από μόνες τους, ενόψει της απόρριψης άλλης μαρτυρίας προς την κατεύθυνση υπό εξέταση, δεν ήταν ικανές να αποδείξουν ότι η Εφεσείουσα είναι ανίκανη για εργασία. Η παροχή στην Εφεσείουσα σύνταξης αναπηρίας "σε ποσοστό 65% από 1.1.2006" μέχρι 31.12.2007 που καλύπτουν τα πιο πάνω τεκμήρια δεν σημαίνει ότι αυτή δεν ήταν ικανή για πάσης φύσεως εργασίας.
Ο τρίτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.
ΤΕΤΑΡΤΟΣ ΛΟΓΟΣ
Με τον τέταρτο λόγο προσβάλλεται ως εσφαλμένη η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να μην επιδικάσει στα ιατρικά έξοδα της χειρουργικής επέμβασης που έγινε στην Αθήνα από τον ιατρό Δρ Τζανή στην Ενάγουσα όπως επίσης τα ιατρικά έξοδα εξετάσεων της, Μ.R.I και αεροπορικά έξοδα μετάβασης της στην Αθήνα.
Η ευπαίδευτη συνήγορος υποστήριξε ότι εφόσον οι ιατρικές εκθέσεις του ιατρού Τζανή, Τεκμ. 4 και 5, έγιναν αποδεκτές από το Δικαστήριο, η διενεργηθείσα εγχείρηση υπ' αυτού ήταν ορθή αλλά και διότι τα έξοδα μετάβασης της στην Ελλάδα και άλλα ιατρικά έξοδα, MRI κ.λ.π δεν αμφισβητήθηκαν, τότε θα έπρεπε να επιδικασθούν από το πρωτόδικο Δικαστήριο προς όφελος της Εφεσείουσας.
Η πιο πάνω επιχειρηματολογία παραγνωρίζει τον πραγματικό λόγο απόρριψης τους. Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αξίωση αυτή καθότι έκρινε ότι "η χειρουργική επέμβαση από τον Δρ Τζανή αφορούσε σωματικές βλάβες που προϋπήρχαν του επίδικου δυστυχήματος".
Το εύρημα αυτό υπήρξε αντικείμενο του δεύτερου λόγου έφεσης και κρίθηκε ως ορθό, συνεπώς εφόσον έτσι έχουν τα πράγματα η Εφεσείουσα εις ουδέν ποσό δικαιούται και ο λόγος έφεσης κρίνεται ανεδαφικός.
ΠΕΜΠΤΟΣ ΚΑΙ ΕΒΔΟΜΟΣ ΛΟΓΟΙ
Οι δύο λόγοι συνεξετάζονται λόγω του ότι αφορούν συνυφασμένα θέματα και το αποτέλεσμα του πέμπτου λόγου αποτελεί βαρόμετρο για τον έβδομο λόγο όπως και αντίθετα.
Ο πέμπτος λόγος προσβάλλει την μη ορθή και δίκαιη εφαρμογή από το πρωτόδικο Δικαστήριο της αρχής ότι ο αδικοπραγών ευθύνεται για την επιδείνωση προϋπάρχουσας κατάστασης, αφού βρίσκει το θύμα του όπως είναι και με τον έβδομο η ανεπάρκεια, κατά την Εφεσείουσα, του επιδικασθέντος ποσού των €20.000 ως γενικές αποζημιώσεις για πόνο και ταλαιπωρία.
Η ευπαίδευτη συνήγορος της Εφεσείουσας, εισηγήθηκε ότι η παρούσα περίπτωση δεν αφορά επιδείνωση προϋπάρχοντος τραυματισμού, ως έκρινε το πρωτόδικο Δικαστήριο, καθότι δεν υπήρξε τέτοιος τραυματισμός. Εδώ αφορά νέο τραυματισμό συνεπεία του επίδικου δυστυχήματος και η Εφεσείουσα ήταν πιο ευάλωτη σε τραυματισμό λόγω της κατάστασης της και που αφορούσε την σπονδυλοδεσία στο διάστημα Α5-Α6. Αυτό όμως, σύμφωνα με την εισήγηση, δεν ερμηνεύεται ως επιδείνωση προϋπάρχουσας κατάστασης. Εδώ ο Εφεσίβλητος ευθύνεται για τους προκληθέντες στην Εφεσείουσα τραυματισμούς λόγω του δυστυχήματος, άσχετα εάν αυτή λόγω κάποιας προγενέστερης κατάστασης ήταν πιο ευάλωτη και επιρρεπής σε τραυματισμούς. Η πιο πάνω αρχή θα έπρεπε να τύχει εφαρμογής στην παρούσα υπόθεση και όχι ως λανθασμένα αντελήφθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι δηλαδή η Εφεσείουσα είχε πρόβλημα πριν το επίδικο δυστύχημα. Η Ενάγουσα, συνεπεία του δυστυχήματος υπέστη κήλη του μεσοσπονδύλιου δίσκου στο διάστημα Α6-Α7 και μυελοπάθεια και με βάση αυτά αλλά όλα τα άλλα ως η προσαχθείσα μαρτυρία γι' αυτή τότε το ποσό των €20.000 που επεδικάσθη προς όφελος της υπό μορφή γενικών αποζημιώσεων είναι ανεπαρκές.
Αντίθετη, βέβαια, είναι η εισήγηση της ευπαιδεύτου συνηγόρου δια τον Εφεσίβλητο. Αυτή εισηγήθηκε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έσφαλλε και ότι η παρούσα περίπτωση δεν αφορά θέμα επιδείνωσης της κατάστασης της Εφεσείουσας εφόσον αυτά προϋπήρχαν του επίδικου δυστυχήματος. Επίσης ότι το ποσό των €20.000 που επεδικάσθη προς όφελος της Εφεσείουσας ως γενικές αποζημιώσεις είναι ορθό και δεν δικαιολογείται η αύξηση του.
Στην Κωμιάτη ν. Πόλιτσου κ.α. (2001) 1 Α.Α.Δ. 226 λέχθηκε ότι "αποτελεί αξίωμα του δικαίου των αστικών αδικημάτων, ότι το θύμα του αδικήματος εκλαμβάνεται στην κατάσταση που ευρίσκεται και, βάσει αυτού του δεδομένου, αποτιμάται η ζημία την οποία υφίσταται. Δεν είναι ο νοητός μέσος άνθρωπος αλλά το συγκεκριμένο θύμα του αστικού αδικήματος, που αποτελεί το υποκείμενο της αποζημίωσης. Προσμετρούν, κατά συνέπεια, οι ιδιαιτερότητες του εφεσείοντος στον καθορισμό των επιπτώσεων του τραυματισμού του και, κατ' επέκταση, της αποζημίωσης, την οποία δικαιούται".
Το πρωτόδικο Δικαστήριο επί του εξεταζόμενου θέματος αναφέρει τα ακόλουθα:
"Στη συγκεκριμένη περίπτωση αποτελεί εύρημα του Δικαστηρίου ότι η Ενάγουσα υποφέρει από Α7 ριζοπάθεια αριστερά, η οποία προϋπήρχε του επίδικου δυστυχήματος.
Έχει πόνους στον αυχένα και στο αριστερό άνω άκρο, οι οποίοι προϋπήρχαν του επίδικου δυστυχήματος, όμως επιδεινώθηκαν λόγω του επίδικου δυστυχήματος εφόσον λόγω των κακώσεων από τα προηγούμενα δυστυχήματα και της σπονδυλοδεσίας στην οποία υποβλήθηκε το 2000, αυτή ήταν ευάλωτη σε νέους τραυματισμούς. Αποτελεί επίσης εύρημα του Δικαστηρίου ότι η Ενάγουσα πάσχει από αγχώδη κατάθλιψη από το 1999, όμως λόγω του επίδικου δυστυχήματος η νευρολογική και ψυχολογική κατάσταση της χειροτέρευσε.
Έχοντας κατά νου τα πιο πάνω ευρήματα του Δικαστηρίου, κρίνω ότι ένα ποσό της τάξης των €20.000 είναι ικανοποιητικό για τον πόνο και ταλαιπωρία που η Ενάγουσα υπέστηκε λόγω του επίδικου δυστυχήματος, το οποίο διευκρινίζεται ότι, αντικατοπτρίζει την επιδείνωση των σωματικών και ψυχολογικών κατάλοιπων από τα δύο προηγούμενα δυστυχήματα ως και από την προηγούμενη χειρουργική επέμβαση στην οποία είχε υποβληθεί το 2000."
Από τα πιο πάνω δεν διακρίνουμε οιαδήποτε εσφαλμένη εφαρμογή του πιο πάνω αξιώματος στην προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου στον καθορισμό των επιπτώσεων υπό την επιδείνωση της υγείας της Εφεσείουσας λόγω του επίδικου δυστυχήματος και την αποζημίωση που δικαιούται. Θα λέγαμε ότι υπό τις περιστάσεις το πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν και πολύ γενναιόδωρο σ' αυτές.
ΕΚΤΟΣ ΛΟΓΟΣ
Με τον λόγο αυτό προσβάλλεται ως εσφαλμένο το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η Εφεσείουσα δεν δικαιούται αποζημιώσεις για έξοδα για μελλοντική εγχείρηση.
Ο λόγος αυτός αφορά και πάλι θέμα αξιολόγησης της ιατρικής μαρτυρίας που τέθηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου και το οποίο εξετάσαμε όταν εξετάζαμε τον 2ο λόγο έφεσης. Δεν χρειάζεται να λεχθεί οτιδήποτε άλλο πέραν του ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο επιμελώς κατέγραψε ειδικά τις θέσεις των ιατρών επί του θέματος μιας πιθανής μελλοντικής εγχείρησης. Προτίμησε όμως, για τους λόγους που εξήγησε, τη μαρτυρία του Μ.Υ.1, έναντι της αντίθετης εισήγησης των ιατρών Μ.Ε.2 και Μ.Ε.4. Η κατάληξη του ήταν ότι μια νέα εγχείρηση θα ήταν ενδεχομένως και επικίνδυνη προς περαιτέρω αλλοίωση της αυχενικής μοίρας. Ο λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Η έφεση απορρίπτεται. Τα έξοδα ύψους €2.500 να είναι εις βάρος της Εφεσείουσας και υπέρ του Εφεσίβλητου.
ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.
Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.
Τ.Ψ. ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.
/γκ